ELIZABETH BISHOP

Elizabeth Bishop

.

Elizabeth Bishop ( 1911 – 1979)

.

Εισαγωγή – Μετάφραση : Βικτωρία Καπλάνη

.

Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1911 στο Worcester της Μασαχουσέτης. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της σημαδεύτηκαν από εξαιρετικά επώδυνες εμπειρίες. Ο πατέρας της πέθανε, όταν αυτή ήταν μόλις οχτώ μηνών, κι αμέσως εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα της, στο πατρικό της σπίτι, στο Great Village της Nova Scotia. Από εκείνη τη στιγμή, η μητέρα της αρχίζει να παθαίνει συχνά νευρικές κρίσεις και να νοσηλεύεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε νοσοκομεία, μέχρι που παθαίνει πλήρη νευρική κατάπτωση και κλείνεται οριστικά για το υπόλοιπο της ζωής της σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Η Elizabeth ήταν τότε πέντε χρονών. Για το γεγονός αυτό γράφει: «Δεν το απέκρυψα ποτέ, ωστόσο δε θέλω και να του δώσω μεγάλες διαστάσεις. Χωρίς αμφιβολία είναι ένα σημαντικό γεγονός, για μένα. Δεν την είδα ποτέ ξανά».
Λίγα χρόνια αργότερα, οι γονείς του πατέρα της την πήραν κοντά τους στο Worcester, σχεδόν την «απήγαγαν», όπως το περιγράφει σε μια από τις ιστορίες της, για να ζήσει σ’ ένα αστικό περιβάλλον, με περισσότερες ανέσεις. Αυτή η απρόσμενη μετακίνηση, η αιφνίδια αλλαγή περιβάλλοντος και τρόπου ζωής της προκάλεσαν μεγάλη εσωτερική αναστάτωση, που εκδηλώθηκε με διάφορες ψυχοσωματικές ασθένειες, (έκζεμα, βρογχίτιδα, άσθμα). Τα προβλήματα αυτά δεν της επέτρεψαν να φοιτήσει κανονικά σε σχολείο μέχρι τα δεκαέξι της χρόνια.
Στη συνέχεια, πηγαίνει να ζήσει με μια θεία της στη Βοστώνη και εγγράφεται σ’ ένα ιδιωτικό γυμνάσιο, στο Walnut Hill School. Στο περιοδικό του σχολείου δημοσιεύονται και τα πρώτα της ποιήματα. Η γραφή ποιημάτων αλλά και μικρών ιστοριών γίνεται μια από τις κύριες ασχολίες της, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να μελετά με φανατικό ενδιαφέρον παλαιότερη και σύγχρονη λογοτεχνία.
Στα δεκαεννέα της χρόνια την βρίσκουμε να φοιτά στο Vassar College και να μετέχει ενεργά στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Con Spirito.
To 1934 γνωρίζει την ποιήτρια Marianne Moore, την οποία θαύμαζε ήδη από τα ποιήματά της και η γνωριμία αυτή παίζει καταλυτικό ρόλο στην απόφασή της ν’ αφοσιωθεί στην ποίηση και να εγκαταλείψει οριστικά τα σχέδιά της για ιατρικές σπουδές.
Η Bishop γοητεύτηκε από την προσωπικότητα της Moore, από τον τρόπο ζωής της και εντυπωσιάστηκε από την απόλυτη αφοσίωσή της στην ποίηση. Η σχολαστικότητα με την οποία η μεγάλη ποιήτρια δούλευε τους στίχους της και γενικότερα κάθε γραπτό της κείμενο ήταν για την νεαρή Bishop μια πρωτόγνωρη, γοητευτική εμπειρία, ένας υποδειγματικός τρόπος δουλειάς. Κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι της Moore ένιωθε, όπως γράφει η ίδια, «ανεβασμένη, εμπνευσμένη, αποφασισμένη να γίνω καλή, να δουλέψω πιο σκληρά, να μην ανησυχώ για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι, ποτέ να μην δημοσιεύσω τίποτα, μέχρι να αισθανθώ ότι έχω κάνει ό,τι καλύτερο μπορώ, να μη νοιάζομαι πόσος καιρός θα μου χρειαστεί γι’ αυτό – ή αλλιώς να μη δημοσιεύσω τίποτα».
Έτσι η σαρανταεπτάχρονη Marianne Moore γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, μέντορας της Bishop και λειτουργεί πιθανότατα γι’ αυτήν και ως ένα εξιδανικευμένο μητρικό υποκατάστατο. Οι δύο γυναίκες θα συνδεθούν με μια βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση που θα διαρκέσει μέχρι το θάνατο της Moore, το 1972.
Μόλις αποφοίτησε από το Vassar College, αρχίζει να ταξιδεύει σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και της Αμερικής. Εγκαθίσταται αρχικά στο Key West και το 1951 πηγαίνει στη Βραζιλία, όπου μένει μέχρι το 1966 με τη φίλη της Lota Costella de Macedο Soares. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της εκεί, πέρα από την ενασχόληση με το δικό της έργο, μεταφράζει Βραζιλιάνους ποιητές και γράφει για λογαριασμό της σειράς Life World Library ένα βιβλίο για την Βραζιλία.
Μετά την επιστροφή της στις Η.Π.Α. διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον κι έπειτα στο Harvard από το 1969 μέχρι το 1977.
Πεθαίνει το 1979 και το μεγαλύτερο μέρος του έργου της εκδίδεται μετά το θάνατό της, σε δύο τόμους: 1) The Complete Poems 1927 – 1979 και 2) The Collected Prose. Οι ποιητικές συλλογές της είναι: North and South 1946, A Cold Spring 1955, Questions of Travel 1965, Geography III 1976.
Η κριτική έχει επισημάνει στην ποίηση της Bishop την εκτεταμένη και δεξιοτεχνική χρήση της περιγραφής, την οξυδερκή παρατήρηση τοπίων, γεωλογικών φαινομένων, ανθρώπων, ζώων και φυτών, τα οποία μοιάζει να μελετά με την επιμονή και το ενδιαφέρον ενός ταξιδιώτη – ερευνητή.
Οι περιγραφές, τα αναγνωρίσιμα σύμβολα, αλλά και η επινόηση μιας καθαρά προσωπικής μυθολογίας, όπου πρωταγωνιστούν πλάσματα τα οποία προέρχονται, θαρρείς, από παιδικές ζωγραφιές ή από παιδικά παιχνίδια, όλα αυτά στοχεύουν στην έμμεση έκφραση βαθύτερων συναισθημάτων και εσωτερικών συγκρούσεων. Στην ποίηση της Bishop παρακολουθούμε τα συναισθήματα εν τη γενέσει και εν τη δράσει τους. Μ’ άλλα λόγια έχουμε την δραματοποίηση των συναισθημάτων και όχι την περιγραφή ή την άμεση έκφρασή τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε φορά που η Bishop αναφέρεται σε προσωπικά της βιώματα, η αναφορά αυτή γίνεται χωρίς καμία αισθηματολογία ή μεμψιμοιρία. Φροντίζει να τα ενσωματώνει στο έργο της, αντικρίζοντάς τα με την οξυδέρκεια και την απόσταση ενός ψύχραιμου αντικειμενικού παρατηρητή.
Στην ποίησή της κυριαρχούν το αίσθημα της απώλειας, η αγωνιώδης αναζήτηση ασφαλούς συναισθηματικού πλαισίου, η νοσταλγία για κάτι πολύτιμο που έχει οριστικά χαθεί. Τα πλάσματα του ποιητικού της κόσμου δεν κατορθώνουν να αποδεχτούν την εκάστοτε επιβαλλόμενη πραγματικότητα, κάθε απόπειρα προσαρμογής συνεπάγεται εσωτερικό διχασμό, γι’ αυτό και αναγκάζονται συνήθως να φεύγουν, αιώνιοι ταξιδιώτες, παντού και πάντοτε ξένοι: φιλοξενούμενοι, παρείσακτοι, προσωρινοί, ανοίκειοι.
Από το νεανικά της κιόλας χρόνια, η Bishop είχε εκφράσει τη διαφωνία της για την διάκριση ανάμεσα σε αντρική και γυναικεία ποίηση και επιπλέον δε συμμεριζόταν την άποψη ότι οι γυναίκες ποιήτριες οφείλουν να καταγράφουν στο έργο τους την γυναικεία εμπειρία. Πίστευε ότι σκοπός της ποίησης είναι να παρακολουθεί, να διερευνά και να πραγματεύεται την καθολική ανθρώπινη εμπειρία και αυτόν ακριβώς τον προσανατολισμό έδωσε κι εκείνη στο έργο της. Είχε, επομένως, την αξίωση να την αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονταν και οι άντρες ομότεχνοί της. Αρνούνταν επίμονα να περιλαμβάνονται δικά της ποιήματα σε ανθολογίες γυναικείας ποίησης, επειδή πίσω από τέτοια εγχειρήματα, όπως είναι αυτού του είδους οι ανθολογίες, διέκρινε μια τάση των γυναικών ποιητριών να δημιουργήσουν «γκέτο», κι αυτό την έβρισκε ριζικά αντίθετη. Σε μια επιστολή της στη Joan Keefe, το 1977, γράφει: «Χωρίς αμφιβολία, το φύλο παίζει σημαντικό ρόλο σε κάθε καλλιτεχνική δημιουργία, όμως η τέχνη είναι τέχνη και το να χωρίζει κάποιος τα γραπτά κείμενα, τα έργα της ζωγραφικής, τις μουσικές συνθέσεις κ.λ.π. σε αντρικά και γυναικεία, σημαίνει να προβάλλει μέσα σ’ αυτά αξίες, οι οποίες όμως δεν αποτελούν τέχνη».
Παρά τις θετικές κρίσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν για το έργο της από δημιουργούς όπως η Marianne Moore, o Randall Jarrell, o Robert Lowell, o Octavio Paz, η Ardienne Rich και άλλοι. παρά τα βραβεία που της απονεμήθηκαν (βραβείο Pulitzer 1956, National Book Award 1970, National Book Critics Circle Award 1977). παρά τις διάφορες τιμητικές διακρίσεις (μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, πρύτανης της Ακαδημίας Αμερικανών ποιητών κ.α.), η Bishop παρέμεινε σεμνή αλλά και ανασφαλής σ’ όλη της τη ζωή.
Ο θάνατος την βρήκε πριν προλάβει να ολοκληρώσει το κείμενο που έγραφε για τη Marianne Moore και δίχως να έχει πραγματοποιήσει την επιθυμία της για την συγγραφή, έστω ενός, μεγάλου, εκτεταμένου ποιήματος. Σε μια συνέντευξη της, το 1977 στον George Sturburk, λέει: «Το ξέρω ότι θα ήθελα να είχα γράψει περισσότερα ποιήματα. Μερικές φορές σκέφτομαι πως αν είχα γεννηθεί άντρας είναι πιθανόν να είχα γράψει περισσότερα. Θα τολμούσα πιο πολύ ή θα είχα τη δυνατότητα ν’ αφιερώνω περισσότερο χρόνο στο γράψιμο. Έχω σπαταλήσει πάρα πολύ χρόνο».
Τα ποιήματα που ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο: Elizabeth Bishop, Complete Poems, Chatto and Windus, London, 1991 (Α΄ εκδ. 1983).

.

Τhe Man – Moth¹ 

     Εδώ, πάνω
οι ρωγμές των κτιρίων καλύπτονται με κομμάτια φεγγαρόφωτου.
Η σκιά του Άντρα έχει το μέγεθος του καπέλου του.
Απλώνεται στα πόδια του σαν κύκλος κατάλληλος να ισορροπήσει πάνω του μια κούκλα.
Το σώμα του σχηματίζει καρφίτσα ανάστροφη, η αιχμή της μαγνητισμένη απ’ το φεγγάρι.
Εκείνος δε βλέπει το φεγγάρι. παρατηρεί μόνο τις σημαντικές του ιδιότητες,
νιώθοντας το παράξενο φως στα χέρια του, ούτε ζεστό ούτε κρύο,
μια θερμοκρασία που τα θερμόμετρα αδυνατούν να καταγράψουν.

.

     Αλλά τις σπάνιες φορές που ο Μan – Moth
βρίσκει την ευκαιρία να επισκέπτεται την επιφάνεια της γης,
το φεγγάρι φαντάζει στα μάτια του πολύ διαφορετικό. Τότε εκείνος ξεπροβάλλει
μέσα από τις χαραμάδες στις άκρες των πεζοδρομίων
κι αρχίζει με νευρικές κινήσεις να σκαρφαλώνει στις όψεις των κτιρίων.
Πιστεύει πως το φεγγάρι είναι μια μικρή τρύπα στο επάνω μέρος του ουρανού,
απόδειξη πως ο ουρανός είναι ανίκανος να μας προστατεύει.
Τρέμει, ωστόσο πρέπει να εξιχνιάσει το μυστήριο, ανεβαίνοντας όσο πιο ψηλά μπορεί.

.

     Επάνω στις προσόψεις των κτιρίων,
η σκιά του σέρνεται όπως το μαύρο πανί της μηχανής πίσω απ’ το φωτογράφο,
όλος φόβο ανεβαίνει, ελπίζει ότι αυτή τη φορά θα κατορθώσει
να σπρώξει το μικρό κεφάλι του μέσα από τ’ ολοστρόγγυλο άνοιγμα
και με δύναμη να περάσει, σαν από σωλήνα, ως μαύρη κυματιστή σκιά πάνω στο φως.
(Ο Άντρας που στέκεται κάτω απ’ αυτόν δεν τρέφει παρόμοιες αυταπάτες).
Όμως ό,τι ο Man – Moth φοβάται περισσότερο, αυτό ακριβώς πρέπει να πράξει, μολονότι
δεν το κατορθώνει, όπως είναι φυσικό, και πέφτει προς τα πίσω τρομαγμένος αλλά τελείως
ανέπαφος.

.

     Τότε επιστρέφει
στους ωχρούς υπόγειους σιδηροδρόμους από τσιμέντο, αυτούς που αποκαλεί σπίτι του. Βαδίζει
πέρα – δώθε, περπατάει νευρικά και δεν μπορεί να επιβιβαστεί στ’ αθόρυβα τρένα,
τρέχουν γρήγορα, δεν είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Οι πόρτες κλείνουν βιαστικά.
Ο Man – Moth κάθεται πάντοτε αντίθετα προς τη φορά της κίνησης
και το τρένο ξεκινά αμέσως μ’ όλη την τρομακτική του ταχύτητα
δίχως καμιά αλλαγή στο ρυθμό, καμιά αυξομείωση.
Κι εκείνος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πόσο γρήγορα ταξιδεύει προς τα πίσω.

.

     Κάθε βράδυ πρέπει
να μεταφέρεται μέσα από τεχνητές σήραγγες και να βλέπει τα ίδια όνειρα να επανέρχονται.
Όπως ακριβώς επανέρχονται οι τραβέρσες κάτω από τους τροχούς του τρένου του, τα όνειρα κρατούν
το πνεύμα του σε υπερδιέγερση. Δεν τολμάει να κοιτάξει απ’ το παράθυρο,
γιατί η τρίτη γραμμή², αυτή η αδιάκοπη ροή δηλητηρίου
ταξιδεύει εκεί δίπλα του. Την αντιμετωπίζει σαν μια αρρώστια
κληρονομική, που εύκολα μπορεί να τον προσβάλλει. Πρέπει να κρατά
τα χέρια του στις τσέπες, όπως κάποιοι άλλοι πρέπει να φορούν ειδικά γάντια.

.

     Αν τον προφτάσεις,
ρίξε στα μάτια του ένα δυνατό φως. Δε θα δεις παρά μια σκοτεινή κόρη,
είναι θαρρείς, ίδια η νύχτα. Σφίγγει τα ματόκλαδα
καθώς κοιτάζει προς τα πίσω και σφαλίζει τα μάτια. Τότε από τα βλέφαρα
ένα δάκρυ, η μοναδική του περιουσία, σαν της μέλισσας το κεντρί, κυλάει.
Το σκουπίζει στα κρυφά με την παλάμη του, κι αν δεν προσέξεις
θα το καταπιεί. Όμως, αν ενδιαφερθείς γι’ αυτόν, θα σου το χαρίσει,
δροσερό σαν να βγαίνει από πηγές μέσα απ’ τη γη κι αρκετά δροσερό για να το πιεις.

.

Σημειώσεις
1) Η Bishop αναφέρει ότι ο τίτλος του ποιήματος προέρχεται από ένα τυπογραφικό λάθος μιας εφημερίδας στη λέξη mammoth. Εδώ η λέξη Moth παραπέμπει στα λεπιδόπτερα, ένα είδος εντόμων που πετούν κυρίως την νύχτα και έλκονται από το φως.
2) Αναφέρεται στο καλώδιο του ηλεκτρικού ρεύματος.

.

Το Αγριόχορτο

Ονειρεύτηκα ότι νεκρή αλλά με τη σκέψη ζωντανή,
ξάπλωσα πάνω σ’ ένα τάφο, ή σ΄ ένα κρεβάτι,
(σε κάποιο τέλος πάντων παγερό κι ασφυκτικό μπουντουάρ).
Στην κρύα καρδιά μου η τελευταία σκέψη
έστεκε μαρμαρωμένη, αποτυπωμένη πελώρια και ξεκάθαρη,
άκαμπτη κι ακίνητη όπως ήμουν κι εγώ.
Παραμέναμε διαρκώς στην ίδια κατάσταση
ένα χρόνο, ένα λεπτό, μιαν ώρα.
Και ξαφνικά μια κίνηση
σαν απότομη αφύπνιση κάθε αίσθησης
σαν έκρηξη. Και σε λίγο
μια επίμονη προσεκτική αναρρίχηση
στην περιοχή της καρδιάς,
με κεντά να εγκαταλείψω πια τον απεγνωσμένο ύπνο.
Σηκώνω το κεφάλι μου. Ένα μικρό αγριόχορτο λεπτοκαμωμένο
είχε φυτρώσει στην καρδιά μου και το
πράσινο κεφαλάκι του έγερνε στο στήθος μου.
(Όλα αυτά συνέβαιναν στο σκοτάδι).
Μεγάλωσε ελάχιστα, όπως το φυλλαράκι της χλόης.
έπειτα απ’ το πλάι του ξεπετάχτηκε ένα φύλλο
ένα στριφογυριστό, κυματιστό φύλλο κι αμέσως
τα δύο μαζί αρχίζουν να κινούνται θαρρείς και στέλνουν μηνύματα.
Ο μίσχος δυνάμωσε. Οι νευρώδεις ρίζες
απλώθηκαν σ’ όλες τις μεριές. Το χαριτωμένο κεφαλάκι
άλλαξε θέση μ’ ένα μυστηριώδη τρόπο
μια και ούτε ο ήλιος ούτε το φεγγάρι ήταν εκεί
για να τραβήξουν την προσοχή της νιότης του.
Γεμάτη ρίζες η καρδιά άρχισε ν’ αλλάζει
(όχι να χτυπά) κι αμέσως σχίστηκε στα δύο
κι από το ρήγμα πετάχτηκε άφθονο νερό.
Δύο ποτάμια κύλησαν από τις άκρες,
ένα δεξιά κι ένα αριστερά
δύο ορμητικά ημιδιαυγή υδάτινα ρεύματα,
(τα πλευρά σχημάτισαν δύο μικρούς καταρράχτες απ’ τα νερά τους)
κι αυτά, χωρίς αμφιβολία, διάφανα σαν το γυαλί
τα ρούφηξε το μαλακό μαύρο χώμα.
Το αγριόχορτο κινδύνεψε ν’ αφανιστεί.
πάλεψε μαζί με τα φύλλα του
ανασηκώνοντάς τα, φορτωμένα με βαριές σταγόνες.
Μερικές σταγόνες κύλησαν στο πρόσωπό μου
και στα μάτια μου κι έτσι κατάφερα να δω
(ή θαρρούσα πως έβλεπα μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό μέρος)
ότι κάθε σταγόνα έκλεινε μέσα της ένα φως,
μια μικρή φωτεινή σειρά εικόνων.
το ποτάμι που γεννήθηκε από τ’ αγριόχορτο αποτελούνταν
από γοργά εναλλασσόμενες εικόνες.
(Σαν να μπορούσε ποτέ ένα ποτάμι να κλείνει μέσα του
και να μεταφέρει όλες τις σκηνές που είχε κάποτε καθρεφτίσει
στα νερά του κι όχι να τις αφήνει να επιπλέουν
πάνω σε φευγαλέες επιφάνειες).
Το αγριόχορτο στάθηκε όρθιο μέσα στην κομματιασμένη καρδιά.
«Τι κάνεις εκεί;» το ρώτησα.
Σήκωσε το κεφαλάκι του που έσταζε, μούσκεμα εντελώς
(άραγε από τις δικές μου σκέψεις;)
και μου αποκρίθηκε: «Μεγαλώνω», είπε,
«μα για να κόψω και πάλι στα δύο την καρδιά σου».

.

Ο Άπιστος

Κοιμάται στην κορυφή του καταρτιού – Bunyan

Κοιμάται στην κορυφή του καταρτιού
κι έχει τα μάτια του σφιχτά κλεισμένα.
Κρέμονται τα πανιά κάτω απ’ το σώμα του
όπως του κρεβατιού του τα σεντόνια
αφήνοντας έξω, στον αέρα της νύχτας, την κεφαλή του κοιμωμένου.

Παραδομένος στον ύπνο μεταφέρθηκε εκεί
παραδομένος στον ύπνο κουβαριάστηκε
μια χρυσαφένια μπάλα στην κορυφή του καταρτιού
ή αναρριχήθηκε μέσα στο σώμα
χρυσαφένιου πουλιού ή κάθισε με τα μάτια του κλειστά, καβάλα στο κατάρτι.

«Στηρίζομαι σε κολώνες από μάρμαρο»,
είπε ένα σύννεφο: «Δε μετακινούμαι ποτέ.
Τις βλέπεις εκεί στη θάλασσα;»
Αφοσιωμένος στη μελέτη του εαυτού του
κοιτάζει επίμονα τις υδάτινες στήλες του ειδώλου του.

Κάτω από τα φτερά του, τα φτερά ενός γλάρου
που παρατήρησε ότι ο αέρας
είναι «σαν από μάρμαρο». Κι εκείνος είπε: «Εδώ πάνω
δεσπόζω στον ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη
γιατί φτερά από μάρμαρο ανεμίζουν στου ιστίου μου την άκρη».

Ωστόσο κοιμάται στου καταρτιού του την κορυφή
κι έχει τα μάτια του σφιχτά κλεισμένα.
Ο γλάρος προσπαθεί να καταλάβει τι εννοούσε άραγε στ’ όνειρό του,
όταν έλεγε, «Δεν πρέπει να πέσω
Κάτω η θάλασσα με τις ασημένιες βελόνες της ζητά την πτώση μου
Κόβει σαν το διαμάντι. γυρεύει να μας καταστρέψει ολοσχερώς.

.

Σημείωση:
John Bunyan (1628 – 1688) Άγγλος συγγραφέας του «Pilgrims Progress», (Η Πορεία του Προσκυνητή), μιας αλληγορίας για τη πορεία των Χριστιανών προς τη σωτηρία.

.

Στα Ψαράδικα

Αν και είναι ένα κρύο βράδυ,
εκεί κάτω πλάι σε κάποιο απ’ τα ψαράδικα
ένας γέροντας μπαλώνει τα δίχτυα,
το δίχτυ του σχεδόν αόρατο στο σούρουπο,
ένα βαθύ πορφυρό – καφέ
κι η σαΐτα του φθαρμένη και στιλπνή.
Ο αέρας μυρίζει τόσα έντονα μπακαλιάρο
ώστε η μυρωδιά προκαλεί σε μερικούς καταρροή και δάκρυα.
Τα πέντε ψαράδικα έχουν απόκρημνα μυτερές στέγες
και στενές σανίδες στερεωμένες με πηχάκια, γερτές επάνω
στις αποθήκες, ψηλά στ’ αετώματα,
για να μπορούν ν’ ανεβοκατεβαίνουν με ευκολία τα καρότσια.
Όλα ασημένια: η αγριεμένη επιφάνεια της θάλασσας,
καθώς φουσκώνει με αργούς κυματισμούς, λες και θα ξεχειλίσει,
είναι θαμπή, μα το ασημί χρώμα των πάγκων,
τα κοφίνια με τους αστακούς και τα κατάρτια διάσπαρτα
ανάμεσα στους άγριους μυτερούς βράχους,
διακρίνονται μέσα στο μισοσκόταδο
όπως τα μικρά παλιά κτίσματα με τα σμαραγδένια βρύα
να μεγαλώνουν στους παράκτιους τοίχους τους.
Οι μεγάλοι κάδοι των ψαριών είναι εντελώς γεμάτοι
με διαδοχικές στρώσεις από πανέμορφα λέπια ρέγκας
και τα καροτσάκια κι αυτά φορτωμένα μέχρι επάνω
με ιριδίζοντα κιτρινωπά δέρματα ψαριών,
με μικρά ιριδίζοντα έντομα που συνωστίζονται πάνω τους.
Ψηλά στη μικρή πλαγιά πίσω από τα σπίτια,
ξεχασμένο μέσα στο λιγοστό κι αραιό ζωηρό χορτάρι,
υπάρχει ένα παλιό ξύλινο βαρούλκο,
όλο ρωγμές με δύο μακριές λαβές ξεθωριασμένες
και μερικές μελαγχολικές κηλίδες, σαν αίμα που ξεράθηκε,
στα σημεία όπου το σίδερο έχει σκουριάσει.
Προσφέρω στο γέροντα ένα Lucky Strike.
Υπήρξε φίλος του παππού μου.
Κουβεντιάζουμε έτσι γενικά για την παρακμή των κατοίκων
και για το μπακαλιάρο και τη ρέγκα,
ενώ εκείνος περιμένει να γυρίσει από το ψάρεμα ένα καΐκι.
Στο σακάκι του και στον αντίχειρα γυαλιστερές πούλιες, τα λέπια.
Έχει αφαιρέσει τούτη την πρωταρχική πηγή ομορφιάς
από αμέτρητα ψάρια μ’ αυτό το παλιό μαύρο μαχαίρι,
η λεπίδα του έχει πια σχεδόν φθαρεί.

Κάτω στην άκρη του νερού, στο μέρος
όπου τραβούν τις βάρκες, ψηλά στη μεγάλη ράμπα
που κατεβαίνει μέσα στο νερό, λεπτοί ασημένιοι
κορμοί δέντρων είναι τοποθετημένοι οριζόντια
στο πλάτος γκρίζες πέτρες, κάτω και πιο κάτω
σε απόσταση τεσσάρων ή πέντε ποδιών.

Ψυχρό σκοτεινό βαθύ κι απολύτως διάφανο
στοιχείο, σ’ αντέχουν μόνο οι αθάνατοι
τα ψάρια και οι φώκιες … Μάλιστα μια απ’ αυτές
τη βλέπω εδώ πέρα κάθε βράδυ.
Φαίνεται πως της κεντρίζω την περιέργεια. Την ενδιαφέρει η μουσική.
πιστεύει και αυτή, όπως κι εγώ, στην ολική κατάδυση1
γι’ αυτό συνήθως της τραγουδώ ύμνους των Βαπτιστών,

αλλά και το «Κάστρο Απόρθητο Είναι Ο Θεός Μας»
Στέκεται όρθια στο νερό και με κοιτάζει
με βλέμμα σταθερό, κουνώντας πολύ λίγο το κεφάλι της.
Κι έπειτα εξαφανίζεται κι άξαφνα πάλι αναδύεται
στο ίδιο σχεδόν σημείο με μια κίνηση απαξίωσης
σαν ν’ αψηφά τελείως τον κίνδυνο.
Ψυχρό σκοτεινό βαθύ κι απολύτως διάφανο
το καθαρό γκρίζο παγωμένο νερό … Πίσω από μας, στο βάθος
ξεκινούν σειρές από μεγάλα κι επιβλητικά έλατα.
Με μιαν απόχρωση γαλάζιου, ένα με τη σκιά τους,
ένα εκατομμύριο Χριστουγεννιάτικα δέντρα στέκονται
προσμένοντας τα Χριστούγεννα. Το νερό μοιάζει να αιωρείται
πάνω από τις στρογγυλεμένες γκρίζες και γαλανές γκρίζες πέτρες.
Έχω δει πάλι και πάλι την ίδια θάλασσα, το ίδιο
ελαφρά αδιάφορο λίκνισμα πάνω απ’ τις πέτρες,
παγερά ανεξάρτητο πάνω απ’ τις πέτρες,
πάνω απ’ τις πέτρες και πάνω απ’ τον κόσμο.
Αν βάλεις το χέρι σου μέσα στο νερό,
ο καρπός σου αμέσως θα πονέσει,
τα κόκκαλά σου θ’ αρχίσουν κι εκείνα να πονούν και το χέρι σου θα καεί
σαν να είναι το νερό μια μεταμόρφωση φωτιάς
που τρέφεται με τις πέτρες και καίει με μια σκοτεινή γκρίζα φλόγα.
Αν ποτέ το δοκίμαζες, θα σου φαινόταν στην αρχή πικρό,
έπειτα γλυφό κι έπειτα χωρίς αμφιβολία θα σου έκαιγε τη γλώσσα.
Είναι όπως αυτό που φανταζόμαστε πως είναι η γνώση:
σκοτεινή, αρμυρή, διάφανη, αέναη, εντελώς ελεύθερη,
ανασύρεται από το ψυχρό σκληρό στόμιο
του κόσμου, πηγάζει από τα βραχώδη στέρνα
παντοτινά ρέει κι ανασύρεται κι εφόσον
η γνώση μας έχει σχέση με το χρόνο, ρέει διαρκώς και μεταβάλλεται.

.

Σημείωση:
Αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι Βαπτισταί τελούν το μυστήριο του Βαπτίσματος.

.

Πρόσκληση στην δ/δα Marianne Moore

Απ’ το Μπρούκλιν, πάνω απ’ τη γέφυρα, αυτό το υπέροχο πρωινό,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.
Τυλιγμένη σε μια πύρινη ωχρή νεφέλη χημικών αερίων,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου,
με τη μακρόσυρτη ρυθμική συνοδεία χιλιάδων μικρών γαλάζιων τυμπάνων
καθώς θα κατεβαίνεις από έναν ουρανό διάστικτο μ’ αφράτα σύννεφα, κάτω
στου λιμανιού τη λαμπερή υδάτινη εξέδρα,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.

Σφυρίγματα μηχανών, παντιέρες και μαύροι καπνοί στον αέρα. Τα καράβια
εκπέμπουν εγκάρδια μηνύματα μ’ ένα πλήθος σημαίες
που υψώνονται και κατεβαίνουν όπως τα πουλιά σ’ ολόκληρο το λιμάνι.
Εισέρχονται: δύο ποτάμια τα οποία πρόθυμα μεταφέρουν
άφθονα μικρά διάφανα κεράσματα
μέσα σε κρυστάλλινες πιατέλες που τις μετακινούν μ’ ασημένιες αλυσίδες.
Η πτήση είναι ασφαλής. ο καιρός είναι με το μέρος μας.
Τα κύματα κυλούν σε στίχους αυτό το υπέροχο πρωινό,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.

Έλα με τα μυτερά μαύρα γοβάκια σου
να χαράζουν ένα σαπφείρινο ανεξίτηλο σημάδι,
με μια μαύρη κάπα που κλείνει μέσα της φτερά πεταλούδας και ευφυολογήματα,
με τον ουρανό να γνωρίζει μονάχα πόσοι άγγελοι ιππεύουν
πάνω στο μαύρο γείσο του καπέλου σου,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.

Κρατώντας ένα μελωδικό αριθμητήρι που είναι αδύνατον ν’ ακουστεί,
μ’ ένα ελαφρώς αυστηρό συνοφρύωμα και με γαλάζιες κορδέλες,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.
Τα γεγονότα κι οι ουρανοξύστες αστράφτουν στην παλίρροια: Το Μανχάτταν
αναβαπτίζεται στις ηθικές αρχές αυτό το υπέροχο πρωινό, γι’ αυτό,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.

Ανεβαίνοντας στον ουρανό με τον ηρωισμό που σου χάρισε η φύση,
πάνω από ατυχή περιστατικά κι από ολέθριες ζωντανές εικόνες,
τα ταξί και οι αδικίες δεξιά κι αριστερά,
ενώ ήχοι κόρνου αντηχούν στα υπέροχα αφτιά σου
κι εκείνα την ίδια στιγμή αφουγκράζονται
μιαν απαλή ανεφεύρετη μουσική ιδανική για το ελάφι το μοσχοφόρο,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.

Για εκείνην που τα αυστηρά μουσεία της συμπεριφέρονται
με την αβρότητα αρσενικών ωδικών πουλιών,
για εκείνην που τα λιοντάρια συναινούν και την αναμένουν
στα σκαλοπάτια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης,
πρόθυμα να την συνοδέψουν και να την οδηγήσουν
επάνω στα αναγνωστήρια,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.
Μπορούμε να καθίσουμε και να κλάψουμε. μπορούμε να πάμε για ψώνια,
ή να κάνουμε ότι παίζουμε το παιγνίδι του να είσαι μονίμως λάθος
με μια πολύτιμη σειρά λέξεων,
ή ακόμη να θρηνήσουμε με γενναιότητα τη μοίρα μας, αλλά σε παρακαλώ,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.

Με τις τυραννικές εξουσίες αρνητικών γλωσσικών κατασκευών
να σκοτεινιάζουν και να σβήνουν γύρω σου,
με τους κανόνες της γλώσσας αίφνης ν’ αλλάζουν και να εκπέμπουν φως
όπως ανοίγουν τα φτερά τους και πετούν σμήνη θαλασσοπούλια,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.

Έλα σαν ένα φως στο διάστικτο από αφράτα σύννεφα ουρανό,
έλα σαν ένας κομήτης ορατός την ημέρα
με μια μακριά ανέφελη ουρά από λέξεις,
από το Μπρούκλιν, πάνω απ’ τη γέφυρα, αυτό το υπέροχο πρωινό,
βάλε φτερά κι έλα κοντά μου.

.

Σημείωση:
Marianne Moore (1887 – 1972) Αμερικανίδα ποιήτρια.

.

Ταξιδιωτικά Ερωτήματα

Υπάρχουν πάρα πολλοί καταρράχτες εδώ πέρα φουσκωμένα ρυάκια
κατεβαίνουν με μεγάλη σπουδή προς τη θάλασσα
κι η πίεση από τόσα σύννεφα στις κορυφές των βουνών
τα αναγκάζει να ξεχειλίζουν πάνω στις πλαγιές, με μια απαλή αργή κίνηση,
καθώς μετατρέπονται σε καταρράχτες μπροστά στα μάτια μας.
– Γιατί αν αυτές οι νερένιες φλέβες, αυτές οι μεγάλες λαμπερές κηλίδες δακρύων,
δεν έχουν γίνει ακόμη καταρράχτες,
σε λίγο καιρό περίπου, έτσι όπως εδώ κυλούν τα χρόνια,
είναι πιθανόν να γίνουν.
Αλλά αν τα ρυάκια και τα σύννεφα διαρκώς ταξιδεύουν και ταξιδεύουν
τα βουνά μοιάζουν με κουφάρια ναυαγισμένων πλοίων,
που έχουν βουλιάξει στη λάσπη κι είναι γεμάτα πεταλίδες.

Να σκέφτεσαι το μακρινό ταξίδι της επιστροφής.
Θα έπρεπε να είχαμε μείνει στο σπίτι μας και να σκεφτόμαστε το εδώ;
Που έπρεπε να βρισκόμαστε σήμερα;
Είναι σωστό να παρατηρούμε ξένους ανθρώπους σ’ ένα θέατρο
σ’ αυτό το πιο παράξενο απ΄ όλα τα θέατρα;
Τι ανοησία είναι αυτή, την ώρα που η ανάσα της ζωής κυκλοφορεί
μέσα στο σώμα μας, εμείς να είμαστε αποφασισμένοι να τρέξουμε
για να δούμε τον ήλιο στην άλλη άκρη της γης;
Το πιο μικρό πράσινο κολίβριο του κόσμου;
Να κοιτάξουμε με θαυμασμό κάποια ακατανόητη παλαιά τοιχοποιία,
ακατανόητη κι απροσπέλαστη,
για οποιοδήποτε βλέμμα
ιδωμένη μόνο για μια στιγμή και πάντοτε, πάντοτε γοητευτική;
Ω, πρέπει να ονειρευόμαστε τα όνειρά μας
και να επιμένουμε να τα διατηρούμε;
Άραγε έχουμε χώρο
για να κλείσουμε μέσα μας άλλο ένα ηλιοβασίλεμα, που να κρατάει ακόμη τη θέρμη του;

Αλλά χωρίς αμφιβολία θα ήταν κρίμα
να μην έχουμε, δει τα δέντρα κατά μήκος αυτού του δρόμου,
πράγματι υπερβολικά στην ομορφιά τους,
να μην τα έχουμε δει να κινούν τα χέρια τους
σαν ευγενείς μίμοι, ντυμένοι στα ροζ.
– Να μην έχουμε κάνει στάση για βενζίνη και να μην έχουμε ακούσει
τη μελαγχολική, σε δύο νότες μελωδία του ξύλου
από διαφορετικά μεταξύ τους ξύλινα πέδιλα
που χτυπούν, απρόσεκτα πάνω
στο λεκιασμένο από γράσο πάτωμα του βενζινάδικου.
(Σε μια άλλη χώρα όλα τα πέδιλα θα είχαν ελεγχθεί.
Το κάθε ζευγάρι θα χτυπούσε στο δικό του ξεχωριστό τόνο).
– Κρίμα να μην έχουμε ακούσει
την άλλη, τη λιγότερο πρωτόγονη μουσική από εκείνο το πουλί το μεγαλόσωμο με το καφέ χρώμα
που κελαηδά πάνω από τη σπασμένη αντλία της βενζίνης
σε μια μπαρόκ εκκλησία των Ιησουητών, φτιαγμένη από μπαμπού:
τρεις πύργοι, πέντε ασημένιοι σταυροί.
– Ναι, κρίμα να μην έχουμε συλλογιστεί,
συγκεχυμένα και προσωρινά,
ποια σχέση είναι δυνατόν να υπάρχει εδώ και αιώνες
ανάμεσα στα πιο ακατέργαστα ξύλινα υποδήματα
και στις, με προσοχή και σχολαστικότητα,
λαξευμένες φανταστικές δημιουργίες των ξύλινων κλουβιών.
– Ποτέ να μην έχουμε μελετήσει ιστορία στις
ανίσχυρες χειροποίητες κατασκευές των κλουβιών για τα ωδικά πουλιά.
– Και ποτέ να μην έχουμε ακούσει τη βροχή
τόσο πολύ όσο τους λόγους των πολιτικών:
δύο ώρες αδιάκοπης ρητορείας
κι έπειτα μια απρόσμενη χρυσαφένια σιωπή
τότε που ο ταξιδιώτης βγάζει το σημειωματάριό του και γράφει:

«Είναι η έλλειψη φαντασίας αυτή που μας κάνει να ερχόμαστε
σε μέρη φανταστικά και να μη μας αρκεί μόνο το να μένουμε στο σπίτι μας;
Ή μήπως ο Pascal δεν είχε απόλυτο δίκιο, όταν έλεγε
να κάθεται ο καθένας μας ήσυχος στο δωμάτιό του;

Ήπειρος, πόλη, χώρα, κοινωνία:
η επιλογή δεν είναι ποτέ ευρεία και ποτέ ελεύθερη.
Και εδώ ή εκεί … Όχι. Θα έπρεπε να έχουμε μείνει στο σπίτι μας
οπουδήποτε κι αν αυτό μπορεί να βρίσκεται;»

.

Ο Αρμαδίλλος ¹

(Για τον Robert Lowell)²

Αυτή την εποχή του χρόνου
σχεδόν κάθε νύχτα
εύθραυστα παράνομα αερόστατα εμφανίζονται
να σκαρφαλώνουν στο ύψος του βουνού.

Ανεβαίνουν ν’ ανταμώσουν έναν άγιο,
οι άνθρωποι ακόμη τον τιμούν σ’ αυτά τα μέρη.
τα χάρτινα δώματα κοκκινίζουν φορτωμένα φως
που πάλλεται και σβήνει, σαν τις καρδιές.

Κάποιες φορές ψηλά στον ουρανό είναι δύσκολο
να τα ξεχωρίσεις από τ’ αστέρια
πλανήτες τα ονομάζουν – εκείνα με τις ελαφρές φωτεινές αποχρώσεις
την Αφροδίτη, την ώρα που δύει ή τον Άρη,

ή εκείνο το άλλο αστέρι με το χλωμό πράσινο φως. Με τον αέρα
φουσκώνουν και ταλαντεύονται, πάνε πέρα – δώθε και κλυδωνίζονται,
μα σαν έχει απανεμιά βάζουν πλώρη και πορεύονται μέσα
από τα ραβδάκια του χαρταετού, που είναι ο Σταυρός του Νότου,

ξεμακραίνουν, μικραίνουν σιγά – σιγά, διακριτικά
και σταθερά μας εγκαταλείπουν,
ή, αν ένα ρεύμα αέρος από μια κορυφή τα τραβήξει προς τα κάτω,
αίφνης γίνονται επικίνδυνα.

Χτες τη νύχτα ακόμη ένα μεγάλο αερόστατο έπεσε.
Έσπασε σαν αυγό φωτιάς
πάνω στο βράχο, πίσω από το σπίτι.
Η φλόγα όλη χύθηκε απέξω. Είδαμε το ζευγάρι

τις κουκουβάγιες που φώλιαζαν εκεί πέρα να τινάζονται πάνω
ψηλά, ένα ασπρόμαυρο στροβίλισμα
και κάτω μια φωτεινή ρόδινη κηλίδα, μέχρι
η τρομαγμένη τους κραυγή να σβήσει.

Η γέρικη φωλιά των πουλιών πρέπει να έχει καεί.
Χωρίς να χάνει καιρό, ολομόναχος,
ένας αστραφτερός αρμαδίλλος, εγκαταλείπει τη σκηνή,
μ’ ανεξίτηλα σημάδια φωτιάς, με το κεφάλι κάτω, με πεσμένη την ουρά,

κι έπειτα ένα λαγουδάκι πετάγεται προς τα έξω,
με τ’ αφτιά του κομμένα, μένουμε έκπληκτοι.
Τόσο μαλακό ! – μια χούφτα στάχτη ανέγγιχτη
μ’ ακίνητα, αναφλεγόμενα μάτια.

Τόσο υπέροχη ονειρική αναπαράσταση !
Ω η φωτιά που πέφτει κι η διαπεραστική κραυγή
κι ο πανικός, και μια αδύναμη απειλητική γροθιά
σφιγμένη, όλο απορία, ενάντια στον ουρανό !

.

Σημειώσεις:
1) Αρμαδίλλος, νυχτόβιο θηλαστικό.
2) Robert Lowell (1917 – 1977) Αμερικανός ποιητής.

.

Sestina

Η βροχή του Σεπτέμβρη πέφτει στο σπίτι.
Ενώ το φως λιγοστεύει, η γιαγιά
κάθεται στην κουζίνα με το παιδί
πλάι στων Θαυμάτων τη Μικρή Θερμάστρα,
διαβάζει αστείες ιστορίες από το αλμανάκ
γελάει και μιλάει μαζί να κρύψει από τα μάτια της τα δάκρυα.

Σκέφτεται πως της ισημερίας τα δάκρυα
κι η βροχή που χτυπά στη στέγη πάνω απ’ το σπίτι
είχαν και τα δύο προαναγγελθεί από το αλμανάκ,
όμως ήταν γνωστά μόνο σε μια γιαγιά.
Η σιδερένια τσαγιέρα σφυρίζει πάνω στη θερμάστρα.
Η γυναίκα κόβει το ψωμί και λέει στο παιδί.

Ώρα για τσάι. όμως το παιδί
παρατηρεί της τσαγιέρας τα μικρά σκληρά δάκρυα
χορεύει σαν τρελή πάνω στη ζεστή μαύρη θερμάστρα,
με τον τρόπο που η βροχή χορεύει στο σπίτι.
Καθώς συγυρίζει, η γιαγιά
κρεμά το έξυπνο αλμανάκ

απ’ το κορδόνι του. Σαν ένα πουλί το αλμανάκ
αιωρείται μισάνοιχτο πάνω από το παιδί
αιωρείται πάνω από τη γιαγιά
και πάνω από το φλιτζάνι της το γεμάτο με σκούρα καφετιά δάκρυα.
Εκείνη τουρτουρίζει και λέει πως, κατά τη γνώμη της, το σπίτι
κρυώνει, κι έτσι βάζει κι άλλα ξύλα στη θερμάστρα.

Ήταν για να συμβεί, λέει των Θαυμάτων η Θερμάστρα.
Ξέρω τι γνωρίζω, λέει το αλμανάκ.
Με χρωματιστά μολύβια το παιδί ζωγραφίζει ένα στέρεο σπίτι
και ένα φιδωτό μονοπάτι. Στη συνέχεια το παιδί
βάζει μέσα έναν άντρα με κουμπιά σαν δάκρυα
και το δείχνει με περηφάνεια στη γιαγιά.

Ωστόσο, μυστικά, ενώ η γιαγιά
ασχολείται με τη θερμάστρα
τα μικρά φεγγάρια κυλούν σαν δάκρυα
μέσα από τις σελίδες του αλμανάκ
στο παρτέρι που το παιδί
έχει τοποθετήσει με προσοχή μπροστά από το σπίτι.

Ώρα να φυτέψουμε δάκρυα, λέει το αλμανάκ.
Η γιαγιά τραγουδά στων Θαυμάτων τη Θερμάστρα
και το παιδί σχεδιάζει ένα ακόμα μυστηριώδες σπίτι.

.

Σημείωση:
Sestina: ποιητική φόρμα αποτελούμενη από έξι εξάστιχες στροφές και μια τελευταία τρίστιχη, όλες χωρίς ομοιοκαταληξία. Ωστόσο η τελευταία λέξη κάθε στίχου της α’ στροφής χρησιμοποιείται πάλι ως τελευταία και στις άλλες στροφές, με διαφορετική κάθε φορά σειρά. Η τρίστιχη στροφή περιέχει και τις έξι επαναλαμβανόμενες λέξεις, με μια ορισμένη σειρά, μια λέξη σε κάθε ημιστίχιο.

.

Στην Αίθουσα Αναμονής

Στο Worcester, της Μασαχουσέτης,
συνόδεψα τη θεία Consuelo.
Eίχε ραντεβού στον οδοντίατρο.
Κάθισα και την περίμενα
στην αίθουσα αναμονής.
Χειμώνας. Σκοτείνιαζε
νωρίς. Η αίθουσα
ήταν γεμάτοι ενήλικες,
γαλότσες και πανωφόρια,
φωτιστικά και περιοδικά.
Η θεία μου ήταν μέσα στο ιατρείο
ένιωθα ότι περνούσε πολλή ώρα
κι ενώ περίμενα, πήρα να διαβάζω
το National Geographic.
(Μπορούσα να διαβάζω) και με προσοχή
μελετούσα τις φωτογραφίες:
το εσωτερικό ενός ηφαιστείου,
μαύρο και γεμάτο στάχτες.
και δίπλα, το’ βλεπα να ξεχειλίζει
σε ποταμάκια φωτιάς.
Η Osa και ο Martin Johnson¹
φορούσαν παντελόνι ιππασίας,
μπότες με κορδόνια και κάσκες από φελλό.
Ένας νεαρός άντρας, κρεμασμένος σ’ ένα στύλο
– «Μεγάλο Γουρούνι»²  έγραφε η λεζάντα.
Βρέφη με μυτερά κεφάλια
τυλιγμένα γύρω γύρω με σχοινί
μαύρες, γυμνές γυναίκες με λαιμούς
τυλιγμένους γύρω γύρω με σύρμα
σαν τους λαιμούς των ηλεκτρικών λαμπτήρων.
Τα στήθη τους τρομακτικά.
Διάβασα μονομιάς όλο το τεύχος.
Ένιωθα άβολα να τ’ αφήσω στη μέση.
Κι έπειτα κοίταξα το εξώφυλλο:
τα κίτρινα περιθώρια, την ημερομηνία.
Ξαφνικά, μέσα από το ιατρείο
ακούστηκε ένα Ωχ ! μια κραυγή πόνου.
– Η φωνή της θείας Consuelo –
ούτε πολύ δυνατή ούτε διαρκής.
Δεν εξεπλάγην διόλου
ακόμη και τότε είχα καταλάβει πως ήταν
μια ανόητη δειλή γυναίκα.
Θα μπορούσα να είχα νιώσει αμηχανία,
αλλά αυτό δε μου συνέβη. Εκείνο που
με παραξένεψε εντελώς
ήταν πως ήμουν εγώ:
η φωνή μου, μέσα απ’ το στόμα μου.
Χωρίς διόλου να το βάλω στο νου μου
ήμουν εγώ η ανόητη θεία μου
εγώ – εμείς – πέφταμε, πέφταμε,
τα μάτια μας καρφωμένα στο εξώφυλλο
του National Geographic,
Φεβρουάριος, 1918.

*************

Είπα στον εαυτό μου: τρεις μέρες απομένουν
και θα είσαι επτά χρονών.
Το έλεγα για να σταματήσω
την αίσθηση ότι πέφτω από
τον στρογγυλό, περιστρεφόμενο κόσμο
στο ψυχρό, γαλανό και μαύρο διάστημα.
Όμως το ένιωσα: εσύ είσαι ένα εγώ
είσαι μια Ελισάβετ
είσαι μια απ’ αυτούς.
Γιατί θα’ πρεπε να είσαι κι εσύ μια απ’ αυτούς;
Μόλις που τόλμησα να κοιτάξω
για να δω τι ήταν αυτό που ήμουνα.
Έριξα πλαγίως ένα βλέμμα
– δεν μπορούσα να κοιτάξω πιο ψηλά –
στα θαμπά γκρίζα γότατα
παντελόνια και φούστες και μπότες
και διάφορα ζευγάρια χέρια
να ξεδιπλώνονται κάτω απ’ τα φώτα.
Γνώριζα πως τίποτα πιο παράξενο
δεν είχε ποτέ συμβεί, πως τίποτα
πιο παράξενο δεν μπορούσε ποτέ να συμβεί.
Γιατί θα έπρεπε εγώ να είμαι η θεία μου,
ή ο εαυτός μου, ή κάποια άλλη;
Τι ομοιότητες –
μπότες, χέρια, η φωνή της οικογένειας,
την ένιωσα στο λαρύγγι μου, ή ακόμη
το National Geographic
κι εκείνα τα τρομερά κρεμασμένα στήθη –
μας κρατούν όλους μαζί
ή μας κάνουν όλους απλώς έναν;
Πώς – Δεν είχα
ιδέα γι’ αυτό – Πώς «απίθανο» …
Πώς έφθασα να βρίσκομαι εδώ
σαν αυτούς και ν’ ακούω τυχαία
μια κραυγή πόνου, που θα μπορούσε να είχε
δυναμώσει και χειροτερεύσει, αλλά αυτό δε συνέβη.

Η αίθουσα αναμονής ήταν φωτεινή
και πολύ ζεστή. Γλιστρούσε
κάτω από ένα μεγάλο μαύρο κύμα,
κι ένα άλλο, κι ένα άλλο.

Έπειτα βρέθηκα πάλι πίσω, εκεί.
Ο Πόλεμος συνεχιζόταν. Έξω,
στο Worcester, της Μασαχουσέτης,
ήταν νύχτα, λάσπη και κρύο
κι ήταν ακόμη πέντε
Φεβρουαρίου, 1918.

.

Σημειώσεις:
1)Ζευγάρι Αμερικανών εξερευνητών & συγγραφέων ταξιδιωτικών κείμενων.
2) Έτσι ονόμαζαν τα ανθρώπινα πτώματα κάποιες ομάδες κατοίκων της Πολυνησίας.

.

Το Άγριο Ελάφι

(Για την Grace Bulmer Bowers)

Από τις μικρές σε έκταση επαρχίες
του ψαριού, του ψωμιού και του τσαγιού,
εστίες των μεγάλων παλιρροιών
εκεί όπου ο κόλπος εγκαταλείπει τη θάλασσα
δύο φορές τη μέρα κι ακολουθεί
τις μακρινές διαδρομές της ρέγκας,

εκεί όπου αν το ποτάμι
εισχωρεί ή αποτραβιέται
σ’ ένα πρόχωρα από υγρή καφετιά λάσπη,
εξαρτάται από το αν ανταμώνει
τα νερά του κόλπου να έρχονται
ή να έχουν απομακρυνθεί.

εκεί όπου το νερό έρχεται κι αφήνει κόκκινη λάσπη,
μερικές φορές ο ήλιος δύει
αντικρίζοντας μια κατακόκκινη θάλασσα
κι άλλες φορές γεμίζει με φλέβες των επιφανειών
το μενεξελί, εύφορη λάσπη
σε φλεγόμενα ποταμάκια.

πάνω σε κόκκινους δρόμους στρωμένους χαλίκια,
πιο κάτω σειρές από ζαχαρώδεις σφενδάμους,
πιο πέρα αγροικίες επενδυμένες με σανίδες
το ίδιο κι οι λιτά χτισμένες εκκλησιές,
με φθαρμένο το χρώμα και με γραμμώσεις σαν όστρακα μυδιών,
πιο πέρα δύο δίδυμες ασημένιες σημύδες,

μέσα στο προχωρημένο απόγευμα
ένα λεωφορείο ταξιδεύει δυτικά,
το παρμπρίζ εκπέμπει ρόδινες ακτίνες φωτός,
ρόδινες ακτίνες ξεπηδούν κι από το μέταλλο
και βάφουν με το χρώμα τους εκείνη τη λακκούβα στο πλευρό
από γαλάζιο φθαρμένο σμάλτο.

κατεβαίνει τις κοιλάδες, ανεβαίνει τα υψώματα
και περιμένει με υπομονή, όση ώρα
ένας μοναχικός ταξιδιώτης
αγκαλιάζει και φιλά
τους επτά συγγενείς του,
ενώ το κόλλεϋ τους παρατηρεί προσεκτικά.

Αντίο στις φτελιές,
αντίο στη φάρμα, αντίο στο σκυλί.
Το λεωφορείο ξεκινά. Το φως
πυκνώνει. η ομίχλη
καθώς μετατοπίζεται, αλμυρή κι αραιή
έρχεται και μας κυκλώνει.

Παγωμένοι στρογγυλοί κρύσταλλοι
σχηματίζονται, γλιστρούν και κάθονται
στα λεπτοκαμωμένα φτερά των πουλερικών,
στα γκρίζα αστραφτερά λάχανα,
πάνω στα εκατόφυλλα ρόδα
και στα λούπινα, ως μαντατοφόροι της ομίχλης..

τα μοσχομπίζελα δεμένα σφιχτά
στον υγρό λευκό σπάγκο
πάνω στους ασβεστωμένους φράχτες.
οι αγριομέλισσες γλιστρούν
μέσα στα πορφυρά χελιδονόχορτα,
και το βράδυ ξεκινάει.

Μια στάση στο Bass River.
Έπειτα Economies –
Κάτω, Μεσαίο, Άνω.
στη συνέχεια Five Islands, Five Houses,¹
εκεί μια γυναίκα τινάζει το τραπεζομάντιλο
μετά το δείπνο.

Ένα απαλό τρεμόσβησμα της μηχανής. Πάει έφυγε.
Τα έλη του Tantramar
κι η μυρωδιά του αρμυρού χόρτου.
Μια σιδερένια γέφυρα τρέμει
κάποια σανίδα έχει χαλαρώσει και τραντάζεται
αλλά δεν υποχωρεί.

Αριστερά ένα κόκκινο φως
διασχίζει το σκοτάδι:
ο φάρος που οδηγεί τα πλοία στο λιμάνι.
Δύο λαστιχένιες μπότες δείχνουν
φωτεινές, εντυπωσιακές.
Ακούγεται ένα γαύγισμα σκυλιού.

Μια γυναίκα ανεβαίνει
με δύο σακκούλες ψώνια
ζωηρή, με φακίδες, μεγάλη στην ηλικία.
«Υπέροχο βράδυ. Μάλιστα, κύριε,
Πηγαίνω στη Βοστώνη, στο τέρμα»
Μας κοιτάζει με φιλικό βλέμμα.

Φεγγαρόφωτο, καθώς εισχωρούμε
στα δάση του New Brunswick
τα πυκνά, με τα ποικίλα δέντρα και την τάση ν’ αποσχίζονται.
φεγγαρόφωτο κι ομίχλη
πιάστηκαν μέσα στα δάση, όπως το μαλλί των προβάτων
στους θάμνους κάποιου λιβαδιού.

Οι επιβάτες ξαπλώνουν αναπαυτικά στο κάθισμά τους.
Ροχαλητά. Κάποιοι μακρόσυρτοι αναστεναγμοί
Ένα ονειρικό ξεστράτισμα
αρχίζει μέσα στη νύχτα,
μια ελαφριά ακουστική,
σε ρυθμό αργό, παραίσθηση.

Μέσα από τα τριξίματα και τους θορύβους,
μια παλιά συζήτηση
– δε μας αφορά
αλλά ευδιάκριτη, κάπου
στα πίσω καθίσματα του λεωφορείου:
Οι φωνές των παππούδων

δίχως σταματημό
μιλούν, στον Άλλο Κόσμο:
Ονόματα αναφέρονται,
γεγονότα τελικά ξεκαθαρίζουν.
τι είπε εκείνος, τι είπε εκείνη,
ποιος πήρε σύνταξη.

θάνατοι, θάνατοι κι αρρώστιες.
η χρονιά που αυτός ξαναπαντρεύτηκε.
η χρονιά που (κάτι) συνέβη.
Εκείνη πέθανε στη γέννα.
Ο γιος ήταν αυτός που χάθηκε
όταν βυθίστηκε η γολέτα.

Εκείνος το’ ριξε στο πιοτό. Ναι
Εκείνη πήρε το δρόμο τον κακό.
Όταν ο Amos άρχισε να προσεύχεται
ακόμη και μέσα στο μαγαζί,
η οικογένεια στο τέλος αναγκάστηκε
να τον βάλει σε κάποιο ίδρυμα.

«Ναι … αυτή η παράξενη
κατάφαση. «Ναι …»
Μια κοφτή, τραβηγμένη ανάσα.
μισο – στεναγμός, μισο – αποδοχή,
που σημαίνει «Η ζωή είναι κάπως έτσι.
Το γνωρίζουμε αυτό (κάπως έτσι είναι, επίσης, κι ο θάνατος)».

Κουβεντιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο
στο παλιό πουπουλένιο στρώμα
ήρεμα, χωρίς διακοπή
το αμυδρό φως της λάμπας στο διάδρομο,
κάτω στην κουζίνα, το σκυλί
τυλίχτηκε στο σάλι της.

Ελάτε, όλα είναι εντάξει, τώρα
ακόμη και για ν’ αποκοιμηθούμε,
όπως ακριβώς όλες εκείνες τις νύχτες.
– Ξαφνικά ο οδηγός του λεωφορείου
φρενάρει μ’ ένα απότομο τράνταγμα,
σβήνει τα φώτα του.

Ένα άγριο ελάφι έχει ξεπροβάλει
από το αδιαπέραστο δάσος
στέκεται εκεί, δεσπόζει, καλύτερα
στη μέση του δρόμου.
Πλησιάζει. Οσφραίνεται το
ζεστό κάλυμμα της μηχανής.

Πανύψηλο σαν πύργος, δίχως το κλαδωτό κέρατο,
έχει το μεγαλείο εκκλησιάς,
τη ζεστασιά του σπιτικού
(ή την ασφάλεια των σπιτιών).
Η φωνή ενός άντρα μας καθησυχάζει.
«Τελείως ακίνδυνο …»

Μερικοί επιβάτες
ψιθυρίζουν κατάπληκτοι,
λόγια που δείχνουν ανοησία και αφέλεια.
«Χωρίς αμφιβολία είναι σπουδαία πλάσματα».
«Είναι τρομερά ανεπιτήδευτο».
«Κοιτάξτε ! Είναι θηλυκό !».

Χωρίς διόλου να βιάζεται,
παρατηρεί προσεκτικά το λεωφορείο,
έξοχο πλάσμα, πέραν του κόσμου τούτου.
Γιατί, γιατί νιώθουμε
(όλοι τη νιώθουμε) αυτή τη γλυκιά
αίσθηση χαράς;

«Παράξενες υπάρξεις»,
σχολιάζει ο ήρεμος οδηγός μας,
προφέροντας μακρόσυρτα το «ρ».
«Κοιτάξτε το, το βλέπετε και μόνοι σας».
Έπειτα βάζει ταχύτητα.
Για περισσότερο από ένα λεπτό,

αν γείρετε το κεφάλι προς τα πίσω,
μπορείτε να δείτε το άγριο ελάφι
στη φεγγαρόλουστη άσφαλτο.
κι ύστερα, τίποτα. μόνο μια ελαφριά
μυρωδιά άγριου ελαφιού, μια βαριά
μυρωδιά βενζίνης.

.

Σημείωση:
1) Μικρές πόλεις και χωριά στη Νέα Σκωτία, κοντά στο Χάλιφαξ.

.

Μια Τέχνη

Η τέχνη να χάνεις δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί.
τόσα πολλά πράγματα φαίνεται πως έχουν προορισμό τους
να χαθούν, ώστε η απώλεια τους δεν είναι καταστροφή.

Να χάνεις κάτι κάθε μέρα. Ν’ αποδέχεσαι την ταραχή
για τα χαμένα κλειδιά της πόρτας, για την ώρα που άσκοπα σπατάλησες.
Η τέχνη να χάνεις δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί.

Κι έπειτα ν’ ασκηθείς να χάνεις κι άλλο, να χάνεις με σπουδή:
τόπους κι ονόματα και τα μέρη που επρόκειτο
να ταξιδέψεις. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα φέρει την καταστροφή.

Έχασα το ρολόι της μητέρας μου. Και κοίταξε ! Το τελευταίο, ή
μάλλον το προτελευταίο από τα τρία αγαπημένα μου σπίτια πάει.
Η τέχνη να χάνεις δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί.

Έχασα δύο πόλεις, κι οι δύο αγαπημένες. Και το πιο πολύ,
κάποιες περιοχές που τις θεωρούσα δικές μου, δύο ποτάμια, μιαν ήπειρο.
Μου λείπουν, όμως δεν ήρθε η καταστροφή.

– Κι αν ακόμη χάσω εσένα (τη φωνή που αστειεύεται, μια τρυφερή κίνηση
που αγαπώ) δε θα έχω πει ψέματα. Είναι φανερό
η τέχνη να χάνεις δεν είναι τόσο δύσκολο να κατακτηθεί
παρόλο που μπορεί να μοιάζει (Να το γράψεις αυτό !) με καταστροφή.

.

Το Τέλος του Μάρτη

(Για τους John Malcolm Brinnin & Bill Read, Duxbury)

Έκανε κρύο και φυσούσε δυνατός αέρας. Δύσκολη μέρα
για έναν περίπατο σ’ αυτή τη μεγάλη παραλία.
Όλα εδώ έχουν τραβηχτεί όσο πιο μακριά μπορούν,
έχουν αναδιπλωθεί: η παλίρροια αποσύρεται, ο ωκεανός έχει ζαρώσει,
τα θαλασσοπούλια μόνα τους ή δυο – δυο μαζί.
Από το μέρος της στεριάς ο αέρας βουερός και ψυχρός
έκανε τα πρόσωπα μας να μουδιάζουν απ’ τη μια πλευρά.
διέλυσε το σχηματισμό
ενός μοναχικού κοπαδιού από Καναδέζικες χήνες.
και φύσηξε προς τα πίσω τα χαμηλά, αθόρυβα κύματα
για να διαλυθούν μες στην ορθή, ατσάλινη ομίχλη.

Ο ουρανός πιο σκοτεινός απ’ το νερό
– είχε το πρασινωπό χρώμα του νεφρίτη με τις γαλακτώδεις λάμψεις.
Κατά μήκος της βρεγμένης άμμου, με λαστιχένιες μπότες, ακολουθήσαμε
μια σειρά από μεγάλες πατημασιές σκυλιού (τόσο μεγάλες
ώστε έμοιαζαν με ίχνη λιονταριού). Έπειτα βαδίσαμε
ατέλειωτα μέτρα λευκού υγρού νήματος,
που ξετυλίγονταν πάνω στη στάθμη της παλίρροιας, κάτω απ’ το νερό,
πάλι και πάλι. Κάποτε φτάσαμε στο τέρμα:
Ένα πυκνό λευκό κουβάρι, σε μέγεθος ανθρώπου, θαλασσοδαρμένο,
αναδύονταν σε κάθε κύμα, ένα νωθρό φάντασμα,
και πάλι έπεφτε προς τα πίσω, νωθρό και ξεψυχούσε …
Νήμα χαρταετού; – Μα ο χαρταετός, πουθενά.

Ήθελα να πάω μακριά, εκεί που βρίσκεται το αρχετυπικό σπίτι των ονείρων μου,
το κρυπτο – ονειρικό σπίτι, αυτό το σκεβρωμένο κουτί
χτισμένο πάνω σε κολώνες, σκεπασμένο με πράσινα κεραμμύδια,
κάτι σαν σπίτι – αγκινάρα, αλλά πιο πράσινο
(βρασμένο με διττανθρακική σόδα;),
προστατευμένο από τις παλίρροιες της άνοιξης με μια σειρά πασσάλους
από – ή μήπως είναι τραβέρσες σιδηροδρόμων;
(Πολλά πράγματα γι’ αυτό το μέρος είναι αμφίβολα).
Θα’ θελα ν’ αποσυρθώ εκεί και να μην κάνω τίποτα,
ή σχεδόν τίποτα, για πάντα, μέσα σε δύο άδεια δωμάτια:
να κοιτάζω με τα κυάλια, να διαβάζω ανιαρά βιβλία,
παλιά, μεγάλα βιβλία, με πολλές σελίδες, και να κρατάω άχρηστες σημειώσεις,
να μιλώ στον εαυτό μου και τις μέρες της ομίχλης,
να παρατηρώ τις μικρές σταγόνες να κυλούν φορτωμένες φως.
Τη νύχτα ένα grog à l’ américaine.
θα το ανάβω μ’ ένα σπίρτο της κουζίνας
κι η υπέροχη διάφανη γαλάζια φλόγα
θα κυματίζει και θα φαίνεται διπλή μέσα απ’ το τζάμι.
Πρέπει να έχει θερμάστρα. Υπάρχει καμινάδα,
έχει στραβώσει, αλλά είναι στερεωμένη με σύρματα,
πιθανόν υπάρχει και ηλεκτρικό ρεύμα
– τουλάχιστον στο πίσω μέρος του σπιτιού ένα άλλο σύρμα
συνδέει χαλαρά το όλο σύστημα
με κάτι που βρίσκεται εκτός, πίσω από τους αμμόλοφους.
Ένα φως για να διαβάζεις – τέλειο ! Αλλά – αδύνατον.
Όμως εκείνη τη μέρα ο αέρας ήταν πάρα πολύ κρύος
ακόμη και για να προσπαθήσεις να πας τόσο μακριά,
κι εξάλλου το σπίτι ήταν κλειστό, σφραγισμένο με σανίδες.

Στην επιστροφή τα πρόσωπά μας πάγωσαν απ΄ την άλλη πλευρά.
Ο ήλιος βγήκε μόνο για ένα λεπτό.
Μόνο για ένα λεπτό, έτσι όπως γλίστρησε και μπήκε στ’ αμμουδερά αυλάκια τους
οι γκριζόμαυρες υγρές διάσπαρτες πέτρες
γέμισαν μύρια χρώματα.
ήταν όλες αρκετά μεγάλες, γι’ αυτό και πέταξαν μακρές σκιές,
σκιές ανθρώπων κι έπειτα πάλι τις απορρόφησαν ξανά.
Θα μπορούσαν να είχαν ενοχλήσει τον λέοντα ήλιο,
με τη διαφορά ότι τώρα βρισκόταν πίσω τους.
– Ένας ήλιος που είχε περπατήσει την παραλία στη διάρκεια της τελευταίας άμπωτης,
αφήνοντας εκείνα τα μεγάλα, επιβλητικά ίχνη από πέλματα ζώου,
και που ίσως είχε κατεβάσει ο ίδιος ένα χαρταετό από τον ουρανό για να παίξει μαζί
του.

.

Το Βουνό

Το βράδυ, κάτι πίσω μου.
Κάνω να μετακινηθώ για λίγο, χλωμιάζω απ’ το φόβο μου,
ή έχοντάς τα χαμένα, σταματώ και καίγομαι.
Δε γνωρίζω την ηλικία μου.

Το πρωί είναι διαφορετικά.
Ένα ανοιχτό βιβλίο με φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό μου
τόσο κοντά, ώστε δεν μπορώ να το διαβάσω με άνεση.
Πες μου πόσο χρονών είμαι.

Κι έπειτα, οι κοιλάδες γεμίζουν ασφυκτικά
αδιαπέραστες ομίχλες
σαν βαμβάκι στ’ αφτιά μου.
Δε γνωρίζω την ηλικία μου.

Δεν έχω σκοπό να παραπονιέμαι.
Αυτό ισχυρίζονται πως είναι το λάθος μου.
Κανένας δε μου λέει τίποτα.
Πες μου πόσο χρονών είμαι.

Οι πιο βαθιές διαχωριστικές γραμμές
μπορούν μ’ αργούς ρυθμούς ν’ απλωθούν και ν’ ατονήσουν
σαν τ’ οποιοδήποτε γαλάζιο τατουάζ.
Δε γνωρίζω την ηλικία μου.

Οι σκιές πέφτουν, τα φώτα ανεβαίνουν.
Αναρριχώμενα φώτα, ω! Παιδιά!
Ποτέ δε θα παραμείνετε γι’ αρκετό καιρό.
Πες μου πόσο χρονών είμαι.

Πέτρινες φτερούγες έχουν κατακαθίσει εδώ πέρα
καθώς το ένα φτερό μεταγγίζει τη σκληράδα του στο άλλο.
Τ’ αρπαχτικά νύχια έχουν χαθεί κάπου αλλού.
Δε γνωρίζω την ηλικία μου.

Χάνω σιγά – σιγά την ακοή μου. Οι φωνές των πουλιών
λιγοστεύουν. Οι καταρράχτες
πέφτουν χωρίς να βγάζουν ήχο. Ποια είναι η ηλικία μου;
Πες μου πόσο χρονών είμαι.

Ας αφήσουμε το φεγγάρι να κρέμεται,
τ’ αστέρια να πετούν τους χαρταετούς τους.
Θέλω να μάθω την ηλικία μου.
Πες μου πόσο χρονών είμαι.

.

Το Πνεύμα

«Περίμενε. Άφησέ με να σκεφτώ ένα λεπτό», είπες.
Και στο λεπτό πάνω είδαμε:
Την Εύα και τον Νεύτωνα μ’ ένα κομμάτι μήλο,
τον Μωυσή με τον Νόμο,
τον Σωκράτη με τα σγουρά μαλλιά να ξύνει το κεφάλι του,
κι άλλους πολλούς ακόμη από την Ελλάδα,
να σπεύδουν να φανερωθούν στο σήμερα,
μόλις δώσεις εντολή μ’ ένα σου νεύμα.

Τότε όμως εσύ επινόησες ένα ευφυές λογοπαίγνιο.
Ξεσπάσαμε σ’ ένα βροντερό γέλιο.
Εκνευρισμένοι οι βοηθοί σου εξαφανίστηκαν ο ένας μετά τον άλλο.
ο χώρος της συζήτησης άδειασε και μέσα από το κενό, αργότερα
συλλάβαμε – πίσω, πίσω, πέρα, μακριά
τα λαμπερά γενέθλια ενός εύθραυστου αστεριού.

.

North Haven

(Στη μνήμη του Robert Lowell)

Μπορώ να διακρίνω τα ξάρτια μιας γολέτας
από ένα μίλι μακριά. μπορώ να μετρήσω
τα φρέσκα κουκουνάρια στα έλατα. Υπάρχει τόση ακινησία
ο χλωμός κόλπος ενδύεται ένα γαλακτερό δέρμα, ο ουρανός
δεν έχει σύννεφα, μόνο ένα, μεγάλο σαν φουντωτή ουρά αλόγου.

Τα νησιά δεν έχουν αλλάξει θέση απ’ το περσινό καλοκαίρι
έστω κι αν μου αρέσει να ισχυρίζομαι πως έχουν μετακινηθεί
– γλιστρώντας με τη βοήθεια του ανέμου σ’ ένα δρόμο του ονείρου,
και πως είναι ελεύθερα μέσα στα γαλανά σύνορα του κόλπου.

Αυτός ο μήνας, ο αγαπημένος μας είναι γεμάτος λουλούδια:
Νεραγκούλες, Τριφύλλι Κόκκινο, Πορφυρό Βίκο,
Ιεράκιο που καίγεται στο χρώμα της φωτιάς, πολύχρωμες Μαργαρίτες, Ευφρασία,
Ευωδιαστά λευκόπυρα αστεράκια των Αλευρίδων
κι άλλα πολλά, που επιστρέφουν, με χαρά να χρωματίσουν τα λιβάδια.

Οι Καρδερίνες ή άλλα παρόμοια ωδικά πουλιά γύρισαν πίσω,
τα Σπουργίτια με τους Λευκούς λαιμούς φτιάχνουν με πέντε νότες το τραγούδι τους
παρακλητικό και ικετευτικό, ώστε φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Η Φύση επαναλαμβάνει ή σχεδόν επαναλαμβάνει τον εαυτό της:
επανάλαβε, επανάλαβε, επανάλαβε. αναθεώρησε, αναθεώρησε, αναθεώρησε.

Χρόνια πριν, μου είπες πως εδώ
(το 1932;) για πρώτη φορά «ανακάλυψες τα κορίτσια»
κι έμαθες ν’ αρμενίζεις κι έμαθες να φιλάς.
Είχες «διασκεδάσει τόσο πολύ», είπες, εκείνο το αξέχαστο καλοκαίρι
(«Διασκεδάσει» – κάτι τέτοιο έμοιαζε να σ’ αφήνει πάντοτε σαστισμένο …)

Άφησες το North Haven, αγκυροβολημένο στο βράχο του
να επιπλέει στο μυστικό γαλάζιο … Και τώρα – έχεις φύγει
για πάντα. Δεν μπορείς ν’ αποσυνθέσεις και ν’ ανασυνθέσεις
τα ποιήματά σου ξανά. (Όμως τα Σπουργίτια μπορούν ν’ ανασυνθέσουν το τραγούδι
τους).
Οι λέξεις δεν αλλάζουν πια. Λυπημένε μου φίλε, δεν μπορείς να τις αλλάξεις.

.

Σονέτο

Παγιδεύτηκε – η φυσαλίδα
στο αλφάδι,
ένα πλάσμα διχασμένο.
και της πυξίδας η βελόνα
ταλαντεύεται και τρεμοπαίζει,
αναποφάσιστη.
Ελευθερώθηκε – του θρυμματισμένου
θερμόμετρου ο υδράργυρος
σκορπά και χάνεται.
κι εκείνο το πουλί με τα χρώματα του ουράνιου τόξου
απ’ το στενό πλαίσιο
του αδειανού καθρέφτη,
ανοίγει τα φτερά και πετάει – όπου
τραβά η ψυχή του – ευχαριστημένο.