ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1962. Σπούδασε Νομικά στο Α.Π.Θ. Εργάστηκε για δέκα οκτώ χρόνια σε Τράπεζα.
Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής δέκα ποιητικές συλλογές, δύο μυθιστορήματα, δύο θεατρικά έργα και δυο Ηλεκτρονικά βιβλία. Η ποιητική της συλλογή Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης (Γαβριηλίδης 2016) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Ποίηση

1. Σχέσεις σιωπής (Εγνατία 1985)
2. Η νύχτα είναι μια φάλαινα (Βιβλιοπωλείο Λοξίας 1990)
3. Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα (Νέα Πορεία 2004)
4. Η λίμνη, ο κήπος και η απώλεια (Νέα Πορεία 2006)
5. Η αλεπού και ο κόκκινος χορός (Γαβριηλίδης 2009)
6. Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς (Γαβριηλίδης 2012)
7. Κλινικά απών (Γαβριηλίδης 2014)
8. Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης (Γαβριηλίδης 2016) 
9. Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ  (Πόλις 2018)
10. 
Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον  (Πόλις 2021)

Β. Μυθιστόρημα

1. Ψιθυριστά Παρατηρητής 2002
2. Ο βοηθός του κυρίου Κλάϊν 2017
3. Ιερεμιάδα  (Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ  2023)

Γ. Θεατρικά

1. Ορφέας στο μπαρ Πάροδος 2005
2. Το ιερό δοχείο Θίνες 2015

Δ. Ηλεκτρονικά βιβλία

1. Απαγόρευση κυκλοφορίας, 2013
2. Η μυστική ζωή των ποιημάτων, 2014
(Ποιήματα της ιδίας με φωτογραφίες του Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου)

.

.

ΙΕΡΕΜΙΑΔΑ (2023)

ΟΠΟΣΘΟΦΥΛΛΟ

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΞΥΠΝΗΣΑ ΑΠΟΤΟΜΑ, ΑΝΑΨΑ ΤΟ ΦΑΚΟ ΜΟΥ και μπήκα μέσα στο σπίτι για να πάρω ένα μπουκάλι νερό. Από την κρεβατοκάμαρα της Μπριγκίτε άκουσα έναν λυγμό. Κοίταξα μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Το φως του φεγγαριού έλουζε το διπλό κρεβάτι με τα σατέν σεντόνια. Στο κέντρο της ασημένιας θάλασσας επέπλεε η Μπριγκίτε σε εμβρυακή στάση και έπνιγε με ένα μαξιλάρι το κλάμα της. Απομακρύνθηκα αθόρυβα στις μύτες των ποδιών μου, ξαναγύρισα στην αιώρα μου και ξάπλωσα ανάσκελα. Ήμουν ένας από τους ελάχιστους τυχερούς ανθρώπους, ίσως σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, που μπορούσαν ακόμα να μιλούν. Είχα μείνει όμως άφωνη από τη φρίκη. Οι λέξεις έμοιαζαν άδειοι κάλυκες, καρυδότσουφλα χωρίς ψίχα. Ίσως, σκέφτηκα, δεν είναι ο ιός που μας φιμώνει, είναι αυτό το φιλί του θανάτου στο στόμα που μας κλέβει τη φωνή.

Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας που προκάλεσε ο ιός SARS-CoV-2 και μέσα στις ημέρες της καραντίνας που μας επιβλήθηκε. Επειδή όμως η λογοτεχνία δεν αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα επινόησα έναν άλλο ιό, τον επονομαζόμενο Κέρβερο. Πρόθεσή μου ήταν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα στο οποίο να διερευνάται όλο το πλέγμα των σχέσεων, και ειδικά των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται υπό ειδικές συνθήκες σε διαφορετικά περιβάλλοντα ανάμεσα σε ανθρώπους πάνω από τους οποίους επικρέμαται η απειλή του τέλους.
Γιατί μέσα στις άγριες συνθήκες αυτής της πανδημίας ένας από τους προβληματισμούς που αναδύθηκε είναι και ο εξής: Ποια κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής αφυπνίζονται, όταν προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβίωση; Επικρατεί το σκοτάδι ή το φως όταν απειλείται η υπόσταση και η ζωή του ανθρώπου;

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

ΤΕΡΕΖΑ

Πίστευα ότι όταν έρθει αυτή η ώρα, θα είχα το θάρρος να πεθάνω. Χθες διάβασα και την τελευταία σελίδα του τελευταίου πια βιβλίου. Ήταν ένα χάρτινο αστυνομικό. Ξεκοκάλισα ακόμα και όλα τα περιοδικά και τις παλιές εφημερίδες, που με έφεραν σε επαφή με αυτό το γυαλιστερό ψεύτικο σάβανο που οι άνθρωποι ονόμαζαν πολιτισμό και κάτω από το οποίο σάπιζε ο κόσμος. Καταβρόχθισα λαίμαργα οτιδήποτε ήταν σε έντυπη μορφή και περιείχε γράμματα. Τι νόημα έχει τώρα πια η ζωή μου; Και τότε, σήμερα τα χαράματα, μία ύπουλη σκέψη σύρθηκε σαν φίδι μέσα στο μυαλό μου: Η βιβλιοθήκη της Μονής. Στις σπάνιες επισκέψεις μου στο μοναστήρι, είχα εντοπίσει ένα ολόκληρο δωμάτιο γεμάτο σπάνιες εκδόσεις βιβλίων, άλλων δερματόδετων και άλλων εμφανώς χρησιμοποιημένων, που προέρχονταν προφανώς από δωρεές, που όμως κάλλιστα ΐα αποτελούσαν την πνευματική τροφή τουλάχιστον ενός χρόνου για μένα. Σαν όραμα πέρασε τότε η εικόνα αυτής της βιβλιοθήκης από μπροστά μου, κι ήταν τόσο ζωντανή και δελεαστική, ώστε μια έντονη επιθυμία ξύπνησε μέσα μου. Ναι, τα ήθελα όλα αυτά τα βιβλία, που έμεναν σε ληθαργικό ύπνο τόσα χρόνια, ώσπου μια μέρα κάποια από τις γυναίκες του Μοναστηριού να χαϊδέψει με τα ακροδάχτυλά της τη ράχη τους. Ύστερα θα έπαιρνε κάποιο από αυτά στα χέρια της, θα φυσούσε τα σωματίδια της σκόνης που θα χόρευαν σαν απειροελάχιστοι διάφανοι κύκνοι στο φως και αφού το μύριζε με το πάθος που μυρίζει κάποιος το φρεσκοβρεμμένο χώμα, θα άνοιγε το πρόθυμο σώμα του όπως ανοίγει κάποιος ένα όστρακο και θα το ρουφούσε. Γιατί να μην είμαι εγώ αυτή η γυναίκα; σκέφτηκα. Όμως αυτό θα σήμαινε μία τεράστια υπέρβαση για μένα.
Μία μετατόπιση. Και όπως έχω μάθει με τον σκληρό τρόπο, στον κόσμο των ανθρώπων τίποτε, μα τίποτε δεν είναι ποτέ δωρεάν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα το τίμημα είναι πολύ ακριβό. Πρέπει να πλησιάσω ξανά τους ανθρώπους, εγώ που ζω τόσα χρόνια απομονωμένη στην απόλυτη ερημιά, ώστε κανείς και τίποτε να μη με πληγώσει ξανά. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μπω σε μία σειρά από συμβάσεις, να μαζέψω βότανα, να φορέσω ένα χαμόγελο, να διαλέξω ένα φουστάνι από τα λιγοστά που έχω προμηθευτεί από τα έρημα σπίτια του χωριού, να δέσω τα μακριά φουντωτά μου μαλλιά που μου φθάνουν μέχρι τη μέση, να κοιταχτώ πάλι στον σπασμένο καθρέφτη. Να ενδιαφερθώ για το πώς θα αντικατοπτριστώ στα μάτια τους. Και ύστερα; Δεν ξέρω τι με φοβίζει περισσότερο. Η καχυποψία στο βλέμμα τους, η απόρριψη ή ακόμα χειρότερα η εγγύτητα; Έχουν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε που κάποιος άνθρωπος με ακούμπησε, από τότε που ένα ανθρώπινο χέρι χάιδεψε το κορμί μου. Έχουν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε που κάποιος με κοίταξε βαθιά στα μάτια και με είδε. Φοβάμαι ότι έχω χάσει την υπομονή μου με τους ανθρώπους, μου φαίνονται απειλητικά τέρατα, ορθώνονται μπροστά μου με τα παραμορφωμένα τους πρόσωπα και στ’ αυτιά μου αντηχεί το κοροϊδευτικό τους γέλιο. Ναι, γνώρισα τη μικρότητα και τη μικροψυχία τους. Από μικρό παιδί όμως είχα οχυρωθεί απέναντι τους. Όχι, δεν ήταν η κακία που με πλήγωσε θανάσιμα, που γκρέμισε και την τελευταία γέφυρα επαφής μου μαζί τους. Η αγάπη ήταν αυτή που με διαπέρασε και τελικά με διέλυσε.
Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να συνέλθω. Για μια στιγμή μάλιστα γεννήθηκε μία ελπίδα, ότι όλος ο πόνος δεν ήταν μάταιος, ότι η απώλεια μπορεί να αναπληρωνόταν με μία παρουσία. Όμως και αυτή η προσδοκία διαψεύστηκε. Και τότε ξέκοψα οριστικά. Πριν δύο χρόνια τον είδα πάλι από μακριά. Είχε έρθει με το γνωστό φορτηγάκι. Θα έφερε μάλλον προμήθειες στο Μοναστήρι. Ούτε καν έστρεψε το κεφάλι του προς το πέτρινο σπιτάκι μου. Έγινα αόρατη και πάλι. Άραγε είμαστε όλοι ανύπαρκτοι μέχρι που κάποιος να μας κοιτάξει, να αναδυθούμε τότε λαμπεροί μέσα από το ερωτευμένο βλέμμα και, όταν η σχέση τελειώσει, να ξαναγυρίσουμε στη γαλήνη τού τίποτα;
Μικροί Λάζαροι τυλιγμένοι με τη γάζα μας, περιμένουμε κάποιος να μας πει «Δεύρο έξω». Και μετά χωνόμαστε όλο και πιο βαθιά μέσα. Μέχρι που το χώμα κατακλύζει τα μάτια και τ’ αυτιά μας. Πρέπει να κάνω τον μέγιστο συμβιβασμό. Να πλησιάσω το Μοναστήρι, να κάνω μία επίσκεψη από κοντά. Και να ζητήσω το προνόμιο. Με ανταλλαγή. Το βασίλειό μου για ένα άλογο. Τα βότανά μου για ένα βιβλίο.

.

ΙΣΑΑΚ

Άννα, Άννα, Άννα.
Πάντα με γοήτευε το όνομά σου. Είναι ένα καρκινικό όνομα, μπορεί δηλαδή να διαβαστεί και ανάποδα, πηγαίνει από αριστερά προς τα δεξιά και μετά από τα δεξιά προς τα αριστερά, όπως προχωρά ένας καρκίνος, δηλαδή κάβουρας.
Είναι ένα εβραϊκό όνομα Άννα, πόσο τυχαίο είναι αυτό;
Πού να είσαι τώρα; Είσαι άραγε ζωντανή;
Πριν φύγουμε για το Καταφύγιο, σε αναζήτησα επίμονα. Ήθελα να σε πάρω μαζί μου στην κιβωτό αυτή, το είχαμε συζητήσει άλλωστε και με τη Μάγδα και το είχε δεχτεί. Αν και με είχες εγκαταλείψει με τόσο ψυχρό τρόπο έναν χρόνο πριν, σε έψαξα απεγνωσμένα. Είχε όμως ανοίξει η γη και σε κατάπιε. Ήσουν ζωντανή; Είχες προσβληθεί από τον ιό; Το σπίτι σου ήταν θεόκλειστο. Πέρασα και ξαναπέρασα. Χτύπησα όλα τα κουδούνια. Κανείς δεν απαντούσε.
Τελικά η κυρία Άντριους με τα πολλά μπιγκουτί στο κεφάλι, που κολλημένη στο παράθυρο κρατούσε λογαριασμό για το ποιος ερχόταν και ποιος έφευγε, ήταν η μόνη που μου άνοιξε την πόρτα της. Μου έγραψε σε ένα χαρτί ότι έφυγες μ’ ένα πλοίο. Ελπίζω να σώθηκες, ελπίζω να είσαι ζωντανή. Kι αν κάποτε η ζωή αποκτήσει ξανά μια κανονικότητα, θα ήθελα πάρα πολύ να ξαναβρεθούμε. Το ονειρεύομαι Άννα. Τόσα πολλά έμειναν ανείπωτα ανάμεσά μας. Με τη Μάγδα είχα μία σχέση ανοιχτή, που με έκανε να νιώθω ελεύθερος.
Ήξερα όμως ότι εσύ δεν θα το ανεχόσουν ποτέ αυτό. Ότι με ήθελες ολόκληρο, κι εγώ δεν ήξερα πώς να συγκολλήσω όλα τα κομμάτια μου και να σου προσφέρω τον εαυτό μου. Φοβόμουν. Δεν ήμουν αρκετός για σένα, Άννα.
Θυμάμαι εκείνη την ημέρα που σου είχα φέρει ιβίσκους και τους βάλαμε στο πήλινο βάζο στο τραπέζι της κουζίνας. Κάναμε έρωτα τρυφερά πάνω στο πολύχρωμο σου πάπλωμα. Έκλαψα από συγκίνηση στην αγκαλιά σου. Ποτέ δεν νιώσαμε τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο. Και όμως εσύ την επομένη ακριβώς ημέρα, υπέβαλες ξαφνικά την παραίτησή σου μ’ ένα ψυχρό τηλεφώνημα στον διευθυντή του κέντρου. Και ύστερα άνοιξες μία τάφρο ανάμεσά μας. Δεν απάντησες ποτέ ξανά στις κλήσεις και στα μηνύματά μου. Δεν άνοιξες, όταν χτύπησα την πόρτα του σπιτιού σου. Ακόμα κι όταν σε περίμενα στη γωνία και προσπάθησα να σου μιλήσω, με απέφυγες. Και τότε ο εγωισμός μου υπερίσχυσε. Η σκληρότητά σου μου φάνηκε αφύσικη, ο
τρόπος που ξέκοψες από μένα απάνθρωπος. Κι όμως βαθιά μέσα μου ήξερα τι ήθελες. Και φοβόμουν πολύ να σου το δώσω. Γιατί η αγάπη είναι το ίδιο τρομακτική με τον Θάνατο. Το ίδιο απόλυτη, το ίδιο διεκδικητική. Ψυχή και
σώμα.
Όμως άκου τώρα. Κάτι καινούργιο και ελπιδοφόρο. Για πρώτη φορά τα πράγματα φαίνονται λίγο πιο αισιόδοξα. Έχω βάσιμες υποψίες ότι ο ιός αρχίζει να εξασθενεί.
Συγκεκριμένα:
Πολύ κοντά και σε απόσταση πέντε λεπτών με τα πόδια από τον υπόγειο σταθμό μας, βρίσκεται ένα σπίτι τού οποίου οι κάτοικοι είχαν ήδη προσβληθεί από τον ιό. Ο πατέρας, ένας ιερέας, βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της αφωνίας, όμως οι δύο κόρες παρουσίασαν συμπτώματα ταχείας εξασθένισης της μνήμης τους. Είναι δύο πολύ συμπαθητικές νεαρές κοπέλες, με καλή αγωγή και πολύ ευγενική φυσιογνωμία. Συνέχεια παλινδρομούν ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη. Όταν συνέρχονται, μου κάνει εντύπωση η ευρυμάθειά τους, γνωρίζουν αρχαία ελληνικά και λατινικά και ξέρουν να απαγγέλουν απέξω στίχους από την «Κόλαση» του Δάντη. Αυτή που είναι στη χειρότερη κατάσταση από όλους είναι η μητέρα τους η κυρία Μπέλλα, που δεν θυμάται πια ούτε το όνομά της. Επιμένει κάθε φορά να μου προσφέρει κομπόστα ροδάκινο, που εγώ βέβαια δεν επιτρέπεται να αγγίξω, και κάθε φορά με φέρνει στη δυσάρεστη θέση να αρνηθώ με ευγένεια. Μερικές φορές η Νιόβη και η Αγράμπελη, που βλέπουν την αμηχανία μου, επίτηδες μου προσφέρουν και αυτές κομπόστα ροδάκινο μόνο και μόνο για να αρνηθώ και να γελάσουμε όλοι μαζί.
Στην αρχή ήμουν ο μόνος από τους Δέκα που αρνήθηκε να χρησιμοποιήσουμε ανθρώπους ως πειραματόζωα. Στο νου μου έρχονταν συνέχεια τα φρικαλέα πειράματα που έκαναν οι Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αδελφή της γιαγιάς μου υπήρξε μία από τις οκτακόσιες γυναίκες πάνω στις οποίες ο Ναζί γιατρός Κλάουμπεργκ, στο διαβόητο Μπλοκ 10 του Άουσβιτς, πειραματίστηκε με τη στείρωσή τους. Στην πρώτη φάση γινόταν έγχυση σκιαγραφικής ουσίας στη μήτρα και στη δεύτερη μιας άλλης καυστικής που αποσκοπούσε στο κόλλημα των σαλπίγγων τους. Στη συνέχεια ακολουθούσε παρακολούθηση
με νέες ακτινογραφίες και έλεγχος για να διαπιστώσει ο γιατρός εάν μακροπρόθεσμα είχε αποτέλεσμα η στείρωση. Η αδελφή της γιαγιάς μου, στη διάρκεια μίας τηλεφωνικής συνομιλίας που διέλυσε τη γιαγιά μου, της περιέγραψε τον φρικτό πόνο που ένιωθε όταν η ουσία χυνόταν μέσα της σαν καυτός ασβέστης. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κλείνει το τηλέφωνο και να μένει σιωπηλή για μέρες. Μετά από καιρό μόνο, μπόρεσε να διηγηθεί στη μητέρα μου τα λόγια της αδελφής της.
Η αδελφή της γιαγιάς μου ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που επιβίωσαν από το Άουσβιτς, αλλά αυτοκτόνησε ένα χρόνο μετά τη λήξη του πολέμου. Δεν άντεξε τη φρίκη των αναμνήσεών της. Όμως και η γιαγιά μου που είχε γλιτώσει, γιατί είχε καταφέρει να φύγει έγκαιρα, ποτέ δεν ξεπέρασε πραγματικά τον θάνατό της αδελφής της. Αργότερα, όταν το απύθμενο σκοτάδι ήρθε στο φως, μάθαμε ότι και άλλοι γιατροί των Ναζί ειδικεύονταν σε διαφορετικά πειράματα και βομβάρδιζαν με ακτινοβολία τα θύματά τους, προκαλώντας τους εγκαύματα. Και βέβαια, πολλά ακόμα ανατριχιαστικά και απάνθρωπα εγκλήματα διαπράττονταν καθημερινά σε αυτούς τους ναούς των βασανιστηρίων στο όνομα της επιστήμης. Έτσι στην αρχή ήμουν εξαιρετικά απρόθυμος για τη δοκιμή του εμβολίου στην οικογένεια του ιερέα, αν και ήξερα ότι ήταν σπουδαία ευκαιρία, αφού τα μέλη της είχαν ήδη προσβληθεί από τον ιό, άρα δεν είχαν κάτι να χάσουν. Αυτό θα βοηθούσε να διαπιστώσουμε την επίδραση του εμβολίου, όχι πια σε ποντίκια ή σε κουνέλια, αλλά σε ανθρώπους.
Όταν τελικά η πλειοψηφία των Δέκα αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνει το πείραμα και κάποιος από τους επιστήμονές να αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο με αυτούς τους ανθρώπους, δήλωσα εθελοντής. Θεώρησα ότι έτσι θα μπορούσα να ελέγχω καλύτερα την κατάσταση και να εμποδίσω οποιαδήποτε ακρότητα. Με δική μου εισήγηση το Συμβούλιο ενέκρινε τον εβδομαδιαίο εφοδιασμό της οικογένειας με τρόφιμα, φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης.
Έτσι λοιπόν συστηματικά χορηγούμε δόσεις από το εμβόλιο που έχουμε παρασκευάσει, στα τρία από τα τέσσερα μέλη της οικογένειας. Το γεγονός ότι επί δύο χρόνια τώρα ο ιερέας βρίσκεται καθηλωμένος στο πρώτο στάδιο
της αφωνίας, μπορεί να σημαίνει ότι καταφέραμε μία επιβράδυνση στην εξέλιξη του ιού. Το σημαντικό είναι ότι πέρα από έναν ερεθισμό του εντέρου, που του προκαλεί διάρροια από καιρού εις καιρόν, δεν έχει παρατηρηθεί άλλη παρενέργεια. Στην κυρία Μπέλλα δεν χορηγήσαμε καμία αγωγή. Και αυτό, Άννα, είναι ακριβώς που με κάνει αισιόδοξο: η μητέρα χωρίς να έχει πάρει κανένα φάρμακο, παρουσιάζει βελτίωση. Έχει δηλαδή αρχίσει να θυμάται ξανά κάποια βασικά πράγματα, όπως το όνομά της και τα ονόματα των κοριτσιών της, και χθες θυμήθηκε πότε είναι η επέτειος του γάμου της με τον ιερέα.
Το ίδιο, και σε μεγαλύτερο βαθμό, συμβαίνει και με τις δύο εμβολιασμένες κοπέλες, που παρουσιάζουν σταθερή βελτίωση. Οι φάσεις της αμνησίας γίνονται και σ’ αυτές όλο και πιο σπάνιες. Τώρα μπορούμε και ολοκληρώνουμε
πολύ πιο άνετα τις φιλοσοφικές μας συζητήσεις και απολαμβάνω τις διαφωνίες μας.
Η κατάσταση της οικογένειας αυτής, Άννα, μας επιτρέπει να ελπίζουμε. Ίσως ο ιός σταδιακά να εξασθενεί. Ίσως όσοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν στον πλανήτη ως τώρα, που μπήκαμε στον τέταρτο χρόνο της επικράτησης τού
Κέρβερου, έχουν μεγάλη πιθανότητα να σωθούν. Εύχομαι μόνο να είναι πολλοί, πάρα πολλοί αυτοί και κυρίως εσύ να είσαι μία από αυτούς.
Πάντα μα πάντα δικός σου,
Ισαάκ

.

ΑΝΝΑ

Υπάρχει ένας πολύ γνωστός πίνακας του Βελάσκεθ, που ονομάζεται Λας Μενίνας: οι Δεσποινίδες των Τιμών. Απεικονίζει την Ινφάντα Μαργαρίτα, τη μοναδική κόρη του βασιλιά Φιλίππου του τέταρτου της Ισπανίας και της δεύτερης συζύγοι του, Μαριάννας. Τη στιγμή που ο Βελάσκεθ ζωγραφίζει αυτό τον πίνακα, τα παιδιά τού Φιλίππου από την πρώτη του γυναίκα είναι όλα νεκρά.
Άραγε στο απόκοσμο βλέμμα της μικρής πριγκίπισσας Μαργαρίτας, που στέκεται ανάμεσα σε νάνους, σκυλιά και κυρίες επί των τιμών, αντικατοπτρίζεται η μελλοντική της ζωή; Προαισθάνεται ότι στα εννιά της χρόνια θα την δωρίσουν στον Λεοπόλδο τον I, στη Βιέννη, και ότι θα πεθάνει στα είκοσι τρία χρόνια της, κατά τη διάρκεια της έβδομης εγκυμοσύνης της;
Ο ίδιος ο ζωγράφος στέκεται μπροστά σε ένα ψηλό καβαλέτο και ο παρατηρητής τού πίνακα βλέπει μόνο το πίσω μέρος του καμβά που ζωγραφίζει. Αυτός ο πίνακας θεωρείται αινιγματικός, γιατί εγείρει πάρα πολλά ερωτήματα. Παραμένει για παράδειγμα μυστήριο, γιατί ο ζωγράφος έχει τόσο προνομιακή θέση στον πίνακα, αφού αυτός και το καβαλέτο του δεσπόζουν στο σκηνικό, ενώ ο βασιλιάς και η βασίλισσα μέσα στον πίνακα αναπαριστώνται μόνον ως αντανάκλαση σε έναν μικρό καθρέφτη.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τόσο κυρίαρχο το ρόλο του ζωγράφου; Μα είναι αυτός που διηγείται την ιστορία. Αυτός που κρατάει το πινέλο. Αυτός που έχει τη δύναμη να παρουσιάσει τη δική του αλήθεια. Και να δώσει τις δικές του διαστάσεις στα πρόσωπα και στις καταστάσεις.
Αναρωτιέμαι, αν κάθε ένας και κάθε μία από εμάς έλεγε τη δική του αλήθεια, ο πίνακας που θα ζωγραφίζαμε για το τι έγινε πραγματικά τον τελευταίο μήνα στο Μοναστήρι θα άλλαζε κάθε φορά, ανάλογα με τον ζωγράφο-αφηγητή;
Αν, για παράδειγμα, διηγιόταν την ιστορία ο Ιάκωβος, πώς θα παρουσίαζε το λαϊκό αυτοσχέδιο δικαστήριό μας, τη μομφή, τον εξοστρακισμό του; Θα μας παρουσίαζε ως Μάγισσες που έχουν αντιστρέφει τη λειτουργία της Ιεράς Εξέτασης και δαιμονοποιούν τον άνδρα; Ως Βάκχες που κατακερματίζουν τον Πενθέα; Που τον καταδικάζουν σε θάνατο στέλνοντάς τον μόνο στο δάσος, χωρίς όπλο, τροφή και νερό;
Τι ιστορία θα είχε να διηγηθεί η Τρίτη, που αφού δικαιώθηκε επιτέλους, έφυγε μέσα στη νύχτα, κλέβοντας από τα λιγοστά μας τρόφιμα για να βρει τον πατέρα τού παιδιού της; Τον άντρα που με λύσσα από την αρχή επιδίωξε να εκδικηθεί;
Κι εγώ, η Άννα, που πρόδωσα την εμπιστοσύνη του, που από έμπιστη και αγαπημένη έγινα αμείλικτος εχθρός και δικαστής, τι θέση θα είχα στον υποτιθέμενο πίνακα που θα ζωγράφιζε ο Ιάκωβος; Υπερασπιστήκαμε μια νέα γυναίκα, που ήταν ακόμα παιδί, η οποία όμως στη συνέχεια έτρεξε για να
βρει και να σώσει τον θύτη της.
Σ’ αυτή την αφήγηση είμαι εγώ ο ζωγράφος και οι υπόλοιποι δεν είναι παρά αντανακλάσεις σ’ έναν καθρέφτη. Όμως ποια είναι τελικά η αλήθεια; Ποιο είναι το καλό και το κακό; Το έντιμο και το ανήθικο; Και ποιο είναι το τίμημα που πρέπει τώρα να πληρώσω; Τώρα που έχασα οριστικά και αμετάκλητά τον Ιάκωβο από τη ζωή μου;

.

ΙΕΡΕΜΙΑΣ

Δεν είναι ότι δεν την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ. Και χαίρομαι που θα είμαι μαζί της. Αλλά θα μου λείψει πολύ η Άννα. Ήρθε χθες βράδυ και με ξύπνησε. Ήταν πολύ τρυφερή μαζί μου, όπως παλιά. Με φιλούσε, με χάιδευε, με αγκάλιαζε σφιχτά.
– Θέλεις να φύγεις με την Τερέζα; έγραψε κάποια στιγμή στην πλάκα της. Θα πάτε σε ένα άλλο μέρος. Σε κάτι φίλους. Θα έρχομαι συχνά να σε βλέπω.
– Γιατί; την ρώτησα με παράπονο.
– Κάποιοι από το μοναστήρι θεωρούν επικίνδυνη την Τερέζα. Θα την διώξουν.
– Εσύ, Άννα; την ρώτησα. Θεωρείς επικίνδυνη την Τερέζα; Ήξερα ότι θα μου πει την αλήθεια. Πάντα μου λέει την αλήθεια η Άννα.
– Σε λατρεύει, απάντησε στην πλάκα της. Ποτέ δεν θα σου κάνει κακό.
-Όλα αλλάζουν, της είπα με παράπονο.
– Δεν είναι πάντα κακό αυτό, μου έγραψε και με αγκάλιασε πάλι σφιχτά.
Δεν ήθελα να χάσω την Τερέζα. Περνάω πολύ όμορφα μαζί της. Δεν ήθελα όμως και να φύγω από το Μοναστήρι. Είναι το μόνο σπίτι που ξέρω.

Όμως τον τελευταίο καιρό όλα είναι διαφορετικά. Περίεργα. Όλοι λυπούνται πολύ, συνεχώς κλαιν. Όλοι απομονώνονται. Δεν κάνουμε πια κύκλο, σχεδόν κόψαμε ακόμα και το να τρώμε μαζί. Μάλλον γι’ αυτό έφυγε και ο Ιάκωβος για να μείνει λίγο μόνος και δεν ξέρουμε πότε θα ξαναγυρίσει. Ή μπορεί και να έφυγε επειδή η Τρίτη τον κατηγορεί για διάφορα πράγματα. Κανείς δε μου λέει γιατί. Αλλά ξέρω ότι η Τρίτη είναι πολύ θυμωμένη μαζί του. Μία φορά μου έδειξε την κοιλιά της και μετά έκανε πως νανουρίζει στα χέρια της ένα μωρό. Όμως δεν την πίστεψα. Είναι πολύ μικρή για να είναι η μαμά μου.
Άρα αφού έφυγε ο Ιάκωβος, γιατί δεν άντεξε όλα αυτά τα κλάματα, μήπως πρέπει να φύγω κι εγώ; Γιατί η Τερέζα από την άλλη μεριά είναι πάντα χαρούμενη. Και μου μαθαίνει χίλια δυο πράγματα για τα σαλιγκάρια, τις κάμπιες, τους κοκκινολαίμηδες, τα διάφορα είδη μανιταριών και λουλουδιών.
Περνώ πολύ όμορφα μαζί της. Και ξέρει ένα σωρό γιατροσόφια για να με κάνει καλά όταν αρρωσταίνω. Και πώς να ζουπάμε κάτι μικρά λουλούδια και να πίνουμε το νέκταρ. Και πώς να μην τρομάζουμε μία αλεπού που έρχεται και την επισκέπτεται κάθε απόγευμα.
Βέβαια και στην εκδρομή με τον Ηλία πέρασα υπέροχα. Σκότωσα και τον πρώτο μου λαγό. Εδώ και ένα μήνα ο Ηλίας μου μαθαίνει σκοποβολή. Κρυφά από όλους για να μη μας μαλώσουν. Έτσι ήμουν έτοιμος. Τον πυροβόλησα με το ντουφέκι του Ηλία. Ύστερα ο Ηλίας μου έδωσε τον ψόφιο λαγό να τον κρατήσω και έγραψε στην πλάκα του. ΤΟΡΑ ΕΓΙΝΕΣ ΑΝΤΡΑΣ.
Είναι λίγο ανορθόγραφος, αλλά δεν πειράζει. Όμως αν εξαιρέσεις αυτή την εκδρομή, ο Ηλίας δεν μου δίνει συνήθως σημασία.
Είναι απασχολημένος όλη μέρα, και μερικές φορές όταν τρέχω από πίσω του, με διώχνει με άσχημο τρόπο.
Το βράδυ που κατασκηνώσαμε δίπλα στο ποτάμι, τον ρώτησα αν τον πειράζει που όλοι κλαίνε στο Μοναστήρι. ΕΙΝΑΙ ΓΙΝΑΙΚΕΣ, έγραψε στην πλάκα του, σαν αυτό να τα εξηγεί όλα. Και η Τερέζα όμως είναι γυναίκα, αλλά δεν κλαίει.
– Εσύ, τι λες να κάνω; ρωτώ την Άννα.
– Εσύ αποφασίζεις.
– Πόσο συχνά θα έρχεσαι;
– Μία φορά τον μήνα.
– Πιο συχνά δεν γίνεται;
– Γίνεται.
Γράφει, μου το δείχνει, χαμογελάει. Όλα θα πάνε καλά. Η Άννα θέλει να φύγω. Θα της λείψω, αλλά θεωρεί ότι θα είναι καλό για μένα να φύγω με την Τερέζα.
Έτσι το αποφασίσαμε και φύγαμε με την Άννα κλεφτά μέσα στη νύχτα, φορτωμένοι δύο σάκους με ρούχα και προμήθειες. Η μεγάλη πόρτα του Μοναστηριού έτριξε δυνατά και λίγο φοβηθήκαμε μη μας καταλάβουν, αλλά εντάξει, όλοι κοιμούνταν βαθιά.
Η Τερέζα ήταν ξύπνια και μας περίμενε. Μας έβαλε μέσα στο καλύβι βιαστικά. Αγκάλιασε σφιχτά πρώτα εμένα και μετά την Άννα.
Θα ξεκινήσουμε σε λίγο. Η Τερέζα ξέρει πολύ καλά και το δάσος και όλο το νησί. Θα ακολουθήσουμε κρυφά μονοπάτια. Σε λίγο θα ξημερώσει. Μέχρι το μεσημέρι το αργότερο, θα έχουμε φθάσει στον οικισμό. Η Τερέζα γράφει όλα αυτά στην πλάκα της Άννας. Η Άννα θα πάρει την Τζέην Έυρ μαζί της στο Μοναστήρι.
Η Άννα δίνει στην Τερέζα ένα φάκελο με ένα γράμμα. Γράφει πάνω ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΚ. Είναι φίλος της, μας γράφει στην πλάκα της. Με το γράμμα αυτό τον παρακαλεί να μας φροντίσει. Θα μας δεχτεί, γιατί είμαστε υγιείς. Αν κάτι πάει στραβά, να βρούμε τρόπο να την ειδοποιήσουμε.
Με την Άννα αγκαλιαζόμαστε πολύ σφιχτά. Την τελευταία στιγμή δεν θέλω να φύγω.
– Μετάνιωσα, της λέω. Θέλω να μείνω εδώ μαζί σου.
Η Άννα ανταλλάσσει ένα βλέμμα με την Τερέζα. Ύστερα γράφει στην πλάκα της.
– Η Τερέζα είναι η μαμά σου. Αυτή σε γέννησε.
Όσο απίστευτο κι αν μου φαίνεται αυτό που γράφει η Άννα, το πιστεύω. Η Άννα μού λέει πάντα την αλήθεια.
Επιτέλους βρήκα τη μαμά μου. Δεν είμαι πια ορφανό.
Αποσπάστηκα από την αγκαλιά της Άννας και έπιασα το χέρι της Τερέζας. Δεν ξέρω τι θα έλεγε ο Ηλίας αν μας έβλεπε, πάντως κλαίγαμε και οι τρεις.

.

Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ (2021)

ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ

Ονομάζομαι Άννι Έντσον Tέιλορ.
Το 1901 έκλεισα τα εξήντα τρία.
Επέζησα από έναν καταρράκτη,
έναν γάμο, δύο κηδείες, τρεις εραστές.
Η ζωή μου βαρέλι που κατρακυλά.
Ο άντρας μου παρέμεινε για μένα ένας ξένος.
Φορούσε μακριά σώβρακα
κι έσβηνε το κερί το βράδυ.
Όσο για μένα τις νύχτες ταξίδευα πολύ.
Το πρωί η νυχτικιά μου πάντα λασπωμένη.
Ένα βράδυ ξύπνησα σ’ άλλο κρεβάτι.
Μέσα στον ύπνο, βλέπετε,
μπερδεύει κανείς τις διευθύνσεις.
Ποια είμαι δεν έμαθα ποτέ.
Στο τάφο μου ας γράψουν:
Άννι Έντσον Τέιλορ
Η μόνη πραγματική συγκίνηση
που ένιωσε ποτέ
ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες.
Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.

Η ΜΗΤΕΡΑ-ΣΑΒΑΝΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

Η μήτρα της μάνας μου κυοφορούσε αδέρφια.
Ο Κόντε τη βίαζε τα βράδια.
Εγώ υπήρξα καρπός σκεβρωμένου δέντρου χωρίς φύλλα.
Όταν ο υποτιθέμενος πατέρας πέθανε,
η μάνα παντρεύτηκε ξανά,
ο νέος γιος τη βύζαινε πιο άπληστα από μένα.
Κάθε μέρα έτρωγε ένα κομμάτι απ’ το κορμί της
Κι αυτή του πρόσφερε το στήθος της με απόλαυση.
Τώρα εδώ στην Κέρκυρα δεν έχω συγγενείς.
Χιονίζει διαρκώς.
Ρίχνω κόκκινο κρασί στον πάγο για να λιώσει.
Τα καλντερίμια ολοένα και στενεύουν.
Οι άνθρωποι όταν με συναντούν
κρύβονται πίσω απ’ το καπέλο.
Η πένα σπάει πάνω στο χαρτί.
Έχω αφήσει τα μάτια της ψυχής μου ανοιχτά
και μπαίνουν μέσα πλάσματα αλλόκοτα
σβήνουν το καντηλέρι
μουρμουρίζουν
τις νύχτες σέρνονται στο δέρμα μου.
Δικόγραφα φτάνουν νυχθημερόν
δικάζομαι και ξαναδικάζομαι συνέχεια
γιατί πολύ λατρεύω μια μητέρα-σάβανο
που η σάρκα της μυρίζει μούχλα.
Το θηλυκό κορμί έχει δαγκάνες
κρύβει ολέθριες παγίδες
κι έναν λαβύρινθο στο κέντρο
κι έτσι μόνος μου
χαράζω με σουγιά
το βράδυ τους καρπούς μου
και αίμα συλλέγω σε δοχείο
για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω
εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,
παιδί άπιστης μάνας
αδελφός ξένων παιδιών
εραστής άυλων γυναικών .
Ποιητής.

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΜΙΛΙ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

Σου, γλυκιά μου Σου,
ένα ω! φτερωτό, υπέροχο ψέμα
πως πιο πολύ από τον αδελφό μου
εμένα αγάπησες.
Ένας ψίθυρος χθες στο δάσος
ένας λαγός στους θάμνους
θρόισμα στιγμής
λασπωμένα λευκά φουστάνια
ένα μυστικό
όλα τα αδημοσίευτα ποιήματα
κλειδωμένα στο σεντούκι φέρετρο·
ποιος έχει το κλειδί, ποιος θα τα εκδώσει κάποτε,
ποτέ,
Λαβίνια, εσύ;
Άραγε, πατέρα, πώς είναι
να ράβεις τα βλέφαρα
να σιδερώνεις το στόμα
να σφίγγεις σ’ έναν κορσέ
έναν στίχο
τόσο που ω, σαν λιβελούλα
ή μέλισσα με χρυσές πούλιες κεντημένος
ανεβαίνει ατμός στον ουρανό;

Το πάθος είναι η άλλη όψη του ασκητή.

ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Προπαντός όχι με πνιγμό. Ο θάνατος. Ίσως με μήλο
στο κεφάλι, ενώ ο γηραιός Γουλιέλμος σάς σημαδεύει
με το βέλος. Ή με πιστόλι. Αν ξέρετε σε ποιο μέρος
ακριβώς βρίσκεται η καρδιά. Αν έχετε καρδιά.

Αγαπήστε πολλά κορμιά. Μπορεί ποτέ να μην εμφανιστούν
στην ποίηση ανάγλυφα, θα θυμάστε πάντα όμως τον ήχο
που έκαναν τα ελατήρια των στίχων στο σκοτάδι.

Μη φοβηθείτε την αρρώστια. Να τρέχετε πάντα
πιο γρήγορα από αυτήν. Έστω και αν αυτό σημαίνει
να κολυμπήσετε σε κρύα νερά για δέκα λεπτά
προσπαθώντας μάταια να πνιγείτε.

Αποφύγετε τις επιστολές και όλα τα γραπτά τεκμήρια που
θα υπονοήσουν μία ρομαντική αγάπη που το ύψος και
το βάθος της δεν θα φτάσετε ποτέ.

Μη διστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε.
Παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική σας ένδεια,
τη σύφιλη· ποτέ όμως ότι είστε ποιητής.
Θα υποφέρετε αιώνια.

ΜΑΘΗΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Όταν ο κύριος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς
χάρηκε πολύ.
Θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων του.
Θα έπιναν μαζί το τσάι κάθε βράδυ.
Η κυρία Μπρουκς θα άπλωνε το μετάξι της φούστας της
στη γραμματοσειρά Tahoma 12
και θα έβρεχε το μαντηλάκι της στο μελάνι του εκτυπωτή.
Σε μια άλλη γωνιά της σφαίρας χιόνιζε απ’ το πρωί.
Η κυρία Μπρουκς έπινε ζεστή σοκολάτα και χαμογελούσε.
Είχε μόλις επινοήσει τον κύριο Μπρουκς,
που ήταν συγγραφέας, υπέφερε από αϋπνία,
κολλούσε γραμματόσημα στον ουρανό,
φορούσε λευκό κουστούμι με κόκκινα κουμπιά,
κι είχε το ένα χέρι βουτηγμένο σε γλυκό κεράσι.
Ίσως όμως η αυταρέσκεια της να μετριαζόταν
αν γνώριζε
πως την ίδια ώρα κάποιος καθισμένος σε γραφείο,
την πρώτη μέρα του φθινόπωρου,
ενώ έξω στάλαζε αργά ο χρόνος,
είχε μόλις επινοήσει και τους δυο
κι ακόμα ένιωθε μισός.

Η ΛΗΔΑ ΚΑΙ Ο ΚΥΚΝΟΣ

Όταν με ένα φουρφούρισμα
ο Θεός μεταμορφώθηκε σε Κύκνο
πούπουλα
χυμένο μελάνι
τσαλακωμένα σεντόνια,
η πράξη της γραφής.
Πολλή φασαρία για το τίποτε.
Μόνο μετά την ωοτοκία κατάλαβα:
Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Κάτι πήγε θανάσιμα στραβά.
Ο πατέρας ιδιαίτερα χλωμός στον νεκρικό του θάλαμο
δεν φορούσε παπιγιόν.
Η μητέρα κυκλοφορούσε πάνω κάτω με κοθόρνους
και μάλωνε τις υπηρέτριες.
Αντί για κόλλυβα σε μεγάλους δίσκους σέρβιραν φουά γκρα.
Ο Ορέστης έψαχνε να βρει την Ιφιγένεια
σε κάθε ελάφι που έτρεχε στο δάσος.
Μόνη λοιπόν θα διεκπεραίωνα την πράξη.
Φόρεσα το κόκκινο κραγιόν
και τις ψηλές της γόβες.
Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη.
Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα
μπορούσα να τη σκοτώσω.

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Ούτε ζηλωτής ούτε ζηλιάρης.
Πόσοι αλήθεια διακήρυξαν την αγάπη τους για σένα.
Όμως ο ένας βάφτηκε στο αίμα ενός κόκορα
κι ύστερα λαλούσε τρεις φορές
με γλώσσα ματωμένη.
Άλλος στον δρόμο για τη Δαμασκό
εκ των υστέρων θυμήθηκε την πίστη του.
Άλλοι έπλεκαν αμέριμνοι τα δίχτυα
ενώ οι στρατιώτες σού έμπηγαν καρφιά
κι οι γυναίκες έκλαιγαν με αναφιλητά
αλλά μετά τις απορρόφησε η ζωή,
το σπίτι, οι φροντίδες, τα παιδιά.
Κανείς όμως
τόσο μαύρα, τόσο βελούδινα, τόσο βαθιά,
τόσο παράφορα κρυφά
σαν εμένα δεν σ’ αγάπησε,
ώστε να γίνει πιόνι στο προαποφασισμένο σχέδιο
να υποστεί την πύρινη σφραγίδα στο μέτωπο
να κρεμαστεί ψόφιο κούτσουρο στο δέντρο.

Ναι, Κύριε, σε πρόδωσα,
μα μόνο γιατί η προδοσία
ήταν η ουσία της αγάπης μου.

Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων.
Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
χωρίς συγγενείς εξ’ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

.

.

ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΝΤΕΣΠΕΡΕ (2018)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Με λένε Τζέιν. Τζέιν Μποντ.
Από τότε που τυφλώθηκε ο εργοδότης
παίρνω επίδομα ανεργίας
για παραστρατημένες γκουβερνάντες.
Στους άγριους βάλτους του Θόρνφιλντ
αποκαΐδια,
παραμορφωμένες πεταλούδες
στα δέντρα.
Κρατώ ομπρέλα.
Γεννήθηκα το 1846.
Γράφω ακόμα.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΜΕΡΑΣ
ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ

Τα πρωινά
νησιά Αιγαίου,
νιφάδες καλαμποκιού σε γάλα.
Τα μεσημέρια
Αφρική,
μπάρμπεκιου με μπιφτέκια από καμήλα.
Φορώ το φόρεμα με τις πιτσιλιές,
επάνω του τα ίχνη των χεριών
που υπήρξες.
Τα απογεύματα
αραιοκατοικημένη Αυστραλία,
ώρες που διαμένουν σε μεγάλη απόσταση
η μία από την άλλη,
εκτάσεις που δεν διανύονται
όσο και να καλπάζει μια μνήμη που ασθμαίνει.
Τα βράδια όμως
Θεσσαλονίκη πάλι,
ομίχλη-ατμός απ’ τα παράθυρα,
ένας Βαρδάρης ανακατεύει τα μαλλιά μου,
κόκκοι καφέ ξεχύνονται από πελώρια τσουβάλια
στο Καπάνι,
κι εκεί κάπου στην Ασία
ένα κοριτσάκι
αφήνει το ρύζι να γλιστρήσει
ανάμεσα στα δάχτυλά του.

ΓΥΝΑΙΚΑ ΛΑΖΑΡΟΣ

Ανάστησέ με, του φωνάζει.
Τυφλό μάτι το φεγγάρι,
μαύρο τηγάνι η νύχτα καίγεται.
Έλα και ανάστησέ με, του φωνάζει.
Αυτός κάτω από το χώμα ακούει ήρεμα,
με τα χέρια στο στήθος σταυρωμένα.
Τόσο εξοικειωμένοι πια
οι νεκροί με το παράλογο,
καθόλου δεν απόρησε
που αν και ζωντανή
απεγνωσμένα του ζητά
συμβόλαιο αναστήλωσης
για ένα κορμί
που έχασε το σώμα του.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

Το τρένο εκτροχιάστηκε μεσάνυχτα.
Ενάμιση σχεδόν αιώνα πριν.
0 κόμης Βρόντσκι δεν έφτασε ποτέ.
Ένα σώμα γυναίκας έπεσε στις ρόγες.
Ελάφι, ψιθύρισε ο μηχανοδηγός.
Φορούσε πολύχρωμες κάλτσες,
παράταιρες η μία με την άλλη.
Κάπνιζε ένα πούρο και γελούσε στραβά.
Με λένε Λέων! φώναξε,
καθώς το τρένο φιδογύριζε ανάμεσα στις σημύδες.
Λίγο πριν τον σταθμό Λαρίσης
ανέπτυξε ταχύτητα.
Ξαφνικά σκόνταψε σε μία πελώρια φάλαινα-σκοτάδι.
Αυτό ονομάζεται σύγκρουση συμφερόντων,
σχολίασε ένας επιβάτης κριτικός
που καθόταν δίπλα σ’ έναν κύριο που ροχάλιζε.
Συμφωνείς, Μέλβιλ; τον ρώτησε,
πριν όλα εξαφανιστούν μες στον λεπτό καπνό.
Τότε αυτή άνοιξε ξαφνικά τα μάτια,
στερέωσε τα γυαλιά στη μύτη
και άρχισε να γράφει.
Αγαπητέ κόμη, από τότε που, δεν είμαι πια εδώ.

ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΝΤΕΣΠΕΡΕ

Αγαπημένε,
όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό
το μελάνι θα ’χει πια στεγνώσει,
η ζάχαρη θα ’χει μουχλιάσει,
ένα σύκο θα σαπίζει
στο κρεβάτι.
Σε μια γαβάθα θα βρεις υπολείμματα τροφής.

Στην πραγματικότητα δεν ξέρω
αν θα το έχω γράψει εγώ
ή κάποια άλλη
με όνομα παράξενο όπως
Αδελαίδα, Εριφύλη ή Περσεφόνη.

Αγαπημένε,
ήσουν απελπιστικά αθώος,
ανυπεράσπιστα ένοχος,
τις νύχτες ζωγράφιζες ελάφια,
έκλαιγες μετά καθώς τα σκότωνες,
γέμιζαν σκάγια τα σεντόνια.
Μια μέρα ενώ σου ετοίμαζα καφέ
είδα μες στο φλιτζάνι ένα δέντρο.
Τότε κατάλαβα πως έπρεπε να χαθώ στο δάσος.

Αγαπημένε,
όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
τι άραγε θα έχει απομείνει από μας σ’ αυτήν τη γη;
Σκόνη στα δάχτυλα κάποιου θεού που θα φυσήξει.

Ξένε, όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
θα γίνεις λαθραναγνώστης.
Κανίβαλος θα τραφείς από τη σάρκα μιας αγάπης.
Θα σου θυμίσει μια δική σου.
Καμία σχέση.

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς
που αφήνουν σημειώματα.
Εννιά στις δέκα φορές επινοούν.

ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ

Εκ των υστέρων σκέφτομαι
το τελευταίο βράδυ στην ταράτσα,
που μια παρέα αγγέλων
πλαταγίζαμε δαιμονικά φτερά
και ξεπλέναμε τις πληγές με ουίσκι,
τα ντραμς των αστεριών
ηχούσαν ασταμάτητα
και γυμνό σαλιγκάρι
άφηνε κλωστές στον ουρανό,
ενώ την ίδια ώρα σ’ άλλη πόλη,
σε κρεβάτι νοσοκομείου,
μια ποιήτρια ετοίμαζε την τελευταία της πτήση.
Και θυμήθηκα πως ξαφνικά
το ποτήρι έσπασε μισοφέγγαρο
χωρίς να χυθεί το αλκοόλ.
Και νιώσαμε όλοι τη γεύση του αίματος στα χείλη.
Και κάποιος είπε
έναν μόνο στίχο να προλάβουμε ν’ αρθρώσουμε
πριν μας καταπιεί σκοτάδι.
Και σιδερώσαμε κολλαριστή όλοι μαζί τη νύχτα.
Έτσι, φίλοι μου, γράφονται τα ποιήματα
τις σκοτεινές νύχτες του καλοκαιριού στο Πήλιο.

Η ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΟΤΕΡΜΠΡΙΤΖ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ

Η κυρία Γουότερμπριτζ ήτο αριστοκρατικής καταγωγής.
Απόδειξη τα πορτρέτα των προγόνων στο σαλόνι,
που ίδρωναν κάτω από τις περούκες,
κανένα όμως δεν διανοήθηκε
να ξύσει δημόσια το κεφάλι.
Η κυρία Γουότερμπριτζ είχε πάντα καλούς τρόπους
και έδινε μεγάλο φιλοδώρημα στον ταχυδρόμο.
Όταν διάβασε το τηλεγράφημα,
έσπασε όλα τα βάζα στο σαλόνι.
Οι πρόγονοι άνοιξαν όλοι μαζί
σε όμικρον το στόμα τους,
ενώ η γαμψή τους μύτη γύπας
ετοιμάστηκε να επιτεθεί.
Σσσς, ούτε λέξη! τους φώναξε αυστηρά.
Σοκαρισμένοι απ’ την αυθάδεια άρχισαν
να πέφτουν ένας ένας με το κάδρο του.
Καρφιά εκσφενδονίζονταν,
έχασκαν τρύπες
τυφλά μάτια στο ντουβάρι.
Όταν έμεινε μόνο ο υπαινιγμός στους τοίχους,
η κυρία Γουότερμπριτζ
διέσχισε την άβυσσο του δωματίου
και μόνη σέρβιρε τσάι για έναν στο σαλόνι.

ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΜΑΡΑ

Είχαμε δώσει ραντεβού.
[Η σχέση εξαιρετικά βραχύβια.
Στα δεκαοχτώ χρόνια ρώτησες πώς με λένε.
Σου απάντησα ειλικρινά «δεν ξέρω»,
αφού ποιος στ’ αλήθεια γνωρίζει ποτέ τ’ όνομα. ]
Βρεθήκαμε Καμάρα.
Εκείνη την ημέρα
ο Λευκός Πύργος έμοιαζε καμηλοπάρδαλη,
καπνοί έζωναν την πόλη,
κάπου μακριά μύριζε πυρκαγιά,
στα εβραϊκά νεκροταφεία έκλεβαν τις πλάκες,
φορούσες ένα κίτρινο αστέρι
κι εγώ μια στολή παλιού ιππότη.
Η χιλιετηρίδα είχε ήδη λήξει.
Η Αριστοτέλους άχνιζε περιστέρια.
Τα κάστρα συνοφρυώνονταν δασιά.
Μια ταβέρνα στην Άνω Πόλη
παρέμεινε ακόμη ανοιχτή για μας.
Είναι το τέλος του κόσμου, είπες.
Στον γυρισμό με φίλησες στο στόμα.
Στο ραντεβού που δώσαμε Καμάρα,
εσύ ποτέ δεν ήρθες,
κι εγώ ποτέ δεν έφθασα ολόκληρη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Και τώρα; τον ρώτησε.
Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη
με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.
Φορούσε μαύρα γυαλιά.
Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,
είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

.

ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ (2016)

ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ

ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ

ΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΒΡΕΘΕΙΣ

Αν κάποτε βρεθείς σε ξένη γη
χειμώνα με ομίχλη
και την υγρασία ψόφιο όρνεο
κάτω απ’ το σακάκι
διασχίζεις έρημα χωράφια
και συναντάς μόνο σκιάχτρα
που ριγούνε στο σκοτάδι
και δεν υπάρχει δρόμος
ούτε κορμί
ούτε ένα γερό κονιάκ παρηγοριάς
να τονώσει τα κόκαλα που τρίζουν
θυμήσου πως σε θυμάμαι
πως πλέκω τις ίνες μεταξύ τους
τα νήματα δένω του χρόνου
υφαίνω το κόκκινο χαλί
στην ζεστή κουζίνα
με την χύτρα να κοχλάζει
το ξύλινο τραπέζι
την σούπα, το τυρί και το ψωμί
και κάθισε ξανά απέναντι
αφού το μόνο σπίτι
που μοιράζονται δυο άνθρωποι ποτέ
είναι η μνήμη.

ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ

I

Ο άντρας στην φαντασίωσή της γέρασε.
Πέταξε το μαστίγιο και τα γάντια
κάθεται κουλουριασμένος στην φωτιά
ενώ ο χρόνος
του γλείφει πιστά τα πόδια.

II

Η γυναίκα μεγαλώνει.
Τα ποιήματα μικραίνουν.
Θα πρέπει να παραγγείλει
άλλο μέγεθος πόνου.

III

Τελευταία χτυπούν την πόρτα της
παράξενοι άνθρωποι χελώνες
κουβαλούν λεν
το σπίτι τους στην πλάτη
περπατούν αιώνες
κάποιοι από αυτούς στάζουν νερά
τα σανίδια σαπίζουν
από την υγρασία
Δώσε μας, λένε, ένα κεραμίδι
να βάλουμε από κάτω το κεφάλι
τους δίνω μόνο ένα βελανίδι
τόσο είναι το αντίτιμο
των στίχων.
Κάποιοι ζητούν ένα φτυάρι.
Να θάψουμε λένε την ντροπή.
Στην αυλή μετά βρίσκει παιδικά παιχνίδια
ξεσκισμένα αρκουδάκια
πνιγμένα λαγουδάκια με μάτια χάντρες
κι ένα μουσικό κουτί
μ’ ένα ξεκούρντιστο νανούρισμα.

III

Μερικές φορές έξω από το παράθυρο
περνάει ένας νεαρός
με μία ζώνη δεμένη σφιχτά γύρω απ’ τον λαιμό.
Στο οικοτροφείο περνούσα καλά, της γνέφει
αν εξαιρέσεις τους αλλεπάλληλους βιασμούς,
ένας άλλος σωριάζεται στην τριανταφυλλιά,
την βάφει κόκκινη
στην πλάτη σφηνωμένο ένα μαχαίρι
τραγουδάει για λύκους και μαύρες κουκούλες
και μία σβάστικα που απλώνεται παντού.

IV

Πού και πού χτυπάει την πόρτα ένα κοριτσάκι.
Έχει ένα καλαθάκι με φράουλες
δεν είναι η Κοκκινοσκουφίτσα.
Φάε, μου λέει, είναι ματωμένες
και πασαλείβεται με αίμα.

V

Μην έρχεστε σε μένα, τους φωνάζω.
Διαβάστε την πινακίδα,
είμαι από την γενιά του ιδιωτικού οράματος
που ομφαλοσκοπεί.
Μα συνέχεια έρχονται κι άλλοι
χώνονται στους στίχους
μπλέκονται στο αμπάρι
πλημμυρίζουν το κατάστρωμα.

VI

Προχθές ήρθαν χαρούμενοι εκδρομείς.
Κουβαλούσαν μαζί τους σπιτική αρκούδα.
Είχαν καλαθάκια με φαγητό,
στρώσαν καρό τραπεζομάντηλο
τα σώματά τους διάτρητα από σφαίρες.
Ένας από αυτούς ανοίγει ένα κρασί
και της προσφέρει ένα ποτήρι
Πάρε της λέει το νομίζεις για αρχή
αλλά είναι στην πραγματικότητα το τέλος.

VII

Δεν ξέρει πώς να τελειώσει ένα ποίημα.
Ίσως γιατί ποτέ ένα ποίημα δεν τελειώνει
πάπυρος ξεδιπλώνεται στον χρόνο
βούβαλοι χαραγμένοι στις σπηλιές.
Μόνον οι άνθρωποι τελειώνουν.
Ύστερα η γάζα της νύχτας στο οστεοφυλάκιο
μούμιες αναμνήσεις τούς τυλίγει.

VIII

Πούπουλα,
Πούπουλα στο χιόνι.
Και μόνο η ανάσα σου ζωή.

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Θα φορώ το καινούργιο μου παλτό.
Θα φοράς το γαλάζιο σου πουκάμισο.
Θα παίζει την Καζαμπλάνκα
ή το Χιροσίμα αγάπη μου
θα το έχουμε ζήσει αυτό ξανά
στην Βιέννη αρχές του αιώνα
στην Κων/πολη σε έναν τεκέ
στην Βαρκελώνη μέσα στον εμφύλιο.
Το χέρι σου δεν θα αγγίζει το κορμί μου
θα είναι απλώς ένα κομμάτι του
όπως ο ομφαλός
ή μία μοίρα.
Κι έτσι οι δυο μας
στην πηχτή σταγόνα της στιγμής
θα κολυμπήσουμε ο ένας μες στον άλλο.
Και όταν η μαύρη φάλαινα τελικά μας καταπιεί,
κοίτα θα πούμε
εκείνη την μέρα πήγαμε κινηματογράφο.

ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ

Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
πεθαίνουν σε τάφους μαυσωλεία.
Στο σπίτι του κρεμασμένου
υπάρχει πάντα άφθονο σκοινί.
Αν τρεις μέρες κοσκινίσεις
τρως μουχλιασμένο πάντα το ψωμί.
Ο αδελφός ρίχνει μπύρα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα
και αφήνει πάνω ένα πακέτο με τσιγάρα,
μήπως κρυφά πάλι ο πατέρας
τώρα πια που καθόλου δεν πειράζει,
θελήσει να καπνίσει.
Τελικά αποδείχτηκε ότι ο μπαμπάς μου είχε δύο ζωές,
μία δική του, μια δική μας
μόνο που η δική μας έλειπε πάντα σε ταξίδι για δουλειές
ένα άγνωστο κορίτσι κλαίει πάνω στο φέρετρο
άγρυπνες οι νύχτες με τεράστια νύχια
σκίζουν την επιφάνεια του γυαλιού
θα πάμε στην Ζάκυνθο υπόσχεται ο μπαμπάς στην νέα σύζυγο
την ώρα που τον παίρνουν στο φορείο για εγχείρηση
ύστερα κάπως ξεχνάει να αποχαιρετήσει
τους κατιόντες που υποθέτουν συγγενείς.
Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
δεν είχαν ποτέ καλοστρωμένο κυριακάτικο τραπέζι
κανείς δεν τους πέρασε ποτέ το αλάτι
όσο για το βούτυρο απλώς έλιωνε επάνω στις πληγές
αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
διακριτικά ας αδειάζουν τα σταχτοδοχεία
και ας προσφέρουν πηχτό καφέ παρηγοριάς
σε σεμνά φλιτζανάκια ενός δακρύου.

IN MEMORIAM

III

Ο μπαμπάς μου υπήρξε ένας παλαιάς κοπής γιατρός, από αυτούς που ψηλαφούν το ανθρώπινο σώμα και νιώθουν κάτω από τα δάχτυλά τους το πρόβλημα, από αυτούς που τις περισσότερες φορές πληρωνόταν με αυγά ή φρούτα, από αυτούς που εκτός από παθολόγοι και καρδιολόγοι ήταν ταυτόχρονα και ψυχοθεραπευτές. Από αυτούς που άγγιζαν, από αυτούς που συμπονούσαν. Δεν υπήρξε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε διάσημος, όμως όταν έλεγα το επίθετό μου, πέντε στους δέκα ανθρώπους με ρωτούσαν, αν ήμουν κόρη του και είχαν να μου αναφέρουν ένα καλό, που τους είχε κάνει. Την περίοδο που είχαμε μείνει μόνοι, τον θυμάμαι να μαγειρεύει μία ντοματόσουπα δικής του επινόησης. Έκοβε ντομάτες και μέσα έριχνε λαχανικά, ρύζι και ό,τι άλλο ήταν διαθέσιμο στο ψυγείο. Το μείγμα πάντα έκρυβε μία έκπληξη, τις περισσότερες φορές όχι και τόσο ευχάριστη. Έτρωγα πάντα όμως την σούπα που μου μαγείρευε. Ίσως αυτό που θα μου λείψει περισσότερο είναι η ντοματόσουπα αυτή.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Ι

Την λένε Αντιγόνη και ήρθε να θάψει τον αδελφό της.
Και από πού και ώς πού ακούει σ’ αυτό το όνομα;
Έβαλε το σώμα της ασπίδα απέναντι στα βέλη και στα ακόντια του εχθρού;
Έγινε η μάνα και ο πατέρας του, όταν αυτοί τον εγκατέλειψαν;
Ή έφυγε από το σπίτι στα δεκαοκτώ και τον άφησε κι αυτή;
Καλύτερα να την ονομάσετε Άννα ή Μαρία.
Και ετοιμάστε τις πρέπουσες τιμές για τον νεκρό.

ΠΟΙΟΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΧΑΝΣ;

Ο ΑΞΙΟΣΕΒΑΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΟΟΥΕΝ

Κυκλοφορεί πάντοτε με φράκο
κι ένα παράσημο στο πέτο
μ’ έναν σκαντζόχοιρο που σκούζει.
Εναντιώνεται στο κυνήγι της φώκιας
και είναι υπέρ των δικαιωμάτων
που έχουν οι ποντικοί στις φάκες.
Η σοβαρότητα λιώνει πάνω του,
μπέικον σε καυτό τηγάνι.
Τόσο ευαίσθητος ο κύριος Όουεν,
βουρκώνει την στιγμή που εγκαταλείπει
σκουπίζει αμήχανα το σβέρκο
με καθαρό μαντήλι,
ενώ ήδη καταγράφει στο καρνέ
το επόμενό του νούμερο.
Γιατί όλα βέβαια τα επινοεί ο κύριος Όουεν
Το ριγέ παντελόνι που φοράει
το πλατύγυρο καπέλο
τον άλλο άντρα να κοιτάει απ’ τις γρίλιες
μία κλωστή αράχνης στο ταβάνι.
Στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα τέλειο όμικρον με διαβήτη.
Εμπρός λοιπόν κύριε Όουεν,
εισχωρήστε στο ταπεινό μας σώμα
πλημμυρίστε με χώμα
τα μάτια μας, τα χείλη, την καρδιά
ώσπου να γίνουμε κι εμείς
ένα ακόμα χρυσό δόντι
στην οδοντοστοιχία που αστράφτει.

Η ΜΟΝΑΧΟΚΟΡΗ ΚΟΝΣΤΑΝΣ

Τον τελευταίο καιρό
οι αδελφές μου δεν σιωπούν.
Μιλούν τα βράδια μεταξύ τους
ακούω τα μουρμουρητά
βλέπω τα χλωμά τους χέρια
που αχνοφέγγουν στο σκοτάδι.
Πάχυνες μου λεν
κατοικείς σε ένα βαρέλι
(Οι αδελφές μου μ’ αγαπούν
τρώμε πάντα χοιρομέρι στο πρωινό)
Πρέπει να αδυνατίσεις λεν.
Να λιώσει η εμμονή
που γρατζουνάει
το μυαλό σου.
Ν’ αδυνατίσεις απ’ αυτόν.
Και εννοούν
να αποφασίσω πια να σ’ αποχωριστώ.
Οι αδελφές μου είναι στοργικές.
Κάθονται πάντα δεξιά και αριστερά μου.
Έχουν τα μαλλιά τους σε κότσο σφιχτό
απαγορεύουν την αιμομιξία.

Μα μια στιγμή,
δεν είχα ποτέ αδελφές.
Αφού από πάντα μου υπήρξα
μοναχοκόρη των δακρύων.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΑΡΥ

Απ’ όλη την μητέρα του,
κράτησε μόνο το χέρι.
Είχε δάχτυλα διατακτικά
με μαξιλαράκια στις αρθρώσεις
νύχια μικρά φεγγάρια
κι ένα στόμα κατακόκκινο
που τον έκανε πάντα να ντρέπεται,
σαν η μητέρα να εξέθετε κάτι πολύτιμο δημόσια,
ή να υπήρξε μία φτηνή αγοραπωλησία
για την οποία αυτός δεν είχε γνώση.
Τον έλεγε μικρό της θησαυρό.
Όταν έγινε έξι χρόνων,
η μητέρα πήδησε σε ένα αστραφτερό τρένο
ή κάτω από ένα παράθυρο.
Μία από τις πολλές γκουβερνάντες
που θα τον μεγαλώσουν
μίλησε ψιθυριστά για ένα άντρα,
είχε μάντρα με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα,
η μητέρα έφυγε μαζί του σε άλλη πόλη.
Το χέρι της όμως έμεινε μαζί του.
Κοιμάται με αυτό τις νύχτες.
Τον χαϊδεύει στοργικά.
Μ’ αυτό το χέρι γράφει.

Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΟΣ ΚΟΟΥΤΣ

Θα σε κάνω ηρωίδα
σ’ ένα μου διήγημα
υπόσχεται αυτός.
Στην μέση ενός σαλονιού
με στρογγυλούς καθρέφτες.

Θα είμαι ολόγυμνη,
διακόπτει πειρακτικά αυτή
και κάθεται στην αγκαλιά του.

Όχι, διορθώνει ενοχλημένα αυτός,
σηκώνεται επάνω
και βηματίζει
μπροστά στο τζάκι
που έχει ήδη εγκαταστήσει
μες στο διήγημα.

Θα φοράς ένα ταγιέρ
σε χρώμα υπαινιγμού
που είναι πιο ερωτικός ακόμα
κι απ’ την πράξη.

Κι εσύ θα είσαι εκεί μαζί μου,
χαίρεται αυτή,
όμως αυτός ήδη έχει βουτήξει
στο μελάνι για να γράψει.

Θα είναι ένας αντίζηλος
μονολογεί αυτός.
Θα σου φιλάει το χέρι.
Μπορώ να τον μυρίσω,
τα χείλη του βυθίζονται
στο κουκούτσι της πληγής σου.

Η δεσποινίς Κόουτς πήγε να διαμαρτυρηθεί,
αλλά ήταν σφηνωμένη εκεί
που την είχε αυτός τοποθετήσει,
ένας άντρας την πλησίαζε
και αυτή ήθελε,
πόσο πολύ αλήθεια ήθελε
κάποιος,
ο ξένος αυτός,
να την φιλήσει.

Η ΜΗΤΕΡΑ ΚΥΡΙΑ ΑΛΙΣΟΝ

Κάποτε είχα δυο παιδιά.
Δεν βγήκαν απ’ την μήτρα μου.
Ξύπνησα μία μέρα
και τα είδα στο σαλόνι.
Αθώα πρόσωπα, νύχια καθαρά.
Έπιναν γάλα σε γυάλινα ποτήρια,
ύστερα ένα άσπρο στεφάνι
τους κύκλωνε το στόμα.
Στο χαμόγελο έλειπαν δυο δόντια μπροστινά.
Το αγόρι ήταν πάντα λυπημένο.
Το κοριτσάκι έλπιζε.
Έψαχνε για γονείς.
Την νύχτα έμπαινε σε άγνωστα αυτοκίνητα
και γυρνούσε το πρωί.
Στην αρχή δεν τα ήθελα.
Ήταν συνέχεια πεινασμένα.
Τι θα φάμε τώρα μαμά,
συνέχεια με ρωτούσαν.
Το πρωί έβλεπα σημάδια
απ’ τα δόντια τους στα μπράτσα.
Όσο αυτά γίνονταν ροδαλά,
τόσο μου λιγόστευε το αίμα.
Δεν μεγάλωσαν ποτέ.
Ζουν ακόμα στο καθιστικό.
Το κοριτσάκι πίνει βότκα και γελάει.
Το αγοράκι καταπιάνεται με κατασκευές,
παιδικά τρενάκια με βαγόνια
που γράφουν επάνω πότε,
τότε και γιατί.
Με έχουν κλειδωμένη στην αποθήκη.

Εγώ γράφω και κάτω από τη πόρτα
τους γλιστράω τα χειρόγραφα.
Το αγόρι τα δένει με δέρμα και αριθμεί.
Είναι τα ημερολόγια της ζωής που δεν έζησα.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΡΟΟΥΝΤ

Ι

Εκείνο το απόγευμα
στις πέντε και σαράντα δύο
οι γυναίκες της οδού Ρόουντ
βγήκαν από το σπίτι
ανέβηκαν στον λόφο
έπλεξαν τα χέρια
κι άρχισαν να στροβιλίζονται
αντίθετα απ’ τους δείκτες
ενός χρόνου που δεν όριζαν,
δακτυλοδεικτούμενες κι αθώες,
ώσπου τα φορέματά τους ξεκουμπώθηκαν
οι κολλαριστές ποδιές ξελύθηκαν
τα μεσοφόρια φούσκωσαν στον αέρα,
γυμνές τότε και ελεύθερες,
συνέχισαν να περιστρέφονται
ώσπου το έδαφος έλιωσε κάτω από τα πόδια τους
κι οι ίδιες έγιναν μία σταγόνα ζυμάρι
στο ξύλινο τραπέζι.

II

Μα τι περιμένουν οι γυναίκες
με τα λευκά σκουφάκια
τα μαύρα φουστάνια, τις άσπρες ποδιές,
ποια άφιξη, ποια επιστροφή;
Μόνο το θρόισμα θα μείνει απ’ τον ποδόγυρο τους
ίσως και ένα όνειρο βαμβακερό
που να σκαλώσει πρόλαβε στο ράμφος πελαργού.

Η ΕΥΘΥΜΗ ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΙΟΛΗ

Πόσο μου αρέσει να χορεύω Τσάρλεστον
με τις ψηλές μου γόβες
κι αυτή την τιάρα στα μαλλιά
και πόσο ευγενικοί και ευφυείς
οι κύριοι που μου προσφέρουνε το μπράτσο
που μου ανοίγουνε την πόρτα
που μου κρατούν την γούνα να φορέσω.
Ρίχνω το κεχριμπαρένιο ποτό
στο κρυστάλλινο ποτήρι.
Προσοχή όμως.
Δύο δάχτυλα είναι η κατάλληλη δόση.
Το πιο πολύ είναι έρωτας,
πιο λίγο είναι ανία.

.

ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ (2014)

ΤΕΛΟΣ

Ποτέ δεν διάβασα σωστά
την πινακίδα.
Παγιδευόμουν στο έλος
ή κατέρρεε η βακτηρία του ταυ
βρισκόμουν σε ορφανοτροφείο
φορούσα γκρι φουστάνι κι άσπρες κάλτσες
έψαχνα μία κούκλα χωρίς χέρια
στα κρεβάτια ενός απρόσωπου θαλάμου.
Γενικά ήμουν άτυχη.
Δεν έβρισκα το σωστό νούμερο ανθρώπου
η πλέξη ήταν χαλαρή
ή οι τεράστιες βελόνες μπήγονταν στο στέρνο.
Ακόμα και οι αυταπάτες ήταν τρύπιες.
Θαρρείς και ήμουν ξενιστής μίας αμφισβήτησης
που κοιμόταν στο σκουρόχρωμο αυγό της
έτοιμη να πολλαπλασιαστεί
στην ντουλάπα του μυαλού μου.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτό
πως οι πιο ευδιάκριτοι τίτλοι τέλους
εμφανίζονται πάντα στην αρχή.

ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ

Το πρόβλημα είναι
πως δεν άκουσα τις κούκλες.
Aνοιγόκλειναν
τα γυάλινά τους μάτια
λέρωναν τα λευκά φορέματα
έχαναν τα νάυλον μαλλιά.
Πρόσεχε τα Σάββατα
μου έγνεφαν,
είναι πάντα ξεκούρδιστα
ο μηχανισμός κλάματος δεν λειτουργεί
το κεφάλι δεν είναι κολλημένο
κυλάει σε μία μόνη Κυριακή.

Αν ήμουν πιο προσεκτική
θα είχα από τότε αποσυνδέσει την ελπίδα.
Επίσημα θα ήσουν τώρα.
Κλινικά απών.

Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ

Παρακαλώ καθίστε.
Το φόρεμά μου είναι χάρτινο.
Λήγω σε περιορισμένο χρόνο.
Δεν θα υπάρξουν δράματα.
Μόνη μου απαίτηση να ταΐζετε τις χήνες.
Τρων μικρά δάκρυα σε κονσέρβα.
Βέβαια ίσως μία θάλασσα
δεν συμπεριλαμβάνεται στα σχέδια
μία λίμνη ασφαλώς θα επαρκούσε
αλλά συγχωρείστε μου μία τελευταία υπερβολή.
Σηκώνω το λευκό μου μεσοφόρι.
Η επέμβαση ολοκληρώθηκε ταχύτατα.
Τρέφω μόνο φιλικά αισθήματα για σας.
Η πολυθρόνα περιμένει τον επόμενο πελάτη.

ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ

Όλοι εμείς οι συγγενείς
είχαμε φέρει ντόρτια
στο παιχνίδι με τα πούλια
παγώνει σε μονά φλιτζάνια όμως ο καφές
στο καφενείο χωρίς όνομα
στην οδό Αρίστου Τέλους.
Εκλεκτική συγγένεια λοιπόν σημαίνει
κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι
ενώ σε ειδική αίθουσα υποδοχής
σερβίρεται κονιάκ και κουλουράκι.
Στον προθάλαμο κάποιος χτυπάει νούμερα
στο μπράτσο εραστών που γίναν δήθεν φίλοι.

Γιατί άραγε λαχανιάζουμε άδικα μέσα στους αιώνες
εμείς οι εκλεκτοί εκλεκτικοί
χωρίς γένος χωρίς φύλο
που τρέχουμε γυμνοί μέσα σε γυάλα
που σμίγουμε κρυφά φθηνά και με ντροπή
σε παχιά μαξιλάρια από πούπουλα
κύκνων που ραμφίζουν
για λίγο στην σιωπή
για πάντα στο κενό.

Όλοι εμείς οι συγγενείς
που στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος
το συνώνυμο.

ΛΙΛΙΘ

Τρεις αγγέλους της έστειλε ο Θεός
Τον Σανβί, τον Σανσαβί
και τον τρίτο τον αλαφροΐσκιωτο
τον Σαμεγκελάφ
που τα φτερά του θρόιζαν στον ήλιο.
Πήγαν με βαριά καρδιά στην θεϊκή γυναίκα.
Ο Θεός και ο Αδάμ την συγχωρούν,
της μήνυσαν και την ζητούνε πίσω.
«Τι θέλετε άβουλα έντομα του Παραδείσου»
έφτυσε τότε αυτή
«και με ενοχλείτε;
Εκάτη, Κάλι, Λίλιθ, Αντιγόνη το όνομά μου.
Λιλλάκε, Μπελίλι, Μπααλάτ.
Κάποιοι με αποκαλούν Αρχόντισσα του Σκότους
ή ηγέτιδα των Θηλυκών Βαμπίρ.
Με συγχωρούν είπατε; Γιατί;
Που γεννήθηκα ισότιμη;
Που έκανα έρωτα με πάθος;
Που πρόφερα την ιερή λέξη
που ο Αδάμ δεν άντεχε να ακούσει;
Που ανέτρεψα την γαλήνια πλήξη
του Κήπου με τα πολλά σκουλήκια
και την μυρωδιά της ήδη σήψης;
Ή που δεν χώρεσα στο καλούπι του πηλού
εκείνο με το λειψό πλευρό
που είχε ετοιμάσει ο αφέντης σας για μένα;»
Έπεσε σιωπή που κράτησε αιώνες.
Ύστερα μίλησε ο πιο σοφός ο Σανσαβί.
«Μα γράφεις ποιήματα Αρχόντισσα,
υπάρχει τίποτε πιο δαιμονικό από αυτό;»

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ

Να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή.
Κάποιες νύχτες να αφήνετε την πόρτα ανοιχτή.
Θα ανεβαίνει στο κρεβάτι,
πηχτές κηλίδες στα σεντόνια
δαγκωματιές στο στήθος, στον λαιμό.
Θα το ακούτε να αλυχτάει.
Δεν θα το αλυσοδέσετε ποτέ.
Σας γνωρίζει.
Πολύ πιο βαθιά από ότι ποτέ θα καταλάβετε.
Το γνωρίζετε.
Είναι ο ομφάλιος λώρος που σας δένει με την μνήμη.
Κοιμόταν κάτω από την κουνουπιέρα.
Έκοβε κομμάτια τις σάρκες της κούκλας
όταν μαλώναν οι γονείς
ξέσκιζε τα μαξιλάρια
όταν αποχωρούσαν οι αγαπημένοι.
Με μία και μόνο κίνηση σας τρώει την καρδιά.
Ποτέ μην παλέψετε μαζί του,
ούτε να κοιμηθείτε με ευγενικούς αγνώστους σε φτηνά ξενοδοχεία
μόνο και μόνο γιατί δεν αντέχετε το λυσσασμένο γάβγισμα.
Χαϊδεύετε το τρυφερά, να το εκθέτετε δημόσια.
Μία βόλτα στο πάρκο με την ανοιχτή ρωγμή,
τον οριζόντιο κρατήρα που κοχλάζει, βοηθάει.
Και κυρίως μην γράφετε ποιήματα.
Το εξαγριώνουν.
Ύστερα κυλιέται σε μαύρα τριαντάφυλλα.
Γενικά να είστε ψύχραιμοι και ευγνώμονες.
Μην ξεχνάτε.
Το πένθος υπάρχει για να καλύπτει το απόλυτο κενό.

ΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Για να ξορκίσεις στοιχειωμένο έρωτα
δεν αρκεί να ξαραχνιάσεις το δωμάτιο
να δεθείς γυμνός με ωτοασπίδες
σε κατάρτι σπιτιού που επιπλέει
να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη
με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια
για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.
Οι στοιχειωμένοι έρωτες
κοιμούνται σε σεντούκια
με το ένα μάτι μισόκλειστο
σε αργή αναμονή.
Δεν βιάζονται ποτέ.
Ξέρουν πως το παιχνίδι τους ανήκει.
Πως σε κάθε αναμέτρηση
είναι αυτοί οι βέβαιοι νικητές.

Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν
και μπήγουν τα λευκά τους δόντια
στην καινούργια σου ζωή.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΕΥΣΗ

Προπάντων να αποφεύγετε τις σκάλες
σε σπίτια που κατοικήσατε παλιά
ποτέ το βελούδινο χαλί
δεν κρύβει καλωσόρισμα,
κάθε σκαλοπάτι χαλασμένο δόντι
έτοιμο να υποχωρήσει
στην άβυσσο από κάτω.
Κυρίως όμως πρέπει να γνωρίζετε.
Πως για κάθε σκαλοπάτι που ανεβαίνετε
πάντα δύο πίσω θα γλιστράτε.

ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ

Σύμπτωση πρώτη ότι βρεθήκαμε
στην ίδια φέτα του τόπου και του χρόνου
είχαμε χάσει και οι δύο Γενέθλια Γη
ο καθένας είχε κάνει ένα ταξίδι
οι πρόγονοί μας σκυφτοί και μαλλιαροί
έτρεχαν μες στον χρόνο.
Σύμπτωση δεύτερη
Σώματα που επιπλέουν στο ποτάμι
μία γυναίκα με μαύρο κότσο
ζωγραφίζει έναν άντρα που προδίδει,
ταυτόχρονα κάποιος κόβει το αυτί
και το στέλνει δώρο σε μια πόρνη
μία ποιήτρια γράφει σε έναν Κώστα
ένας Κώστας σε μία Μαρία που βήχει
σύμπτωση τρίτη ασύμπτωτες ιστορίες
ανθρώπων που αγαπήσαν μέσα σε έναν καμβά
γιατί οι λέξεις ήταν πιο αναπαυτικές από τις πράξεις
γιατί πάντα μέσα από ένα παράθυρο
το δάσος μοιάζει πιο γοητευτικό
καθώς βυθίζεται στην θάλασσα.

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΗΘΗ

Στα σύνορα κατάσχονται οι αποσκευές.
Πρώτος σταθμός Απολυμαντήριο.
Κάτω από το καυτό νερό
το σώμα ξαναγίνεται
χωρίς ουλές και κόκκινα σημάδια
χωρίς το αιμάτωμα του οργασμού
χωρίς το χωρίς του.
Η μετακίνηση γίνεται με παγοπέδιλα.
Μοιράζονται φυλλάδια με οδηγίες.
Γιατί καιροφυλακτούν τόσοι πίδακες θερμού αέρα
κάτω από τα στρώματα του πάγου
η Μνήμη μπορεί να εκτιναχτεί
με ένα μόνο τηλεφώνημα
και όλη η Λήθη να καταποντιστεί
στον ζεστό κόλπο της Αλήθειας

ΑΔΥΝΑΜΙΑ

Αν δεν μπορείς να έρθεις με ένα τρένο
ούτε να ξεφλουδίσεις το πορτοκάλι του ουρανού
σούρουπο με ένα αεροπλάνο,
αφού το πλοίο εντείνει την αστάθεια
και σου δημιουργεί όπως λες ναυτία
δέσε ένα ποδήλατο
πίσω από ένα σμάρι πουλιά
και πέταξε να ‘ρθεις κοντά μου.

Εσύ που ισχυρίζεσαι ανίσχυρος.

ΜΙΑ ΟΧΙ ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

Από το πρωί καίω τα μαύρα ρούχα στην αυλή.
Έβγαλα τα πανιά απ’ τους καθρέφτες.
επέδωσα το χαρτί της έξωσης στον άντρα
που μένει στο δενδρόσπιτο του κήπου.
Δεν υπάρχει γι αυτόν καθόλου χώρος
στο καινούργιο ποίημα που θα γράψω
για την μουχλιασμένη Άνοιξη
που απλώνω για να αεριστεί.
Πρέπει να αλλάξεις ρούχα πια, του λέω
οι στίχοι μου σου φάρδυναν
πλέουν πάνω από το όργανο που λείπει
στο αριστερό σου στήθος.
Ενώ όμως γίνονται αυτά
και ένα ίσως μπουμπούκι
σκάει βασανιστικά
μες στον οργασμό του
ακούω τα σκυλιά που αλυχτούν δεμένα
καθώς άγρια τραντάζουν τις αλυσίδες.
Ξαναγυρνώ στο σπίτι.
Κλείνομαι στο δωμάτιο.
Και με μία ψαλιδιά
κόβω σύριζα πέρα ως πέρα τα μαλλιά.

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

Φόρεσα το πιο γυαλιστερό φουστάνι
(κόκκινο για να μην φαίνεται το αίμα)
και τα σκουλαρίκια μισοφέγγαρα
δώρα της Θεάς.
Σου πρόσφερα δύο ποτήρια.
Στο ένα του νερού έριξα φίλτρο της Λήθης
στο άλλο του κρασιού, της Μνημοσύνης.
Μαύρα ποτάμια η νύχτα
κυλούσε ολόγυρά μας.
Το πρώτο πιάτο περιείχε
τρυφερά ακέφαλα ορτύκια
από αυτά που ως χθες γέμιζαν το μαξιλάρι μου
το δεύτερο ήταν το ελάφι
που έσφαξα το μεσημέρι στην αυλή
αφού πρώτα το φίλησα στο στόμα.
Για επιδόρπιο σου έφερα κάτι κόκκινο
που σπαρταρούσε ακόμα,
το καταβρόχθισες λαίμαργα
και σκούπισες τα χείλη.
“Γιατί είσαι τόσο χλωμή απόψε;” ρώτησες.

ΤΟ ΨΑΛΙΔΙ

Κόβω με ένα ψαλίδι την παιδική μου ηλικία,
δύο μαυρόασπρα κοριτσάκια
που επιπλέουν θολά
θρυμματίζονται στο πάτωμα.
Είχα ποτέ δίδυμη αδελφή
ή ήμουν αυτή που δεν γεννήθηκε ποτέ;
Μία φωτογραφία σπαρταράει
ασημένια και στιλπνή μέσα στην γυάλα της.
Είναι παράξενο πως κάθε φορά
τα λέπια που αφαιρώ
τα εντόσθια τις μνήμες τα πτερύγια
όταν βάζω στο φούρνο το κεφάλι
και μετά κόβω προσεκτικά φέτες τις φλέβες
θυμάμαι πιο βαθιά.

Κόβω με ένα ψαλίδι το μαλακό κουνουπίδι του εγκεφάλου
αυτό που γεμίζει συνέχεια θάλασσα
Μη έλεγε η μαμά
Μη βάζεις το χέρι κάτω από το λευκό φουστάνι
το κλειδί γυρνάει μία πόρτα
ένα σπίτι περιστρέφεται
κράτα στο χέρι τα κόκκινα παπούτσια.

Η μαμά και ο μπαμπάς χαμογελούν
ο αδελφός από πίσω μου σφίγγει το χέρι
εσύ με προδίδεις ξανά και ξανά
κι εγώ σε ένα δωμάτιο με εγκαταλείπω πάλι.

Κόβω με ένα ψαλίδι αυτό το ποίημα.
Κορμί είναι μπορεί δικό σου,
μπορεί κάποιου ξένου
από αυτούς που κοιμάσαι και χάνονται.

.

ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ (2012)

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΕΡΝΟΥΝ

Όσο μεγαλώνουμε, τόσο τα ποιήματα γερνούν.
Η σάρκα πλαδαρή
οι περούκες και η πούδρα
δεν μπορούν να κρύψουν τις ρυτίδες
μία μαύρη γάτα αίλουρος
κοιμάται ανάμεσα στις λέξεις

Έρημοι πύργοι είναι τα ποιήματα
στην άκρη πάντα ενός γκρεμού
Κανείς μέσα τους δεν φοράει κόκκινο φουστάνι
δεν χαϊδεύει
δεν εκσπερματώνει
δεν καίει
δεν περικλείει.
Όπως πίνακας ζωγράφου
που αυτός ζωγράφισε με αίμα
μπήγοντας το πινέλο μες την σάρκα του
και τώρα παγώνει σε μουσείο.

Γι αυτό όσο μεγαλώνω
διαλέγω πιο αιχμηρούς κονδυλοφόρους

ΙΕΡΗ ΠΕΤΡΑ

«Κι αν τώρα πέθαινα» είπε αυτός
δεν θα ’νιωθα ποτέ πιο ζωντανός»
Τα πόδια τους βαθιά στο Λιβυκό
αρχές χειμώνα καλοκαίρι
ήλιος με ξανθές βεντάλιες βλεφαρίδες
τους δρόσιζε στον ουρανό
μια γριούλα τούς φίλεψε ρακή
η δική της είχε μέσα ροδόνερο και μέλι
«για να γλυκαθείς» της είπε
και γέλασε ένα γέλιο χωρίς δόντια

Γιατί το τέλος είναι πάντοτε κρυμμένο
στην ίδια του την τελειότητα

Η ΘΥΣΙΑ

Στο βωμό τυφλός ιερέας θυσίαζε ελάφι
τα τύμπανα χτυπούσαν ρυθμικά
οι καλεσμένοι ετοιμάζονταν να φάνε
ανθρώπινα κόκαλα και σάρκα
καλυμμένα περίτεχνα από ρίζες
ένα φίδι ξεπήδησε από παλιά βιβλία
η γυναίκα φοβισμένη σκέπασε το φύλο της
ένα ξύλινο φέρετρο με ζώα και πουλιά
διασχίζει την βροχή
ο άντρας τρέχει σε έναν βάλτο
η γυναίκα πονάει, γεννάει ένοχα παιδιά
μια μέρα ανακαλύπτουν ένα μισοσβησμένο αστέρι
ψήνουν πάνω του το κρέας και το τρώνε
στέκονται οι δυο τους μπροστά σε ένα βωμό
ξέρουν πως αυτοί είναι το ελάφι
πως ο ιερέας ποτέ του δεν λαθεύει
πως την δική τους σάρκα
θα φαν οι καλεσμένοι στο τραπέζι.
Και τότε ο άντρας προφέρει σιγανά μια λέξη
και είναι το όνομα του Κύριου
του Άρχοντα του Χορού και των Κυμάτων
και ξεπροβάλλει ατόφιος, ακέραιος, τρομερός
ο Έρωτας των πάντων
με την Σελήνη αγκαλιά
και πλάθεται ξανά ο Κόσμος.

Η ΣΦΙΓΓΑ

Ο χρησμός δεν ήταν ευκρινής ή εγώ δεν τον κατάλαβα.
Ήλπισα τότε, ήλπισα και πάλι.
Χωρίς μάτια ξεκίνησα με πρησμένα πόδια
η Σφίγγα ήταν στον σταθμό και με περίμενε
απεγνωσμένα έκανα την ίδια ερώτηση,
ενώ ρωτούσα αυτή πέτρωνε
στο τέλος διαλύθηκε σε σκόνη.

Ούτε κι αυτή άντεξε πάλι να μ’ αρνηθεί.

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Βρήκε βεβηλωμένους τους ναούς
Μικρές μαϊμούδες πηδούσαν στα ερείπια
Μέσα στα καπηλειά οι σύντροφοι
με καπέλο Ναπολέοντα
μάλωναν μπροστά σε χάρτες εκστρατείας
Στους δρόμους τρέκλιζαν μεθυσμένοι οι μνηστήρες
είχαν ήδη ξεπουλήσει όλα τα άνθη λεμονιάς
Η Πηνελόπη στολιζόταν κάθε βράδυ
κάπνιζε βαριά τσιγάρα
και κυκλοφορούσε με ακριβά αυτοκίνητα
μερικές φορές έγραφε στίχους
Η Ευρύκλεια τον αναγνώρισε βαργεστημένα
και βγήκε να ζητιανέψει φαγητό
Ένα σκυλί γάβγισε παράταιρα
Έφυγε αθόρυβα πατώντας στην πρωινή ομίχλη
«Είμαι ο Κανένας» φώναξε πίσω του
κι ακούστηκε μόνο η ηχώ απ’ τη φωνή του

Η ΔΙΚΗ

«Είναι μια παράνομη γυναίκα»,
Και πρώτα πρώτα δεν φοράει βέρα»
«Δεν έχει τίτλο ιδιοκτησίας,
«Ούτε σφραγίδα στον μηρό».
«Διαθέτει το κορμί όπως και την ψυχή ελεύθερα»
«Και το χειρότερο: ποιήτρια»
«ξέρετε από εκείνες που προφητεύουν τα δεινά,
ή χώνουν το κεφάλι μες τον φούρνο
ή ταξιδεύουν με το Όριεντ Εξπρές
πίνοντας τσάι σε ανύπαρκτα φλιτζάνια».
Αυτή τους άκουγε διαβάζοντας τα χείλη
γιατί η συχνότητα των λόγων τους δεν έφτανε στ’ αυτιά της,
Ύστερα έκοψε ήρεμα με το μαχαίρι το ένα στήθος
και πορτοκάλι το πρόσφερε στους δικαστές.
«Το όνομά μου είναι Αντιγόνη»
φώναξε θαρραλέα,
«κι αυτός είναι ο δικός μου τρόπος ν’ αγαπώ.»

Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Φορούσα κουρέλια κι έτρεχα στα τέσσερα
είχα τυλίξει τα πληγιασμένα πόδια σε φύλλα δέντρων
πατούσα σε θραύσματα από παλιά ρολόγια
ένας κούκος χτυπούσε διαρκώς μεσάνυχτα
είχα μόλις αντέξει την εποχή των παγετώνων
και το καλοκαίρι έσταζε καυτό ιδρώτα
δεν είχα γονείς ούτε ιστορία
θυμόμουν μόνο το αυγό που έσκασε
και τον κόκκινο κρόκο που ήλιος ξεπήδησε από μέσα.
Σε είδα ξαφνικά ψηλό και ακίνητο
στην μέση εκεί του πουθενά
να μου ανοίγεις διάπλατα τα χέρια.
Τυφλά χώθηκα στην αγκαλιά σου.
Κάτι παλιό κατέρρευσε με θόρυβο
και η πρώτη πανσέληνος γεννήθηκε στον κόσμο.

TOY ΑΝΤΡΕΑ
(Μόρφου, Κύπρος)

Στο πατρικό μου σπίτι
γύρισα πάλι χθες
η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη
γάβγιζε συνέχεια ένα ανύπαρκτο σκυλί
δυο γυναίκες στα μαύρα
έπλεκαν καθισμένες
«Αντρέα, εσύ είσαι;»
ψέλλισε ένοχα η πρώτη
Οι ρυτίδες στο πρόσωπο της
άνοιξαν ρήγματα σε όλο το νησί
«Το σπίτι πάλιωσε» μου είπε
«βατράχια κοάζουν όλη μέρα
τις νύχτες γεμίζει νυφίτσες και ασβούς
τα έπιπλα τρίζουν και πονούν»
Στο τραπέζι στρωμένο
το τραπεζομάντιλο της μάνας
από τη νύχτα ακόμα του χαμού
«Δώσε λίγο χρυσάφι»
πετάχτηκε η δεύτερη
«να φτιάξουμε το σπίτι
να το βρείτε καινούργιο
όταν θα ρθείτε πίσω»
Άπληστα τα μάτια της
γαντζώθηκαν στα χέρια μου
Κινήθηκα αυθόρμητα μπροστά
και υστέρα πάλι πίσω

Χθες βράδυ με τους φίλους μου
επέστρεψα στο πατρικό μου

ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΤΑΞΙ

Όχι κύριε με μπερδεύετε με κάποια άλλη.
Δεν ήμουνα εγώ αυτή
στο κίτρινο ταξί
ούτε καθόμουνα ποτέ στο πίσω κάθισμα μαζί σας.
Ούτε χιόνιζε, είμαι βέβαιη για αυτό
και όχι δεν έπεφταν νιφάδες στα μαλλιά μου.
Δεν έχω άλλωστε μαλλιά.
Δεν με φιλήσατε ποτέ, αλλιώς θα το θυμόμουν.
Και αν με φιλήσατε, εγώ δεν ήμουνα εκεί.
Ούτε ο οδηγός γύρισε καμιά φορά πίσω το κεφάλι.
Σιωπηλά διέσχισε την λίμνη ως το τέλος
και που και που βύθιζε το κουπί
στα μαύρα ολόγυρα νερά

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Έναν μήνα πριν τον θάνατο
είχες ήδη προετοιμάσει την κηδεία.
Ύστερα πήγαμε στο εξοχικό
να θάψουμε τον παππού που ζούσε ακόμα.
Στην αυλή τα περιττώματα του σκύλου κέρβερου
σάπια ξεκοιλιασμένα πορτοκάλια
ξανθές κατσαρίδες κήπου
που έβγαιναν τούφες απ’ τις υδρορροές
και στο δωμάτιο σκνίπες από σκόνη.
Έπρεπε να το είχα φανταστεί.
Το μαύρο μου φουστάνι, το βέλος,
τα γάντια που μου φόρεσες με ζόρι,
ο επικήδειος που επέμεινες να μάθω απέξω
όση ώρα εσύ κοιμόσουν θυμωμένος
ενώ έκλαιγα μόνη και γυμνή
σε μία μοναδική καρέκλα σκηνοθέτη.
Έπρεπε λέω τώρα,
να το είχα τότε φανταστεί.

Η ΑΛΙΚΗ ΚΕΡΔΙΖΕΙ

Αφού έχασε το Α η αλίκη
για μέρες ένιωθε λειψή
έχασε τις χώρες και τα θαύματα
τους πλουμιστούς λαγούς με τα ρολόγια
τα μανιτάρια που άλλοτε γίνονταν ομπρέλες
κι άλλοτε μικρές λακκούβες στην βροχή
Τώρα ποιος άντρας θα την προσφωνήσει
ποιος θα την χρησιμοποιήσει ηρωίδα
σε ιστορίες με κουνέλια
και τραπουλόχαρτα στρατιώτες
αθόρυβη ανύπαρκτη θα μείνει η ζωή της
αυτά σκεφτόταν η αλίκη
με το μικρό ανυπεράσπιστο της α
ώσπου έξαφνα μια άγρια λυτρωτική χαρά
φούσκωσε μες στο λάμδα της
και για πρώτη φορά
κυλίστηκε στη γνώση της ελευθερίας της

ΟΔΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Θα μπορούσε να είναι
μία φλέβα στον καρπό μου
ή ένα αιλουροειδές
Μία πινακίδα οδοσήμανσης
Ή σήματα μορς για τυφλές κουκουβάγιες
Στην πλατεία με πήγαινε παλιά ο παππούς
Του ζητούσα να με συστήσει στα παιδάκια
Τα περιστέρια ήταν όλα ύπουλα και παχουλά
Ράμφιζαν τα χέρια και το πρόσωπο
Η οδός Αριστοτέλους θα μπορούσε να είναι
Χθες ή αύριο
Σήμερα δεν είναι παρά ένας δρόμος ταχείας αδιαφορίας
ανθρώπων την ώρα της αιχμής

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΙΙΙ

Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
πως δεν είναι οι υπερφίαλες Σειρήνες
που τον καθυστερούν
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον καταχωνιασμένο πόθο
ούτε κάποια κακό μαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά
Δεν είναι οι Λαιστρυγόνες και οι λωτοί
που τον κρατούν μακριά της
ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους

Είναι που στον αρχαίο κόσμο
βραδιάζει πια νωρίς
η γη δεν είναι επίπεδη
και οι άνθρωποι κάποτε χάνονται

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Ενώ είμαστε μαζί αγκαλιασμένοι
(απόδειξη το χέρι σου στην πλάτη μου)
φυσάει αγέρας, φορώ ένα γκρι παλτό,
φύλλα στροβιλίζονται και πέφτουν
«Για πάντα δικός σου», ψιθυρίζεις
ενώ στο φόντο πίσω φαίνονται τα κάρβουνα
τα λευκά άλογα
ο λάκκος με τους νεκρούς
το δέντρο με τα κεφάλια στα κλαδιά
η σιωπηλή διαδήλωση στους τάφους
οι άνθρωποι με τα κεριά
που πενθούν βουβά
ενώ βρέχει σκοτάδι
κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν
από την φωτογραφία
χάνεται το πρόσωπό σου
κι αυτή η απώλεια,
τόσο μικρή μέσα στο νεκρικό Σύμπαν
που μας τυλίγει,
αυτή ακριβώς η ασήμαντη απώλεια
είναι που δίνει στην φωτογραφία
την ανεκτίμητη αξία
του οριστικά χαμένου.

ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΜΕΡΕΣ

Πάνω σε τσιγκέλια
κρεμασμένες
ωμές και ψόφιες
οι μέρες της ζωής μας
Ο κρεοπώλης χρόνος
τρίβει τα χέρια με χαρά

ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ

Αν μυρίσετε στον ύπνο σας κανέλα
κάποιος θα σας φιλήσει στο σκοτάδι
αν δείτε σαύρα να λιάζεται στις πέτρες
αποφύγετε τους ξένους με τα ψηλά καπέλα
αν ονειρευτείτε ασπρόμαυρο καράβι
και ανθρώπους να σας γνέφουν με μαντήλια
αγοράστε ένα λαχείο,
δεν έχετε πια τίποτε να χάσετε.
Έτσι κι αλλιώς
τα όνειρα δεν έχουν γραμματόσημο
ο αποστολέας είναι άγνωστος
κι ο παραλήπτης λάθος.
Αν κάποιο βράδυ δείτε το δικό μου όνειρο
σημαίνει απλώς πως περπατάτε σε θυμάρι
ή κυνηγάτε μικρά χελιδονόψαρα
ή πως είστε ένας τρελός που ακόμα ελπίζει.
Κρύψτε το άφοβα κάτω απ’ το κρεβάτι.
Τα ποιήματα των άλλων σπάνια είναι επικίνδυνα
για μας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙV

Τώρα γνωρίζει
Ήρεμη γνώση, πάγος
Δεν ήταν ο Κρέοντας ο εχθρός
Ήταν εκείνο το ελάφι μέσα της
που λαχταρούσε υποταγή
Μ’ αυτό αναμετρήθηκε στη σκοτεινή σπηλιά

.

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ (2009)

ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ

Καθίσαμε απέναντι.
Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.
Τα δικά του σίδερο και χώμα.
Αυτός είχε τα μαύρα.
Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του
επιτέθηκαν με ορμή
ενώ η βασίλισσά μου
ξεντυνόταν στο σκοτάδι.
Ήταν καλός αντίπαλος,
προέβλεπε κάθε μου κίνηση
πριν καλά καλά ακόμα την σκεφτώ,
κι εγώ παρ’ όλα αυτά την έκανα,
με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού
που βαδίζει στον χαμό του.
Στο τέλος τέλος ίσως με γοήτευε
το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες,
τους αξιωματικούς, τους πύργους, τα οχυρά,
τις γέφυρες, τον βασιλιά τον ίδιο
πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε
βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής
και πώς τελικά αιχμαλώτισε εκείνη την μικρή βασίλισσα
από νεραϊδοκλωστή
που τόσο της άρεσε να διαφεύγει
με πειρατικά καράβια
στις χώρες τού ποτέ.
Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.
Άλλωστε γι’ αυτό έπαιξα μαζί του.

Γιατί, έστω και μία φορά, στη ζωή
αξίζει κανείς να παίξει για να χάσει.

ΠΟΙΗΣΗ

Είναι, εκείνο το πρώτο αυγό στρουθοκαμήλου
που κάποτε στην έρημο
γέμισες με νερό
κι έθαψες κάτω από την άμμο.
Επτά εκατομμύρια χρόνια
άλλοτε στα τέσσερα, μετά στα δύο,
με άκρα κοντά, με άκρα μακριά
με τρίχες και χωρίς
έτρεχες, ζευγάρωνες, έτρωγες, πάλευες,
κρύωνες, ζεσταινόσουν, πέθαινες.
Και ύστερα αιφνίδια ένα άδειο κέλυφος αυγού
με νερό κάτω απ’ την άμμο.
Προνόησες ότι θα ξαναπεράσεις διψασμένος από κει.
Επτά εκατομμύρια χρόνια μέχρι να φανταστείς.
Τώρα χαράζεις στις σπηλιές τον φόβο σου
στέκεσαι όρθιος πια στα πόδια σου
και το κεφάλι σου ατενίζει το φεγγάρι,
τα βράδια αγκαλιά μού ψιθυρίζεις λόγια
κι όταν με χάνεις πάλι με λέξεις κλαις.
Επτά εκατομμύρια χρόνια για να μου πεις το «σ’ αγαπώ».
Έχει αρχίσει πια το παραμύθι της ζωής.

Ο ΛΥΚΟΣ

Τρώγαμε ήσυχα την σούπα μας
αυτός κι εγώ,
οι δυο μας, μόνοι.
Έξω χιόνι, μέσα σιωπή.
Ένα ρολόι ρυθμικά θάβει τον χρόνο.
Ξάφνου ακούγεται ουρλιαχτό
και έξω από το τζάμι
βλέπω να χάσκει
το στόμα ενός λύκου
σάλια και αίμα.
Πίσω από το γυαλί
ακούω την ανάσα να κοχλάζει
μυρίζω την λαχτάρα του.
Πριν ο άντρας προλάβει να αντιδράσει,
ένα προς ένα πετάω όλα μου τα ρούχα
την πόρτα ανοίγω
και αφήνομαι γυμνή
να με ξεσκίσει.

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ Ι

Πρώτα βγάζει το πουκάμισο
μετά το αστραφτερό χαμόγελο,
έχει σειρά η φούστα
ύστερα το μεσοφόρι από δαντέλα.
Ντύνεται ολόκληρη το κόκκινο κραγιόν.
Έξω η νύχτα βάφει με πινέλο μαύρο το σκοτάδι της.

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΙΙ

Γυναίκα σε καθρέφτη.
Φοράει, μαύρες κάλτσες,
νυχτερίδες στο χιόνι του κορμιού της.
Ένας άντρας στέκεται κοντά της.
Δεν φαίνεται η αντανάκλασή του στο γυαλί.
Τα μάτια του έχουν ήδη φύγει.
Δεν μπορεί να δει
το τρίγωνο του φόβου της
τα ελάφια των ματιών της
τα σπαρταριστά περιστέρια των δαχτύλων της.

Όπως κάθε βράδυ
τελευταία αποχωρούν τα χέρια του.

IT TAKES TWO TO TANGO

Τις νύχτες χορεύω ταγκό.
Μικροί πιγκουΐνοι χειροκροτούν θερμά
και σερβίρουν παγωμένη σαμπάνια
στα φαντάσματα του κήπου.
Ο καβαλιέρος μου εξατμίζεται,
σηκώνω την πολύχρωμή μου φούστα
και πηδάω στο κενό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΙ

Γάζες από χαμόγελα στο στόμα
έθαψες πια τους νεκρούς,
τον Κρέοντα τον κουβαλάς μαζί σου,
τον ψάχνεις στους άντρες που αγαπάς.
Γνώρισες τους κανόνες της απώλειας
την πνιγηρή υγρασία της σπηλιάς.
Τώρα πια γυαλίζεις τα ασημένια σου σερβίτσια
ενώ οι γύπες κάθε μέρα αφαιρούν
παράθυρα, σκεπή, αύριο την πόρτα
κι εσύ κάτι πρέπει να θυμηθείς
που όμως συνέχεια διαφεύγει.
Κι έτσι ολότελα γλιστράς
το αλλού γίνεται άλλοθι
και όλα τα ποιήματα νερό.

ΠΑΛΙΕΣ ΣΥΜΜΑΘΗΤΡΙΕΣ

Με ξεσκισμένες σάρκες και γυμνά φτερά
μικροί καθρέφτες των ρυτίδων μου
πόσο ακόμα ως το τέλος;

ΕΥΑ

Με παρέσυρε.
Πυκνά φυλλώματα, υγρά.
Δεν φορούσε πρόσωπο.
Άγγιξα τότε ένα φίδι, την καρδιά του.
Κι ευθύς κατρακύλησα στο χώμα.
Ούτε θεός ούτε διάβολος.
Στον Κήπο τον αποκαλούσαν «άντρα».
Στο στόμα άφηνε γεύση μήλου σε αποσύνθεση.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Δεν είναι τα μάτια παράθυρα
ούτε καθρέφτες της ψυχής.
Είναι άγρια σκυλιά που αλυχτούν.
Η αγάπη δεν είναι ροζ ζάχαρη
ούτε ο έρωτας αρρώστια
που βήχει διακριτικά
κι αφήνει αιμάτινες κηλίδες
στο δαντελένιο μαντίλι της Κυρίας
που ύφαινε Καμέλιες.
Δεν έψαχνε η Έμμα Μποβαρύ
άντρες για να αγαπήσει,
κυνηγούσε μόνο την χαμένη της ψυχή.
Κι όταν τελειώνει μια ιστορία
οι άνθρωποι θάβουν τα κομμάτια τους στον κήπο
και κάθονται στα αραχνιασμένα τους τραπέζια
ενώ η Μις Χάβισαμ τους υποδέχεται
φορώντας το μουχλιασμένο νυφικό
ενός γάμου που δεν μπόρεσε ποτέ.

Ο ΦΟΒΟΣ ΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ

Ποιος είναι αυτός ο Φόβος
που ουρλιάζει με τα δυο του όμικρον
να χάσκουν στο σκοτάδι;
Ποιο είναι το βουβό βήτα
που βηματίζει βαρύγδουπα
σέρνοντας το παραμορφωμένο του ποδάρι;
Ποια φυγή ονειρεύεται το φι
και γιατί το σίγμα
σπαράζει σιωπηλά στο τέλος
αλλά και μπροστά
από το άλλο ρήμα
που τόσο πολύ φοβάμαι να προφέρω;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Φοράει πάντοτε μια μάσκα.
Το πρόσωπο αδιάκοπα αλλάζει
μισό φως μισό σκοτάδι
μισή γέννα μισή θάνατος
άλλοτε νυχτερίδα
άλλοτε νερό των αστεριών
χύνεται βουρκωμένη
αέναα γλιστράει,
στην αδιάκοπη ροή
κρύβεται η αλήθεια της,
στους ύπερους στους στήμονες
στην γύρη
στα κοχύλια
στις εσοχές που φωλιάζουνε τα φίδια
η φύση είναι η δύναμή της
το ίδιο το κορμί της.
Μιλάει γλώσσες ακατάληπτες
στον αριστερό λοβό της
στριφογυρίζουνε πλανήτες
από τα στήθη της
ρέουν άγρια ποτάμια.

Μητέρα Θεά.
Μάγισσα.
Γυναίκα.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Τα πορτρέτα των προγονών
ροχαλίζουν άοκνα στους τοίχους
αράχνες γνέθουν παγωμένους σταλακτίτες
μια μητέρα ντυμένη στα λευκά
νανουρίζει στην κούνια ένα ανύπαρκτο μωρό
ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά μαχαιρώνει βίαια τον αέρα
ένας άντρας με λασπωμένες μπότες
ξεκοιλιάζει πουπουλένια μαξιλάρια
άσπρα σκυλιά με μαύρες βούλες
παίζουν τρίλιζα στα μάρμαρα
κάποιος κάπου παίζει ένα βιολί
στην σοφίτα γεννιέται ένα αυγό
γαλάζιοι δρυοκολάπτες πετούνε στην κουζίνα.
Κι εσύ,
ξαπλωμένος στην κρυστάλλινη μπανιέρα
φορώντας όλα σου τα ρούχα,
πίνεις σαμπάνια μέσα στην καρδιά μου,
όχι επισκέπτης ούτε φίλος
αλλά μοναδικός ένοικος
που αυτονόητα κατέχει τα κλειδιά.

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Ένα κρεβάτι διπλό και μια λεκάνη.
Πρώτα με πλένεις.
Δέκα δάχτυλα
μαύρα άλογα
αφηνιασμένα ιδρωμένα λαχανιάζουν
κοράκια φτερουγίζουν τρελαμένα
κόκκινοι λύκοι με μυρίζουν.
Με χαϊδεύεις.
Ύστερα έρχεσαι.
Όπως ποτέ.
Όπως ξανά.
Στο πιο
κρυφό δωμάτιο του κορμιού μου.

ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ

Μια γυναίκα κι ένας άντρας στη
σκοτεινή σπηλιά
με τα κόκαλα των νεκρών αδελφών
και τις χαραγμένες με πέτρα κοφτερή
σκηνές από κυνήγι άγριων ζώων.
Η νύχτα βαθαίνει ολοένα
τα ουρλιαχτά απέξω δυναμώνουν
η σπηλιά-στόμα μεγαλώνει
η γυναίκα παγώνει στους χειμώνες
τότε ο άντρας απλώνει το χέρι
ένα άγγιγμα στο μάγουλο,
χάδι από μικρές νεφέλες.
Ύστερα σκοτάδι.
Σε έναν ουρανοξύστη, σε μια πόλη ξένη,
Σάββατο, ώρα δώδεκα το βράδυ,
μία γυναίκα, ένας άντρας,
αυτός άπλωσε το χέρι,
ένα άγγιγμα στο μάγουλο,
τόσο απλό τόσο πολύπλοκο
τόσο ανεπανάληπτα παλιό.

Το χέρι σου στο πρόσωπό μου.

ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για νά ’ρθω να σε βρω.
Τόσο απλό λοιπόν να ανέβω σε ένα τρένο
αστραφτερό, γυαλιστερό
με οδηγό, εισπράκτορα, συνεπιβάτες
ράγες που εφάπτονται στο έδαφος
και προαναγγελθέντες όλους τους σταθμούς.
Ξέχασα πόσο μαύρο είναι το τρένο της αγάπης
πως καίει κάρβουνα κι ελπίδες
με ένα μάτι τυφλό κι ένα στόμα που χάσκει
και μηχανή ορχιδέα
που αιώνια πεινάει
πόσο ρυθμικά βογκά
καθώς φίδι θεριεμένο
ανεβοκατεβαίνει τις σήραγγες του τρόμου.
Λησμόνησα πόσο μοναχικό είναι το τρένο της αγάπης
με τον ελεγκτή κάθε λίγο
να ακυρώνει
και έναν εισπράκτορα
κέρινο ομοίωμα
να περιμένει πάντα στον σταθμό.
Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για νά ’ρθω να σε βρω.
Σαν να μην γνώριζα ποιο είναι πάντα το ταξίδι
και ποιον αλήθεια ψάχνουμε
στον έρημο σταθμό.

.

Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ (2006)

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ

Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο
και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,
αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,
κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων
τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα
ή του ανοιχτού παράθυρου
στη μέση μιας ερήμου.
Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.
Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα
με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.
Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,
κρυστάλλινος και διάφανος,
σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος
και τόσο, μα τόσο ανυπεράσπιστος,
που πάντα έμπαινα στον πειρασμό
να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.
Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,
στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,
έτρωγα κέικ από μοναξιά,
σ’ ένα ετοιμόρροπο, καθόμουνα μπαλκόνι.
Ύστερα η μαμά χάθηκε μες στον καθρέφτη,
ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,
ο αδελφός μου παντρεύτηκε τη Νύχτα
και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.
Κι από όλη την οικογένεια μου,
απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές
να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.

ΟΤΑΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

Όταν μπαίνεις μέσα μου,
το πάπλωμα μυρίζει ρύζι και γαλάζια αυγά.
Μα την ίδια στιγμή,
μια πόρτα με θόρυβο ανοίγει,
σε κρύο διάδρομο,
σε άδειο σπίτι.

Στην οδό Αγίου Δημητρίου,
ένα κοριτσάκι μου γνέφει λυπημένα.

ΡΟΤΟΝΤΑ

Ροτόντα
Μεσημέρι προς βράδυ.
Ψιχαλίζει μικρά πουλιά.
Δεν με αγγίζεις.

Είσαι ολόκληρος μέσα μου.

ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

I.

Στην αρχή συνέβαινε μονάχα στα όνειρα.
Κάποιος άνοιγε την πόρτα του κορμιού της
και γλιστρούσε μέσα του.
Ποτέ δεν του παραχωρούσε από μόνη της
το κλειδί της μυστικής της κρύπτης.
Όμως αυτός το ανακάλυπτε,
μια ελιά στον αριστερό της ώμο
ή ένα μικρό δελφίνι κάτω από τον ομφαλό.

II.

Στην αρχή συνέβαινε μόνο στα όνειρα.
Ύστερα συνέβαινε γενικά.
Αυτός την συναντούσε,
κάτω από τα δέντρα το σούρουπο,
ή όταν κεντούσε στο μπαλκόνι της.
Δεν πάλευε ποτέ, δεν του αντιστεκόταν.
Τη γοήτευε πού γνώριζε τόσο το κορμί της.
‘Αναρωτιόταν πόσο παλιά ήταν η γνώση του.
‘Αναρωτιόταν αν την αγαπούσε.

VII.

Ποτέ της δεν κατάφερε το τέλος του.
Το έλος του την κράτησε δικό του.
Ύστερα από καιρό είπαν πώς χάθηκε,
πώς τριγυρνούσε σε παλιές φωτογραφίες
με άσπρα φορέματα χόρευε στους βάλτους
και κάποιοι την είδαν συντροφιά με μιαν αρκούδα
να χάνεται σε δρόμο δίχως τέλος.

VIII.

Κι ο άντρας; Υπήρξε;
Ή ήταν μόνο μια αφορμή,
Μικρού θανάτου πρόβα
σε θίασο επαρχίας;

ΓΥΝΑΙΚΑ-ΨΑΡΙ

Στιλπνή είμαι, ασημένια,
ψάρι είμαι, ξεγλιστρώ.
Χάνομαι, χύνομαι,
ρέω, διαφεύγω.
Μόνο γυναίκα αν ήμουν,
αρχέγονη, μυστική,
πήλινη,
διονυσιακή,
κογχύλι,
γονιμότητα,
αγγείο και ηχείο,
αν ήμουν.
Όμως ούτε γυναίκα είμαι, ούτε ψάρι
μα και τα δύο μαζί.
Και δεν είναι μόνο δική μου αυτή η ιστορία.
Είναι κι η ιστορία της γυναίκας-σταγόνα και
της γυναίκας-χιόνι
της γυναίκας-σαύρα και της γυναίκας-αετός
μα και της Μαίρης, της Άννας,
της Ελένης, της Φρίντας,
της Σύλβιας, της Ιωάννας,
και όλων των άλλων γυναικών
αθόρυβα αφήνουν πίσω τους τα χνάρια
από μικρά παπούτσια,
που γρήγορα εξαερώνονται στον χρόνο.
Είμαι γυναίκα-ψάρι.
Όταν πεθάνω, θα γίνω μόνο ψάρι.
Θα κολυμπώ στ’ αστέρια.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Όλοι οι μνηστήρες φορούν την ίδια μάσκα,
τραγόμορφοι σκύβουν πάνω μου
και με χαϊδεύουν
με δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια.
Πού να ‘ναι τώρα ο Οδυσσέας,
πόσοι μικροί σταλακτίτες
παγώνουν σ’ ένα δάκρυ,
γιατί ο ουρανός κοιμάται πάντα
με τα μάτια ανοιχτά,
γιατί ο Οδυσσέας είναι ξένος
και το όνομά μου Πηνελόπη
και δεν έχω δική μου ούτε στεριά, ούτε νησί,
ούτε πόλεμο να πολεμήσω,
ούτε Δούρειο Ίππο να κρυφτώ
γιατί το φεγγάρι έχει πάντα ένα πρόσωπο κρυμμένο
σ’ ένα πηγάδι χωρίς βυθό;
Γιατί, τέλος, ό,τι ποίημα και να υφάνω
έχει για κλωστές βελούδινες γυναίκες
που λάμπουν για λίγο στο σκοτάδι
πριν σβήσουν για πάντα στην σιωπή;

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Έξι μήνες σε νυμφεύομαι,
κορμί από πορτοκάλι,
τσακάλια βδέλλες
κολλούν στη σάρκα μου,
σε τρώω κι ύστερα με τρως,
στολίζομαι με λάσπη
και το νυφικό
ξεσκίζουν δέκα τυφλοπόντικες.
Ύστερα επιστρέφω,
παρθενική και μόνη,
να μυηθώ στην ποίηση.
Έτσι από τον πηλό
πλάστηκε η ζωή.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Σωπαίνεις.
Σε λευκό μανδύα τυλιγμένος
μου διδάσκεις πόνο και ηδονή.
Τεράστιος ορθώνεται, πατέρα,
ο ίσκιος σου επάνω απ’ το βωμό.
Εραστής και ξένος
ο αγαπημένος δήμιος.
Βλέπεις, οι σκοπιμότητες.
Το διαζύγιο, ο ούριος άνεμος,
τα πλοία πού δεν έφυγαν ποτέ
για την χαμένη Τροία,
ο χρόνος πού σταμάτησε,
ο θάνατος πού με νυμφεύεται
αντί του ‘Αχιλλέα.
Κόκκινος ο μανδύας σου από αίμα.
Κι εσύ φοράς το μαύρο σου καπέλο
στρίβεις ατάραχος το πόμολο της πόρτας.

Το μόνο πού χρειαζότανε ήτανε μία θυσία.

ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΚΑΠΝΟΣ

«Σχεδόν» απάντησε αυτός.
«Μπορεί, άσε να δούμε,
είναι ρευστά τα πράγματα,
μα δεν το αποκλείω.»
«Καίγομαι», είπε αυτό.
«Σου στέλνω κάθε μέρα αχνιστά φιλιά,
κόκκινα περιστέρια από λάβα,
μου λείπεις.»
«Είμαι απλώς πιο πρακτικός,
είναι στη μέση κι η δουλειά,
στο τέλος θα βρεθούμε,
αν όχι τώρα, ίσως μετά.»
«Καλά», είπε τότε το ηφαίστειο
κι εξερράγη
κι όλα γύρω του πλημμύρισαν
δάκρυα καυτά κι ελπίδες
ενώ δ γκρίζος καπνός αδιάφορα
διαλύονταν ψυχρά μες στον αέρα.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Ναι, κύριε,
μόνο για μια νύχτα.
Θα είναι το μικρό μας μυστικό.
Ένα ποτό ακόμη ;
Ευχαρίστως.
Βλέπετε, τις νύχτες
φορώ ξένα κορμιά
και ταξιδεύω
τούς καθρέφτες.
Γνωρίζετε τον Γουλιέλμο Τέλλο;
Ένα κόκκινο μήλο ή ζωή μου,
νήμα από άχνη ζάχαρη
εμποτισμένο σε ουίσκι.
Αν έχω αδυναμία στο ποτό;
Μετά την ποίηση,
όλες οι άλλες έξεις ξεπερνιούνται.
Αν φοβάμαι τον θάνατο;
Όχι περισσότερο από εσάς.
Άλλωστε και σεις, ο Θάνατος δεν είστε;
Δεν με κοιτάτε πίσω από μια μάσκα;
Δεν με αγγίζετε με γάντια;
Πέστε μου, κύριε,
μπορείτε να γράψετε;
Μπορείτε να βρείτε την ανοιχτή πληγή
και εκεί μέσα στον πυρήνα,
ανάμεσα στο αίμα,
μπορείτε κύριε, να αιμορραγείτε
και να γράφετε ταυτόχρονα;
Ναι, συγγνώμη, παρασύρθηκα.
Όμως πριν φύγετε,
μία ακόμα ερώτηση για σας.
Πόσα μωρά τίποτε
πεθαίνουν σε μια νύχτα
μέσα σε μια παλάμη
που δεν αγγίχτηκε;
Καλή σας νύχτα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Καφτός, σκληρός,
οικείος, ξένος,
ο άντρας στο δωμάτιο,
στη σπηλιά
στο ανάκλιντρο,
ο άντρας στις φοινικιές του Νείλου.

Ο άντρας φοβάται, κρυώνει, είναι μόνος.
Δεν είναι ποιητής, έξω βρέχει,
ο άντρας είναι ποιητής,
σκαλίζει στις σπηλιές ζωάκια
και δάκρυα στιλπνά, γυαλιστερά.

Ο άντρας γεννιέται ξανά,
μικρός, μαλακός,
ταξιδεύει στις πτυχές του μεταξιού,
στον Κήπο δεν γνώριζε,
ύστερα πάλι όλο έβρεχε,
η καινούργια Χώρα ήταν υγρή
κι αφιλόξενη,
κοπάδια από ζέμπρες χρωμάτιζαν το σύμπαν.

Ο άντρας στο δωμάτιο,
μια γυναίκα μαζί του,
καπνός από τσιγάρο
μικρά μαξιλάρια στο πάτωμα,
σαύρες και ερπετά σέρνονται στα δέντρα,
είναι ή ώρα που oι ύαινες ουρλιάζουν,
ο άντρας φοβάται, η γυναίκα φοβάται,
είναι μόνοι,
έξω από τη σπηλιά κάτι μαύρο
κάτι άγνωστο
δεν έχει πόδια, όμως κινείται,
κάποια στιγμή θα τους ρουφήξει.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Τον συνάντησε στο δάσος.
Γυμνός ήταν, κυνηγός.
Κυνηγούσε λέξεις.
Τις αιχμαλώτιζε με απόχη,
τις βαλσάμωνε δικές του.
Δεν του μιλούσε.
Καθόταν δίπλα του αθόρυβα.
Φορούσε μενεξεδένια κι άσπρα
φορέματα και κρινολίνα
από άχνη και κανέλα.
Αυτός την κοίταζε κρυφά,
ενώ συγχρόνως κυνηγούσε
τη λέξη «απέχω» ή τη λέξη «νοσταλγώ».
Αυτή είχε μικρούς καθρέφτες νάρκισσους
πάνω της κεντημένους,
παγίδευαν το βλέμμα προς τα έξω
ή ίσως δεν τολμούσε να κοιτάξει
την άλλη γυναίκα
που δίπλα της πνιγόταν σε πηγάδι.
Ύστερα αγαπήθηκαν.
Ο κυνηγός αγάπησε τη λέξη «αγάπη»
κι αυτή τον κυνηγό μες στους καθρέφτες της.

ΤΕΛΟΣ

Της είπαν να θέσει ένα τέλος.
Το επιβάλλει λεν ο Νόμος και το Δίκαιο.
Και πώς, ρωτάει τότε αυτή,
πώς τελειώνει, κύριοι, ο βουρκωμένος ουρανός,
η γυμνή βροχή,
ή ένα άγγιγμα στο στόμα;
Πώς άραγε τελειώνει το τέλος και ό καιρός;
Και ποιός απ’ όλους σας εβίωσε
το τέλος ως το τέλος;

Ένα πουλί χτυπάει με δύναμη το τζάμι.
Κόκκινες μικρές σταγόνες
το περιδέραιο τού χιονιού.

.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ ΚΑΠΑ (2004)

ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ;

I.

Κατά τα μεσάνυχτα,
μία βάρκα αποχωρεί.
Ένας γέρος καλόγερος
ανάβει χάρτινα φανάρια
που σιωπηλά επιπλέουν στο νερό.
Οι ποιητές επιβιβάζονται αργά,
σκιές που φωσφορίζουν στο σκοτάδι.
Είναι συνήθως ντυμένοι ελαφρά,
(πόσο αναμενόμενο και πόσο απρόσμενο
είναι πάντα το ταξίδι),
άλλοι φορούν τριμμένα πανωφόρια
και άλλοι από μετάξι κάπες,
άλλοι τζίν μπουφάν και λιωμένα παντελόνια,
κάποιες γυναίκες φορούν δαντελένιες νυχτικιές,
άλλες μακριά φορέματα και κρινολίνα,
κι άλλες ντυμένες είναι με κοστούμι και γραβάτα.
Ή βάρκα γλυστράει αθόρυβα στο αλλόκοτο τοπίο,
τό δάσος μισοπνιγμένο μες στη λίμνη,
μπλέκουν στα κλαδιά των δέντρων
τα μακριά μαλλιά των ποιητών,
κι ή βάρκα μετεωρίζεται στους κορμούς των δέντρων,
ανάμεσα στις φυλλωσιές και στους καρπούς τους.
Τα νερά της λίμνης είναι ζεστά,
γεμάτα μικροοργανισμούς, θολά,
η λίμνη γουργουρίζει,
κάτι ζωντανό κοχλάζει στον βυθό της.

ΙΙ

0ι ποιητές δεν μένουν ποτέ οί ίδιοι.
Στην διάρκεια του ταξιδιού μεταμορφώνονται,
σε γυπαετούς ή κάργες
ή σε κατακόκκινα πουλιά στο χρώμα της φωτιάς
Κάποιοι μεταμορφώνονται σε λύκους
πού με τα ουρλιαχτά τους αλλάζουν τό σκοτάδι,
άλλοι γίνονται ορχιδέες
ή ανεμώνες,
ή ασημένια χέλια,
κουκούλια σκάν
μικρές σαύρες σέρνονται στις όχθες,
τα νερά στη λίμνη παγώνουν,
η λίμνη ποτέ δεν μένει ίδια.
Η βάρκα γλυστράει αθόρυβα
σαν έλκηθρο,
που το σέρνουν τάρανδοι
και μικρά βατράχια.

III.

Κάποια στιγμή η βάρκα σταματά.
Οι ποιητές αποβιβάζονται στον πάγο,
κάποιοι αριστερόστροφα γυρνούν,
βυθίζονται σε έκσταση.
Σε λεπτές φέτες πάγου
που σκίζονται με θόρυβο
σαν φύλλα από χαρτί,
στροβιλίζονται οι ποιητές
με κόκκινα πατίνια.
Μία ποιήτρια κύκνος,
δαγκώνει με το ράμφος τον λαιμό της,
με αίμα χαράζει στρογγυλό νησί
γύρω της στον πάγο.
Δύο ερωτευμένοι ποιητές
κρατούν στη χούφτα τους
κρύσταλλους χιονιού πού λαμπυρίζουν,
καθρεφτίζονται στο σκληρό χιόνι πού αστράφτει
και τυφλώνονται.

VII.

Μην εμπιστεύεσαι τους ποιητές.
Γερνούνε με τα χρόνια.
Χωρίς τα χρόνια, γερνούνε πιο πολύ.
Πεθαίνουν νωρίς
πεθαίνουν νέοι,
ή ζούνε ατέλειωτα χρόνια σιωπής.
Φοβούνται τη σιωπή οι ποιητές.
Μα όταν γράφουν, μυούνται στη σιωπή.
Με τη σιωπή τους αλλάζουνε τον κόσμο.

VIII

Τα πιο όμορφα ποιήματα γράφτηκαν στη σιωπή.

IX.

Πού πάνε οι ποιητές τις νύχτες;
Γιατί κυκλοφορούν με χέρια ματωμένα;
Γιατί ουρλιάζουν οι ποιητές στις στέγες;
Γιατί έχουν έναν επίδεσμο στη θέση της καρδιάς;
Γιατί τα γράμματα που σκαλίζουν με κόπο σ
το χαρτί
με πένα, με κονδυλοφόρο, με μολύβι,
αφήνουν μικρά κόκκινα χνάρια από αίμα;

X.

Γιατί σπαράζει ο κύκνος
καθώς λευκός, παρθενικός
τινάζει τα φτερά του
και γράφει τον τελευταίο του στίχο;

ΜΙΚΡΗ ΓΟΡΓΟΝΑ

Συνέβη τότε
που ακόμα πίστευα στους πρίγκιπες.
Δεν μου το ζήτησε αυτός,
μόνη μου προσφέρθηκα.
Για χάρη του το έκανα.
Ή ουρά μου φεγγοβολούσε ολόκληρη
και μύριζε λεμονανθούς.
Τα βράδια την άπλωνα στ’ αστέρια να στεγνώσει,
και μερικές νύχτες μου μουρμούριζε τραγούδια.
Ποτέ του δεν του άρεσε η ουρά μου.
Την έβρισκε απωθητική.
Για χάρη του το έκανα.
Ήπια το φίλτρο.
Ύστερα πονούσα.
Πόνοι με ξέσκιζαν στα δύο,
κοβόμουνα στη μέση
σπαρτάριζα σαν ψάρι στη στεριά.
Προκρούστες μου κόβαν τα κομμάτια
που περίσσευαν,
ταπεινωμένη ένοιωθα μετά.
Μα τα καινούργια πόδια μου άξιζαν τον κόπο.
Αυτός πολύ χαιρόταν με τα θαυμαστά
καινούργια πόδια μου.
Εύκαμπτα ήταν, καλογραμμένα,
γάμπες, αστράγαλοι, μηροί, γοφοί
όλα στην εντέλεια πλασμένα.
Γυναικεία.
Μόνο που κούτσαινα, σαν περπατούσα.
Μόνο που σαν έτρεχα, πονούσα.
Μόνο που δεν τα ‘νοιωθα δικά μου.
Μόνο που λαχταρούσα την άγρια,
τη θαλασσινή μου ουρά,
τον μοναχικό μου βράχο,
τις τρικυμίες,
την αλλοτινή μου νύχτα.
Ύστερα ο πρίγκιπας παντρεύτηκε μία άλλη.
Πριγκίπισσα αληθινή όπως επιβεβαίωσαν
τα δώδεκα μπιζέλια.
Και εγώ γοργόνα για πάντα στην ψυχή,
επέστρεψα στη θάλασσα για πάντα.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ ΚΑΠΑ

Η Λαίδη Κ. δεν παραδίδεται,
δεν παραδίδει,
μόνο αποχωρεί,
την κατάλληλη εκείνη στιγμή,
που το ρολόι της σάλας
χτυπάει το τέλος.

Τότε η Λαίδη Κ. κατεβαίνει
τη δρύινη σκάλα,
το βαρύ της φόρεμα κυλάει στα σκαλοπάτια,
ή Λαίδη Κ. φοράει πάντα
μαύρο βελούδο και μαργαριτάρια στο λαιμό,
οποιοσδήποτε μπορεί να την αγγίξει
έτσι καθώς ανάλαφρα γλυστράει μες στη σάλα,
κανείς ποτέ δεν την αγγίζει,
μαύρο βελούδο φοράει ή Λαίδη Κ.
μαύρα βελούδινα τα μάτια της
αστράφτουν στο σκοτάδι.
Ποτέ δεν φωνάζει ή Λαίδη Κ.,
ποτέ δεν κλαίει,
τα δάκρυα είναι στολίδια,
που τα φοράει γυμνή
στον καθρέφτη της τα βράδια.

Καθώς ή Λαίδη Κ. γλυστράει μες στον χρόνο,
αφήνει πίσω ένα άρωμα πικραμύγδαλου και μέντας,
το κολιέ της χαλαρώνει και της πέφτει,
τα μαργαριτάρια πέταλα από άγρια τριαντάφυλλα,
σκορπίζονται στη σκάλα,
η Λαίδη Κ. είναι μόνη,
κανείς δεν την ακούει να ουρλιάζει
το βράδυ στο σκοτάδι.

Η Λαίδη Κ. δεν παραδίδεται.
Δεν θα παραδοθεί.
Μόνο την κατάλληλη στιγμή.
Θα λύσει τα μακριά φλογισμένα της μαλλιά
θα πετάξει κρινολίνα και βελούδα,
και ανέγγιχτη έξαφνα
θα γίνει μια μικρή κόκκινη αλεπού
πού σαν σπίθα θα χαθεί
για πάντα μες στο δάσος.

ΓΥΜΝΟ

Ένα κορμί κάτω από λευκό σεντόνι.
Μόνο ένα κορμί.
Κάτω από λευκό σεντόνι.
Κι όμως.
Κανείς φαντάζεται.
Τα ρείκια να ανασαίνουν στις μασχάλες,
τα πράσινα βρύα να αναδεύονται στο στήθος,
τη μαύρη τρύπα του ομφαλοί ν’ ανοιγοκλείνει,
την καρδιά να πάλλεται ολοκόκκινη,
το φίδι λείο και στιλπνό,
να τεντώνεται για να επιτεθεί,
στο σεντόνι ανάγλυφη
η γεωγραφία του κορμιού σου,
οι καταρράκτες των μηρών
οι χαράδρες των γονάτων σου,
οι μικρές πικρολίμνες στις πατούσες σου.
Ή άμμος πέφτει με κοφτές ανάσες στην κλεψύδρα,
βουτώ στη σκληρή σάρκα του καρπού,
η παλάμη μου αγγίζει
τον καυτό πυρήνα.
Κόκκινοι κόσμοι εκτοξεύονται στο σύμπαν.
Ένα κορμί δεν είναι.
Μόνο ένα κορμί.
Το φίλντισι στα μάτια σου
δεν είναι.
Μόνο ένα δάκρυ.
Το κορμί σου δίπλα μου.
Χωρίς σεντόνι.

ΠΟΙΗΣΗ

Όταν η πλατεία της σιωπής
γεμίζει περιστέρια,
εκείνα τα πουλιά της νύχτας,
τα γυμνά, τα κοραλένια,
το χρυσάνθεμο γόνδολα
κυλάει στα βαθυσκότεινα νερά.

Κάποιο βράδυ θα αφεθώ.
Εκεί.

Σε μία πόλη βυθισμένη στο νερό,
όπου η απουσία δεν είναι απώλεια,
όπου τα μάτια σου δεν έχουν
χρώμα ξεχασμένης βροχής
και οι σταγόνες στο πρόσωπό σου
είναι αφρισμένα κύματα δαμάσκηνου.
Εκεί.

Στον πυρήνα της σιωπής
τα εξωτικά πουλιά θα κελαηδούν,
καρύδες θα πέφτουν ρυθμικά,
οι κοκοφοίνικες θα πανηγυρίζουν
το τέλος του χειμώνα,
οι παπαγάλοι θα βρέχουν τα φτερά τους
με χρώματα,
και εγώ γυμνή
θα εκτίθεμαι και θα εκθέτω,
κρατώντας πάντα
την ουσία μου κρυφή.

ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΣΟΥ

’Άλλοτε.
Την εποχή των γυπαετών.

Ένα, ένα,
ανεκτίμητα, αιχμηρά,
καυστική ποτάσα,
διάφανες μέδουσες,
γεύση από ζελέ λεμόνι.
Ρακόμελο σε ποτηράκι του ούζου.
Παράνομα και απόλυτα νόμιμα.

’Άλλοτε.
Τα φιλιά σου.

Τώρα σαν με δεις,
με φιλάς στο μάγουλο.

Τυχαία.

Και οι λεμονανθοί αδιάκοπα φλυαρούν
στην ακατανόητη γλώσσα τους.

ΧΡΟΝΟΣ

Και η στιγμή ένα γοργοπόδαρο ελάφι
που αφήνει πίσω του
μια βουρκωμένη, βελούδινη ματιά
πριν βουτήξει για πάντα στο κενό.

ΔΑΚΡΥ

Μικρή λίμνη είσαι δάκρυ;
Μικρή; Λίμνη; Είσαι;
Και αν όχι, τότε;
Τί; Γιατί;
Ναι, μικρή, λίμνη, ωκεανός, θάλασσα, δάκρυ
είμαι. Εσύ.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ TON ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΩΝ

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ: Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Ποιος είσαι ξένε;
Πούθε έρχεσαι και πού πηγαίνεις;
Ποιο ξωτικό του δάσους
σ’ έστειλε μπροστά μου,
τούτη την ώρα που αχνίζει ή αυγή
Τα ρούχα σου είναι φτωχικά
μα αρχοντικά ραμμένα,
τα πρόσωπό σου απόκοσμο
μα τόσο οικείο μοιάζει,
τα μάτια σου άγρια καστανά,
τί άραγε να ελπίζουν;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ: Με ξάφνιασες σαν πρόβαλες
αθόρυβα απ’ την πάχνη,
πριγκίπισσα των πάγων,
Τουραντού.
Γνωρίζω τ’ όνομά σου
από αρχαίους κόσμους,
σε φωτεινά αστέρια,
στη μέση τού πελάγους,
σ’ έχω ξαναδεί.

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Ποιος είσαι; Με φοβίζεις,
τα λόγια σου παράξενα αντηχούν.
Αν ήσουν χιόνι, θα έκαιγες,
δάκρυ αν ήσουν, θα έλιωνα.
Άγγιγμα αν ήσουν, θα μ’ έχανα.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ: Με λένε ’Όναρ,
με το λευκό μου άλογο
τον χρόνο διασχίζω.
Το ξύλινο σπαθί μου μυρίζει βελανίδια,
τα ρούχα μου πευκοβελόνες,
στρατιώτης είμαι, πρίγκιπας, επαίτης.
Ένας άντρας είμαι και ψάχνω.
Ένας άντρας είμαι και ελπίζω.
Ποθώ και ονειρεύομαι.
Αύριο την ίδια ώρα
θα σε προσμένω εδώ.

ΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΕΝΤΑΣΗ

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Όναρ, αδελφέ και σύντροφε,
τα φωτεινά σου αχνάρια ακολούθησα
χθες βράδυ,
στου φεγγαριού την κούπα,
ξεχείλισε η ψυχή μου από χαρά.
Όμως σήμερα δεν φάνηκες,
τρείς ώρες με το άλογο καλπάζω,
και με αγωνία ψάχνω να σε βρω.
Και τώρα πού σε βρίσκω να κοιμάσαι
αμέριμνος κάτω από τον πλάτανο αυτό,
φλογισμένα βέλη θέλω να πετάξω,
και να κόψω τον ένα μου μαστό,
τον κόκκινο μανδύα μου να κάψω,
μαινάδα οργισμένη να γενώ.
Τα βραχιόλια μου ένα ‘ένα σου πετάω,
ολάκερη θέλω να καώ.

ΟΝΑΡ: Περίεργος ο πόλεμος αυτός
που όποιος νικήσει, χάνει.
Ξίφος με ξίφος
και φωτιά με τη φωτιά.
Φωτιά και αγέρας, νερό και γη.
Το ένα τρέφει το άλλο,
ενωμένα όλα και αντίθετα,
υπάρχουν μες στον κόσμο.
Έτσι και εμείς πριγκίπισσα,
από φωτιά, αέρα, νερό και γη
είμαστε πλασμένοι,
κι άλλοτε η φωτιά υπερτερεί
άλλοτε το νερό,
άλλοτε πάλι η σάρκα η γήινη
και άλλοτε ο αέρας.
Ωστόσο χωρίς βραχιόλια σε προτιμώ.
Έτσι με τα μαλλιά να πάλλονται
σαν μαγεμένο δάσος.
Σαν πεταλούδα έλκομαι
από την κόκκινη φωτιά σου,
μέσα της θέλω να καώ.
Μα αντί γι’ αυτό,
σε αποχαιρετώ,
την ίδια ώρα αύριο, εδώ θα να σε βρω.

ΗΜΕΡΑ ΕΒΔΟΜΗ: Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Γιατί πρέπει όλα να τελειώνουν;
Είναι το τέλος το πιο πολύτιμο πετράδι
ή ένας σβώλος χώμα από χώμα;
Πρίγκιπα πιο οικείος
απ’ τούς οικείους έγινες,
γι’ αυτό τώρα, πιο ξένος
από τούς ξένους.
ΠΡΙΣΚΙΠΑΣ: Αγαπημένη, μόνο την καρδιά μου.
Ολάκερη δική σου.
Μαζί σου πάντα εδώ θα κατοικεί.
Σ’ αυτή τη μικρή στιγμή
πού πάλλεται στο χρόνο.
Τίποτε ποτέ του δεν τελειώνει,
σ’ ένα μπλε δωμάτιο
κρυμμένα όλα ζουν.
Τα μάτια σου λάμπουν από δάκρυα
που σαν χαμόγελα γνέφουν και γελούν.
Ο πιο βαθύς σου πόνος,
το πιο πολύτιμο διαμάντι,
να σου φέγγει
το δρόμο τού γυρισμού.
Έχε γεια.

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Μείνε.

ΟΝΑΡ: Κράτα με μέσα σου.
Το πιο δύσκολο αυτό είναι.
Θησαυρός είναι ό πόνος.
Τώρα είσαι αλλιώτικη από πριν.

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Είμαι γήινη, γυναίκα.
Μου ζητάς πολλά.
Πώς να σ’ αποχωριστώ,
χωρίς καν να σε φιλήσω;
Χωρίς μια αγκαλιά,
ένα χάδι να θυμάμαι;

ΟΝΑΡ: Αν σ’ αγγίξω θα χαθώ.
Οι ψυχές μας αγγίχτηκαν.
Χόρεψαν μαζί τον πιο αρχέγονο χορό.
Κράτα με.

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Αν ήσουν χιόνι, θα μ’ έκαιγες.
Κρύσταλλος αν ήσουν, θα μ’ έσπαγες.
Μαχαίρι αν ήσουν, θα μ’ έκοβες.
Με ματώνεις,
το χιόνι κοκκινίζει.
Οι σκίουροι του δάσους φεύγουν μακριά.
Σε κρατώ.
Μόνο την καρδιά σου.
Αυτή τη μικρή στιγμή πού πάλλεται
στο φλογισμένο δάσος.
‘Όμως έχε γεια. Αγαπημένε.

.

Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΑΑΑΙΝΑ (1990)

ΦΑΛΑΙΝΑ

Κάθομαι πάνω σ’ ένα τρίγωνο από χρώματα,
τα πόδια μου αιωρούνται στο άπειρο, μια
μωβ μπανάνα κρέμεται από το ταβάνι, έξω
μικρές μπάλες χιονιού φωσφορίζουν στο
σκοτάδι, χιονίζει παιδιά, ανέφελα μικρά,
στρογγυλά παιδιά, μαλακά ακουμπούν πάνω
στο χώμα και αναλύονται σε μικρούς γαλαζόασπρους
κύκνους στο μέγεθος του δάκτυλου, έγκυες
γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά, γυμνές και
δακρυσμένες αγκαλιάζουν μια διάφανη μέδουσα,
μια γαλάζια φάλαινα κυλάει στην κουζίνα μου,
μια φυσαλίδα κίτρινη, κοιτιέται στον καθρέπτη
και σκάει σε εκατομμύρια ξεκαρδισμένους υδρατμούς,
είναι Τετάρτη βράδυ, ανάμεσα στο πριν και στο μετά,
στο κάπου και στο πουθενά, σ’ έναν πλανήτη,
σε μια χώρα, σ’ ένα σπίτι.

ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ

I

Το ελάχιστο σου άγγιγμα εκεί κοντά στο στόμα
ανεπαίσθητο, ολότελα αισθητό, η μυρωδιά του
μαζί μου όλο το βράδυ, βροχή από γιασεμί.

II

Ολάκερη η νύχτα είναι κομμένη σε μεταξωτές,
ευέλικτες κορδέλες γύρω από το πρόσωπό σου,
ήχοι σκιάς, βελούδινο πηγάδι
πάτημα πεταλούδας, η μέρα με τρομάζει.

ΙΙΙ

Δε με φοβίζει
που τούτο το μολύβι
δεν αφήνει μελάνι
αλλά ίχνη από λιωμένο ουρανό
ούτε με φοβίζει
πως αντί για χαρτί
γράφω πάνω στο κορμί σου,
ζεστή αμοιβάδα από μυρωμένο χαμομήλι,
ολόγυρα, παντού.
Με φοβίζει μόνο
που κάποια μέρα,
Θα γράφω πάλι σε χαρτί
ποιήματα με μελάνι.

IV

Τότε ακούστηκαν οι σάλπιγγες της Ιεριχούς,
και ένα μετά το άλλο γκρεμίστηκαν
τα τελευταία προπύργιά μου στο κορμί σου,
το τελευταίο άγγιγμα, το τελευταίο τέλος,
χαμένες πατρίδες
νεκρικοί αλαλαγμοί στο σκοτάδι,
μεταναστεύω,
κουλουριάζομαι στο γυαλιστερό καταφύγιο
των μαύρων ματιών σου,
με αποδιώχνεις, αποδιώχνομαι,
και αλλάζω χώρες και χρώματα
και μυστικά και αέρα,
ξέροντας πως η γη της επαγγελίας
έχει για μένα οριστικά χαθεί.

V

Αποβάθρα στο πουθενά
περιμένοντας το κάτι
χάνοντας το τώρα
στα μάτια το τότε,
διαλύομαι στον καπνό τον πλοίου
που ξέρω πως δε θα ‘ρθει

Αναδεύω το χρόνο
σε μια πελώρια χύτρα,
φυσώ την καλαμένια μου φλογέρα,
Έτσι,

σα να μη σ’ είχα ποτέ μου αγαπήσει

ΦΑΣΕΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

I

Ταξιδεύω πάνω στη νύχτα,
κατάσπαρτο το γυμνό κορμί της
από πολύχρωμα φωτάκια διαθλασμένων θυμήσεων,
μπαράκια με έντονη την οσμή της σήψης,
φαντάσματα χαμένης τρυφερότητας
ανοίγουν βουβές τρύπες μέσα στό σκοτάδι,
κρύο και κενό,
τρομαγμένες αντιλόπες ο φόβος στα δυό σου μάτια,
όταν πάω να σ’ αγκαλιάσω
γίνεσαι αχνή βροχή,
χάνεσαι μέσα στο τούνελ ενός σαξόφωνου,
διαλύεσαι μέσα σ’ ένα μπλουζ,
γίνεσαι μέγεθος απόστασης,
βεβήλωση και εξαγνισμός,
ένας φραγμός, μια απιστία,
ένα ποτέ, ένα γιατί,
ένας δρόμος,
μια νύχτα.

ΙΙ

Πλανήθηκα στις κατηφόρες
των αποστεωμένων προσώπων,
γλίστρησα σε μωβ παράλληλες
απέφυγα τους σκόπελονς
των μαύρων δελεαστικών μαξιλαριών,
ξεκουράστηκα στους άσπρους τοίχους
των κυλινδρικών σπιτιών,
δεν μ’ άγγιξε κανείς
μα ούτε εγώ πλησίασα κανένα,
πού και πού
μερικοί τολμηροί
βούλιαζαν τα δάχτυλά τους
στο πρόσωπο μου
και σαν πείθονταν
πως δεν έχω πρόσωπο,
τότε ανακουφισμένοι
με χτυπούσαν φιλικά στη πλάτη,
ενώ εγώ ταξίδευα
όλο το βράδυ,
ακροβατώντας
πάνω στα ζαχαρωμένα χείλη ενός ποτηριού
γεμάτου από ουίσκι.

ΙΙΙ

Ήταν μια πανσέληνος κόκκινη.
Ένα συναρπαστικό ολοστρόγγυλο στόμα
κρεμασμένο στον ουρανό,
ήταν μια πανσέληνος κόκκινη,
πυρπολούσε τους δρόμους και τα όνειρα,
κάτω από τα βήματά μου
σιγά, σιγά έλιωνε το πλακόστρωτο του δρόμου.
Ήταν μια πανσέληνος πόνος,
μια πρόφαση,
μια άγραφη μοίρα,
άνθρωποι περνούσαν
άνθρωποι έρχονταν
σαν φάσεις του ίδιου φεγγαριού,
το ποτό αργοσάλευε
παλίρροια από υγρό μεθύσι στο ποτήρι μου,
άνθρωποι έφευγαν,
άνθρωποι χάνονταν.
Κι ήταν η καρδιά μου μια κόκκινη πανσέληνος.
Για όσο διαρκεί μια νύχτα.

ΙV

Είμαι και εγώ μια νύχτα.
Χωρίς χρώμα, χωρίς όνομα
χωρίς απελπισία, χωρίς έκσταση,
χωρίς μυρωδιά, χωρίς ταυτότητα,
χύνομαι και χάνομαι,
κανείς δεν με αιχμαλωτίζει,
και δεν ανήκω κανενός
μα ούτε στον εαυτό μου.
Μόνο πού και πού,
όταν στα δύο με ξεσκίζει η αυγή,
κλαίω μεθυσμένη
σε μια γωνιά του δρόμου.

ΕΛΕΝΗ

Ψάχνεις αδιάκοπα για την ωραία Ελένη,
χαμένη στην ομίχλη του παλιού,
χλωμή και όμορφη,
με ξέπλεκα μαλλιά,
δάχτυλα κρίνα,
και ψηλή κορμοστασιά,
γεμάτη πάθος να κλέβεται με τον ωραίο Πάρη,
να δίνεται, να χαίρεται,
κάθε φορά η Ελένη σου,
άλλο πρόσωπο αποκτά, άλλο κορμί, άλλη χάρη,
μα εσύ ζεις μοναχά γι’ αυτήν
ερωτευμένος για πάντα, με το ποτέ του χρόνου,
και όμως πίσω, αιώνες μακρινούς,
πίσω από τον ίδιο τον καιρό
και πέρα από τους ανθρώπους,
σε μια Τροία μακρινή
με τείχη γκρεμισμένα
και αιμόφυρτα κορμιά παλικαριών
μια κοπέλα κλαίει σε μια μοναχική αμμουδιά,
δεν είναι ωραία, δεν είναι άσχημη,
είναι μόνο η Ελένη,
που κλαίει μόνη
για τους άντρες που αγάπησε και έχασε

ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΩΡΑ

A ‘

Τα μεσάνυχτα είναι περίεργη ώρα.
Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τους φίλους,
το τελικό τους χαμόγελο σε καταδιώκει στο δρόμο,
πλαδαρή σκιά πάνω στους τοίχους,
είναι η ώρα που, θυμάσαι τους εραστές
όχι αυτούς που απόκτησες.
Ανάμεσα σε ανάστατα κρεβάτια και σκληρά
πατώματα,
μα αυτούς που αγνάντεψες
κάποιες νύχτες κιτρινισμένες από όξινο φεγγάρι
με τρίμματα λεμονιού στη παλάμη
και ματωμένες πληγές ανοιχτού πόθου
να αιμορραγούν τώρα τα μεσάνυχτα
Τα μεσάνυχτα είναι περίεργη ώρα.
Ξάφνου μετράς και συλλογιέσαι
όχι αυτά που έκανες ως τώρα,
μα εκείνα τα ανεκπλήρωτα,
τα όνειρα, τις πεθυμιές, τα ανέλπιστα, τα
α ελπιδοφόρα απελπισμένα,
η μισή νύχτα γίνεται μισή ζωή.
Και η άλλη μισή χάνεται
σκαλωμένη στους δείχτες του ρολογιού
και ο χρόνος μασκοφόρος δολοφόνος
αμείλιχτα πλανιέται μες στη νύχτα.

Β’

Τα μεσάνυχτα είναι περίεργη ώρα.
Στη γλώσσα νιώθεις την αλμυρή τραχύτητα
της νύχτας που περνά
και στα χείλη την υπόγλυκη προσμονή της μέρας
που έρχεται,
παραπαίεις
ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, στο ποτέ και στο ξανά,
στην ψευδαίσθηση και στην απελπισία, στην τόλμη και στη δειλία.
Τα μεσάνυκτα είναι η ώρα του έρωτα,
αυτού που ζεις ή αυτού που χάνεις,
η εκσπερμάτωση της νύχτας
στα λευκά σεντόνια του πρωινού,
ή ένα μισοτελειωμένο άγγιγμα στο μάγουλο,
από το χέρι του ψυχρού εκτελεστή
με τα χρωματιστά εσώρουχα.
Τα μεσάνυχτα είναι η ώρα που πουλάς ή αγοράζεις,
που παραδίνεσαι ή αποχωρείς.
Είναι καιρός τώρα που κάθε μεσάνυκτα,
βάφω μαύρο το κορμί μου
και διαλύομαι στη νύχτα,
ως τα άλλα μεσάνυχτα,

ΤΟ ΛΕΝΕ «ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ»

Είναι σταχτί, γρήγορο, μικρό
το λένε “φόβο”,
είναι κοφτό, στενό, τριγωνικό
το λένε “χωρίς λόγια”,
είναι μαύρο, στενό, προκλητικό,
δαντελωτό, πρόστυχο, φτηνό
είναι η ζωή μας,
είναι ένα τηλεφώνημα
από ένα τηλέφωνο-χοάνη
ξεβρασμένο κοχύλι,
το βάζω στο αντί μου και δεν ακούω
το βάζω στο στόμα μου,
μα δεν ακούγεται η φωνή μου,
είναι ένα τραγούδι
αφιερωμένο σε κάποια Μαρία
ξεχασμένη σ’ ένα δωμάτιο με ιστούς,
που ξέρει ή δεν ξέρει
και τα δύο εξίσου τραγικά,
και εγώ δεν έχω πια τι να αφιερώσω,
ακόμα και αν ήξερα σε ποιόν.

ΜΟΝΑΧΑ AN

Αν υπήρχες,
έστω σαν αποσπασματικό φως
ταριχευμένου φεγγαριού σε Μαυσωλείο,
χωρίς οστά και σάρκα,
χωρίς τέλος, χωρίς σύνορα,
τότε και τότε μόνο
ίσως μπορούσα να σ’ αγαπώ
και τα βράδια να σε κλειδώνω
στο μικρό φιλντισένιο μου κουτί,
με ηρεμία δεσμοφύλακα
γιατί τότε Θα ‘ξέρα,
πως κι αν ακόμα με πλημμυρίσεις
και έξω ξεχυθείς,
Θα ξέρα πως δεν θα μπορούσα να πνιγώ
στο λιωμένο, ορειχάλκινο κορμί σου,
γιατί μέσα μου
Θα σ’ είχα εξημερώσει,
κι έτσι αργά Θα σε σκότωνα,
αγαπώντας σε τόσο.

ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΗΜΑ

Δυο μέλισσες
ηλιοστάλακτες
ενωμένες
ακατάλυτα, τελεσίδικα, διαχρονικά
προαιώνια ιεροτελεστία
να μεταφέρουν μια σταγόνα μέλι στην κυψέλη.

Και κάθε άλλο ποίημα για αγάπη ξεθωριάζει

.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΙΩΠΗΣ (1985)

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΙΑΣΩΣΗΣ

Η μέρα που τρεκλίζει
σέρνοντας το ξυλωμένο της ποδόγυρο,
οι άνθρωποι που σε χαιρετούν,
οι άνθρωποι που χαιρετάς,
η αγωνία να χαιρετάς
αυτούς που σε χαιρετούν,
οι λέξεις που λέγονται
και οι λέξεις που δε λέγονται,
η αγωνία των λέξεων
που δε λέγονται,
όλη η ζωή μας,
η μη ζωή μας,
με κάνουν ντυμένη λέξεις,
να γίνομαι ποίημα,
τελευταία προσπάθεια διάσωσης
για κάτι που ίσως
και νάχει πάψει να υπάρχει.

ΛΕΞΕΙΣ

Τώρα πια με πληγώνουν οι λέξεις,
όχι οι νεκρές λέξεις στο άσπρο χαρτί,
ούτε οι φλύαρες λέξεις στα στόματα των φίλων,
γιατί αυτές δεν το μπορούν.
Μα με πληγώνουν οι άλλες,
αυτές που σωπαίνουν,
πριν γίνουν θάλασσα, τραγούδι, προσφορά,
μια και η καρδιά έγινε όργανο με αρτηρίες,
μια και φόρεσα τα κόκκινα χαμόγελα στις εύθυμες παρέες,
μια και το μολύβι κοιμάται άψυχο στη φούχτα.
Και από όλες τις λέξεις πιο πολύ,
με πληγώνει αυτή,
που δεν μπορώ πια να πω,
γιατί δεν το τολμώ,

η λέξη «σ’ αγαπώ».

ΣΤΟ ΦΡΙΞΟ

Δε θέλω να σπάσω τη συνοχή
του χρυσάνθεμου με τον ήλιο,
του ανεκπλήρωτου πόθου
με τη γλυκειά προσμονή,
των ματιών σου
με τις ανοιξιάτικες καταιγίδες,
της ευτυχίας
με τους κόκκους της κλεψύδρας.
Δε θέλω να σπάσω τη συνοχή των χεριών μας.
Δε θέλω να φύγεις μακριά.

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Θάθελα να μιλήσω
για το πόσο άδεια
είναι ία ασφυκτικά γεμάτα δωμάτια,
για το πόσο εκκωφαντικός
είναι ο ήχος της σιωπής σου,
για το πόσο ψηλά
είναι τα μπαλκόνια των σπιτιών,
για το πόσο κρύα
είναι η αγκαλιά του σούρουπου,
για το πόσο στεγνά
είναι τα μάτια του φίλου,
για το πόσο ακριβό
είναι το χάδι στα μαλλιά.

θάθελα να μιλήσω
και για το πόσο μόνο
είναι το ένα φλυτζανάκι του καφέ
παρατημένο στο τραπέζι.

ΕΡΩΤΙΚΟ

Τώρα το βράδυ
που τα δέντρα ερωτοτροπούν
με τις λικνιστές βεντάλιες τους,
θα ‘θελα να ‘βλεπα εδώ μπροστά
το σώμα σου,
βροχή, βρεμένο χώμα,
βουλιάζω και γλιστρώ
στα υγρά χαντάκια του κορμιού σου
και το χαμόγελό σου
ποτάμι στα μαλλιά.
Έτσι θα σε ήθελα.
Όλον μια προσφορά,
ένα ποίημα που ζωντάνεψε
παράλογα και ανέλπιστα
μια νύχτα που
στη φαντασία όλα επιτρέπονται.

ΦΙΛΟΙ

Όταν και οι τελευταίοι φίλοι
σαν σε βλέπουν
ρουφούν με καλαμάκι τηλεόραση,
ή προσφέρουν ξερά χαμόγελα
σε μεγάλα ποτήρια ουίσκυ,
όταν η ανάγκη να δώσεις θάλασσα,
ορμάει να σε πνίξει,
και μέσα στη φούχτα σου
ιδρώνει η στάχτη των καμένων λουλουδιών,
τότε όλο και πιο πολύ,
νιώθεις τη σιωπή
να σου γλύφει τα χέρια
σαν αρρωστημένο, υπάκουο σκυλί.

ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ

Τούτη την ώρα που το σκοτάδι
το τρυπούν μικροί σταλακτίτες από φως,
κάτω από το μπαλκόνι,
δύο πουκάμισα λευκά,
δειλός υπαινιγμός ανθρώπινης σάρκας,
μοναδική ανθρώπινη επαφή,
τούτη την ώρα
που τα σπίτια σιωπούν
με συνοφρυωμένα τα κλειστά πατζούρια,
νιώθω τον ύπνο λεκέ στα ματόκλαδα,
ρίχνω νερό να τον ξεπλύνω,
γιατί θέλω να ζήσω
όσο πιο πολύ μπορώ αυτή την ώρα,
που η μοναξιά
γίνεται αβάστακτη,
τόσο πολύ αβάστακτη,
όσο πολύ γλυκιά.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Χαράμισες τα νιάτα σου
μαζεύοντας κοχύλια,
πλέκοντας σύννεφα
κεντώντας όνειρα
στα δυο βαθιά σου μάτια.

Πέθανες ενώ τα χελιδόνια
έκοβαν φέτες τον ουρανό
με τα φτερά τους.

ΜΕΘΥΣΙ

Στην αρχή κεντούσαμε λουλούδια.
Ύστερα ζωγραφίσαμε πρόσωπα.
Τότε κάποιος τραγούδησε τον Έρωτα,
και εμείς βρέξαμε τις ποδιές μας
με όνειρα πλασμένα από κρασί,
και έτσι μεθυσμένοι από Αγάπη,
απολαύσαμε το κρασί
σε όλη του την έκσταση.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΙΡΗΝΗΣ

Γυναίκα της Χιροσίμα,
εγώ, παιδί μιας άλλης χώρας,
μιας άλλης γενιάς,
μιας άλλης εποχής,
σε συνάντησα χθες στην πλατεία,
το φαλακρό κεφάλι,
το “διαμελισμένο κορμί,
τα κοκκάλινα άσπρα χέρια,
τις τσακισμένες λέξεις,
ναι, τα είδα και τα άκουσα όλα,
και όταν τραγούδησες στη γλώσσα σου
το τραγούδι της ειρήνης
όλοι στην πλατεία,
παιδιά πολλών γενεών, πολλών εποχών
τραγούδησαν μαζί σου,
και κάποτε γυναίκα,
θα φυτρώσουν λουλούδια στο κομματιασμένο σου κορμί,
και από τη μήτρα σου
θα γεννηθούν ροδομάγουλα παιδιά,
και θα κάνεις έρωτα
χωρίς την αγωνία
του μωρού με τα σπέρματα της βόμβας.
Ναι γυναίκα της Χιροσίμα,
κάποτε όλοι θα μιλήσουν τη γλώσσα σου
και τότε
όλοι οι λαοί θα τραγουδήσουν το τραγούδι σου.

ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ

Ένα χαμόγελο
στρογγυλό βαζάκι με ανεμώνες,
αγκαλιά
γεμάτη αχνιστό ήλιο,
δυο μάτια
στο χρώμα καστανής καλωσύνης,
όλη μια ελπίδα,
όλη μια υπόσχεση
πως υπάρχουν άνθρωποι…

ΕΡΩΤΑΣ Ι

Το δάκρυ σου μοιάζει με θάλασσα
και το χαμόγελό σου με ηλιαχτίδα,
θάθελα να βρέξω την καρδιά μου σε μια θάλασσα
και να τη στεγνώσω σε μια ηλιαχτίδα.

ΕΡΩΤΑΣ ΙΙ

Το φεγγάρι έλιωσε στον ουρανό.
Τα αστέρια σταμάτησαν το χορό τους.
Πάνω στο τζάμι δυο σταγόνες
ξεχώρισαν και κύλισαν στο έδαφος.

ΚΟΣΜΙΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ

Τα στόματα φορούν τα νάιλον χαμόγελα,
διπλώνουν και ξεδιπλώνουν σταυρωτά
τις γάμπες των χειλιών τους,
στο κατακάθι του καφέ
βουλιάζω τα δυο πόδια μου,
και το κραγιόν αφήνει στο τσιγάρο
τα ίχνη του χαμένου μου εαυτού.

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ο δρόμος,
τρίτη γωνία,
ίσια επάνω,
στροφή, Καμάρα,
λαχάνιασμα, ελπίδα,
η πόρτα,
κλειδί πάνω κάτω
εσύ,
στο δωμάτιο
το βαθουλωτό κρεβάτι,
το χαλασμένο κασετόφωνο,
οι θόρυβοι του δρόμου,
το χάδι στα μαλλιά,
υγρό άγγιγμα στο στόμα,
γεύση από μέλι,
μικρός ψίθυρος,
το πράσινο βλέμμα,
μαλακές λακουβίτσες,
σκιές από βλεφαρίδες,
φιλί στο μάγουλο,
η επιστροφή,
λαχάνιασμα,
σκοτάδι.
Ανάγκη.

Θάθελα να ήσουν κοντά μου.

ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ

Μια νότα μουσικής
γλίστρησε στα ματόκλαδα,
μπλέχτηκε στις βλεφαρίδες,
κύλησε στο ρόδινο μήλο του προσώπου,
άγγιξε την πεταλούδα της ψυχής,
σπαρτάρισε στα δάχτυλα
και έπεσε μεστωμένη
στο άσπρο χαρτί μπροστά της.
Ανάσαινε με ευτυχία.
Συμπλήρωσε πια την κυκλική τροχιά της.
Τώρα μπορούσε να ξαποστάσει,
ακόμη και να πεθάνει ήρεμη.

Είχε γίνει ποίηση.

ΦΥΛΑΚΗ

Ζωή ήρεμη, απλή.
Το παιχνίδι ήταν με τα χρώματα.
Μικρός, τα σίδερα μοιάζαν με φύλλα.
Ύστερα γίναν γαλάζια,
χαρά, εργασία,
«πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Ώσπου μεγάλωσε.
Τα σίδερα βάφτηκαν χρυσά.
Τα δάχτυλα σέρνονται,
ρόδινα ερπετά πάνω στο
χρυσάφι τους.
Ηδονή και ελευθερία.
Μα μια μέρα,
το νύχι ξύνει τη χρυσή μπογιά..
Και νάσου τα σίδερα,
γυμνά, πρόστυχα γυμνά μπροστά του.
Τα τραντάζει με μανία.
Όμως αυτά ήταν γερά,
και αυτός ως τώρα
ήρεμος, απλός, ευτυχισμένος.
Τυφλά περιστέρια τα δάχτυλά του
σκοτώνονται στα σίδερα.
Το άλλο πρωί
τα σίδερα ήταν βαμμένα πάλι,
μα ήταν τούτη τη φορά
το κόκκινο του αίματος,
το κόκκινο του χείμαρρου,

το κόκκινο της λευτεριάς.

ΤΡΑΠΕΖΑ

Σχέσεις σιωπής,
η καρδιά σε γυάλα βιολογίας,
νιώθω πως τα πνευμόνια μου
απέκτησαν βράγχια,
χρειάζομαι τη θάλασσα
όμως ίσως πιο πολύ
τελικά κουρνιάζω
στην ψεύτικη μήτρα
που εγώ κατασκεύασα

ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Σούρουπο,
αέρας,
τα λουλούδια που σωπαίνουν στις γλάστρες,
το κόκκινο αυτοκίνητο που φεύγει,
ο αυτόματος τηλεφωνητής στο τηλέφωνο,
το υδάτινο πέπλο της αναπνοής στο τζάμι,
ο ουρανός πληκτικά γαλάζιος
σαν ατέλειωτη θάλασσα.
Πότε απόμεινε μόνο ένα νησί,
και γύρω απόηχοι,
άχρωμα χρώματα,
άπιαστα χέρια,
πότε απόμεινε έτσι ένα νησί,
η καρδιά μου.

.

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΛΑΪΝ (2017)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Ποιος είναι ο Κύριος Κλάιν; Γιατί προσλαμβάνει τον Στέφαν, πρώην δικηγόρο, νυν άνεργο, ως βοηθό του, θυρωρό και συντηρητή για σαράντα εικοσιτετράωρα; Ποια μπορεί να είναι η λύτρωση για ένα εγωκεντρικό άτομο που δεν ενδιαφέρεται και δεν σχετίζεται ουσιαστικά με τους άλλους ανθρώπους; Μπορεί ένας άνθρωπος να επηρεάσει το περιβάλλον του και να γίνει καταλύτης στη ζωή των άλλων; Τοποθετημένο σε κάποια γωνιά του πλανήτη Γη, αρχές εικοστού πρώτου αιώνα, μέσα σε μία παγκόσμια κρίση, το μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη με τρόπο αλληγορικό και συμβολικό εξετάζει τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και την υποχρέωση του ατόμου προς το κοινωνικό σύνολο, του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέλος.
Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για την απώλεια, την κάθαρση και κυρίως για την αγάπη, μια και αυτή είναι, σύμφωνα με τη συγγραφέα, η συγκολλητική ουσία του σύμπαντος.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

0 κύριος Κλάιν έβγαλε μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά από τη βαθιά του τσέπη, έβαλε το μεγαλύτερο από αυτά στην κλειδαριά, η εξώπορτα της πολυκατοικίας υποχώρησε με θόρυβο κι από μέσα ξεπρόβαλε το σκοτεινό της υπογάστριο. 0 Στέφαν τον ακολούθησε κι ένιωσε σαν να κατέβαιναν επίπεδα κάτω από την επιφάνεια της γης. Στη δεξιά πλευρά της εισόδου υπήρχε μόνον ένα θυρωρείο με έναν ξύλινο πάγκο και μία καρέκλα. Ο πάγκος ήταν σκεπασμένος με έντυπα, ενώ στον αριστερό τοίχο ένας θολός καθρέφτης έστειλε πίσω την αντανάκλαση των μορφών τους. Ήταν άραγε πάλι η φαντασία του Στέφαν ή ο κύριος Κλάιν εμφανίστηκε ξαφνικά θεόρατος στη μισοσκότεινη είσοδο; Ίσως όμως να τον κάνει τόσο επιβλητικό ο τρόπος που ρουφάει τον αέρα γύρω του, η μεγαλοπρέπεια ενός άρχοντα που επιθεωρεί την επικράτειά του, και γιατί όχι άλλωστε, αφού η πολυκατοικία αυτή με τα πέντε διαμερίσματα, ένα σε κάθε όροφο, ανήκε ολοκληρωτικά σ’ αυτόν και σήμερα θα την έλεγχε με τη συγκατάθεση βέβαια των ενοίκων και τη βοήθεια του Στέφαν.
Από μια εσωτερική τσέπη του σακακιού του, ο κύριος Κλάιν εμφάνισε μια κατάσταση με ονόματα και ο Στέφαν πρόλαβε να δει μουτζουρωμένα γράμματα, που καβαλίκευαν το ένα το άλλο.
«Διαμέρισμα 102 στον πρώτο όροφο. Τυπική τετραμελής οικογένεια, ο κύριος και η κυρία Μουρν, αυτός δικηγόρος, αυτή ασφαλίστρια, δύο παιδιά, κόρη δεκαεπτά, γιος είκοσι, θα τους πετύχουμε στο πρωινό. Είστε έτοιμος;» ρώτησε και κοίταξε με σημασία το μπλοκάκι και το στιλό που κρατούσε
ο Στέφαν στα χέρια του. Οι οδηγίες που είχε λάβει την προηγούμενη μέρα στο τηλέφωνο από τον κύριο Κλάιν ήταν πολύ συγκεκριμένες. Όχι τάμπλετ ή ηλεκτρονικό σημειωματάριο, ένα μπλοκάκι μόνο και μάλιστα συγκεκριμένων διαστάσεων και μια πένα. «Τι σημασία έχει;» είχε πει η Κρίστυ σκληρά. «Ακόμα και αν σου ζητούσε να κρατάς κατσαβίδι και κλεφτοφάναρο, θα έπρεπε να τον υπακούσεις, έτσι ζορισμένοι που είμαστε».
Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν υπερσύγχρονη και προφανώς είχε αντικατασταθεί πρόσφατα. Τόνοι από ατσάλι που άστραφτε. Ο κύριος Κλάιν χτύπησε το κουδούνι. Η κυρία Μουρν τούς άνοιξε σχεδόν αμέσως.
«Σας περίμενα», είπε και ένα χαμόγελο έσπασε το πρόσωπό της σε ρυτίδες. Ύστερα πάλι το πανί του δέρματος τεντώθηκε. Είχε ξανθά μαλλιά πιασμένα σε κότσο και φορούσε ένα κομψό κλασικό ταγέρ. Λικνιζόταν επιδέξια πάνω στις ψηλές της γόβες, όμως ο Στέφαν είχε την αίσθηση ότι
από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόταν στο πάτωμα. Τα γαλανά της μάτια ήταν ψυχρά σαν δυο στρογγυλά κομμάτια καθρέφτη.
Παραμέρισε για να περάσει πρώτος ο κύριος Κλάιν και ύστερα τον ακολούθησε σε ένα μεγάλο σαλόνι ενωμένο με την κουζίνα, με μεταλλικές πολυθρόνες, γυάλινο τραπέζι, μεγάλους πίνακες με αφαιρετική ζωγραφική στους τοίχους και ένα χαλί σκακιέρα με μαύρα και άσπρα τετράγωνα στο
πάτωμα. Όλα τακτικά, οργανωμένα, καθαρά. Πάνω στο γυάλινο τραπέζι υπήρχε το πρωινό. Μπολ δημητριακών, φρούτα, γιαούρτι και γάλα. Ο κύριος Μουρν, ένας γοητευτικός άντρας με γκρίζους κροτάφους, ντυμένος με ένα ακριβό κοστούμι και καλογυαλισμένα παπούτσια που έτριζαν καθώς περπατούσε, σηκώθηκε και τους χαιρέτισε με χειραψία. Το χέρι του ήταν κρύο και άτονο. Στο τραπέζι είχε απομείνει η κόρη της οικογένειας να τρώει δημητριακά που μούλιαζε σε λίγο γάλα και τα κατάπινε αθόρυβα για να μην ταράξει τη σιωπή.
Η κυρία Μουρν τούς έδειξε τους αναπαυτικούς καναπέ-
δες με τα αφράτα μαξιλάρια και κάθισαν όλοι εκεί.
«Ο γιος σας κοιμάται ακόμα;» ρώτησε ο κύριος Κλάιν, αφού τα μάτια του, σταχτιά ποντίκια, διέτρεξαν το διαμέρισμα.
«Ναι, κοιμάται πάντα ως αργά», ράγισε η φωνή της κυρίας Μουρν.
«Όχι, ξυπνάει νωρίς και πάει για περπάτημα», απάντησε ο κύριος Μουρν ταυτόχρονα.
Μια αμήχανη σιωπή διαδέχτηκε τα λόγια τους.
Τότε η κόρη σταμάτησε να τρώει και γύρισε το κεφάλι προς την κατεύθυνσή τους. Η ματιά της διασταυρώθηκε με του Στέφαν για μια στιγμή. Είχε τα γαλάζια μάτια της μαμάς της, μόνο που αυτής ήταν βαθιά και υγρά. Μάτια ζωντανά που πάλλονταν. Φορούσε τη στολή του σχολείου της, γκρίζα φούστα και μπλε πουλόβερ από το οποίο ξεπρόβαλλε νούφαρο ένα άσπρο πουκάμισο. Ήταν υπερβολικά αδύνατη, στη βάση του λαιμού της πρόβαλλαν ανάγλυφα τα κόκαλά της. Ωστόσο ο Στέφαν τη βρήκε ελκυστική.
«Ο αδελφός μου δεν μένει πια εδώ», είπε με καθαρή φωνή που έσπασε την κρυστάλλινη ατμόσφαιρα.
«Εντελώς προσωρινά, φυσικά!» επενέβη βιαστικά η κυρία Μουρν. «Ξέρετε πώς είναι τα σημερινά παιδιά. Λατρεύουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα θα είναι πάλι μαζί μας».
Ο Στέφαν κοίταξε το τραπέζι και παρατήρησε ότι υπήρχαν πάνω του τέσσερα σερβίτσια φαγητού.
Η κυρία Μουρν ακολούθησε το βλέμμα του.

«Για εμάς είναι ακόμα εδώ». Όταν χαμογελούσε, η κυρία Μουρν άλλαζε ηλικία, το πρόσωπό της τσαλάκωνε και έβλεπες πώς θα ήταν σε είκοσι χρόνια.
«Ναι», είπε ο κύριος Μουρν με καλλιεργημένη φωνή που μάλλον θα χρησιμοποιούσε για να κατευνάσει τους πελάτες του. «Ο Μπίλλυ είναι ακόμα εδώ. Η μητέρα του επιμένει να καθαρίζει το δωμάτιό του, να πλένει τα πουλόβερ, να τακτοποιεί τα ντουλάπια του. Και βάζει πάντα ένα επιπλέον
σερβίτσιο στο τραπέζι για το πρωινό στις οκτώ, το μεσημεριανό στις πέντε και το δείπνο στις οκτώ. Η σύζυγός μου, βλέπετε, κύριοι, είναι η προσωποποίηση της τάξης».
Ο κύριος Κλάιν και ο Στέφαν προσποιήθηκαν ότι δεν πρόσεξαν την καλυμμένη μομφή και χαμογέλασαν τυπικά.
«Και γι’ αυτό ακριβώς με επέλεξες, αγάπη μου, για να οργανώσω το χάος στο οποίο είχες συνηθίσει να ζεις». Το χαμόγελο της κυρίας Μουρν είχε αρχίσει να ξεχειλώνει και να κρέμεται πλαδαρό. Ο Στέφαν είχε την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή η γυναίκα θα αναλυόταν σε λυγμούς.
Και τότε πρόσεξε ξαφνικά κάτι παράξενο. Ενώ μιλούσαν, η κόρη είχε τελειώσει το πρωινό της, αλλά συνέχιζε να κάθεται στο τραπέζι. Είχε πάρει ένα κοφτερό μαχαίρι και ανασηκώνοντας το μανίκι της, έμπηγε απορροφημένη την άκρη του κοφτερού μαχαιριού στο λευκό ζυμάρι του μπράτσου της μέχρι να ματώσει. Μικρές σταγόνες αίμα λέκιαζαν το λευκό τραπεζομάντιλο. Το χέρι ήταν γεμάτο περίτεχνα μπλαβά λουλούδια, που κάποια είχαν επάνω τους ξεραμένο αίμα, πράγμα που σήμαινε ότι αυτό ήταν κάτι που η δεσποινίς Μουρν έκανε πολύ τακτικά. Για μια ακόμα φορά οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, το μανίκι αμέσως της κατάπιε το χέρι, φόρεσε τη σχολική της σάκα στους ώμους, χαιρέτησε τυπικά και έφυγε.

.

ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ (2002)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Ένα μυθιστόρημα που εμπεριέχει ένα δεύτερο, μία ιστορία έρωτα, φιλίας και προδοσίας που εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη τού σήμερα και μία άλλη ιστορία που ξεπηδάει μέσα από την πρώτη, αντίστοιχη με την πρώτη, που εκτυλίσσεται σε κάποια αγγλοσαξονική χώρα του δέκατου ένατου αιώνα.
Πόσο ο έρωτας και η φιλία επηρεάζονται από την εποχή, τον αιώνα και τον κοινωνικό περίγυρο; Και η προδοσία είχε την ίδια γεύση παλιά, όπως και
τώρα; Πόσα πράγματα τελικά αλλάζουν στις σχέσεις των ανθρώπων, καθώς διασχίζουμε τις εποχές, και πόσα παραμένουν αναλλοίωτα;
Ψιθυριστοί πόθοι και ελπίδες, λαχτάρα και διάψευση, κρυφές συνομιλίες, υπαινικτικά αγγίγματα ψυχών και σωμάτων, μηνύματα στον τηλεφωνητή και επιστολές, άλλες με παραλήπτη και άλλες ανεπίδοτες, τέσσερα πρόσωπα, δύο άντρες και δύο γυναίκες, που ακροβατούν επικίνδυνα στις μεταξύ τους σχέσεις, που τολμούν, που ψάχνουν αυτό, που όλοι μας τελικά ψάχνουμε. Τη χαρά της αληθινής επαφής με ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Πέμπτη

Θεία μου,
Δεν ξέρω γιατί, τον τελευταίο καιρό, σκέφτομαι συνέχεια το θίασο. Την κοκκινομάλλα Μόλλυ, που βυθιζόμουν στο πληθωρικό της στήθος για παρηγοριά, κάθε φορά που η μαμά γινόταν πολύ αυστηρή μαζί μου. Την Μόλλυ που πάντα την ταλαιπωρούσαν και συχνά την έδερναν οι κατά πολύ νεώτεροι της εραστές. Παντρεύτηκε τελικά έναν από αυτούς και μένουν μαζί τώρα στη Σ. Είναι και αυτός ηθοποιός και περιστασιακά παίζουν μαζί σε κάποιο τοπικό θέατρο. Η Μόλλυ που πάντα με κάλυπτε, όταν κοιμόμουν με το Ροβέρτο.
Ο Ροβέρτος. Όταν αποχαιρετιστήκαμε, έκλαιγα ασταμάτητα.
Η μαμά δεν ήθελε να κλαίω. Έλεγε περιφρονητικά πως τα δάκρυα δεν είναι τίποτε άλλο από αλατόνερο και πως μία πραγματική κυρία πρέπει πάνω απ ’ όλα να είναι θαρραλέα.
Της χρωστώ πολλά. Μου έμαθε να αγαπώ την ποίηση, το φλάουτο, το χορό και το θέατρο. Θυμάμαι που κάποια βράδια μου διάβαζε μεταφρασμένα τα έργα του Ομήρου και κοιμόμουν με τις εικόνες του ωραίου Πάρη και του πολυμήχανου Οδυσσέα στο μυαλό. Άλλες φορές διάβαζε τις ελεγείες του Προπέρτιου στα Λατινικά και μου τις μετάφραζε.
Το μόνο που πήρε φεύγοντας από το σπίτι του παππού ήταν τα
βιβλία της. Αυτά που έχω μεταφέρει και εγώ στη βιβλιοθήκη του Κάρολου. Τα κοιτάει με περιέργεια, σαν να μην πιστεύει ότι μπορεί να τα έχω διαβάσει.
Ξέρεις θεία, ότι ο Προπέρτιος ήταν ερωτευμένος με μια γυναίκα που την έλεγαν Κυνθία, αλλά αυτή ήταν παντρεμένη με άλλον. Γιατί άραγε η μαμά γοητεύτηκε τόσο πολύ από τις ελεγείες του Προπέρτιου, ώστε να μου δώσει το όνομα Κύνθια. Ήταν πολύ παράξενη γυναίκα η μαμά. Ωστόσο δε θα την άλλαζα με καμία άλλη.
Πολλές φορές μέσα στη νύχτα ξυπνώ και ακούω το Ροβέρτο
να μου ψιθυρίζει «Όπου και να πας, θα είμαι κοντά σου, θα σε βρω ξανά».
Τότε η μυρωδιά του πλημμυρίζει το δωμάτιο, αναπνέω την ανάσα του, κοιτάζω το γυμνό μου κορμί και βλέπω πάνω του τα
χνάρια των χεριών του.
Είναι κάποιες νύχτες που γίνομαι πάλι δεκατριών χρόνων, έχω μόλις παίξει την Οφηλία και φορώ ένα δαντελένιο, λευκό φόρεμα, η μυρωδιά των πυρσών και των ξύλινων παραπηγμάτων, η γεύση των χειλιών του, το φόρεμα μου να ξεσκίζεται, ο Ροβέρτος μέσα μου, τα χείλη μου ματώνουν καθώς με δαγκώνει, απόλυτη νύχτα, όλοι κοιμισμένοι.
Ο Ροβέρτος της εφηβείας, πάντα παρών, όταν το στήθος μου άρχισε να ξεπροβάλλει αυτός ήταν που το πρωτογεύτηκε, πάντα μέσα στο σκοτάδι, στα κρύα δωμάτια των πανδοχείων όταν η μαμά και ο υπόλοιπος θίασος διασκέδαζαν με θόρυβο στην κάτω σάλα, κάτω από τις κουβέρτες η αχνιστή τρυφερότητα και το πρώτο πάθος, όλα μαζί του. Θεία, αυτό το γράμμα δεν πρέπει να το διαβάσεις. Φοβάμαι ότι θα ανησυχήσεις. Όμως μου κάνει καλό έτσι να γράφω. Αλλιώς…

.

ΘΕΑΤΡΙΚΑ

ΤΟ ΙΕΡΟ ΔΟΧΕΙΟ (2015)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Τι θα γινόταν άραγε, αν ο Νώε δεν έπαιρνε μαζί του στην Κιβωτό, την Εμζάρα, την νόμιμη σύζυγό του, αλλά μία νεαρή κοπέλα, την Σιγκάλ, κατάλληλη για τεκνοποίηση, για να κυοφορήσει στα σπλάχνα της τον γιο του στον Καινούργιο Κόσμο; Και αν με κάποιο τρόπο διασώζονταν τα γράμματα που έστελνε αυτή η νεαρή γυναίκα στην Εμζάρα, ως γυναίκα προς γυναίκα; Σ’ αυτό τον επιστολικό μονόλογο της Σιγκάλ, παρακολουθούμε την βαθμιαία συνειδητοποίηση της γυναίκας που γίνεται αντικείμενο της ανδρικής εξουσίας,
που το κορμί της χρησιμοποιείται ως δοχείο μέσα στις δομές μιας
πατριαρχικής κοινωνίας, που χαρακτηριστικά της νοοτροπίας της
επιβιώνουν μέχρι σήμερα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟ

Έπαψα πια ακόμα και να προσπαθώ να μετρώ τις ημέρες, εδώ μέσα ο χρόνος είναι άχρονος. Περνάμε τώρα ώρες στο κατάστρωμα να αγναντεύουμε μακριά.
Σήμερα προσθέσαμε μία ελιά κομμένη σε οκτώ κομμάτια στον χυλό μας. Την έφερε το περιστέρι. Κρίθηκε καλός οιωνός. Τα νερά έχουν υποχωρήσει, λέει ο Νώε, σε λίγο θα προσαράξουμε. Εγώ δεν μιλώ. Κάτι μέσα μου σαλεύει, είναι το ιερό μωρό, δεν το λέω πουθενά, η Νέλε όμως το έχει καταλάβει και μερικές φορές μου χαμογελάει, ενώ κρυφά μου δίνει να τρώω περισσότερο.
Νομίζω ότι και η Αντατανέσε το ξέρει, κάποια στιγμή μού έδωσε να πιω ένα ζεστό ρόφημα, το οποίο όμως ήταν πολύ πικρό, έκανα ψέματα ότι το πίνω και μετά το έχυσα σε ένα φυτό, που την άλλη μέρα μαράθηκε.
Η Σέντε δεν ενδιαφέρεται για τίποτε. Πολλές φορές περνάει όλη την μέρα στο κρεβάτι, έχει περίεργα ρίγη, έχει αδυνατίσει πολύ, τώρα όλοι βλέπουμε μία γριά γυναίκα, που έχει παραιτηθεί από όλα. Έτσι αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε περισσότερο, για να τα βγάλουμε πέρα. Όμως σε λίγο, όλα θα αλλάξουν. Θα φθάσουμε στην στεριά.

.

ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟ ΜΠΑΡ (2005)

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

(Σ’ ένα μπαρ. Δύο άτομα, ένας άντρας και μία γυναίκα βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο άντρας είναι γύρω στα τριάντα πέντε, φοράει Τζην, έχει νεανικό στυλ, ή γυναίκα σαραντάρα, κοκκινομάλλα, με μαύρο φόρεμα κοντό με τιράντες, έντονα βαμμένη, κουρασμένη. Στρέφονται και κοιτούν ό ένας τον άλλο. Μιλούν ταυτόχρονα)

Γυναίκα: Έρχεστε συχνά εδώ;

Άντρας: Είστε μόνη εδώ;

(Γελούν αμήχανα.)

Άντρας: (’Επαναλαμβάνει). Λοιπόν, ήρθατε μόνη, εδώ;

Γυναίκα: Είμαι μόνη εδώ και παντού.

Άντρας: Στοιχηματίζω ότι έχετε το όνομα ενός λουλουδιού, τα μάτια σας μοιάζουν με λυπημένες ανεμώνες, μήπως σάς λεν Μαργαρίτα;

Γυναίκα: Με λένε Άννα

Άντρας: Όπως ’Ανεμώνη. Επιτρέψτε μου νά σας συστηθώ. Ορέστης. Θα μπορούσα να σάς κεράσω ένα ακόμη ποτό;

Γυναίκα: Όχι, ευχαριστώ. Βγήκα για λίγο να ξεσκάσω, αλλά θα πρέπει σύντομα να φύγω. Με περιμένουν.

Άντρας: Ω, μα νόμισα..

Γυναίκα: Είμαι παντρεμένη. Έχω δύο μικρά παιδιά.

Άντρας: Σίγουρα, θα έχουν κοιμηθεί τώρα. Ο άντρας σας ξέρει πού είστε;

Γυναίκα: Τού είπα ότι βγαίνω λίγο να ξεσκάσω. Το συνηθίζουμε αυτό. Συχνά,
βγαίνουμε εναλλάξ, ο ένας κρατάει τα παιδιά και ο άλλος βγαίνει. Εγώ συνήθως πάω σινεμά Σήμερα όμως δεν πρόλαβα την προβολή των εννέα. Γι’ αυτό ήρθα εδώ.

Άντρας: Εγώ δεν έχω παντρευτεί. Είμαι μόνος. Όπως εσείς. Μόνο που εσείς
είστε παντρεμένη.
Γυναίκα: Ναι.

Άντρας: Μην με παρεξηγήσετε. Θέλω να σάς κάνω μία προσωπική ερώτηση.

Γυναίκα: Μπορώ πάντα να μην απαντήσω.

Άντρας: Μπορείτε. ’Αλλά θα ‘θελα να μου απαντήσετε. Είναι σημαντικό για μένα. ’Αλήθεια, να σάς παραγγείλω ένα ακόμα ποτό; Είναι νωρίς ακόμα. Τί πίνετε;

Γυναίκα: Σκέτη βότκα. Ευχαριστώ.

Άντρας: (Στον μπάρμαν). Ένα ποτό για την κυρία.

(Το παίρνει και της το προσφέρει. Την κοιτάει). Πέστε μου, ονειρεύεστε ποτέ ξύπνια; ’Ακόμα και με ανοιχτά τα μάτια;

Γυναίκα: Μερικές φορές, στην διάρκεια της μέρας, κλείνω τα μάτια και βλέπω ότι πετώ πάνω από τη θάλασσα.

Άντρας: Κλαίτε συχνά;

Γυναίκα: Κλαίω τα πρωινά. ’Ανοίγω τον απορροφητήρα της κουζίνας και κλαίω. Μερικές φορές κλαίω τόσο δυνατά, που το κλάμα μου σκεπάζει τον ήχο τού απορροφητήρα. Τότε αναγκάζομαι να λειτουργήσω και το πλυντήριο πιάτων μαζί.

Άντρας: Και τις Κυριακές;

Γυναίκα: ‘Ορίστε;

Άντρας: Λέω, κλαίτε και τις Κυριακές;

Γυναίκα: Ναι, τότε όμως αρχίζω από το απόγευμα. Πάντα έκλαιγα τα απογεύματα της Κυριακής. Από τότε που δούλευα ακόμη. Τίποτε δεν είναι τόσο καταθλιπτικό όσο το απόγευμα μιας Κυριακής.

Άντρας: Είστε πολλά χρόνια παντρεμένη;

Γυναίκα: Μόλις πέντε…

Άντρας: Τον άντρα σας τον αγαπάτε;

Γυναίκα: ’Εσείς συχνάζετε εδώ;

Άντρας: Ναι, έρχομαι μία με δύο φορές την εβδομάδα Μ’ αρέσει γιατί έχει
ησυχία.

Γυναίκα: Ίσως υπερβολική.

Άντρας: Ίσως. Σας αρέσει η φασαρία;

Γυναίκα: Είναι φορές που θέλω να βρίσκομαι με κόσμο.

Άντρας: Τώρα;

Γυναίκα: Τώρα έτσι κι αλλιώς θα φύγω.

Άντρας: Μου θυμίζετε κάποια.

Γυναίκα: Ποιά;

Άντρας: Μία γυναίκα που έχω δει μόνο μία φορά στη ζωή μου. Πριν από δύο χρόνια. Μια γυναίκα που από τότε δεν σταμάτησα να ψάχνω παντού για να την βρω.

Γυναίκα: Γιατί θέλετε να βρείτε αυτή την γυναίκα;

Άντρας: Γιατί την ερωτεύτηκα Γιατί το πρόσωπό της δεν φεύγει ποτέ από το μυαλό μου. Γιατί μπήκε στο λεωφορείο και χάθηκε σαν να την κατάπιε η γη. Γιατί την έχασα, μόλις την βρήκα

Γυναίκα: Είστε πάντα τόσο απλοϊκά ρομαντικός;

‘Άντρας: Δεν μπορείτε να καταλάβετε.

Γυναίκα: Δοκιμάστε με.

Άντρας: Δεν καταλαβαίνετε. Δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν γι’ αυτό. Συνεχίζω την ζωή μου σαν να μην έγινε ποτέ. Κι όμως από τότε συνέχεια ψάχνω, ανάμεσα στον κόσμο, στα μπαρ, στα καφενεία, στις ουρές των Τραπεζών, στα αεροδρόμια, στους σταθμούς, όπου υπάρχει κόσμος. Ψάχνω αυτήν την γυναίκα.

Γυναίκα: Θα αστειεύεστε.

Άντρας: Ίσως νομίζετε ότι είμαι τρελός.

Γυναίκα: Παίρνετε φάρμακα; Πηγαίνετε σε ψυχίατρο;

Άντρας: Δεν είδα καλά όλο το πρόσωπό της. Η βροχή έπεφτε καταρρακτώδης. Όλος ό κόσμος είχε καταφύγει κάτω από ομπρέλες και υπόστεγα Μόνο αυτή…

Γυναίκα: Αυτή τί;

Άντρας: Μόνο αυτή. Είχε σηκώσει το πρόσωπό της και άφηνε την βροχή να την διαπερνά. Χαμογελούσε. Τα ρούχα της ήταν τόσο βρεγμένα, που το κορμί της φαινόταν ανάγλυφο. Και οι ουρανοί είχαν θαρρείς ξεσκιστεί στα δύο και έβρεχε σαν τις μέρες τού κατακλυσμού, νόμιζες πώς δεν θα σταματούσε ποτέ να βρέχει, λες και ένα παραπέτασμα βροχής κάλυπτε τα πάντα, και αυτή γελούσε και στροβιλιζόταν κάτω από την βροχή. Τα μαλλιά της έμοιαζαν με άγρια φύκια, υπήρχε κάτι αγγελικό και δαιμονικό ταυτόχρονα στο πρόσωπό της πού γυάλιζε, στα μάτια της που έλαμπαν σαν φώτα, στο άγριο χαμόγελό της. Σαν νάχε μόλις ανακαλύψει κάτι θεϊκό μέσα της, κάτι αρχαίο, χόρευε έναν χορό αφιερωμένο στην βροχή. Όλος ο κόσμος την κοιτούσε έκθαμβος.

Γυναίκα: Αυτό συνέβη σε κάποια στάση λεωφορείου;

Άντρας: Ναι, στην στάση Ευζώνων, μπροστά από το ζαχαροπλαστείο Αβέρωφ. Τα λεωφορεία έρχονταν και έφευγαν, κόσμος ανέβαινε και κατέβαινε, όλοι κρατούσαν ομπρέλες και έτρεχαν και αυτή χόρευε μέσα στην βροχή. Πριν δύο χρόνια. Θυμάμαι ακόμα και τί μέρα ήταν. Γιόρταζε ή μητέρα μου θυμάμαι. Κρατούσα ένα κουτί γλυκά και πήγαινα να της ευχηθώ
.
Γυναίκα: Είναι συνονόματή μου λοιπόν η μητέρα σας;

Άντρας: Πώς το ξέρετε; Ναι, την λένε Άννα, είμαι όμως εκατό τοις εκατό σίγουρος, ότι δεν το ανέφερα καθόλου αυτό. Πώς λοιπόν; ’Εκτός αν ξέρατε για ποια μέρα μιλώ, έκτος…

Γυναίκα: Εκτός αν ήμουν κι εγώ εκείνη την μέρα, σ’ εκείνη την στάση μαζί σας.

Άντρας: Πιστεύετε στην μοίρα στο κισμέτ, στο πεπρωμένο;

Γυναίκα: Όχι.

……..

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ (2014)

Ψ1

1

Ι

Όλα τα ποιήματα είναι ορφανά.
Ζουν σε κάποιο ίδρυμα.
Άλλοτε παιδιά άλλοτε γέροι.
Τις νύχτες μαζεύονται στη σάλα.
Και διαβάζει το ένα το άλλο.

2

ΙΙ

Όλα τα ποιήματα είναι ένοχα.
Ποτέ δεν θα απολογηθούν.
Μερικά καταδικάζονται στην λήθη.
Όμως η μνήμη είναι ο πιο ανελέητος κριτής.

3

ΙΙΙ

Όλα τα ποιήματα κρύβουν ένα μυστικό.
Σε κάποιο στίχο υπάρχει μια καταπακτή
μια κρύπτη απόκρυφη
ένα χαλαρό πλακάκι ή μία σάπια σανίδα
για να γλιστρήσει ο αναγνώστης στην τσουλήθρα

4

ΙV

Τα περισσότερα ποιήματα φοβούνται να πεθάνουν
γι αυτό και ερωτεύονται συνέχεια
μα ο θάνατος δεν έρχεται ποτέ ακαριαία
στην πραγματικότητα
τον προετοιμάζει πάντα η αρχή τους.

5

V

Όταν ένα ποίημα ερωτεύεται γίνεται επίμονο συχνά.
Επαναλαμβάνει συνέχεια τους ίδιους στίχους
την ίδια κίνηση το ίδιο χάδι
σαν παλίρροια ή μικρή ακροβάτισσα στο χιόνι.

6

VI

Τα ποιήματα είναι αστέρια.
Στέλνουν το φως τους ακόμα
κι όταν τα ίδια είναι νεκρά.

7

VII

Αν δεις στον δρόμο σου ποίημα γνωστό
μην το χαιρετήσεις.
Προσποιήσου ανωνυμία, κάνε πως δεν το ξέρεις.
Σε κανένα ποίημα δεν αρέσει η οικειότητα.
Δίνουν το κορμί τους σε όλους
δεν φιλούν όμως κανέναν.

8

VΙΙΙ

Ποίημα από ποίημα διαφέρει.
Κανένα ποίημα δεν είναι ποτέ το ίδιο με το άλλο.
Όλα όμως προέρχονται από την ίδια αρχαία κοίτη.

9

IX

Όλα τα ποιήματα είναι αλκοολικά.
γέρνουν επικίνδυνα,
βυθίζονται στο οινόπνευμα.
Κυκλοφορούν στο αίμα.
Κι ύστερα εκσφενδονίζονται στο άπειρο.

10

Χ

Κάθε ποίημα είναι ένας άντρας.
Πλαγιάζεις μαζί του στο σκοτάδι.
Το πρωί μένει μόνο η μυρωδιά
άγνωστης σάρκας στο χαρτί.

11

.

Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Ε Σ 

ΙΕΡΕΜΙΑΔΑ

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ

FREAR.GR 7/11/2023

Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική πεζογραφία δίνει, όσο μπορώ να την παρακολουθήσω, πολύ ενδιαφέροντες καρπούς. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας το μυθιστόρημα Ιερεμιάδα, της ποιήτριας και πεζογράφου Χλόης Κουτσουμπέλη. Πρόκειται για πεζογραφικό έργο που η δημιουργός του ωστόσο είναι πάνω απ’ όλα ποιήτρια και μ’ αυτόν τον τρόπο γράφει, καθοδηγούμενη από το πνεύμα της ποίησης.

Θα ήθελα να ξεκινήσω πιάνοντας το νήμα από το τέλος, παίρνοντας σαν αφετηρία μια φράση που η συγγραφέας γράφει στο σύντομο σημείωμα της στο τέλος του βιβλίου. Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μέσα στις πρωτόγνωρες για όλους μας και δύσκολες εκείνες μέρες του τρόμου, λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης του ιού covid και της καραντίνας που μας επιβλήθηκε. Πράγματι, το μυθιστόρημα μοιάζει να ξεπηδά μέσα από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου αφού αναφέρεται σε κάποια μυστηριώδη ασθένεια που έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αφανίσει τη ζωή πάνω στη γη. Προσοχή, όμως, διότι η ίδια η συγγραφέας σπεύδει να μας υπενθυμίσει ότι παρ’ όλα αυτά δεν είναι δουλειά της λογοτεχνίας να αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα. Η θέση της με βρίσκει σύμφωνο. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι μια πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Εξάλλου η πραγματικότητα και η ίδια η ζωή είναι ένα φαινόμενο τόσο σύνθετο που είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί στο σύνολό της μέσα από τη γλώσσα. Μια από τις ικανότητες της λογοτεχνίας, ωστόσο, κι ένα από τα πολλά καθήκοντά της, είναι ίσως η εκπομπή προειδοποιητικών σημάτων. Η λογοτεχνία μπορεί να προειδοποιεί απλώς μ’ έναν έμμεσο τρόπο και να βλέπει σαν μια ενότητα παρελθόν παρόν και μέλλον ταυτόχρονα. «Πρόθεσή μου», συνεχίζει η Χλόη Κουτσουμπέλη, «ήταν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα που να διερευνά τις σχέσεις εξουσίας». Κι εδώ μας υπενθυμίζει μια ολόκληρη λογοτεχνική παράδοση που έφτασε στο αποκορύφωμά της γύρω στα μέσα του περασμένου αιώνα, ξεκινώντας λίγο πριν και καταλήγοντας λίγα χρόνια μετά το τέλος του φοβερού δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Συνήθως όταν μιλάμε για δυστοπία στη λογοτεχνία, το πρώτο έργο που έρχεται στο μυαλό μας είναι το Οργουελικό 1984. Έχω τη γνώμη, αν και αυτό βέβαια δεν είναι θέμα της αποψινής συζήτησης, ότι οι σημερινές δυτικές κοινωνίες στις οποίες κυριαρχεί ένα είδος ολοκληρωτικής δημοκρατίας, έχουν ενσωματώσει πολλά από τα στοιχεία που διαβάζουμε στο μυθιστόρημα του Όργουελ και τα οποία μας φαίνονται τρομακτικά και εξωπραγματικά. Τρομακτικά είναι απολύτως αλλά εξωπραγματικά δυστυχώς δεν είναι καθόλου και πολύ φοβάμαι ότι το μέλλον θα είναι πολύ χειρότερο. Αυτό όμως, όπως είπα και πριν, είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.

Το βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη συγγενεύει ωστόσο με όλες τις προηγούμενες λογοτεχνικές δυστοπίες, επειδή θέτει με τη σειρά του, αν και μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, επείγοντα πολιτικά ζητήματα. Ο μυστηριώδης ιός που στο μυθιστόρημα έχει αφανίσει το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας, ξεκινά προσβάλλοντας τη μνήμη και τον λόγο του ασθενούς. Έτσι έχουμε έναν παγκόσμιο πληθυσμό που ασθενεί μαζικά, χάνοντας δυο από τις βασικές ανθρώπινες ιδιότητες, τη μνήμη και τη γλώσσα. Στο μυθιστόρημα, βέβαια, οι άνθρωποι χάνουν τις βασικές τους ανθρώπινες ιδιότητες εξαιτίας ενός ιού που ονομάζεται Κένταυρος. Στη δική μου, αυθαίρετη ίσως ανάγνωση, ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει τον Κένταυρο με μια αόρατη υπερεξουσία, μ’ αυτό το τερατώδες οικονομικό-πολεμικό σύστημα, το οποίο εγκληματεί σε πλανητική κλίμακα και καταστρέφει τον κόσμο έχοντας αποκτήσει πελώριες δυνατότητες ελέγχου των πληθυσμών και απέναντι στο οποίο μοιάζουμε όλοι ανυπεράσπιστοι. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύω, που στο μυθιστόρημα, ο ιός επιτίθεται πρώτα στη μνήμη και στον λόγο. Η εξουσία και σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η τερατώδης πλανητική εξουσία της εποχής μας, είναι εχθρός του πολιτισμού. Και πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τη μνήμη και τον λόγο.

Η κατάσταση στον σταθμό έχει καταντήσει απάνθρωπη, διαμορφώθηκε μια ταξική κοινωνία που αναπαράγει όλη την ανισότητα και την αδικία. Μια ελίτ που αποφασίζει για την τύχη των ενοίκων του κατώτερου ορόφου που αποτελούν το υπηρετικό προσωπικό της, διαβάζουμε σ’ ένα άλλο σημείο του βιβλίου. Οι επιζώντες λοιπόν αναπαράγουν με τη σειρά τους όλες τις σχέσεις εξουσίας που υπήρχαν πριν από την καταστροφή κι έτσι είμαστε και πάλι υποχρεωμένοι να ξαναρχίσουμε και πάλι από την αρχή σ’ ένα ατελείωτο ράβε-ξήλωνε του κόσμου και της Ιστορίας. Και το μεγάλο ερώτημα που θέτει αυτό το βιβλίο πιστεύω, ένα ερώτημα που είναι πανάρχαιο και διαρκώς επανέρχεται πιο κρίσιμο από ποτέ, είναι το ερώτημα που θέτει η Άννα σ’ ένα σημείο του βιβλίου: Και τότε στο μοιραίο σταυροδρόμι, όταν έρθουμε αντιμέτωποι με τη Σφίγγα, τι θα απαντήσουμε στην κρίσιμη ερώτηση;

Αυτή είναι η δική μου, προσωπική ανάγνωση που σχετίζεται με την πολιτική διάσταση του βιβλίου. Επειδή όμως εδώ μιλάμε πάνω απ’ όλα για ένα έργο λογοτεχνίας, θα ήθελα να τονίσω και να επιμείνω στην αξία και την ομορφιά του κειμένου. Από την αρχή ο αναγνώστης εισέρχεται σ’ έναν κόσμο ερειπωμένο και σ’ ένα τοπίο σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής μέσα στο οποίο προσπαθούν να επιβιώσουν οι ελάχιστοι επιζώντες. Φτάσαμε πια σε ένα σημείο όπου όλες οι συμφορές μοιάζουν φυσιολογικές, αφηγείται η Μπριγκίτε σ’ έναν από τους παράλληλους μονολόγους του βιβλίου. Σ’ ένα άλλο σημείο, δίνεται μια εικόνα από μια εγκαταλελειμμένη πόλη:

Σπασμένες βιτρίνες, αναποδογυρισμένοι κάδοι σκουπιδιών, ψηλά κτίρια που είχαν καταρρεύσει, άγρια πρασινάδα που είχε εισχωρήσει στις πολυκατοικίες, θηριώδη φυτά που είχαν σπάσει το τσιμέντο στους δρόμους. Και πτώματα που σάπιζαν παντού, κόκαλα και μισολιωμένοι σκελετοί. Προσπαθούσαμε να κοιτάμε μόνο μπροστά καθώς διασχίζαμε με τα πόδια τους άδειους δρόμους για να κατευθυνθούμε προς το λιμάνι. Τεράστια γκρίζα ποντίκια, χοντρά σαν γάτες, έτρεχαν σε κοπάδια ανάμεσα στα πτώματα…

Σ’ ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον για μένα, κομμάτι του βιβλίου, η Άννα και πάλι, κάνει μια αναφορά στον πίνακα Λας μενίνας του Ντιέγκο Βελάσκεθ, ένα από τα πιο αινιγματικά αριστουργήματα της δυτικής τέχνης, ένα έργο που μας υπενθυμίζει ότι η τέχνη όπως και η μητριά της η ζωή, δεν είναι παρά ένα παιχνίδι κατόπτρων που θα συνεχίζεται αιώνια μέχρι που να μας δοθεί η χάρη κάποτε ν’ ανακαλύψουμε, μέσα στο πλήθος των απατηλών αντανακλάσεων, την εικόνα του αληθινού μας προσώπου.

Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ και σ’ ένα άλλο κομμάτι του βιβλίου που μου έκανε εντύπωση. Μέσα στις διαδοχικές και παράλληλες αφηγήσεις των ηρώων, παρεμβάλλεται ξαφνικά σε κάποιο σημείο και η αφήγηση του συγγραφέα Μπάρυ, η οποία φαινομενικά δεν έχει καμία σχέση με την υπόλοιπη ιστορία. Πρόκειται για ένα είδος παρέκβασης ή για μια σύντομη παραβολή. Το σύντομο αυτό κομμάτι ονομάζεται «Η γυναίκα και η σκιά της» και το αναφέρω εδώ επειδή θεωρώ ότι έχει μια ιδιαίτερη αξία μέσα στο κείμενο και ταυτόχρονα τέτοια αρτιότητα και αυτοτέλεια που θα μπορούσε να σταθεί και ξεχωριστά σαν ένα μικρό, ανεξάρτητο κείμενο.

Είναι μια από τις ιστορίες που στο βιβλίο αφηγούνται μεταξύ τους οι επιζώντες για να συνεχίσουν να ζουν. Επειδή οι ιστορίες, όπως λέγεται και στο βιβλίο, είναι ένα αντίβαρο στον θάνατο και στην απώλεια και όσο αφηγούμαστε παραμένουμε ζωντανοί. Θυμηθείτε την Σεχραζάντ από τις χίλιες και μια νύχτες ή τη δική μας Πηνελόπη που ξηλώνει κάθε νύχτα το υφαντό της, περιμένοντας.

Κι έτσι κάθε μέρα ξαναρχίζει από την αρχή ο κόσμος και όλα καταστρέφονται και όλα γεννιούνται ξανά μέσα σ’ έναν αέναο κύκλο απελπισίας και ελπίδας και αυτό είναι πιστεύω και μια βαθιά πίστη αυτού του μυθιστορήματος που κλείνει με την επιστροφή του Ισαάκ που ξαναβρίσκει τη μεγάλη χαμένη του αγάπη, την Άννα, και της περνά ένα δαχτυλίδι με πευκοβελόνες στο δάχτυλο.

.

ΛΙΛΑ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Περιοδικό “Θράκα” 5/11/2023

Η αναμέτρηση με τη Σφίγγα και τη μνήμη του τραύματος

ΕΠΙΚΑΤΑΡΑΤΟΣ ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ’ ἄνθρωπον καὶ στηρίζει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ’ αὐτόν, καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῇ ἡ καρδία αὐτοῦ· καὶ ἔσται ὡς ἡ ἀγριομυρίκη ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὐκ ὄψεται ὅταν ἔλθῃ τὰ ἀγαθά, καὶ κατασκηνώσει ἐν ἁλίμοις καὶ ἐν ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἁλμυρᾷ, ἥτις οὐ κατοικεῖται… βαθεῖα ἡ καρδία παρά πάντα, καὶ ἄνθρωπός ἐστι· καὶ τίς γνώσεται αὐτόν;
Ιερεμίας, 17, 5-9
Αυτός ο ιός, που ονομάσαμε Κέρβερο, αργά και σταθερά μας διαλύει. Στο τέλος όλοι καταντάμε ένα άδειο σαρκίο, κενό από οποιαδήποτε σκέψη ή συναίσθημα… Φαίνεται ότι ο πλανήτης Γη θέλει πια να ξεφορτωθεί αυτό το πομπώδες ζώο που με την ύβρη, την πλεονεξία του… απειλεί την ύπαρξή του.
Ιερεμιάδα, σσ. 28,31
Όλος αυτός ο θάνατος, μέσα, γύρω, παντού, θάνατος στην Αφρική, στην Ιεραποστολή, παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα, παιδιά να πεθαίνουν από τον ιό, παιδιά πειραματόζωα στα ληγμένα φάρμακα της Ευρώπης, αυτός ο γηρασμένος κόσμος έπρεπε να πεθάνει. Αγαπημένη Δέσποινα, βασίλισσα του κόσμου, ήλιε της αγιοσύνης… άκουσέ με, προστάτεψέ μας.
ό.π., σελ. 92
Με γοητεύει ο γκρεμός. Κάθε φορά που πλησιάζω κοντά, αντικρίζω την άβυσσο, ακούω τον ψίθυρό της… Ποια είμαι; Ήμουν; Είχα αγαπημένους, γονείς, παιδιά; Είχα σπίτι;… Είμαι άνθρωπος; Ένας γκρεμός το πίσω, όπου πέφτω συνέχεια.
ό.π., σελ. 111
Θέλω το σώμα μου να είναι ένα νησί μέσα σε μία απέραντη θάλασσα. Κανείς να μην το φθάνει, κανείς να μην το αγγίζει. Να μην υπάρχουν πλοία, πλωτές γέφυρες, πορθμοί, ισθμοί.Να μην υπάρχουν κόλποι, κολπίσκοι, παραλίες. Μόνο απόκρημνες ακτές και βράχια κοφτερά.
ό.π., σελ. 116
“Ιερεμιάδα”, ένας θρήνος για την καταστροφή του πλανήτη Γη, που έσπειρε ο σκύλος του ερέβους, ο Κέρβερος, με τη μορφή ενός ιού, προσβάλλοντας πρώτα τις φωνητικές χορδές, και αφήνοντας όλους «άφωνους και μουγκούς μπροστά στη φρίκη», και ύστερα τα κύτταρα του εγκεφάλου, στερώντας τους τη μνήμη κι οδηγώντας τους σε κώμα και στον θάνατο,

και όλη η ανθρώπινη ιστορία ανασυντίθεται μέσα από τη λογοτεχνική αποτύπωση 2 ομάδων, η μία είναι μια μικρή επιστημονική κοινότητα και το βοηθητικό της προσωπικό, προστατευμένη από την αρρώστια, με συνεχή πειράματα σε υπόγειο καταφύγιο για την καταπολέμηση του ιού, εξουσιαστική, άτεγκτη, υπολογιστική, απάνθρωπη, απομονωμένη, και τελικά αναποτελεσματική μέσα στην περιχαράκωσή της και την αλαζονική αποστασιοποίησή της από τα τελευταία ίχνη ζωής στον πλανήτη, και η δεύτερη το πλήρωμα ενός πλοίου, μιας νέας Κιβωτού του Νώε, που βρίσκει καταφύγιο σε ένα νησί του Αιγαίου, σε έναν επίγειο παράδεισο, που όμως έχει κι αυτός μολυνθεί, αναπαράγοντας εκεί τις προηγούμενες συνθήκες ζωής της κοινωνίας, με τους αποκλεισμούς, τους διαχωρισμούς, την έμφυλη βία, τη σκληρότητα αλλά και την ανθρωπιά και την καλοσύνη, και το οποίο σιγά σιγά αποδεκατίζεται, εκτός από λίγους που επιβιώνουν και συνέρχονται με την σταδιακή υποχώρηση του ιού μέσα σε λίγα χρόνια,

από τους επιζήσαντες στο νησί, στην πλειοψηφία τους άρρωστοι και άφωνοι, παρουσιάζονται 5 αφηγηματικές φωνές (εσωτερικοί μονόλογοι), ένας γιατρός, μία ανθρωπίστρια επιστήμονας, η Άννα, ένα παιδί, ο Ιερεμίας, ένας εργάτης, μια ντόπια «μάγισσα», γνώστρια των βοτάνων,

καθώς και οι αφηγηματικές φωνές 7 γυναικών με τα ονόματα των 7 ημερών της εβδομάδας, (τα δικά τους τα κατάπιε η λήθη), κλεισμένων σε ένα πρώην μοναστήρι, στα σώματα και τις ψυχές τους αποτυπωμένα όλα τα τραύματα, οι πληγές, η κακοποίηση, η κτηνωδία του κόσμου,

κάθε Γυναίκα και μία Μέρα,
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη,
κάθε Μέρα και μια Οδύνη,
Παρασκευή, Σαββατιανή και Κυριακή

κάθε Μέρα ένας Κοπετός,
μια απέλπιδα Ικεσία,
μια Ιερεμιάδα,
ένας Θρήνος για την εγκατάλειψη,
την περιφρόνηση, τα μαρτύρια,
τη ζωή που έχει χαθεί,
κάθε Μέρα ένας Δραματικός Μονόλογος,

όμως το αέναο ξεφύλλισμα της Εβδομάδας
ένας εξορκισμός στην οπισθοδρόμηση της Μνήμης
και στην κατάργηση του Χρόνου,

και να που οι γυναίκες αντικαθιστούν την ομιλία με τη γραφή, και είναι «η γραφή αυτή που θα συντηρήσει την ύπαρξη και θα γίνει μια κάψουλα χρόνου», και αγωνίζονται να διαφυλάξουν τη ζωή που ενσαρκώνει η εύθραυστη παρουσία του μικρού παιδιού, του Ιερεμία, του μόνου ανέγγιχτου από τον ιό, του μόνου που μιλάει σε έναν βουβό πλανήτη, αλλά κανείς δεν μπορεί να του απαντήσει, προορισμένος ωστόσο να φυτέψει νέα ζωή, να ξεριζώσει το κακό, όπως και ο εκλεγμένος από τον Θεό συνονόματός του προφήτης:

«ἰδοὺ καθέστακά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ ἐπὶ βασιλείας ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν καὶ ἀνοικοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν.»
(Ιερεμίας, 1,10),

και όταν ο ιός υποχωρεί και επανέρχεται η μνήμη, που οδηγεί και στην έξοδο από τον εγκλεισμό στη μονή, είναι αυτές οι γυναίκες που θα θυμηθούν βαθμηδόν τα πάντα, και θα λογαριαστούν με τον ασύλληπτο πόνο της βιωμένης τραυματικής εμπειρίας της προηγούμενης ζωής τους, που είχε προς στιγμήν παγώσει μέσα στην αμνησία, κι ενώ στον διπλανό οικισμό κυριαρχεί ο φόβος, το μίσος και η καχυποψία, αυτές θα αυτο-οργανωθούν και θα στήσουν μια νέα κοινότητα, βασισμένη στην αγάπη και την αλληλεγγύη,

και όπως λέει η Άννα στον μονόλογό της στο μοναστήρι, τότε που η μνήμη άρχιζε σιγά σιγά να επιστρέφει: «Θέλω να ξαναθυμηθώ τα πάντα, κάθε μικρή λεπτομέρεια. Γιατί είμαστε οι αναμνήσεις μας. Όλα αυτά τα σπασμένα κομμάτια του καθρέφτη, που όταν συναρμολογηθούν, θα αντικρίσουμε ολόκληρη την εικόνα μας. Χωρίς τη μνήμη χάνουμε το πρόσωπό μας. Και τότε στο μοιραίο σταυροδρόμι, όταν έρθουμε αντιμέτωποι με τη Σφίγγα, τι θα απαντήσουμε στην κρίσιμη ερώτηση;» (σελ. 186)

Αν όμως μνήμη είναι η μνήμη του τραύματος, και χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει ζωή, τότε πώς θα αντέξουμε μια ζωή τρομαχτική; Εδώ έρχεται η αρωγή της λογοτεχνίας, η οποία ανατέμνοντας την προσωπική αλλά και τη συλλογική κόλαση, μπορεί να μας βοηθήσει να υπερβούμε την φρίκη μέσω της μυθοπλασίας και του ποικιλότροπου αφηγηματικού της κώδικα, που βασίζεται στο βίωμα αλλά και τη φαντασία, στην ιστορία και τον μύθο, στη λογική και το συναίσθημα, στον ρεαλισμό και την ουτοπία, στην κριτική ματιά και τη νοηματοδότηση, προσφέροντάς μας έτσι διέξοδο και φως. Μόνο η λογοτεχνία μπορεί να εγκαθιδρύσει ξανά τη μνήμη, το νόημα.

Αυτό κάνει και η Χλόη Κουτσουμπέλη στο μυθιστόρημά της που είναι βαθιά ανθρώπινο και πολιτικό συνάμα: όταν οι κακοποιημένες γυναίκες της Ιερεμιάδας μπορούν και αναμετριούνται με τη Σφίγγα και με τη μνήμη του τραύματος σε μια δική τους οργανωμένη κοινότητα, αγάπης και συντροφικότητας, τότε γεννιέται ξανά σε όλους εμάς η ελπίδα.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

FRACTAL 5/9/2023

Ο κόσμος της Χλόης Κουτσουμπέλη

Με αφηγηματική δύναμη και με διαρκώς εκτυλισσόμενη πλοκή, χωρίς να κάνει ποτέ κοιλιά και να καθησυχάζεται ο αναγνώστης, το νέο αυτό μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη εξαπλώνεται μαζί με τον περιγραφόμενο θανατηφόρο ιό, προς διάφορες κατευθύνσεις, στις ζωές των ηρώων της, μεταξύ ζωής και θανάτου και με δημιουργική φαντασία, που είναι διανθισμένη με εξακτινωμένα στοιχεία του σήμερα, επιδεινωμένα, σε μια προφητική δυστοπία.

Οι ήρωές της εναλλασσόμενα αφηγούνται, σε πρώτο πρόσωπο και με αξιοσημείωτη ζωντάνια, τη ζωή τους και τα δρώμενα, με τη δική τους οπτική γωνία, μερικής εστίασης. Βιώνουν την ένταση της τραγικής καταστάσεως καθένας με τον τρόπο του, βγάζοντας στην επιφάνεια το παρελθόν, τα πάθη και τις επιθυμίες τους. Οι αποφάσεις τους έχουν βαρύνουσα σημασία, καθώς μπορεί να είναι οι τελευταίες, υπό τον προβολέα της απειλής της αρρώστιας και του θανάτου και έτσι τίθονται στην προσοχή του αναγνώστη, ακόμα και αν αποτελούν λεπτομέρειες, που υπό άλλες συνθήκες θα περνούσαν απαρατήρητες. Σε αυτές τις αφηγήσεις παρεμβάλλονται και γράμματα-επιστολές που μας αποκαλύπτουν στοιχεία της υποθέσεως, συνεισφέροντας στην ποικιλία της μορφής αφήγησης.

Το βιβλίο, αν και περιγράφει μια ζοφερή δυστοπία, εντούτοις μας κάνει να αγαπήσουμε τη ζωή. Αυτό γίνεται γιατί οι ήρωές του, υπό την απειλή του επικρεμάμενου θάνατου, κάνουν τα πάντα για να γευτούν τις στιγμές που τους μένουν, στο οποίο συνεισφέρει και το ειδυλλιακό νησί που έχουν καταφύγει, και όλο αυτό το κλίμα κάνει contrast με τις αποτρόπαιες σκηνές, πιστοποιώντας μας αντιστικτικά την αξία των στιγμών της ζωής. Όπως η ίδια μας λέει, «ο έρωτας και ο θάνατος είναι ακραίες εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης μας. Η υπέρβασή της» (σ.49). Γενικότερα, είναι στοιχεία που κυριαρχούν στις δημιουργίες της λογοτέχνιδας, είτε ποιητικές είτε πεζογραφικές. Το ανεξέλεγκτο, το ενδόμυχο, το παράφορο, το εκτός ορίων, το τραγικό και, το στιγμιαία ή διαρκώς, κατ’ επίφαση ή όχι, ανεπανάληπτο είναι αυτά που τη γοητεύουν και ταυτόχρονα τα οχήματα που τη συνδέουν με τα βιώματα των αναγνωστών, την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Οι εντάσεις στα έργα της είναι υψηλές, χωρίς όμως ποτέ να ξεπέφτουν στο μελό, τηρώντας μια αξιοζήλευτη ισορροπία, που συχνά απορρέει από την αποδοχή του μοιραίου και των ατελειών των ανθρώπων.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη αυτό το μυθιστόρημα είναι αισιόδοξο, όσο και αν αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο. Είναι έργο ανθρώπινων σχέσεων και ανθρωπιάς, στο οποίο μέσα από τη φρίκη αναδύεται νικήτρια η αγάπη για τη ζωή και η αλληλεγγύη, αβίαστα και με έλλειψη διδακτισμού.

Το κείμενο της Κουτσουμπέλη έχει διαρκώς κάτι να πει, δηλαδή έχει ουσία και δεν περιφέρεται αδόλεσχα ούτε ομφαλοσκοπεί. Η αλήθεια του είναι εξωτερική, στον κόσμο, στους ήρωες, στην υπόθεση και όχι στον τεχνοτροπισμό και στην εσωστρέφεια. Τα στοιχεία που το απαρτίζουν πολλά σαν ψηφίδες. Είναι οι μικροιστορίες των ηρώων του.

Δύο πράγματα χάνουν οι νοσούντες από τον ιό, συνομιλώντας η συγγραφέας με έργα του Σαραμάγκου, όπως το Περί τυφλότητας. Τη φωνή και τη μνήμη τους. Η φωνή συνδέεται με την επικοινωνία, την έκφραση και τη διασκέδαση. Η μνήμη είναι αυτή που τους συνδέει με το παρελθόν, φορέας της χαράς, του πόνου και της νοσταλγίας. Σε μεγάλο βαθμό είμαστε οι μνήμες μας, αυτές που μας διαμόρφωσαν και μας διαμορφώνουν. Έτσι οι ήρωές της χάνουν ένα μεγάλο μέρος του εαυτού τους, γίνονται κενοί, έτοιμοι να δεχθούν και να δημιουργήσουν νέους τρόπους επικοινωνίας –για παράδειγμα γραπτούς- και σχέσεων, που στηρίζονται στις ανάγκες τους, υλικές και ψυχολογικές, δέσμιοι όμως του χαρακτήρα τους και των κατάλοιπων του παρελθόντος. Είναι μια μορφή αναγέννησής τους και υπαρξιακού αναπροσδιορισμού, κάτι που κάνει το βιβλίο έντονα υπαρξιακό, με τη συνεπικουρία του επικρεμάμενου θανάτου. Άλλοι καταλήγουν σε αποτρόπαιες πράξεις και γίνονται μέχρι και βιαστές, άλλοι απομονώνονται και γίνονται ελιτιστές και άλλοι βοηθούν τους συνανθρώπους τους και επιδιώκουν τη φιλία και τον έρωτα. Η σταδιακή επαναφορά της μνήμης, κατά την ίαση των ασθενών, είναι πολύ επιτυχημένο τέχνασμα που συγκριτικά τονίζει την πριν και τη μετά κατάσταση των οικότροφων, με όλες τις κοινωνικές συνιστώσες, όπως τον ελιτισμό, τη φαλλοκρατική νοοτροπία, τον ρατσισμό και τις τραγικές προκαταλήψεις έναντι της διαφορετικότητας. Και τελικά, παρ’ όλες τις εκτροπές, τα μικρά και μεγάλα αμαρτήματα, τα τραγικά συμβάντα, τις πληγές και τους χαμούς, η αγάπη είναι αυτή που ενώνει και κάνει ευτυχισμένα τα μέλη των κοινωνιών, όποιες και αν είναι οι επιλογές τους, είτε θέλουν να ζήσουν σε κοινότητες που διαχωρίζονται από τις άλλες, είτε θέλουν να ζήσουν «χωρίς συρματοπλέγματα», όπως χαρακτηριστικά λέει η Άννα. Ο έρωτας δίνει τη ζωή και νικά τον θάνατο, συγχωρεί, κάνει όλους να προχωρούν μπροστά ξεπερνώντας το παρελθόν. Σε μερικά σημεία διακρίνω ασκήσεις υποκειμενικότητας της ευτυχίας, καθώς όλοι οι ήρωες την κατακτούν, ο καθένας με τον τρόπο του.

Με αυτούς τους τρόπους, τα πολλά γεγονότα του βιβλίου λειτουργούν θετικά και κάνουν το μυθιστόρημα συναρπαστικό και έντονα σφαιρικό, χωρίς συνήθως να προχωρούνε σε λεπτομέρειες.

Συνολικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε, ότι το βιβλίο της Κουτσουμπέλη είναι καλογραμμένο, ψυχαγωγικό και ουσιώδες, που μετά το πέρας της ανάγνωσης αφήνει γεμάτο τον αναγνώστη, γνώρισμα της υψηλής λογοτεχνίας.

ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ

Η ΑΥΓΗ 25/7/2023

Η μνήμη είναι το πρόσωπο

Οι θρήνοι του προφήτη Ιερεμία για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, πέντε αυτοτελείς ελεγειακές ωδές, ονομάζονται ιερεμιάδες. Έκτοτε, κάθε τέτοιου είδους θρήνος ονομάζεται κι αυτός ιερεμιάδα. Έτσι ακριβώς τιτλοφορεί το καινούργιο της μυθιστόρημα η κατεξοχήν ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη. Η δική της «ιερεμιάδα» αναφέρεται στο κοντινό μέλλον -ένα μέλλον το οποίο είναι ήδη εδώ-, στην καταστροφή του σύγχρονου πολιτισμού, του πολιτισμού όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τώρα, λόγω της αυτοκαταστροφικής, επεκτατικής μανίας του ανθρώπου που δεν έχει κανέναν σεβασμό για τη φύση και ο οποίος έχει διαταράξει ανεπανόρθωτα την ισορροπία του πλανήτη, έτσι ώστε αυτός με τη σειρά του να τον εκδικείται με τον πιο ακραίο και απόλυτο τρόπο: αυτόν του αφανισμού του. «Φαίνεται ότι ο πλανήτης Γη θέλει πια να ξεφορτωθεί αυτό το πομπώδες ζώο που με την ύβρη, την πλεονεξία και τη μεγαλομανία του απειλεί την ύπαρξή του».

Η οικολογική καταστροφή και τα επακόλουθά της βρίσκονται στο κέντρο των προβληματισμών της Κουτσουμπέλη, η οποία θέτει σωρεία ερωτημάτων πάνω στη φύση του ανθρώπου, στα όρια και στην έννοια της δημοκρατίας, στον ουτοπικό διαχωρισμό της έννοιας του καλού και του κακού, πάνω στις διαπροσωπικές σχέσεις σε περιόδους όπου δεν υπάρχουν αυτονόητα προνόμια, στην αδυναμία της επιστήμης να λύσει το πρόβλημα όταν είναι εκείνη εντέλει που το δημιουργεί, πάνω στις έννοιες του φασισμού, της θρησκείας, της αποδοχής σε αυτό το βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα.

Τα έμφυλα ζητήματα, η ερωτική επιθυμία, η εξουσιαστική δύναμη της «αυθεντίας», η μητρότητα, η αλληλεγγύη και η περιθωριοποίηση από την ομάδα, τα ζητήματα της γραφής κατέχουν επίσης θέση στις σελίδες της. Αλλά, κυρίως, το θέμα της μνήμης. Χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει παρελθόν. Το μόνο που υπάρχει είναι ένα αέναο παρόν. Ένα παρόν χωρίς καταβολές, χωρίς αναφορές, χωρίς επιθυμίες. Έτσι, όμως, είναι αδύνατον να ξεπηδήσει το μέλλον. Η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη να εγκλωβιστεί στη «στιγμή», να βαδίζει δίχως πυξίδα και δίχως προορισμό.

Ο ιός Κέρβερος, όπως ονομάστηκε από τον σκύλο του Άδη, αργά αλλά σταθερά διαλύει όλη την ανθρωπότητα. Σπέρνει παντού την αρρώστια και κατόπιν τον θάνατο. Στην αρχή αφαιρεί τη φωνή. Το μόνο που μένει τότε είναι η γραφή. Η γραφή θα προσπαθήσει να συντηρήσει τη ζωή, «να γίνει μια κάψουλα χρόνου». Μετά, όμως, ο ιός αφαιρεί τη μνήμη. «Στο τέλος όλοι καταντάμε ένα άδειο σαρκίο, κενό από οποιαδήποτε σκέψη ή συναίσθημα. Ένα αντικείμενο χωρίς πρόσωπο». Οι σκηνές στις έρημες ματαιωμένες πόλεις είναι συγκλονιστικής οξύτητας καθώς αποτυπώνουν την υπαρξιακή μοναξιά του αβοήθητου ανθρώπου. Του ανθρώπου που εγκατέλειψε ο θεός, γιατί ο ίδιος ανέδειξε τον εαυτό του σε ύψιστη αλαζονική θεότητα.

Παρόλο που η Κουτσουμπέλη θίγει τόσο πολλά ζητήματα και ίσως θα περίμενε κανείς να είναι επιφανειακή η προσέγγιση, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει χάρη στη συγκρότηση και στη βαθιά αφοσίωσή της στη γραφή, οι οποίες καθορίζουν και διαμορφώνουν την εσωτερική συνοχή του κειμένου. Άλλωστε, πέρα από όλα τα άλλα, αυτό που κυρίως την απασχολεί είναι η πολυπλοκότητα των διαπροσωπικών σχέσεων. Η μορφή του έργου είναι οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των ηρώων της. Αφηγήσεις που παίρνουν δραματικό χαρακτήρα γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως οι ήρωες έχουν χάσει τη φωνή τους. Φωνή γίνονται οι σκέψεις τους.

Η συγγραφέας, σε μεγάλο βαθμό, πετυχαίνει τη διαφοροποίηση των αφηγηματικών φωνών, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, όχι μόνο γιατί καθεμία αφηγείται τη δική της ιστορία και τη δική της εκδοχή για την κοινή ιστορία τους, αλλά κυρίως πετυχαίνοντας τη διαφοροποίηση μέσω της χρήσης της γλώσσας. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να δημιουργήσει ήρωες υπαρκτούς, αναγνωρίσιμους, με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Άλλωστε, την πλοκή την παρακολουθούμε μέσω των αφηγήσεών τους. Αφηγήσεις που άλλοτε αλληλοκαλύπτονται και άλλοτε αυτοαναιρούνται. Όπως και να έχει, γινόμαστε κοινωνοί των συναισθημάτων τους. Του φόβου, της απελπισίας, της αγωνίας, της αναζήτησης νέου νοήματος, νέου τρόπου ζωής που θα μπορεί να υπάρχει μέσα στον ζόφο του θανάτου. Μέσα στη διαρκή απειλή του θανάτου. Ενός θανάτου που επικρέμαται από πάνω τους. Που έχει σαρώσει όλα όσα νόμισαν μέχρι τότε δεδομένα. Στον κόσμο του σύγχρονου ανθρώπου δεν υπάρχουν αυτονόητα. Καταλύθηκαν όταν καταλύθηκαν τα όρια, όταν αποδομήθηκαν η λογική και η σύνεση, όταν κυριάρχησε η αλαζονεία.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη παίρνει θέση. Καταγγέλλει, αλλά δίχως να μειώνεται η λογοτεχνικότητα του κειμένου. Με απτή, απέριττη γλώσσα διεισδύει μέσα στα ανθρώπινα προσπαθώντας να καταλάβει τις αντιφάσεις τους. Υπάρχουν λύσεις, μας λέει. Αρκεί να κοιτάξουμε κατάματα την άβυσσο που γεννιέται από την αντιπαλότητα με τη φύση. Αρκεί να γεννηθεί το αύριο με καινούργια υλικά. Ένα πολιτικό μυθιστόρημα στοχαστικής βαθύτητας.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

stigmalogou.gr 23/6/2023

Ένας κόσμος χωρίς συρματοπλέγματα

Η προσήλωση στον ανθρωπισμό και την αγάπη βρίσκεται στον πυρήνα του συγκλονιστικού βιβλίου της Χλόης Κουτσουμπέλη Ιερεμιάδα (εκδόσεις Εστία 2023). Αναφερόμαστε σε ένα έργο πολιτικό και οικολογικό, βαθιά ανθρώπινο, που εμπερικλείει τη μάχη του ανθρώπου με το κακό και την πορεία του προς την αυτογνωσία.

Η Ιερεμιάδα εκκινεί την ιστορία της από την Παλαιά Διαθήκη και τον Προφήτη Ιερεμία ο οποίος περιέρχεται σε απόγνωση για την κακία και την ανηθικότητα, τους ψευδοπροφήτες που παραπλανούν τον λαό. Η λογοτεχνική ματιά της Κουτσουμπέλη συνιστά προειδοποίηση προς τον σύγχρονο άνθρωπο για την καταστροφή που επίκειται από την αλαζονική του στάση απέναντι στη φύση και τον συνάνθρωπο. Ιδωμένο από οικολογική και ανθρωπιστική ματιά, το μυθιστόρημα προβάλλει το αίτημα ενός νέου ουμανισμού, απόρροια του αδηφάγου κυνισμού που απειλεί να μας καταστρέψει.

Το βιβλίο με τις αλληγορίες και τους συμβολισμούς του βαδίζει πέρα από την απτή αντίληψη. Αγγίζει το υπαρξιακό και τη δημοκρατία, τον Προμηθέα άνθρωπο με τον γύπα που ο ίδιος γεννάει και τού κατατρώει τα σπλάχνα. Ξεδιπλώνει τον άρρωστο κόσμο μας, αυτόν που χτίζουμε αιώνες και τον οποίο πορευόμαστε. Ένα μαύρο σάβανο τον τυλίγει. Το τέρας που τον απειλεί είναι η ασθένεια, ένας θανατηφόρος ιός, όπως αυτός τον οποίο έζησε πρόσφατα η ανθρωπότητα.

Χειριζόμενη με επιδεξιότητα ένα πλήθος ιστορικών και ανθρωπολογικών στοιχείων, όπως και λογοτεχνικών επιρροών, η Κουτσουμπέλη μετατρέπει το έργο σε φιλοσοφικό δοκίμιο, μια λογοτεχνική κραυγή αλήθειας για τον φρικτό κόσμο που διανύουμε. Σαν τον Μόμπι Ντικ στο αριστούργημα του Μέλβιλ, βάζει τους ήρωες να αναμετρηθούν με τον Λεβιάθαν, το τέρας που φωλιάζει στην ψυχή ενίοτε και του υποτιθέμενα καλού ή ανώτερου. Προσπαθώντας να άρει τον ρατσισμό και τις προκαταλήψεις, εκθέτει στις αφηγήσεις των ηρώων της την καταστροφική δύναμη τής ανθρώπινης αλαζονείας και του τυφλού μίσους. Συνδέει έτσι με το υπέρτατο «είναι» και τους βαθύτερους σκοπούς της ζωής.

Το μυθικό τέρας της Ιερεμιάδας, ο ιός Κέρβερος, μας φέρνει αντιμέτωπους με τους αρχέγονους φόβους και το ένστικτο της επιβίωσης. Βγάζει στην επιφάνεια τον έως τώρα κόσμο μας, την αμετροέπεια και την απληστία, τον εγωισμό, την ανάγκη μας για απόλυτο έλεγχο πάνω στα πάντα. Θεωρώντας πως γίναμε Θεοί, καταστρέφουμε τους όρους από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξή μας, τη φύση και τον συνάνθρωπο. Φαουστικός και νεοδαρβινικός ο κόσμος που έχουμε οικοδομήσει, πιστός στον άτεγκτο και χωρίς συναίσθημα εξορθολογισμό, με μία και μοναδική λατρεία, τον εαυτό μας.

[…] – Η κατάσταση στο Σταθμό έχει καταντήσει απάνθρωπη. Διαμορφώθηκε μια ταξική κοινωνία που αναπαράγει όλη την ανισότητα και την αδικία. Οι πάνω και οι κάτω. Μία ελίτ τού πνεύματος αποφασίζει για την τύχη των ενοίκων του κατώτερου ορόφου, που αποτελούν το υπηρετικό προσωπικό της. Εκτός από θέμα επιβίωσης, για μας είναι και θέμα καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. […] (ΙΣΑΑΚ, σελ. 288)

Αναδεικνύοντας τους απάνθρωπους όρους του πολιτισμού μας μέσα από τους μονολόγους των ηρώων που διαμορφώνουν την πλοκή του έργου, η Κουτσουμπέλη στρέφεται προς τις αξίες του ρομαντισμού, προς τα βασικά και θεμελιώδη: την απλότητα και την αγάπη, τον έρωτα, την επικοινωνία, την αναγνώριση της ετερότητας και της ατομικότητας. Δεν επικαλείται τον παραδοσιακό κόσμο. Η στροφή δεν εκπορεύεται από τη νοσταλγία, αλλά από τη βαθιά γνώση ότι «ο μετέωρος άνθρωπος –ο εξόριστος από τον Θεό και το κέντρο του Σύμπαντος- […] υποπτεύεται ήδη ότι μόνον ένας κόσμος που ξεκινά από αυτόν και καταλήγει στον Άλλο –τους άλλους μετέωρους ανθρώπους- έχει κάποια λογική υπάρξεως ή δυνατότητα να επιβιώσει. […] Τον μετέωρο άνθρωπο θα ισορροπήσει μόνον το άπλωμα του χεριού στους άλλους κατοίκους του πλανήτη και στη φύση ή στις θάλασσες που αιώνες τώρα αγκάλιαζαν την ύπαρξή του».[i]

Έναν νέο Ορθό Λόγο προτείνει στην Ιερεμιάδα η Κουτσουμπέλη. Μια ανοιχτού τύπου δημοκρατία, αντίδοτο στον τυραννικό αυταρχισμό των εξουσιών, αλλά και στο αντιανθρώπινο δόγμα «η επιστήμη για την επιστήμη». Πηγή του έχει την ανάγκη για ηθικό φρένο και όριο, τη συνειδητοποίηση της επώδυνης ματαιότητας, την αντίληψη πως η ανθρωπότητα δεν μπορεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο χωρίς νόημα.

Η ανάγκη να συμφιλιωθούμε με τη βαθύτερη, την πιο πνευματική έννοια του κόσμου, οδηγεί τη συγγραφέα να συνθέσει διαφορετικούς χαρακτήρες από διάφορες φυλές και πολιτισμούς οι οποίοι αναμειγνύονται μεταξύ τους και αλληλεξαρτώνται. Δίνοντας έμφαση στην απώλεια της φωνής και της μνήμης, της ικανότητας του ανθρώπου να συνδεθεί με το παρελθόν, στοιχεία που συγκροτούν την υπόστασή του και με τα οποία οικοδόμησε τον πολιτισμό του, τονίζει τη σημασία της ταυτότητας και του προσώπου.

Η μυθοπλασία οικοδομείται σε έναν μελλοντικό χωροχρόνο ερημιάς και θανάτου, ο οποίος βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον παρόντα χρόνο: του θετικισμού και της επιστημοσύνης, της εικονικής πραγματικότητας, των υπερβολικών φιλοδοξιών, της εγωιστικής αφοσίωσης στην καριέρα. Μέσα σε ένα πλοίο, μια νέου τύπου Κιβωτό, ελάχιστοι επιβιώνουν από τη συλλογική και ανεπανόρθωτη καταστροφή που επιφέρει ο ιός. Στις σποραδικές κοινότητες που απαρτίζουν στη νέα γη όπου φτάνουν, οι περισσότεροι χωρίς φωνή και μνήμη, ο φόβος για τον επικείμενο και πανταχού παρόντα θάνατο, αλλά και ο κίνδυνος, γίνονται μοχλός που εξωθεί στη συνύπαρξη, την αυτοοργάνωση, την αλληλοβοήθεια. Εμπλέκοντας στις προσωπικότητες των ηρώων τη φροϋδική έννοια της απώθησης (εξωθεί τα τραυματικά βιώματα στο ασυνείδητο), η συγγραφέας βρίσκει αφορμή να μιλήσει για την αιωνιότητα της στιγμής, για τη σημασία της κάθε ημέρας.

Η μνήμη θα επανέλθει. Οι ελάχιστες κοινότητες των επιβιωσάντων ασθενών θα έρθουν σε επαφή με τους υγιείς, τους απρόσβλητους. Στο μεταξύ όμως θα έχουν ανασυρθεί όλα τα τρωτά του πολιτισμού: θέματα πατριαρχίας και ρατσισμού, έμφυλης βίας, φιλίας, εγωισμού, ερωτικών σχέσεων. Αλλά και τα φιλοσοφικά ζητήματα του χρόνου, της ζωής και του θανάτου, της αλήθειας και της πλάνης, του καλού και του κακού. Θα έχει επίσης ωριμάσει η ψυχική και πνευματική ανάγκη για οικοδόμηση μιας καινούριας κοινωνίας, υπό νέους, πιο υγιείς όρους, στη βάση του αληθινού έρωτα και της αγάπης, που συνιστούν τις γενεσιουργές δυνάμεις του καλού, οι οποίες θα επαναλάβουν τον αέναο συμπαντικό κύκλο της ζωής και του θανάτου.

Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των ηρώων του έργου ενώνονται με τις υπαρξιακές αγωνίες και τα ερωτήματα του αρχέγονου ανθρώπου, με τα ορμέφυτα, το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και την ανθρώπινη ανάγκη για άγγιγμα και συντροφικότητα, για συνεργασία, επικοινωνία, γραφή, τέχνη. Οι χαρακτήρες που οικοδομεί η Κουτσουμπέλη συνάδουν απόλυτα με τα στοιχεία που τους αποδίδονται. Ανάμεσά τους η Άννα, alter ego της συγγραφέως, αλλά και η εκ γενετής μουγκή (όχι εκ του ιού) Τερέζα, ο αυθεντικός τύπος ανθρώπου, που επιβιώνει χάρη στην αλήθεια του, στην πίστη προς τα βιβλία και τη γνώση, την αναζήτηση και την έρευνα, τον έρωτα, τη φύση, τη μητρότητα, τα πιο γονιμοποιά στοιχεία της κοινωνίας.

Η πρόοδος έχει πεθάνει προ πολλού. Η Χλόη Κουτσουμπέλη, πορευόμενη χέρι χέρι με τον παππού Θερβάντες, αλλά και με τον Χέρμαν Μέλβιλ, τη Μάργκαρετ Άτγουντ, στο ώριμο έργο της Ιερεμιάδα, κάνει ρομαντική έκκληση για μία κοινωνία ανοικτής επικοινωνίας και δημοκρατικής ισότητας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συνομιλίας, έρωτα, αγάπης. Θέτοντας ηθικούς φραγμούς στον άκρατο επιστημονισμό, στοχάζεται την ανάγκη μιας νέας κουλτούρας, ενός νέου ουμανισμού. Η φύση και η τεχνολογία, η κοινότητα των ανθρώπων και η λογοτεχνία, οι ιδέες, συνενώνονται σε αυτή την κουλτούρα.

Το έργο με τους διαλόγους, τις περιγραφές, την εικονοποιία, την πλοκή, κρατά σε διαρκή εγρήγορση τον αναγνώστη και την αναγνώστρια, γεννώντας έναν καταιγισμό συναισθημάτων και προσφέροντας τη δυνατότητα πολλών ερμηνειών. Η Χλόη Κουτσουμπέλη μέσα από το εφιαλτικό σκηνικό, μέσα από τον ζόφο και τον πρωτογονισμό, αφήνει να αναδυθεί το αισιόδοξο μήνυμα της νίκης του έρωτα και της αγάπης. Αλλά και το αίτημα για δημιουργία ενός κόσμου πιο φυσικού, πιο αρμονικού, χωρίς συρματοπλέγματα, χωρίς τις τεχνικές του διαχωρισμού και του εγκλεισμού.

[…] Η καθημερινή ζωή μας με πρωτόγονα μέσα, χωρίς κανένα επίτευγμα του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού, με τον περιορισμένο και ελεγχόμενο καταμερισμό της τροφής, χωρίς καμία πολυτέλεια, όπου τίποτε δεν πετιέται και εξοικονομούμε κάτι από τα πάντα, αυτή η απλή τόσο στοιχειώδης ζωή που έχει ως μοναδικό στόχο την επιβίωσή μας, κατά κάποιο τρόπο μάς έφερε πολύ κοντά στους προγόνους μας, σε εκείνα τα όντα που μόλις είχαν σηκωθεί στα δύο πόδια, οσμίζονταν τον αέρα γύρω τους, μάθαιναν τον ουράνιο χάρτη και ένιωθαν ότι είναι κομμάτι του αχανούς κόσμου. Δεν πίστευαν ότι είχαν περισσότερα δικαιώματα στο Σύμπαν από ό, τι ένα λουλούδι ή μια λιβελούλα. Ερωτεύονταν για να νικήσουν το θάνατο. […] (ΑΝΝΑ, σελ. 120)

ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 10/6/2023

Δεν είναι η πρώτη φορά που Χλόη Κουτσουμπέλη, βραβευμένη ποιήτρια-συγγραφέας, ξαφνιάζει τον εφησυχασμένο άνθρωπο με τη γραφή της. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα της με τον τίτλο «Ιερεμιάδα» καλεί τον αναγνώστη σε ετοιμότητα και εγρήγορση για την επιβίωση του. Υπενθυμίζει στο οπισθόφυλλο ότι, « Ίσως δεν είναι ο ιός που μας φιμώνει, είναι αυτό το φιλί του θανάτου στο στόμα που μας κλέβει την φωνή».

Με ιδιαίτερη ευαισθησία μάς κάνει κοινωνούς τραυματικών βιωμένων γεγονότων στις σχέσεις των ανθρώπων, οικείων και μη, και με την μυθοπλασία ζωντανεύει τον αόρατο κίνδυνο από ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Δίνει έμφαση στην απώλεια του νοητικού, του γνωστικού και συναισθηματικού ελέγχου του ανθρώπου, στην απώλεια της φωνής και της μνήμης, και στην ανικανότητα του να συνδεθεί με μνήμες του παρελθόντος και εμπειρίες στο παρόν. Χωρίς παρελθόν και μνήμες ο άνθρωπος χάνει την ταυτότητα του, το πρόσωπο του. Δεν αναγνωρίζει ποιος είναι, που ανήκει, ούτε αντιλαμβάνεται την επικείμενη καταστροφή που τον οδηγεί στην ανυπαρξία του θανάτου.

Η εικόνα και ο τίτλος του βιβλίου «Ιερεμιάδα», θυμίζουν προφητικό θρήνο και μάς γυρίζουν σε παρελθόντα χρόνο. Ανάμεσα στον 5ο με 6ο αιώνα προ Χριστού, σε μία αμαρτωλή και χαοτική εποχή του λαού του Ισραήλ, με αναφορά σ΄ έναν από τους μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Ιερεμία.

Αφιερωμένη η ζωή του Ιερεμία από την νεαρή ηλικία του στο χάρισμα της προφητείας από τον Θεό, με σκοπό να αφυπνίσει τον λαό του, όταν αυτός όδευε στην αιχμαλωσία με τις λαθεμένες επιλογές και την αγνωσία της ιερότητας της ζωής του.

Θρηνεί ο Ιερεμίας για την αδυναμία της αποστολής του να πολεμήσει το κατεστημένο, την ηθική κατάπτωση, την βία του πολέμου, την ταπείνωση της υποδούλωσης στους βαρβάρους εχθρούς, την ρατσιστική αντιπαλότητα με τους δικούς του ανθρώπους, τις έρημες πόλεις, την υπνοβασία και την εχθρότητα των συνανθρώπων του. Νουθετεί με τις προφητείες του για την εσωτερική πνευματικότητα, επικαλείται την ηθική του χαρακτήρα, την ελευθερία της πίστης πέρα από τυπολατρίες κα ιδεολογικούς καταναγκασμούς.

Ιερεμιάδα είναι ο θρήνος για την απώλεια της ιερής Ιερουσαλήμ.

Για ποια Ιερεμιάδα και ποια προδομένη χαμένη Ιερουσαλήμ μας μιλάει στο βιβλίο της η Χλόη Κουτσουμπέλη; Είναι η δική της Ιερεμιάδα όμοια με τις δικές μας απώλειες στον παρελθόντα χρόνο και τον θρήνο στον παρόν για το απειλητικό μέλλον; Αντιλαμβανόμαστε, έστω για μία στιγμή, τον θάνατο που περπατάει ελεύθερος στις έρημες λεηλατημένες από τον ίδιο πόλεις ;.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη κτίζει τις ιστορίες των ηρώων της με τον μαγευτικό τρόπο του συμβολισμού, της αλληγορίας, του μαγικού ρεαλισμού, του άμεσου αληθινού καθαρού λόγου χωρίς υπεκφυγές και διατρέχει τις αλήθειες έτσι όπως εμφανίζονται στον παρόντα χρόνο. Σε σιωπηλό μονόλογο και διάχυτη απόγνωση οι ήρωες αφηγούνται τις ιστορίες τους και μαζί τους η δημιουργός ξεδιπλώνει το πόνο για τα υπαρξιακά θέματα που την απασχολούν, καλώντας τον αναγνώστη να εμπλακεί μαζί τους έμμεσα, σαν alter ego, και να αγγίξει με νέα ματιά τα θέματα που αφορούν κάθε νοήμονα άνθρωπο που νοιάζεται για την αρμονία της ζωής του.

Με ποιητικό χρώμα ο πεζός λόγος. Η δημιουργός κινείται με δεξιοτεχνία στα τρία επίπεδα της συνειδητότητας και με νοητική διαδικασία ταξιδεύει στις παράλληλες και στα δυσδιάκριτα όρια του χωροχρόνου.

Προεκτείνει τον παρόντα χρόνο σε ένα μέλλοντα, στήνοντας την ιστορία της στο έτος 2032-2035. Δημιουργεί ένα φανταστικό χώρο όπου διαδραματίζονται απροσδόκητα συμβάντα στη ζωή των ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, ως προφήτης με το χάρισμα της γραφής, θέτει προβληματισμούς για το ποια είναι η σύγχρονη Ιερουσαλήμ που λεηλατείται από βαρβάρους. Μήπως είναι ο ίδιος ο εαυτό μας, ο τρόπος που ζούμε και συνυπάρχουμε με τους άλλους ομοίους μας;. Πως θα αντιληφθεί ο τυφλός άνθρωπος τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε κάθε στιγμή της ζωής του λόγω της αλαζονείας, της απληστίας, της ψευδαίσθησης της παντοδυναμίας του;

Πολύμορφο και επώδυνο το χρέος του σκοπού της Ιερεμιάδας.

Χωρίς φόβο και αναστολές, με ενσυναίσθηση εμβαθύνει στα θέματα που την αγγίζουν στο καθημερινό γίγνεσθαι.

Πυλώνες της πνευματικής ανησυχίας της είναι θέματα υπαρξιακά, ατομικά και συλλογικά, κοινωνικά, διαπροσωπικά, οικολογικά, ηθικά. Θέματα έμφυλης βίας, ρατσισμού, ισοτιμίας των φύλων, δικαιοσύνης, πολυπλοκότητας των σχέσεων. Βιώματα τραυματικά καλυμμένα με αμυντικούς μηχανισμούς λήθης, χαρακτήρες που ζωντανεύουν τις ασυνείδητες ενορμήσεις, του καλού και του κακού. Καταγράφει την ανάγκη συνύπαρξης των ανθρώπων, τον φόβο της μοναξιάς, του θανάτου, την αναζήτηση του έρωτα και της αγάπης ως γενεσιουργό δύναμη ζωής.

Σκηνοθέτης και σεναριογράφος η Χλόη Κουτσουμπέλη, στήνει από την αρχή τη σκηνή όπου θα δραματοποιηθούν οι ρόλοι και οι χαρακτήρες των ηρώων. Ο θανάσιμος επιδημικός ιός, με την μορφή του μυθολογικού τέρατος Κέρβερου, είναι ο αόρατος πρωταγωνιστής του δράματος που παίζεται με θεατές τους ανυποψίαστους άφρονες ανθρώπους.

Δημιούργημα των επιστημόνων ερευνητών ο Κέρβερος που ξέφυγε από τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαστήρια ή μήπως αυτοάνοση αντίδραση της φύσης για αρμονία και ισορροπία του οικοσυστήματος;.

Ερωτήματα αναπάντητα και υποθετικά σενάρια, κλονίζουν την εμπιστοσύνη και διχάζουν τον κόσμο σε εχθρικά στρατόπεδα, δημιουργώντας θανάσιμη αντιπαλότητα. Λίγοι άνθρωποι σώζονται από τον επιθετικό Κέρβερο αλλά και αυτοί, χαμένοι λόγω φόβου στην εσωστρέφεια τους, αντιμετωπίζουν το θέμα με τελείως διαφορετικό τρόπο, άλλοι με κατανόηση και άλλοι με ξενότητα στις σχέσεις.

Ανεξέλεγκτα νοσούν και πεθαίνουν οι άνθρωποι. Σώζονται μόνο λίγοι που

μ΄ ένα ναυλωμένο πλοίο φτάνουν σε ένα νησί, κάπου στην άκρη της μεσογείου, πιστεύοντας ότι η μόλυνση δεν θα έχει φτάσει εκεί. Ανέτοιμοι συναισθηματικά για τέτοια καταστροφή, καταρρέουν όταν αντικρίζουν το θάνατο στα άδεια σπίτια και χωριά. Ο ιός τούς είχε προλάβει.

Χωρίζονται σε δύο ομάδες. Δυσκολεύονται να συνυπάρξουν αρμονικά στο νέο τρόπο ζωής κάτω από την απειλή του θανάτου. Εμπλέκονται με τις ορμέφυτες, χωρίς έλεγχο, αντιδράσεις του φόβου, της επιθετικότητας και της σεξουαλικότητας, άλλοτε με σύνεση και άλλοτε με το ζωώδες ένστικτο της επιβίωσης.

Η μία ομάδα των επιζώντων, σύμβολο του συναισθηματικού εγκεφάλου ή ότι απέμεινε από αυτόν, μετά την απώλεια της μνήμης, φιλοξενείται στη φύση που τους τρέφει με τα προϊόντα της. Κατοικία τους στην αρχή ένα ακατοίκητο σπίτι, ύστερα ένα μοναστήρι που μετατρέπεται σε νοσοκομείο για νοσηλεία. Τα άδεια εγκαταλειμμένα σπίτια λόγω ξαφνικού θανάτου των κατοίκων τους, γίνονται, προμηθευτές ιματισμού και τροφίμων. Η φύση μητέρα φροντίζει τα παιδιά της που τη σέβονται.

Την άλλη ομάδα, την βρίσκουμε στην συνέχεια της αφήγησης, σε ένα καταφύγιο-οίκημα κάτω από τη γη, όπου οι επιστήμονες με άτεγκτη λογική, εγωκεντρισμό και χωρίς συναίσθημα προσπαθούν να βρουν ένα εμβόλιο, ένα αντίδοτο ή ότι άλλο επιθετικό φάρμακο για την αντιμετώπιση του Κέρβερου, που οι ίδιοι δημιούργησαν θυσιάζοντας ανθρώπους-πειραματόζωα. Εδώ , στον υποχθόνιο αυτό οίκημα, δεν υπάρχουν διαφορές απάνθρωπης συμπεριφοράς ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες. Έχουν όλοι κυριευθεί από τα πρωτόγονα ένστικτα του ζωώδους φόβου της επιβίωσης.

Ο αφηγηματικός λόγος σε όλη τη μυθοπλασία αφορά τις προσωπικές αφηγήσεις των ηρώων της. Συστήνονται όλοι μέσα από την βιωμένη αντίληψη και πράξη του κάθε γεγονότος. Το ίδιο θέμα ποτέ δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο, είτε αφορά γυναίκα, άνδρα ή παιδί, ούτε σχετίζεται με το γνωστικό ή νοητικό επίπεδο των ηρώων. Αναδύεται από την προσωπική δεξαμενή των αποθηκευμένων καταγραφών και συναισθημάτων, όταν επανέρχεται σταδιακά η μνήμη μετά την εξασθένηση μεταδοτικότητας του ιού. Με αξιοθαύμαστη τεχνική και επιλογή η συγγραφέας εγκιβωτίζει ιστορίες από άλλες πηγές και τις συμπλέκει σε ένα ενιαίο αφήγημα με αρχή και τέλος.

Κεντρική ηρωίδα η Άννα, σύμβολο της θηλυκής δύναμης με τα πολλά της πρόσωπα, τα οποία προβάλλονται στις άλλες γυναίκες της μυθοπλασίας. Οι άνδρες σύμβολα της αρσενικής αρχής προστάτες-κυρίαρχοι αλλά και εχθροί της θηλυκής αρχής. Ανάμεσα τους η γενετήσια ορμή, με το καλό και το κακό της πρόσωπο.

Η αφήγηση, ίσως όχι τυχαία, αρχίζει με τον Ιερεμία, το μικρό δωδεκάχρονο αγόρι, αγνώστων γονιών, που δεν έχει μολυνθεί από τον ιό και αναζητά την ταυτότητα του, στο πρόσωπο μιας μητέρας, ενός πατέρα, μιας οικογένειας.

Οι άλλοι διασωθέντες, με αρχόμενη μόλυνση, δεν διαφέρουν από το αγόρι , μιας και δεν θυμούνται, λόγω της απώλειας της μνήμης ποιοι είναι, ποια ήταν η πρότερη ζωή τους πριν νοσήσουν.

Τα πρώτα συμπτώματα της μόλυνση εμφανίζονται με την απώλεια του λόγου και την αφωνία που δυσκολεύει την επικοινωνία. Ακολουθεί η απώλεια της μνήμης με το αδιαπέραστο κενό, ύστερα το κώμα, και τελικά ο .θάνατος. Ο Κέρβερος αργά αλλά σταθερά διαλύει το χωρίς μνήμη σώμα, και το αφήνει ένα άδειο σαρκίο, «ένα αντικείμενο χωρίς πρόσωπο και χωρίς όνομα ».

Η Άννα, ως οργανώτρια της ζωής στο μοναστήρι, που λειτουργεί πλέον ως νοσοκομείο, συσπειρώνει τα μέλη της ομάδας δίνοντας αρμοδιότητες στον κάθε έναν. Δίνει νέα ονόματα στις επτά γυναίκες του μοναστηριού, που λόγω απώλειας μνήμης έχουν ξεχάσει το όνομα τους. Παράξενα ονόματα, όμοια με τις μέρες της εβδομάδας, ίσως για να μετράνε όλες μαζί το χρόνο. Επτά ο συμβολικός ιερός αριθμός, επτά γυναίκες, επτά αρετές, επτά αμαρτήματα επτά μέρες της δημιουργίας, επτά ο αριθμός της ολοκλήρωσης και της τελειότητας.

Η κάθε μια είναι σύμβολο της θηλυκότητας.

Η Δευτέρα είναι θεραπεύτρια με συνέπεια και αλτρουισμό μέχρι το τέλος της ζωής της. Η Τρίτη νιώθει στο σώμα της την ανάγκη για αγκαλιά και την πρώτη σεξουαλική διέγερση της εφηβείας. Η Τετάρτη το πόνο της απώλειας και την κάλυψη μέσω της σεξουαλικής ηδονής. Η Πέμπτη μετουσιώνει τον εκμαυλισμό της θηλυκής της υπόστασης με την πνευματικότητα και την πίστη στο σύμβολο της μοναχής. Η Παρασκευή ένα τρυφερό ελάφι κακοποιημένο από την σεξουαλική αρσενική πείνα, αποσυρμένο από τους ανθρώπους. Η Σαββατιανή ξεχνάει την αγέλη των αρσενικών μεθυσμένων ζώων που την κατασπάραζαν στα βρώμικα κρεβάτια, γλιστρώντας στα πλήκτρα του πιάνου και ταξιδεύοντας νοσταλγικά με τις νότες. Η Κυριακή φοράει την περσόνα της υλικής τελειότητας, και ενώ ο χρόνος βαραίνει στις πλάτες της αρνείται να νιώσει συναισθήματα αγάπης και συνύπαρξη με τους άλλους.

Και η βουβή Τερέζα, προσωποποίηση της καθαρής φύσης, η μόνη που δεν έχει μολυνθεί. Αντέχει την εκ γενετής αναπηρία, την πατρική κακοποίηση, τον στιγματισμό των συγχωριανών, την απόρριψη, γνωρίζοντας την ομορφιά του κόσμου μέσα από τη φύση, τα βιβλία, τον έρωτα, την μητρότητα.

Και οι άνδρες, πως υπάρχουν και συμπλέκονται με των κόσμο των γυναικών;

Είναι ανέκαθεν το απέναντι δέος της δύναμης και της κυριαρχίας, αδύνατον να τιθασεύσουν την σεξουαλική ενόρμηση. Προδίδουν σχέσεις,, σπάνε όρκους και όρια, ντύνονται ρόλους αχαλίνωτης επιθυμίας για ηδονή, ανάλγητοι στο θάνατο των συνανθρώπων τους. Ξαφνιάζουν ευχάριστα, κάποιοι επιζώντες άνδρες, όταν ισορροπούν ανάμεσα στο συναίσθημα, τη λογική, το ένστικτο. Εκδηλώνουν τη δύναμη τους με σεβασμό και τρυφερότητα, προστασία και αγάπη, όχι μόνο στις γυναίκες αλλά και στους ομοίους τους. Ιάκωβος, Ισαάκ, Μαρκ ,καπετάνιος Όλαφ, μεταμορφωμένος Ηλίας.

Ο Κέρβερος χορτάτος από το μαύρο αίμα του θανάτου, αφού ερήμωσε πόλεις και χωριά, υποχωρεί εξασθενημένος και οι μολυσμένοι αρχίζουν να συνέρχονται και να θυμούνται.

Γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη,( σελ.229)

« Και ο ιός υποχωρεί. Που σημαίνει ότι αρχίζουν όλοι να θυμούνται, κομμάτια ολόκληρα που είχαν αποκοπεί συγκολλούνται πάλι μέσα στο μυαλό και ο καθένας συναρμολογεί ξανά την ήπειρο που υπήρξε, τον εαυτό του. Μαθαίνουμε ποιες είμαστε επιτέλους. Μόνο που η μνήμη έφερε μαζί της έναν αβάσταχτο πόνο που τον βιώνουμε ομαδικά… και θρηνούμε όλοι μαζί για κάθε απώλεια.».

Ο πόνος δένει τους ανθρώπους και τους ενώνει σε ένα συλλογικό πένθος. Η ενθυμούμενη βία στα σώματα των γυναικών γίνεται θρήνος, ιερεμιάδα για κάθε βιωμένη απώλεια.

Παράλληλα, όπως και στον κατακλυσμό με την κιβωτό του Νώε, όταν τα νερά αποσύρθηκαν, βγήκαν στην επιφάνεια όλοι οι νεκροί της αμαρτίας. Με τον ίδιο τρόπο, μετά τον Κέρβερο, φανερώθηκαν οι προδοσίες, τα αμαρτωλά μυστικά. Οι ατασθαλίες των κοινωνικών συστημάτων και πλαισίων,(πολιτική, θρησκεία, ρατσιστικές ομάδες, ταξική πάλη, οικολογία, καταδυνάστευση του λόγου και της τέχνης). Ο ιός υποχωρεί και οι ομάδες των διασωθέντων προσπαθούν να συναντηθούν εκ νέου, ίσως αυτή τη φορά με άλλους τρόπους. Ο πόνος και ο φόβος του θανάτου συχνά εξημερώνει την αγριότητα του ενστίκτου και οι απώλειες φέρνουν την κάθαρση στην ψυχή των θεραπευμένων αρρώστων.

Ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ίδιος μετά την μόλυνση και τον θάνατο.

Ο Ιερεμίας, ο Τηλέμαχος, η Αφροδίτη, ο Μέλβιν είναι το μέλλον, είναι η ευκαιρία να διορθωθούν λάθη και αμαρτίες προηγούμενων γενεών.

Σήμανε η ώρα της αφύπνισης μετά τη σκοτεινή νύχτα της ψυχής. Ύστερα από τόση καταστροφή, ο άνθρωπος έχει χρέος να γνωρίσει τις αλήθειες του, να διεγερθεί ψυχικά και να δράσει για μία νέα δημιουργία του κόσμου του.

Γράφει στο μονόλογο της Τετάρτης (σελ.279-280)

« Εγώ πιστεύω στο Θεό της απώλειας. Από πολύ νέα έχανα τα πάντα. Τη δουλειά μου, τους φίλους, τους εραστές μου, τους γονείς, το σύζυγο μου. Τώρα έχασα τα παιδιά μου. Έχω φτάσει πια στο σημείο που δεν μου μένει να χάσω τίποτε άλλο[…].Βρήκα τον εαυτό μου στο σημείο μηδέν, στο τίποτε του τίποτε..» και συνεχίζει «…και παρ΄ όλα αυτά επέζησα, τώρα ανακαλύπτω μέσα μου τη θεϊκή πνοή. Σε συναντώ και ενώνομαι μαζί Σου και ανεβαίνω ανάλαφρη σε άλλα επίπεδα, όχι πια υλικά αλλά πνευματικά. Είμαι Εγώ και Είμαι Εσύ, έχουμε πολλά πρόσωπα και υπάρχουμε παντού,[…]Και κάποια στιγμή, θα γίνω ένα κομμάτι, ενός Χαμένου γαλαξία που ψάχνει το Χαμένο Σύμπαν»

Οι επιζώντες συσπειρώνονται, οργανώνονται, δημιουργούν οικισμούς και καταστατικά συνεταιρισμών.

Οι άνθρωποι έχουν αλλάξει ή ένας κύκλος όμοιος, απλά νέος, αρχίζει έτσι όπως όλα συμβαίνουν, Γέννηση, Ζωή, Θάνατος, στον αέναο κύκλο του Σύμπαντος;

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, συγγραφέας-ποιήτρια, ποιεί έναν άλλο κόσμο. Μετά το θρήνο της Ιερεμιάδας, στέλνει το μήνυμα της συγκολλητικής ουσίας για την συνύπαρξη και την σύμπλευση των ανθρώπων, που είναι ο Έρωτας και η Αγάπη. Η αρμονία των αντιθέτων δυνάμεων της ζωής στον άνθρωπο.

Τότε, είναι ελπιδοφόρο δώρο ένα δαχτυλίδι του ιερού γάμου φτιαγμένο από πευκοβελόνες, άρωμα και φως της ΦΥΣΗΣ.

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

FRACTAL 31/5/2023

«Όλα είναι τώρα, όλα επανέρχονται, όλα πληγώνουν»

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

«Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας που προκάλεσε ο ιός SARS–CoV-2 και μέσα στις ημέρες της καραντίνας που μας επιβλήθηκε. Επειδή όμως η λογοτεχνία δεν αναπαριστά την πραγματικότητα επινόησα έναν άλλο ιό, τον επονομαζόμενο Κέρβερο. Πρόθεσή μου ήταν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα στο οποίο να διερευνάται όλο το πλέγμα των σχέσεων, και ειδικά των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται υπό ειδικές συνθήκες σε διαφορετικά περιβάλλοντα ανάμεσα σε ανθρώπους πάνω από τους οποίους επικρέμαται η απειλή του τέλους.

Γιατί μέσα στις άγριες συνθήκες αυτής της πανδημίας ένας από τους προβληματισμούς που αναδύθηκε είναι και ο εξής: Ποια κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής αφυπνίζονται, όταν προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβίωση; Επικρατεί το σκοτάδι ή το φως όταν απειλείται η υπόσταση και η ζωή του ανθρώπου;» Χ.Κ.

Όταν ο ιός, εξαπλώνεται σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, προσβάλλοντας αρχικά τις φωνητικές χορδές, αφήνοντας τον μολυσμένο άφωνο, κατόπιν τα κύτταρα του εγκεφάλου προκαλώντας οπισθοδρομική αμνησία, σύγχυση, ψευδείς αναμνήσεις ώσπου ο ασθενής πέφτει σε κώμα και τελικά πεθαίνει.

Καθώς οι πόλεις ερημώνουν και οι νεκροί γεμίζουν τους δρόμους, μία μεγάλη ομάδα ανθρώπων που δεν έχει ακόμα μολυνθεί ναυλώνει ένα πλοίο που θα τους μεταφέρει σε ένα απομονωμένο νησί, με την ελπίδα να μην έχει φτάσει εκεί ο ιός, αλλά που στην πορεία του ταξιδιού ο Κέρβερος εμφανίζεται και τα θύματα πολλαπλασιάζονται ταχέως δημιουργώντας τρόμο και πανικό..

Όταν τελικά φθάνουν ήδη έχουν ρίξει στη θάλασσα πολλά πτώματα συντρόφων και όσοι απομένουν είναι σε κάποιο στάδιο μόλυνσης εκτός από ελάχιστους που για άγνωστους λόγους δεν έχουν μολυνθεί. Εκεί τους περιμένει ένα μακάβριο θέαμα. Δεν υπήρχε ψυχή ζωντανή. Όταν ξεκίνησαν το ταξίδι ο θάνατος είχε ήδη σαρώσει το νησί. Τελικά μέσα σ’ αυτήν την νεκρόπολη προσπαθούν να επιβιώσουν.

Το θαυμάσιο κατόρθωμα της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι όχι μόνο οι δυστοπικές εφιαλτικές περιγραφές του χώρου όπου κινούνται οι μολυσμένοι, ούτε οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τους καταβάλει η σταδιακή επικράτεια του ιού, παγιδεύοντας ότι ανθρώπινο τους απομένει, αλλά κυρίως η ανάπτυξη των χαρακτήρων μέσα σ’ αυτές τις τραγικές συνθήκες. Άνθρωποι οι οποία χάνουν την φωνή τους, προσπαθούν να περισώσουν τα κουρέλια της μνήμης τους που από μια μεριά είναι βάλσαμο γιατί αγνοούν τον μαρτυρικό χαμό των δικών τους, καθώς και τα άνομα βασανιστήρια, που υπέστησαν ή επέβαλαν.

Ανάμεσα στις ερημωμένες πλέον πόλεις με τα άταφα πτώματα στους δρόμους, αγωνίζονται να περισυλλέξουν τον εξαθλιωμένο εαυτό τους, όπου έχει μεταβληθεί σε ένα άδειο κέλυφος από προσωπικές αναμνήσεις. Μαζεμένοι σε ένα άδειο μοναστήρι, οι μοναχές είχαν προσβληθεί και πεθάνει, επτά γυναίκες και τρεις άνδρες καθένας με ότι έχει διατηρηθεί από την προσωπικότητά του, με ανάμεικτα αισθήματα συμπάθειας και αντιπάθειας ο ένας για τον άλλον, συμβιώνουν με την απειλή του θανάτου να κρέμεται πάνω τους, γιατί αυτή είναι η κατάληξη της αρρώστιας.

«Στη συνέχεια χάσαμε τρεις άντρες που διένυσαν πολύ γρήγορα όλα τα στάδια της αρρώστιας και έπεσαν σε κώμα. Μου είχαν μείνει πέντε ενέσεις και χρησιμοποίησα τις τρεις απ’ αυτές. Έτσι σκάψαμε στον πίσω κήπο τρεις ακόμα τάφους για τους κυρίους Χιούστον, Παπαδόπουλο και Ντόου.

Η επαφή με τον θάνατο ανοίγει οπές στο έδαφος της ψυχής μας, κι από μέσα ξεπηδούν τα άγρια ένστικτα …κι έτσι ερχόμαστε σε επαφή με την αλήθεια μας. Ξαφνικά αντικρίζουμε τα μάτια του θηρίου μέσα στην σπηλιά.

Παρ’ όλα αυτά για κάποιες εβδομάδες έβλεπα στα όνειρά μου ότι μιλούσα, φώναζα και τραγουδούσα. Όταν όμως ξυπνούσα μέσα στη νύχτα και προσπαθούσα να αρθρώσω μία λέξη, αλλά από τα χείλη μου έβγαινε μόνον άδειος αέρας, έπεφτα πίσω στο στρώμα μου απελπισμένη».

Βλέπουμε στην πορεία πώς αυτοί οι άνθρωποι οργανώνουν την καθημερινότητά τους, την εύρεση και την διανομή τροφής, την καθαριότητα κλπ την παρακολούθηση της ασθένειας, επικοινωνώντας μέσω της γραφής- σε μια πλάκα κρεμασμένη πάνω τους γράφουν τις εντολές- όπου η συγγραφέας λέει

«Χωρίς φωνή. Άφωνοι όλοι και μουγγοί μπροστά στη φρίκη. Ωστόσο η γραφή θα συντηρήσει τη ζωή, θα γίνει μια κάψουλα χρόνου, Αυτό τον σκοπό δεν εξυπηρέτησε πάντα από την αρχή του κόσμου, άλλωστε, η λογοτεχνία;

Όταν η μνήμη αρχίζει να επανέρχεται αρχίζει και ο θρήνος. Οι πληγές, τα τραύματα, οι βιασμοί, το ανθρώπινο κτήνος, εμφανίζεται και ο πόνος είναι ανυπόφορος έως θανάτου.

Παρόλο που η κοινή μοίρα της καταστροφής, δένει αυτά τα πρόσωπα που αναγκάζονται να συμβιούν, δημιουργώντας σχέσεις τρυφερές, ερωτικές, μητρικές, ανά πάσα στιγμή ελλοχεύει η ανατροπή, η αντιπαλότητα, το μίσος, η εκδίκηση. Δεν λείπουν τα έντιμα πρόσωπα που προσφέρονται για το κοινό καλό, αλλά κι εκείνα μόλις ανακάμψουν το εγώ τους θεριεύει.

Η συγγραφέας καθώς αναπτύσσεται το μυθιστόρημα, δεν παρηγορεί με φρούδες ελπίδες ότι οι άνθρωποι θα αλλάξουν, ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Ούτε οι πανδημίες είναι τιμωρίες εκ Θεού, αλλά δικές μας βίαιες συμπεριφορές προς την φύση, και δικές μας υπερφίαλες αντιλήψεις που αναγάγουν τους εαυτούς μας σε Θεούς που όλα μας επιτρέπονται.

Τελικά όταν η ασθένεια υποχωρεί, ορθώνονται τα ίδια τείχη, η ίδια απόρριψη του ενός προς τον άλλον, της μιας φατρίας προς την άλλη, η ίδια μάταιη πάλη. Ακόμα και ο έρωτας οπισθοχωρεί, έως ότου η ανάγκη, το μέγα αίτημα της ταύτισης, της αμοιβαιότητας των αισθημάτων, έστω και προσωρινής να ανοίξει την πληγωμένη αγκαλιά της δίνοντας ένα φως ελπίδας μέσα στο ζόφο.

Το σημαντικό μήνυμα που εδραιώνεται: Ξεκινάμε πάλι από κει που αρχίσαμε. Με τις ίδιες ατέλειες , τις φοβίες, την αγριότητα, τα πάθη. Όσο και αν επιθυμούμε έναν κόσμο δίκαιο, ειρηνικό, αλληλέγγυο, η ανθρώπινη φύση, κάνει τα ίδια λάθη. Ίσως σ’ αυτήν την αδυναμία- δύναμη να οφείλεται η εξέλιξη και η καταδίκη της ζωής μας.

Η Κουτσουμπέλη με γλώσσα καθαρή, αισθαντική, μαγευτική, γράφει ένα μυθιστόρημα που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου μέχρι να ρουφήσεις και την τελευταία σελίδα. Όσο γοητευτική, συναρπαστική είναι η σχέση πλοκής-γλώσσας, δεν σε προδίδει ποτέ, δεν σε παρασύρει έξω από τα πλαίσια της οδυνηρής πραγματικότητας. Όλα είναι τώρα, όλα επανέρχονται, όλα πληγώνουν.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

FREAR.GR 18/5/2023

Τίποτα δεν θα ήταν εφικτό στην Τέχνη, αν ο τακτικός ανθρώπινος νους κατάφερνε να ανασχέσει την ιδιοτροπία της φαντασίας και την επινοητική ικανότητα του ανθρώπου να διαπερνά το ορισμένο και να δοκιμάζεται στο επέκεινα. Αναγνωρίζει όμως εκ πείρας πως, ό,τι κρατάει και ζει ως πάροχος υπηρεσιών της καθημερινότητας, το φιλοθεάμον κοινό του επηρεάζεται και προσδιορίζεται ή καλύτερα επιβάλλεται από το κόσμιο τέλος. Η παρηγοριά κι ο γλυκασμός του πόνου, παρ’ όλο που είναι σύμφυτα χαρακτηριστικά της δημιουργίας, δεν υπολείπονται των αφηγηματικών τεχνικών και ιδιαίτερα των υπαινιγμών και των αμφισημιών που εκδηλώνονται στον αποδέκτη, αν μιλάμε όπως τώρα για τη λογοτεχνία.

Στην Ιερεμιάδα της Χλόης Κουτσουμπέλη, άνθρωποι άξιοι, ή άνθρωποι λιγόψυχοι με αδυναμίες, πάθη αλλά και φωτεινές αναλαμπές ενίοτε καταργούν τα όρια και διορθώνουν για λογαριασμό τους όρους και συνήθειες, δημιουργώντας ένα ωφέλιμο τέλος. Ένας ιός απομυζά τις ευγενείς συμπεριφορές και επιβάλλει άλλες σε μια περιπέτεια, η οποία χτίζει με παλαιά υλικά τον νέο κόσμο. Όχι πολύ μακριά από το χρονικό σήμερα, το μέλλον δεν αφορά την ανοχή, την ανεκτικότητα και την αλληλεγγύη, αλλά την επιβίωση στα όρια ενός βέβαιου θανάτου. Ένας ιός που στερεί τη μνήμη αφήνει το παρελθόν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς λήθης κι απενεργοποιεί αναστολές, ανάγκες, φιλοδοξίες και κακοποιεί τα όνειρα. Οι ενοχές έχουν δώσει τη θέση τους στα ένστικτα κι ένας πρωτόγονος αυθορμητισμός, μια συμπαγής ανθρώπινη εξαίρεση επιβιώνει σε μια κοινοτική αντίληψη, η οποία συντηρείται ως αναγκαία προϋπόθεση συμβίωσης.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη στήνει ένα εφιαλτικό σκηνικό για να αποδώσει ένα ενδεχόμενο. Ταυτοποιεί και συνδέει την ομιλία με τη νεκρωμένη μνήμη, δίνοντας στους ήρωες και τις ηρωίδες της τη δυνατότητα της γραφής ως εκφραστική παρηγοριά επικοινωνίας. Με γλώσσα σκληρή, σχεδόν ουδέτερη ενίοτε, περιγράφονται οι εικόνες, αναλύονται τα γεγονότα, επενδύονται τα όποια συναισθήματα. Η νέα κοινωνία, απαιτεί νέα ήθη, νέους τρόπους μια διαφορετική κοινωνικότητα, εντούτοις παραμένει αναλλοίωτο το παιχνίδι της εξουσίας ως καταγεγραμμένο αυτούσιο στον γενετικό κώδικα και των νέων αποφλοιωμένων ανθρώπων. Με τον θάνατο να λειτουργεί άλλοτε ως λύτρωση που επιταχύνει τη λύση κι άλλοτε ως επικυρίαρχο ενδεχόμενο σε ό,τι συντελείται. Ο ιός «Κέρβερος», αρχαιοελληνικό δάνειο, γίνεται το όχημα της δυστοπικής δραματουργίας. Πρόθεση της Χλόης Κουτσουμπέλη, όπως υποστηρίζει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ήταν η δημιουργία «ενός δυστοπικού μυθιστορήματος στο οποίο να διερευνάται όλο το πλέγμα των σχέσεων, και ειδικά των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται υπό ειδικές συνθήκες, σε διαφορετικά περιβάλλοντα, ανάμεσα σε ανθρώπους πάνω από τους οποίους επικρέμαται η απειλή του τέλους. Γιατί μέσα στις άγριες συνθήκες αυτής της πανδημίας, όπου πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ένας από τους προβληματισμούς που αναδύθηκε είναι και ο εξής: Ποια κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής αφυπνίζονται, όταν προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβίωση; Επικρατεί το σκοτάδι ή το φως όταν απειλείται η υπόσταση και η ζωή του ανθρώπου;»

Το εγχείρημα αυτό υλοποιείται με τον καλύτερο τρόπο μέσω των πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων των δρώντων προσώπων. Έχοντας χάσει μνήμη και ομιλία, οδεύοντας προς τον θάνατο, γράφουν ό,τι συμβαίνει, ό,τι τους/τις απασχολεί, ό,τι σκέφτονται. Η δράση εμπεριέχεται στις γραπτές εξομολογήσεις. Καθένας και καθεμιά έχει τους τρόπους να κοιτάξει και να δράσει, να απαιτήσει, να προσβάλει, να εκτεθεί ή να υποταχτεί στη βεβαιότητα του αποτρόπαιου. Το ενδιαφέρον αυτό δομικό στοιχείο του αφηγήματος συνεισφέρει στη δράση και ο αναγνώστης/ η αναγνώστρια διαρκώς εκπλήσσεται κι αφήνεται ως παράλληλη απώλεια στα αζήτητα της μυθοπλασίας. Η αίσθηση της απώλειας μετατοπίζεται αργά και σταθερά από τα δρώντα πρόσωπα στους επικαρπωτές της πρόσφατης εμπειρίας του SARS-CoV-2. Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει την θαυμαστή μυθοπλαστική ικανότητα να βρίσκεται στις παρυφές της αφήγησης παρατηρώντας και διαλέγοντας ήρωες και ηρωίδες για να ικανοποιηθούν οι προθέσεις της. Το φαινόμενο της μη ζωής το παρακολουθεί μέσω των προσώπων. Γίνεται αρωγός, σκανδαλίζεται υποφέρει, βιάζεται, συναλλάσσεται, καρπώνεται τις επιτυχίες, αλλά και οπισθοχωρεί. Βασανίζεται από τη βιαιότητα της γραφής για να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων μιας δύσκολης εκεχειρίας, ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο ο οποίος δεν περιορίζεται στη φυσική κατάσταση, αλλά επιχειρεί να τον σχολιάσει ως μη ζωή που επιβάλλεται για να στραγγαλίσει ακόμη και τις υποψίες των αναμνήσεων. Προς επίρρωση των παραπάνω παραθέτω το απόσπασμα από τα λόγια της Άννας. «Ήμουν ένας από τους ελάχιστους τυχερούς ανθρώπους, ίσως σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, που μπορούσαν ακόμα να μιλούν. Είχα μείνει όμως άφωνη από τη φρίκη. Οι λέξεις έμοιαζαν άδειοι κάλυκες, καρυδότσουφλα χωρίς ψίχα. Ίσως, σκέφτηκα, δεν είναι ο ιός που μας φιμώνει, είναι αυτό το φιλί του θανάτου στο στόμα που μας κλέβει τη φωνή». Εδώ η Άννα δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συγγραφέα η οποία έχει εμφιλοχωρήσει στην αφηγηματική κατάσταση για να δηλώσει αλληλέγγυα προς τους ανθρώπους της, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτούς για να ταράξει την εφιαλτική σιωπή και να δώσει συνέχεια. Κι όμως η εγγύτητα του κρίσιμου χρόνου –το 2030, είναι προ των πυλών– κι η μεταχειρισμένη εμπειρία δεν μπορεί να αφήνει κανέναν ασυγκίνητο διότι, όπως επισημαίνει η Τερέζα κι αυτό συνιστά σήμα κινδύνου: «Ποτέ η φύση ολόκληρη δεν παλλόταν με τέτοια ένταση, ποτέ η χορωδία των τζιτζικιών δεν έφθανε σε τέτοια κορύφωση, ποτέ τα δέντρα δεν τέντωναν τα κλαδιά τους τόσο προκλητικά προς τον ουρανό, ποτέ η βλάστηση δεν ήταν τόσο οργιαστική, ποτέ η θάλασσα τόσο βαθιά γαλάζια, ποτέ το νησί τόσο όμορφο όσο τώρα που ερήμωσε. Θαρρείς και ολόκληρη η πλάση θέλει να ρουφήξει τον άνθρωπο, να τραφεί με τις σάρκες του και να θεριέψει.»

Καταλήγοντας θα ήθελα να σημειώσω πως η Ιερεμιάδα της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι ένα βαθιά ανθρώπινο και άκρως πολιτικό βιβλίο στο οποίο ο έρωτας, η ασθένεια και ο θάνατος συμβαίνουν με όρους πολιτικούς. Η εξουσία, θρησκευτική, επιστημονική και διαπροσωπική ασκείται με βαναυσότητα και η βία στην πλέον ακραία της μορφή αποκτά στοιχεία νομιμότητας και ανοχής ως του μοναδικού αποδεκτού τρόπου οργανικής τροφοδοσίας και στήριξης του συστήματος που οργανώνεται ερήμην των ανθρώπων. Είθε το προφητικό της αφήγησης να μας αφυπνίσει.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

FRACTAL 2/5/2023

«Έχω μόνο παρόν»

Μια τραγική ανάμνηση είναι πλέον ο κορονοϊός, με τις τόσες και τόσες άδικες απώλειες, τα δυο χρόνια περιορισμών και εγκλεισμού, αλλά ξαναβρίσκει τον βηματισμό της η ζωή, κοιτά μπροστά και προχωρά – δεν μπορεί εξάλλου να κάνει κι αλλιώς. Αν έχει μείνει κάτι πέρα απ’ την ανάγκη να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο, είναι αυτό το αίσθημα της ευαλωτότητας, του πόσο εύθραυστοι, του πόσο αδύναμοι, του πόσο ανεπαρκείς είμαστε και ότι ανά πάσα στιγμή, δεδομένης της οικολογικής καταστροφής, των κλιματικών αλλαγών κτλ. κτλ. μπορούν να έρθουν τα πάνω κάτω.

Όθεν και το ενδιαφέρον που έτρεφε από παλιά η λογοτεχνία για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και τώρα πλέον εκδηλώνεται ολοένα και περισσότερο μέσα απ’ τη θεματική της οικολογικής δυστοπίας. Σχηματικά, αλλά μόνο σχηματικά, εδώ κείται το μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Η δράση τοποθετείται στα 2032-2035, όταν ο ιός «Κέρβερος» διαρρέει από επιστημονικό εργαστήριο προκαλώντας στους ανθρώπους αφωνία, αμνησία και εντέλει θάνατο. Οι κρατικές δομές διαλύονται, ο πολιτισμός καταρρέει κι ο ανθρώπινος πληθυσμός αποδεκατίζεται. Δυο ολιγάριθμες ομάδες καταφέρνουν να επιβιώσουν: μία που βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα νησί του Αιγαίου και τα περισσότερα μέλη της νοσούν αλλά με τόσο βραδεία εξέλιξη που στο τέλος ανακάμπτουν κι η άλλη που απαρτιζόμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες και βοηθητικό προσωπικό πραγματοποιεί σ’ έναν υπόγειο σταθμό έρευνες και πειράματα για τη θεραπεία της ασθένειας.

Ο οικολογικός προβληματισμός της Κουτσουμπέλη υποβάλλεται μέσα απ’ την κατάρριψη των θετικιστικών ψευδαισθήσεων της προόδου και του συνακόλουθου αισθήματος της ανθρώπινης παντοδυναμίας. Η επιστήμη που ευθύνεται για την πρόκληση του προβλήματος, αδυνατεί να το επιλύσει, το δε μοντέλο οργάνωσης που επιβάλλει εντός της δεύτερης κοινότητας των επιστημόνων και του βοηθητικού προσωπικού της είναι αυστηρά εξουσιαστικό, στα όρια του φασιστικού. Η ουτοπία που υποσχέθηκε η επιστήμη εξελίσσεται στη χειρότερη δυστοπία: έρημες πόλεις που τις λυμαίνονται αγέλες λύκων και αλεπούδες, άδεια σπίτια και άταφα πτώματα παντού.

Υπάρχουν ποικίλες άλλες θεματικές γραμμές που διατρέχουν το σώμα της αφήγησης. Ακριβέστερα θα έλεγα ότι η δυστοπία δημιουργεί το φόντο, το πλαίσιο ώστε εντός του να εξεταστούν ζητήματα όπως η κρίση των ερωτικών σχέσεων, η έμφυλη βία, η έννοια της αλήθειας, η αξία του καλού και του κακού, ο ρόλος της μνήμης στη συγκρότηση του εγώ, η πολυπλοκότητα του ατόμου, η λειτουργία της γραφής κτλ.

Το ότι οι δυο εναπομείνασες ομάδες τελούν σε κατάσταση εγκλεισμού ευνοεί τη λογοτεχνική χαρτογράφησή τους. Η εξάπλωση του ιού και η απειλή του θανάτου δημιουργούν για τους μετέχοντες οριακές συνθήκες, ώστε ό,τι λένε και ό,τι κάνουν, κάθε σκέψη και κάθε δράση να έχει την αξία του – τρόπον τινά, είναι τα λογοτεχνικά εργαστήρια που δημιουργεί η συγγραφέας ώστε να εξετάσει καλύτερα τους χαρακτήρες, τις λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις, τις εντάσεις, τις πτώσεις, τα αποκούμπια που αναζητούν. Συμπληρώνοντας θα έλεγα ότι ο μικρόκοσμος αυτών των δύο ομάδων είναι η πύκνωση των σημερινών κοινωνικών συνθηκών. Ένα-ένα όμως τα σημαντικά ζητήματα που ανοίγει το βιβλίο:

Ζήτημα πρώτο: Σε συνθήκες κινδύνου υπάρχει η συσπείρωση στην ομάδα, το ακούμπισμα του ενός πάνω στον άλλο μ’ όλους τους περιορισμούς που κάτι τέτοιο σηματοδοτεί και οι οποίοι μπορούν να προσλάβουν είτε τη συνεργατική και εθελούσια μορφή του μοναστηριού είτε την κάθετη τεχνοκρατική και καταπιεστική ιεράρχηση της επιστημονικής κοινότητας. Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης επικεντρώνεται στη λειτουργία των ομάδων και στις σχέσεις που αναπτύσσονται όσο εξαπλώνεται ο ιός, η δε λύση που έχει να κάνει με την εξασθένιση του ιού βρίσκει τις ομάδες σε κατάσταση αποσυσπείρωσης και τα πρόσωπα στην αναζήτηση πιο ελευθέριων και χαλαρών σχέσεων συνύπαρξης που προστατεύουν καλύτερα την ατομικότητά τους.

Ζήτημα δεύτερο: Η πίστη που τρέφει ο φιλοσοφικός εμπειρισμός στη λειτουργία των αισθήσεων εγγυάται το βέβαιο της πλάνης, καθότι τα φαινόμενα δεν είναι τις πιο πολλές φορές όπως δείχνουν, έχοντας εκ προοιμίου ενσωματώσει στους μηχανισμούς της πρόσληψής τους ποικίλα στερεότυπα και σχέσεις εξουσίας. Ομοίως, η καντιανή απολυτότητά που διαχωρίζει άπαξ διά παντός την έννοια του καλού απ’ το κακό δεν είναι πλέον λειτουργική όχι μόνο γιατί υπάρχουν ποικίλες άλλες διαβαθμίσεις στο ενδιάμεσο αλλά και γιατί το κακό μπορεί πολύ εύκολα να μεταμφιεστεί σε καλό και αντίστροφα. Από κοινού οι δύο αυτές παρατηρήσεις υποστηρίζουν την ιδέα της πολυπλοκότητας των χαρακτήρων, της απρόβλεπτης και μη σύμφωνης πάντα με τους κοινωνικούς, ταξικούς, έμφυλους κτλ. προσδιορισμούς συμπεριφοράς τους.

Ζήτημα τρίτο: Η μνήμη στοιχειοθετεί την ανθρώπινη ταυτότητα και κατ’ αναλογία η γραφή συνιστά τη μνήμη, άρα και τη συνείδηση, τις αναμνήσεις, τις ενοχές, τα όνειρα, το μέλλον της ανθρωπότητας. Όταν υποχωρεί η μνήμη, το ανθρώπινο υποκείμενο γίνεται έρμαιο ενός κενού από αναμνήσεις παρόντος, αδύναμο να ορίσει τον εαυτό και τις επιλογές του. Οι έγκλειστοι του μοναστηριού καταφεύγουν στη γραφή όχι μόνο γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο εξαιτίας της αφωνίας τους για να επικοινωνήσουν, αλλά και για να διαφυλάξουν τις σκέψεις τους απ’ τη σκόνη του χρόνου. Η επανάκτηση της μνήμης ισοδυναμεί με έξοδο απ’ το μοναστήρι και με επάνοδο στην οδύνη, που σημαίνει κατ’ αναλογία ότι η γραφή εκπροσωπεί την ωρίμανση, τη σωτηρία και την οδύνη της ανθρωπότητας.

Ζήτημα τέταρτο: Όπως πολύ καλά μας έδειξε ο Μιχαήλ Μπαχτίν, η γλώσσα, η γνώση και η αλήθεια δεν είναι μονολογικά αλλά διαλογικά κατακτημένες και πολυφωνικά εκπεφρασμένες, αρχή που διαπερνά το μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη σαν βασικός αφηγηματικός μηχανισμός, μια που η αφήγηση μ’ όλα τα στοιχεία της πλοκής και δέσης διασπείρεται σε επιμέρους αφηγήσεις των πιο πολλών απ’ τα πρόσωπα που μετέχουνε στη δράση. Ως αναγνώστες είμαστε στο κέντρο διασταυρούμενων φωνών και παρακολουθούμε την εξέλιξη από διαφορετικές πύλες εισόδου, πράγμα που εγείρει διαρκώς το ενδιαφέρον με τις αντικρουόμενες ερμηνείες που δίνονται για τα ίδια γεγονότα και τις διαφοροποιούμενες γλωσσικές ποικιλίες από φορέα σε φορέα της αφήγησης.

Ζήτημα πέμπτο: Στο πλαίσιο μιας ανδροκρατικής κοινωνίας, που, δεν αναπαράγεται μόνο απ’ τους άνδρες αλλά και από τις γυναίκες, η αρρενωπότητα θα συγκροτείται, θα ταυτοποιείται και θα αναγνωρίζεται διαμέσου της επιβολής και της βίας που ασκεί σε βάρος της γυναίκας. Υπάρχουν μύριες όσες επιβεβαιώσεις τούτης της αρχής μέσα στο βιβλίο, απ’ την κλειτοριδεκτομή ως τον βιασμό των δύο κοριτσιών, όλες δε οι νέες μορφές συμβίωσης που οργανώνονται στο κλείσιμο του μυθιστορήματος περιέχουν το στοιχείο μια πιο δημοκρατικής και μη πατριαρχικής διευθέτησης – στο βάθος της οποίας λανθάνει η αρχή ότι μόνο η αγάπη, η αληθινή και ως εκ τούτου ασύμβατη με τους προηγούμενους κανόνες, αλλάζει προς το καλύτερο τον άνθρωπο.

Έχω κάποιες ήσσονες ενστάσεις ανάμεσα στις οποίες να επισημάνω μόνο τούτη: Κρίνω αχρείαστη την απιθανότητα ενός προϋπάρχοντος έρωτα ανάμεσα σ’ ένα πρόσωπο που εγκαταβιοί στο μοναστήρι και ενός άλλου που ζει στην επιστημονική κοινότητα, όταν δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι πέθαναν. Έχω την εντύπωση ότι εδώ η συγγραφέας εκβίασε την αληθοφανή και στέρεη εσωτερική συνοχή της αφήγησης, προκειμένου να έρθουν σε επικοινωνία οι δύο κοινότητες.

Κλείνοντας, όταν η αισθητική απόλαυση κινεί τον οικολογικό, υπαρξιακό και πολιτικό στοχασμό έτσι που διαδοχικά ηλεκτροσόκ να διαπερνούν την αναγνωστική πράξη, αυτό σημαίνει ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει εδώ.

.

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ

FREAR.GR 12/4/2021

Οι γραμμές των στίχων για τους επιβάτες μιας κοινής διαδρομής

Η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι μια εξομολογητική, σκηνική σχεδόν αφήγηση στην οποία η Χλόη συνομιλεί με την ίδια την ποιητική.

H κόρη Φρασίκλεια, το γλυπτό που κοσμεί σήμερα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ήταν ένα επιτάφιο «σήμα», ένα στολίδι αρχαϊκού τάφου (6ος αι. π.Χ). Το ένα σανδάλι της κόρης λύθηκε μέσα στους αιώνες και τα μαλλιά της γεμάτα από αρχαία σκόνη γίνονται ο εναρκτήριος αφηγηματικός λόγος της συλλογής. Το άγαλμα ήδη από την πρώτη σελίδα του βιβλίου επαναπροσδιορίζει την ίδια του την ταυτότητα:

[…] Στα πόδια μου φόρεσε σανδάλια. Το ένα από αυτά λύθηκε μέσα στους αιώνες. Τα μαλλιά μου χύνονται στους ώμους. Κουβαλούν αρχαία σκόνη και μικρούς μεταξοσκώληκες. Το λουλούδι που κρατώ στο χέρι είναι το αληθινό κορμί μου. Δεν με λένε Φρασίκλεια. Το δικό μου όνομα είναι Απαραβίαστη.

Το αρχαίο γλυπτό που ακόμη αναπνέει κρατά στο χέρι μπροστά στο στήθος κλειστό ακόμη, τον ανθό ενός λωτού. Κλειστός ανθός που διασώζει στοιχεία ζωογόνα και δημιουργικά. Πράγματι η ποίηση, ένας ανθός πνευματικότητας κι αυτή, Άχρονη, Αέναη, Άτοπη, Ανήσυχη, Απειλητική Απαραβίαστη ρωτά, φιλτράρει, συγκινεί τον αναγνώστη.

Με απέριττη αισθητική και βαθειά επίγνωση η Κουτσουμπέλη συνθέτει ένα ποιητικό σύμπαν, στο οποίο ο αναγνώστης σχεδόν αγγίζει με τις αισθήσεις του το παλίμψηστο της ποιητικής σύνθεσης.

Κυρίαρχη θεματική της συλλογής η λέξη και η ποίηση, η αναζήτηση της ψυχικής και διανοητικής συγκίνησης. Η Γυναίκα και η γυναικεία γραφή ταξιδεύουν με το λυμένο σανδάλι μέσα στους αιώνες, ενώ παράλληλα ο ποιητής Όμικρον (σαν σημείο ορισμού μηδέν, σαν σημείο εκκίνησης και προορισμού, σαν κυκλική κίνηση ενός τροχού ισορροπίας) μιλά για την ίδια του την ποιητική και την τυφλή, γυμνή γραφή.

[…]/-Ποιες λέξεις προτιμάτε;/-Τις καλά ψημένες. Αλλιώς στέλνω πίσω το πιάτο./[…]

/-Τι φοβάστε περισσότερο από όλα;/-Το ερωτηματικό./(«Με τον ποιητή Όμικρον», σελ. 44).

Η ομιλούσα Τέχνη διατρέχει το σώμα της συλλογής μέσα από τον πρωτοπρόσωπο λόγο των ποιητών, των ζωγράφων, των πεζογράφων, των ηρώων των παιδικών παραμυθιών και μυθιστορημάτων.

[…]Μη διστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε./Παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική σας ένδεια,/ τη σύφιλη, ποτέ όμως ότι είστε ποιητής./Θα υποφέρετε αιώνια./ («Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη», σελ. 21).

Παράλληλα, o έρωτας, η προδοσία, οι σχέσεις αίματος, η μνήμη είναι κάποια από τα κομμάτια αυτού του λογοτεχνικά βιωμένου κόσμου. Μέσα σε ένα σύμπαν που ο χωροχρόνος ρέει στις φλέβες των σωμάτων οι άνθρωποι συναντιούνται στις γραμμές των στίχων, επιβάτες μιας κοινής μοίρας και διαδρομής.

[…]/Σε όλες τις εποχές δε βρέθηκε ποτέ χώρος για μας./Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται;/Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση./Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν./(«Η μόνη γη», σελ. 47)

Η δυναμική λογοτεχνική τεχνοτροπία της Κουτσουμπέλη εκφράζεται μέσω της ροής του ελεύθερου στίχου, μέσα από τη ροή της συνείδησης και του ονείρου, μέσα από ποιήματα-μικρόκοσμους που αναπαριστώνται με εικόνες ευκρινείς και επιλεγμένα επίθετα, γλώσσα κυριολεκτική, αφοπλιστικά ειλικρινή και ταυτόχρονα αμφίσημη, βαθιά συγκινησιακή ως προς τη διανοητική και συναισθηματική πρόσληψή της, μέσα από αντιθέσεις και λεπτές παραδοξότητες. Με αυτόν τον τρόπο οι εντάσεις του ποιήματος βρίσκονται με τρόπο αρμονικό σε μια εξόχως ευαίσθητη κίνηση τροχού ισορροπίας.

.

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΙΑΚΩΒΟΥ

FRACTAL 13/4/2021

Η γέννηση της ποίησης και η μοναξιά του ποιητή

Είναι η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ένα βιβλίο για την ίδια την ποίηση; Για το πώς γράφονται τα ποιήματα, για τους λόγους που υπάρχει η ποίηση, για τους συγγραφείς, τους λογοτεχνικούς ήρωες, για τους καλλιτέχνες; Είναι ένα βιβλίο για τον ποιητή και τη μοναξιά του, όπως πολύ ωραία δηλώνει ο τίτλος;

Η Κουτσουμπέλη, με το γνώριμο ύφος γραφής της που από τη μια αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού και από την άλλη διατηρεί μια έντονη αφηγηματικότητα, καταγράφει με τα ποιήματά της μικρές ιστορίες -που μοιάζουν με σύντομα διηγήματα- και τις βάζει στο στόμα γνωστών προσώπων, υπαρκτών ή φανταστικών. Η Σύλβια Πλαθ, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Νίκος Καββαδίας, ο Βαν Γκογκ, αλλά και οι τρεις αδερφές του Τσέχωφ, ο Πίτερ Παν, η Ηλέκτρα, ακόμα και ο Ιούδας και η Μαρία Μαγδαληνή, είναι μερικά από τα πρόσωπα που περνούν από τις σελίδες του βιβλίου.

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς η ποιήτρια αξιοποιεί τις ζωές αυτών των προσώπων μετουσιώνοντάς τες σε ποιήματα μέσα από τη δική της προσωπική ματιά. Σε άλλες περιπτώσεις θέλει να αποδομήσει τους ήρωές της, σε άλλες να τους αποκαταστήσει (εξαιρετικό το ποίημα «Ο λόγος του Ιούδα»), σε άλλες να εγείρει ερωτήματα για την ίδια τη ζωή, αλλά και τη βαθύτερη ουσία της ποίησης. Μέσα από αυτό το λογοτεχνικό παιχνίδι η Κουτσουμπέλη απελευθερώνει τα πρόσωπα από τη ζωή τους όπως την ξέρουμε και τους δίνει την ευκαιρία να πούνε τη δική τους αλήθεια, να μετανιώσουν, να αλλάξουν γνώμη, να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους – και έτσι έχει ευκαιρία και η ίδια η ποιήτρια να πει τις δικές της αλήθειες.

Με τη συλλογή της αυτή η Κουτσουμπέλη καταγράφει την ίδια τη γέννηση της ποίησης, τον τρόπο που αυτή εισχωρεί στη ζωή του ποιητή, την αναγκαιότητα ύπαρξης της στις ζωές των ανθρώπων. «Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό» λέει η Κουτσουμπέλη, κάνοντας αναφορά στον μύθο όπου ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο για να ενωθεί με την Λήδα, η οποία γέννησε μετά τα τέσσερα παιδιά της σε δύο αυγά. Η ποίηση καθορίζει τη ζωή του ποιητή: ο Διονύσιος Σολωμός γράφει με το αίμα από τις φλέβες του, ενώ η Άννι Έντσον Τέιλορ ένιωσε συγκίνηση μόνο όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.

Πώς νιώθει όμως ο ίδιος ο ποιητής; «Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε, / εισχώρησες απ’ τις ρωγμές, / δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω» λέει η ποιήτρια στην «Απειλή». Ο Καρυωτάκης της Κουτσουμπέλη προειδοποιεί να μη δηλώσετε «…ποτέ όμως ότι είστε ποιητής. Θα υποφέρετε αιώνια», ενώ ο Καββαδίας λέει «Αφού όλοι γνωρίζουν / ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας / και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο». Παρόλ’ αυτά: «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση. / Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν».

Η Κουτσουμπέλη δεν περιγράφει μόνο τη γέννηση της ποίησης, αλλά και τη γέννηση των λογοτεχνικών ηρώων, δημιουργώντας έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό μεταξύ ποίησης και ζωής: πόσο μοιάζει ο ρόλος μας στη ζωή με ενός μυθοπλαστικού προσώπου;

Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Σ.

Ο κύριος Σ. είχε κακό προαίσθημα.
Ο Τζον έδειχνε αφηρημένος.
Οι γόπες σωριάζονταν στη σταχτοθήκη
όπως τα κούτσουρα στην αποθήκη.
Τέσσερις μόνον αράδες στην κόλλα τη λευκή.
Ο κύριος Σ. ένιωσε τον τρόμο του κενού.
Αισθανόταν μισός.
Το ένα του πόδι ανύπαρκτο.
Ακόμα δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη,
αφού ο Τζον είχε επιλέξει τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο Τζον αναστέναξε βαθιά.
Η όλη σύλληψη ήταν λάθος.
Ο κεντρικός χαρακτήρας έπρεπε να ‘ναι γυναίκα.
Τα δάχτυλά του τσαλακώνουν το χαρτί.
Απ’ το απειροελάχιστο πέρασμα του κυρίου Σ.
δεν απέμεινε ούτε ίχνος στην κοσμική τάξη των πραγμάτων.
Τόσο αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς
ο Μέγας Συγγραφέας που μας επινόησε.

Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, υπάρχει ακόμα ένα στοιχείο που δίνει ένα ενδιαφέρον στίγμα στο βιβλίο της Κουτσουμπέλη: η έντονη γυναικεία παρουσία. Στα περισσότερα ποιήματα πρωταγωνιστούν γυναίκες, αλλά ακόμα και σε αυτά που τα κεντρικά πρόσωπα είναι άντρες γίνεται και πάλι λόγος για μια γυναίκα. Κάνοντας μια δεύτερη ανάγνωση μπορεί κανείς να εντοπίσει με πόση λεπτότητα παρουσιάζει η ποιήτρια την καταπίεση που έχει νιώσει από τη θέση της μια γυναίκα, είτε μέσα από την καθημερινή της ζωή είτε προσπαθώντας να υψώσει το ανάστημά της, όπως στο ποίημα «Μαρία Μαγδαληνή».

Η Χλόη Κουτσουμπέλη γράφει ένα βιβλίο στο οποίο τα πάντα είναι ποίηση, από την αρχή του χρόνου μέχρι και σήμερα, όπου ο ποιητής έχει μάθει να συνυφαίνει τον πόνο και τη βαθύτατη υπαρξιακή αγωνία με τους στίχους, για να τους προσφέρει μετά στον αναγνώστη και να του χαρίσει έτσι το μοναδικό καταφύγιο που μπορεί να υπάρξει. Ένα βιβλίο όπου οι φανταστικοί ήρωες είναι ίδιοι με τους αληθινούς ανθρώπους – ή το αντίστροφο. Ένα βιβλίο στο οποίο τα πρόσωπα σπάνε τα όποια δεσμά τους αναζητώντας την ελευθερία της επιλογής, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνουν. «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» είναι γεμάτη από εικόνες, μύθους, τολμηρές φράσεις και ανατρεπτικά λόγια, καθώς και από μια διάχυτη μελαγχολία που καταγράφει διακριτικά το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

CULTUREBOOK.GR /23/4/2021

ο ποιητής και το θηρίο – το πριν και το μετά της ποίησης

Πώς ένα ελάφι, ενώ πίνει αμέριμνα νερό,
αντικρίζει στο ποτάμι
την αντανάκλαση του κυνηγού
και παραλύει;
[ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΚΑΙ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ]

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, στην πιο σπουδαία ως τώρα ποιητική της κατάθεση –και πάντοτε μέσα στα πλαίσια του βασικού μοτίβου πένθους (εδώ όμως σε άλλη διάσταση) που χαρακτηρίζουν και τα άλλα της ποιήματα– επιχειρεί να δει την ποίηση εν συνόλω, την αφορμή της, τη γέννησή της, τη βίωσή της ως μια αληθινή κατάσταση ζωής, το μοίρασμά της, τη μοναξιά του δημιουργού εν τέλει, σαν βρεθεί μόνος χωρίς να μπορεί ούτε μέσα στα δικά του ποιήματα να βρει τον εαυτό του. Ξεδιπλώνει από το ένα ποίημα στο άλλο τη μορφή του θηρίου, που τρώει από τα σωθικά του ποιητή κι ακόμα δεν χορταίνει, ως να τον δει στην άκρη του γκρεμού, και τότε να τον χλευάσει για τη νέα του δημιουργία που τον σώζει την τελευταία στιγμή· ανακύκλωση δημιουργίας ή καταβύθιση στην πιο συνειδητή μοναξιά.
Η ποίηση, όταν συνειδητοποιεί τη δύναμή της, νιώθει βαθύτερα τα όρια της μοναξιάς της, μιας συνθήκης που γεννιέται μαζί της και κάθε τόσο ζητά αίμα από το αίμα της· ένα νέο ποίημα να φανεί, να δώσει μια μικρή ώθηση, μια φυγή από τα όρια του πραγματικού, μια απόδραση προς ένα τοπίο υποσχόμενο πολλαπλές ταυτίσεις – ο ποιητής αναζητά το είδωλό του στον καθρέφτη των άλλων, αυτών που όχι μόνο εννοούν αλλά συμπάσχουν. Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη παίρνει τις αποστάσεις της από ό,τι προσεγγίζουν οι αισθήσεις και ορίζει η λογική, γειτνιάζει με το αφύσικο και το αλλόκοτο, αρνείται να γίνει κοινότοπη και «φυσιολογική». Πρόκειται για μια αισθητική αλλά και ηθική επιλογή, και σαν τέτοια μας προσκαλεί να εισχωρήσουμε στο παράδοξο τοπίο της. Σε μια ποίηση πολλαπλών μεταμφιέσεων, όπου αναγνωρίζεται τόσο ο ποιητής όσο και τα πρόσωπα που αυτός επινοεί – πώς να διαχωριστούν αλήθεια;
Η Απαραβίαστη Φρασίκλεια που θα καλείται για πάντα κόρη, μάς εισάγει στη συλλογή, μέσα από ένα ταφικό επιγραφικό απομεινάρι του 6ου π. Χ. αιώνα, για να δηλώσει μαζί με τη ματαιωμένη ζωή και το απαραβίαστο ταυτόχρονα του ποιητικού χώρου. Αυτή είναι η αρχική νύξη της ποιήτριας ότι εδώ πρόκειται να δούμε μια ανασκαφή της ποίησης, μα και της δημιουργίας συνολικά, μια ανατομία ίσως του ποιητικού σώματος· και όπως κάθε τέτοια διεργασία απαιτεί και αυτή το μερίδιο του αίματος, και όσο θα προχωράει η εξέταση τόσο το σώμα θα παραμένει απαραβίαστο – ποιος εννόησε ποτέ τη γέννηση του θαύματος, την αιφνίδια αστραπή που φωτίζει για μια στιγμή το σκοτεινό τοπίο της ζωής; Η μόνη πραγματική συγκίνηση/που ένιωσε ποτέ/ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα. (ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ).
Ακόμη και όταν η Κουτσουμπέλη επινοεί τα (θεατρικά εν μέρει) σκηνικά της για να τοποθετήσει μέσα τα πρόσωπα, υποκριτές, ποιητές, δημιουργούς, ήρωες ιστοριών, παραμυθιών, όλα σε μονόλογο ή διάλογο μαζί της, δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το ισχυρό δέσιμο της δημιουργίας με τη ζωή. Μοιάζει να λέει: αν η ζωή βρίσκεται σε κάθε ελάχιστη ανάσα καθημερινότητας, τότε εδώ είναι και η τέχνη της δημιουργίας, από αυτή την εν μέσω παθών ζωή πηγάζει και η ποίηση, μέσα από τα τετριμμένα και εγκλωβισμένα στα στερεότυπα, την καθημερινή τριβή, γεννιέται το θαύμα. Και σαν στερέψει η αντοχή, τότε το ποίημα παραμερίζει και ως θεατής παρατηρεί τον θνήσκοντα δημιουργό του να αναλώνεται πλέον θυσία στον Κανίβαλο θεό που με κατατρέχει τόσα χρόνια (ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΒΙΑΣ ΠΛΑΘ). Και ο άλλος αυτόχειρας ποιητής, θα μοιραστεί την πολύτιμη γνώση της αποχώρησης, προς πάντα ενδιαφερόμενο: Προπαντός όχι με πνιγμό. Ο θάνατος. Ίσως με μήλο/στο κεφάλι, ενώ ο γηραιός Γουλιέλμος σάς σημαδεύει/με το βέλος. Ή με πιστόλι. Αν ξέρετε σε ποιο μέρος/ακριβώς βρίσκεται η καρδιά. Αν έχετε καρδιά. (ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΛΑΚΗ).
Μέσα στα ποιήματα της Κουτσουμπέλη εναλλάσσονται τα πρόσωπα συνιστώντας στην ουσία ένα, αυτό του δημιουργού, με όσα προσωπεία κι αν αλλάξει. Η πιο σημαντική μεταμφίεση (ή μετάλλαξη άραγε;) είναι αυτή του δημιουργού με τους ήρωες που επινοεί. Ο καθρέφτης εδώ λειτουργεί προσφέροντας την εικόνα του επινοημένου σε μείξη με αυτή του επινοητή, καθώς οι ήρωες αποκτούν φωνή, υπόσταση, διεκδικούν ή διαμαρτύρονται· στην πραγματικότητα δηλώνοντας ξεκάθαρα πως είναι αυτοί που προϋπήρχαν της επινόησής τους, άρα εμπεριέχουν τον δημιουργό τους και τον κατευθύνουν. Πότε, λοιπόν, ξεκινά η γραφή; ποια η αφετηρία της; Η Τζο, η ηρωίδα συγγραφέας, το alter ego της δημιουργού της, της Λουίζα Μέι Άλκοτ θα ξεσπάσει: Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες/αυτού του απάνθρωπου βιβλίου/στο οποίο/είμαι μεν μία συγγραφέας/αλλά όχι η συγγραφέας του. (ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΛΟΥΪΖΑ ΜΕΪ ΑΛΚΟΤ). Αλλά και πώς υπερβαίνει ο δημιουργός τους ήρωές του, ή πώς ξεμπερδεύει μαζί τους; Δίπλα στη μοναξιά του δημιουργού εμφανής είναι και η αμηχανία, το αδιέξοδο του ήρωα, που ανασαίνει, ζει, καταδικάζεται σε σιωπή ή πεθαίνει εκών άκων: Ο κύριος Σ. ένιωσε τον τρόμο του κενού./Αισθανόταν μισός./Το ένα του πόδι ανύπαρκτο./Ακόμα δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη,/αφού ο Τζον είχε επιλέξει τριτοπρόσωπη αφήγηση. (Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Σ.).
Η Ποίηση ξεπερνάει σε μέγεθος τον δημιουργό της, όπως η Τέχνη ως ιδέα υπερίπταται της έμπνευσης και χρονικά προϋπάρχει του έργου που την αποτυπώνει δίνοντάς της υλική μορφή. Μπροστά στην καταλυτική αυτή αλήθεια, οι ποιητές έχουν να επιλέξουν τη φυγή από το θηρίο που τους κατατρώει αποζημιώνοντάς τους με τις γραμμένες λέξεις κερδίζοντας, αλίμονο, την ποθητή ισορροπία, ή τη συμφιλίωση με την αδιέξοδη πορεία μέσα και γύρω από το ποίημα και τη μοναξιά τους. Ο ποιητής Όμικρον, εν προκειμένω, που δίνει τον τίτλο σ’ αυτή την ποιητική αποτίμηση της δημιουργίας, συνειδητοποιεί ολοκληρώνοντας το ποίημα πως ούτε αυτό του ανήκει, καθώς αυτό διαλύεται στην κοσμική νύχτα. Έτσι: Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον/όπως κάθε ποιητής πριν και μετά/χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής, βιώνει το μοναχικό ταξίδι της δημιουργίας, ταΐζει το οικόσιτο κοράκι του και πέφτει να κοιμηθεί. Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ). Γιατί αυτή η περιπέτεια της γραφής δεν θα τελειώσει εδώ, και η ποίηση είναι ο τόπος που οι ψυχές ενώνονται, θα πει η ποιήτρια. Κι ας μην το γνωρίζουν. Και ας αναζητούν μέσα τα ποιήματα τη συντροφιά των ομοίως πασχόντων. Κάθε φορά που κάποιος ποιητής, όπως εδώ η Χλόη Κουτσουμπέλη, θα ανασηκώνει το πέπλο που σκιάζει τη μοναχική δημιουργία, η μοναξιά θα γίνεται λιγότερο αφόρητη, το ποίημα θα παίρνει ανάσες ζωής.

.

ΜΑΡΙΑ ΕΥΤ. ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗ

“Fractal” 27/4/2021

Η συγχώνευση των ποιητικών ειδών

Η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι ένα έργο βαθιάς ωριμότητας, όπου καθιζάνουν οι σκέψεις της ποιητικής, ωριμάζει ο πόνος και μετουσιώνεται σε σοφία, η μνήμη αναμετράται με τον χρόνο κι ο ποιητής εγκιβωτίζεται στο έργο του δημιουργού.

Ο ποιητής είναι γυμνός, ορφανός, μισός. Γδύνεται ολόσαρκα κάνοντας κατάθεση ψυχής, που ταυτίζεται με την ίδια την ύπαρξή του, ορθότερα τη μετουσίωση της λειτουργίας του. Η έκδυση αυτή, η άνευ όρων εξωτερίκευση είναι η μόνη πράξη ουσίας και πληρότητας. Ο συγγραφέας πριν αρχίσει να γράφει, είναι μισός, ζει μόνο σε αυτό το απειροελάχιστο πέρασμα, καθώς πριν και μετά από αυτήν είναι ορφανός.

Στο πλαίσιο αυτό της ιδιαίτερης (εξω)πραγματικής ζωής ο δημιουργός υποτάσσεται στο έργο του, ενώ οι ήρωες του αυτονομούνται, ελέγχουν, καθοδηγούν και πιστοποιούν την ύπαρξη του ποιητή στην κοσμική τάξη των πραγμάτων, αλλά και συνωμοτούν προσχεδιάζοντας τον θάνατό του και απαιτούν έναν δυναμικό και δημιουργικό ρόλο από τον αναγνώστη.

Η ποίηση είναι πληγή, ενίοτε ανυπόφορη. Προϋποθέτει δημιουργική μοναξιά, που είναι προέκταση της γυμνής μοναξιάς. Όταν το προσωπικό εγώ μετουσιώνεται σε ποιητικό εγώ, γεννάται η συνείδηση. Η άγνοια του Οιδίποδα τον κάνει τραγικό ήρωα· η γνώση του τον οδηγεί στο επόμενο, συνακόλουθο, στάδιο: την καταστροφή. Η συνείδηση διαλύει τον σαθρό κόσμο, τις ψευδαισθήσεις, το «ζωτικό ψεύδος» του Ίψεν. Η Χλόη Κουτσουμπέλη ξαπλώνει στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι μορφές της ελληνικής, αλλά και παγκόσμιας τέχνης και ποίησης, εκμαιεύοντας πικρά ή και ένοχα μυστικά της ζωής τους. Η έκδυση των επώνυμων προσώπων γίνεται επώδυνη βουτιά στο παρελθόν, αποκάλυψη, ανατροπή. Αλλά η διαλεκτική αυτή, η διακειμενική σχέση αποτελεί τα συγκείμενα της δικής της ποίησης: εκείνη ο ψυχαναλυτής, εκείνη και στο ντιβάνι.

Σε αυτό το πλατύ διακείμενο φωλιάζουν — αρχαίοι ποιητικοί σηματωροί — η απομόνωση, η κατάθλιψη, η μη αναγνώριση, η σχιζοφρένεια, το πολυτάραχο οικογενειακό περιβάλλον, η απώλεια, η προδοσία, η επώδυνη μνήμη, ο χρόνος. Η μνήμη, μάλιστα, είναι ο πιο ύπουλος εχθρός, γιατί συναιρεί τον χρόνο και τον συμπυκνώνει στο αστραπιαίο παρόν. Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη συγχωνεύει τα ποιητικά είδη: ο πρωτοπρόσωπος αφηγηματικός λυρισμός συνυπάρχει με τη δραματικότητα. Το ποιητικό σύμπαν εγκιβωτίζεται τελικά στο έργο του ποιητή πάντων ορατών τε και αοράτων.

Όμως, αν και όλα είναι πιο εύκολα από την ποίηση και το μελάνι υγραίνει ως και τα εσώρουχα και απειλεί επικίνδυνα την ψυχική ισορροπία, εντούτοις, η μόνη πραγματική συγκίνηση είναι το πρώτο ποίημα. Είναι η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν. Η ποιητική δημιουργία αποτελεί ένα ιερό ίζημα ζωής, μεταμορφώνει και αποζημιώνει. Είναι η προσωπική λύτρωση, το τέλος που εξαγιάζει, η διαφυγή και η εκτίναξη στο άπειρο.

Η ΑΠΕΙΛΗ

…..

Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε.
Εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,
Δε μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω.
Μια μία από αυτές τις μέρες, τ΄ ορκίζομαι.
Θα σ΄ ανταλλάξω ποίηση
Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο
Θα ράψω με συνθετική κλωστή το τραύμα
Θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου
Και μετά
Χωρίς αίμα
Χωρίς μελάνι
Χωρίς χαρτί και μολύβι
Θα ισορροπήσω.

.

ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 5/6/2021

Τα πολλά πρόσωπα του Ποιητή

Δεν είναι η πρώτη φορά που η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη μας εκπλήσσει με την γραφή της και την ξεχωριστή προσέγγιση του ποιητικού αντικειμένου . Τολμάει να κάνει τομές σε θέματα που άπτονται της υπαρξιακής αναζήτησης και του υπαρξιακού φόβου . Ερωτήματα, προβληματισμοί, βεβαιότητες και θέσεις που ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται ανατροπές , απροσδόκητες λύσεις σε αδιέξοδα, ρηξικέλευθες προτάσεις που κατατίθενται μέσα από τον μαγικό ρεαλισμό και σουρεαλισμό, αυτά είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της ποίησης της. Μας μυεί στη μαγεία του κόσμου της, καθώς με τέχνη ντύνει τους ήρωες χαρακτήρες της και μας εμβαπτίζει στα πάθη τους, για να ταυτιστούμε μαζί τους. Έτσι « διδασκόμαστε» μέσα από την δραματοποίηση αυτή δρόμους για την δική μας υπαρξιακή αναζήτηση και πορεία.
Από την πρώτη στιγμή , με τον τίτλο της συλλογής της , ευθέως μας εισάγει στην «Γυμνή μοναξιά του Ποιητή Όμικρον» και την δική μας μοναξιά που είναι κάτι πέρα από την υποσυνείδητη αποθήκευση της. Η μοναξιά είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο διαγράφονται οι ιστορίες των χαρακτήρων της , που πραγματικοί ή φανταστικοί, αποτελούν τα πολλά πρόσωπα του ποιητή Όμικρον.
Η σκηνή του θεάτρου , όπου όλοι αυτοί παίρνουν στην συνέχεια μέρος κάτω από την σκιά του θανάτου, ανοίγει με την γυμνή Φρασίκλεια που φεύγει από την ζωή πριν την «παραβιάσουν» και κλείνει με την γυμνή μοναξιά του Ποιητή Όμικρον « όταν όλα έχουν τελειώσει στο χαρτί».
. Ο συμβολισμός και οι μεταφορές της ποιήτριας μας προσφέρουν την δυνατότητα να προσεγγίσουμε την παραδοξότητα της αρχής και του τέλους του ανθρώπινου γίγνεσθαι και την γενεσιουργό δύναμη της Δημιουργικότητας και του Λόγου. Τ
Το ανιχνευτικό ταξίδι της Κουτσουμπέλη που κάνει ένα συναρπαστικό σλάλομ ανάμεσα σε λέξεις και ιδέες , αρχίζει με την εικόνα ενός αγάλματος χρόνια θαμμένου στην νεκρόπολη που στόλιζε ένα αρχαίο τάφο.
Μνήμα της Φρασίκλειας . Θα καλούμαι για πάντα κόρη αφού οι Θεοί αντί για γάμο μου όρισαν αυτό το όνομα. Με έφτιαξε ο Αριστίων ο Πάριος».
Η ποιήτρια εδώ μιλάει για το όνομα και την σπουδαιότητα της ταυτότητας . Ποια είμαι, ποιο είναι το όνομα μου, που ανήκω ,ποιος με έφτιαξε( με μορφοποίησε). Αποφασίζουν οι Θεοί ή οι μοίρες για το ποιο θα είναι το όνομα , ποιοι θα είναι οι ρόλοι που θα κληθώ να παίξω ή είμαι έργο του καλλιτέχνη που με λάξευσε , που στόλισε τα μαλλιά μου με μεταξοσκώληκες που δεν πρόλαβαν να γίνουν πεταλούδες; Ποιο είναι το κέρδος της «κόρης» με την πρώιμη απώλεια της αβίωτης ζωής της; Το όνομα μου , λέει η Φρασίκλεια , είναι Απαραβίαστη.
Η ποιήτρια κάνει μία μεγάλη διαδρομή από την αρχαιότητα έως σήμερα , με αναστροφή της ροής της ζωής, αρχίζει από τον θάνατο και οδεύει πίσω προς την ζωή για να καταλήξει στο τέλος ξανά σε έναν « ύπνο-θάνατο ».
« …
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.»

Καταρράκτης ο λόγος και οι εικόνες μέσα από καλειδοσκόπιο . Η ζωή είναι υπεύθυνη τελικά που κάποιος παραβιάζει τα όρια της ταυτότητας , που κατρακυλάει σε γάμο, κηδείες, εραστές, που μπερδεύει τις διευθύνσεις και δεν ξέρει ποιος είναι ; Ξένος μεταξύ ξένων με μία ξενότητα που τρομάζει. Απώλεια η ανυπαρξία ονόματος. Δραματική κραυγή το ποιος είμαι;»
Σε όλα τα ποιήματα της η Κουτσουμπέλη σκύβει σαν επιδέξιος ανατόμος πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις , στα τραύματα που αφήνει η παρεξηγημένη αγάπη ή η έλλειψη της. Στις προδοσίες που κατασπαράζουν ότι έχει απομείνει από τις προσδοκίες για έρωτα και αγάπη. Την διαστρέβλωση της πρωταρχικής σχέσης με την μητέρα , στον φόβο του θηλυκού .
«…»
Το θηλυκό κορμί έχει δαγκάνες
κρύβει ολέθριες παγίδες
και έναν λαβύρινθο στο κέντρο
και έτσι μόνος μου
χαράζω με σουγιά
το βράδυ τους καρπούς
και αίμα συλλέγω σε δοχεία
για να μπορώ μ ΄ αυτό να γράψω
{…}παιδί άπιστης μάνας
Αδελφός ξένων παιδιών
Εραστής άυλων γυναικών
Ποιητής .

Το ποίημα αναφέρεται στη βύθιση του ποιητή σε άγνωστα νερά, στα συμπλέγματα της σκοτεινής πλευράς και των άγριων παρορμήσεων, καθώς ο ίδιος στρέφει τελικά την επιθετικότητα προς τον ίδιο τον εαυτό του.
την επιθετικότητα προς τον ίδιο τον εαυτό.
{ ….}
αφού όλοι γνωρίζουν
ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοϊας
και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο.

Και εκεί που όλα φαίνονται μαύρα και αδιέξοδα για την πλοκή και την έκβαση της ιστορίας η Χλόη Κουτσουμπέλη ξέρει σαν καλός καπετάνιος στην φουρτούνα να μας οδηγεί στο θαυμαστό γεγονός της μοιραίας συνάντησης του ήρωα με τον δημιουργικό εαυτό του. Τον θηλυκό εαυτό του που γεννά στίχους και λέξεις που επινοούν νέες μορφές συνύπαρξης.

Όταν ο κύρος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς
Χάρηκε πολύ
θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων
. θα έπιναν μαζί το τσάϊ κάθε βράδυ.
[…]
Την πρώτη μέρα του φθινοπώρου
Ενώ έξω στάλαζε αργά ο χρόνος,
είχε μόλις επινοήσει και τους δύο
κι ακόμα ένιωθε μόνος.

Με τα ποιήματα της ΜΑΘΗΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ, ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ Υ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, γινόμαστε αυτόπτες μάρτυρες της γέννησης ενός χαραχτήρα ενώ την ίδια στιγμή καλούμαστε να θρηνήσουμε για τον θάνατο του δημιουργού.

« το ένα το χέρι μου είναι γάντζος
μ΄αυτό το χέρι γράφω »
.
Η κορύφωση συνεχίζεται καθώς η ποιήτρια με μαεστρία μας βυθίζει ακόμη πιο πολύ σε γνώριμα νερά μέσα από τις μνήμες. Στην σπηλιά της μήτρας, εκεί όπου συλλαμβάνεται και επωάζεται το « Θεϊκό αυγό» της δημιουργίας. Γράφει:

Όταν με ένα φουρφούρισμα
Ο Θεός μεταμορφώθηκε σε Κύκνο
πούπουλα
χυμένο αλάτι
τσαλακωμένα σεντόνια,
η πράξη της γραφής.
Πολλή φασαρία για το τίποτε.
Μόνο μετά την ωοτοκία κατάλαβα:
Το ποίημα είναι Θεϊκό αυγό.

Τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν το δρόμο τους με το ποίημα ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΡΙΑΣ. Όσο προχωρούμε προς το τέλος της διαδρομής η ωριμότητα και η σπουδή φέρνουν την θυσία και την κάθαρση. Η Ηλέκτρα, η Μαρία Μαγδαληνή, ο Ιούδας, ο Ορφέας θα παίξουν την τελευταία πράξη που εμπεριέχει την Νέμεση και την λύτρωση.

Και πρώτα πρώτα,
Ποτέ μην στρέψεις πίσω το κεφάλι.
{…}Δεύτερον , τήρησε σιγή.
[…} Τρίτον, δείξε σεβασμό
{…} Τέταρτον , μες στους ατμούς του τέλους
στο μάρμαρο του μπάνιου θα λιώνει το
{….}
Πέμπτον και σπουδαιότερο,
Μην επιτρέψεις
Στη χειρουργό μνήμη τον ακρωτηριασμό.

Κλείνοντας την θαυμαστή αλλά καθόλου εύκολη πορεία της αναζήτησης του δημιουργικού εαυτού, την γέννηση του ποιητή και του ποιήματος, η Χλόη Κουτσουμπέλη αναζητάει τον τόπο συνάντησης τους. Ρωτάει για να πάρει ίσως απάντηση.

{…}
Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας.
Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται ;
Άλλωστε πρέπει κάπως να δικαιολογεί την ύπαρξη της και
Η ποίηση
Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν.

Μετά από όλη την διαδρομή της αναζήτησης και το κλείσιμο του κύκλου , ήρθε η στιγμή να συναντηθούν η Φρασίκλεια του παρελθόντος με τον Ποιητή Όμικρον του παρόντος ή και του μέλλοντος.
Παραθέτω το ποίημα με τον τίτλο Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΙΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ.

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον.
Όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
Η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
Και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων
Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
Όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
Χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής.
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάϊσε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

Ίσως τελικά αυτό είναι η ποίηση. Να ανασκαλεύουμε τις μνήμες , να ολοκληρώνουμε τον κύκλο της υπαρξιακής μας αναζήτησης και να ανιχνεύουμε όλες τις εκφάνσεις αυτού του μαγικού ζευγαριού: του Δημιουργού και του Δημιουργήματος του .

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

oanagnostis.gr 5/6/2021

Η εμφιάλωση του ατίθασου

Η κόρη Φρασίκλεια δεν προλαβαίνει να χαρεί τη γαμήλια ζωή και τον έρωτα, καθώς οι θεοί την παίρνουν από νωρίς κοντά τους. Ο θάνατος την καταδικάζει να ακινητοποιηθεί στην κατάσταση της κόρης, ενώ ο γλύπτης Αριστίων ο Πάριος της επιφυλάσσει ένα ακόμη μαρμάρωμα, καθώς σμιλεύει το άγαλμά της στο μνήμα της. Η Φρασίκλεια θα προτιμούσε το δώρο της ζωής, όμως στις θωπείες του γλύπτη στο μάρμαρο προσπαθεί να βιώσει έναν άλλου τύπου έρωτα. Η ολοκλήρωση του γλυπτού, ωστόσο, ακυρώνει τις ψευδαισθήσεις και οριστικοποιεί το όνομα της κόρης: «Απαραβίαστη». Η Χλόη Κουτσουμπέλη, ήδη στην εκκίνηση της ποιητικής της συλλογής Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, οριοθετεί το πεδίο της πραγμάτευσής της: η μοναξιά, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο θάνατος. Ένα μνημόσυνο, μία οδύνη που εκφράζονται ευθύς εξαρχής με σχήμα οξύμωρο και ειρωνεία. Το οξύμωρο προκύπτει από τη συνεξέταση της ετυμολόγησης στο όνομα Φρασίκλεια και της ζωής που επιφύλαξε η μοίρα στην κόρη: η προορισμένη να μιλά για δόξες (φράζω + κλέος) συναντά τον πρόωρο, άδοξο θάνατο. Κι η πραγματικότητα αυτή της διαψευσμένης δόξας ενεργοποιεί τη λειτουργία της τραγικής ειρωνείας.

Το ερωτικό ανεκπλήρωτο η Κουτσουμπέλη το εντοπίζει σε κάθε έκφανση της ζωής. «Έτσι ήταν εκείνη η συνάντηση των δυο τους/ στο φανάρι,/ όταν για ένα δευτερόλεπτο/ ο ένας αναγνώρισε τον άλλο,/ κι ύστερα τράβηξε ο καθένας/ τον δρόμο του στο κρύο»: η ευκαιρία που χάνεται ανεκμετάλλευτη κι ανεπιστρεπτί εικονοποιείται με τρόπο κινηματογραφικό. Η ποιήτρια, ωστόσο, επιμένει να συσχετίζει την επίπεδη ζωή με το περιβάλλον ανθρώπων που κινούνται στον χώρο των τεχνών και ιδίως της ποίησης. Η Σύλβια Πλαθ ενσαρκώνει, ως προδομένη σύζυγος, την προβολή της ανικανοποίητης ζωής στους ποιητές, «Αφού κάθε ερωτευμένη γυναίκα αφανίζεται/ όταν την προδίδει ο αγαπημένος άντρας». Ο Κώστας Κρυστάλλης περιφέρει, εσωτερικός μετανάστης στην πρωτεύουσα, την αμήχανη μοναξιά του, μεγεθυσμένη από το «φθισικό αυγό»: «ξένος στους ξένους ξένιζα ξενιτεμένος», με τον εμφαντικό τονισμό της ιδιότητας του ξένου μέσα από την επανάληψη των ομόρριζων και την παρήχηση του ξ και του ν. Για την Άννι Έντσον Τέιλορ πάλι, που αποπειράθηκε να ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα δοκιμάζοντας τον άθλο να ριχτεί στους καταρράκτες του Νιαγάρα μέσα σε βαρέλι, «Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα». Αλλά η υπέρβαση τούτη δεν αρκεί, τη στιγμή που αναγκάζεται να συνυπάρχει μ’ έναν σύζυγο «ξένο», που «Φορούσε μακριά σώβρακα».

Η μοναξιά του βίου, που δεν εξαιρεί μήτε τον κάθε «ποιητή Όμικρον», επιτείνεται από ένα στοιχείο αρρωστημένο, που καθιστά ακόμη και την επαφή προβληματική, ανίερη και καταδικαστέα. Η Κουτσουμπέλη εντοπίζει το αρρωστημένο να συστεγάζεται με την ποίηση, όπως συμβαίνει στην απαγορευμένη ερωτική σχέση του ποιητή λόρδου Μπάιρον με την αδελφή του, ή του κόντε Σολωμού, πατέρα του εθνικού ποιητή Διονύσιου, με την υπηρέτρια «μητέρα-σάβανο» του ποιητή, σε μια παράνομη και ταξικά ασύμβατη σχέση. Διερευνώντας τα μυστικά των ποιητών της («Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον» ή «Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»), η Κουτσουμπέλη σχολιάζει την αυτοκαταστροφικότητά τους, «Αφού όλοι γνωρίζουν/ ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας/ και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο».

Υπό την οπτική αυτή, η τέχνη, ως κατεξοχήν μορφή δημιουργίας, μεταλλάσσεται σε «δημιουργική μοναξιά». Το ποιητικό παιχνίδι της Κουτσουμπέλη εκδηλώνεται πολυεπίπεδα. Η ποιήτρια όχι μόνο υπονοεί τη «δημιουργική γραφή», την οποία μετονομάζει σε «δημιουργική μοναξιά», όχι μόνο αντιστρέφει τους ρόλους του συγγραφέα και του λογοτεχνικού του ήρωα, αναθέτοντας στον ήρωα την ταυτόχρονη επινόηση του συγγραφέα, αλλά μετατρέπει εντέλει και τα δύο πρόσωπα σε ήρωες ενός απώτερου συγγραφέα, που κινείται έξω από τον κόσμο των δύο προαναφερόμενων προσώπων και κινεί επίσης τα νήματα του βίου τους. Διαλεγόμενη με αφηγηματολογικές θεωρίες, η Κουτσουμπέλη αντιστρέφει τον Ρολάν Μπαρτ («Ο θάνατος του συγγραφέα»), αποφαινόμενη πως ο συγγραφέας, ανεξαρτήτως των τοποθετήσεων των αναγνωστών του, θα παραμένει ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του υλικού του, όντας ενήμερος για κάθε σκέψη ή διάθεση ανταρσίας των ηρώων του κι ελέγχοντάς τους απόλυτα. Η κυριαρχία επί των ηρώων, ωστόσο, δεν απαλείφει τις προβληματικές καταστάσεις για τον συγγραφέα, ο οποίος βρίσκει μπροστά του πάλι τη βούληση του αναγνώστη σε ένα διαφορετικό επίπεδο: εκείνο των αναγνωστικών προτιμήσεων· οι προτιμήσεις των αναγνωστών επιβάλλονται στον συγγραφέα με τη δύναμη της εμπορικότητας και τον υποχρεώνουν να δημιουργήσει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατά τρόπο άγονο και καταπιεστικό για τον ίδιο. Εξού και η Λουίζα Μέι Άλκοτ αδυνατεί να συμβιβαστεί με τη «βαρετή καθημερινότητα» των δικών της ηρωίδων στις «Μικρές κυρίες», οδηγούμενη στην ευχή και στην τραγική παραδοχή «Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες/ του απάνθρωπου αυτού βιβλίου/ στο οποίο/ είμαι μεν μία συγγραφέας/ αλλά όχι η συγγραφέας του». Ο αλλοτριωμένος από την εμπορικότητα συγγραφέας αποτελεί μία ακόμη ενσάρκωση του ποιητή Όμικρον κι ερμηνεύει επίσης τη μοναξιά του, μια «δημιουργική» μοναξιά που παλεύει να ισορροπήσει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

Οι ποιητικές ρήξεις της Κουτσουμπέλη με τα παραδεδομένα δεν σταματούν εδώ. Η ποιήτρια μετατοπίζει το δράμα από τους συγγραφείς στους λογοτεχνικούς ήρωες, η προσέγγιση των οποίων συντελείται υπό νέα οπτική. Οι επτά νάνοι δεν αφοσιώνονται στη Χιονάτη αλλά της επιβάλλονται και, τρόπον τινά, την καταβροχθίζουν. Η φασολιά του Τζακ δεν φυτρώνει ποτέ και το θαύμα δεν συντελείται. Κι η προδοσία του Ιούδα ήταν, στην πραγματικότητα, «η ουσία της αγάπης» του στον Χριστό. Ίσως όμως η μετατόπιση από τους συγγραφείς στους ήρωές τους να υπονοεί εντέλει και την ταύτισή τους. «Το ένα μου χέρι είναι γάντζος./ Μ’ αυτό το χέρι γράφω» («Κάπτεν Χουκ»): ο Κάπτεν Χουκ γράφει με τον γάντζο, συνθήκη η οποία οδηγεί τον ήρωα στην αγκαλιά του συγγραφέα του και υποδηλώνει τον ήρωα ως προσωπείο του συγγραφέα.

Οι αντιστροφές αυτές εμπεριέχουν φιλοσοφημένα αποστάγματα πείρας ζωής, τα οποία διατυπώνονται συχνά με τρόπο αποφθεγματικό και με τη συνδρομή σχημάτων λόγου. «Η νηνεμία είναι η δοκιμασία», αποφαίνεται ο θαλασσόλυκος ποιητής Νίκος Καββαδίας: «Μες στον ύπνο κάθε βράδυ,/ να πλάθεται το σώμα σου στο σχήμα του δικού μου/ να εμφιαλώνω την άγρια θάλασσα». Η επαναφορά του έρωτα στο ποίημα καταδεικνύει την επιμονή της Κουτσουμπέλη στη συμπλοκή του με την ποίηση. Ο Καββαδίας πετυχαίνει να εμφιαλώσει τη θάλασσα ακριβώς χάρη στην ποίηση, όμως χάνει τον έρωτα: «έχυσα όλο τον κουβά με τον χρόνο στο κατάστρωμα». Το σχόλιο όμως που τοποθετεί η ποιήτρια στο στόμα του Καββαδία προκρίνει εντέλει την ποίηση: «Καλύτερα», γιατί οι ποιητές εμφιαλώνουν το ατίθασο και δεν εμφιαλώνονται οι ίδιοι, όσο κι αν το περιβάλλον απειλεί να τους δεσμεύσει: «Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο ύπουλος εχθρός./ Η μνήμη είναι».

Μέσα στις δεσμεύσεις του περιβάλλοντος, συνεπώς, που κατατρύχουν τον ποιητή και σχηματοποιούν τη μοναξιά του, καθοριστικός παράγοντας αποδεικνύεται κι η μνήμη. Η επιβολή της μνήμης είναι τυραννική, γι’ αυτό και η παρότρυνση «μην επιτρέψεις/ στη χειρουργό μνήμη τον ακρωτηριασμό». Θα ’ταν αναμενόμενο η «χειρουργός» μνήμη να επιτελεί ίσως σωτήρια ιαματική επέμβαση, όμως, όταν βαραίνει, ακρωτηριάζει. Η Κουτσουμπέλη δεν αρνείται, συνεπώς, στη μνήμη αμφότερες τις λειτουργίες, τη θετική και την αρνητική. Έχει σημασία λοιπόν ο τρόπος της διαχείρισής της, «Αφού ποτέ δεν είναι μόνον άνθρακας ο θησαυρός». Αρκεί να βρεθεί το μέσο για την προσέγγιση του διαμαντιού.

Αμφιταλαντευόμενη μεταξύ των λειτουργιών και της ίδιας της ποίησης, η Κουτσουμπέλη αναζητά τις ισορροπίες που θα ακυρώσουν τη «γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον». «Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε,/ εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,/ δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω./ Ναι, μία από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι./ Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση». Ωστόσο, την ίδια στιγμή που η ποιήτρια πραγματεύεται διαψεύσεις της ποίησης, διαπιστώσει συνάμα και τη λυτρωτική της λειτουργία. «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και/ η ποίηση./ Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν». Η μοναξιά, επομένως, δεν είναι ο μοναδικός τόπος του ποιητή. Υπάρχει στην ποίηση και πεδίο ψυχικών ταυτίσεων και συμπορεύσεων. Έτσι ερμηνεύεται και η επιλογική τοποθέτηση της Κουτσουμπέλη, στην οποία διαπιστώνεται πως όσο μοναχική κι επίπονη κι αν είναι η ποιητική διαδικασία, θα ’ναι συνάμα και μια πορεία ατέρμονη: «Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει».

.

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ  

ΠΕΡΙ ΟΥ 29/5/2021

Τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο αινιγματικός τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέληˑ Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον
Αν το γράμμα «Όμικρον» ταυτίζεται οπτικά με το μηδέν και αυτό με τη σειρά του ταυτίζεται ή έστω συγγενεύει με τον γνωστό μας «κανένα», τότε ο τίτλος, με τέσσερις κύριες λέξεις, οδηγεί σταδιακά στο να καταργήσει τα πάντα κι εκείνος ο Ποιητής, να μείνει γυμνός και μόνος, έρημος στην έρημο. Η μόνη ουσιαστική λέξη, λοιπόν, είναι ο «Ποιητής», αλλά σαν προσωπίδα ενός ανθρώπου που πάσχει. Όλες οι άλλες είναι αφηρημένες.
Πώς γίνεται άραγε και περιστοιχιζόμαστε με τόσα και τόσα αφηρημένα νοήματα, χωρίς στήριγμα σ’ έναν πραγματικό κόσμο;
Κοιτάζοντας τους τίτλους των ποιημάτων προκύπτει μία ποικιλία όχι τόσο ποιητών, όσο διαθέσεων που πάλι όλες συγκλίνουν στο τίποτα ή σε μια κατάσταση, η οποία προέρχεται από κάτι μη χειροπιαστό.
Πώς γεννιέται η ποίηση; Από μια βαθιά πληγή. Ψυχική. Από κάτι που δεν το θεραπεύει η επιστήμη και τα φάρμακά της, μόνο η Τέχνη που κάνει «για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή».
Και η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη εντρυφά συστηματικά πάνω σ’ αυτές τις πληγές που όλες έγιναν λόγια για να θεραπεύσουν πάθη. Αρχίζοντας από την αρχαία Κόρη Φρασίκλεια που τρέχει με λυμένο το σανδάλι και με άλμα μέγα διασχίζει τους αιώνες η Κουτσουμπέλη θα ξετρυπώσει από τη βιτρίνα της αιωνιότητας, όπου έχουν ήδη παραταχθεί, τις μοναχικότητες και ψυχικές ερημίες όλων των εποχών. Κάθε περίπτωση είναι ειδική και ιδιαίτερη. Ο τόπος της, ου τόπος, Η ποίηση είναι «η μόνη γη», όπου όλοι και όλες μπορούν να συναντηθούν, αλλιώς λες και από τη φύση τους έχουν γίνει έτσι για να μη συμπέσουν. Ιόντα στους κύκλους του Δημόκριτου. Τυχαία τροχιά σε τυχαία φορά και η καλή τύχη άπιαστη.
Πρώτη, πέραν της Φρασίκλειας, τον χορό ανοίγει η Άννι Έντσον Τέιλορ, που αρχίζει να υπάρχει όταν επέζησε, αφού έπεσε στους Καταρράκτες. Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα. Όλα τα άλλα ένα ισοπεδωτικό τίποτα-όμικρον-μηδέν, με μόνη εξαίρεση τις νυχτερινές περιπλανήσεις μέσα στα όνειρα. Εκεί που όλα επιτρέπονται, εκεί που δεν ισχύει κώδικας δεοντολογίας, εκεί που ο καθένας μας περνάει αρκετό τον καιρό του όπως θέλει, χωρίς να φοβάται τη λογοκρισία και η Τέιλορ τις λάσπες στη νυχτικιά της. Και λέμε όνειρο το κάθε τι ωραίο.
Η ποιήτρια Σύλβια Πλαθ κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμό της. Πελαγωμένη στους ψυχικούς της λαβυρίνθους προτίμησε τη φυγή από τη ζωή. Φταίει ο σύζυγός της ο Χιουγκς που κάποιοι προσπαθούν να σβήσουν το όνομά του από τον τάφο της ή φταίει η ίδια που δεν μπόρεσε να τον σβήσει από το μυαλό της, η φταίει το κακό το ριζικό της;
Ο Μπάιρον ένας ρομαντικός που νόμισε πως ατιμώρητα θα καταργούσε τα όρια του αίματος για να μπει στην απαγορευμένη ρωγμή και να αγκιστρώσει εκεί μέσα ποιήματα-τέραταˑ Αυγούστα, αδελφή και ερωμένη. Ήταν αυτό το μοναδικό του τραύμα ή είχε κι άλλα; Το Μεσολόγγι δεν τον θεράπευσε, απλώς τον σκότωσε.
Ο Σολωμός και η μητέρα του μια άλλης φύσεως πληγή. Ο κόντε Σολωμός βίαζε τη μητέρα κάθε βράδυ (το ’χαν συνήθειο τους οι κόντηδες κι άλλοι παντός είδους αφεντάδες). Τα παιδιά που γεννήθηκαν, τα δικόγραφα που προέκυψαν, και η πληγή που έγινε χάσμα και δεν γιόμισε άνθη, έκανε τον γιο να μισήσει ό,τι αγάπησε∙ κι απόμεινε εραστής άυλων γυναικών. Ποιητής.
Η εξομολόγηση του Βαν Γκογκ σπαρακτική: Αν το πορτρέτο τραυματίστηκε/ σημαίνει πως το ίδιο έπαθε ο ζωγράφος;/ Όταν πονά ο χαρακτήρας, πονά ο συγγραφέας; Μα, ναι, θα λέγαμε εμείς οι αμύητοι στον πόνο, αν μας δόθηκε η χάρη να είμαστε. Όμως, πόσο αμύητοι, και πόσος πόνος; Ποιο είναι το σημείο που πρέπει ο πόνος να υπερβεί, ποιο το όριο που από κοινόν νουν θα μεταβάλει τον πάσχοντα σε ποιητή, ζωγράφο, γλύπτη, ποια η εμπειρία του μεγάλου πάθους και παθήματος, βγάζει στην Ποίηση; Η αιμάσσουσα πληγή∙ αυτή βγάζει στην Τέχνη.
Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα λέει ο Άγγελος Σικελιανός που έσκυψε και αυτός βαθιά στο χρόνο και στα κείμενα για να συναντηθεί με τη μυστική ουσία. Τη σάρκα το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο, λέει ο Κ.Γ.Καρυωτάκης. Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας…θρέφονται με το αίμα… είναι η συμβολή του Γιώργου Σεφέρη, βγήκα για νέες πληγές πάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σαν νούφαρα, θα προσθέσει ο Οδυσσέας Ελύτης. Η σειρά είναι μακρά και η φύση δίνει το παράδειγμα.
Επιστρέφοντας στον αυτόχειρα της Πρέβεζας, η Κουτσουμπέλη θα προσπαθήσει να ερευνήσει τη σκέψη αυτού του σαρκάζοντος ποιητή και να διευρύνει τις συμβολές προς μελλοντικό αυτόχειρα, Όχι με πνιγμό, Ίσως … με βέλος, ή με πιστόλι, … να τρέχετε πάντα πιο γρήγορα από τη αρρώστια… να αποφύγετε τις επιστολές… παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική ένδεια, τη σύφιλη. Ποτέ όμως ότι είστε ποιητής. Θα υποφέρετε αιώνια». Γιατί είναι γνωστό
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, / μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, / όταν ακούσεις ανθρώπους.
Και τα παραδείγματα είναι Πολλά. Η Κουτσουμπέλη δεν θα αφήσει καμία παράμετρο ανεκμετάλλευτη. Με περιστρεφόμενες τις κεραίες της θα συλλάβει τα πάντα. Το ανύποπτο ελάφι ενώ πίνει αμέριμνα νερό και αντικρύζει στο ποτάμι την αντανάκλαση του κυνηγού. Και ό,τι αυτό υποδηλώνει, άνθρωπο, πρόσφυγα, ερωτευμένο, αιχμάλωτο, ευάλωτο.
Δυο άνθρωποι από τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα -ιδού η τύχη που συναίνεσε- συναντήθηκαν στο φανάρι, όμως για ένα δευτερόλεπτο αναγνώρισε ο ένας τον άλλο, / κι ύστερα τράβηξε ο καθένας το δρόμο του. Κάπου εδώ ένας Μπωντλαίρ μας κλείνει το μάτι με την δική του Διαβάτισσα ή αλλιώς «Σε μια Περαστική».
Το «Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς» μας ξυπνά μνήμες από την σκέψη του Πωλ Βαλερύ που αναρωτιέται μήπως όλα είναι «στη φαντασία κανενός γραφιά του άλλου κόσμου που μας πήρε για νευρόσπαστα!». Όμικρον κι εδώ, λοιπόν, και τόπος και πρόσωπα ανύπαρκτα. Σκιές, πλάσματα του «Συγγραφέα που μας επινόησε», επιμένει η Κουτσουμπέλη, για να αυτονομηθούμε∙ Ο συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει. Ωραία τα λέει η θεωρία∙ και τώρα τι θα απογίνουν τα έξι πρόσωπα που τον αναζητούν κι ο Πιραντέλο έχει ήδη πεθάνει;
Η ποιήτρια έχει ένα πλούσιο υλικό στη διάθεσή της και κανείς δεν θα πεθάνει από δική της θέληση. Το αντίθετο μάλιστα, ο μύθος που θα συνθέσει ποίημα, το ποίημα που θα εξελιχτεί σε ερωτική πράξη, η διακόρευση της Λήδας, ο Κύκνος και τα πούπουλα δεν είναι τίποτα. Θα γίνουν οι γονείς του Θεϊκού Αυγού. Όλα για την διαιώνιση, λοιπόν, μόνο; Κανείς δεν σκέφτηκε τι να απέγινε η Λήδα.
Τι είναι ο άνθρωπος; Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή; Ρωτά ο σκοτεινός Σεφέρης και σκοτεινά απαντά. Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν… και ο νοών νοείτω.
Ο κόσμος λέει πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός και ο ύπουλος εχθρός. . Λάθος, λέει η Κουτσουμπέληˑ το χώμα είναι ο γιατρός και η μνήμη ο εχθρός. Η εξερεύνησή της θα επεκταθεί και στις άλλες Καλές Τέχνες. Θα μιλήσει με ηθοποιούς, ζωγράφους, γλύπτες, κάθε κατηγορίας καλλιτέχνες. Μας σταματά η απάντηση ενός ποιητή που λέει πως θα ήθελε να γίνει τσαγκάρης και ο νου μας τρέχει στο λυμένο σανδάλι της Φρασίκλειας∙ να θέλει να συνδέσει τη σπασμένη αλυσίδα;
*
(Ο Πελεκάνος που με το ράμφος του παίρνει αίμα από την καρδιά του και ταΐζει τα παιδιά του ποιεί Ποίηση εκείνη την ώρα, δίνοντας ζωή και πεθαίνοντας ο ίδιος. Και ο μύθος μας λέει ότι ο κάθε καλλιτέχνης, ποιητής είν’ ένας Πελεκάνος. Έχει τη φλέβα ανοιχτή για να βουτάει σ’ αυτήν την πέννα ή το πινέλο. Ίσως στο πρόσωπο του Λαοκόοντα που αγωνίζεται να ξεφύγει από τα φίδια δεν είναι ο Λαοκόων αλλά ο ίδιος ο Μιχαήλ Άγγελος πάσχων…)
Η Κουτσουμπέλη νιώθει το πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων, όπως ο Καρυωτάκης, όπως ο καθένας που πλήρωσε ακριβά το τίμημα για να ανήκει στων Ιδεών την Πόλη. Πολύ ακριβό το εισιτήριο. Δεν αγοράζεται με χρήμαˑ μόνο με πήμα/πάθημα. Το βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι φόρος τιμής σε όλους αυτούς που με τον πόνο τους, το πάθος και την τρέλα τους έχουν φωτίσει τα σκοτάδια όλων μας. Με την ποιητική της αλληλεγγύη, το στίχο και την τέχνη της εν γένει, απότισε φόρο τιμής στους σπαραγμένους από τη μοίρα τους δημιουργούς που υποστηρίζουν με το παράδειγμά τους τη γυμνή μοναξιά του κάθε μοναδικού «Όμικρον».

.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

FREAR.GR 27/5/2021

Για τον ποιητή Όμικρον της Χλόης Κουτσουμπέλη

Το τελευταίο ποίημα της πρόσφατης ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη, που της δανείζει τον τίτλο του, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, αρχίζει – «Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον/όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,/η πένα αναπαύτηκε οριζόντια/και το μελάνι στέρεψε./Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα…» – όπως τελειώνει το τελευταίο ποίημα της προηγούμενης συλλογής της, Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, «Επίλογος»: «Και τώρα; τον ρώτησε./Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη/με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια./Φορούσε μαύρα γυαλιά./Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,/είσαι απλώς μια συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.» Αλλά, δεν τελειώνει με τον ίδιο τρόπο. Είναι κι αυτή γεμάτη από λογοτεχνικά πρόσωπα και μικρές ιστορίες τους που τις βγάζει από τη σκιά. Δεν έχουμε, όμως, άλλη μια συλλογή που να μας λέει τα ίδια πράγματα με την προηγούμενη. Αν ήταν έτσι η Κουτσουμπέλη δεν θα ήταν μια σπουδαία ποιήτρια.

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον αρχίζει με την επιγραφή που υπάρχει στο άγαλμα της Φρασίκλειας, το οποίο φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: «…Θα καλούμαι για πάντα κόρη αφού οι Θεοί αντί για γάμο μου όρισαν αυτό το όνομα…». Το μικρό ποιητικό κείμενο που ακολουθεί, περιέχει «Αρχαία Σκόνη» και τελειώνει «….Δε με λένε Φρασίκλεια. Το δικό μου όνομα είναι Απαραβίαστη». Απαραβίαστη κόρη, Απαραβίαστη μνήμη, Απαραβίαστη ποίηση.

Πρόκληση και πρόσκληση ταυτόχρονα. Για την «παραβίαση», την κατανόηση, την ερμηνεία της συλλογής. Ποιήματα παλιότερα, στίχοι απομονωμένοι και έννοιες-κλειδιά στην ποίηση της ποιήτριας – απώλεια, πόνος, μνήμη, γυναίκα – βοηθούν για να ανταποκριθούμε. Και μια μικρή συλλογή που κυκλοφόρησε ως ηλεκτρονικό βιβλίο την Πρωτοχρονιά του 2014, Η μυστική ζωή των ποιημάτων .

Το πρώτο ποίημα της νέας συλλογής «Καταρράκτης» είναι για την Άννι Έντσον Τέιλορ, τον πρώτο άνθρωπο που έπεσε με βαρέλι στον Νιαγάρα το 1901 σε ηλικία 63 ετών. «Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Και όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.» Κάποιοι άνθρωποι μόνο από την ανάσα του θανάτου διακινούνται συναισθηματικά, αισθάνονται ζωντανοί. Γι’ αυτό τους συγκινούν τα ακραία, τα επικίνδυνα σπορ ή οι επικίνδυνες πράξεις. Όπως η πτώση στον Νιαγάρα. Όμως, το ίδιο επικίνδυνο είναι να γράφεις ποιήματα. Να είσαι ποιητής σημαίνει ότι φλερτάρεις με τον θάνατο. Μόνο αντίδοτο είναι ο έρωτας, που δεν κερδίζει, αλλά προσφέρει χρόνο. Τελικός νικητής είναι πάντα ο θάνατος. «Τα περισσότερα ποιήματα φοβούνται να πεθάνουν/ γι’ αυτό και ερωτεύονται συνέχεια./ Μα ο θάνατος δεν έρχεται ποτέ ακαριαία./ Στην πραγματικότητα/ τον προετοιμάζει πάντα η αρχή τους.» («IV Από τη μυστική ζωή των ποιημάτων»). «Και Αφού όλοι γνωρίζουν/ ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας/ και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο» («Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»). Η ποίηση είναι επικίνδυνη δουλειά. Γι’ αυτό και ο ποιητής Όμικρον θα προτιμούσε κάποια άλλη «-Ετοιμάζετε κάποια καινούργια δουλειά;/ -Θα μ’ ενδιέφερε πολύ αυτή του τσαγκάρη ή του θηριοδαμαστή.» («Απόσπασμα συνέντευξης με τον ποιητή Όμικρον»).

Η γυναίκα, η μητέρα, ο θάνατος, η ποίηση. «Το θηλυκό κορμί έχει δαγκάνες/ κρύβει ολέθριες παγίδες/ κι έναν λαβύρινθο στο κέντρο/ κι έτσι μόνος μου/ χαράζω με σουγιά/ το βράδυ τους καρπούς μου/ και αίμα συλλέγω σε δοχείο/ για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω/ εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,/ παιδί άπιστης μάνας/ αδελφός ξένων παιδιών/ εραστής άυλων γυναικών./ Ποιητής.» («Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού»).

Ο ποιητής Όμικρον, γράμμα όμικρον, μηδέν, κύκλος. Ο ποιητής Όμικρον και ο ποιητής Όμικρον. Η κυκλική αντίληψη της ζωής. Η ένωση των αντιθέτων. Το γιν και το γιανγκ. «Το πάθος είναι η άλλη όψη του ασκητή» («Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον»). Το μηδέν. Η αρχή των πάντων, της ζωής και της ποίησης. «Ποίημα από ποίημα διαφέρει./ Κανένα ποίημα δεν είναι ποτέ ίδιο με το άλλο./ Όλα όμως προέρχονται από την ίδια αρχαία κοίτη» («VIII από τη μυστική ζωή των ποιημάτων»). Η αρχαία κοίτη. Η αρχαία μήτρα. «Μόνο μετά την ωοτοκία κατάλαβα:/ Το Ποίημα είναι το Θείκό Αυγό.» («Η Λήδα και ο κύκνος»). «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και/ η ποίηση./ Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν.» («Η μόνη γη»). «Πολύτιμα είναι και το κάρβουνο και το διαμάντι./ Αφού ποτέ δεν είναι μόνο άνθρακας ο θησαυρός.» («Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα»). «Πιστεύετε στη μετεμψύχωση;/ – Ναι, κάθε άγαλμα έχει επτά ζωές» («Με τη γλύπτρια Αντιγόνη Ταυ»).

Αρχαία μήτρα. Αρχαία μνήμη. Αρχαίο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο. Και πάντα η Οικογένεια. «Στο ρετιρέ κατοικεί ένας γέρος…/ τον λένε κύριο Γκοντ, Αϊ-Βασίλη,/ ή πατέρα…/Ακριβώς από κάτω ζει μία μητέρα…/ Ο δεύτερος και ο τρίτος όροφος είναι νοικιασμένοι/ σ’ ένα οικοτροφείο σκιών…/ Σε μία αιώρα; Στο μπαλκόνι τους/ κοιμάται σ’ εμβρυακή στάση ένας αδελφός… Τέλος, στο ισόγειο,/ζω εγώ με έναν σύζυγο…/ και δύο δίδυμα παιδιά…/ Θα ήμασταν μια ευτυχισμένη οικογένεια,/ αν κάθε βράδυ δεν μας πλάκωναν οι πάνω όροφοι/ γεμίζοντας το σπίτι ασβέστες και τσιμέντα./ Για τα κοινόχρηστα όμως δεν υπάρχει πρόβλημα./ Το ποσοστό στον πόνο/ ρυθμίζεται ανάλογα με τα τετραγωνικά.» Οικογένεια και πολυκατοικία (θυμίζει την πολυκατοικία που διαμένει Ο Βοηθός του κυρίου Κλάιν) κατοικημένη αντίστροφα από τον χρόνο και την εξέλιξη του πολιτισμού. Κι εδώ κυκλικά. Η πολυκατοικία χτίζεται από κάτω προς τα πάνω, αλλά κατοικείται ηλικιακά από πάνω προς τα κάτω. Παλιό και νέο, μπρος και πίσω, κάτω και πάνω, εμπειρία και νεότητα, μνήμη και συνείδηση, ενωμένα, σφιχταγκαλιασμένα, αδιαχώριστα. Η σημασία του χρόνου, οι τομές του, οι διασταυρώσεις, οι συμπτώσεις, οι συνδέσεις. «Έτσι ήταν εκείνη η συνάντηση των δυο τους/ στο φανάρι,/ όταν για ένα δευτερόλεπτο/ ο ένας αναγνώρισε τον άλλο,/ κι ύστερα τράβηξε ο καθένας/ τον δρόμο του στο κρύο.» («Το ελάφι και ο κυνηγός»). Σημασία, όμως, δεν έχει τόσο ο χρόνος που πέρασε, ούτε τα παιχνίδια του, «Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο ύπουλος εχθρός./ Η μνήμη είναι.» («Μαθήματα χειροτεχνίας»), αλλά η μνήμη, εχθρός και κριτής. «Όλα τα ποιήματα είναι ένοχα./ Ποτέ δεν θα απολογηθούν./ Μερικά καταδικάζονται στην λήθη./Όμως η μνήμη είναι ο πιο ανελέητος κριτής.» («II Από τη μυστική ζωή των ποιημάτων»).

Η μνήμη και η προδοσία. «Ναι, Κύριε, σε πρόδωσα,/ μα μόνο γιατί η προδοσία/ ήταν η ουσία της αγάπης μου.» («Ο λόγος του Ιούδα»). «Η γυναίκα που προδόθηκε στον Τελευταίο Δείπνο.» («Μαρία Μαγδαληνή»). «Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα/ μπορούσα πια να τη σκοτώσω» («Ηλέκτρα»). Ταυτίσεις. Ο καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη. Οι μπάμπουσκες. «Ίσως όμως η αυταρέσκειά της να μετριαζόταν/ αν γνώριζε/ πως την ίδια ώρα κάποιος καθισμένος σε γραφείο,/ την πρώτη μέρα του φθινοπώρου,/ ενώ έξω στάλαζε αργά ο χρόνος, είχε μόλις επινοήσει και τους δύο/ κι ακόμα ένιωθε μισός» («Μάθημα Δημιουργικής Ανατομίας»). «Έτσι αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς/ ο Μέγας Συγγραφέας που μας επινόησε» («Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ.»). «Το καλό και το κακό μπερδεύονταν συνέχεια./ Ο Συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει./ Ας έπαιζε ο Αναγνώστης τον ρόλο του./ Δεν γνώριζαν πόσο ο Τζον Σμιθ ήταν ενήμερος/ για την ελάχιστή τους σκέψη, για τον παραμικρό τους ψίθυρο./ Και ότι την ίδια στιγμή/ ένα μικρό διήγημα/ με όλα τα σχετικά με την ανταρσία τους/ εγκιβωτιζόταν στο μεγάλο» («Ο θάνατος του συγγραφέα»).

Εκεί που νομίζεις ότι όλα τελείωσαν, ο κύκλος έκλεισε και δεν έχεις άλλο χρόνο, κάτι – κάπου – κάπως γίνεται που τα αλλάζει όλα. Ο κύκλος ανοίγει ξανά. Για να ολοκληρωθεί και πάλι. Σε ένα αέναο κοσμικό παιχνίδι λέξεων, φράσεων, ποιημάτων. Όπως ο χορός του νερού στον Καταρράκτη του Νιαγάρα που έπεσε η Άννι Έντσον Τέιλορ. Μας έχει προετοιμάσει η Κουτσουμπέλη γι’ αυτό. «Κανέναν δεν περιμένει πια η Πηνελόπη./ Στο μεταξύ, στο αεροδρόμιο,/ ο ξένος με το παρατσούκλι Ούτις/ έχει κιόλας περάσει τον έλεγχο αποσκευών» («Η Πηνελόπη Γερνά», από το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ).

Ναι, εκεί που τελειώνει Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, αρχίζει Η Γυμνή Μοναξιά του Ποιητή Όμικρον. Αλλά, εδώ δεν ολοκληρώνεται ούτε το ποίημα, ούτε η συλλογή. Δεν είναι απλά άλλο ένα ποίημα, που κλείνει μια συλλογή. Συνδέεται με την αρχή, με την αρχαία κοίτη, την αρχαία μήτρα που γέννησε τον κόσμο και την ποίηση. Συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε στην αρχή του κειμένου…/ τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα…

…Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων./ Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον/ όπως κάθε ποιητής πριν και μετά/ χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,/ Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,/ όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται,/ έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή/ τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι/ και ξάπλωσε να κοιμηθεί./ Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

“Fractal” 26/5/2021

Ποιητικές μεταμφιέσεις

Σαν μότο της συλλογής το σχόλιο της ποιήτριας σε ταφικό επίγραμμα που συνοδεύει το αρχαϊκό γλυπτό μιας κόρης: παρά τις όποιες ενστάσεις της, η Φρασίκλεια ένιωθε εθιστικά τα χέρια του γλύπτη όσο αυτός σμίλευε το άγαλμά της, κουβαλά στα χυμένα της μαλλιά αρχαία σκόνη και μεταξοσκώληκες και δεν τη λένε Φρασίκλεια αλλά Απαραβίαστη.

Δεν στέκομαι εδώ τυχαία. Τούτο το εναρκτήριο σχόλιο πυκνώνει την κύρια τεχνική και υποβάλλει τη βασική ιδέα της συλλογής. Τα ποιήματα δεν υπόκεινται απλώς στο πνεύμα του, αλλά λειτουργούν και σαν ανάπτυγμά του.

Πέραν της Φρασίκλειας, η Κουτσουμπέλη συνομιλεί με μια πληθώρα ακόμη προσώπων ή ακριβέστερα παραχωρεί τον λόγο σε μια πληθώρα προσώπων, πραγματικών ή επινοημένων, δημιουργών ή απλών ανθρώπων, απ’ τον Καρυωτάκη μέχρι τη Μαρία Μαγδαληνή, απ’ την Ηλέκτρα μέχρι τον Διονύσιο Σολωμό και απ’ τον Πήτερ Πάν μέχρι τον ποιητή Όμικρον. Ερωτικές επιστολές, πτώσεις από καταρράκτες, χρόνιες ασθένειες, απόπειρες αυτοκτονίας, παιδικά τραύματα, ποιητικοί στοχασμοί, υπαρξιακές αγωνίες ανασύρονται στο ποιητικό αναλόγιο υπό μορφή χαμηλόφωνης εξομολόγησης του «βιογραφούμενου». Μέσα απ’ την εξιστόρηση του επιμέρους περιστατικού σχηματίζουμε συνολική εικόνα για το όλον μιας ζωής. Κάθε ποίημα μπορεί να εκληφθεί και σαν ποιητική βιογραφία του προσώπου.

Ο ποιητικός λόγος εκφέρεται σαν εκμυστήρευση και σαν παραμυθία. Αποκαλύπτει σεισμογενή ρήγματα και αντηχεί ηφαιστειακές εκρήξεις, αλλά οι κραδασμοί μένουν στο εσωτερικό, σαν να απορροφώνται απ’ τα διάκενα των λέξεων και απ’ τις αποσιωπήσεις των στίχων, δεν οδηγούν σε συναισθηματικές εξάρσεις και δεν παρασύρονται στην ευκολία της υπερβολής. Η Κουτσουμπέλη δεν ζητά να στήσει πορτρέτα, δεν επιδιώκει να μνημειώσει μορφές που αδικήθηκαν ούτε και εκ των υστέρων να απονείμει το δίκαιο. Η ποίησή της δεν έχει ιδιοτέλειες, δεν χρησιμοποιείται προς κάποιο άλλο σκοπό, είναι απόλυτα διάφανη στην πρόθεσή της. Κάθε ποίημα ψηλαφεί την πληγή που δείχνει και από κοινού μ’ όλα τα άλλα υπηρετεί την πρόθεση της ποιήτριας, που, όπως προανέφερα, δηλώνεται με ευκρίνεια στο μότο. Τίποτα σε αυτή τη συλλογή δεν είναι τυχαίο, καμία λέξη, κανένα ποίημα, δεν υπάρχει έξω απ’ τον ποιητικό σχεδιασμό.

Μέσα απ’ τις μεταμφιέσεις της η Κουτσουμπέλη αρθρώνει έναν ενιαίο λόγο για την ποιητική γραφή, τα υλικά, τα όρια, τις αντοχές, τις αδυναμίες, τις υπερβάσεις. Αν συνομιλώντας με ποιητές συνθέτει το ποίημα όχι απ’ τα ποιήματά τους αλλά από ήσσονα ή μείζονα περιστατικά της ζωής τους είναι για να μας πει ότι η ποίηση είναι παντού τριγύρω, υπάρχει στις πιο ανύποπτες στιγμές, λειτουργεί σαν έσχατη καταφυγή. Ομοίως αν επιλέγει σαν συνομιλητές τον Καρυωτάκη τη Φρασίκλεια και τη Άννι Έντσον Τέιλορ είναι για να μας πει για τη δημοκρατία της ποίησης, ότι επί ίσοις όροις μετέχουν όλοι στην κοινοκτημοσύνη της, ότι κανείς δεν αποκλείεται απ’ το δίκαιό της. Εντέλει, αν προσδίδει στον ποιητικό της λόγο μορφή θεάτρου, συνέντευξης ή πρόζας είναι για να μας πει ότι η ποίηση υπάρχει πέραν της ποίησης σε κάθε μορφή λόγου ή μάλλον ψυχώνει σαν ποίηση κάθε μορφή λόγου.

Υπάρχει και μια πρόσθετη λειτουργία αυτών των μεταμφιέσεων, θαρρώ η πιο σημαντική απ’ όλες, που θίγει την έννοια της ταυτότητας και του εγώ, και δη της ποιητικής ταυτότητας και του ποιητικού εγώ. Σε τούτη τη συλλογή το ποιητικό εγώ είναι ρευστό και απροσδιόριστο. Υφίσταται όχι αυτοδύναμο, αλλά διασπώμενο, διαχεόμενο και διασπειρόμενο σε επιμέρους προσωπεία. Κατασκευάζοντας το ποίημα επιλέγει το προσωπείο που θα ενδυθεί το πρόσωπό του, επιλέγει τη φωνή που θα μιμηθεί η φωνή του. Υπάρχει μόνο δια του ποιήματος, σε μια διαρκή συνομιλία με τα πρόσωπα που επινοεί, σωπαίνει όταν τελειώνει το ποίημα, πεθαίνει όταν κλείνει η συλλογή. Το ποιητικό υποκείμενο είναι ένα μωσαϊκό, μια πολυφωνική ορχήστρα, συντίθεται χάριν των άλλων δημιουργών και του ίδιου του δημιουργήματος για να καταστεί στο τέλος και το ίδιο ένα ποιητικό προσωπείο για άλλους δημιουργούς.

«Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» είναι τούτο ακριβώς το υπαρξιακό ά(λ)γος του δημιουργού, που ξεκινά τη δημιουργία με την ψευδαίσθηση του δημιουργού, για να βρεθεί κι αυτός στην κατάσταση του δημιουργούμενου. Ό,τι εδώ συντρίβεται είναι η ατομικιστική εικόνα ενός υπερφίαλου (ποιητικού) εγώ, που λησμονεί τα ετερώνυμα της ύπαρξής του. Ό,τι δικαιώνεται εδώ είναι η ποιητική παραμυθία που έρχεται να ανακουφίσει το ά(λ)γος με τη συνείδηση της εθιστικής αίσθησης που ένιωθε η Φρασίκλεια καθώς τη σμίλευε ο γλύπτης και των μεταξοσκώληκων που είχε κολλημένους στα μαλλιά της μαζί με την αρχαία σκόνη.

Η ποιητική συλλογή της Κουτσουμπέλη βεβαιώνει του λόγου το ποιητικό αληθές.

.

ΚΑΙΤΗ ΣΤΑΦΥΛΙΔΟΥ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗ

FREAR.GR 4/5/2021

Για τη «Γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον»

Η Άρλ θα ήθελε πολύ να έχει ένα δρόμο σαν τη Δεσπεραί. Κλινικά παρών ο κύριος Κλάιν, με πέντε Πηνελόπες την Άλκηστη και την Αντιγόνη, διερευνούν συστηματικά το ιερό δοχείο. Οι ομοτράπεζοι του αρχαίου κόσμου, χορεύουν με την αλεπού. Τα αγωνίσματα της Χλόης Κουτσουμπέλη, άλλοτε μονομαχούν κι άλλοτε συνομιλούν μεταξύ τους. Συνήθως έχει τις απαντήσεις, αλλά προτιμάει ν απαντάει με ερωτήσεις. Βρόντσκυ, Δαρβίνος, Λώτ, Κάπταιν Χούκ, Σολωμός, ένα αχανές πεδίο κλεισμένο σε σκουρόχρωμο αυγό ή την κοιλιά μιας φάλαινας. Αυτολύπηση, έρωτας, πένθος, ντροπή, προδοσία, δικαιολογία. Το εκτυφλωτικό μαύρο, συμπράττει με το γλαυκό και προκύπτει αβίαστα η ποιητική ανάδειξη της πραγματικής ζωής, από τη γραφή της Χλόης.

Ψαλίδι, ταγκό, κονσέρβα, πρόστιμο, κάμπια, τζόκερ. Το μελανοδοχείο της θέλει πάλι μελάνι…

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον (εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021), η δέκατη ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη, βρίσκεται στα χέρια μας.

Από όλα τα γράμματα της αλφαβήτου, ξεχώρισε το όμικρον για να βαφτίσει τον ποιητή της. Ίσως επειδή ένα όμικρον είναι το αρχικό γράμμα του πατέρα των ποιητών, του Όμηρου, ίσως πάλι για το τέλειο σχήμα του, που προκύπτει από την αέναη συνένωση σημείων, με ότι συμβολίζει ή εκφράζει το κάθε ένα από αυτά. Το όμικρον ως κύκλος, με τη σειρά του χαρίστηκε στη Χλόη. Της φανέρωσε τις συντεταγμένες του κέντρου του, που είναι σημείο «σταθερό» και της εκχώρησε το δικαίωμα να μεγαλώνει όσο θέλει την περίμετρό του, άρα και την ενδοχώρα του, προσθέτοντας άπειρα σημεία της γραφής της. Πάντα βέβαια με τον φόβο της μοναξιάς του απείρου.

Στη συλλογή αυτή η Χλόη κατέβηκε από το σκαμπό του μπαρ, αφού είδε όλα όσα ήθελε να δει, από μια θέση λίγο πιο ψηλά από την ίσαλο γραμμή της καθημερινότητας:

Τίνκερμπελ (σελ. 27)

Όχι άλλη λευκή σκόνη για μένα.
Αν θέλετε να πετάξετε,
πιείτε ένα μπουκάλι ουίσκι.

Μετά ανέβηκε σε ένα ξύλινο αλογάκι, για να συμβιώσει με την ενήλικη, μέσα σε φορμόλη τραυματισμένη παιδικότητα:

Η μητέρα σάβανο του Διονυσίου Σολωμού (σελ 15)

Η μήτρα της μάνας μου κυοφορούσε αδέρφια.
Ο Κόντε τη βίαζε τα βράδια.
Εγώ υπήρξα καρπός σκεβρωμένου δένδρου χωρίς φύλλα.
Όταν ο υποτιθέμενος πατέρας πέθανε,
η μάνα παντρεύτηκε ξανά,…

Ώσπου εγκαταστάθηκε σε κουνιστή πολυθρόνα με μεταβαλλόμενο οπτικό πεδίο. Η τροχιά της ματιά της έχει κάτω όριο τη γη, στην οποία αγαπά να πετάει και άνω όριο τον ουρανό, στον οποίο με άνεση περπατάει. Από τη θέση αυτή πιστεύω ότι δεν θα σηκωθεί σύντομα.

Το έργο της έχει τη βάση του βαθιά μέσα στο χώμα. Η Χλόη εμπιστεύτηκε μέσα στο χώμα και τι δεν εμπιστεύτηκε…

Ο κ. Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι (σελ 33)

…Ακριβώς από κάτω ζει μια μητέρα.
Μπαλαρίνα που κάνει ισορροπία
πάνω σ ένα ξυραφάκι
γι αυτό οι πατούσες της είναι πάντα ματωμένες.
Ο δεύτερος κι ο τρίτος όροφος είναι νοικιασμένοι
σ ένα οικοτροφείο σκιών…

Όταν νιώσει ότι δίπλα της δεν έχει κανέναν ή ότι έχει τους πάντες, αλλάζει τη θέση της πολυθρόνας της, πάει στο στιλπνό δρύινο δάπεδο, όπου πατούν διστακτικά τα γυμνά της πόδια. Αν ακούσει και κάποιο τρίξιμο, γεμίζει το χαρτί μπροστά της σχεδόν αυτόματα:

Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ. (σελ24)

…Απ’ το απειροελάχιστο πέρασμα του κυρίου Σ.
δεν απέμεινε ούτε ίχνος στην κοσμική τάξη των πραγμάτων.
Τόσο αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς
ο Μέγας Συγγραφέας που μας επινόησε.

Και να λάβουμε υπόψη μας ότι η Χλόη ακόμη δεν σήκωσε το βλέμμα προς τον ουρανό.

.

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

liberal.gr 1/5/2021
«Νιώθεις τον πόνο από τα καρφιά μαζί με τη χαρά της ανάληψης»

«Αυτές τις μέρες, έρχεται ο γιος μου που σπουδάζει στο Ρέθυμνο. Έχω να τον δω πέντε μήνες. Όταν τον αγκαλιάσω, θα αναστηθώ.

Ανάσταση για όλους μας θα είναι ακριβώς αυτό: όταν μπορέσουμε να αγκαλιάσουμε και να αγκαλιαστούμε.»

Αυτός είναι ο ορισμός της Ανάστασης για την γνωστή και βραβευμένη ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη τον καιρό της πανδημίας. Την ίδια στιγμή κατά την οποία στην ολοκαίνουργια ποιητική της συλλογή «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 2021) «νοιώθει ταυτόχρονα τον πόνο από τα καρφιά και την χαρά και τη χαρά της ανάληψης».

Επίκεντρό της και πάλι η απώλεια, θεατρική, αφηγηματική, μοιάζει με μαύρο παραμύθι που ήρθε και τη βρήκε, έχει και πάλι ήρωες με ψηλά καπέλα και ηρωίδες μ’ άσπρα γάντια που έτσι και φύγουν αφήνουν τον ποιητή ολομόναχο αλλά με ποιητικά σημάδια βαθιά που όλοι χαιρόμαστε, πατώντας σ’ αυτά τα σημάδια για όλα μιλήσαμε, περισσότερο όμως μέρες που είναι στο Liberal.gr για της ποίησης τα αναστάσιμα και τα σταυρικά.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

– Η ποίηση, κυρία Κουτσουμπέλη, είναι σταυρική ή αναστάσιμη διαδικασία;

Και τα δύο και μάλιστα ταυτόχρονα. Νιώθεις ταυτόχρονα τον πόνο από τα καρφιά και τη χαρά της ανάληψης.

– Για το ποίημα ποιος αποφασίζει πότε θα έρθει, ο ποιητής ή το ίδιο το ποίημα;

Αναμφισβήτητα το ίδιο το ποίημα. Μερικές φορές στέλνει πρώτα το επισκεπτήριό του. Ένα μικρό πουλί που πεταρίζει στο στήθος προμηνύει την έλευση.

– Διαβάζοντας ποίησή σας κυρία Κουτσουμπέλη, αισθάνομαι σα να αφηγείστε μαύρα παραμύθια στον εαυτό σας, πώς είναι όταν αρχίζει ένας ποιητικός κύκλος;

Ναι, αφηγούμαι μαύρα παραμύθια γιατί μόνο μέσα σ’ αυτά μπορεί κανείς να διακρίνει το φως που αστράφτει. Όταν αρχίζει ένας ποιητικός κύκλος αρχίζει ταυτόχρονα μία ερωτική ιστορία με τον αναγνώστη. Υπάρχει ένταση, προσδοκία, ανυπομονησία, άγρια χαρά.

– Και όταν αυτός ο ποιητικός κύκλος κλείσει;

Ο ποιητής αισθάνεται πάλι γυμνός και μόνος.

– Από την έλλειψη ή από το περίσσευμα αναβλύζει η ποίηση;

Από την έλλειψη. Είναι ο γάντζος με τον οποίο γράφει ο Κάπταιν Χουκ.

– Τραπεζικός τομέας και ποίηση: Προκρούστης! Το νοιώθατε;

Κάθε μέρα. Γι’ αυτό και όταν μπόρεσα να φύγω, δεν το ξανασκέφτηκα. Νομίζω ότι η ζωή μου βρισκόταν σε αναστολή και ξανάρχισε όταν έφυγα από την Τράπεζα.

– Πώς είναι δυνατόν να αισθάνεται μοναξιά ο Όμικρόν σας με τα τόσα πολλά φαντάσματά του; Δεν επιζούν οι ήρωες εκτός βιβλίου;

Μα φυσικά οι ήρωες επιζούν εκτός βιβλίου. Για τον ποιητή δεν ξέρω. Αυτός πιστεύω ότι νιώθει έξω από τα νερά του όταν δεν βρίσκεται μέσα στο μελανοδοχείο του.

– Μαγδαληνή και Ιούδας, υπηρετούντες ως το τέλος μ’ αγάπη και προσήλωση ρόλους σκληρούς και σχέδιο δύσκολο, προαποφασισμένο, βλέπω έχετε αδυναμία στους αποσυνάγωγους, να κάνουμε μια αναδρομή στις ποιητικές ιστορίες σας;

Στο Ιερό Δοχείο με απασχόλησε η ιστορία μίας απλής κοπέλας που ο Νώε πήρε μαζί του στην Κιβωτό αντί για τη νόμιμή του σύζυγο με την πρόφαση ότι η γυναίκα του δεν θα μπορούσε να τεκνοποιήσει και την ανάγκασε να υποστεί τις σεξουαλικές του ορέξεις. Με απασχολεί όμως και η γυναίκα του Λωτ και όλες οι παρεξηγημένες και φιμωμένες γυναικείες μορφές στην Ιστορία που ποτέ δεν μπόρεσαν να προφέρουν τη δική τους αλήθεια γιατί η πατριαρχική κοινωνία τις καταδίκασε στη σιωπή.

– Κυρία Κουτσουμπέλη, ποια μπορεί να είναι η Ανάσταση κατ’ εσάς στον καιρό της πανδημίας;

Αυτές τις μέρες, έρχεται ο γιος μου που σπουδάζει στο Ρέθυμνο. Έχω να τον δω πέντε μήνες. Όταν τον αγκαλιάσω, θα αναστηθώ.

Ανάσταση για όλους μας θα είναι ακριβώς αυτό: όταν μπορέσουμε να αγκαλιάσουμε και να αγκαλιαστούμε.

– Αλήθεια, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Μπορώ να γράψω οπουδήποτε. Οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας. Στο χωριό και στην πόλη, στη θάλασσα και στο βουνό. Μαζί με άλλους ή μόνη. Η τελετουργία για μένα είναι εσωτερική. Δεν έχει να κάνει καθόλου με το περιβάλλον. Όταν με στοιχειώνει ο στίχος, παραδίδομαι.

– Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Συνήθως μία φράση είναι ένα κλειδί που ξεκλειδώνει ή μία κλειδαρότρυπα από την οποία αντικρίζει κανείς ολόκληρη την υπόλοιπη ιστορία. Ύστερα σιγά σιγά σχηματίζεται μέσα από τους αχνούς ο σκελετός και η ιστορία ξεδιπλώνεται από μόνη.

– Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Όλα τα βιβλία μου γράφονται με παράξενο και αλλόκοτο τρόπο. Αφού δεν τα γράφω εγώ, αλλά μία άγνωστη που εκείνη τη στιγμή παίρνει τη θέση μου. Τότε υπάρχει μία διασάλευση ταυτότητας αλλά και μία ρευστοποίηση όλων των ορίων του τόπου και του χρόνου. Τότε πραγματοποιείται το πιο αλλόκοτο συμβάν. Η γραφή.

– Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Ναι φυσικά. Με κατατρέχει το θέμα της απώλειας. Όσο μεγαλώνω χάνω όλες μου τις απώλειες και ξεχνώ μετά που τις έχω βάλει. Ο μεγαλύτερος γρίφος για μένα είναι η ποίηση, είναι ένας λαβύρινθος χωρίς αρχή και τέλος και φοβάμαι ότι έχω παγιδευτεί μέσα της για πάντα.

– Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πρέπει να ανταποκρίνομαι εγώ στα δικά της κριτήρια, γιατί αυτή με επιλέγει.

– Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Αν είναι άντρας να φοράει ψηλό καπέλο. Αν είναι γυναίκα να φοράει λευκά γάντια. Επίσης να είναι ολόκληροι. Αντιπαθώ τους μισούς χαρακτήρες, νιώθουν μειονεκτικά και κάποιες φορές εκδικούνται τον συγγραφέα τους.

– Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Οι πιο πολλοί. Είναι απίστευτο τι τρόπους βρίσκουν για να μπoυν στα βιβλία μου. Μερικοί μεταμφιέζονται σε νυχτερίδες, άλλοι σε άσπρους λαγούς. Άλλοι κουβαλούν βαλίτσες και προσποιούνται τους πλασιέ μέχρι να τρυπώσουν στις σελίδες.

– Αντί για ευχές ας κλείσουμε με ποίησή σας, επιλέξτε…

Από τη πρόσφατη ποιητική μου συλλογή «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 2021) το ομώνυμο ποίημα:

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων. Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 1/5/2021

Μια ανάγνωση

Όμικρον [και το εννοούμενο Ωμέγα]. Η Χλόη Κουτσουμπέλη, ποιήτρια δεινή, καταπιάνεται φυσικά με το πρώτο. Αφού το μεγαλείο πιο πολύ ταιριάζει στα πράγματα του κόσμου τούτου, εξουσία, επιχειρήσεις, επιτυχίες, την ίδια την μεγάλη ποίηση και την τέχνη, παρά στην ύπαρξη του ποιητή. Γιατί η ποίηση εκτός που μας βοηθάει να ζήσουμε (πνευματικά), «μας βοηθάει και να πεθάνουμε» ως έλεγε και ο Σινόπουλος. Είναι συντριπτική, το εννοούμενο Ω.
Όμικρον λοιπόν, ο γνωστός ή άγνωστος ακόμα ποιητής, είναι από τους λίγους ανθρώπους που έχουν συνείδηση της ταπεινότητάς τους. Αυτοδιορθώνεται, αυτοσαρκάζεται, αυτοθαυμάζεται, καθρεφτίζεται στον όμοιό του, και κάποτε αυτοκτονεί. Ένα «Ο» σαν το αυγό της κότας ή το θεϊκό του Κύκνου, σαν το ανθρώπινο οβάλ του προσώπου. Πάντως μικρόν. Και παρά ταύτα, Σήμα Φρασικλείας, η ποιητική γλώσσα και ψυχή: Απαραβίαστη. Κάτι που το μαθαίνει ο αναγνώστης ήδη από την σελίδα της προμετωπίδας του μικρού αυτού σε μέγεθος, αλλά όχι σε σημασία, βιβλίου.
Πρώτο ποίημα: Καταρράκτης. «Ποια είμαι δεν έμαθα ποτέ. Στον τάφο μου ας γράψουν …» τόσο μικρή η φανταστική εδώ ποιήτρια, με τόση αυτογνωσία και με μια μεγάλη, ωστόσο, έγνοια- οδηγία, το ταφικό της επίγραμμα. Το γράμμα, η γλώσσα, το σήμα, το σημαινόμενο, ο κόσμος ενός ποιητή. Και ο καταρράκτης, ο κίνδυνος, το ξεπέρασμα των ορίων, η αληθινή του επιθυμία, όποτε η ζωή τον πληγώνει ή τον προδίδει. Η συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη έχει δώσει κιόλας ταυτότητα.
Θα ακολουθήσει επεξεργασμένη με πρωτότυπους, σύντομους, ευφυείς στίχους, η παρουσίαση της αφόρητης δυστυχίας κάποιων γνωστών ποιητών (και των οικείων τους), αυτή που προσπάθησε να τους μικρύνει ή τους έκανε να νιώσουν μικροί, Όμικρον, οδηγώντας τους στο τέλος, στο ωμέγα. Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ, στον φούρνο που θα τη σκοτώσει το γκάζι, τα ακέφαλα, «Αφού κάθε ερωτευμένη γυναίκα αφανίζεται /όταν την προδίδει ο αγαπημένος άντρας.» Οι πτηνόμορφες αδερφές του Λόρδου Μπάυρον, που «κρώζουν δαιμονισμένα […] Αδελφή κι Ερωμένη μαζί.» Ο Σολωμός, «Η μήτρα της μάνας μου κυοφορούσε αδέρφια {…] έτσι μόνος μου/χαράζω με σουγιά/ το βράδυ τους καρπούς μου/ …αδελφός ξένων παιδιών’/ εραστής άυλων γυναικών/ Ποιητής». Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη, το αντιμόνιο του τυπογραφείου και η φυματίωση, «Όμως τώρα πετώ περήφανα/ στων στίχων μου τις ράχες…» και πάει λέγοντας μέχρι την «αχνιστή, αιμάσσουσα,/πιο κόκκινη από τον ήλιο της Αρλ,/..δύστυχη καρδιά» του Βαν Γκογκ.
Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι ώριμη και πλήρης. Μεστά νοήματος, απλά και σαφή, τα ποιήματά της έχουν θέμα και χαρακτήρα. Είναι αυτοτελή ποιήματα. Οι άλλες αρετές της, ξάφνιασμα, του αναγνώστη, δυνατή ποιητική εικόνα, αποκάλυψη μιας αλήθειας, λιτότητα και πυκνότητα νοήματος, μαύρο χιούμορ, παιδικότητα του αλλόκοτου, βαθύτερη σκέψη και ανθρώπινη καλοσύνη, είναι γνωστά και από τις παλιότερες δουλειές της. Έχει αναλάβει εδώ να υπερασπιστεί τον ποιητή Όμικρον, και θα το πράξει με συγγενικά αισθήματα ταύτισης, με γνώση και μαστοριά.
Αξίζει να δει κανείς τους πρώτους στίχους εν σειρά μέχρι τη σελ. 26: Ονομάζομαι Βικτώρια Λούκας, Οι αδελφές μου είναι δύο, Η μήτρα της μάνας μου κυοφορούσε αδέλφια, Νωρίς με περικύκλωσαν του Άδη οι σκιές, Ειλικρινά, ακόμα δεν κατάλαβα, Σου, γλυκιά μου Σου, Θεανώ, δώρο του θεού μου, κοριτσάκι, Προπαντός όχι με πνιγμό, Ο θάνατος. Ίσως με μήλο. Μόνο πάχνη, Όταν ο Κύριος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς, Ο κύριος Σ,. είχε κακό προαίσθημα, Ενώ στον πάνω όροφο. Και στις σελ.31-35… Όταν ακούμπησε το στηθοσκόπιο, Όταν μ’ ένα φουρφούρισμα, Στο ρετιρέ κατοικεί ένας γέρος, Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο καλύτερος γιατρός […] Αποτελούν από μόνοι τους ένα ακόμη ποίημα, ή αλλιώς μια εισαγωγή στην ποίηση και τη συγκεκριμένη συλλογή. Το «παιδικό διάλειμμα» από τον Κάπταιν Χουκ μέχρι τις Μικρές κυρίες, που παρεμβάλλεται, ας μου επιτραπεί να το θεωρήσω ειρωνική καρδία του βιβλίου και να το κρατήσω μυστικό.
Από κει κι έπειτα η Χ.Κ. κλιμακώνει μια μυθολογική άβυσσο με τους τίτλους: Ηλέκτρα, Μαρία Μαγδαληνή, Ο λόγος του Ιούδα, τα τέσσερα κι ένα βήματα του Ορφέα, Απειλή, Αποσπάσματα συνεντεύξεων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Αμπύσους (πέντε καλλιτεχνών), Η μόνη γη, και Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον. Εδώ και το πλήρες συμπέρασμά της, που θα ανακαλύψετε ή θα αναρωτηθείτε διαβάζοντας ο καθένας με τον δικό του τρόπο, και δεν θα ήθελα να προκαταλάβω.
Μια συλλογή αφιερωμένη στην ποίηση και τους ποιητές ή καλλιτέχνες, στον πολύ συχνά τραγικό τους βίο, στα αδιέξοδα των δημιουργών, που κινείται έξω από κάθε γλωσσική ματαιοδοξία, κοινωνική ευκολία ή ναρκισσιστική περιαυτολογία. Δεν έχουμε παρά να την ευχαριστήσουμε, κι εκείνην και τον εκδότη της, όσο και το φάντασμα του Τέρνερ για το μαγικό εξώφυλλο. Προσωπικά της οφείλω ευχαριστίες και για το υπέροχο δώρο του βιβλίου. Εύχομαι καλοτάξιδο και διαβασμένο από πολλούς.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

staxtes.com 29/4/2021

Στην τελευταία ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδόσεις Πόλις – 2021, ο αναγνώστης απολαμβάνει μεν με την αρτιότητα της ποιητικής της σκέψης, εκείνο όμως που τού γίνεται πια ξεκάθαρο είναι η μοναδική της ικανότητα να φτιάχνει απόλυτα δομημένα ποιητικά βιβλία έχοντας τρόπον τινά εκ των προτέρων σχεδιασμένα τα αρχιτεκτονικά σχέδια, τη μελέτη για τα στατικά, τις ποσότητες του μπετόν αρμέ και τους οπλισμούς έως και τις λεπτομέρειες των σοβατεπί, τα χρώματα στις ταπετσαρίες και επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα πλακάκια. Αυτή είναι μια αίσθηση που είχα και στην προηγούμενη συλλογή της, Το σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ, εκδόσεις Πόλις – 2018, και είναι μια ιδιότητα των ποιητικών έργων, την οποία αφενός θαυμάζω, αφετέρου τη θεωρώ απαραίτητη για να μείνει ένα έργο στην ιστορία (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και ταυτόχρονα να αποτιμηθεί ευκολότερα από τους σύγχρονους και μελλοντικούς αναγνώστες και μελετητές. Τώρα θα μου πεις έτσι δομημένος ήταν κι ο Γκόρπας, ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, ή ο Τραϊανός; Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι (και φυσικά άλλη ποίηση) θα πω.

Έτσι ισχυρά και ακλόνητα, λοιπόν, δομημένα τα ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη διατηρούν ισόποσα στοιχεία έκκεντρης υπερρεαλιστικής εικονογραφίας, καθαρής έκφρασης και ακρίβειας του συνειρμού, πάγιων διακειμενικών ή και άλλων αναφορών (σε έργα Τέχνης) που ξεκινούν από την αρχαιότητα, τη μυθολογία, τη ζωγραφική μέχρι και τη θρησκευτική παράδοση κλπ. και καταλήγουν στην ποίηση, στην ποίηση και πάλι στην ποίηση (που είναι άλλωστε η ΜΟΝΗ ΓΗ που οι ψυχές συμπίπτουν, όπως υπογραμμίζει η ποιήτρια στο ομώνυμο εξαιρετικό πεζοποίημα) ή το πολύ στους ποιητές (στους οποίους οι αναφορές είναι απειράριθμες), εδράζονται δε στην αγωνία του θανάτου, στην διαδραστική συνύπαρξη των εναλλακτικών συμπάντων, στην επανάληψη (που παραπέμπει στην “κυκλικότητα” του βέλους του χρόνου) αλλά κυρίως στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι σχέσεις ενώνουν τα πρόσωπα, τους ρυθμούς, τον χρόνο και τα αποπαίδια του (τη φθορά και τον θάνατο). Οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν σε όλη τους τη ζωή (κι αυτό είναι η ζωή τους, αυτή η αλληλεπίδραση) όμως στον θάνατο καταλήγουν ιδιωτεύοντας κι έτσι ιδιώτες του θανάτου, ελέγχονται, κρίνονται κι αποτιμώνται. Θα μάς το θυμίσει αυτό η Βικτώρια Λούκας (ετερώνυμη της Σύλβιας Πλαθ), στο συγκινητικό ποίημα ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΒΙΑΣ ΠΛΑΘ, όπου η ποιήτρια θα προτιμούσε να σβηστεί το όνομα της από την ταφόπλακα όχι όμως και το επώνυμο του Χιουζ, αφού εκείνη έπαψε να υπάρχει ήδη από τη στιγμή που προδόθηκε απ’ εκείνον. Θα μας το υπογραμμίσει η απελπισία του ποιήματος ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΝΟ ΤΟΥ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ.. Θα κορυφωθεί σε διάφορα άλλα ποιήματα με σημαντικότερο των οποίων το ΜΑΘΗΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ όπου η ίδια η ύπαρξη γίνεται μια επινόηση, του ενός, των δύο αλλά και της ίδιας της εφεύρεσης του ζεύγους των δύο. Τέλος θα δηλωθεί αναντίρρητα – μέσα από ένα πλέγμα μπεκετικών διαλόγων – στα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΜΠΥΣΟΥΣ: Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου, ότι είμαι μόνον εγώ.

Η γλώσσα, οι εικόνες, η ανάπτυξη ακολουθούν τούτη τη συλλογιστική: ο αναγνώστης οφείλει ταυτόχρονα να εκπλήσσεται και να απολαμβάνει την κάθε φράση, την κάθε κατασκευή. Ένα βιβλίο ποίησης που δε θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Η συλλογή κλείνει με το ποίημα Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ, ένα ποίημα εξαιρετικά ζυγισμένο στην ανάπτυξη του, ένα ποίημα που εκτείνει την ποίηση και τη (μοναξιά της) συγγραφή(ς) της στο χωροχρονικό συνεχές και αιτιολογεί τον υπέρτιτλο της συλλογής. Ο βιβλιοθηκάριος των επιρροών, η κατακλείδα των αναφορών, ο κλειδοκράτορας του χρόνου και της ποίησης, ο ποιητής Όμικρον – που γράφει τυφλά όπως πετά τις νύχτες, και που θα προτιμούσε να ήταν τσαγκάρης ή θηριοδαμαστής – θα κάμψει με την πένα του τον χρόνο και θα τον ακουμπήσει απαλά στις καμπύλες ενός κύκλου, όπως το γράμμα Όμικρον, σύμβολο της αέναης ροής. Ακολουθεί το καταληκτικό ποίημα της συλλογής:

Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων.
Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

POETICANET 5/9/2021

Τριπλή στόχευση και ένας λανθάνων λυρισμός

Χλόη Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδ. Πόλις, 2021

Ο ποιητής, ή η ποιήτρια φυσικά, χύνει στο κατάστρωμα τον κουβά με τον χρόνο, ερωτεύεται άυλες γυναίκες, χάνεται όταν ο έρωτας την προδίδει, η μοναξιά του είναι γυμνή και ευάλωτη.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη διαβάζει ιστορίες και τις μεταγράφει με τον δικό της τρόπο. Ενώ ταυτόχρονα αφηγείται ιστορίες γραφής, για τη διαδικασία στη γραφή της ποίησης κυρίως. Παίζοντας πότε τον ρόλο του αναγνώστη πότε του συγγραφέα, τους καταργεί εναλλάξ, για να τους επαναφέρει στην αέναη πορεία της δημιουργίας.

Και για να καταλήξει πως η ποίηση είναι η «μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν».

Τα ποιήματα στοιχούν σε συγγραφείς, σε λογοτεχνικά έργα και ήρωες, σε δημιουργούς γενικότερα, μερικά σε επινοημένα πρόσωπα. Πάντα βέβαια έχουν σχέση με τη γραφή. Άλλα μένουν πιο κοντά στον «μύθο», όπως εκείνα που αναφέρονται στον Σολωμό, στον Κρυστάλλη, στον Καρυωτάκη. Άλλα τον καταρρίπτουν, όπως γίνεται στην Ηλέκτρα.

Μόνη λοιπόν θα διεκπεραίωνα την πράξη./ φόρεσα το κόκκινο κραγιόν/ και τις ψηλές της γόβες./ Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη./ Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα/ μπορούσα πια να τη σκοτώσω. («Ηλέκτρα», σ. 37)

Συνομιλίες εσωτερικές, του ποιητικού υποκειμένου με το πρόσωπο που υποδύεται. Με άλλα λόγια, ποιητικοί μονόλογοι με θεατρική χροιά.

Υπάρχει στη συλλογή μια τριμερής στόχευση.

Από τη μια το ποιητικό υποκείμενο ντύνεται την ιστορία συγγραφέων ή δημιουργών γενικά, προσώπων του μύθου. Αυτή την ιστορία την αποδίδει με τη δική του φωνή και με τη δική του εκδοχή.

Το πολυπρισματικό ποιητικό υποκείμενο, λοιπόν, ενσωματώνεται σε ρόλους και αρθρώνει φωνές. Ενώ ταυτόχρονα οι ρόλοι και οι φωνές εκβάλλουν σε ένα κεντρικό σώμα: το σώμα της γραφής, που αποδίδει βήμα βήμα τη δημιουργία του ποιήματος.

Σε ένα τρίτο βήμα, ή τρίτο επίπεδο, διερευνάται η ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου-συγγραφέα. Ο προσωπικός του σπαραγμός από απώλειες και διαψεύσεις. Προσεγγίζει την ιστορία των άλλων, και τη διαδικασία της γραφής, μέσα από τη δική του οπτική: του μοναχικού και επώδυνου δρόμου. Του βλέμματος που καίει και καίγεται. Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον. Του κάθε ποιητή που κρύβεται πίσω από αυτόν. Ανυπεράσπιστο και ευάλωτο σώμα, περισσότερο ευάλωτη ψυχή. Που μόνον έτσι μπορεί να κοιτάξει την αλήθεια της γραφής, να δει το πρόσωπο της Μέδουσας και να μην πετρώσει.

Μη διαστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε./ Παραδεχτείτε τη φτώχεια, την πνευματική σας ένδεια,/ τη σύφιλη. ποτέ όμως ότι είστε ποιητής./ Θα υποφέρετε αιώνια.

(«Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη», σ. 21)

Που θα προσπαθεί, αυτή την ψυχή, να την εμποδίσει ο ποιητής να καταπιεί το σώμα.

Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση./ Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο/ θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα/ θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου/ και μετά/ χωρίς αίμα/ χωρίς μελάνι/ χωρίς χαρτί και μολύβι/ θα ισορροπήσω. («Απειλή», σ. 41)

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, το ομότιτλο «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», κλείνει με έναν τρόπο δυναμικό, που διαχέει τη διαδικασία της γραφής, της ποιητικής γραφής, συμπαντικά, σε μια διαδικασία αέναης δημιουργίας.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (σ. 48)

Μέσα από την τριπλή αυτή στόχευση, η συλλογή αποκτά μια θαυμαστή συνοχή.

Θέλω επίσης να υποστηρίξω το εξής: Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι εκρηκτική, ανατρεπτική, τολμηρή. Με έντονες εικόνες, με συνειρμούς και συνδυασμούς απροσδόκητους και κάποτε προκλητικούς. Ωστόσο, διακρίνω, και στη συλλογή αυτή καθαρά πλέον, έναν λανθάνοντα λυρισμό. Εκεί που χαμηλώνει φωνή, εκεί που οι εικόνες γίνονται πιο μαλακές και το αίσθημα απελευθερώνεται μέσα από ένα κανάλι εσωτερικής έντασης αλλά και τρυφερότητας. Ένα λυρισμός που γλυκαίνει την ανάγνωση χωρίς περιττή αισθηματολογία. Που φανερώνει μια άλλη εκδοχή του πόνου τον οποίο βιώνει το ποιητικό υποκείμενο, μια άλλη πτυχή της ψυχής του συγγραφέα, σαν να ζητούν ένα χέρι-χάδι παραμυθίας.

Χιονίζει διαρκώς./ Ρίχνω κόκκινο κρασί στον πάγο για να λιώσει,/ Τα καλντερίμια ολοένα και στενεύουν./ οι άνθρωποι όταν με συναντούν/ κρύβονται πίσω απ’ το καπέλο./ Η πένα σπάει πάνω στο χαρτί./ Έχω αφήσει τα μάτια της ψυχής μου ανοιχτά/ και μπαίνουν μέσα πλάσματα αλλόκοτα/ σβήνουν το καντηλέρι/ μουρμουρίζουν/ τις νύχτες σέρνονται στο δέρμα μου.

(«Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολωμού», σ. 14)

Στην ίδια κατηγορία θα έβαζα όλο το ποίημα «Το μυστικό γράμμα του Καββαδία», όπου το ποιητικό υποκείμενο στον ρόλο του ποιητή απευθύνεται με ένα γράμμα-μονόλογο στην αγαπημένη Θεανώ, για να της μιλήσει για την απόσταση και τον χρόνο και για τη δύσκολη μοίρα του ποιητή.

Όχι, δεν φαίνεται στην τρικυμία ο καλός ο καπετάνιος. Η νηνεμία είναι η δοκιμασία./ Μες στον ύπνο κάθε βράδυ/ να πλάθεται το σώμα σου στο σχήμα του δικού μου/ να εμφιαλώνω την άγρια θάλασσα/ να γράφω σε φθαρμένη πολυθρόνα,/ ενώ μικροί κλώνοι, που άλλοι φορούν το κεφάλι σου/ κι άλλοι το δικό μου/ ως καρχαρίες θα κυκλώνουν. (σ. 19)

Έτσι και στο ποίημα ποιητικής «Απειλή», όπου η απειλή είναι η ποίηση για το ποιητικό υποκείμενο-ποιήτρια.

Κάποια στιγμή θα σ’ ανταλλάξω./ Με μια βελούδινη πολυθρόνα/ με ένα μπουκάλι ουίσκι σε δρόμους με ομίχλη/ με ταμπάκο σε μια πίπα που καπνίζει/ με τον γύρο του κόσμου μ’ αερόστατο/ με πιγκουίνους της Ανταρκτικής,/ που θα επωάζουν τα αυγά τους στην ποδιά μου,/ με πολύτιμες λευκές φάλαινες/ να αναπνέουν με τον φυσητήρα τους στο τσάι μου. (σ. 41)

Η Κουτσουμπέλη συνηθίζει να βάζει σε τίτλους ποιημάτων, κοντά στα ονόματα προσώπων που υπάρχουν στη λογοτεχνία ή στον μύθο, και ονόματα προσώπων που επινοεί. Αναφέρω μερικά παραδείγματα από το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ – ανάλογα απαντώνται καις τις προηγούμενες συλλογές: «Οι τρεις αδελφές Μέντοουζ», «Η κυρία Γουότερμπριτζ διασχίζει την άβυσσο», «Το σώμα της γυναίκας Ύψιλον». Συνήθως στα ονόματα μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης κάποια σημασία, που ενισχύεται από το περιεχόμενο του ποιήματος. Στην παρούσα συλλογή έχουμε τους τίτλους «Η υπαρξιακή μοναξιά του κυρίου Σ.», «Ο κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι», αλλά και το περιοδικό «Αμπύσους» και τη μοναξιά του ποιητή Όμικρον. Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί τα πρόσωπα αυτά ως σύμβολα, και γράφει με αυτά μια ποιητική αφήγηση που θα μπορούσε να ταιριάξει και σε άλλα πρόσωπα με το ίδιο ή παρόμοιο όνομα και με ανάλογα βιώματα.

Στα ποιήματα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα δόμηση. Έχουν συχνά τη μορφή συλλογισμού: Αν συμβαίνει αυτό, τότε συμβαίνει και το άλλο. Ή, μήπως συμβαίνει τούτο; Τότε ίσως μπορεί να προκύψει και εκείνο.

Κι αν είχα, όπως επιμένουν, / εκείνη την ημέρα αφαιρέσει/ κάποιο από το κορμί μου μέλος/ δεν θα ’ταν βέβαια αυτό το ταπεινό κογχύλι/ αλλά η αχνιστή, αιμάσσουσα,/ πιο κόκκινη από τον ήλιο της Άρλ,/ πιο πυρακτωμένη από την τρέλα,/ δύστυχη καρδιά μου,/ που θα την ξερίζωνα μεμιάς/ και θα την απίθωνα/ στις χούφτες σου για πάντα.

(«Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ», σ. 17)

Συχνά υπάρχει μια βασική αντίθεση και άλλες επιμέρους. Η βασική αντίθεση έρχεται στο τέλος και σφραγίζει το ποίημα, νοηματοδοτώντας το διαφορετικά από ό,τι μέχρι στιγμής διαφαινόταν.

Όταν ο κύριος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς/ χάρηκε πολύ./ Θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων του./ Θα έπιναν μαζί το τσάι κάθε βράδυ […]

Ίσως όμως η αυτάρέσκειά της να μετριαζόταν/ αν γνώριζε/ πως την ίδια ώρα κάποιος καθισμένος σε γραφείο/ την πρώτη μέρα του φθινοπώρου/ ενώ έξω στάλαζε αργά ο χρόνος,/ είχε μόλις επινοήσει και τους δυο/ κι ακόμα ένιωθε μισός.

(«Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς», σ. 23)

Αινιγματικά αναπτύσσεται το ποίημα. Για να συμβεί, κυρίως με την ανατροπή του τέλους, η κατάργηση των βεβαιοτήτων. Έγραφα για το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ (εκδ. Πόλις, 2018) ότι «Είναι στους τελευταίους στίχους των ποιημάτων που επιχειρείται η υπονόμευση της κάθε βεβαιότητας. Ένα κλείσιμο υπονομευτικό ως προς τους προηγούμενους στίχους, κλείσιμο και άνοιγμα ταυτόχρονα προς μια νέα οπτική» (βλ. Η υπονόμευση της βεβαιότητας, περιοδικό Fractal, 26-6-2019)

Τίποτα δεν είναι βέβαιο στον ποιητικό κόσμο της Χλόης Κουτσουμπέλη. Όλα είναι ρευστά. Εκτός από τη δύναμη της γραφής, που μπορεί να ξανα-αρχίζει εκεί που όλα σταματούν.

Για τη γλώσσα της ποίησής της, θα επαναλάβω την εκφραστική της δύναμη που σπάει σε εικόνες, μεταφορές και αναλογίες, οι οποίες, παρ’ όλη την υπερρεαλιστική τους χροιά, δεν αποκρύπτουν τον πυρήνα της έννοιας και του συναισθήματος. Με πικρό μαύρο χιούμορ και σαρκασμό.

Με την ιδιαίτερη, χαρακτηριστική ποιητική της σκευή, αναγνωρίσιμη και μοναδική, στη συλλογή της αυτή η Χλόη Κουτσουμπέλη επιχειρεί και επιτυγχάνει μια βαθιά κατάδυση στην ουσία της ποίησης.

.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΛΩΡΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 4/9/2021

Η μοναξιά του ποιητή ή όταν ο ποιητής Όμικρον « έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή / τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι / και ξάπλωσε να κοιμηθεί»
«Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη, από τις εκδόσεις Πόλις
Ο ποιητής Όμικρον, που καταπιάνεται με μικρές μικρές ιστορίες ηρώων, για να ντύσει τη δική του μοναξιά με πρόσωπα μοναχικά και αυτά, που διεκδικούν, εμπλέκονται, διαμαρτύρονται, διαψεύδονται
Ο ποιητής Όμικρον, με το χαρακτηριστικό όνομα, κύκλος η ζωή, όπως το γράμμα της αλφαβήτου, χωρίς τέλος και αρχή « την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται / κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά / κάθεται στο γραφείο του και γράφει»
Ο ποιητής Όμικρον, με την ανησυχία της γραφής, συνειδητοποιεί τη γυμνή μοναξιά του, όταν οι ήρωές του αποσύρονται από την ποιητική σκηνή, όταν όλα τελειώνουν στο χαρτί «η πένα αναπαύτηκε οριζόντια / και το μελάνι στέρεψε»
Ο ποιητής Όμικρον, εραστής του λόγου και της γραφής βαθιά γνωρίζει πως « η ποίηση / η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν»
Τέλος ο ποιητής Όμικρον τη δική του απάντηση δίνει στην ερώτηση του υποθετικού δημοσιογράφου « Ετοιμάζετε κάποια καινούρια δουλειά;» « Θα με ενδιέφερε αυτή του τσαγκάρη ή του θηριοδαμαστή», αφού «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / να μην τις παίρνει ο άνεμος» ( Μ. Αναγνωστάκης, Ποιητική) αφού τα θηρία της ψυχής ο ποιητής δαμάζει.
Πίσω από τα πρόσωπα περσόνες, ο ποιητής Όμικρον κλιμακώνει την επώδυνη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας, αλλά και την ευφορία και πληρότητα, που νιώθει ο δημιουργός. « Η μόνη πραγματική συγκίνηση / …/ όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα» ζητά να γραφεί στον τάφο της η Άννι Έντσον Τέιλορ, ενώ η Σύλβια Πλαθ ψήνει κουλουράκια μπύρας με συνταγή απλή «πολύ πιο εύκολο από το να γράψεις ένα ποίημα». Και ο Διονύσιος Σολωμός « ..μόνος μου / χαράζω με σουγιά / το βράδυ τους καρπούς μου / και αίμα συλλέγω σε δοχείο/ για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω / εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος…/ Ποιητής». Ο Κώστας Καρυωτάκης συμβουλεύει «Παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική σας ένδεια / τη σύφιλη, ποτέ όμως ότι είστε ποιητής. / Θα υποφέρετε αιώνια». Όμως «Το ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό».
Διαδικασία δύσκολη και επώδυνη η ποίηση. Συνεπαίρνει τον ποιητή, συντροφιά και νόημα στη μοναχική και απόμακρη ζωή του, μολονότι «Στο κάτω κάτω κανείς δεν σε προσκάλεσε / εισχώρησες απ’ τις ρωγμές, / δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω. / Ναι, μια από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι. / Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση. /… και μετά…/ χωρίς μελάνι / χωρίς χαρτί και μολύβι / θα ισορροπήσω»
28 αφηγηματικά ποιήματα, πολλά με μορφή αυτοβιογραφικού λόγου. Οι ήρωες, φιγούρες τραγικές, μιας ζωής πέρα και έξω από τα καθιερωμένα, Άννι Έντσον Τέιλορ, Σύλβια Πλαθ, Λόρδος Μπάιρον, Διονύσιος Σολωμός, Κώστας Κρυστάλλης, Έμιλι Ντίκινσον, Νίκος Καββαδίας, Κώστας Καρυωτάκης, οι τρεις αδελφές του Α. Τσέχωφ και χαρακτήρες όπως η Ηλέκτρα, η Μαρία η Μαγδαληνή, ο Ιούδας. Οι ήρωες άλλοτε, φιγούρες του παραμυθιού, ο Πήτερ Παν, η Τινκερμπελ, ο Κάπτεν Χουκ, ο Τζακ, αλλά από το φασόλι, που ένας άγνωστος του πρόσφερε ποτέ δεν φύτρωσε μια φασολιά. Και πίσω από τους ήρωες ο ποιητής με τα πολλά πρόσωπα, κομμάτι της μοίρας τους και αυτός, ο δικός τους μικρόκοσμος, ο κόσμος ο μέγας για «την Τέχνη της Ποιήσεως».
Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, μια εξαιρετική συλλογή, με έναν ιδιαίτερο ποιητικό τρόπο, αυτόν της Χλόης Κουτσουμπέλη, θίγει ζητήματα Ποιητικής και κάνει κοινωνό τον αναγνώστη της μυστικής ζωής του ποιητή και των ποιημάτων του
Όσο για τον ποιητή Όμικρον, μπορεί γυμνός να ένιωσε «όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί», μπορεί να «έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή» και να ξάπλωσε να κοιμηθεί, όταν τελείωσε η αγωνία και ο κάματος της γραφής, όμως ποτέ δεν ξέχασε πως «Ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ» (Γιώργος Σαραντάρης)

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ

CULTUREBOOK.GR 25/8/2021

Το βιβλίο αρχίζει από το εξώφυλλο, από την έντονη και μυστική δουλειά του ζωγράφου, που φτάνει με την παλέτα σε πρωτοφανή επίπεδα ελευθερίας.

Η ποιήτρια στις πολλές περιπλανήσεις της θεμελιώνει ιδέες, ώστε αργότερα, στην απομόνωση του εργαστηρίου της, να τις μετουσιώσει σε ποίηση, να αναπτύξει μιαν ιδιωτική, μυστική και πειραματική δραστηριότητα. Το εξώφυλλο με τα θολά χρώματά του συνεχίζει τη μυστική επικοινωνία με την ποιήτρια, τα χρώματα χύνονται, αναμειγνύονται, λιώνουν και απλώνονται με τα ποιήματα, αγκαλιάζουν το βιβλίο πέρα ως πέρα!
(…)
έκαμα τον γύρο του κορμιού σου σ΄ογδόντα μέρες,
όμως τη τελευταία στιγμή το ιστιοφόρο έγειρε
κι έχυσα όλο τον κουβά με τον χρόνο στο κατάστρωμα.
Καλύτερα. (σελ.19)

Ποιήτρια του ίσκιου και των σκιών η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει βαθιά αίσθηση της λαύρας του ήλιου. Μελετά τις διαθλάσεις του παρελθόντος, δείχνει τον δρόμο της ποιητικής φωνής προς την αφαίρεση. Το έργο της είναι απόσταξη και σύνοψη:

Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα. / Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων. (σελ.48)

Με στρωματικό αποκαλυπτικό υλικό, τα ποιήματά της τρέφονται και αναπτύσσονται, συνδέονται με εκλεκτικές συγγένειες, δεσμούς που ενώνουν και επεκτείνουν τις σχέσεις των δικών της με των άλλων συγγραφέων στον υπαρξιακό χρονότοπο:
(…)
Τώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (σελ.48)

Η Χλόη Κουτσουμπέλη σε όλα τα βιβλία της, όπως και στο νέο Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, διατηρεί ανοιχτό διάλογο με τη διεθνή λογοτεχνία και τον μυθικό κόσμο του συλλογικού Δυτικού γίγνεσθαι.

Χρόνια πριν, η ποιήτρια άρχισε ένα σχέδιο που συνέχεια παίρνει φόρμα. Προσπαθεί να αποτιμηθεί ως το γόνιμο έδαφος του σταθερού συγγραφικού δεσμού της με τους επιλεγμένους συγγραφείς. Ρίχνει νήματα, γαντζώνει περσόνα και συγγραφέα και αναπτύσσει ποιήματα στην προσπάθεια αποκάλυψης του δράματος της ζωής. Παρακολουθεί τις κινήσεις της αυτοκτονίας της Σύλβια Πλάθ, το σκοτεινό σπίτι του Λόρδου Μπάιρον, βρίσκει τις πτηνόμορφες αδελφές του να κρώζουν δαιμονισμένα (σελ.13)· καβάλα στον χρόνο πετιέται στο σπίτι της μάνας του Σολωμού, κοντοστέκεται στο μυστηριώδες σπίτι της Ντίκινσον, αφουγκράζεται από τις απαγορευμένες ρωγμές:

… Λαβίνια, εσύ; / Άραγε πατέρα, πως είναι / να ράβεις τα βλέφαρα / να σιδερώνεις το στόμα / να σφίγγεις σ΄ ένα κορσέ / ένα στίχο /… (σελ. 18)

Αργότερα βυθίζεται σε εξωτικές θάλασσες μαζί με τον Κεφαλλονίτη ποιητή, τον Καββαδία, να ακούσει τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, συνεχίζει στου Άδη τις σκιές, γυρεύοντας τον Κρυστάλλη, γυρίζει πίσω στις κίτρινες από ηλιοτρόπια πεδιάδες του Βαν Γκόγκ και τον βρίσκει να λέει: …

Μα αγαπημένε αδελφέ,/ αν το πορτέτο τραυματίστηκε/ σημαίνει πως το ίδιο έπαθε ο ζωγράφος; / Όταν κτυπά ο χαρακτήρας πονά ο συγγραφέας; / (σελ.17)

Όπως η ωραία Ελένη από τις επάλξεις της Τροίας σχεδιάζει στον αργαλειό τα γεγονότα που εκτελούνται έξω από τις μεγάλες Πύλες, η Κουτσουμπέλη, χρησιμοποιεί συμβάντα και κείμενα της ευρύτερης λογοτεχνίας, υφαίνει από τα συρτάρια της μνήμης, κρατά καλά τεντωμένα τα καντελέρια των ποιημάτων της σε ένα άρτια υφασμένο βιβλίο. Συνεπώς η θεσσαλονικιά ποιήτρια, ερευνήτρια λογοτεχνίας, προχωράει αποφασιστικά στη συστηματοποίηση του σχεδίου που την εμπνέει και που αποκαλύπτει το ακριβές στίγμα της.

Ταυτόχρονα εγώ διερωτώμαι, γιατί ονόμασε τον ποιητή, Όμικρον; Για το Ο που είναι η μυσταγωγία του αυγού; Ίσως για τον Όμηρο, που είναι ο ποιητής των ποιητών, ίσως για τον Ευκλείδειο χώρο που είναι ένα ειδικό σταθερό σημείο; Ίσως γιατί βρίσκεται στο πολικό σύστημα συντεταγμένων…
Το ερώτημα δεν έχει απάντηση, ίσως:

Ήθελα κάποτε να σου γράψω ένα γράμμα, δεν γνώριζα όμως
τα ιερογλυφικά. (σελ 47)

Γνωρίζοντάς την από κοντά, σε εκπλήσσει η υπομονή και η μεγάλη επιμονή της για τον εντοπισμό της αλήθειας, στον λογοτεχνικό αλλά και στο πολιτικό πλαίσιο. Σαν τον Οιδίποδα ρωτά τους χρησμούς για να μάθει την αλήθεια. Δεν ζητά την εκδίπλωση του ορθού λόγου, μα την Αρχαιολογία της Γνώσης, όπου ο Μισέλ Φουκώ γράφει: «…Όχι πλέον οι συμπαγείς γνωστικοί κλάδοι, αλλά οι νόμοι που διέπουν τις κατανομές, τη διασπορά, τους μετασχηματισμούς, τις εναλλαγές, τα μεσοδιαστήματα των λόγων μέσα σε ένα πεδίο στρατηγικών πιθανοτήτων. Η αίσθηση της μεταβολής δεν δίνεται μέσα από την εξέλιξη, τις συνεκτικές σχέσεις, τα κρυφά νοήματα, αλλά μέσα από τα αινιγματικά κομβικά σημεία της ρήξης και της ασυνέχειας».
Έτσι λοιπόν και τα ποιήματα τής Κουτσουμπέλη με επικράτειες λόγου αυτόνομες, αλλά όχι ανεξάρτητες, ρυθμισμένες, παρότι βρίσκονται σε συνεχή μετασχηματισμό. Παίρνουμε για παράδειγμα δύο ποιήματά της για την Πηνελόπη:
(…)
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της, (…)
(Πηνελόπη ΙΙΙ Ανέκδοτο )

Συνεχίζει την ανίχνευση στα ίδια χνάρια:

Της έλειπε πολύ.
Όχι γιατί ήλπιζε ή φοβόταν.
Αλλά γιατί κάποια βράδια το ίδιο το νησί
ξεκολλούσε από το σώμα της
και χανόταν στην μαύρη θάλασσα που άχνιζε.
(Πηνελόπη ΙV Ανέκδοτο )

Τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο η Κουτσουμπέλη μπαίνει σε πλαίσια κρυφού πόθου και επιθυμίας, όπου τα βιβλία της κρύβονται βαθιά στο ασυνείδειτο του καθενός μας.

Η πηγή της εμπνευσής της είναι πάντοτε διαφορετική, τριγυρίζει γύρω από θέματα όπως η μοναξιά, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο θάνατος. Ιδιαίτερα διαβαίνει την θολή περιοχή όπου πλανιόνται του πένθους οι σκιές στην ψυχική ενδοχώρα. Στο μυθιστόρημά της Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν, 2015, η ζωή προχωράει στρατοποιημένη, στην πάνω και στη κάτω πόλη, στα πάνω και στα κάτω διαμερίσματα της πολυκατοικίας όπου κατοικούν παράδοξες οικογένειες, με συλλογική στενή αντίληψη της ζωής και τα άτομα να ζητούν το δικαίωμα της διαφορετικότητας. Μια γενική ορφάνια, μια απροσδιοριστία του αληθινού και του φανταστικού, όλα σε μία δυναμική σύμπλευση, στον πεζό και ποιητικό λόγο, ζητώντας διευκρινίσεις για τη ζωή. Παράδειγμα η ποιητική συλλογή του 2014, Η μυστική ζωή των ποιημάτων:

Όλα τα ποιήματα είναι ορφανά.
Ζουν σε κάποιο ίδρυμα.
Άλλοτε παιδιά άλλοτε γέροι.
Τις νύχτες μαζεύονται στη σάλα.
Και διαβάζει το ένα το άλλο.

Και στη συνέχεια το 2021 στη συλλογή “Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον”:
όλα τα αδημοσίευτα ποιήματα / κλειδωμένα στο σεντούκι φέρετρο / ποιός έχει το κλειδί, ποιός θα τα εκδώσει κάποτε, / ποτέ, / (σελ. 18)

Θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων του. (σελ. 23)

Πως γράφει κάποιος νέο ποίημα / που ο άλλος από παλιά έχει διαβάσει;/(σελ.22)

Ένας μοντερνισμός στη μυθοπλασία. Τα ρηθέντα λόγια γίνονται αποδεχτά και το παρελθόν προσδίδεται στον αναγνώστη.

Η ποιήτρια θα προωθήσει τη συστηματοποίηση του σχεδίου της και θα δώσει το ακριβές στίγμα. Οι συχνοί διάλογοι με τα ποιήματά της την οδηγούν στο αδιέξοδο, μέχρι που τα απειλεί:
(…)
Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε,
εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,
δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω.
Ναι, μία από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι.
Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση.
Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο
θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα
θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου
και μετά
χωρίς αίμα
χωρίς μελάνι
χωρίς χαρτί και μολύβι
θα ισορροπήσω.
(σελ.41)

Από το incipit του τελευταίου ποιήματος της συλλογής, από το οποίο παίρνει τον τίτλο το βιβλίο:

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον / όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί, / η πένα αναπαύτηκε οριζόντια/ και το μελάνι στέρεψε. /(σελ 48)

Η ποιήτρια προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας. Είναι εις γνώση της ότι ο ακριβής γρίφος που έδινε η Σφίγγα, δεν είναι γνωστός από αρχαίες πηγές, αλλά από μεταγενέστερα κείμενα.

.

ΑΡΙΣΤΕΑ ΤΣΑΝΤΖΟΥ

FREAR.GR 12/7/2021

«Όμικρον;», αναρωτιέται ο αναγνώστης κρατώντας στα χέρια του την συλλογή. Δεν είναι γράμμα, λέει η ποιήτρια με τον τίτλο. Είναι όνομα. Κύριο όνομα. Είναι το όνομα του Όντος που είναι ποιητής. Αλλά η ποιήτρια δεν θα μιλήσει για τον δημιουργό/ ποιητή, αν και, μοιραία, θα αποδώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του ξεχωριστού όντος. Η ποιήτρια, θα μιλήσει για την «γυμνή μοναξιά» του ποιητή:

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί
[…] και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
(«H γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», σελ. 48)

Η «μοναξιά» του ποιητή, αποδομείται: «όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί», όταν ο «Όμικρον» έπαψε να ανοίγει σε κύκλο κι έγινε «τελεία». Όταν από δημιουργός/ ποιητής γύρισε στις συνηθισμένες ασχολίες του κοινωνικού ανθρώπου. «Ένιωσε γυμνός»∙ όταν βρέθηκε δίχως τη «μητέρα-σάβανο», («Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού», σελ. 14) την πάντα «λασπωμένη νυχτικιά», («Καταρράκτης»), τα «λασπωμένα λευκά φουστάνια», τα χαρτιά με «τα αδημοσίευτα ποιήματα», («Tα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον», σελ. 18). Ένιωσε γυμνός όταν έμεινε «ορφανός» από δημιουργική μοναξιά:

Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
(«H γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», σελ. 48)

Η δημιουργία απαιτεί την μοναξιά, απαιτεί την κοινωνική απομόνωση, προκειμένου να είναι ο «Όμικρον» «ποιητής». Όμως η μοναξιά του ποιητή, δεν μοιάζει με την κοινωνική μοναχικότητα. Είναι γεμάτη φασαρία, ανθρώπους, πλάσματα, κόσμους. Η «μοναξιά» του δημιουργού, μοιάζει με περιβάλλον που τον ντύνει σαν ρούχο, που τον τυλίγει σαν ομίχλη : «Από μικρό μια μαύρη ομίχλη με τριγύριζε», («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ. 16). Η μοναξιά για την οποία μιλάει η Κουτσουμπέλη, είναι αυτός ο αέρας δημιουργίας, μια πνευματική κατάσταση που κυκλώνει και κυοφορεί τον «Όμικρον», όπως «η μήτρα της μάνας», («Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού», σελ. 14) ή όπως η θάλασσα του χάους κυοφορούσε το αυγό της δημιουργίας:

Στο αίμα μου, όπως και στων αδελφών,
επωαζόταν το φθισικό αυγό.
(«Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ.16)

Αντικείμενο της συλλογής το δημιουργικό εγώ. Η ποιήτρια γράφει ποιήματα για την δημιουργία κι αναπόφευκτα ανασυνθέτει τον μύθο της δημιουργίας. Στο «αίμα», «επωαζόταν το φθισικό αυγό», λέει παραπάνω, ενώ στο ποίημα «Η Λήδα και ο κύκνος», η λουόμενη νύμφη κι ο κύκνος, δεν είναι παρά μεταμορφώσεις του ίδιου πράγματος: «Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό», («Η Λήδα και ο κύκνος», σελ. 32). Η ποιήτρια γίνεται «Αυγούστα», («Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον», σελ. 13) που εκκολάπτει, όπως παρηχεί το όνομα, τα δικά της αυγά, πολλαπλασιάζει τους κύκλους της («Αδελφή και Ερωμένη μαζί»)∙ γίνεται «μνήμα της Φρασίκλειας», μνημείο «απαραβίαστο» (προοίμιο), καθώς εκκολάπτει την γραφή, τα δικά της ποιήματα.

Η συλλογή μοιάζει να δομείται γύρω από μια αφθονία διακείμενων. Ονόματα και παραδείγματα ξακουστών συγγραφέων, ποιητών, λογοτεχνικών χαρακτήρων, ή ακόμα και ανώνυμων «καλλιτεχνών» στις συνεντεύξεις-ποιήματα, αναδεικνύουν την «ανισόρροπη» («Απειλή», σελ. 31) σχέση ανάμεσα στο «κοινωνικό» και «δημιουργικό εγώ», που κατατρώει τον δημιουργό. Έτσι, η ποιήτρια ζει με «έναν σύζυγο/μισό καναρίνι/–το άλλο μισό είναι μονίμως στο στόμα/της σιαμέζας γάτας» και με «δύο δίδυμα παιδιά»:

Έχουν ονόματα, αλλά δεν ξέρω
ποτέ ποιο από τα δύο είναι παρόν
το μεσημέρι στο τραπέζι
(«Ο κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι», σελ. 33)

Η σχέση των δύο «εγώ» είναι αλληλένδετα συμπληρωματική:

Η μία ζει σε βάρος της άλλης –
όταν η μία γεμίζει, η άλλη αδειάζει·
όταν η μία ξεσκίζει, η άλλη ράβει.
(ibid., σελ. 34)

Και αυτή η σχέση καθορίζει τον ορισμό της ποίησης, αφού η δημιουργία, λέει η Χλόη Κουτσουμπέλη, δεν επιτρέπει επιλογές. Επιβάλλεται στον δημιουργό. Διαδικασία επώδυνη που η ποιήτρια θα άλλαζε, αν μπορούσε:

Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε,
εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,
δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω.
Ναι, μία από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι.
Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση.
Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο
θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα
θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου
και μετά
χωρίς αίμα
χωρίς μελάνι
χωρίς χαρτί και μολύβι
θα ισορροπήσω
(«Απειλή», σελ. 31)

«Φθισικό», («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ. 16), καταραμένο, «τέρατα», («Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον», σελ.13) «κανίβαλος» («Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ», σελ. 12), το δημιουργικό εγώ είναι ανεξέλεγκτο στην «μοναξιά» που το έλκει: «Το πάθος είναι η άλλη όψη του ασκητή», λέει στο ποίημα «Tα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον», (σελ. 18). Το «εγώ» που δημιουργεί περιλαμβάνει κάθε μορφή του κοινωνικού. «Ο δημιουργός μπορεί να είναι τα πάντα» (Ζωή Σαμαρά):

εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,
παιδί άπιστης μάνας
αδελφός ξένων παιδιών
εραστής άυλων γυναικών.
Ποιητής.
(«Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού», σελ. 14)

Ασκητική και κοσμικότητα, πίστη και απιστία, αγάπη κι αλλότητα, πνεύμα και σάρκα, ο ποιητής φτιάχνει κύκλους∙ όλα τα υφίσταται, τα αγκαλιάζει, όλα τα εμπεριέχει, όπως το αυγό, κρύβει κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Κι όμως η ποιήτρια επεκτείνει την πνευματική αναζήτηση. Αν ο ποιητής έχει τόσες ιδιότητες, όσες τουλάχιστον διαφαίνονται στο παραπάνω ποίημα, παιδί, αδελφός, εραστής, δημιουργός, τότε ποιος τελικά γράφει τα ποιήματα; «Το ποίημα δεν ανήκει στον δημιουργό του», λέει η Ζωή Σαμαρά, «το ποίημα ανήκει στην ανάγνωση»:

Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες
του απάνθρωπου αυτού βιβλίου
στο οποίο
είμαι μεν μία συγγραφέας
αλλά όχι η συγγραφέας του.
(«Οι Μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ», σελ. 29)

Η ποιήτρια σταθερά γέρνει την αλληγορία των στίχων στον ορίζοντα της φιλοσοφίας της ποίησης. Στην ποίηση όλοι μιλούν και κανένας. Το κείμενο είναι η μόνη πραγματικότητα. Όλα τα άλλα ρέουν γύρω σε κύκλους, ακόμα κι ο δημιουργός:

αν το πορτρέτο τραυματίστηκε
σημαίνει πως το ίδιο έπαθε ο ζωγράφος;
Όταν χτυπά ο χαρακτήρας, πονά ο συγγραφέας;
(«Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ», σελ. 17)

Η ποιήτρια γνωρίζει πως δημιουργία, δεν είναι το αυγό ή το χαρτί, αλλά αυτό που εμπεριέχει. Οι «στίχοι» που αναδύονται από το χαρτί και πετούν ανάμεσα στις ερμηνείες με τη δυναμική «σταυραετού» που πετά «στο άπειρο» («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ. 16). Ο τόπος της ποίησης είναι τόπος της φαντασίας και του απείρου. Είναι τόπος του πνεύματος:

—Μα το γλυπτό ήταν η Σφίγγα.
—Ναι αλλά όσο την έπλαθα, έπινε πολύ νερό.
(«Με τη γλύπτρια Αντιγόνη Ταυ», σελ. 45)

Κάθε ποίημα είναι αίνιγμα που περιμένει λύση. Μια Σφίγγα ανοιχτή σε ερμηνείες. Ανοιχτό το ποίημα σε κάθε ενδεχόμενο, σε κάθε δυναμική που κρύβει το μέλλον. «Η συνταγή είναι απλή […] ζυμώνω και πλάθω ανθρωπάκια», («Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ», σελ. 12). Η δημιουργία, είναι κοσμογονία. Επαναλαμβάνει την αρχέγονη πράξη της Δημιουργίας. «Ο Μέγας Συγγραφέας», («Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ.», σελ. 24) που μας επινόησε. Η ποιήτρια-γλύπτρια, «πλάθει» το σχήμα του ποιήματος, όπως ο Δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο, μα αυτό «ζητά περισσότερο νερό». Η δημιουργία, τα ποιήματα τρέφονται από τη φαντασία, τρέφονται πρωτίστως από την δημιουργική ανάγνωση. Δίχως τον αναγνώστη το ποίημα δεν υφίσταται, ο ποιητής δεν υπάρχει:

Ο Συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει.
Ας έπαιζε ο Αναγνώστης τον ρόλο του.
(«O θάνατος του συγγραφέα», σελ. 25).

Την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, αλλά και την ανάγνωση ως δημιουργική πράξη, ως τμήμα της ίδια της δημιουργίας, η Χλόη Κουτσουμπέλη θα επικαλεστεί και αλλού:

—Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος
είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου,
ότι είμαι μόνον εγώ.
(«Με τον δημοσιογράφο των προηγούμενων συνεντεύξεων», σελ. 46).

Η ποίηση τέμνει το πραγματικό και το φανταστικό. Το υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Το ποίημα γίνεται κέντρο μιας σειράς ομόκεντρων κύκλων και διαπερνά τον τόπο, τον χρόνο, την ύλη. Το ποίημα, λέει η ποιήτρια, είναι τόπος συνάντησης των ανθρώπων, «Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν», («Η μόνη γη»).

Ο Όμικρον είναι ποιητής και κάνει ποιήματα. Είναι ηθοποιός κι υποδύεται ρόλους, είναι ζωγράφος κι απεικονίζει τις πτυχές της «Αβύσσου» («Με τον ζωγράφο Μόντους», σελ. 42), «τις πτηνόμορφες αδερφές» («Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον», σελ. 13) της Δημιουργίας. Ο «Όμικρον» είναι το πορτρέτο κάθε «ποιητή», κάθε δημιουργού, που καταθέτει την «γυμνή μοναξιά» του περιμένοντας τον αναγνώστη να τον «ντύσει» με ερμηνείες.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.
(«H γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», σελ. 48).

ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη στην τελευταία της συλλογή, “Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον” εκδ.ΠΟΛΙΣ, ήρθε να με συναντήσει σε μια εποχή που οι ζώσες συνομιλίες σχεδόν εξαφανίσθηκαν κι η ποίηση έγινε ο κοινός τόπος όπου ανταμώνω με τον Άλλον.
Η ποίηση βέβαια ήταν πάντα ο μόνος τόπος που συναντιούνταν οι ψυχές χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς σύνορα, χωρίς απαγορεύσεις, χωρίς συρματοπλέγματα και διαχωρισμούς. Γράφει η ποιήτρια:
« Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας
Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται;
Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και
η ποίηση.
Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν» (Η ΜΟΝΗ ΓΗ)
Η Χλόη είναι καταξιωμένη ποιήτρια, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Θα μπορούσα με ευκολία να επαναλάβω τις κοινοτοπίες: Πόσο καλά χειρίζεται τις λέξεις, τι εμπνευσμένη που είναι, με πόση μαστοριά στήνει το υλικό της. Γνωστά όλα και πολύ φοβούμαι πως θα αδικήσουν την πρόσφατη συλλογή που έχει μια πρωτοτυπία:
Είναι προσωπική εξομολόγηση και ταυτόχρονα πολιτική ποίηση με την έννοια πως σε κάθε ποίημα, ειδικά με την κατακλείδα, η ποιήτρια παίρνει ξεκάθαρη θέση απέναντι στους λογοτέχνες, ποιητές, πεζογράφους, θεατρικούς συγγραφείς που διαμόρφωσαν το αναγνωστικό της κόσμο αλλά και στα μυθιστορηματικά πρόσωπα των έργων τους, παίρνει όμως και θέση απέναντι στην Ποίηση και τον ρόλο της δίνοντας τον ευθύ λόγο και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους ίδιους τους λογοτέχνες που έχουν ήδη περάσει στην αιωνιότητα.
Εκείνο που διακρίνει την Κουτσουμπέλη είναι πως πάντα τοποθετείται δημόσια με ευθύτητα και κριτικό λόγο στα κοινωνικοπολιτικά συμβάντα της εποχής της. Η ποίηση της είναι η εσωτερική προέκταση αυτών των δημόσιων καταθέσεων της κι αυτή η συλλογή είναι μια τέτοια θέση και κατάθεση.
Κάθε ποίημα είναι η συνομιλία της ποιήτριας με ομοτέχνους της,Έλληνες και ξένους, είναι ένας εσωτερικός μονόλογος κι ένα θεατρικό αναλόγιο που προέκυψε από την προσεκτική προσέγγιση βίου κι έργων, τις προσωπικές προσλαμβάνουσες κυρίως από τη ζωή τους, ζωές ταραγμένες που διοχέτευσαν την αγωνία και τις αναζητήσεις τους στη συγγραφή. Κάθε ποίημα ένα μονόπρακτο έργο με δυνατές εικόνες και ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, με απρόσμενες ανατροπές που απομυθοποιούν την κατεστημένο αφήγημα.
Ο τρόπος που στήνει το υλικό της, οι λέξεις που επιλέγει κι η ατμόσφαιρα που δημιουργεί, διαμορφώνουν τη διαχωριστική γραμμή που ξεχωρίζει το ποίημα από την φιλολογική μελέτη, από ένα στεγνό δοκίμιο βιογραφίας η μιας θεατρικής κριτικής.
Πιθανόν να αναρωτηθεί ο/η αναγνώστης/ τρια τι είναι τελικά αυτή η συλλογή;
Είναι μια στεγνή άσκηση ποιητικής, μια ποίηση για την ποίηση, μια τέχνη για την τέχνη, μια εγκεφαλική δημιουργία της καλής τεχνίτριας που μετατρέπει σε στίχους τα ερεθίσματα που κατά καιρούς έχει δεχτεί στην περιδιάβαση της στη λογοτεχνία, το θέατρο, τον μύθο, το παραμύθι, στα εμβληματικά πρόσωπα της θρησκείας, στην τραγωδία, στη ζωγραφική, στην ίδια τη ζωή της; Το αντίθετο συμβαίνει.
Είναι καθαρή ποίηση.
Κοινός τόπος όλων η μοναξιά, κοινός τόπος η βάσανος της ζωής που γεννά κάθε Τέχνη, κοινός τόπος η ποίηση μεταμορφωμένη σε σανίδι θεατρικής σκηνής, όπου ένας ένας μπαίνουν οι ήρωες του έργου κι απευθύνονται στο κοινό με σπαρακτικούς μονολόγους.
Τα ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη συγκροτούν μια ιδιότυπη «επιστολογραφία» βαθέως συναισθήματος, έναν διάλογο με τα γραπτά που διάβασε κι έγιναν οι φανοί της πορείας της, που έσκυψε με αγάπη και προσοχή στις προσωπικότητες που μελέτησε, μιας «σκηνοθέτριας» που έστησε τις λέξεις της πάνω στην αφόρητη μοναξιά του λευκού χαρτιού, ακριβώς σαν τον ποιητή του τελευταίου ποιήματος, τον ποιητή Όμικρον όταν στο τέλος της διαδρομής συνειδητοποιεί με την τελευταία λέξη την απογύμνωση της ψυχής του.
Πικρό, δηκτικό αλλά ειλικρινές σχόλιο για την λειτουργία της τέχνης της: «Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί» Ο ποιητής Όμικρον είναι όλοι οι ποιητές κι οι ποιήτριες, είναι η ίδια η ποιήτρια που έχει επίγνωση της βασανιστικής διαδικασίας της γραφής και των ορίων της.
Κάθε γραφή κι ένα ρούχο που βγαίνει από το σώμα, μέχρι λέξη τη λέξη να φτάσει στην πλήρη μοναξιά, μέχρι να παραδώσει τον πάπυρο, την πένα, το πλήκτρο του υπολογιστή σα σκυτάλη στα χέρια του επόμενου δημιουργού: «Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά κάθεται στο γραφείο του και γράφει.» Ποτέ δεν θα σταματήσει αυτή η διαδικασία, αιώνες κρατάει η πορεία της. Πολλές και διαφορετικές οι πηγές της έμπνευσης της νέας συλλογής όπως αποδεικνύουν κι οι τίτλοι που ενδεικτικά καταγράφω: Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ, Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη, Ο Τζακ κι η φασολιά, Ηλέκτρα, Η Λήδα κι ο κύκνος)
Μια διαφορετική δημιουργία η ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη Χλόη Κουτσουμπέλη ερεθίζει τη σκέψη και τα συναισθήματα, συνεπαίρνει, προκαλεί δεύτερη και τρίτη ανάγνωση καθώς είναι πολυεπίπεδη, απαιτεί υψωμένες αντένες, όπως είχε γράψει κι ο Καρυωτάκης, στον οποίον αφιερώνεται κι ένα από τα ποιήματά της, και ετοιμότητα για γενναία ενδοσκόπηση. Κάποια όμως από τα ποιήματα της συλλογής εκλύουν από την πρώτη ανάγνωση γνήσια συγκίνηση. Ξεχώρισα τα ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ, ΜΥΣΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ, Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ, Η ΜΟΝΗ ΓΗ.

.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΧΑΡΤΗΣ 35 {ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021}

Το ουροβόρο Όμικρον ή η πινακοθήκη και η δίνη

Για τον ουροβόρο —συνήθως ένα φίδι ή δράκο που διαγράφει κύκλο τρώγοντας την ουρά του— μας πληροφορεί αναλυτικά ο Μπόρχες στο Βιβλίο των φανταστικών όντων. Ο τυφλός Αργεντίνος αναφέρει ως πρώτη χρήση αυτού του παράξενου τέρατος ένα «ελληνικό φυλαχτό του τρίτου αιώνα». Γνωρίζουμε όμως πως πιθανότατα εμφανίστηκε και σ’ ένα πρώιμο αλχημιστικό κείμενο που εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια την ίδια περίοδο. Ο τίτλος του: Κλεοπάτρας χρυσοποιία. Η αλχημεία και η γεωγραφική φαντασία φαίνεται πως συνετέλεσαν στην αλλόκοτη σύλληψη. Αλχημικά, ο ουροβόρος συνδέεται με τον περιώνυμο «φιλοσοφικό λίθο»· γεωγραφικά, με την προνεωτερική αντίληψη του ωκεανού ως ενός υδάτινου δακτυλίου που περιβάλλει τη γη. Ο Μπόρχες, που αναφέρει και τις δύο αυτές συμβολικές προεκτάσεις, αναφέρει επίσης την Ηρακλείτεια εικόνα του απείρου ως ενός κύκλου όπου κάθε σημείο είναι ταυτόχρονα αρχή και τέλος. Και προσθέτει έναν θρύλο γύρω από την Μαίρη, βασίλισσα των Σκώτων, η οποία φέρεται να είχε ένα δαχτυλίδι με το μόττο «στο τέλος μου βρίσκεται η αρχή μου». Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη φράση του Καρλ Κράους που αγαπούσε ο Μπένγιαμιν: «η απαρχή είναι το τέλος», όπου η τελευταία λέξη σημαίνει αμφίσημα εξίσου το τελικό σημείο και τον σκοπό.
Η πολυσημία αυτή είναι βέβαια οργανικό τμήμα της σαγήνης του συγκεκριμένου συμβόλου. Ας συνοψίσουμε τους βασικούς του νοηματικούς άξονες: πρώτον, τελειότητα, διότι από την αρχαιότητα ο κύκλος θεωρούνταν το τέλειο σχήμα· δεύτερον, αυτο(κατα)στροφή, διότι το φίδι που τρώει την ουρά του είναι ένα πλάσμα δυνάμει αυτοαναιρούμενο, αυτοαναλωνόμενο, ένα ον σε διαδικασία αυτοεξάλειψης (είναι αναγκαίο να προσθέσουμε εδώ ότι η καταστροφή του εαυτού θεμελιώνεται, εντός του συμβόλου, στη στροφή προς τον εαυτό, έτσι ώστε η αυτοεξάλειψη να είναι συνώνυμη, όλως παραδόξως, της αυτοαναφορικότητας)· και τρίτον, απειρότητα, ή αλλιώς ιλιγγιώδης ταύτιση του σημείου του τέλους και αυτού της έναρξης.
Μια πρώτη, και κατά τη γνώμη μου επιδερμική, ματιά στο πρόσφατο βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, είναι αυτή που το αντιλαμβάνεται ως κάτι σαν λεκτικό περίπατο σε μια πινακοθήκη ποιητικών αλλά και ευρύτερα καλλιτεχνικών πορτραίτων τα οποία, τρόπον τινά, μας αυτοσυστήνονται. Η αίσθηση αυτή δημιουργείται από τη χρήση του πρώτου προσώπου στα πρώτα εννιά ποιήματα της συλλογής (τα δύο πρώτα μάλιστα ξεκινούν πανομοιότυπα: «Ονομάζομαι»), δομή που επιστρέφει και αργότερα στη συλλογή, έχοντας όμως πρώτα δώσει τη θέση της σε συνθέσεις στο τρίτο πρόσωπο ή και στη διαλογική μορφή μιας σειράς από φαντασιακές συνεντεύξεις. Τα πράγματα λοιπόν δεν έχουν όπως αρχικώς φαίνονται. Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια σειρά από συγγραφικές ή ευρύτερα καλλιτεχνικές μορφές που μας αυτοσυστήνονται, ούτε, ας μου επιτραπεί, θα πρέπει να αφεθούμε στην ευκολία της ιδέας ενός ποιητικού βιβλίου που εξαντλείται στην ανακύκλωση του δικαίως ντεμοντέ κλισέ του poète maudit. Θα ήταν πιο φρόνιμο ερμηνευτικά να ξεκινήσουμε από το τέλος του βιβλίου, η σημασία του οποίου προτάσσεται στο κάτω-κάτω ρητά από την ίδια την ποιήτρια, καθώς ο τίτλος του τελευταίου ποιήματος είναι ο τίτλος της συλλογής συνολικά:

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.

[…]

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

Ποιος είναι ο «ποιητής Όμικρον»; Σ’ ένα επίπεδο, ο τελευταίος ποιητής της συλλογής είναι βέβαια ο πρώτος ποιητής, τουλάχιστον για τη δυτική λογοτεχνική παράδοση, ο τυφλός ραψωδός, ο Όμηρος. Σ’ ένα άλλο όμως επίπεδο, αυτό που η σαφέστατη οφειλή όχι μονάχα του ποιήματος αλλά και όλης της συλλογής στον Μπόρχες καθιστά σαφές, είναι αλληγορικά και μετακειμενικά η ίδια η μορφή, η τροπική φιγούρα, ενός κύκλου όπου το τέλος ταυτίζεται με την αρχή: όταν ο Όμικρον τελειώνει το γράψιμο, και μαζί το βιβλίο, διαβάζουμε, ένας άλλος ξυπνά απότομα και γράφει, ξεκινώντας ένα άλλο βιβλίο, ή το ίδιο βιβλίο, ή καλύτερα ακόμα, ένα βιβλίο που (θα) είναι πάντα, σε κάθε κύκλο του γύρω απ’ τον εαυτό του, το ίδιο και άλλο.

Μπόρχες:

Σε μια ερημιά του Ιράν υπάρχει ένας πέτρινος πύργος […] Στο μοναδικό δωμάτιο […] υπάρχουν ένα ξύλινο τραπέζι κι ένας πάγκος. Σ’ αυτό το κυκλικό κελλί, ένας άνθρωπος που μου μοιάζει, γράφει […] ένα μεγάλο ποίημα για έναν άνθρωπο που σ’ ένα άλλο κυκλικό κελλί…Όλο αυτό δεν έχει τέλος («Ένα Όνειρο», Άπαντα Πεζά, σ. 611).

Τι άραγε ονειρεύτηκε ο Χρόνος μέχρι σήμερα […]; Ονειρεύτηκε το σπαθί, που ιδεώδης θέση του είναι ο στίχος. […] Ονειρεύτηκε πως Κάποιος τον ονειρεύεται («Κάποιος ονειρεύεται», ό.π., σσ. 618-619).

Πρόκειται για δύο μόνο από δεκάδες αποσπάσματα που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε απ’ το Μπορχεσικό έργο όπου τίθενται δυο βασικές προκείμενες του συμβολισμού του Όμικρον ως γραφήματος—γλώσσας που γίνεται γράμμα, που γίνεται σχήμα: αυτοαναφορικότητα, αφενός· οντολογική αβεβαιότητα αφετέρου. Ας μιλήσουμε απλά: το να γνωρίζω ότι γράφω, το να αντικρίζω τον εαυτό μου που γράφει, σημαίνει επίσης να χωρίζομαι από τον εαυτό μου, να γίνομαι άλλος απ’ τον εαυτό μου, και ως μια ακραία και ειρωνική συνέπεια της αυτεπίγνωσης, να μη γνωρίζω αν είμαι ο γράφων ή ο παρατηρητής του γράφοντος, ή, σε μιαν άλλη, εξίσου αγαπητή στον Μπόρχες εκδοχή, αν είμαι ο συγγραφέας ή ένας χαρακτήρας εντός ενός κειμένου που δεν ελέγχω.

Ας ξετυλίξουμε τον μίτο αυτόν στον «Ποιητή Όμικρον» της Κουτσουμπέλη, αφού όμως πρώτα παρατηρήσουμε ότι ο μίτος ταιριάζει σε λαβυρίνθους, ότι ο λαβύρινθος είναι ένα από τα βασικότερα σύμβολα, μαζί με τον καθρέφτη και το ρόδο, του Μπορχεσικού σύμπαντος, και ότι θα τον βρούμε, καθόλου τυχαία, στη συλλογή της Κουτσουμπέλη («Το θηλυκό κορμί έχει δαγκάνες/κρύβει ολέθριες παγίδες/κι έναν λαβύρινθο στο κέντρο», μας λέει στο «Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολωμού»).
Κεντρική σημασία εδώ, ως κάτι σαν αυτόν τον «λαβύρινθο στο κέντρο», έχει το ποίημα «Ο θάνατος του συγγραφέα», που αναφέρεται, προφανώς, στο σημαντικό δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ (1967). Ως γνωστό, ο Μπαρτ κλείνει το δοκίμιό του παρατηρώντας ότι «η γέννηση του αναγνώστη πρέπει να επέλθει με κόστος τον θάνατο του συγγραφέα» (Image Music Text, σελ. 148). Η Κουτσουμπέλη αφομοιώνει τη ρήση αυτή (την οποία και παραφράζει, ουσιαστικά: «Ο συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει./Ας έπαιζε ο αναγνώστης τον ρόλο του») στις μπορχεσικές αρχή της κειμενικής αυτοαναφορικότητας αφενός και της οντολογικής αβεβαιότητας αφετέρου: «Ο Κυανοπώγων ήταν έξαλλος με τον ενδυματολογικό κώδικα,/ο γαλατάς γιατί αποκλείεται το δικό του γάλα να ήταν ξινισμένο,/όπως ρητά αναφερόταν στη σελίδα δέκα τέσσερα,/ενώ η Αλίσα σιωπούσε. […] Δεν γνώριζαν πόσο ο Τζον Σμιθ ήταν ενήμερος/για την ελάχιστή τους σκέψη, για τον παραμικρό τους ψίθυρο./Και ότι την ίδια στιγμή/ένα μικρό διήγημα/με όλα τα σχετικά με την ανταρσία τους/εγκιβωτιζόταν στο μεγάλο» (σελ. 25-26).
Εξήγησα ήδη γιατί η αυτοαναφορικότητα, η σύλληψη του συγγράφοντος εαυτού στη θέση του αντικειμένου παρατήρησης της συγγραφής, είναι επίσης οδός προς την οντολογική αβεβαιότητα. Στο συγκεκριμένο ποίημα, η αρχή αυτή αναδεικνύει τις μπορχεσικές επιπλοκές πίσω απ’ το ερμηνευτικό πρόταγμα του Μπαρτ: Αν για να ζήσει ο αναγνώστης πρέπει πρώτα να πεθάνει ο συγγραφέας, πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ποιος τελικά είναι ο συγγραφέας και ποιος ο αναγνώστης; Δεν πρόκειται για κάποιο κενόσπουδο λογοτεχνικό παιχνίδι· έχουμε ήδη παρουσιάσει πειστήρια ότι η Κουτσουμπέλη είναι συγγραφέας στον βαθμό που είναι αναγνώστρια, γράφει στον βαθμό που επίσης ερμηνεύει τα γραπτά άλλων. Η διακειμενικότητα η ίδια ως εγγενής διάσταση των λογοτεχνικών κειμένων μας εισαγάγει ήδη στην οντολογική αβεβαιότητα που δραματοποίησε αριστουργηματικά και γκροτέσκα ο Μπόρχες στον «Πιέρ Μενάρ, συγγραφέα του Κιχώτη»: δεν κατέχουμε, άραγε, διαρκώς πολλαπλές θέσεις όταν γράφουμε, δεν διαλυόμαστε στην ίδια τη διαδικασία με την οποία συγκροτούμαστε, και δεν ξαναγράφουμε, με κάθε σημαντικό έργο, την ίδια τη λογοτεχνική ιστορία την οποία κληρονομούμε; Ποιος από ό,τι είμαστε (πομποί και δέκτες, συγγραφείς κι ερμηνευτές, υποκείμενα και αντικείμενα της παρατήρησης) πεθαίνει και ποιος γεννιέται στη διαδικασία της συγγραφής; Και πού βρισκόμαστε, εν τέλει, σε σχέση με το έργο (το δικό μας, των άλλων); Το περικλείουμε ή μας περικλείει; Και είναι οι τοίχοι ανάμεσα στο «εντός» και το «εκτός» οντολογικά συνεκτικοί και συμπαγείς;

Ας δούμε εν συντομία σε ποιον βαθμό αποκρυπτογραφείται η συλλογή με βάση τα πιο πάνω ερωτήματα:

Πώς γράφει κάποιος νέο ποίημα
που ο άλλος από παλιά έχει διαβάσει;

(«Το ελάφι και ο κυνηγός», σ. 22)

Όταν ο κύριος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς
χάρηκε πολύ.
Θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων του. […]

Η κυρία Μπρουκς έπινε ζεστή σοκολάτα και χαμογελούσε.
Είχε μόλις επινοήσει τον κύριο Μπρουκς,
που ήταν συγγραφέας […]

Ίσως όμως η αυταρέσκειά της να μετριαζόταν
αν γνώριζε
Πως την ίδια ώρα κάποιος καθισμένος σε γραφείο […]

είχε μόλις επινοήσει και τους δύο
κι ακόμα ένιωθε μισός.

(«Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς», σ. 23)

Ο κύριος Σ. ένιωσε τον τρόμο του κενού.
Αισθανόταν μισός. […]

Ακόμα δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη,
αφού ο Τζον είχε επιλέξει τριτοπρόσωπη αφήγηση. […]

Απ’ το απειροελάχιστο πέρασμα του κυρίου Σ.
Δεν απέμεινε ούτε ίχνος στην κοσμική τάξη των πραγμάτων.
Τόσο αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς.
Ο Μέγας Συγγραφέας που μας επινόησε.

(«Η υπαρξιακή αγωνία του Κυρίου Σ.», σ. 24)

Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες
του απάνθρωπου αυτού βιβλίου
στο οποίο
είμαι μεν μια συγγραφέας
αλλά όχι η συγγραφέας του.

(«Οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ», σ. 30).

Τέλος, στο ισόγειο,
ζω εγώ με έναν σύζυγο
μισό καναρίνι […]

και δύο δίδυμα παιδιά.
Έχουν ονόματα, αλλά δεν ξέρω
ποτέ ποιο από τα δύο είναι παρόν»

(«Ο κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι», σ. 34)

Φόρεσα το κόκκινο κραγιόν
και τις ψηλές της γόβες.
Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη.
Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα
μπορούσα πια να τη σκοτώσω.

(«Ηλέκτρα», σ. 37)

— Ο αγαπημένος σας ρόλος;
— Η Άλλη. Μόνο που πάντα ξεχνώ τα λόγια. […]
— Μερικοί σας κατηγόρησαν ότι τα πρόσωπα απ’ τα οποία πήρατε συνέντευξη ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα.
— Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου, ότι είμαι μόνον εγώ.

(«Αποσπάσματα συνεντεύξεων», σσ. 42, 46)

Ήθελα κάποτε να συναντηθούμε, μα άλλοτε αργούσες εσύ έναν/αιώνα, άλλοτε εγώ ερχόμουν μία χιλιετία πιο νωρίς. […]
Όταν εσύ έμπαινες σε κάποιο τρένο στη Ζυρίχη, εγώ πετούσα για το Άμστερνταμ.
Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας. […]
Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και/η ποίηση./Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν.

(«Η μόνη γη», σ. 47)

Δέκα λοιπόν τουλάχιστον από τα ποιήματα της συλλογής αποτελούν, θα λέγαμε, «δίνες» εντός αυτού που αρχικά εμφανίζεται ως μια απλή πινακοθήκη συγγραφέων και καλλιτεχνικών μορφών. Εντός τους, καταρρέουν τα όρια μεταξύ εαυτού και άλλου, αφηγητή και αφηγούμενου, πραγματικού και μυθοπλαστικού, συγγραφέα και γραφόμενου, επινοητή και επινοημένου, εμφανιζόμενου και εξαφανιζόμενου. Η συνέπεια είναι η παράσταση του ποιητικού σύμπαντος με όρους ταινίας Möbius, ή, με την αρχαιότερη εκδοχή του παραδόξου, με τη μορφή του ουροβόρου όφι, σημείου σύγκλισης αντίθετων πόλων και αμοιβαίας τους αναίρεσης ή καταστροφής: ο ποιητής Όμικρον, που βέβαια είναι επίσης ο ολετήρας Όμικρον, η αρχή και το τέλος ενός σύμπαντος γραφής χωρίς αρχή και τέλος επειδή είναι, ουσιαστικά, κυκλικό.

Έτσι όμως φτάσαμε, τολμώ διαγράφοντας κύκλο, και στο σημείο το οποίο έθιξα αρχικά, αυτό της ανάγκης να παρακάμψουμε ερμηνευτικά το παλιό ποιητικό κλισέ του «καταραμένου ποιητή». Δεν είναι ότι η συλλογή της Κουτσουμπέλη δεν αφορά επίσης αυτή την φιγούρα: τη βρίσκουμε πολύ εύκολα στα ποιήματα για την αυτόχειρα Σύλβια Πλαθ (σ. 12), τον πρόωρα χαμένο και εν πολλοίς αυτοκαταστροφικό Λόρδο Βύρωνα (σ. 13), του οικογενειακά βασανισμένο Σολωμό (σσ. 14-15), τον φθισικό και επίσης πρόωρα χαμένο Κρυστάλλη (σ. 16), τη σχεδόν απόλυτα απομονωμένη Έμιλυ Ντίκινσον (σ. 18), τον υπαρξιακά αγωνιώντα Καββαδία (σσ. 19-20), τον αυτόχειρα Καρυωτάκη (σ. 21), τον αυτόχειρα ζωγράφο (κατ’ εξαίρεση) Βαν Γκογκ (σ. 17). Το επιχείρημά μου ερμηνευτικά λοιπόν δεν είναι και δε θα μπορούσε να είναι ότι αυτό το «άλλο μισό» της συλλογής, το υπαρξιακό θα λέγαμε μισό, το μισό της πινακοθήκης της «γυμνής μοναξιάς» του δημιουργού, θα πρέπει να αγνοηθεί. Το επιχείρημά μου είναι ότι στην πραγματικότητα οι δύο όψεις της συλλογής, που φαινομενικά δε σχετίζονται, είναι απλώς οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Κι εδώ επιστρέφω στο γεγονός ότι ο ουροβόρος όφις, ο Όμικρον, είναι μεμιάς το σύμβολο αυτού που γνωρίζει τον εαυτό του και αυτού που στρέφεται ενάντια στον εαυτό του, ωσάν το ένα, η αυτεπίγνωση, να οδηγούσε νομοτελειακά στο άλλο, την αυτοκαταστροφή ως μοναδική διέξοδο στην τελειότητα ως τελείωση. Το σύμπαν της οντολογικής αβεβαιότητας, το Μπορχεσικό σύμπαν είναι ένα σύμπαν συμμετριών, πολλές φορές πολύπλοκων και φίνων σαν arabesques. Είναι όμως επίσης ένα σύμπαν μοναξιάς —συχνά, θανατηφόρας μοναξιάς— διότι εντός του, εντός των λαβυρίνθων του, ο άλλος δεν είναι ποτέ με βεβαιότητα πραγματικά άλλος. Οι συνέπειες είναι συγκεκριμένες: Αν δεν μπορείς να σκοτώσεις χωρίς να ρισκάρεις να σκοτώσεις τον εαυτό σου, δεν μπορείς επίσης να ερωτευτείς χωρίς να ρισκάρεις να ερωτευτείς τον εαυτό σου. Το σύμπαν όπου ο άλλος είναι εγώ στον ίδιο βαθμό που εγώ είμαι ο άλλος είναι ένα σύμπαν όπου κάθε φόνος είναι αυτοχειρία και κάθε έρωτας ναρκισσιστικός. Ο Όμικρον, δημιουργός και ολετήρας, αρχή και τέλος, είναι μόνος γιατί στον εντελή σαν κρύσταλλο κόσμο του «δεν υπάρχει», για να θυμηθούμε τον Ντεριντά, «παρά κείμενο», ή «δεν υπάρχει τίποτε εκτός του κειμένου»· ο λαβύρινθος του εγκλωβισμού του αποτελείται από καθρέφτες. Εκεί δημιουργεί ό,τι εμφανίζεται και εκεί εξαφανίζεται στο κείμενο. Εκεί τελειώνει και αρχίζει.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΟΦΟΡΟΣ

“Δρόμος της Αριστεράς” 7/1/2023

– Ποιες λέξεις προτιμάτε;
– Τις καλά ψημένες. Αλλιώς στέλνω πίσω το πιάτο.
– Είναι απειλή η κοινοτοπία στην ποίηση;
– Όχι μεγαλύτερη απ’ ό,τι η ποίηση για την κοινοτοπία.
– Τι φοβάστε περισσότερο απ’ όλα;
– Το ερωτηματικό.
– Πώς γράφετε;
– Τυφλά. Όπως πετώ τις νύχτες.
– Ετοιμάζετε κάποια καινούργια δουλειά;
– Θα μ’ ενδιέφερε πολύ αυτή του τσαγκάρη ή του θηριοδαμαστή.

Αυτή δεν είναι η συνέντευξη με τη Χλόη Κουτσουμπέλη, αλλά μια φανταστική συνέντευξη με τον ποιητή Όμικρον που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Υπάρχει και μια σειρά άλλων τέτοιων ποιητικών συνεντεύξεων από έναν ζωγράφο, μια ηθοποιό, μια γλύπτρια και με έναν δημοσιογράφο.

Σε αυτό το σημείο του βιβλίου ο ποιητικός λόγος συναντά τη σάτιρα και το χιούμορ. Χαρακτηριστική η απάντηση του δημοσιογράφου που υποτίθεται πως πήρε αυτές τις συνεντεύξεις:

-Μερικοί σας κατηγόρησαν ότι τα πρόσωπα από τα οποία πήρατε συνέντευξη ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα.
-Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου, ότι είμαι μόνον εγώ.

Πάντως αυτός που σε τραβά από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι ο διάλογος της ποιήτριας με πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα της λογοτεχνίας μέσα από τα ποιήματά της.

Μερικά τέτοια παραδείγματα είναι «Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ» –ένα πολύ ξεχωριστό ποίημα–, «Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολωμού», «Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», το εκπληκτικό «Μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία», «Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη» κ.ά.

Δεν λείπει και η διαφορετική ανάγνωση παραμυθιών όπως «Ο Τζακ και η φασολιά» και ο «Πήτερ Παν».

Είναι μια συλλογή που αξίζει να διαβαστεί ολοκληρωμένα. Δεν είναι μια απλή παράθεση ποιημάτων. Είναι ένα μαγικό μονοπάτι που αποδεικνύει γιατί αξίζει να διαβάζεται η ποίηση. Με λίγες λέξεις, με τρεις τέσσερις στίχους λέει αυτά που εμείς παλεύουμε να γράψουμε σε σελίδες επί σελίδων για να γίνουν κατανοητά.

«Όχι, δεν φαίνεται στην τρικυμία ο καλός ο καπετάνιος.
Η νηνεμία είναι η δοκιμασία»

«Μη διστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε.
Παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική σας ένδεια,
τη σύφιλη: ποτέ όμως ότι είστε ποιητής.
Θα υποφέρετε αιώνια»

«Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο καλύτερος γιατρός.
Το χώμα είναι.
Γιατί δεν καταβροχθίζει, απορροφά»

Ποιήματα λεπτοδουλεμένα, με ρέουσα γλώσσα, με εικόνες και σκέψεις που ζωντανεύουν και χωρίς επιτήδευση μας οδηγούν σε ποικίλες σκέψεις πάνω στην τέχνη, στη ζωή, στην ποίηση. Όπως γράφει η ίδια: «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση. Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν.» Κι όπως νομίζω είναι φανερό ο καλύτερος τρόπος να μιλάς για ένα τέτοιο βιβλίο είναι μέσα από τους στίχους του, αν και πάντοτε έχει αξία να ακούμε και αυτά που έχει να μοιραστεί ο ίδιος ο δημιουργός.

«Το σίγουρο είναι ότι έχουμε πάρα πολλούς αξιόλογους ποιητές και ποιήτριες και το παρήγορο είναι ότι υπάρχουν πολλοί νέοι ποιητές και πολλές νέες ποιήτριες που παραλαμβάνουν από τους παλιούς τη σκυτάλη»

Επιλέξατε ως πρωταγωνιστές των ποιημάτων σας ποιητές, ήρωες της λογοτεχνίας, φανταστικά πρόσωπα. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Όπως όλες οι ποιητικές ιδέες. Αιφνιδιαστικά, αναπάντεχα, εντελώς τυχαία. Έχω την αμυδρή υποψία ότι οι ποιητικές μας συλλογές επιλέγουν αυτές τη θεματολογία τους και έρχονται έτοιμες και συγκροτημένες στο μυαλό μας. Γενικά δεν γράφουμε εμείς τα βιβλία, αυτά πάντα μας γράφουν.

Στέκομαι λίγο παραπάνω στον Κώστα Κρυστάλλη, μάλλον αγνοημένο σήμερα. Θα μπορούσαν, και πώς, να ξαναδιαβαστούν τέτοιοι ποιητές που ίσως θεωρούνται «παρωχημένοι» στις μέρες μας;
Το ποίημα για τον Κώστα Κρυστάλλη συμπεριλήφθηκε στη συλλογή τυχαία, μου είχε ζητηθεί ένα ποίημα που να τον αφορά για ένα αφιέρωμα που έγινε γι’ αυτόν σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό, οπότε το είχα έτοιμο και επειδή συμφωνούσε θεματικά με τα υπόλοιπα το συμπεριέλαβα. Νομίζω ότι ναι κάποιοι ποιητές είναι πια παρωχημένοι και ως γλώσσα και ως ύφος γραφής. Πιστεύω επίσης ότι στα επόμενα χρόνια πολύ γρήγορα θα γίνουμε και εμείς παρωχημένοι για τις επόμενες γενιές.

Για ποια πρόσωπα θα θέλατε ακόμη να γράψετε κάποια ποιήματα και γιατί;
Για τη Φρίντα Κάλο, για τον Τσε Γκεβάρα, για τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, για τις αδελφές Μπροντέ, για τη Σαπφώ. Για προσωπικότητες που εγώ βρίσκω γοητευτικές και ενδιαφέρουσες.

Ενίοτε υπάρχει σατιρικό ύφος/χιούμορ στα ποιήματά σας. Είναι ρίσκο για ένα ποιητικό έργο;
Αν είναι ρίσκο, τότε φοβάμαι ότι είμαι πολύ ριψοκίνδυνη, γιατί το θεωρώ ένα απαραίτητο συστατικό και στα πιο πολλά μου ποιήματα έρπει σκοτεινό και υποδόριο. Για μένα το χιούμορ βοηθάει πολύ στην ανατροπή, στο να αποφύγει κανείς το μελό και τους δακρύβρεχτους στίχους, στο να σπάσει τα κοινότοπα καλούπια που μας εγκλωβίζουν.

Γιατί δεν διαβάζεται όσο θα έπρεπε η ποίηση; Πιστεύω πως έχουμε έξοχους σύγχρονους ποιητές. Οπότε…
Πιστεύω ότι δεν θεωρείται καταναλώσιμη και εμπορική. Οι περισσότεροι ποιητές και οι περισσότερες ποιήτριες αναγκάζονται να πληρώσουν για να εκδώσουν τις ποιητικές τους συλλογές. Ποτέ όμως και σε καμία εποχή δεν διαβαζόταν περισσότερο η ποίηση από σήμερα που κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο με όσα αρνητικά και αν συνεπάγεται αυτό. Το σίγουρο είναι ότι έχουμε πάρα πολλούς αξιόλογους ποιητές και ποιήτριες και το παρήγορο είναι ότι υπάρχουν πολλοί νέοι ποιητές και πολλές νέες ποιήτριες που παραλαμβάνουν από τους παλιούς τη σκυτάλη.

ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

culturebook.gr 1/2/2022

Η μοναξιά της δημιουργίας στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη

Η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη («η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», Πόλις, 2021) συνεχίζει τη διαδρομή του ποιητικού πειραματισμού, συνδυάζοντας τον σκηνικό ποιητικό μονόλογο με τον μεταμοντέρνο υπερρεαλισμό πάνω σε μια αναζήτηση για τη δημιουργία και τον άνθρωπο, το φύλο και τη λογοτεχνική παράδοση.
Η Κουτσουμπέλη καταθέτει μία νέα δημιουργική πρόταση συνδέοντας τον πλασματικό πρωτο ενικό αφηγητή, τη βιογραφία και τον διακειμενικό διάλογο. Οι συνθέσεις της συλλογής μοιάζουν με μικρά μονολογικά μονόπρακτα. Ο ποιητικός αφηγητής ως υποκριτής, με την αμεσότητα του α’ ενικού γραμματικού προσώπου, απευθύνεται σε ένα αόρατο κοινό ή άλλοτε σε κάποιο βουβό υποκριτή. Η θεατρικότητα ενισχύεται από τον διάλογο (Κάπτεν Χουκ, Πήτερ Παν, Γουέντι, Τίνγκερμπελ, Οι τρεις αδελφές, Αποσπάσματα συνεντεύξεων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Αμπύσους) και τις ρητορικές ερωτήσεις (Το ελάφι και ο κυνηγός, Οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ).
Οι συνθέσεις όμως της συλλογής δεν αποτελούν απλώς ένα –κατά Barthes– υφαντό. Η ποιητική παράδοση και επιλεγμένα βιογραφικά στοιχεία δημιουργών αποτελούν την αφορμή, προκειμένου η ποιήτρια να στοχαστεί για τη ζωή (Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία), τον ρόλο του φύλου (Καταρράκτης, Ηλέκτρα, Μαρία Μαγδαληνή), τον έρωτα (Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη). Καταθέτει τη δική της οπτική για τη δημιουργία και τη γέννηση του έργου (Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη, Μαθήματα δημιουργικής μοναξιάς, Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ., Ο θάνατος του συγγραφέα, οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ, γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον), την κατασκευή του μυθοπλαστικού χαρακτήρα (Το ροδάκινο του Βαν Γκονγκ) και το ίδιο το ποίημα (Η Λήδα και ο κύκνος, Η μόνη γη).
Η αισθητική πρόταση της Κουτσουμπέλη ξεπερνά τη στενή έννοια του ποιητικού διαλόγου, καθώς δεν συνομιλεί με τους ποιητές ή με έργα τους, αλλά μόνο τούς αξιοποιεί για να καταθέσει τις δικές της αγωνίες. Η θεωρία της διακειμενικότητας θεμελιώνεται στη σύνθεση πολλών φωνών σε ένα κείμενο ως άθροισμα των αναγνώσεων του δημιουργού, αυτό που Morley αποκάλεσε υποθαλάσσιο τμήμα του παγόβουνου. Σε αυτό το πλαίσιο και η Κουτσουμπέλη αξιοποιεί τη λογοτεχνική παράδοση για να οικοδομήσει ένα μεταμοντέρνο υπερρεαλιστικό παράλογο, το οποίο συγκρούεται, αποσταθεροποιεί και ανατρέπει τις βεβαιότητες του αναγνώστη για το καλλιτεχνικό παρελθόν (Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ). Τα διακείμενα προκαλούν νέες αντιδράσεις στον αναγνώστη, καθώς λογοτέχνες και έργα δεν αντιμετωπίζονται σαν κλειστές δομές αλλά ως ένα ανοιχτό δίκτυο παραπομπών με χαρακτηριστικά παρωδίας (Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη, Το ελάφι και ο κυνηγός, Ο Τζακ και η φασολιά). Συχνά μοιάζει με μία ποιητική κριτική, κατά το πεζογραφικό πρότυπο της fictocriticism, για αγαπημένους λογοτέχνες, προτείνοντας μία ερμηνεία που ανατρέπει προηγούμενες αφηγήσεις (Η Λήδα και ο κύκνος, Ηλέκτρα, Μαρία Μαγδαληνή, Ο λόγος του Ιούδα, Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα). Έτσι, τα διακείμενά της αποκτούν μια συμβολική διάσταση, μετατοπίζοντας το σχήμα της μεταφοράς από τον χώρο της αισθητικής φόρμας στο πεδίο του αλληγορικού και του φιλοσοφικού λόγου.
Η ταυτότητα και η ποίηση περί ποιητικής συγχωνεύονται στο υπερρεαλιστικό καλειδοσκόπιο. Η δημιουργός ωθεί τα όρια της γλώσσας και ενσωματώνει στοιχεία του σουρεαλισμού μέσα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο ποιητικής. Άλλωστε η Κουτσουμπέλη παραμένει μία σημαντική εκπρόσωπος του μεταμοντέρνου υπερρεαλισμού, τον οποίο άλλοτε ευθυγραμμίζει με την έμφυλη ταυτότητα και άλλες φορές με το κοινωνικό παράλογο. Υπηρετεί σταθερά τον σουρεαλισμό μέσα στα υπαρξιακά προτάγματα της εποχής, συνδέοντας τη στοχαστική αναζήτηση του παρόντος με τα υλικά του παρελθόντος κατά το πρότυπο του μεταμοντέρνου. Δεν συνδέεται τόσο με το μπρετονικό όνειρο και την αυτόματη γραφή, όσο με την ανάγκη δημιουργίας παράλληλων μηνυμάτων σε ένα ανοιχτό ποίημα πολλαπλών νοηματικών κατευθύνσεων. Δημιουργεί ένα μείγμα ιδεών με ιδιαίτερες αντιθέσεις και με βάση το σουρεαλιστικό στοιχείο συμπλέκει το λογικό και το παράλογο, το ασυνείδητο και το ρεαλιστικό. Αν το μεταμοντέρνο συνδυάζει στοιχεία από το παρελθόν για να τα ανακυκλώσει, τότε γίνεται φανερή και η ανάγκη δανεισμού διαφόρων συστατικών από τον σουρεαλισμό και η επανατοποθέτησή τους στον σύγχρονο ποιητικό χώρο. Και η αισθητική πρόταση της Κουτσουμπέλη συνδυάζει τη σουρεαλιστική και τη μεταμοντέρνα δυσπιστία στην επιστήμη και τον ορθολογισμό. Ο Breton αρνούνταν την ιδέα ότι η επιστήμη θα μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα λογικά. Ο μεταμοντερνισμός αμφισβητεί επίσης τη βεβαιότητα στο τι λέγεται, πώς λέγεται και ποιος το λέει, ακυρώνει τη σταθερότητα τόσο του νοήματος όσο και των άσειστων αξιών, ταυτοτήτων και των μεγάλων αφηγήσεων. Όπως υποστηρίζει ο πολιτιστικός κριτικός Hal Foster, «ο μεταμοντερνισμός δεν είναι απλώς ένα καλλιτεχνικό ύφος αλλά ένας όρος ζωής», που αμφισβητεί τις παγιωμένες ερμηνείες για τον κόσμο και τις αντιλήψεις που κατάγονται από τις θεωρίες του διαφωτισμού για τον ορθό λόγο και την πρόοδο.
Το υπερρεαλιστικό στοιχείο σε συνδυασμό με την διερεύνηση της έμφυλης ταυτότητας προσφέρει μία άλλη οπτική στο έργο. Η θέση της γυναίκας κατέχει κεντρική θέση στην ποιητική της Κουτσουμπέλη (Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ, Πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον, Μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού, Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον). Η γυναίκα παρουσιάζεται ως ένα πρόσωπο που προσπαθεί να βρει τη δική του θέση σε έναν παράλογο από την καταπίεση κόσμο, ο οποίος την φυλακίζει στο σπίτι και τις οικιακές εργασίες ή την καθιστά σκεύος ηδονής (θέματα που με διάφορους τρόπους θέτει διαχρονικά η δημιουργός). Η υπερρεαλιστική παρωδία οπλίζει τη δημιουργό με εκφραστικά μέσα και της επιτρέπει να πειραματιστεί πάνω σε μια αντιπατριαρχική ποιητική, ανατρέποντας παραδοσιακές ιεραρχήσεις και κειμενικές προσεγγίσεις. Ο σουρεαλισμός, άλλωστε, μέσα από την ανατρεπτική ιδεολογική και αισθητική του πρόταση, ήταν δυνητικά ανοιχτός στην ανατροπή της έμφυλης “ομαλότητας” και της διάλυσης των διακρίσεων, προάγοντας μία νέα ανάγνωση των κοινωνικών και έμφυλων σχέσεων.
Επιλογικά, η τελευταία συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη μάς θυμίζει ότι η ποίηση ξεπερνά την επικοινωνία της «μορφής βιωμένης εμπειρίας», καθώς αποτελεί μία υψηλή τέχνη που συνδέει το βίωμα με την κοινωνική εμπειρία και τις ιδέες μέσα σε ένα δομημένο πολιτισμικό περιβάλλον. Η ποίηση είναι σκέψεις και ιδέες που συγκροτεί ο/η καλλιτέχνης σε λόγο. Παρακολουθεί τους μετασχηματισμούς του υλικού κόσμου και καταθέτει τις δικές του/της αγωνίες και αμφιβολίες προτείνοντας ένα διαφορετικό σύστημα ιδεών. Το ανοιχτό κείμενο της Κουτσουμπέλη ανανεώνεται διαρκώς μέσα από τις διαφορετικές αναγνώσεις, αφήνοντας περιθώριο για μια πληθώρα ερμηνειών και διδακτικών σχέσεων που συνυπάρχουν στην ίδια την πράξη της ανάγνωσης, καθώς εμπλέκονται ο υπερρεαλιστικός γλωσσικός κώδικας με το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο της παρωδιακής προσέγγισης. Έτσι, δημιουργεί χώρο για μία πιο παραγωγική σχέση με τον αναγνώστη και επιτρέπει στη δημιουργό να τον παρασύρει σε νέες στοχαστικές ατραπούς. Η ποίηση αναδεικνύεται σε μία μοναχική τέχνη, όπου ο δημιουργός ανατρέπει πρώτα τις δικές του ιδέες και αναζητά μέσα από ένα συνεχή πειραματισμό νέες εκφραστικές διεξόδους και ταυτόχρονα προκαλεί τον αναγνώστη να εγκαταλείψει τις δικές του βεβαιότητες για τη γλώσσα και τη λογοτεχνική παράδοση, το φύλο και τη δημιουργία.

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΖΙΜΑ

FRACTAL 22/12/2021

Για να υποδηλώσει τη «γυμνή μοναξιά» τους

Το καινούριο βιβλίο ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη « Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» θεωρώ ότι αποτελεί πραγματική ποίηση που εκπορεύεται από ελεύθερη και πολυδαίδαλη φαντασία και από ευρεία παιδεία. Χαρακτηριστικά γνωστά άλλωστε και από προηγούμενα ποιητικά και όχι μόνον έργα της.

Με πολλά εξωλογικά και εξωπραγματικά στοιχεία και εικόνες αφορμάται από δημιουργούς γενικά και όχι μόνο ποιητές, όλων των εποχών, για να υποδηλώσει τη «γυμνή μοναξιά» τους και να την αιτιολογήσει με έναν ξεχωριστά ποιητικό τρόπο.

Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής είναι συγκινητικά και συγκλονιστικά. Ενδεικτικά αναφέρω «Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ», «Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», «Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ», «Μαρία Μαγδαληνή», «Απειλή» «Η μόνη γη» και πολλά άλλα, με έξοχες εικόνες: (Έναν στίχο που)σαν λιβελούλα ή μέλισσα με χρυσές πούλιες κεντημένος ανεβαίνει στον ουρανό.

Κρατώντας μολύβι για να σημειώσω κατά την ανάγνωση εκείνα τα ποιήματα που θα με άγγιζαν περισσότερο, είδα στο τέλος της προσεκτικής ανάγνωσης ότι είχα σημειώσει σχεδόν όλες τις σελίδες.

Αισθάνομαι ότι πολλοί στίχοι θα μπορούσαν να σταθούν και να αναπτυχθούν ως αυτοτελή ποιήματα, γιατί μέσα από αυτούς αναδύεται προς τον αναγνώστη και κυρίως προς τον ποιητή αναγνώστη μια μαγική αίσθηση ανάτασης, μέθεξης και κάθαρσης.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Περιοδικό “Μανδραγόρας” 23/11/2021

Γράφω, γραφή, γράμματα και ιστορίες ποίησης

Τι απομένει τελικά από το απειροελάχιστο πέρασμά μας εν ζωή στην κοσμική τάξη πραγμάτων; Ποιητικά-υπαρξιακά ερωτήματα αλλά και εναύσματα που αντλεί η Χλόη Κουτσουμπέλη από συμβάντα, συγγραφείς, ποιητές, βιβλία για να μεταπλάσει σε στίχους. Άραγε είναι παράτολμη η τέχνη; Θέλει η ποιήτρια να μας δείξει πόσο συγγενικά με το παράλογο η ποίηση βαδίζει; Αυτόχειρες και μελλοθάνατοι οι συγγραφείς ή απλώς βρισκόμαστε σε αέναη επανάληψη και συνεχή διάλογο εν εξελίξει με εποχές, γεγονότα, ιδέες; Συμβολικά ξεκινά μ’ ένα άγνωστο γλυπτό της κλασσικής αρχαιότητας, αυτό της Κόρης Φρασίκλειας που φιλοτέχνησε ο Αριστίων ο Πάριος και βρέθηκε μόλις το 1972 στον δήμο Μυρρινούντος που έχει ταυτίζεται αρχαιολογικά στην σημερινή τοποθεσία Μερέντα στα Μεσόγεια κοντά στο Μαρκόπουλο. Αυτήν τη συνέχεια αποζητά κι εξελίσσει ποιητικά η Χλόη δίνοντας σύγχρονη υπόσταση σε όσα υπήρξαν. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο σκεπτικό στις επιλογές των συγγραφέων που παραθέτει ή είναι απλώς κομμάτι ο καθένας προσωπικών της προτιμήσεων. Πολλοί έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους την αυτοχειρία: η Σύλβια Πλαθ στα 31 της, η Ανν Σέξτον [που δεν κατονομάζεται αλλά αισθάνομαι πως προκύπτει εμμέσως απ’ τα γραφτά της Χ.Κ.] στα 46 της, νεότατος ο Λόρδος Βύρων σχεδόν εξεβίασε το τέλος του, 26 ετών βαριά φυματικός αναχώρησε ο Κρυστάλλης, στα 37 του ο Βαν Γκογκ, 32 ετών ο Κώστας Καρυωτάκης… Ακόμη και η δασκάλα Άννι Έντσον Τέιλορ που στις 24 Οκτωβρίου 1901, στα 63α γενέθλιά της, διάλεξε να πέσει από τους καταρράκτες του Νιαγάρα μέσα σε ένα βαρέλι προκειμένου να εξοικονομήσει κάποια λίγα χρήματα απ’ το παράτολμο εγχείρημά της, θα μπορούσε να προσμετρηθεί στους εν δυνάμει αυτόχειρες. Έστω κι αν τελικά επέζησε με μικροτραύματα: «Στον τάφο μου ας γράψουν:/ Άννι Έντσον Τέιλορ/ Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.»

«Καρπός σκεβρωμένου δέντρου χωρίς φύλλα» υπήρξε ο Διονύσιος Σολωμός που μοιάζει ν’ απολογείται για τη λατρεία του σε μια μητέρα-σάβανο: χαράζω με σουγιά/ το βράδυ τους καρπούς μου/ και αίμα συλλέγω σε δοχείο/ για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω/ εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,/ παιδί άπιστης μάνας/ αδελφός ξένων παιδιών/ εραστής άυλων γυναικών./ Ποιητής.

Στην περίπτωση του Βαν Γκογκ η Κ. στέκεται στο συμβάν του αυτοτραυματισμού του ζωγράφου, που αισθάνθηκε εγκαταλειμμένος απ’ τον προστάτη αδελφό του, μόλις πληροφορήθηκε στο Κίτρινο Σπίτι της Αρλ ότι ο Theo ετοιμαζόταν για γάμο. Από τα ποιήματα της Χλόης παρελαύνουν επίσης ο Καββαδίας, η Έμιλι Ντίκινσον, το γνωστό παραμύθι του 1734 Ο Τζακ και η φασολιά, Οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ, η Όλγα, η Μάσσα και η Ιρίνα Πραζόρωφ από το θεατρικό δράμα του Τσέχωφ Τρεις αδελφές, η Ηλέκτρα από την καταραμένη γενιά των Ατρειδών, η Λήδα και ο κύκνος Ζευς: «Μόνο μετά την ωοτοκία κατάλαβα:/ Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό», γράφει εύστοχα η ποιήτρια. Ένα είδος ομφαλού της γης. Είθε.

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

literature.gr 17/10/2021

Στην ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη συγκλονίζει η αιρετική, πικρή αλλά και υφέρπουσα λυρική ματιά

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Ο.», ξεκινά με μια σημαίνουσα αναφορά στο φημισμένο αρχαϊκό γλυπτό της Κόρης Φρασίκλειας. Η ιστορία της ανεύρεσης του αγάλματος κάτι περισσότερο από μυθιστορηματική. Το 1968, στον τοίχο μιας εκκλησίας κοντά στο Πόρτο Ράφτη, βρέθηκε το επίγραμμα που υπήρχε στο βάθρο του αγάλματος, και τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1972, χάρη στην επιμονή του νεαρού τότε αρχαιολόγου Ευάγγελου Κακαβογιάννη, ανακαλύφτηκε σχεδόν ακέραιο και το ίδιο το άγαλμα, θαμμένο σε κάποιο οικόπεδο, σε βάθος 200 μέτρων.

«Μνήμα της Φρασίκλειας, θα καλούμαι κόρη για πάντα, αφού αντί για γάμο οι θεοί αυτό το όνομα μου όρισαν. Με έφτιαξε ο Αριστίων ο Πάριος», έγραφε η επιγραφή, ενώ τo ίδιο το άγαλμα έδειχνε μια νέα και όμορφη κοπέλα, με εντυπωσιακά κοσμήματα και ενδύματα. Κατά ευτυχή συγκυρία, και σε αντίστιξη της μελαγχολίας που απέπνεε η ομολογία του επιγράμματος, κοντά στο άγαλμα της Κόρης βρέθηκε ακέραιος και ένας εύρωστος Κούρος.

Αν και τα δύο αγάλματα έγιναν διάσημα και εκτίθενται μαζί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η ευαίσθητη ποιητική ματιά της Κουτσουμπέλη πάει πέρα από την «ευκλεά» τύχη τους, ερμηνεύοντας «αλλιώς», και αποκαλύπτοντας την αντίφαση εκείνης της κατάθεσης με την πραγματική μοίρα της Κόρης, σε συνδυασμό και με το όνομα που της «χάρισε» ο γλύπτης (σύζευξη του ρημ. «φράζω» και του ονόματος «κλέος»). «Δεν ήθελα να με φτιάξει», γράφει η ποιήτρια στο εμφαντικό, εναρκτήριο της συλλογής της, πεζόμορφο κείμενο. «Δεν με λένε Φρασίκλεια. Το δικό μου όνομα είναι Απαραβίαστη».

Στο ίδιο κλίμα διαμορφώνεται και το τρίτο κατά σειρά ποίημα (Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ), με εστίαση στην τελευταία «δημιουργική» πράξη της Πλαθ, λίγο πριν την αυτοκτονία της. Από τον κοινότοπο στίχο «Τι κάνει για ένα παιδικό χαμόγελο μια μάνα» μέχρι το ανατρεπτικό: «Τα παιδιά μου δεν χαμογέλασαν./Και το ψευδώνυμό μου δεν ξεγέλασε κανέναν.», κι από την εκθαμβωτική εμφάνιση της Φρασίκλειας μέχρι την ουσιαστική της φίμωση ─ τόσο οι αντιθέσεις όσο και οι υφολογικές και νοηματικές συνομιλίες των δύο ποιητικών κειμένων αναδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις κρυφές διασυνδέσεις των αφηγημάτων τους. Σ’ αυτές, έρχεται να προστεθεί και η παράλληλη μνεία στα ονόματα των δύο γυναικών ─ επιλογές αντρών, που θέλησαν να προβάλουν πάνω τους τη δική τους φωνή.

«Επιπλέον κάποιοι προσπάθησαν να αφαιρέσουν/το επίθετο Χιουγκς από την ταφόπλακα./Καλύτερα όμως να έσβηναν το Σίλβια./Αφού κάθε ερωτευμένη γυναίκα αφανίζεται/όταν την προδίδει ο αγαπημένος άντρας.», λέει η Κουτσουμπέλη, ζωντανεύοντας μέσ’ από το ποίημα της, τη δύσβατη ποιητική και ερωτική πορεία της Πλαθ.

Ανάμεσα στη Φρασίκλεα και την Πλαθ, φαίνεται να κινείται και το δεύτερο κατά σειρά ποίημα, με τον τίτλο «Καταρράκτης», αναφορά σε μια τρίτη γυναίκα, την Άννι Έντσον Τέιλορ, τον πρώτο άνθρωπο που έπεσε με βαρέλι στον Νιαγάρα το 1901 σε ηλικία 63 ετών. «Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Και όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.», γράφει η ποιήτρια, παρά το γεγονός ότι η πραγματική Τέιλορ, πρώην δασκάλα και χήρα, λέγεται ότι προέβη στο εγχείρημα για λόγους επιβίωσης. Αλλά η Κουτσουμπέλη, έχοντας μάθει να διαβάζει πέρα και κάτω από τις γραμμές και τους τίτλους των εφημερίδων, έχει τον δικό της τρόπο να αναδείξει την προσωπικότητα της Τέιλορ, με όλες τις πιθανές προεκτάσεις και παραμέτρους της, πραγματικές ή επινοημένες.

Στον αντίποδα του κραυγαλέου, το ίδιο εμβριθείς και με την ειρωνεία και το λοξό χιούμορ να τις διατρέχει και να τις υπογραμμίζει, εμφανίζονται και οι επόμενες ποιητικές «εξιστορήσεις» της. Ποιήματα για την ουσία και την αξία της ποίησης και της συγγραφής: «Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση./ Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο/ θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα/ θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου/ και μετά/ χωρίς αίμα/ χωρίς μελάνι/ χωρίς χαρτί και μολύβι/ θα ισορροπήσω.» («Απειλή»), αλλά και για τον ρόλο του δημιουργού («Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς», «Η Λήδα και ο κύκνος», «Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα», «Με τη γλύπτρια Αντιγόνη Ταυ», «Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ.», «Ο θάνατος του συγγραφέα», κ.α.) σε σχέση και με το έργο και τους ήρωές του ─ ποιήματα που δεν αφήνουν ασυγκίνητο τον αναγνώστη, ακόμη και αν αυτός δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τέτοια θέματα ή γραφές.

«Ο Τζον αναστέναξε βαθιά./Η όλη σύλληψη ήταν λάθος./ Ο κεντρικός χαρακτήρας έπρεπε να ’ναι γυναίκα.»(«Η υπαρξιακή αγωνία του Κ.»).

Στίχοι σωματικοί: «Άραγε, πατέρα, πώς είναι/να ράβεις τα βλέφαρα/να σιδερώνεις το στόμα/να σφίγγεις σ’ έναν κορσέ έναν στίχο»(«Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον»)

─ κι άλλοι, που μοιάζουν με αλλόκοτα αποφθέγματα: «Το πάθος είναι η άλλη όψη του ασκητή» ή «Στα Ελευσίνιά σου κλήθηκα ακάθαρτος» («Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»)

─στίχοι με έντονη και ιδιόμορφη διακειμενικότητα και εκρηκτικές, απροσδόκητες αναφορές στον Λόρδο Μπάιρον («Οι πτηνόμορφες αδερφές του Λόρδου Μπάιρον»), στον Διονύσιο Σολωμό («Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολομού»), στον Κώστα Κρυστάλλη («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη»), στον Βαν Γκογκ («Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ), στον Νίκο Καββαδία (Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»), στον Κώστα Καρυωτάκη («Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη»), στον Τσέχοφ («Οι τρεις αδερφές»), αλλά και σε ήρωες αρχαίων μύθων ή πρόσωπα της Καινής Διαθήκης («Η Λήδα και ο Κύκνος», «Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα», «Μαρία Μαγδαληνή», «Ο λόγος του Ιούδα»), και χαρακτήρες κλασσικών μυθιστορημάτων και παραμυθιών («Κάπτεν Χουκ», «Πήτερ Παν», «Γουέντυ», «Τίνκερμπελ», «Ο Τζακ και η Φασολιά», «Οι μικρές Κυρίες της Λουίζας Μέι Αλκοτ»)

─στίχοι που θυμίζουν αντίστοιχους στίχους για τον Κάφκα από το προηγούμενο έργο της Κουτσουμπέλη, «Το σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ»: «Ηταν συνέχεια υπόδικος, / διάδικος και δικαστής ταυτόχρονα / σε μια δίκη με κατηγορούμενο / πάντα τον εαυτό του», «οι ένορκοι τον καταδίκαζαν / σε κατ’ οίκον περιορισμό, / σ’ έναν πύργο χωρίς ασανσέρ», και «Κάποτε σε μια επιστολή εσώκλεισε σκαθάρι. / Αγάπησέ το. Είναι η ζωή μου, μου έγραψε»

─στίχοι που εδώ, στη «Γυμνή μοναξιά του ποιητή Ο.», αναπτύσσονται περαιτέρω και ακόμη πιο επιδραστικά, με αποκορύφωμα τη δάνεια φωνή του ποιητή Καρυωτάκη: «Μη διστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε./ Παραδεχτείτε τη φτώχεια, την πνευματική σας ένδεια,/ τη σύφιλη. ποτέ όμως ότι είστε ποιητής./ Θα υποφέρετε αιώνια. («Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη»).

Mε λόγο θεατρογενή [«Αποσπάσματα συνεντεύξεων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Άμπυσους» Με τον ζωγράφο Μόντους, Με τη ηθοποιό Μάγια Πιν, κλπ»], ή περισσότερο αφηγηματικό αλλά το ίδιο καίριο και λακωνικό ( «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» κ.α.), τα ποιήματα της Κουτσουμπέλη, εκτός από τη χαρακτηριστική τους τόλμη και ιδιοτυπία αποπνέουν έναν σουρεαλισμό καλά αφομοιωμένο και επί δεκαετίες καλλιεργημένο.

Στο «Ο Κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι» (υποδόριος υπαινιγμός στο έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, και με αφιέρωση στον ποιητή Ευρυπίδη Ευρυπίδου), ο χώρος μιας πολυκατοικίας ή καλύτερα, ενός συγκροτήματος από διαμερίσματα που φαινομενικά ισορροπούν το ένα πάνω στο άλλο, ρεαλιστικός μαζί και φαντασιακός, αποδίδει με τον δικό του αιχμηρό και ρηξικέλευθο τρόπο το οικογενειακό και κοινωνικό σφαγείο των ενοίκων του, θυμίζοντας το διήγημα «Όπου κατοικώ», της Ίλζε Άιχινγκερ, γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τη συλλογή διηγημάτων «Οι λύκοι επιστρέφουν» (εκδ. Gutenberg, 2014).

Σχετικό είναι και το ποίημα που ακολουθεί, «Μαθήματα χειροτεχνίας», με τους στίχους: «Σε πάνινη σακούλα με φακή/στερεώνω έναν γλόμπο/με το πρόσωπο του αδερφού/», να προετοιμάζουν το έδαφος για το επόμενο («Ηλέκτρα»), αποκαλύπτοντας μιαν άλλη πλευρά της αρχαίας ηρωίδας, πιο σύγχρονη αλλά και το ίδιο σύνθετη: «Φόρεσα το κόκκινο καραγιόν/ και τις ψηλές της γόβες./ Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη./Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα/μπορούσα πια να τη σκοτώσω//».

Συγκλονίζει το προσωπικό ύφος, η αιρετική, πικρή αλλά και υφέρπουσα λυρική ματιά, η ειλικρίνεια και η αμεσότητα. Το ίδιο και η δύναμη ενός τρυφερού, οικουμενικού και διαχρονικού στοχασμού: «Πώς ένα ελάφι, ενώ πίνει αμέριμνα νερό/ αντικρίζει στο ποτάμι/την αντανάκλαση του κυνηγού/ και παραλύει;» («Το ελάφι και ο κυνηγός» ή: «Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει.» («Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Ο.»).

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

literature.gr 3/10/2021

Η μοναξιά του ποιητικού δημιουργού

Η ποίηση είναι ένα πείσμον μυστικό. Το ποίημα που γράφεται είναι μία πείσμων πονηρία που, πες πες πες, καταφέρνει πότε πότε να αποσπάσει ελάχιστο τμήμα αυτού του μυστικού και που σπεύδει να το διαδώσει. Με την ίδια όμως ασάφεια και υπαινικτικότητα που το παρέλαβε. Έτσι το ποίημα γίνεται αυτόματα συνένοχος και συντηρητής της μυστικότητας που θέλει να διατρήσει. Με τα λόγια αυτή η Κική Δημουλά απευθυνόταν στις μαθήτριες της Α’ τάξης Λυκείου του Αρσακείου, ονομάζοντας την τέχνη λαθραίο θεό που ξαναπλάθει τον κόσμο.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη στη συλλογή της Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον (ΠΟΛΙΣ 2021) εμβαθύνει στο διαρκές αίνιγμα της ποίησης. Ο ποιητής Όμικρον (ο μηδέν, ο κανένας), με τις περσόνες του, χαρακτήρες πραγματικούς ή φανταστικούς, που παρελαύνουν σε έναν μαγικό χορό από λέξεις, αφηγείται τον αιμάσσοντα και μοναχικό αγώνα του ποιητή. Οι σκηνοθετικά δομημένες ιστορίες συνιστούν ποιητικά πορτρέτα ανθρώπων που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην πάροδο του χρόνου με το τραγικό τέλος, την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα, τη θλίψη τους. Δίνοντας ζωή στις ποικίλες αυτές προσωπικότητες, αγάλματα, μυθικά πρόσωπα, εγκύπτει στην ουσία της ποιητικής δημιουργίας.

Ο ποιητής Όμικρον, κουβαλώντας αρχαία σκόνη, ξεκινά την περιπέτειά του απαραβίαστος, σαν την πανέμορφη Κόρη Φρασίκλεια, το αρχαϊκό γλυπτό του Αριστίωνα του Πάριου που ενταφιάστηκε στα χρόνια του για να σωθεί από τους Πέρσες εισβολείς. Χάνοντας το ένα της σανδάλι, η Φρασίκλεια θυμίζει την ποίηση στο βάθος του χρόνου. Σαν παλίμψηστο, αφημένη στις θωπείες του γλύπτη-ποιητή, προσφέρει την καταπραϋντική της παρηγοριά, κάνοντας την Άννι Έντσον Τέιλορ να ριγεί μόνον όταν θυμάται ότι έγραψε το πρώτο της ποίημα.

«Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Και όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.» ( ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ, σελ. 11)

Συναντά την αμερικανίδα ποιήτρια Σύλβια Πλαθ, διαλέγεται με την Αυγούστα, ετεροθαλή αδελφή και ερωμένη του Λόρδου Βύρωνα, με την τραγική μητέρα του Διονύσιου Σολωμού, τον πρόωρα χαμένο Κώστα Κρυστάλλη, τον Βαν Γκογκ, την Έμιλι Ντίκινσον, τη Λουίζα Μέι Άλκοτ, τον Νίκο Καββαδία, τον Κώστα Καρυωτάκη.

Μέσα από τα πορτρέτα των προσωπικοτήτων αυτών η Χλόη Κουτσουμπέλη παρουσιάζει τη δική της ποιητική θεώρηση για όσα επηρεάζουν τον καλλιτέχνη. Χειρίζεται με δεξιοτεχνία τη σχέση βίου του καλλιτέχνη με το έργο, τη σύλληψη και αναθεώρηση των λογοτεχνικών ηρώων, την κοινοτοπία, την αλλαγή της πλοκής, τον θάνατο του συγγραφέα. Η ποιητική πράξη καταλήγει Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς. Ο ποιητής στέκεται με δέος πάνω από τη λευκή σελίδα. Επινοεί λογοτεχνικούς χαρακτήρες και η σελίδα γεμίζει. Η ποίηση γράφεται στον υπολογιστή σε γραμματοσειρά Tahoma 12.[i] Όταν όμως όλα τελειώσουν, ο ποιητής Όμικρον αισθάνεται μόνος μέσα στο κοσμογονικό χάος. Μοιράζεται την απόγνωση με κάποιον άλλο ποιητή που γράφει.

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Ομικρον

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων.
Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Την ώρα που αυτός κλείνει στα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (σελ. 48)

Η Κουτσουμπέλη αναφέρεται στη διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου για ποίηση, αυτό το τίναγμα του μέσα βίου έξω, της Κικής Δημουλά. Τη θεματική της απασχολεί παράλληλα ο χρόνος, η διάψευση των ελπίδων, η μνήμη, ο θάνατος, η μητέρα. Τα συναισθήματα υποβάλλονται με τρόπο ιδιότυπο, μέσα από έμμεσες παραλληλίες. Γνωρίζοντας σε βάθος τη λογοτεχνία και τη μυθολογία, η ποιήτρια παίζει με πρόσωπα και μύθους.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Κάτι πήγε θανάσιμα στραβά.
Ο πατέρας ιδιαίτερα χλομός στον νεκρικό του θάλαμο
δεν φορούσε παπιγιόν.
Η μητέρα κυκλοφορούσε πάνω κάτω με κοθόρνους
και μάλωνε τις υπηρέτριες.
Αντί για κόλλυβα σε μεγάλους δίσκους σέρβιραν φουά γκρα.
Ο Ορέστης έψαχνε να βρει την Ιφιγένεια
σε κάθε ελάφι που έτρεχε στο δάσος.
Μόνη λοιπόν θα διεκπεραίωνα την πράξη.
Φόρεσα το κόκκινο κραγιόν
και τις ψηλές της γόβες.
Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη.
Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα
μπορούσα πια να τη σκοτώσω. (σελ. 37)

Το άλγος του ποιητή Όμικρον είναι ωστόσο πανανθρώπινο. Συγγραφείς, αναγνώστες και άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικούς χωροχρόνους, τους χωρίζουν αιώνες και τεράστιες χωρικές αποστάσεις, βρίσκονται αξεδιάλυτα δεμένοι μεταξύ τους στον κόσμο της ποίησης, σε συνεχή αλληλεπίδραση και χώρο ενιαίο, σε αδιάκοπη ανταλλαγή. Η Χλόη Κουτσουμπέλη αναδεικνύει τη διαλεκτική και συσχετική σχέση της λογοτεχνίας. Σκύβει στις εκφάνσεις της διαδικασίας της.

Η παραστατική εικονοποιία και η σκηνοθετική δομή των ποιημάτων της δημιουργούν κλίμα θεάτρου. Στις σκηνές παίζονται δράματα. Η εφιαλτική πραγματικότητα εισχωρεί στα πάθη, τις βιολογικές ορμές, τα διαχρονικά προβλήματα. Συνύπαρξη βιαιότητας και λυρισμού, σαγηνευτικοί χαρακτήρες που βουλιάζουν στην ενδοσκοπική και αυτοκαταστροφική αναζήτηση. Η Ποίηση βρίσκεται μέσα στη φρίκη, έγραφε ο Μπρεχτ.

Κάπτεν Χουκ
Το ένα μου χέρι είναι γάντζος.
Μ’ αυτό το χέρι γράφω. (σελ. 27)

Ποίηση είναι η αφηρημένη σύλληψη μιας ιδιωτικής εμπειρίας που στην οριακή της ένταση γίνεται παγκόσμια, πίστευε ο Έλιοτ.

Η μυθοπλαστική διάσταση της ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη οδηγεί σε υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Ο αφαιρετικός και ακαριαίος λόγος της συναρπάζει. Λογοτεχνία με συμφραζόμενα, χρήση επιθέτου, συνειρμική σύνδεση νοημάτων. Εξπρεσιονισμός και έντονα ιδιοσυγκρασιακοί χαρακτήρες. Η μέθεξη του αναγνώστη προέρχεται από τον τόνο, το πάθος της ποιητικής φωνής, την έκφραση του αιώνιου.

.

Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

ΤΟ ΒΗΜΑ 21.10.2018

Ευρηματικότητα, εξαιρετική τεχνική και ξεκάθαρος τόνος φωνής χαρακτηρίζουν το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, τη νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη. Ας προσθέσω και τη λοξή ματιά, το αυτοαναφορικό παιχνίδι, που συχνά καταλήγει στην έκπληξη διά της αντιστροφής, όπως και τη χρήση της συναισθησίας που θυμίζει την Κική Δημουλά. Πρόκειται ωστόσο για αφομοιωμένη επίδραση, αφού το ύφος της Δημουλά είναι τόσο προσωπικό που κανείς δεν μπορεί να το μιμηθεί. Κι αυτό, όπως ξέρουμε, στη λογοτεχνία είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Οι θεματολογικές αναφορές στον Δαρβίνο και στην Καταγωγή των ειδών, στον Ιούλιο Βερν, πλαγίως στη Σύλβια Πλαθ και στο ποίημά της Λαίδη Λάζαρος (που στη σελίδα 20 τις κάνει τρεις) και κατ’ εξοχήν στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων του Λιούις Κάρολ δεν είναι, όπως θα υπέθετε κανείς, εγκεφαλικά σχόλια σε στιχουργημένη μορφή, αλλά δημιουργικές αναγνώσεις και βιωματικές μεταφορές: η λογοτεχνία μεταβάλλεται σε κοίτασμα ζωής.

Διακειμενικότητα και ποίηση

Η Κουτσουμπέλη προϋποθέτει αναγνώστες εξοικειωμένους με σημαντικά έργα της λογοτεχνίας, ώστε να αντιληφθούν πώς η διακειμενικότητα διά της ανατροπής μεταβάλλεται σε ποίηση. Στο ποίημα Λογοτεχνικές συγκρούσεις της σελίδας 25 λ.χ. (ο τίτλος είναι ειρωνικός και πικρός ταυτοχρόνως) έχουμε μεταφορά και αντιστροφή του θέματος της Αννας Καρένινα, όπου το τρένο που μεταφέρει την ηρωίδα του Τολστόι από τη Μόσχα στην Πετρούπολη η Κουτσουμπέλη το βάζει να αναπτύσσει ταχύτητα λίγο πριν από τον σταθμό Λαρίσης, ενώ ένας από τους επιβάτες του, που τον ονομάζει Μέλβιλ, είναι βέβαια ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο συγγραφέας του Μόμπι Ντικ (της λευκής φάλαινας). Γι’ αυτό και πιο πριν το τρένο «Ξαφνικά σκόνταψε σε μια πελώρια φάλαινα-σκοτάδι». Ή στο ποίημα Φραντς Κάφκα της σελίδας 24, όπου αφηγήτρια είναι η Μίλενα, μια από τις σημαντικές γυναίκες στη ζωή του Κάφκα. «Ηταν συνέχεια υπόδικος, / διάδικος και δικαστής ταυτόχρονα / σε μια δίκη με κατηγορούμενο / πάντα τον εαυτό του» γράφει (αναφερόμενη στη Δίκη), ενώ «οι ένορκοι τον καταδίκαζαν / σε κατ’ οίκον περιορισμό, / σ’ έναν πύργο χωρίς ασανσέρ» όπου ο πύργος είναι φυσικά ο Πύργος, το μυθιστόρημα του Κάφκα. Για να καταλήξει σε δύο θαυμάσιους στίχους: «Κάποτε σε μια επιστολή εσώκλεισε σκαθάρι. / Αγάπησέ το. Είναι η ζωή μου, μου έγραψε». (Το σκαθάρι είναι φυσικά ο πρωταγωνιστής Γκρέγκορ Σάμσα στη νουβέλα Μεταμόρφωση του κορυφαίου τσέχου συγγραφέα). Υπάρχουν και αρκετά ακόμη, συναφή παραδείγματα.

Η τοπογραφία της Θεσσαλονίκης

Η τοπογραφία της Θεσσαλονίκης είναι εμφανέστατη σε άλλα ποιήματα, όπως στο Ραντεβού στην Καμάρα (σελ. 54), που καταλήγει με τους στίχους: «Στο ραντεβού που δώσαμε Καμάρα, / εσύ ποτέ δεν ήρθες, / κι εγώ ποτέ δεν έφθασα ολόκληρη».
Η παραβολική χρήση του καθημερινού ιδιώματος εδώ μας δίνει την ποιητική διάσταση, το «άλλο» όπως έλεγαν οι ρομαντικοί – μολονότι η Κουτσουμπέλη μόνο ρομαντική ποιήτρια δεν είναι. Ή αυτοί επίσης οι στίχοι από το πικρό Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ (σελ. 28 ): «Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς / που αφήνουν σημειώματα. / Εννιά στις δέκα φορές επινοούν».
Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει μακρά θητεία στην ποίηση, στην πεζογραφία και στο θέατρο. Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ είναι βιβλίο μιας αξιόλογης ποιήτριας.

.

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

Η Αυγή 30/10/2018

Η ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη μπορεί να πει κανείς ότι εμπνέεται από το τραύμα. Υφαίνει έναν θεραπευτικό δημιουργικό ιστό όπως το μαργαριτάρι βλασταίνει γύρω από την πληγή του κόκκου άμμου στη σάρκα του στρειδιού.

Συνέχεται από το πένθος. Καταδύσεις και διαδρομές σε βάθος, προσωπικές Οδύσσειες στο σκοτάδι για να συγκολληθεί η ίδια μετά την απώλεια. Διαπραγματεύεται με την άλλη πλευρά (την «άλλη Γη») για να καταστήσει «ομοτράπεζους» τους οριστικά απόντες. Βιώνει πάθη σε μια ποιητική διαδρομή με παράξενα άνθη, ελάφια, λαγούς, κλεψύδρες, έναν αρχαίο κόσμο που σαν πίνακας του Νταλί φιλοξενεί τις λογοτεχνικές υπάρξεις και τα θαυμαστά γεγονότα που τη στοιχειώνουν.

Το κοριτσάκι και η εγκατάλειψη, η Αλίκη και η Κάμπια, η Αλεπού, ο λαγός που τον συναντά στο Πήλιο στην Εθνική οδό τη νύχτα (γιατί αυτό δεν είναι το Πήλιο), η Πηνελόπη από χρόνο σε χρόνο αποκτά ρυτίδες αλλά μεγαλύτερη αυτονομία, γυναίκες της Βίβλου της κρατούν κάτοπτρα για να καθρεφτιστεί. Μια δοκιμασία ζωής η ποίηση, μέσα και έξω από το Αλλού για τη Χλόη Κουτσουμπέλη, μια διαδρομή προς την αυτοσυνειδησία και την ωριμότητα.

Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», επιχειρεί, θαρρώ, μια αριστουργηματική έξοδο από το Αλλού -τον αρχαίο της κόσμο- και περπατά στη Θεσσαλονίκη, ή μήπως όλη η Θεσσαλονίκη αρμενίζει μαγικά μέσα στην ομίχλη για το Αλλού; Βρίσκει το πέρασμα ανάμεσα στους δύο κόσμους. Υπάρχει στη Θεσσαλονίκη ένας δρόμος φοιτητικός, πασίγνωστος στις αναμνήσεις των ανθρώπων που την αγάπησαν, εμβληματικός για τη μνήμη της Χλόης, την προσωπική της μυθολογία.

Κάτι συνέβη εκεί και η Χλόη τον σημειώνει στον χάρτη -η γεωγραφία γίνεται καταγραφή συναισθημάτων, θυμηθείτε τον «Χάρτη της τρυφερότητας» της Μαντάμ Ντε Σκιντερί (1660). Ο Γάλλος στρατηγός Ντ’ Εσπερέ (τα ονόματα των δρόμων) υποκλίνεται στην ποιήτρια ιπποτικά και της δίνει την πέννα του για να γράψει το απελπισμένο της σημείωμα σηματοδοτώντας το θαύμα: μια πύλη ανάμεσα στους δύο κόσμους. Το πέρασμα: Ντ’ Εσπερέ – Ντεσπερέ – Ντεζεσπερέ ή Ντέσπερετ -και η Θεσσαλονίκη, η ομίχλη, η Καμάρα, ο Βαρδάρης, η Τσιμισκή, η Αριστοτέλους γεμίζουν ελάφια, φιλοξενούν την Άννα Καρένινα ινκόγνιτο και μια κάμπια καπνίζει την πίπα της στο Χαμάμ Μπέη…

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Χλόης μιλάει για το ίδιο αλλιώς. Για μια πορεία του πένθους όπου τα πρόσωπα γίνονται ίχνη, γίνονται κεντήματα σε τραπεζομάντηλο. Ένα πένθος πιο μόνιμο, ανεξιλέωτο. Η οικογένεια ως τραύμα, η μητέρα ως εγκατάλειψη, ο πατέρας ως θάνατος και ως μυστήριο, ο σκοτεινός εραστής μόνιμος κάτοικος του Αλλού, αυτή τη φορά παρών / απών σε ραντεβού στην Καμάρα, όπου εκείνη ποτέ δεν έρχεται (ολόκληρη).

Η αίσθηση είναι αυτή της ωριμότητας, της συνοχής -παρά το ότι μιλάει για τις τρύπες του τυριού-, φεγγάρι, μια φοβερή μεταφορά για τις πληγές, τα τραύματα, το κενό, η συλλογή είναι πυκνή ώστε να είναι αόρατες, τα κενά είναι ποιητική συνθήκη και έκπληξη. Μια από τις καλύτερες ποιητικές δουλειές της Χλόης, με μαστοριά και αίσθημα, μα κυρίως με αυθεντικό ψυχικό υλικό από την ποιητική δωρεά που διαθέτει.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΜΕΡΑΣ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ

Τα πρωινά / νησιά Αιγαίου, / νιφάδες καλαμποκιού σε γάλα. / Τα μεσημέρια / Αφρική, / μπάρμπεκιου με μπιφτέκια από καμήλα. / Φορώ το φόρεμα με τις πιτσιλιές, / επάνω του τα ίχνη των χεριών / που υπήρξες. Τα απογεύματα / αραιοκατοικημένη Αυστραλία, / ώρες που διαμένουν σε μεγάλη απόσταση / η μια από την άλλη, / εκτάσεις που δεν διανύονται / όσο και να καλπάζει μια μνήμη που ασθμαίνει. / Τα βράδια όμως / Θεσσαλονίκη πάλι, / ομίχλη – ατμός απ’ τα παράθυρα, / ένας Βαρδάρης ανακατεύει τα μαλλιά μου, / κόκκοι καφέ ξεχύνονται από πελώρια τσουβάλια / στο Καπάνι, / κι εκεί κάπου στην Ασία / ένα κοριτσάκι / αφήνει το ρύζι να γλιστρήσει / ανάμεσα στα δάχτυλά του.

.

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΟΥΦΗΣ

Φρεαρ – frear.gr 19/11/2018

Με αφορμή την κυκλοφορία της τελευταίας συλλογής της Το Σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2018. Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων της Χλόης Κουτσουμπέλη, βρέθηκα μπροστά σε μία αποκάλυψη που δεν είχα νιώσει μέχρι τότε από την ποίηση. Κανένας ποιητής ή ποιήτρια μέχρι τότε δεν μου είχε προκαλέσει τέτοιο συναίσθημα… Σας μιλώ για ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να σας περιγράψω με δόκιμους ή φιλολογικούς όρους και σας μιλώ για ένα συναίσθημα που με έφερε σε μια θέση δύσκολη και με ανάγκασε να ερευνήσω για ακόμα μία φορά τον εαυτό μου και να παραδεχτώ την ανθρώπινη μικρότητά μου. Θα προσπαθήσω με μια παρομοίωση να σας περιγράψω το πώς ένιωσα όταν για πρώτη φορά μέσα στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη αντίκρισα μια γυναικεία ψυχή εντελώς γυμνή. Τρόμαξα! Και την λέξη «τρόμος» δεν την απευθύνω στις κυρίες, αλλά στους κυρίους, γιατί η ποίηση της Χλόης, δείχνει καθαρά το ψυχικό χάσμα των δυο φύλων. Όμως και η παρομοίωση που σας υποσχέθηκα, πάλι στους κυρίους απευθύνεται. Θυμάστε τα ημερολόγια και τις διαφημιστικές αφίσες με τα ημίγυμνα φωτομοντέλα στα ξυλουργεία και τα σιδηρουργεία των παιδικών μας χρόνων; Θυμάστε όταν ήσασταν 5-7 χρονών, που ερχόσασταν σε επαφή με αυτήν την soft πορνογραφία, το έντονο και πρωτόγνωρο συναίσθημα που σας κυρίευε στην θέα του γυμνού γυναικείου σώματος; Θυμάστε την πρόγευση της ηδονής και πολλές φορές την λανθάνουσα αντίληψη που σας δημιουργούσε για τις πλέον οικίες προς εσάς γυναίκες, όπως η μητέρα ή η αδελφή; Ακριβώς αυτά τα συναισθήματα ένιωσα όταν πρωτοδιάβασα την ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη (μα και τώρα που την ξαναδιαβάζω τα ίδια συναισθήματα νιώθω). Τρέμω σχεδόν στη θέα της ολόγυμνης γυναικείας ψυχής και δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ, η ποίηση της Χλόης με βοήθησε να αντιλαμβάνομαι αρκετά συχνά τις γυναίκες και πιο σπάνια να τις κατανοώ. Είναι λοιπόν αναγκαία στην καθημερινότητά μας η γυναικεία αντίληψη και αισθητική, απέναντι σε έναν μονόχνοτο αντρικό κόσμο. Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι απλά η αλήθεια γυμνή, από την ποιήτρια που ζωγράφισε τη γύμνια με μοντέλο την ίδια της τη ψυχή. Μονάχα ο πόνος γυμνός που όμως δεν είναι άσκημος ούτε επικίνδυνος, απλά γίνεται το δέρμα του ήρωα που σαν ποιητής που είναι, δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι τραγικός ήρωας ο ίδιος παρά μόνο μέσα στα ποιήματά του. Λέω πως δεν μπορεί να είναι τραγικός ήρωας ο ποιητής επειδή έχει συνείδηση της κατάστασης την οποία βιώνει, ενώ ο τραγικός ήρωας – τουλάχιστον όπως τον όρισαν οι αρχαίοι τραγικοί συγγραφείς- δεν μπορεί να έχει επίγνωση της ίδιας του της τραγικότητας. Η διευκρίνιση αυτή γίνεται επειδή θα επικεντρωθώ στο τραγικό στοιχείο της ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη και μάλιστα δεν θα εστιάσω πάνω στην συνθετική της ικανότητα την οποία θεωρώ άψογη, αλλά θα προσπαθήσω να αναδείξω τα κλειδιά του τραγικού στοιχείου της ποίησής της όπου κατά την γνώμη μου είναι τα κλειδιά όλου του ποιητικού της έργου. Τρία είναι τα σταθερά αντικείμενα που χρησιμοποιεί η ποιήτριά μας ως σταθερό συστατικό της ποιητικής ζωής της: ένα κραγιόν, ένα φουστάνι κι ένα μπαλκόνι. Αυτά τα τρία αντικείμενα τελικά μόνο αντικείμενα δεν είναι, πρόκειται για τα πιο δυνατά σύμβολα που μπορούν να εκπροσωπήσουν τη σύγχρονη γυναίκα. Καταρχήν ας δούμε πως τα χρησιμοποιεί. Τα στοιχεία σύμβολα που έχουν αναδειχτεί σε στοιχειά, πρωτοκάνουν την εμφάνισή τους στη συλλογή «Η λίμνη, ο κήπος και η απώλεια» το 2006. Έκτοτε πληθαίνουν οι αναφορές των σταθερών πλέον συμβόλων μέχρι την και την τελευταία της συλλογή. Με ασφάλεια μπορεί ο κάθε κριτικός να της τα χρεώσει… Κάποιος προσεκτικός αναγνώστης της Χλόης θα μπορούσε να παρατηρήσει πως δεν συμπεριλαμβάνω στα σταθερά σύμβολα της ποίησής της το αντικείμενο «καθρέπτη», που παρουσιάζεται σε ίδιες δόσεις και εξυπηρετεί τους ίδιους σκοπούς. Και απαντώ: μα ο καθρέπτης είναι η συνείδηση που στην περίπτωση της ποίησης δεν είναι παρά η συνείδηση της ίδιας της συνείδησης, εξάλλου το κραγιόν, το φουστάνι και το μπαλκόνι, συνείδηση είναι και αυτά. Ας σταθούμε όμως πάνω στην βαρύτητα την οποία φέρουν. Το κραγιόν, και συγκεκριμένα το κόκκινο κραγιόν, όπως πληροφορούμαστε από την ιστορία της τέχνης, συμβολίζει το ερεθισμένο αιδοίο. Από τους πανάρχαιους πολιτισμούς, οι γυναίκες χρησιμοποιούν κόκκινες μπογιές για τα χείλη και τις χρησιμοποιούν για να συμβολίσουν την ετοιμότητα τους και τη διαθεσιμότητα τους για αναπαραγωγή. Βέβαια σήμερα οι αποχρώσεις των κραγιόν είναι πολλές και οι επιταγές της μόδας ακόμα περισσότερες, ωστόσο η κάθε γυναίκα ξέρει πολύ καλά ποιο είναι το κραγιόν που ταιριάζει στη δική της προσωπικότητα και που θα την συνοδέψει για μια ζωή. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι ένα εξάρτημα θυσιαστηρίου του έρωτα. Τόσο εύστοχες και εκφραστικές οι αναφορές στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη, που είναι νομίζω ικανές να της χρεώσουν το κόκκινο κραγιόν ως ποιητικό της σύμβολο. Όσο για το φουστάνι, το άλλο σύμβολο που συνεργάζεται άψογα με το κραγιόν, που εκτός των άλλων δύο χρωμάτων που παρουσιάζεται στην ποίησή της, είναι και κόκκινο. Το κόκκινο του αίματος, το κόκκινο του πάθους, ένα κόκκινο σαν κραγιόν. Τα άλλα δυο χρώματα στα οποία εμφανίζεται το φουστάνι είναι το άσπρο και το μαύρο. Το άσπρο το ονομάζει ανάλογα με την περίσταση, φουστάνι, φόρεμα, νυφικό, ακόμα και νυχτικό. Καμιά φορά γεμάτο λάσπες και αίματα. Το μαύρο το ονομάζει μονάχα φουστάνι και φόρεμα. Το άσπρο συμβολίζει ξεκάθαρα την αγνότητα, την καθαρότητα, ή αν θέλετε, τη στιγμή πριν βαφτούν όλα κόκκινα, όπως το χρώμα που έχει το κραγιόν. Το μαύρο συμβολίζει το πένθος που θα ’ρθει μα και το πένθος που τελειώνει. Όταν γράφει «βάζω το μαύρο φουστάνι» πένθος επέρχεται. Ενώ στο «βγάζω το μαύρο φουστάνι» υπακούει στον αρχέγονο πόνο του σώματος. Το τρίτο στοιχείο είναι το μπαλκόνι, το μπαλκόνι στις μέρες μας είναι μια εναέρια αυλή για κάθε διαμέρισμα των σύγχρονων πολυκατοικιών, όμως για τις γυναίκες και πολύ πιο μάλλον για τις ποιήτριες, το μπαλκόνι είναι ό,τι ήταν ο φεγγίτης στους μεσαιωνικούς καστρόπυργους. Είναι, δηλαδή, το σημείο από το οποίο η γυναίκα μπορεί να παρατηρεί, οπότε, και να αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η πρώτη επαφή με τον έξω κόσμο, ή αν θέλετε η άμεση επαφή με αυτόν, σε μια εποχή που η γυναίκα είναι στον κόσμο και ως εργαζόμενη, τα κοσμικά της όρια είναι πάλι το μπαλκόνι. Η γυναίκα για να «βγει» πρέπει να ντυθεί, πρέπει να κάνει την τελετουργία της ετοιμασίας πριν τη δημόσια εμφάνιση, ακόμα και αν πρόκειται να πάει στο ψιλικατζίδικο της γωνίας, μια ματιά στον καθρέπτη είναι υποχρεωτική. (Πάντως, συναναστρεφόμενος με γυναίκες, βλέπω πλέον καθαρά ότι το κραγιόν και το φουστάνι δεν συνεργάζονται άψογα όλες τις ώρες με το γυναικείο σώμα). Η γυναίκα ακόμα και όταν είναι ποιήτρια, υπακούει στην αρχέγονη εντολή του ρόλου της που, μεταξύ άλλων, είναι και η αδιάκοπη περιφρούρηση της εστίας. Όμως το μπαλκόνι της ποιήτριάς μας έχει ακόμα έναν πιο σπουδαίο και πιο ιερό σκοπό. Γίνεται ο βατήρας της αυτοκτονίας της «φοράω το μαύρο φουστάνι και πηδάω στο κενό». Το σάλτο για μια γυναίκα από το μπαλκόνι του σπιτιού είναι ίσως ο πιο ηθικός τρόπος αυτοκτονίας, αφού κατά την μετάβασή της στον θάνατο, δεν εγκαταλείπει την εστία της, ούτε για μια στιγμή. Είναι σίγουρο ότι αυτά τα τρία στοιχεία-σύμβολα που προσέγγισα στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη θα σήκωναν και άλλη ανάλυση σε κοινωνιολογικό, ψυχολογικό και φιλολογικό επίπεδο, μιας και τα τρία έχουν μια αξιοσέβαστη σημειολογία στην παγκόσμια λογοτεχνία. Όμως θα σταματήσω εδώ την ανάλυση για να επιστρέψω κλείνοντας –μα όχι συμπερασματικά- στην αρχική κουβέντα που έχει να κάνει με την ποίηση που γράφεται από γυναίκες και την ποίηση που γράφεται από ά-ντρες. Είδαμε πώς λειτουργεί στον ψυχισμό της γυναίκας ποιήτριας το κραγιόν, το φουστάνι και το μπαλκόνι. Στους άντρες αλήθεια, πώς λειτουργούν αυτά τα τρία αντικείμενα; Οι άντρες δεν είναι «άμεσοι» χρήστες αυτών των συμβολικών αντικειμένων, είναι όμως έμμεση η χρήση που τους κάνουν. Για παράδειγμα οι άντρες δεν φοράνε κραγιόν, φυλάνε όμως τις γυναίκες και τρώνε το κραγιόν τους. Οι άντρες δεν φοράνε φουστάνια, όμως είναι αυτοί που βλέπουν τις γυναίκες ερωτικά μέσα στο φουστάνι τους (άσε δε που πρέπει να είναι και εκπαιδευμένοι να βοηθάνε στο κούμπωμά του ή και στο ξεκούμπωμά του αν χρειαστεί, χωρίς να το καταστρέφουν). Όσο για το μπαλκόνι που για τις γυναίκες είναι το παράθυρο στον κόσμο, για τους άντρες δεν είναι παρά μια μικρή προέκταση του καθιστικού κατά τους θερινούς μήνες. Με αφορμή αυτά τα τρία αντικείμενα, καλό θα ήταν να σκεφτούμε ότι σχεδόν όλα τα αντικείμενα, έχουν μια διαφορετική χρηστότητα και λειτουργία για τις γυναίκες και για αυτόν τον λόγο, οι άντρες θα πρέπει να διαβάζουν την ποίηση που γράφεται από γυναίκες με ιδιαίτερη προσοχή, γιατί μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο που για τους άντρες μπορεί να συνδέεται με τη χαρά και την απόλαυση, για τη γυναίκα μπορεί να αποτελεί βασανισμό, ακόμα και πηγή δυστυχίας. Θα ήθελα λοιπόν, να προτρέψω τους άντρες να διαβάσουν την γυναικεία ψυχογραφία έτσι όπως τη δίνουν οι ποιήτριές μας και εκεί να δουν τις μανάδες τους, τις γυναίκες τους, τις αδελφές τους και τις κόρες τους. Δεν θα ζητούσα από κανέναν να καταλάβει τη γυναικεία ψυχή, αυτό που ζητώ είναι να τη δείτε και να τη δείτε καταρχήν γυμνή και μετά αρχίζετε την όποια εξερεύνηση. Η ποίηση που γράφεται από γυναίκες δεν ξέρω αν είναι πάντα η σωστή αρχή για αυτήν τη διαδικασία, είναι όμως μια αναμφισβήτητα έξυπνη αρχή. Προσωπικά εγώ, ξεκίνησα με την ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη, γι’ αυτό και σας την συστήνω ανεπιφύλακτα.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 07/11/2018

Από το τέλος στην αρχή

Και τώρα; τον ρώτησε.

Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη

με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.

Φορούσε μαύρα γυαλιά.

Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,

είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

(Επίλογος)

Μια ποιητική συλλογή διαβάζεται από το τέλος στην αρχή ή μήπως εντελώς αδόκιμο πρέπει να θεωρείται κάτι τέτοιο; Αν, όμως, στην ποίηση (πιο πολύ από όλα τα λογοτεχνικά) μπορούμε να αυθαιρετούμε στην ανάγνωσή μας, νιώθω πως ετούτα τα ποιήματα επικοινωνούν όλα με αυτό που τελευταίο κλείνει την πόρτα της ανάγνωσης, με τον εύστοχο τίτλο Επίλογος. Με μια, έτσι αντίστροφη, ανάγνωση υπαρκτή η πιθανότητα να πάρει η έννοια του τέλους όσες ερμηνείες θα ήταν δυνατόν να σηκώσει η λέξη μέσα στο μικρό της σώμα. Κινδυνεύει, λοιπόν, η ποίηση να χαθεί μέσα στον στρόβιλο των πολλών αναγνώσεων; Καθόλου, θα έλεγα. Ίσα ίσα ο πλούτος της ίσως εκεί ακριβώς εντοπίζεται.

Το τέλος ως αρχικός σκοπός (με την αριστοτελική ερμηνεία) είναι και η πρωταρχική λέξη/έννοια που δηλώνει το ξεκίνημα της ζωής. Ωστόσο η βίωση του τέλους, είτε ως προσωπική ενατένιση είτε ως συμμετοχή σε οδυνηρή απώλεια, δίνει τη δική της εκδοχή ενός πένθους που αργά συνειδητοποιείται και με ακόμη πιο αργή πορεία αναιρείται – αν φυσικά συμβεί η αναίρεση. Στο ποίημα Επίλογος, που παρατίθεται πιο πάνω, το τέλος δηλώνεται ως μια ολοκλήρωση τα ποιητικής συλλογής, με ιδιαίτερα τονισμένη τη λέξη απλώς, δηλαδή μόνον. Κι αν η ποιήτρια που γράφει θεώρησε έστω και για λίγο πως ιαματικός ήταν ο δρόμος της γραφής της – μια οικείωση με το πένθος ή μια πρόσκαιρη μετάθεση του πόνου από την ψυχή στους στίχους που κοινοποιούνται – έρχεται αυτή η απλή λέξη για να καταρρεύσει όλο το ιαματικό φορτίο. Ας μη θεωρηθεί, ωστόσο, πως η καταγραφή του πόνου είναι μια απλή υπόθεση· καθόλου μάλιστα. Η Χλόη Κουτσουμπέλη παλεύει ποιητικά με το πένθος. Αυτό που γράφει πίσω από τις λέξεις της, μέσα από τις μεταφορικές εικόνες της, παρέα με τη διττή σημασία των ονομάτων που χρησιμοποιεί, σε αγαστή συμφωνία με τις λογοτεχνικές περσόνες που επιλέγει να συνοδεύουν τα δικά της λόγια. Γνωστό αυτό σε όποιον έχει αναμετρηθεί με τις αντοχές του και λύγισε και ύστερα άρχισε να ψάχνει τους τρόπους που ξέρουν να μιλούν με μεγαλύτερη διαύγεια από τη ρεαλιστική, μα αφόρητη στο βάρος της, κυριολεξία: κάθε που η ποίηση ανοίγεται σε εικόνες που ξεπερνούν τη ρεαλιστική αποτύπωση των γεγονότων, το άχθος της απώλειας των προσώπων έχει χτυπήσει κόκκινο· δεν αντέχεται άλλο. Έτσι, στην ποίηση της Χλόης, η Αλίκη από τη χώρα των θαυμάτων μεταπηδά στη χώρα των απόντων. Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από την πραγματικότητα διαβιούν οι αλήθειες μιας αναπάντεχης φυγής. Ο βιβλικός Λάζαρος επανέρχεται με τη μοναδικότητα του θαύματός του – όχι, μην περιμένεις άλλα θαύματα· ακόμη και αυτά έχουν το τέλος τους (πάλι το τέλος επανέρχεται σε μια ακόμη εκδοχή του). Όσο για τον Κάφκα αυτός παντού παρών είτε με τις δικές του λογοτεχνικές φιγούρες είτε με το ζοφερό τοπίο μιας παράλογης συνύπαρξης του ανθρώπου με το σύμπαν που σταδιακά τον καταργεί. Ο Οδυσσέας δεν θα επιστρέψει, η Πηνελόπη ας μάθει να τον σβήνει στη  συνείδησή της, όπως έμαθε να τον νιώθει να λιγοστεύει στην καθημερινότητά της. Αυτή η καθημερινή απουσία είναι που πονά πιο πολύ από όποια συνειδητοποίηση έρχεται με την αρωγή της λογικής. Ας μείνει μόνον η Αντιγόνη, με την αδελφική της αγάπη και την αίσθηση του χρέους για μια ταφή νοητή όσο και προσωπική, για μια απαθανάτιση όχι της μορφής του απόντος αδελφού αλλά του ιδιωτικού της πένθους – ας μην έχουμε αυταπάτες, η μνήμη φθίνει, τα πρόσωπα εξαχνώνονται στον χρόνο, μόνο η ανάμνηση του δικού μας πένθους διασώζεται. Αλλά και αυτή δεν πονά λιγότερο. Απλώς, λοιπόν, μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει;

Οι Ομοτράπεζοι της άλλης γης, η προηγούμενη ποιητική συλλογή της Χλόης, επικοινωνεί τραγικά με τη νεότερη εκδοχή του πένθους, όπως αυτό εκδηλώνεται στο Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, που μια συλλαβή μόνον λείπει από τη λέξη για να αποδώσει ως désespéré όλο  το βάρος του απελπισμένου ανθρώπου μπροστά στο αναπόφευκτα τετελεσμένο.

Αγαπημένε,
όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
τι άραγε θα έχει απομείνει από μας σ’ αυτήν τη γη;
Σκόνη στα δάχτυλα κάποιου θεού που θα φυσήξει.
Και οι αναγνώστες αποδεικνύονται ξένοι, λαθραναγνώστες και κανίβαλοι:
Ξένε, όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
θα γίνεις λαθραναγνώστης.
Κανίβαλος θα τραφείς από τη σάρκα μιας αγάπης.

Όχι. Η ποίηση ήταν πάντα μια μοναχική πορεία. Κι αν νομίζεις πως κατάλαβες, ας συμβιβαστείς με την ιδέα πως μόνο το δικό σου πένθος άγγιξες. Το αλλότριο των ποιημάτων θα παραμείνει ξένο για σένα. Ήταν μια προσωπική οδός, ιδιωτική και μοναχική όσο και μοναδική, αυτή της ποιήτριας.

Πηγαίνοντας από το τέλος στην αρχή διαβάζω την επιγραφή στην εξώπορτα των ποιημάτων: Στη μνήμη του Βασίλη.

.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

Φρεαρ – frear.gr  06/11/2018

Η Χλόη Κουτσουμπέλη αρχίζει τη νέα της ποιητική συλλογή Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ με μια πασίγνωστη ατάκα, «Με λένε Τζέιν, Τζέιν Μποντ» (ΠΡΟΛΟΓΟΣ) προετοιμάζοντας και προειδοποιώντας μας για τη συνέχεια. Τζέιν, αντί Τζέιμς. Ποια είναι η Τζέιν μας λέει έμμεσα πιο κάτω, «από τότε που τυφλώθηκε ο εργοδότης μου» και «στους άγριους βάλτους του Θόρφιλντ, αποκαΐδια». Αναφέρεται στην Τζέιν Έιρ, την κεντρική ηρωίδα του ομώνυμου δημοφιλούς μυθιστορήματος της Σάρλοτ Μπροντέ.

«Γεννήθηκα το 1846». Η Σάρλοτ Μπροντέ που γεννήθηκε το 1816. Η Τζέιν Έιρ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1847, άρα μάλλον δεν εννοεί ούτε αυτήν. Το 1846, όμως, κυκλοφόρησε μια ποιητική συλλογή των τριών αδελφών Μπροντέ, με τα ψευδώνυμα Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ. Πιστεύω ότι σε αυτό αναφέρεται η Κουτσουμπέλη. Τότε γεννήθηκε η Ποιήτρια. Το επιβεβαιώνει ο τελευταίος στίχος του ΠΡΟΛΟΓΟΥ «Γράφω ακόμα».

Ποιήτρια και κατάσκοπος ταυτόχρονα. Ποιήτρια έξω και πέρα από τον χρόνο. Αλλά και Ποίηση διαχρονική, «και, κάπως έτσι,/ κάποιος, κάπου, κάποτε,/ έγραψε τον πρώτο στίχο» (Οι φήμες και άλλα άγνωστα ιπτάμενα αντικείμενα). Κατάσκοπος που κυκλοφορεί ανάμεσά μας, υπονομεύει τις βεβαιότητές μας «Αφού η ίδια η ύπαρξή μας εμπεριέχει την παγίδα», «Η ζωή μας προετοιμάζει για πουτίγκα/ και μας σερβίρει χελωνόσουπα», «κανείς θνητός/ δεν πέθανε ποτέ/ από θνησιγενές φιλί» (Όλη η αλήθεια σχετικά με την προδοσία). Μας προσγειώνει στην πραγματικότητα, «έχουν και τα θαύματα τα όριά τους, απαντάει αυτός» και μάλιστα μέσα από ένα ποίημα που παραπέμπει ευθέως στο φανταστικό και το παράδοξο (Η Αλίκη ανακάμπτει). Μας υπενθυμίζει τον παράλογο αγώνα του ανθρώπου για την αθανασία, «Έλα κι ανάστησέ με, του φωνάζει./ Αυτός κάτω από το χώμα ακούει ήρεμα,/ με τα χέρια στο στήθος σταυρωμένα./ Τόσο εξοικειωμένοι πια οι νεκροί με το παράλογο,» (Γυναίκα Λάζαρος). Μας αφυπνίζει για την εμπιστοσύνη στις σχέσεις «Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς/ που αφήνουν σημειώματα./ Εννιά στις δέκα φορές επινοούν.» (Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ)

Κινείται απαρατήρητη, σκιά. Καταγράφει, ενσωματώνει, ενδοβάλλει. Πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις. Και λογοτεχνία. Πολλή λογοτεχνία. Ο Λιούς Κάρολ (Η Αλίκη Ανακάμπτει), η Σύλβια Πλαθ (Η Γυναίκα Λάζαρος), ο Ιούλιος Βερν – ο Φιλέας Φογκ επανέρχεται – και πάλι ο Λιούις Κάρολ και ο Φραντς Κάφκα (Οι Τρεις Εραστές), ο Λέων Τολστόι και ο Χέρμαν Μέλβιλ (Λογοτεχνικές Συγκρούσεις. Νομίζω ότι η φάλαινα και η νύχτα, δεν παραπέμπουν μόνο στον Μέλβιλ και τον Μόμπι Ντικ, αλλά και στην ποιητική συλλογή της ίδιας «Η Νύχτα είναι μια Φάλαινα»), ο Κονσταντίν Σιμόνοφ (Κονσταντίν Σιμόνοφ), Τζον Μάθιου Μπάρι (Ο Κύριος Χόθορν Παραβιάζει την Εναέρια Κυκλοφορία) υπάρχουν στη συλλογή , όχι ως απλές αναφορές, αλλά ενταγμένοι στα ποιήματα με τρόπο ευφυή και δημιουργικό.

Ο κόσμος της Κουτσουμπέλη, είναι γεμάτος καταστροφές, τραύματα, υποκρισία, εγκατάλειψη, απώλειες, πόνο, προδοσία. Που χρειάζεται κουράγιο για να πορεύεσαι στα μονοπάτια του. Να ανατρέπεις, να συγκολλάς, να λειαίνεις, να σκάβεις, να επουλώνεις, να ερωτεύεσαι και μετά την απόρριψη και την προδοσία, να συνέρχεσαι από τις απώλειες και να συνεχίζεις. Με οδηγό την Αλήθεια. Τη δική σου και των άλλων. Γνωρίζοντας ότι η μάχη που δίνεις είναι εκ των προτέρων χαμένη. Και σημασία έχει να τη δίνεις με στυλ. Το δικό σου προσωπικό στυλ.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

Είπε αυτός μπορεί να τα ρυθμίσει.

Να διασωθεί ο Άδμητος.

Μία μικρή μίζα στον βαρκάρη,

ένα ασημένιο νόμισμα στο στόμα.

Ο Κέρβερος θα αναισθητοποιηθεί με βαρβιτουρικά.

Η απόδραση θα γίνει τη νύχτα στο σκοτάδι.

Αρνήθηκα.

Οι νεκροί έρωτες δεν ανασταίνονται ποτέ.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη μεγαλώνει και ωριμάζει μαζί με την Πηνελόπη και την Αντιγόνη της. Η τεχνική της είναι άψογη και η ματιά της καθαρή και διεισδυτική, τόσο προς τα έσω, όσο και προς τα έξω. Η τελευταία της ποιητική συλλογή είναι από τις ωριμότερες, πιο άρτιες και καλύτερές της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Και τώρα; Τον ρώτησε.

Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη

με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.

Φορούσε μαύρα γυαλιά.

Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,

είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ

www.poeticanet.gr Τ.36 Ιανουάριος 2020

Το βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη (κρατικό βραβείο, 2018), κινείται προς την επιτυχημένη κατεύθυνση του έργου της «Ομοτράπεζοι μιας άλλης γης». Με πυκνό στακάτο λόγο, μικρές προτάσεις και σύντομες αφηγήσεις, όπου η ματαίωση αναβλύζει από ένα σκοτεινό κέντρο, η ποιήτρια κρατά ως βασικό καμβά το οικογενειακό μοντέλο και την ανάπτυξή του σε παράλληλες συναισθηματικές αντιστοιχίες. Η γνωστή εξομολογητική τακτική της αμερικανικής Σχολής τροφοδοτεί κι εδώ πολλά μοτίβα. Ποίηση ανθρωποκεντρική, πολυπρόσωπη, η οποία σπαρταρά και οιμώζει, σχεδιάζοντας το περίγραμμα του τραυματισμένου γυναικείου προσώπου. Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ («ντεσπερέ» σημαίνει απελπισία) μας οδηγεί σε έναν κόσμο γεμάτο παγίδες και αδιέξοδα, όπου πρωταγωνιστούν η τραγικότητά της ύπαρξης, οι προδοσίες και τα πένθη, η απειλή του θανάτου. Εντούτοις όλα αυτά δεν δίνονται με τρόπο που ταράζει τον αναγνώστη, γιατί έχουν ως ισοζύγιο μια αθώα παιδικότητα.

Το πρόσθετο χαρακτηριστικό αυτής της ποίησης είναι η αναφορά στην ίδια τη λογοτεχνία, με τη συμπερίληψη μύθων, κλασσικών έργων και τη συνομιλία με ξένους λογοτεχνικούς ήρωες και συγγραφείς (τον Κάφκα, την Πλαθ, τον Μέλβιλ, τον Τολστόι, τον Ιούλιο Βερν, τον Λιούις Κάρολ), σε ένα διακειμενικό παιχνίδι που παίζεται με ευφάνταστες αντιστροφές και νέες αφηγηματικές εκδοχές. Η ποιήτρια μεταμφιέζεται σε Αντιγόνη, σε Άλκηστη, σε Γυναίκα του Λωτ, σε Άννα Καρένινα, σε Βαλεντίνα (επιστολογράφο του ποιητή Σιμόνοφ), σε Μίλενα (του Κάφκα) για να βιώσει την απώλεια ως κοινή μοίρα των γυναικών, αλλά και τη διαδρομή που οδηγεί στην αγάπη: Το μίσος είναι κόσμος άκοσμος./ Μισός./ Η αγάπη όμως./ Δεν γερνά ποτέ… Με καθαρά εξπρεσιονιστική γλώσσα, η Χλόη Κουτσουμπέλη καταφέρνει να συγκροτήσει ένα ιδιόμορφο ποιητικό στίγμα που τη χρήζει συνεχιστή της γραμμής του Σαχτούρη και του Καρυωτάκη, χωρίς να γίνεται μιμητής τους.

.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

frear.gr 25/10/2019

Η γυναικεία γραφή της ποίησης. Μια δημιουργική αναγνωστική συνεισφορά στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη

Ο όρος γυναικεία γραφή όπως προέκυψε τη δεκαετία του ’80, οπότε και εμφανίζεται στα γράμματα η Χλόη Κουτσουμπέλη, αφορούσε την επικοινωνία της εμπειρίας ή τις ποικίλες σηματοδοτήσεις του να είσαι/γίνεσαι γυναίκα, διαδικασίες που παραπέμπουν στην υλικοποίηση του φύλου, και αναδεικνύει την αναγκαιότητα μιας συζήτησης που συνεχίζεται στη βάση της εξέτασης του γυναικείου υποκειμένου μέσα στο ασφυκτικό καθεστώς του πατριαρχικού λόγου (Τορναρίτη Ελενα, 2016).

H επίδραση της Anne Sexton και της Sylvia Plath είναι εμφανής στις ποιήτριες της γενιάς του ’70, αλλά και της γενιάς του ’80. Στο πλαίσιο της συγκρουσιακής ανάγκης και της ακύρωσης των στερεοτύπων, το πρόταγμα είναι η δημιουργία ενός διακριτού λόγου, όπου η έμφυλη ταυτότητα θα λειτουργεί ως τρόπος επαναπροσδιορισμού του φύλου και διατύπωσης του νέου φεμινιστικού αιτήματος μέσα στις νέες πολιτικές, κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες.

Όμως, όπως μας λέει η Άντεια Φραντζή, «Ποίηση γραφεί κανείς με το σώμα του — γιατί δεν υπάρχει πνεύμα, νους, ψυχή ή όπως αλλιώς να το ονομάσουμε, που να είναι αποχωρισμένο από το σώμα. Δυσκολεύομαι, όμως, πλέον να ξεχωρίσω το θηλυκό από το αρσενικό γένος, το γυναικείο από το ανδρικό γνώρισμα. Δεν γνωρίζω, δηλαδή, με ποιο τρόπο μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις λειτουργίες τους. Δε θα μάθω ποτέ πώς νιώθει ένας άντρας, ούτε ένας άντρας θα μάθει ποτέ πώς νιώθει μια γυναίκα. Είμαστε καταδικασμένες στην άγνοια των αισθημάτων και οι δυο πλευρές. Αυτό που γνωρίζουμε μόνο είναι το κυρίαρχο συναίσθημα πως διαφέρουμε από τους άντρες και αυτοί αντιστοίχως το ίδιο ακριβώς γνωρίζουν. Στο σημείο, όμως, αυτής της συνειδητοποίησης συμπίπτουμε, και ακριβώς εκεί πιστεύω πως αρχίζει μια διαδικασία σύγκλισης. Και δεν αναφέρομαι εδώ αποκλειστικά στην όλο και συστηματικότερη κοινωνική σύγκλιση ανδρών και γυναικών αλλά και στη συναισθηματική/υπαρξιακή».

Αυτή ακριβώς η σύγκληση νομίζω πως αποτελεί το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της πλούσιας ποιητικής παραγωγής της Χλόης Κουτσουμπέλη, η οποία εξ αρχής δόθηκε με πείσμα και συνέπεια στις μεγάλες της αγαπημένες. Διδάχτηκε τις εκφραστικές τεχνικές και το τιθασευμένο συναίσθημα, καταφέρνοντας να δημιουργήσει τον δικό της ποιητικό κόσμο με άξονα τις γυναίκες της. Οι γυναίκες της είναι συναυτουργοί και σύμβολα, όπως πρόσωπα και προσωπεία για τις ανάγκες της δράσης και του κύρους της έκφρασης. Στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη τίποτε δεν αφήνεται στην τύχη. Αναφερόμενη στο έργο της ποιήτριας Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, η Ζωή Σαμαρά θα επισημάνει πως στην πατριαρχική κοινωνία, η γυναίκα ποιήτρια επαναστατεί, για να αποδεχτεί τελικά τη θέση του άνδρα. Το μάταιο του αγώνα οδηγεί σε εκλεπτυσμένες μεταμορφώσεις και συνειρμούς ούτως ώστε διατηρώντας χαρακτηριστικά να γίνονται σύμβολα επιτρέποντας τη συνέχεια, έως την απάρνηση του εγώ και του προσωπικού βιώματος και αποδίδοντάς το στα πρόσωπα ώστε ευκολότερα να ενταχθεί στο κοινωνικό πλαίσιο. Άλλωστε από το 2004 στην ποιητική συλλογή, Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα το είχε σημειώσει εμφατικά:

Οι ποιητές δεν μένουν ποτέ οι ίδιοι./ Στην διάρκεια του ταξιδιού μεταμορφώνονται/ σε γυπαετούς ή κάργες/ ή σε κατακόκκινα πουλιά στο χρώμα της φωτιάς…/ Κάποιοι μεταμορφώνονται σε λύκους/ που με τα ουρλιαχτά τους αλλάζουν το σκοτάδι, / άλλοι γίνονται ορχιδέες/ ή ανεμώνες, / ή ασημένια χέλια,/ κουκούλια σκαν/ μικρές σαύρες σέρνονται στις όχθες,/ τα νερά στη λίμνη παγώνουν, η λίμνη ποτέ δεν μένει ίδια./ (σ.10) Προς επίρρωση των παραπάνω θα προσθέσω τα λόγια της Τουραντότ από το συνθετικό διαλογικό ποίημα της ίδιας συλλογής Το τραγούδι των επτά ημερών: Είμαι γήινη, γυναίκα. […]/ Πώς να σ’ αποχωριστώ,/ χωρίς καν να σε φιλήσω;/ Χωρίς μια αγκαλιά,/ ένα χάδι να θυμάμαι; (σ.48)

Η Χλόη Κουτσουμπέλη με θαυμαστή μαεστρία μας εντάσσει στο ποιητικό της σύμπαν και μας προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τις γυναίκες της δημιουργώντας στην πραγματικότητα τις κατάλληλες συνθήκες για να επικοινωνήσει ποιητικά, να συστηθεί και να επικαιροποιήσει την κεκαλυμμένη μα τόσο εμφανή παρουσία της. Γιατί είναι μόνο μια γυναίκα/ γυμνή πάνω σε ένα σαλιγκάρι/ η πιο μικρή σου κόρη/ η πιο απόμακρη οικεία/ (Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, σ. 33)

Έτσι λοιπόν έχουμε και λέμε, εκκινώντας από το σύμβολο του αγώνα, της αντίστασης ενάντια στην τάξη και τον νόμο, σ’ ό,τι έχει οριστεί ως νομιμότητα, την Αντιγόνη. Η οικεία Αντιγόνη είναι πέρα από σύμβολο, η εγγυήτρια της ποιη