ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1962. Σπούδασε Νομικά στο Α.Π.Θ. Εργάστηκε για δέκα οκτώ χρόνια σε Τράπεζα.
Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής δέκα ποιητικές συλλογές, δύο μυθιστορήματα, δύο θεατρικά έργα και δυο Ηλεκτρονικά βιβλία. Η ποιητική της συλλογή Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης (Γαβριηλίδης 2016) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Ποίηση

1. Σχέσεις σιωπής (Εγνατία 1985)
2. Η νύχτα είναι μια φάλαινα (Βιβλιοπωλείο Λοξίας 1990)
3. Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα (Νέα Πορεία 2004)
4. Η λίμνη, ο κήπος και η απώλεια (Νέα Πορεία 2006)
5. Η αλεπού και ο κόκκινος χορός (Γαβριηλίδης 2009)
6. Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς (Γαβριηλίδης 2012)
7. Κλινικά απών (Γαβριηλίδης 2014)
8. Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης (Γαβριηλίδης 2016) 
9. Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ  (Πόλις 2018)
10. 
Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον  (Πόλις 2021)

Β. Μυθιστόρημα

1. Ψιθυριστά Παρατηρητής 2002
2. Ο βοηθός του κυρίου Κλάϊν 2017
3. Ιερεμιάδα  (Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ  2023)

Γ. Θεατρικά

1. Ορφέας στο μπαρ Πάροδος 2005
2. Το ιερό δοχείο Θίνες 2015

Δ. Ηλεκτρονικά βιβλία

1. Απαγόρευση κυκλοφορίας, 2013
2. Η μυστική ζωή των ποιημάτων, 2014
(Ποιήματα της ιδίας με φωτογραφίες του Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου)

.

.

ΙΕΡΕΜΙΑΔΑ (2023)

ΟΠΟΣΘΟΦΥΛΛΟ

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΞΥΠΝΗΣΑ ΑΠΟΤΟΜΑ, ΑΝΑΨΑ ΤΟ ΦΑΚΟ ΜΟΥ και μπήκα μέσα στο σπίτι για να πάρω ένα μπουκάλι νερό. Από την κρεβατοκάμαρα της Μπριγκίτε άκουσα έναν λυγμό. Κοίταξα μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Το φως του φεγγαριού έλουζε το διπλό κρεβάτι με τα σατέν σεντόνια. Στο κέντρο της ασημένιας θάλασσας επέπλεε η Μπριγκίτε σε εμβρυακή στάση και έπνιγε με ένα μαξιλάρι το κλάμα της. Απομακρύνθηκα αθόρυβα στις μύτες των ποδιών μου, ξαναγύρισα στην αιώρα μου και ξάπλωσα ανάσκελα. Ήμουν ένας από τους ελάχιστους τυχερούς ανθρώπους, ίσως σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, που μπορούσαν ακόμα να μιλούν. Είχα μείνει όμως άφωνη από τη φρίκη. Οι λέξεις έμοιαζαν άδειοι κάλυκες, καρυδότσουφλα χωρίς ψίχα. Ίσως, σκέφτηκα, δεν είναι ο ιός που μας φιμώνει, είναι αυτό το φιλί του θανάτου στο στόμα που μας κλέβει τη φωνή.

Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας που προκάλεσε ο ιός SARS-CoV-2 και μέσα στις ημέρες της καραντίνας που μας επιβλήθηκε. Επειδή όμως η λογοτεχνία δεν αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα επινόησα έναν άλλο ιό, τον επονομαζόμενο Κέρβερο. Πρόθεσή μου ήταν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα στο οποίο να διερευνάται όλο το πλέγμα των σχέσεων, και ειδικά των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται υπό ειδικές συνθήκες σε διαφορετικά περιβάλλοντα ανάμεσα σε ανθρώπους πάνω από τους οποίους επικρέμαται η απειλή του τέλους.
Γιατί μέσα στις άγριες συνθήκες αυτής της πανδημίας ένας από τους προβληματισμούς που αναδύθηκε είναι και ο εξής: Ποια κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής αφυπνίζονται, όταν προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβίωση; Επικρατεί το σκοτάδι ή το φως όταν απειλείται η υπόσταση και η ζωή του ανθρώπου;

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

ΤΕΡΕΖΑ

Πίστευα ότι όταν έρθει αυτή η ώρα, θα είχα το θάρρος να πεθάνω. Χθες διάβασα και την τελευταία σελίδα του τελευταίου πια βιβλίου. Ήταν ένα χάρτινο αστυνομικό. Ξεκοκάλισα ακόμα και όλα τα περιοδικά και τις παλιές εφημερίδες, που με έφεραν σε επαφή με αυτό το γυαλιστερό ψεύτικο σάβανο που οι άνθρωποι ονόμαζαν πολιτισμό και κάτω από το οποίο σάπιζε ο κόσμος. Καταβρόχθισα λαίμαργα οτιδήποτε ήταν σε έντυπη μορφή και περιείχε γράμματα. Τι νόημα έχει τώρα πια η ζωή μου; Και τότε, σήμερα τα χαράματα, μία ύπουλη σκέψη σύρθηκε σαν φίδι μέσα στο μυαλό μου: Η βιβλιοθήκη της Μονής. Στις σπάνιες επισκέψεις μου στο μοναστήρι, είχα εντοπίσει ένα ολόκληρο δωμάτιο γεμάτο σπάνιες εκδόσεις βιβλίων, άλλων δερματόδετων και άλλων εμφανώς χρησιμοποιημένων, που προέρχονταν προφανώς από δωρεές, που όμως κάλλιστα ΐα αποτελούσαν την πνευματική τροφή τουλάχιστον ενός χρόνου για μένα. Σαν όραμα πέρασε τότε η εικόνα αυτής της βιβλιοθήκης από μπροστά μου, κι ήταν τόσο ζωντανή και δελεαστική, ώστε μια έντονη επιθυμία ξύπνησε μέσα μου. Ναι, τα ήθελα όλα αυτά τα βιβλία, που έμεναν σε ληθαργικό ύπνο τόσα χρόνια, ώσπου μια μέρα κάποια από τις γυναίκες του Μοναστηριού να χαϊδέψει με τα ακροδάχτυλά της τη ράχη τους. Ύστερα θα έπαιρνε κάποιο από αυτά στα χέρια της, θα φυσούσε τα σωματίδια της σκόνης που θα χόρευαν σαν απειροελάχιστοι διάφανοι κύκνοι στο φως και αφού το μύριζε με το πάθος που μυρίζει κάποιος το φρεσκοβρεμμένο χώμα, θα άνοιγε το πρόθυμο σώμα του όπως ανοίγει κάποιος ένα όστρακο και θα το ρουφούσε. Γιατί να μην είμαι εγώ αυτή η γυναίκα; σκέφτηκα. Όμως αυτό θα σήμαινε μία τεράστια υπέρβαση για μένα.
Μία μετατόπιση. Και όπως έχω μάθει με τον σκληρό τρόπο, στον κόσμο των ανθρώπων τίποτε, μα τίποτε δεν είναι ποτέ δωρεάν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα το τίμημα είναι πολύ ακριβό. Πρέπει να πλησιάσω ξανά τους ανθρώπους, εγώ που ζω τόσα χρόνια απομονωμένη στην απόλυτη ερημιά, ώστε κανείς και τίποτε να μη με πληγώσει ξανά. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μπω σε μία σειρά από συμβάσεις, να μαζέψω βότανα, να φορέσω ένα χαμόγελο, να διαλέξω ένα φουστάνι από τα λιγοστά που έχω προμηθευτεί από τα έρημα σπίτια του χωριού, να δέσω τα μακριά φουντωτά μου μαλλιά που μου φθάνουν μέχρι τη μέση, να κοιταχτώ πάλι στον σπασμένο καθρέφτη. Να ενδιαφερθώ για το πώς θα αντικατοπτριστώ στα μάτια τους. Και ύστερα; Δεν ξέρω τι με φοβίζει περισσότερο. Η καχυποψία στο βλέμμα τους, η απόρριψη ή ακόμα χειρότερα η εγγύτητα; Έχουν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε που κάποιος άνθρωπος με ακούμπησε, από τότε που ένα ανθρώπινο χέρι χάιδεψε το κορμί μου. Έχουν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε που κάποιος με κοίταξε βαθιά στα μάτια και με είδε. Φοβάμαι ότι έχω χάσει την υπομονή μου με τους ανθρώπους, μου φαίνονται απειλητικά τέρατα, ορθώνονται μπροστά μου με τα παραμορφωμένα τους πρόσωπα και στ’ αυτιά μου αντηχεί το κοροϊδευτικό τους γέλιο. Ναι, γνώρισα τη μικρότητα και τη μικροψυχία τους. Από μικρό παιδί όμως είχα οχυρωθεί απέναντι τους. Όχι, δεν ήταν η κακία που με πλήγωσε θανάσιμα, που γκρέμισε και την τελευταία γέφυρα επαφής μου μαζί τους. Η αγάπη ήταν αυτή που με διαπέρασε και τελικά με διέλυσε.
Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να συνέλθω. Για μια στιγμή μάλιστα γεννήθηκε μία ελπίδα, ότι όλος ο πόνος δεν ήταν μάταιος, ότι η απώλεια μπορεί να αναπληρωνόταν με μία παρουσία. Όμως και αυτή η προσδοκία διαψεύστηκε. Και τότε ξέκοψα οριστικά. Πριν δύο χρόνια τον είδα πάλι από μακριά. Είχε έρθει με το γνωστό φορτηγάκι. Θα έφερε μάλλον προμήθειες στο Μοναστήρι. Ούτε καν έστρεψε το κεφάλι του προς το πέτρινο σπιτάκι μου. Έγινα αόρατη και πάλι. Άραγε είμαστε όλοι ανύπαρκτοι μέχρι που κάποιος να μας κοιτάξει, να αναδυθούμε τότε λαμπεροί μέσα από το ερωτευμένο βλέμμα και, όταν η σχέση τελειώσει, να ξαναγυρίσουμε στη γαλήνη τού τίποτα;
Μικροί Λάζαροι τυλιγμένοι με τη γάζα μας, περιμένουμε κάποιος να μας πει «Δεύρο έξω». Και μετά χωνόμαστε όλο και πιο βαθιά μέσα. Μέχρι που το χώμα κατακλύζει τα μάτια και τ’ αυτιά μας. Πρέπει να κάνω τον μέγιστο συμβιβασμό. Να πλησιάσω το Μοναστήρι, να κάνω μία επίσκεψη από κοντά. Και να ζητήσω το προνόμιο. Με ανταλλαγή. Το βασίλειό μου για ένα άλογο. Τα βότανά μου για ένα βιβλίο.

.

ΙΣΑΑΚ

Άννα, Άννα, Άννα.
Πάντα με γοήτευε το όνομά σου. Είναι ένα καρκινικό όνομα, μπορεί δηλαδή να διαβαστεί και ανάποδα, πηγαίνει από αριστερά προς τα δεξιά και μετά από τα δεξιά προς τα αριστερά, όπως προχωρά ένας καρκίνος, δηλαδή κάβουρας.
Είναι ένα εβραϊκό όνομα Άννα, πόσο τυχαίο είναι αυτό;
Πού να είσαι τώρα; Είσαι άραγε ζωντανή;
Πριν φύγουμε για το Καταφύγιο, σε αναζήτησα επίμονα. Ήθελα να σε πάρω μαζί μου στην κιβωτό αυτή, το είχαμε συζητήσει άλλωστε και με τη Μάγδα και το είχε δεχτεί. Αν και με είχες εγκαταλείψει με τόσο ψυχρό τρόπο έναν χρόνο πριν, σε έψαξα απεγνωσμένα. Είχε όμως ανοίξει η γη και σε κατάπιε. Ήσουν ζωντανή; Είχες προσβληθεί από τον ιό; Το σπίτι σου ήταν θεόκλειστο. Πέρασα και ξαναπέρασα. Χτύπησα όλα τα κουδούνια. Κανείς δεν απαντούσε.
Τελικά η κυρία Άντριους με τα πολλά μπιγκουτί στο κεφάλι, που κολλημένη στο παράθυρο κρατούσε λογαριασμό για το ποιος ερχόταν και ποιος έφευγε, ήταν η μόνη που μου άνοιξε την πόρτα της. Μου έγραψε σε ένα χαρτί ότι έφυγες μ’ ένα πλοίο. Ελπίζω να σώθηκες, ελπίζω να είσαι ζωντανή. Kι αν κάποτε η ζωή αποκτήσει ξανά μια κανονικότητα, θα ήθελα πάρα πολύ να ξαναβρεθούμε. Το ονειρεύομαι Άννα. Τόσα πολλά έμειναν ανείπωτα ανάμεσά μας. Με τη Μάγδα είχα μία σχέση ανοιχτή, που με έκανε να νιώθω ελεύθερος.
Ήξερα όμως ότι εσύ δεν θα το ανεχόσουν ποτέ αυτό. Ότι με ήθελες ολόκληρο, κι εγώ δεν ήξερα πώς να συγκολλήσω όλα τα κομμάτια μου και να σου προσφέρω τον εαυτό μου. Φοβόμουν. Δεν ήμουν αρκετός για σένα, Άννα.
Θυμάμαι εκείνη την ημέρα που σου είχα φέρει ιβίσκους και τους βάλαμε στο πήλινο βάζο στο τραπέζι της κουζίνας. Κάναμε έρωτα τρυφερά πάνω στο πολύχρωμο σου πάπλωμα. Έκλαψα από συγκίνηση στην αγκαλιά σου. Ποτέ δεν νιώσαμε τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο. Και όμως εσύ την επομένη ακριβώς ημέρα, υπέβαλες ξαφνικά την παραίτησή σου μ’ ένα ψυχρό τηλεφώνημα στον διευθυντή του κέντρου. Και ύστερα άνοιξες μία τάφρο ανάμεσά μας. Δεν απάντησες ποτέ ξανά στις κλήσεις και στα μηνύματά μου. Δεν άνοιξες, όταν χτύπησα την πόρτα του σπιτιού σου. Ακόμα κι όταν σε περίμενα στη γωνία και προσπάθησα να σου μιλήσω, με απέφυγες. Και τότε ο εγωισμός μου υπερίσχυσε. Η σκληρότητά σου μου φάνηκε αφύσικη, ο
τρόπος που ξέκοψες από μένα απάνθρωπος. Κι όμως βαθιά μέσα μου ήξερα τι ήθελες. Και φοβόμουν πολύ να σου το δώσω. Γιατί η αγάπη είναι το ίδιο τρομακτική με τον Θάνατο. Το ίδιο απόλυτη, το ίδιο διεκδικητική. Ψυχή και
σώμα.
Όμως άκου τώρα. Κάτι καινούργιο και ελπιδοφόρο. Για πρώτη φορά τα πράγματα φαίνονται λίγο πιο αισιόδοξα. Έχω βάσιμες υποψίες ότι ο ιός αρχίζει να εξασθενεί.
Συγκεκριμένα:
Πολύ κοντά και σε απόσταση πέντε λεπτών με τα πόδια από τον υπόγειο σταθμό μας, βρίσκεται ένα σπίτι τού οποίου οι κάτοικοι είχαν ήδη προσβληθεί από τον ιό. Ο πατέρας, ένας ιερέας, βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της αφωνίας, όμως οι δύο κόρες παρουσίασαν συμπτώματα ταχείας εξασθένισης της μνήμης τους. Είναι δύο πολύ συμπαθητικές νεαρές κοπέλες, με καλή αγωγή και πολύ ευγενική φυσιογνωμία. Συνέχεια παλινδρομούν ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη. Όταν συνέρχονται, μου κάνει εντύπωση η ευρυμάθειά τους, γνωρίζουν αρχαία ελληνικά και λατινικά και ξέρουν να απαγγέλουν απέξω στίχους από την «Κόλαση» του Δάντη. Αυτή που είναι στη χειρότερη κατάσταση από όλους είναι η μητέρα τους η κυρία Μπέλλα, που δεν θυμάται πια ούτε το όνομά της. Επιμένει κάθε φορά να μου προσφέρει κομπόστα ροδάκινο, που εγώ βέβαια δεν επιτρέπεται να αγγίξω, και κάθε φορά με φέρνει στη δυσάρεστη θέση να αρνηθώ με ευγένεια. Μερικές φορές η Νιόβη και η Αγράμπελη, που βλέπουν την αμηχανία μου, επίτηδες μου προσφέρουν και αυτές κομπόστα ροδάκινο μόνο και μόνο για να αρνηθώ και να γελάσουμε όλοι μαζί.
Στην αρχή ήμουν ο μόνος από τους Δέκα που αρνήθηκε να χρησιμοποιήσουμε ανθρώπους ως πειραματόζωα. Στο νου μου έρχονταν συνέχεια τα φρικαλέα πειράματα που έκαναν οι Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αδελφή της γιαγιάς μου υπήρξε μία από τις οκτακόσιες γυναίκες πάνω στις οποίες ο Ναζί γιατρός Κλάουμπεργκ, στο διαβόητο Μπλοκ 10 του Άουσβιτς, πειραματίστηκε με τη στείρωσή τους. Στην πρώτη φάση γινόταν έγχυση σκιαγραφικής ουσίας στη μήτρα και στη δεύτερη μιας άλλης καυστικής που αποσκοπούσε στο κόλλημα των σαλπίγγων τους. Στη συνέχεια ακολουθούσε παρακολούθηση
με νέες ακτινογραφίες και έλεγχος για να διαπιστώσει ο γιατρός εάν μακροπρόθεσμα είχε αποτέλεσμα η στείρωση. Η αδελφή της γιαγιάς μου, στη διάρκεια μίας τηλεφωνικής συνομιλίας που διέλυσε τη γιαγιά μου, της περιέγραψε τον φρικτό πόνο που ένιωθε όταν η ουσία χυνόταν μέσα της σαν καυτός ασβέστης. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κλείνει το τηλέφωνο και να μένει σιωπηλή για μέρες. Μετά από καιρό μόνο, μπόρεσε να διηγηθεί στη μητέρα μου τα λόγια της αδελφής της.
Η αδελφή της γιαγιάς μου ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που επιβίωσαν από το Άουσβιτς, αλλά αυτοκτόνησε ένα χρόνο μετά τη λήξη του πολέμου. Δεν άντεξε τη φρίκη των αναμνήσεών της. Όμως και η γιαγιά μου που είχε γλιτώσει, γιατί είχε καταφέρει να φύγει έγκαιρα, ποτέ δεν ξεπέρασε πραγματικά τον θάνατό της αδελφής της. Αργότερα, όταν το απύθμενο σκοτάδι ήρθε στο φως, μάθαμε ότι και άλλοι γιατροί των Ναζί ειδικεύονταν σε διαφορετικά πειράματα και βομβάρδιζαν με ακτινοβολία τα θύματά τους, προκαλώντας τους εγκαύματα. Και βέβαια, πολλά ακόμα ανατριχιαστικά και απάνθρωπα εγκλήματα διαπράττονταν καθημερινά σε αυτούς τους ναούς των βασανιστηρίων στο όνομα της επιστήμης. Έτσι στην αρχή ήμουν εξαιρετικά απρόθυμος για τη δοκιμή του εμβολίου στην οικογένεια του ιερέα, αν και ήξερα ότι ήταν σπουδαία ευκαιρία, αφού τα μέλη της είχαν ήδη προσβληθεί από τον ιό, άρα δεν είχαν κάτι να χάσουν. Αυτό θα βοηθούσε να διαπιστώσουμε την επίδραση του εμβολίου, όχι πια σε ποντίκια ή σε κουνέλια, αλλά σε ανθρώπους.
Όταν τελικά η πλειοψηφία των Δέκα αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνει το πείραμα και κάποιος από τους επιστήμονές να αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο με αυτούς τους ανθρώπους, δήλωσα εθελοντής. Θεώρησα ότι έτσι θα μπορούσα να ελέγχω καλύτερα την κατάσταση και να εμποδίσω οποιαδήποτε ακρότητα. Με δική μου εισήγηση το Συμβούλιο ενέκρινε τον εβδομαδιαίο εφοδιασμό της οικογένειας με τρόφιμα, φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης.
Έτσι λοιπόν συστηματικά χορηγούμε δόσεις από το εμβόλιο που έχουμε παρασκευάσει, στα τρία από τα τέσσερα μέλη της οικογένειας. Το γεγονός ότι επί δύο χρόνια τώρα ο ιερέας βρίσκεται καθηλωμένος στο πρώτο στάδιο
της αφωνίας, μπορεί να σημαίνει ότι καταφέραμε μία επιβράδυνση στην εξέλιξη του ιού. Το σημαντικό είναι ότι πέρα από έναν ερεθισμό του εντέρου, που του προκαλεί διάρροια από καιρού εις καιρόν, δεν έχει παρατηρηθεί άλλη παρενέργεια. Στην κυρία Μπέλλα δεν χορηγήσαμε καμία αγωγή. Και αυτό, Άννα, είναι ακριβώς που με κάνει αισιόδοξο: η μητέρα χωρίς να έχει πάρει κανένα φάρμακο, παρουσιάζει βελτίωση. Έχει δηλαδή αρχίσει να θυμάται ξανά κάποια βασικά πράγματα, όπως το όνομά της και τα ονόματα των κοριτσιών της, και χθες θυμήθηκε πότε είναι η επέτειος του γάμου της με τον ιερέα.
Το ίδιο, και σε μεγαλύτερο βαθμό, συμβαίνει και με τις δύο εμβολιασμένες κοπέλες, που παρουσιάζουν σταθερή βελτίωση. Οι φάσεις της αμνησίας γίνονται και σ’ αυτές όλο και πιο σπάνιες. Τώρα μπορούμε και ολοκληρώνουμε
πολύ πιο άνετα τις φιλοσοφικές μας συζητήσεις και απολαμβάνω τις διαφωνίες μας.
Η κατάσταση της οικογένειας αυτής, Άννα, μας επιτρέπει να ελπίζουμε. Ίσως ο ιός σταδιακά να εξασθενεί. Ίσως όσοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν στον πλανήτη ως τώρα, που μπήκαμε στον τέταρτο χρόνο της επικράτησης τού
Κέρβερου, έχουν μεγάλη πιθανότητα να σωθούν. Εύχομαι μόνο να είναι πολλοί, πάρα πολλοί αυτοί και κυρίως εσύ να είσαι μία από αυτούς.
Πάντα μα πάντα δικός σου,
Ισαάκ

.

ΑΝΝΑ

Υπάρχει ένας πολύ γνωστός πίνακας του Βελάσκεθ, που ονομάζεται Λας Μενίνας: οι Δεσποινίδες των Τιμών. Απεικονίζει την Ινφάντα Μαργαρίτα, τη μοναδική κόρη του βασιλιά Φιλίππου του τέταρτου της Ισπανίας και της δεύτερης συζύγοι του, Μαριάννας. Τη στιγμή που ο Βελάσκεθ ζωγραφίζει αυτό τον πίνακα, τα παιδιά τού Φιλίππου από την πρώτη του γυναίκα είναι όλα νεκρά.
Άραγε στο απόκοσμο βλέμμα της μικρής πριγκίπισσας Μαργαρίτας, που στέκεται ανάμεσα σε νάνους, σκυλιά και κυρίες επί των τιμών, αντικατοπτρίζεται η μελλοντική της ζωή; Προαισθάνεται ότι στα εννιά της χρόνια θα την δωρίσουν στον Λεοπόλδο τον I, στη Βιέννη, και ότι θα πεθάνει στα είκοσι τρία χρόνια της, κατά τη διάρκεια της έβδομης εγκυμοσύνης της;
Ο ίδιος ο ζωγράφος στέκεται μπροστά σε ένα ψηλό καβαλέτο και ο παρατηρητής τού πίνακα βλέπει μόνο το πίσω μέρος του καμβά που ζωγραφίζει. Αυτός ο πίνακας θεωρείται αινιγματικός, γιατί εγείρει πάρα πολλά ερωτήματα. Παραμένει για παράδειγμα μυστήριο, γιατί ο ζωγράφος έχει τόσο προνομιακή θέση στον πίνακα, αφού αυτός και το καβαλέτο του δεσπόζουν στο σκηνικό, ενώ ο βασιλιάς και η βασίλισσα μέσα στον πίνακα αναπαριστώνται μόνον ως αντανάκλαση σε έναν μικρό καθρέφτη.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τόσο κυρίαρχο το ρόλο του ζωγράφου; Μα είναι αυτός που διηγείται την ιστορία. Αυτός που κρατάει το πινέλο. Αυτός που έχει τη δύναμη να παρουσιάσει τη δική του αλήθεια. Και να δώσει τις δικές του διαστάσεις στα πρόσωπα και στις καταστάσεις.
Αναρωτιέμαι, αν κάθε ένας και κάθε μία από εμάς έλεγε τη δική του αλήθεια, ο πίνακας που θα ζωγραφίζαμε για το τι έγινε πραγματικά τον τελευταίο μήνα στο Μοναστήρι θα άλλαζε κάθε φορά, ανάλογα με τον ζωγράφο-αφηγητή;
Αν, για παράδειγμα, διηγιόταν την ιστορία ο Ιάκωβος, πώς θα παρουσίαζε το λαϊκό αυτοσχέδιο δικαστήριό μας, τη μομφή, τον εξοστρακισμό του; Θα μας παρουσίαζε ως Μάγισσες που έχουν αντιστρέφει τη λειτουργία της Ιεράς Εξέτασης και δαιμονοποιούν τον άνδρα; Ως Βάκχες που κατακερματίζουν τον Πενθέα; Που τον καταδικάζουν σε θάνατο στέλνοντάς τον μόνο στο δάσος, χωρίς όπλο, τροφή και νερό;
Τι ιστορία θα είχε να διηγηθεί η Τρίτη, που αφού δικαιώθηκε επιτέλους, έφυγε μέσα στη νύχτα, κλέβοντας από τα λιγοστά μας τρόφιμα για να βρει τον πατέρα τού παιδιού της; Τον άντρα που με λύσσα από την αρχή επιδίωξε να εκδικηθεί;
Κι εγώ, η Άννα, που πρόδωσα την εμπιστοσύνη του, που από έμπιστη και αγαπημένη έγινα αμείλικτος εχθρός και δικαστής, τι θέση θα είχα στον υποτιθέμενο πίνακα που θα ζωγράφιζε ο Ιάκωβος; Υπερασπιστήκαμε μια νέα γυναίκα, που ήταν ακόμα παιδί, η οποία όμως στη συνέχεια έτρεξε για να
βρει και να σώσει τον θύτη της.
Σ’ αυτή την αφήγηση είμαι εγώ ο ζωγράφος και οι υπόλοιποι δεν είναι παρά αντανακλάσεις σ’ έναν καθρέφτη. Όμως ποια είναι τελικά η αλήθεια; Ποιο είναι το καλό και το κακό; Το έντιμο και το ανήθικο; Και ποιο είναι το τίμημα που πρέπει τώρα να πληρώσω; Τώρα που έχασα οριστικά και αμετάκλητά τον Ιάκωβο από τη ζωή μου;

.

ΙΕΡΕΜΙΑΣ

Δεν είναι ότι δεν την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ. Και χαίρομαι που θα είμαι μαζί της. Αλλά θα μου λείψει πολύ η Άννα. Ήρθε χθες βράδυ και με ξύπνησε. Ήταν πολύ τρυφερή μαζί μου, όπως παλιά. Με φιλούσε, με χάιδευε, με αγκάλιαζε σφιχτά.
– Θέλεις να φύγεις με την Τερέζα; έγραψε κάποια στιγμή στην πλάκα της. Θα πάτε σε ένα άλλο μέρος. Σε κάτι φίλους. Θα έρχομαι συχνά να σε βλέπω.
– Γιατί; την ρώτησα με παράπονο.
– Κάποιοι από το μοναστήρι θεωρούν επικίνδυνη την Τερέζα. Θα την διώξουν.
– Εσύ, Άννα; την ρώτησα. Θεωρείς επικίνδυνη την Τερέζα; Ήξερα ότι θα μου πει την αλήθεια. Πάντα μου λέει την αλήθεια η Άννα.
– Σε λατρεύει, απάντησε στην πλάκα της. Ποτέ δεν θα σου κάνει κακό.
-Όλα αλλάζουν, της είπα με παράπονο.
– Δεν είναι πάντα κακό αυτό, μου έγραψε και με αγκάλιασε πάλι σφιχτά.
Δεν ήθελα να χάσω την Τερέζα. Περνάω πολύ όμορφα μαζί της. Δεν ήθελα όμως και να φύγω από το Μοναστήρι. Είναι το μόνο σπίτι που ξέρω.

Όμως τον τελευταίο καιρό όλα είναι διαφορετικά. Περίεργα. Όλοι λυπούνται πολύ, συνεχώς κλαιν. Όλοι απομονώνονται. Δεν κάνουμε πια κύκλο, σχεδόν κόψαμε ακόμα και το να τρώμε μαζί. Μάλλον γι’ αυτό έφυγε και ο Ιάκωβος για να μείνει λίγο μόνος και δεν ξέρουμε πότε θα ξαναγυρίσει. Ή μπορεί και να έφυγε επειδή η Τρίτη τον κατηγορεί για διάφορα πράγματα. Κανείς δε μου λέει γιατί. Αλλά ξέρω ότι η Τρίτη είναι πολύ θυμωμένη μαζί του. Μία φορά μου έδειξε την κοιλιά της και μετά έκανε πως νανουρίζει στα χέρια της ένα μωρό. Όμως δεν την πίστεψα. Είναι πολύ μικρή για να είναι η μαμά μου.
Άρα αφού έφυγε ο Ιάκωβος, γιατί δεν άντεξε όλα αυτά τα κλάματα, μήπως πρέπει να φύγω κι εγώ; Γιατί η Τερέζα από την άλλη μεριά είναι πάντα χαρούμενη. Και μου μαθαίνει χίλια δυο πράγματα για τα σαλιγκάρια, τις κάμπιες, τους κοκκινολαίμηδες, τα διάφορα είδη μανιταριών και λουλουδιών.
Περνώ πολύ όμορφα μαζί της. Και ξέρει ένα σωρό γιατροσόφια για να με κάνει καλά όταν αρρωσταίνω. Και πώς να ζουπάμε κάτι μικρά λουλούδια και να πίνουμε το νέκταρ. Και πώς να μην τρομάζουμε μία αλεπού που έρχεται και την επισκέπτεται κάθε απόγευμα.
Βέβαια και στην εκδρομή με τον Ηλία πέρασα υπέροχα. Σκότωσα και τον πρώτο μου λαγό. Εδώ και ένα μήνα ο Ηλίας μου μαθαίνει σκοποβολή. Κρυφά από όλους για να μη μας μαλώσουν. Έτσι ήμουν έτοιμος. Τον πυροβόλησα με το ντουφέκι του Ηλία. Ύστερα ο Ηλίας μου έδωσε τον ψόφιο λαγό να τον κρατήσω και έγραψε στην πλάκα του. ΤΟΡΑ ΕΓΙΝΕΣ ΑΝΤΡΑΣ.
Είναι λίγο ανορθόγραφος, αλλά δεν πειράζει. Όμως αν εξαιρέσεις αυτή την εκδρομή, ο Ηλίας δεν μου δίνει συνήθως σημασία.
Είναι απασχολημένος όλη μέρα, και μερικές φορές όταν τρέχω από πίσω του, με διώχνει με άσχημο τρόπο.
Το βράδυ που κατασκηνώσαμε δίπλα στο ποτάμι, τον ρώτησα αν τον πειράζει που όλοι κλαίνε στο Μοναστήρι. ΕΙΝΑΙ ΓΙΝΑΙΚΕΣ, έγραψε στην πλάκα του, σαν αυτό να τα εξηγεί όλα. Και η Τερέζα όμως είναι γυναίκα, αλλά δεν κλαίει.
– Εσύ, τι λες να κάνω; ρωτώ την Άννα.
– Εσύ αποφασίζεις.
– Πόσο συχνά θα έρχεσαι;
– Μία φορά τον μήνα.
– Πιο συχνά δεν γίνεται;
– Γίνεται.
Γράφει, μου το δείχνει, χαμογελάει. Όλα θα πάνε καλά. Η Άννα θέλει να φύγω. Θα της λείψω, αλλά θεωρεί ότι θα είναι καλό για μένα να φύγω με την Τερέζα.
Έτσι το αποφασίσαμε και φύγαμε με την Άννα κλεφτά μέσα στη νύχτα, φορτωμένοι δύο σάκους με ρούχα και προμήθειες. Η μεγάλη πόρτα του Μοναστηριού έτριξε δυνατά και λίγο φοβηθήκαμε μη μας καταλάβουν, αλλά εντάξει, όλοι κοιμούνταν βαθιά.
Η Τερέζα ήταν ξύπνια και μας περίμενε. Μας έβαλε μέσα στο καλύβι βιαστικά. Αγκάλιασε σφιχτά πρώτα εμένα και μετά την Άννα.
Θα ξεκινήσουμε σε λίγο. Η Τερέζα ξέρει πολύ καλά και το δάσος και όλο το νησί. Θα ακολουθήσουμε κρυφά μονοπάτια. Σε λίγο θα ξημερώσει. Μέχρι το μεσημέρι το αργότερο, θα έχουμε φθάσει στον οικισμό. Η Τερέζα γράφει όλα αυτά στην πλάκα της Άννας. Η Άννα θα πάρει την Τζέην Έυρ μαζί της στο Μοναστήρι.
Η Άννα δίνει στην Τερέζα ένα φάκελο με ένα γράμμα. Γράφει πάνω ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΚ. Είναι φίλος της, μας γράφει στην πλάκα της. Με το γράμμα αυτό τον παρακαλεί να μας φροντίσει. Θα μας δεχτεί, γιατί είμαστε υγιείς. Αν κάτι πάει στραβά, να βρούμε τρόπο να την ειδοποιήσουμε.
Με την Άννα αγκαλιαζόμαστε πολύ σφιχτά. Την τελευταία στιγμή δεν θέλω να φύγω.
– Μετάνιωσα, της λέω. Θέλω να μείνω εδώ μαζί σου.
Η Άννα ανταλλάσσει ένα βλέμμα με την Τερέζα. Ύστερα γράφει στην πλάκα της.
– Η Τερέζα είναι η μαμά σου. Αυτή σε γέννησε.
Όσο απίστευτο κι αν μου φαίνεται αυτό που γράφει η Άννα, το πιστεύω. Η Άννα μού λέει πάντα την αλήθεια.
Επιτέλους βρήκα τη μαμά μου. Δεν είμαι πια ορφανό.
Αποσπάστηκα από την αγκαλιά της Άννας και έπιασα το χέρι της Τερέζας. Δεν ξέρω τι θα έλεγε ο Ηλίας αν μας έβλεπε, πάντως κλαίγαμε και οι τρεις.

.

ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ (2016)

ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ

ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ

ΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΒΡΕΘΕΙΣ

Αν κάποτε βρεθείς σε ξένη γη
χειμώνα με ομίχλη
και την υγρασία ψόφιο όρνεο
κάτω απ’ το σακάκι
διασχίζεις έρημα χωράφια
και συναντάς μόνο σκιάχτρα
που ριγούνε στο σκοτάδι
και δεν υπάρχει δρόμος
ούτε κορμί
ούτε ένα γερό κονιάκ παρηγοριάς
να τονώσει τα κόκαλα που τρίζουν
θυμήσου πως σε θυμάμαι
πως πλέκω τις ίνες μεταξύ τους
τα νήματα δένω του χρόνου
υφαίνω το κόκκινο χαλί
στην ζεστή κουζίνα
με την χύτρα να κοχλάζει
το ξύλινο τραπέζι
την σούπα, το τυρί και το ψωμί
και κάθισε ξανά απέναντι
αφού το μόνο σπίτι
που μοιράζονται δυο άνθρωποι ποτέ
είναι η μνήμη.

ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ

I

Ο άντρας στην φαντασίωσή της γέρασε.
Πέταξε το μαστίγιο και τα γάντια
κάθεται κουλουριασμένος στην φωτιά
ενώ ο χρόνος
του γλείφει πιστά τα πόδια.

II

Η γυναίκα μεγαλώνει.
Τα ποιήματα μικραίνουν.
Θα πρέπει να παραγγείλει
άλλο μέγεθος πόνου.

III

Τελευταία χτυπούν την πόρτα της
παράξενοι άνθρωποι χελώνες
κουβαλούν λεν
το σπίτι τους στην πλάτη
περπατούν αιώνες
κάποιοι από αυτούς στάζουν νερά
τα σανίδια σαπίζουν
από την υγρασία
Δώσε μας, λένε, ένα κεραμίδι
να βάλουμε από κάτω το κεφάλι
τους δίνω μόνο ένα βελανίδι
τόσο είναι το αντίτιμο
των στίχων.
Κάποιοι ζητούν ένα φτυάρι.
Να θάψουμε λένε την ντροπή.
Στην αυλή μετά βρίσκει παιδικά παιχνίδια
ξεσκισμένα αρκουδάκια
πνιγμένα λαγουδάκια με μάτια χάντρες
κι ένα μουσικό κουτί
μ’ ένα ξεκούρντιστο νανούρισμα.

III

Μερικές φορές έξω από το παράθυρο
περνάει ένας νεαρός
με μία ζώνη δεμένη σφιχτά γύρω απ’ τον λαιμό.
Στο οικοτροφείο περνούσα καλά, της γνέφει
αν εξαιρέσεις τους αλλεπάλληλους βιασμούς,
ένας άλλος σωριάζεται στην τριανταφυλλιά,
την βάφει κόκκινη
στην πλάτη σφηνωμένο ένα μαχαίρι
τραγουδάει για λύκους και μαύρες κουκούλες
και μία σβάστικα που απλώνεται παντού.

IV

Πού και πού χτυπάει την πόρτα ένα κοριτσάκι.
Έχει ένα καλαθάκι με φράουλες
δεν είναι η Κοκκινοσκουφίτσα.
Φάε, μου λέει, είναι ματωμένες
και πασαλείβεται με αίμα.

V

Μην έρχεστε σε μένα, τους φωνάζω.
Διαβάστε την πινακίδα,
είμαι από την γενιά του ιδιωτικού οράματος
που ομφαλοσκοπεί.
Μα συνέχεια έρχονται κι άλλοι
χώνονται στους στίχους
μπλέκονται στο αμπάρι
πλημμυρίζουν το κατάστρωμα.

VI

Προχθές ήρθαν χαρούμενοι εκδρομείς.
Κουβαλούσαν μαζί τους σπιτική αρκούδα.
Είχαν καλαθάκια με φαγητό,
στρώσαν καρό τραπεζομάντηλο
τα σώματά τους διάτρητα από σφαίρες.
Ένας από αυτούς ανοίγει ένα κρασί
και της προσφέρει ένα ποτήρι
Πάρε της λέει το νομίζεις για αρχή
αλλά είναι στην πραγματικότητα το τέλος.

VII

Δεν ξέρει πώς να τελειώσει ένα ποίημα.
Ίσως γιατί ποτέ ένα ποίημα δεν τελειώνει
πάπυρος ξεδιπλώνεται στον χρόνο
βούβαλοι χαραγμένοι στις σπηλιές.
Μόνον οι άνθρωποι τελειώνουν.
Ύστερα η γάζα της νύχτας στο οστεοφυλάκιο
μούμιες αναμνήσεις τούς τυλίγει.

VIII

Πούπουλα,
Πούπουλα στο χιόνι.
Και μόνο η ανάσα σου ζωή.

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Θα φορώ το καινούργιο μου παλτό.
Θα φοράς το γαλάζιο σου πουκάμισο.
Θα παίζει την Καζαμπλάνκα
ή το Χιροσίμα αγάπη μου
θα το έχουμε ζήσει αυτό ξανά
στην Βιέννη αρχές του αιώνα
στην Κων/πολη σε έναν τεκέ
στην Βαρκελώνη μέσα στον εμφύλιο.
Το χέρι σου δεν θα αγγίζει το κορμί μου
θα είναι απλώς ένα κομμάτι του
όπως ο ομφαλός
ή μία μοίρα.
Κι έτσι οι δυο μας
στην πηχτή σταγόνα της στιγμής
θα κολυμπήσουμε ο ένας μες στον άλλο.
Και όταν η μαύρη φάλαινα τελικά μας καταπιεί,
κοίτα θα πούμε
εκείνη την μέρα πήγαμε κινηματογράφο.

ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ

Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
πεθαίνουν σε τάφους μαυσωλεία.
Στο σπίτι του κρεμασμένου
υπάρχει πάντα άφθονο σκοινί.
Αν τρεις μέρες κοσκινίσεις
τρως μουχλιασμένο πάντα το ψωμί.
Ο αδελφός ρίχνει μπύρα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα
και αφήνει πάνω ένα πακέτο με τσιγάρα,
μήπως κρυφά πάλι ο πατέρας
τώρα πια που καθόλου δεν πειράζει,
θελήσει να καπνίσει.
Τελικά αποδείχτηκε ότι ο μπαμπάς μου είχε δύο ζωές,
μία δική του, μια δική μας
μόνο που η δική μας έλειπε πάντα σε ταξίδι για δουλειές
ένα άγνωστο κορίτσι κλαίει πάνω στο φέρετρο
άγρυπνες οι νύχτες με τεράστια νύχια
σκίζουν την επιφάνεια του γυαλιού
θα πάμε στην Ζάκυνθο υπόσχεται ο μπαμπάς στην νέα σύζυγο
την ώρα που τον παίρνουν στο φορείο για εγχείρηση
ύστερα κάπως ξεχνάει να αποχαιρετήσει
τους κατιόντες που υποθέτουν συγγενείς.
Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
δεν είχαν ποτέ καλοστρωμένο κυριακάτικο τραπέζι
κανείς δεν τους πέρασε ποτέ το αλάτι
όσο για το βούτυρο απλώς έλιωνε επάνω στις πληγές
αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
διακριτικά ας αδειάζουν τα σταχτοδοχεία
και ας προσφέρουν πηχτό καφέ παρηγοριάς
σε σεμνά φλιτζανάκια ενός δακρύου.

IN MEMORIAM

III

Ο μπαμπάς μου υπήρξε ένας παλαιάς κοπής γιατρός, από αυτούς που ψηλαφούν το ανθρώπινο σώμα και νιώθουν κάτω από τα δάχτυλά τους το πρόβλημα, από αυτούς που τις περισσότερες φορές πληρωνόταν με αυγά ή φρούτα, από αυτούς που εκτός από παθολόγοι και καρδιολόγοι ήταν ταυτόχρονα και ψυχοθεραπευτές. Από αυτούς που άγγιζαν, από αυτούς που συμπονούσαν. Δεν υπήρξε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε διάσημος, όμως όταν έλεγα το επίθετό μου, πέντε στους δέκα ανθρώπους με ρωτούσαν, αν ήμουν κόρη του και είχαν να μου αναφέρουν ένα καλό, που τους είχε κάνει. Την περίοδο που είχαμε μείνει μόνοι, τον θυμάμαι να μαγειρεύει μία ντοματόσουπα δικής του επινόησης. Έκοβε ντομάτες και μέσα έριχνε λαχανικά, ρύζι και ό,τι άλλο ήταν διαθέσιμο στο ψυγείο. Το μείγμα πάντα έκρυβε μία έκπληξη, τις περισσότερες φορές όχι και τόσο ευχάριστη. Έτρωγα πάντα όμως την σούπα που μου μαγείρευε. Ίσως αυτό που θα μου λείψει περισσότερο είναι η ντοματόσουπα αυτή.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Ι

Την λένε Αντιγόνη και ήρθε να θάψει τον αδελφό της.
Και από πού και ώς πού ακούει σ’ αυτό το όνομα;
Έβαλε το σώμα της ασπίδα απέναντι στα βέλη και στα ακόντια του εχθρού;
Έγινε η μάνα και ο πατέρας του, όταν αυτοί τον εγκατέλειψαν;
Ή έφυγε από το σπίτι στα δεκαοκτώ και τον άφησε κι αυτή;
Καλύτερα να την ονομάσετε Άννα ή Μαρία.
Και ετοιμάστε τις πρέπουσες τιμές για τον νεκρό.

ΠΟΙΟΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΧΑΝΣ;

Ο ΑΞΙΟΣΕΒΑΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΟΟΥΕΝ

Κυκλοφορεί πάντοτε με φράκο
κι ένα παράσημο στο πέτο
μ’ έναν σκαντζόχοιρο που σκούζει.
Εναντιώνεται στο κυνήγι της φώκιας
και είναι υπέρ των δικαιωμάτων
που έχουν οι ποντικοί στις φάκες.
Η σοβαρότητα λιώνει πάνω του,
μπέικον σε καυτό τηγάνι.
Τόσο ευαίσθητος ο κύριος Όουεν,
βουρκώνει την στιγμή που εγκαταλείπει
σκουπίζει αμήχανα το σβέρκο
με καθαρό μαντήλι,
ενώ ήδη καταγράφει στο καρνέ
το επόμενό του νούμερο.
Γιατί όλα βέβαια τα επινοεί ο κύριος Όουεν
Το ριγέ παντελόνι που φοράει
το πλατύγυρο καπέλο
τον άλλο άντρα να κοιτάει απ’ τις γρίλιες
μία κλωστή αράχνης στο ταβάνι.
Στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα τέλειο όμικρον με διαβήτη.
Εμπρός λοιπόν κύριε Όουεν,
εισχωρήστε στο ταπεινό μας σώμα
πλημμυρίστε με χώμα
τα μάτια μας, τα χείλη, την καρδιά
ώσπου να γίνουμε κι εμείς
ένα ακόμα χρυσό δόντι
στην οδοντοστοιχία που αστράφτει.

Η ΜΟΝΑΧΟΚΟΡΗ ΚΟΝΣΤΑΝΣ

Τον τελευταίο καιρό
οι αδελφές μου δεν σιωπούν.
Μιλούν τα βράδια μεταξύ τους
ακούω τα μουρμουρητά
βλέπω τα χλωμά τους χέρια
που αχνοφέγγουν στο σκοτάδι.
Πάχυνες μου λεν
κατοικείς σε ένα βαρέλι
(Οι αδελφές μου μ’ αγαπούν
τρώμε πάντα χοιρομέρι στο πρωινό)
Πρέπει να αδυνατίσεις λεν.
Να λιώσει η εμμονή
που γρατζουνάει
το μυαλό σου.
Ν’ αδυνατίσεις απ’ αυτόν.
Και εννοούν
να αποφασίσω πια να σ’ αποχωριστώ.
Οι αδελφές μου είναι στοργικές.
Κάθονται πάντα δεξιά και αριστερά μου.
Έχουν τα μαλλιά τους σε κότσο σφιχτό
απαγορεύουν την αιμομιξία.

Μα μια στιγμή,
δεν είχα ποτέ αδελφές.
Αφού από πάντα μου υπήρξα
μοναχοκόρη των δακρύων.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΑΡΥ

Απ’ όλη την μητέρα του,
κράτησε μόνο το χέρι.
Είχε δάχτυλα διατακτικά
με μαξιλαράκια στις αρθρώσεις
νύχια μικρά φεγγάρια
κι ένα στόμα κατακόκκινο
που τον έκανε πάντα να ντρέπεται,
σαν η μητέρα να εξέθετε κάτι πολύτιμο δημόσια,
ή να υπήρξε μία φτηνή αγοραπωλησία
για την οποία αυτός δεν είχε γνώση.
Τον έλεγε μικρό της θησαυρό.
Όταν έγινε έξι χρόνων,
η μητέρα πήδησε σε ένα αστραφτερό τρένο
ή κάτω από ένα παράθυρο.
Μία από τις πολλές γκουβερνάντες
που θα τον μεγαλώσουν
μίλησε ψιθυριστά για ένα άντρα,
είχε μάντρα με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα,
η μητέρα έφυγε μαζί του σε άλλη πόλη.
Το χέρι της όμως έμεινε μαζί του.
Κοιμάται με αυτό τις νύχτες.
Τον χαϊδεύει στοργικά.
Μ’ αυτό το χέρι γράφει.

Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΟΣ ΚΟΟΥΤΣ

Θα σε κάνω ηρωίδα
σ’ ένα μου διήγημα
υπόσχεται αυτός.
Στην μέση ενός σαλονιού
με στρογγυλούς καθρέφτες.

Θα είμαι ολόγυμνη,
διακόπτει πειρακτικά αυτή
και κάθεται στην αγκαλιά του.

Όχι, διορθώνει ενοχλημένα αυτός,
σηκώνεται επάνω
και βηματίζει
μπροστά στο τζάκι
που έχει ήδη εγκαταστήσει
μες στο διήγημα.

Θα φοράς ένα ταγιέρ
σε χρώμα υπαινιγμού
που είναι πιο ερωτικός ακόμα
κι απ’ την πράξη.

Κι εσύ θα είσαι εκεί μαζί μου,
χαίρεται αυτή,
όμως αυτός ήδη έχει βουτήξει
στο μελάνι για να γράψει.

Θα είναι ένας αντίζηλος
μονολογεί αυτός.
Θα σου φιλάει το χέρι.
Μπορώ να τον μυρίσω,
τα χείλη του βυθίζονται
στο κουκούτσι της πληγής σου.

Η δεσποινίς Κόουτς πήγε να διαμαρτυρηθεί,
αλλά ήταν σφηνωμένη εκεί
που την είχε αυτός τοποθετήσει,
ένας άντρας την πλησίαζε
και αυτή ήθελε,
πόσο πολύ αλήθεια ήθελε
κάποιος,
ο ξένος αυτός,
να την φιλήσει.

Η ΜΗΤΕΡΑ ΚΥΡΙΑ ΑΛΙΣΟΝ

Κάποτε είχα δυο παιδιά.
Δεν βγήκαν απ’ την μήτρα μου.
Ξύπνησα μία μέρα
και τα είδα στο σαλόνι.
Αθώα πρόσωπα, νύχια καθαρά.
Έπιναν γάλα σε γυάλινα ποτήρια,
ύστερα ένα άσπρο στεφάνι
τους κύκλωνε το στόμα.
Στο χαμόγελο έλειπαν δυο δόντια μπροστινά.
Το αγόρι ήταν πάντα λυπημένο.
Το κοριτσάκι έλπιζε.
Έψαχνε για γονείς.
Την νύχτα έμπαινε σε άγνωστα αυτοκίνητα
και γυρνούσε το πρωί.
Στην αρχή δεν τα ήθελα.
Ήταν συνέχεια πεινασμένα.
Τι θα φάμε τώρα μαμά,
συνέχεια με ρωτούσαν.
Το πρωί έβλεπα σημάδια
απ’ τα δόντια τους στα μπράτσα.
Όσο αυτά γίνονταν ροδαλά,
τόσο μου λιγόστευε το αίμα.
Δεν μεγάλωσαν ποτέ.
Ζουν ακόμα στο καθιστικό.
Το κοριτσάκι πίνει βότκα και γελάει.
Το αγοράκι καταπιάνεται με κατασκευές,
παιδικά τρενάκια με βαγόνια
που γράφουν επάνω πότε,
τότε και γιατί.
Με έχουν κλειδωμένη στην αποθήκη.

Εγώ γράφω και κάτω από τη πόρτα
τους γλιστράω τα χειρόγραφα.
Το αγόρι τα δένει με δέρμα και αριθμεί.
Είναι τα ημερολόγια της ζωής που δεν έζησα.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΡΟΟΥΝΤ

Ι

Εκείνο το απόγευμα
στις πέντε και σαράντα δύο
οι γυναίκες της οδού Ρόουντ
βγήκαν από το σπίτι
ανέβηκαν στον λόφο
έπλεξαν τα χέρια
κι άρχισαν να στροβιλίζονται
αντίθετα απ’ τους δείκτες
ενός χρόνου που δεν όριζαν,
δακτυλοδεικτούμενες κι αθώες,
ώσπου τα φορέματά τους ξεκουμπώθηκαν
οι κολλαριστές ποδιές ξελύθηκαν
τα μεσοφόρια φούσκωσαν στον αέρα,
γυμνές τότε και ελεύθερες,
συνέχισαν να περιστρέφονται
ώσπου το έδαφος έλιωσε κάτω από τα πόδια τους
κι οι ίδιες έγιναν μία σταγόνα ζυμάρι
στο ξύλινο τραπέζι.

II

Μα τι περιμένουν οι γυναίκες
με τα λευκά σκουφάκια
τα μαύρα φουστάνια, τις άσπρες ποδιές,
ποια άφιξη, ποια επιστροφή;
Μόνο το θρόισμα θα μείνει απ’ τον ποδόγυρο τους
ίσως και ένα όνειρο βαμβακερό
που να σκαλώσει πρόλαβε στο ράμφος πελαργού.

Η ΕΥΘΥΜΗ ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΙΟΛΗ

Πόσο μου αρέσει να χορεύω Τσάρλεστον
με τις ψηλές μου γόβες
κι αυτή την τιάρα στα μαλλιά
και πόσο ευγενικοί και ευφυείς
οι κύριοι που μου προσφέρουνε το μπράτσο
που μου ανοίγουνε την πόρτα
που μου κρατούν την γούνα να φορέσω.
Ρίχνω το κεχριμπαρένιο ποτό
στο κρυστάλλινο ποτήρι.
Προσοχή όμως.
Δύο δάχτυλα είναι η κατάλληλη δόση.
Το πιο πολύ είναι έρωτας,
πιο λίγο είναι ανία.

.

ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ (2014)

ΤΕΛΟΣ

Ποτέ δεν διάβασα σωστά
την πινακίδα.
Παγιδευόμουν στο έλος
ή κατέρρεε η βακτηρία του ταυ
βρισκόμουν σε ορφανοτροφείο
φορούσα γκρι φουστάνι κι άσπρες κάλτσες
έψαχνα μία κούκλα χωρίς χέρια
στα κρεβάτια ενός απρόσωπου θαλάμου.
Γενικά ήμουν άτυχη.
Δεν έβρισκα το σωστό νούμερο ανθρώπου
η πλέξη ήταν χαλαρή
ή οι τεράστιες βελόνες μπήγονταν στο στέρνο.
Ακόμα και οι αυταπάτες ήταν τρύπιες.
Θαρρείς και ήμουν ξενιστής μίας αμφισβήτησης
που κοιμόταν στο σκουρόχρωμο αυγό της
έτοιμη να πολλαπλασιαστεί
στην ντουλάπα του μυαλού μου.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτό
πως οι πιο ευδιάκριτοι τίτλοι τέλους
εμφανίζονται πάντα στην αρχή.

ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ

Το πρόβλημα είναι
πως δεν άκουσα τις κούκλες.
Aνοιγόκλειναν
τα γυάλινά τους μάτια
λέρωναν τα λευκά φορέματα
έχαναν τα νάυλον μαλλιά.
Πρόσεχε τα Σάββατα
μου έγνεφαν,
είναι πάντα ξεκούρδιστα
ο μηχανισμός κλάματος δεν λειτουργεί
το κεφάλι δεν είναι κολλημένο
κυλάει σε μία μόνη Κυριακή.

Αν ήμουν πιο προσεκτική
θα είχα από τότε αποσυνδέσει την ελπίδα.
Επίσημα θα ήσουν τώρα.
Κλινικά απών.

Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ

Παρακαλώ καθίστε.
Το φόρεμά μου είναι χάρτινο.
Λήγω σε περιορισμένο χρόνο.
Δεν θα υπάρξουν δράματα.
Μόνη μου απαίτηση να ταΐζετε τις χήνες.
Τρων μικρά δάκρυα σε κονσέρβα.
Βέβαια ίσως μία θάλασσα
δεν συμπεριλαμβάνεται στα σχέδια
μία λίμνη ασφαλώς θα επαρκούσε
αλλά συγχωρείστε μου μία τελευταία υπερβολή.
Σηκώνω το λευκό μου μεσοφόρι.
Η επέμβαση ολοκληρώθηκε ταχύτατα.
Τρέφω μόνο φιλικά αισθήματα για σας.
Η πολυθρόνα περιμένει τον επόμενο πελάτη.

ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ

Όλοι εμείς οι συγγενείς
είχαμε φέρει ντόρτια
στο παιχνίδι με τα πούλια
παγώνει σε μονά φλιτζάνια όμως ο καφές
στο καφενείο χωρίς όνομα
στην οδό Αρίστου Τέλους.
Εκλεκτική συγγένεια λοιπόν σημαίνει
κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι
ενώ σε ειδική αίθουσα υποδοχής
σερβίρεται κονιάκ και κουλουράκι.
Στον προθάλαμο κάποιος χτυπάει νούμερα
στο μπράτσο εραστών που γίναν δήθεν φίλοι.

Γιατί άραγε λαχανιάζουμε άδικα μέσα στους αιώνες
εμείς οι εκλεκτοί εκλεκτικοί
χωρίς γένος χωρίς φύλο
που τρέχουμε γυμνοί μέσα σε γυάλα
που σμίγουμε κρυφά φθηνά και με ντροπή
σε παχιά μαξιλάρια από πούπουλα
κύκνων που ραμφίζουν
για λίγο στην σιωπή
για πάντα στο κενό.

Όλοι εμείς οι συγγενείς
που στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος
το συνώνυμο.

ΛΙΛΙΘ

Τρεις αγγέλους της έστειλε ο Θεός
Τον Σανβί, τον Σανσαβί
και τον τρίτο τον αλαφροΐσκιωτο
τον Σαμεγκελάφ
που τα φτερά του θρόιζαν στον ήλιο.
Πήγαν με βαριά καρδιά στην θεϊκή γυναίκα.
Ο Θεός και ο Αδάμ την συγχωρούν,
της μήνυσαν και την ζητούνε πίσω.
«Τι θέλετε άβουλα έντομα του Παραδείσου»
έφτυσε τότε αυτή
«και με ενοχλείτε;
Εκάτη, Κάλι, Λίλιθ, Αντιγόνη το όνομά μου.
Λιλλάκε, Μπελίλι, Μπααλάτ.
Κάποιοι με αποκαλούν Αρχόντισσα του Σκότους
ή ηγέτιδα των Θηλυκών Βαμπίρ.
Με συγχωρούν είπατε; Γιατί;
Που γεννήθηκα ισότιμη;
Που έκανα έρωτα με πάθος;
Που πρόφερα την ιερή λέξη
που ο Αδάμ δεν άντεχε να ακούσει;
Που ανέτρεψα την γαλήνια πλήξη
του Κήπου με τα πολλά σκουλήκια
και την μυρωδιά της ήδη σήψης;
Ή που δεν χώρεσα στο καλούπι του πηλού
εκείνο με το λειψό πλευρό
που είχε ετοιμάσει ο αφέντης σας για μένα;»
Έπεσε σιωπή που κράτησε αιώνες.
Ύστερα μίλησε ο πιο σοφός ο Σανσαβί.
«Μα γράφεις ποιήματα Αρχόντισσα,
υπάρχει τίποτε πιο δαιμονικό από αυτό;»

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ

Να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή.
Κάποιες νύχτες να αφήνετε την πόρτα ανοιχτή.
Θα ανεβαίνει στο κρεβάτι,
πηχτές κηλίδες στα σεντόνια
δαγκωματιές στο στήθος, στον λαιμό.
Θα το ακούτε να αλυχτάει.
Δεν θα το αλυσοδέσετε ποτέ.
Σας γνωρίζει.
Πολύ πιο βαθιά από ότι ποτέ θα καταλάβετε.
Το γνωρίζετε.
Είναι ο ομφάλιος λώρος που σας δένει με την μνήμη.
Κοιμόταν κάτω από την κουνουπιέρα.
Έκοβε κομμάτια τις σάρκες της κούκλας
όταν μαλώναν οι γονείς
ξέσκιζε τα μαξιλάρια
όταν αποχωρούσαν οι αγαπημένοι.
Με μία και μόνο κίνηση σας τρώει την καρδιά.
Ποτέ μην παλέψετε μαζί του,
ούτε να κοιμηθείτε με ευγενικούς αγνώστους σε φτηνά ξενοδοχεία
μόνο και μόνο γιατί δεν αντέχετε το λυσσασμένο γάβγισμα.
Χαϊδεύετε το τρυφερά, να το εκθέτετε δημόσια.
Μία βόλτα στο πάρκο με την ανοιχτή ρωγμή,
τον οριζόντιο κρατήρα που κοχλάζει, βοηθάει.
Και κυρίως μην γράφετε ποιήματα.
Το εξαγριώνουν.
Ύστερα κυλιέται σε μαύρα τριαντάφυλλα.
Γενικά να είστε ψύχραιμοι και ευγνώμονες.
Μην ξεχνάτε.
Το πένθος υπάρχει για να καλύπτει το απόλυτο κενό.

ΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Για να ξορκίσεις στοιχειωμένο έρωτα
δεν αρκεί να ξαραχνιάσεις το δωμάτιο
να δεθείς γυμνός με ωτοασπίδες
σε κατάρτι σπιτιού που επιπλέει
να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη
με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια
για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.
Οι στοιχειωμένοι έρωτες
κοιμούνται σε σεντούκια
με το ένα μάτι μισόκλειστο
σε αργή αναμονή.
Δεν βιάζονται ποτέ.
Ξέρουν πως το παιχνίδι τους ανήκει.
Πως σε κάθε αναμέτρηση
είναι αυτοί οι βέβαιοι νικητές.

Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν
και μπήγουν τα λευκά τους δόντια
στην καινούργια σου ζωή.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΕΥΣΗ

Προπάντων να αποφεύγετε τις σκάλες
σε σπίτια που κατοικήσατε παλιά
ποτέ το βελούδινο χαλί
δεν κρύβει καλωσόρισμα,
κάθε σκαλοπάτι χαλασμένο δόντι
έτοιμο να υποχωρήσει
στην άβυσσο από κάτω.
Κυρίως όμως πρέπει να γνωρίζετε.
Πως για κάθε σκαλοπάτι που ανεβαίνετε
πάντα δύο πίσω θα γλιστράτε.

ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ

Σύμπτωση πρώτη ότι βρεθήκαμε
στην ίδια φέτα του τόπου και του χρόνου
είχαμε χάσει και οι δύο Γενέθλια Γη
ο καθένας είχε κάνει ένα ταξίδι
οι πρόγονοί μας σκυφτοί και μαλλιαροί
έτρεχαν μες στον χρόνο.
Σύμπτωση δεύτερη
Σώματα που επιπλέουν στο ποτάμι
μία γυναίκα με μαύρο κότσο
ζωγραφίζει έναν άντρα που προδίδει,
ταυτόχρονα κάποιος κόβει το αυτί
και το στέλνει δώρο σε μια πόρνη
μία ποιήτρια γράφει σε έναν Κώστα
ένας Κώστας σε μία Μαρία που βήχει
σύμπτωση τρίτη ασύμπτωτες ιστορίες
ανθρώπων που αγαπήσαν μέσα σε έναν καμβά
γιατί οι λέξεις ήταν πιο αναπαυτικές από τις πράξεις
γιατί πάντα μέσα από ένα παράθυρο
το δάσος μοιάζει πιο γοητευτικό
καθώς βυθίζεται στην θάλασσα.

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΗΘΗ

Στα σύνορα κατάσχονται οι αποσκευές.
Πρώτος σταθμός Απολυμαντήριο.
Κάτω από το καυτό νερό
το σώμα ξαναγίνεται
χωρίς ουλές και κόκκινα σημάδια
χωρίς το αιμάτωμα του οργασμού
χωρίς το χωρίς του.
Η μετακίνηση γίνεται με παγοπέδιλα.
Μοιράζονται φυλλάδια με οδηγίες.
Γιατί καιροφυλακτούν τόσοι πίδακες θερμού αέρα
κάτω από τα στρώματα του πάγου
η Μνήμη μπορεί να εκτιναχτεί
με ένα μόνο τηλεφώνημα
και όλη η Λήθη να καταποντιστεί
στον ζεστό κόλπο της Αλήθειας

ΑΔΥΝΑΜΙΑ

Αν δεν μπορείς να έρθεις με ένα τρένο
ούτε να ξεφλουδίσεις το πορτοκάλι του ουρανού
σούρουπο με ένα αεροπλάνο,
αφού το πλοίο εντείνει την αστάθεια
και σου δημιουργεί όπως λες ναυτία
δέσε ένα ποδήλατο
πίσω από ένα σμάρι πουλιά
και πέταξε να ‘ρθεις κοντά μου.

Εσύ που ισχυρίζεσαι ανίσχυρος.

ΜΙΑ ΟΧΙ ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

Από το πρωί καίω τα μαύρα ρούχα στην αυλή.
Έβγαλα τα πανιά απ’ τους καθρέφτες.
επέδωσα το χαρτί της έξωσης στον άντρα
που μένει στο δενδρόσπιτο του κήπου.
Δεν υπάρχει γι αυτόν καθόλου χώρος
στο καινούργιο ποίημα που θα γράψω
για την μουχλιασμένη Άνοιξη
που απλώνω για να αεριστεί.
Πρέπει να αλλάξεις ρούχα πια, του λέω
οι στίχοι μου σου φάρδυναν
πλέουν πάνω από το όργανο που λείπει
στο αριστερό σου στήθος.
Ενώ όμως γίνονται αυτά
και ένα ίσως μπουμπούκι
σκάει βασανιστικά
μες στον οργασμό του
ακούω τα σκυλιά που αλυχτούν δεμένα
καθώς άγρια τραντάζουν τις αλυσίδες.
Ξαναγυρνώ στο σπίτι.
Κλείνομαι στο δωμάτιο.
Και με μία ψαλιδιά
κόβω σύριζα πέρα ως πέρα τα μαλλιά.

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

Φόρεσα το πιο γυαλιστερό φουστάνι
(κόκκινο για να μην φαίνεται το αίμα)
και τα σκουλαρίκια μισοφέγγαρα
δώρα της Θεάς.
Σου πρόσφερα δύο ποτήρια.
Στο ένα του νερού έριξα φίλτρο της Λήθης
στο άλλο του κρασιού, της Μνημοσύνης.
Μαύρα ποτάμια η νύχτα
κυλούσε ολόγυρά μας.
Το πρώτο πιάτο περιείχε
τρυφερά ακέφαλα ορτύκια
από αυτά που ως χθες γέμιζαν το μαξιλάρι μου
το δεύτερο ήταν το ελάφι
που έσφαξα το μεσημέρι στην αυλή
αφού πρώτα το φίλησα στο στόμα.
Για επιδόρπιο σου έφερα κάτι κόκκινο
που σπαρταρούσε ακόμα,
το καταβρόχθισες λαίμαργα
και σκούπισες τα χείλη.
“Γιατί είσαι τόσο χλωμή απόψε;” ρώτησες.

ΤΟ ΨΑΛΙΔΙ

Κόβω με ένα ψαλίδι την παιδική μου ηλικία,
δύο μαυρόασπρα κοριτσάκια
που επιπλέουν θολά
θρυμματίζονται στο πάτωμα.
Είχα ποτέ δίδυμη αδελφή
ή ήμουν αυτή που δεν γεννήθηκε ποτέ;
Μία φωτογραφία σπαρταράει
ασημένια και στιλπνή μέσα στην γυάλα της.
Είναι παράξενο πως κάθε φορά
τα λέπια που αφαιρώ
τα εντόσθια τις μνήμες τα πτερύγια
όταν βάζω στο φούρνο το κεφάλι
και μετά κόβω προσεκτικά φέτες τις φλέβες
θυμάμαι πιο βαθιά.

Κόβω με ένα ψαλίδι το μαλακό κουνουπίδι του εγκεφάλου
αυτό που γεμίζει συνέχεια θάλασσα
Μη έλεγε η μαμά
Μη βάζεις το χέρι κάτω από το λευκό φουστάνι
το κλειδί γυρνάει μία πόρτα
ένα σπίτι περιστρέφεται
κράτα στο χέρι τα κόκκινα παπούτσια.

Η μαμά και ο μπαμπάς χαμογελούν
ο αδελφός από πίσω μου σφίγγει το χέρι
εσύ με προδίδεις ξανά και ξανά
κι εγώ σε ένα δωμάτιο με εγκαταλείπω πάλι.

Κόβω με ένα ψαλίδι αυτό το ποίημα.
Κορμί είναι μπορεί δικό σου,
μπορεί κάποιου ξένου
από αυτούς που κοιμάσαι και χάνονται.

.

ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ (2012)

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΕΡΝΟΥΝ

Όσο μεγαλώνουμε, τόσο τα ποιήματα γερνούν.
Η σάρκα πλαδαρή
οι περούκες και η πούδρα
δεν μπορούν να κρύψουν τις ρυτίδες
μία μαύρη γάτα αίλουρος
κοιμάται ανάμεσα στις λέξεις

Έρημοι πύργοι είναι τα ποιήματα
στην άκρη πάντα ενός γκρεμού
Κανείς μέσα τους δεν φοράει κόκκινο φουστάνι
δεν χαϊδεύει
δεν εκσπερματώνει
δεν καίει
δεν περικλείει.
Όπως πίνακας ζωγράφου
που αυτός ζωγράφισε με αίμα
μπήγοντας το πινέλο μες την σάρκα του
και τώρα παγώνει σε μουσείο.

Γι αυτό όσο μεγαλώνω
διαλέγω πιο αιχμηρούς κονδυλοφόρους

ΙΕΡΗ ΠΕΤΡΑ

«Κι αν τώρα πέθαινα» είπε αυτός
δεν θα ’νιωθα ποτέ πιο ζωντανός»
Τα πόδια τους βαθιά στο Λιβυκό
αρχές χειμώνα καλοκαίρι
ήλιος με ξανθές βεντάλιες βλεφαρίδες
τους δρόσιζε στον ουρανό
μια γριούλα τούς φίλεψε ρακή
η δική της είχε μέσα ροδόνερο και μέλι
«για να γλυκαθείς» της είπε
και γέλασε ένα γέλιο χωρίς δόντια

Γιατί το τέλος είναι πάντοτε κρυμμένο
στην ίδια του την τελειότητα

Η ΘΥΣΙΑ

Στο βωμό τυφλός ιερέας θυσίαζε ελάφι
τα τύμπανα χτυπούσαν ρυθμικά
οι καλεσμένοι ετοιμάζονταν να φάνε
ανθρώπινα κόκαλα και σάρκα
καλυμμένα περίτεχνα από ρίζες
ένα φίδι ξεπήδησε από παλιά βιβλία
η γυναίκα φοβισμένη σκέπασε το φύλο της
ένα ξύλινο φέρετρο με ζώα και πουλιά
διασχίζει την βροχή
ο άντρας τρέχει σε έναν βάλτο
η γυναίκα πονάει, γεννάει ένοχα παιδιά
μια μέρα ανακαλύπτουν ένα μισοσβησμένο αστέρι
ψήνουν πάνω του το κρέας και το τρώνε
στέκονται οι δυο τους μπροστά σε ένα βωμό
ξέρουν πως αυτοί είναι το ελάφι
πως ο ιερέας ποτέ του δεν λαθεύει
πως την δική τους σάρκα
θα φαν οι καλεσμένοι στο τραπέζι.
Και τότε ο άντρας προφέρει σιγανά μια λέξη
και είναι το όνομα του Κύριου
του Άρχοντα του Χορού και των Κυμάτων
και ξεπροβάλλει ατόφιος, ακέραιος, τρομερός
ο Έρωτας των πάντων
με την Σελήνη αγκαλιά
και πλάθεται ξανά ο Κόσμος.

Η ΣΦΙΓΓΑ

Ο χρησμός δεν ήταν ευκρινής ή εγώ δεν τον κατάλαβα.
Ήλπισα τότε, ήλπισα και πάλι.
Χωρίς μάτια ξεκίνησα με πρησμένα πόδια
η Σφίγγα ήταν στον σταθμό και με περίμενε
απεγνωσμένα έκανα την ίδια ερώτηση,
ενώ ρωτούσα αυτή πέτρωνε
στο τέλος διαλύθηκε σε σκόνη.

Ούτε κι αυτή άντεξε πάλι να μ’ αρνηθεί.

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Βρήκε βεβηλωμένους τους ναούς
Μικρές μαϊμούδες πηδούσαν στα ερείπια
Μέσα στα καπηλειά οι σύντροφοι
με καπέλο Ναπολέοντα
μάλωναν μπροστά σε χάρτες εκστρατείας
Στους δρόμους τρέκλιζαν μεθυσμένοι οι μνηστήρες
είχαν ήδη ξεπουλήσει όλα τα άνθη λεμονιάς
Η Πηνελόπη στολιζόταν κάθε βράδυ
κάπνιζε βαριά τσιγάρα
και κυκλοφορούσε με ακριβά αυτοκίνητα
μερικές φορές έγραφε στίχους
Η Ευρύκλεια τον αναγνώρισε βαργεστημένα
και βγήκε να ζητιανέψει φαγητό
Ένα σκυλί γάβγισε παράταιρα
Έφυγε αθόρυβα πατώντας στην πρωινή ομίχλη
«Είμαι ο Κανένας» φώναξε πίσω του
κι ακούστηκε μόνο η ηχώ απ’ τη φωνή του

Η ΔΙΚΗ

«Είναι μια παράνομη γυναίκα»,
Και πρώτα πρώτα δεν φοράει βέρα»
«Δεν έχει τίτλο ιδιοκτησίας,
«Ούτε σφραγίδα στον μηρό».
«Διαθέτει το κορμί όπως και την ψυχή ελεύθερα»
«Και το χειρότερο: ποιήτρια»
«ξέρετε από εκείνες που προφητεύουν τα δεινά,
ή χώνουν το κεφάλι μες τον φούρνο
ή ταξιδεύουν με το Όριεντ Εξπρές
πίνοντας τσάι σε ανύπαρκτα φλιτζάνια».
Αυτή τους άκουγε διαβάζοντας τα χείλη
γιατί η συχνότητα των λόγων τους δεν έφτανε στ’ αυτιά της,
Ύστερα έκοψε ήρεμα με το μαχαίρι το ένα στήθος
και πορτοκάλι το πρόσφερε στους δικαστές.
«Το όνομά μου είναι Αντιγόνη»
φώναξε θαρραλέα,
«κι αυτός είναι ο δικός μου τρόπος ν’ αγαπώ.»

Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Φορούσα κουρέλια κι έτρεχα στα τέσσερα
είχα τυλίξει τα πληγιασμένα πόδια σε φύλλα δέντρων
πατούσα σε θραύσματα από παλιά ρολόγια
ένας κούκος χτυπούσε διαρκώς μεσάνυχτα
είχα μόλις αντέξει την εποχή των παγετώνων
και το καλοκαίρι έσταζε καυτό ιδρώτα
δεν είχα γονείς ούτε ιστορία
θυμόμουν μόνο το αυγό που έσκασε
και τον κόκκινο κρόκο που ήλιος ξεπήδησε από μέσα.
Σε είδα ξαφνικά ψηλό και ακίνητο
στην μέση εκεί του πουθενά
να μου ανοίγεις διάπλατα τα χέρια.
Τυφλά χώθηκα στην αγκαλιά σου.
Κάτι παλιό κατέρρευσε με θόρυβο
και η πρώτη πανσέληνος γεννήθηκε στον κόσμο.

TOY ΑΝΤΡΕΑ
(Μόρφου, Κύπρος)

Στο πατρικό μου σπίτι
γύρισα πάλι χθες
η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη
γάβγιζε συνέχεια ένα ανύπαρκτο σκυλί
δυο γυναίκες στα μαύρα
έπλεκαν καθισμένες
«Αντρέα, εσύ είσαι;»
ψέλλισε ένοχα η πρώτη
Οι ρυτίδες στο πρόσωπο της
άνοιξαν ρήγματα σε όλο το νησί
«Το σπίτι πάλιωσε» μου είπε
«βατράχια κοάζουν όλη μέρα
τις νύχτες γεμίζει νυφίτσες και ασβούς
τα έπιπλα τρίζουν και πονούν»
Στο τραπέζι στρωμένο
το τραπεζομάντιλο της μάνας
από τη νύχτα ακόμα του χαμού
«Δώσε λίγο χρυσάφι»
πετάχτηκε η δεύτερη
«να φτιάξουμε το σπίτι
να το βρείτε καινούργιο
όταν θα ρθείτε πίσω»
Άπληστα τα μάτια της
γαντζώθηκαν στα χέρια μου
Κινήθηκα αυθόρμητα μπροστά
και υστέρα πάλι πίσω

Χθες βράδυ με τους φίλους μου
επέστρεψα στο πατρικό μου

ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΤΑΞΙ

Όχι κύριε με μπερδεύετε με κάποια άλλη.
Δεν ήμουνα εγώ αυτή
στο κίτρινο ταξί
ούτε καθόμουνα ποτέ στο πίσω κάθισμα μαζί σας.
Ούτε χιόνιζε, είμαι βέβαιη για αυτό
και όχι δεν έπεφταν νιφάδες στα μαλλιά μου.
Δεν έχω άλλωστε μαλλιά.
Δεν με φιλήσατε ποτέ, αλλιώς θα το θυμόμουν.
Και αν με φιλήσατε, εγώ δεν ήμουνα εκεί.
Ούτε ο οδηγός γύρισε καμιά φορά πίσω το κεφάλι.
Σιωπηλά διέσχισε την λίμνη ως το τέλος
και που και που βύθιζε το κουπί
στα μαύρα ολόγυρα νερά

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Έναν μήνα πριν τον θάνατο
είχες ήδη προετοιμάσει την κηδεία.
Ύστερα πήγαμε στο εξοχικό
να θάψουμε τον παππού που ζούσε ακόμα.
Στην αυλή τα περιττώματα του σκύλου κέρβερου
σάπια ξεκοιλιασμένα πορτοκάλια
ξανθές κατσαρίδες κήπου
που έβγαιναν τούφες απ’ τις υδρορροές
και στο δωμάτιο σκνίπες από σκόνη.
Έπρεπε να το είχα φανταστεί.
Το μαύρο μου φουστάνι, το βέλος,
τα γάντια που μου φόρεσες με ζόρι,
ο επικήδειος που επέμεινες να μάθω απέξω
όση ώρα εσύ κοιμόσουν θυμωμένος
ενώ έκλαιγα μόνη και γυμνή
σε μία μοναδική καρέκλα σκηνοθέτη.
Έπρεπε λέω τώρα,
να το είχα τότε φανταστεί.

Η ΑΛΙΚΗ ΚΕΡΔΙΖΕΙ

Αφού έχασε το Α η αλίκη
για μέρες ένιωθε λειψή
έχασε τις χώρες και τα θαύματα
τους πλουμιστούς λαγούς με τα ρολόγια
τα μανιτάρια που άλλοτε γίνονταν ομπρέλες
κι άλλοτε μικρές λακκούβες στην βροχή
Τώρα ποιος άντρας θα την προσφωνήσει
ποιος θα την χρησιμοποιήσει ηρωίδα
σε ιστορίες με κουνέλια
και τραπουλόχαρτα στρατιώτες
αθόρυβη ανύπαρκτη θα μείνει η ζωή της
αυτά σκεφτόταν η αλίκη
με το μικρό ανυπεράσπιστο της α
ώσπου έξαφνα μια άγρια λυτρωτική χαρά
φούσκωσε μες στο λάμδα της
και για πρώτη φορά
κυλίστηκε στη γνώση της ελευθερίας της

ΟΔΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Θα μπορούσε να είναι
μία φλέβα στον καρπό μου
ή ένα αιλουροειδές
Μία πινακίδα οδοσήμανσης
Ή σήματα μορς για τυφλές κουκουβάγιες
Στην πλατεία με πήγαινε παλιά ο παππούς
Του ζητούσα να με συστήσει στα παιδάκια
Τα περιστέρια ήταν όλα ύπουλα και παχουλά
Ράμφιζαν τα χέρια και το πρόσωπο
Η οδός Αριστοτέλους θα μπορούσε να είναι
Χθες ή αύριο
Σήμερα δεν είναι παρά ένας δρόμος ταχείας αδιαφορίας
ανθρώπων την ώρα της αιχμής

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΙΙΙ

Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
πως δεν είναι οι υπερφίαλες Σειρήνες
που τον καθυστερούν
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον καταχωνιασμένο πόθο
ούτε κάποια κακό μαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά
Δεν είναι οι Λαιστρυγόνες και οι λωτοί
που τον κρατούν μακριά της
ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους

Είναι που στον αρχαίο κόσμο
βραδιάζει πια νωρίς
η γη δεν είναι επίπεδη
και οι άνθρωποι κάποτε χάνονται

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Ενώ είμαστε μαζί αγκαλιασμένοι
(απόδειξη το χέρι σου στην πλάτη μου)
φυσάει αγέρας, φορώ ένα γκρι παλτό,
φύλλα στροβιλίζονται και πέφτουν
«Για πάντα δικός σου», ψιθυρίζεις
ενώ στο φόντο πίσω φαίνονται τα κάρβουνα
τα λευκά άλογα
ο λάκκος με τους νεκρούς
το δέντρο με τα κεφάλια στα κλαδιά
η σιωπηλή διαδήλωση στους τάφους
οι άνθρωποι με τα κεριά
που πενθούν βουβά
ενώ βρέχει σκοτάδι
κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν
από την φωτογραφία
χάνεται το πρόσωπό σου
κι αυτή η απώλεια,
τόσο μικρή μέσα στο νεκρικό Σύμπαν
που μας τυλίγει,
αυτή ακριβώς η ασήμαντη απώλεια
είναι που δίνει στην φωτογραφία
την ανεκτίμητη αξία
του οριστικά χαμένου.

ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΜΕΡΕΣ

Πάνω σε τσιγκέλια
κρεμασμένες
ωμές και ψόφιες
οι μέρες της ζωής μας
Ο κρεοπώλης χρόνος
τρίβει τα χέρια με χαρά

ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ

Αν μυρίσετε στον ύπνο σας κανέλα
κάποιος θα σας φιλήσει στο σκοτάδι
αν δείτε σαύρα να λιάζεται στις πέτρες
αποφύγετε τους ξένους με τα ψηλά καπέλα
αν ονειρευτείτε ασπρόμαυρο καράβι
και ανθρώπους να σας γνέφουν με μαντήλια
αγοράστε ένα λαχείο,
δεν έχετε πια τίποτε να χάσετε.
Έτσι κι αλλιώς
τα όνειρα δεν έχουν γραμματόσημο
ο αποστολέας είναι άγνωστος
κι ο παραλήπτης λάθος.
Αν κάποιο βράδυ δείτε το δικό μου όνειρο
σημαίνει απλώς πως περπατάτε σε θυμάρι
ή κυνηγάτε μικρά χελιδονόψαρα
ή πως είστε ένας τρελός που ακόμα ελπίζει.
Κρύψτε το άφοβα κάτω απ’ το κρεβάτι.
Τα ποιήματα των άλλων σπάνια είναι επικίνδυνα
για μας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙV

Τώρα γνωρίζει
Ήρεμη γνώση, πάγος
Δεν ήταν ο Κρέοντας ο εχθρός
Ήταν εκείνο το ελάφι μέσα της
που λαχταρούσε υποταγή
Μ’ αυτό αναμετρήθηκε στη σκοτεινή σπηλιά

.

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ (2009)

ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ

Καθίσαμε απέναντι.
Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.
Τα δικά του σίδερο και χώμα.
Αυτός είχε τα μαύρα.
Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του
επιτέθηκαν με ορμή
ενώ η βασίλισσά μου
ξεντυνόταν στο σκοτάδι.
Ήταν καλός αντίπαλος,
προέβλεπε κάθε μου κίνηση
πριν καλά καλά ακόμα την σκεφτώ,
κι εγώ παρ’ όλα αυτά την έκανα,
με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού
που βαδίζει στον χαμό του.
Στο τέλος τέλος ίσως με γοήτευε
το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες,
τους αξιωματικούς, τους πύργους, τα οχυρά,
τις γέφυρες, τον βασιλιά τον ίδιο
πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε
βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής
και πώς τελικά αιχμαλώτισε εκείνη την μικρή βασίλισσα
από νεραϊδοκλωστή
που τόσο της άρεσε να διαφεύγει
με πειρατικά καράβια
στις χώρες τού ποτέ.
Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.
Άλλωστε γι’ αυτό έπαιξα μαζί του.

Γιατί, έστω και μία φορά, στη ζωή
αξίζει κανείς να παίξει για να χάσει.

ΠΟΙΗΣΗ

Είναι, εκείνο το πρώτο αυγό στρουθοκαμήλου
που κάποτε στην έρημο
γέμισες με νερό
κι έθαψες κάτω από την άμμο.
Επτά εκατομμύρια χρόνια
άλλοτε στα τέσσερα, μετά στα δύο,
με άκρα κοντά, με άκρα μακριά
με τρίχες και χωρίς
έτρεχες, ζευγάρωνες, έτρωγες, πάλευες,
κρύωνες, ζεσταινόσουν, πέθαινες.
Και ύστερα αιφνίδια ένα άδειο κέλυφος αυγού
με νερό κάτω απ’ την άμμο.
Προνόησες ότι θα ξαναπεράσεις διψασμένος από κει.
Επτά εκατομμύρια χρόνια μέχρι να φανταστείς.
Τώρα χαράζεις στις σπηλιές τον φόβο σου
στέκεσαι όρθιος πια στα πόδια σου
και το κεφάλι σου ατενίζει το φεγγάρι,
τα βράδια αγκαλιά μού ψιθυρίζεις λόγια
κι όταν με χάνεις πάλι με λέξεις κλαις.
Επτά εκατομμύρια χρόνια για να μου πεις το «σ’ αγαπώ».
Έχει αρχίσει πια το παραμύθι της ζωής.

Ο ΛΥΚΟΣ

Τρώγαμε ήσυχα την σούπα μας
αυτός κι εγώ,
οι δυο μας, μόνοι.
Έξω χιόνι, μέσα σιωπή.
Ένα ρολόι ρυθμικά θάβει τον χρόνο.
Ξάφνου ακούγεται ουρλιαχτό
και έξω από το τζάμι
βλέπω να χάσκει
το στόμα ενός λύκου
σάλια και αίμα.
Πίσω από το γυαλί
ακούω την ανάσα να κοχλάζει
μυρίζω την λαχτάρα του.
Πριν ο άντρας προλάβει να αντιδράσει,
ένα προς ένα πετάω όλα μου τα ρούχα
την πόρτα ανοίγω
και αφήνομαι γυμνή
να με ξεσκίσει.

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ Ι

Πρώτα βγάζει το πουκάμισο
μετά το αστραφτερό χαμόγελο,
έχει σειρά η φούστα
ύστερα το μεσοφόρι από δαντέλα.
Ντύνεται ολόκληρη το κόκκινο κραγιόν.
Έξω η νύχτα βάφει με πινέλο μαύρο το σκοτάδι της.

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΙΙ

Γυναίκα σε καθρέφτη.
Φοράει, μαύρες κάλτσες,
νυχτερίδες στο χιόνι του κορμιού της.
Ένας άντρας στέκεται κοντά της.
Δεν φαίνεται η αντανάκλασή του στο γυαλί.
Τα μάτια του έχουν ήδη φύγει.
Δεν μπορεί να δει
το τρίγωνο του φόβου της
τα ελάφια των ματιών της
τα σπαρταριστά περιστέρια των δαχτύλων της.

Όπως κάθε βράδυ
τελευταία αποχωρούν τα χέρια του.

IT TAKES TWO TO TANGO

Τις νύχτες χορεύω ταγκό.
Μικροί πιγκουΐνοι χειροκροτούν θερμά
και σερβίρουν παγωμένη σαμπάνια
στα φαντάσματα του κήπου.
Ο καβαλιέρος μου εξατμίζεται,
σηκώνω την πολύχρωμή μου φούστα
και πηδάω στο κενό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΙ

Γάζες από χαμόγελα στο στόμα
έθαψες πια τους νεκρούς,
τον Κρέοντα τον κουβαλάς μαζί σου,
τον ψάχνεις στους άντρες που αγαπάς.
Γνώρισες τους κανόνες της απώλειας
την πνιγηρή υγρασία της σπηλιάς.
Τώρα πια γυαλίζεις τα ασημένια σου σερβίτσια
ενώ οι γύπες κάθε μέρα αφαιρούν
παράθυρα, σκεπή, αύριο την πόρτα
κι εσύ κάτι πρέπει να θυμηθείς
που όμως συνέχεια διαφεύγει.
Κι έτσι ολότελα γλιστράς
το αλλού γίνεται άλλοθι
και όλα τα ποιήματα νερό.

ΠΑΛΙΕΣ ΣΥΜΜΑΘΗΤΡΙΕΣ

Με ξεσκισμένες σάρκες και γυμνά φτερά
μικροί καθρέφτες των ρυτίδων μου
πόσο ακόμα ως το τέλος;

ΕΥΑ

Με παρέσυρε.
Πυκνά φυλλώματα, υγρά.
Δεν φορούσε πρόσωπο.
Άγγιξα τότε ένα φίδι, την καρδιά του.
Κι ευθύς κατρακύλησα στο χώμα.
Ούτε θεός ούτε διάβολος.
Στον Κήπο τον αποκαλούσαν «άντρα».
Στο στόμα άφηνε γεύση μήλου σε αποσύνθεση.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Δεν είναι τα μάτια παράθυρα
ούτε καθρέφτες της ψυχής.
Είναι άγρια σκυλιά που αλυχτούν.
Η αγάπη δεν είναι ροζ ζάχαρη
ούτε ο έρωτας αρρώστια
που βήχει διακριτικά
κι αφήνει αιμάτινες κηλίδες
στο δαντελένιο μαντίλι της Κυρίας
που ύφαινε Καμέλιες.
Δεν έψαχνε η Έμμα Μποβαρύ
άντρες για να αγαπήσει,
κυνηγούσε μόνο την χαμένη της ψυχή.
Κι όταν τελειώνει μια ιστορία
οι άνθρωποι θάβουν τα κομμάτια τους στον κήπο
και κάθονται στα αραχνιασμένα τους τραπέζια
ενώ η Μις Χάβισαμ τους υποδέχεται
φορώντας το μουχλιασμένο νυφικό
ενός γάμου που δεν μπόρεσε ποτέ.

Ο ΦΟΒΟΣ ΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ

Ποιος είναι αυτός ο Φόβος
που ουρλιάζει με τα δυο του όμικρον
να χάσκουν στο σκοτάδι;
Ποιο είναι το βουβό βήτα
που βηματίζει βαρύγδουπα
σέρνοντας το παραμορφωμένο του ποδάρι;
Ποια φυγή ονειρεύεται το φι
και γιατί το σίγμα
σπαράζει σιωπηλά στο τέλος
αλλά και μπροστά
από το άλλο ρήμα
που τόσο πολύ φοβάμαι να προφέρω;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Φοράει πάντοτε μια μάσκα.
Το πρόσωπο αδιάκοπα αλλάζει
μισό φως μισό σκοτάδι
μισή γέννα μισή θάνατος
άλλοτε νυχτερίδα
άλλοτε νερό των αστεριών
χύνεται βουρκωμένη
αέναα γλιστράει,
στην αδιάκοπη ροή
κρύβεται η αλήθεια της,
στους ύπερους στους στήμονες
στην γύρη
στα κοχύλια
στις εσοχές που φωλιάζουνε τα φίδια
η φύση είναι η δύναμή της
το ίδιο το κορμί της.
Μιλάει γλώσσες ακατάληπτες
στον αριστερό λοβό της
στριφογυρίζουνε πλανήτες
από τα στήθη της
ρέουν άγρια ποτάμια.

Μητέρα Θεά.
Μάγισσα.
Γυναίκα.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Τα πορτρέτα των προγονών
ροχαλίζουν άοκνα στους τοίχους
αράχνες γνέθουν παγωμένους σταλακτίτες
μια μητέρα ντυμένη στα λευκά
νανουρίζει στην κούνια ένα ανύπαρκτο μωρό
ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά μαχαιρώνει βίαια τον αέρα
ένας άντρας με λασπωμένες μπότες
ξεκοιλιάζει πουπουλένια μαξιλάρια
άσπρα σκυλιά με μαύρες βούλες
παίζουν τρίλιζα στα μάρμαρα
κάποιος κάπου παίζει ένα βιολί
στην σοφίτα γεννιέται ένα αυγό
γαλάζιοι δρυοκολάπτες πετούνε στην κουζίνα.
Κι εσύ,
ξαπλωμένος στην κρυστάλλινη μπανιέρα
φορώντας όλα σου τα ρούχα,
πίνεις σαμπάνια μέσα στην καρδιά μου,
όχι επισκέπτης ούτε φίλος
αλλά μοναδικός ένοικος
που αυτονόητα κατέχει τα κλειδιά.

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Ένα κρεβάτι διπλό και μια λεκάνη.
Πρώτα με πλένεις.
Δέκα δάχτυλα
μαύρα άλογα
αφηνιασμένα ιδρωμένα λαχανιάζουν
κοράκια φτερουγίζουν τρελαμένα
κόκκινοι λύκοι με μυρίζουν.
Με χαϊδεύεις.
Ύστερα έρχεσαι.
Όπως ποτέ.
Όπως ξανά.
Στο πιο
κρυφό δωμάτιο του κορμιού μου.

ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ

Μια γυναίκα κι ένας άντρας στη
σκοτεινή σπηλιά
με τα κόκαλα των νεκρών αδελφών
και τις χαραγμένες με πέτρα κοφτερή
σκηνές από κυνήγι άγριων ζώων.
Η νύχτα βαθαίνει ολοένα
τα ουρλιαχτά απέξω δυναμώνουν
η σπηλιά-στόμα μεγαλώνει
η γυναίκα παγώνει στους χειμώνες
τότε ο άντρας απλώνει το χέρι
ένα άγγιγμα στο μάγουλο,
χάδι από μικρές νεφέλες.
Ύστερα σκοτάδι.
Σε έναν ουρανοξύστη, σε μια πόλη ξένη,
Σάββατο, ώρα δώδεκα το βράδυ,
μία γυναίκα, ένας άντρας,
αυτός άπλωσε το χέρι,
ένα άγγιγμα στο μάγουλο,
τόσο απλό τόσο πολύπλοκο
τόσο ανεπανάληπτα παλιό.

Το χέρι σου στο πρόσωπό μου.

ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για νά ’ρθω να σε βρω.
Τόσο απλό λοιπόν να ανέβω σε ένα τρένο
αστραφτερό, γυαλιστερό
με οδηγό, εισπράκτορα, συνεπιβάτες
ράγες που εφάπτονται στο έδαφος
και προαναγγελθέντες όλους τους σταθμούς.
Ξέχασα πόσο μαύρο είναι το τρένο της αγάπης
πως καίει κάρβουνα κι ελπίδες
με ένα μάτι τυφλό κι ένα στόμα που χάσκει
και μηχανή ορχιδέα
που αιώνια πεινάει
πόσο ρυθμικά βογκά
καθώς φίδι θεριεμένο
ανεβοκατεβαίνει τις σήραγγες του τρόμου.
Λησμόνησα πόσο μοναχικό είναι το τρένο της αγάπης
με τον ελεγκτή κάθε λίγο
να ακυρώνει
και έναν εισπράκτορα
κέρινο ομοίωμα
να περιμένει πάντα στον σταθμό.
Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για νά ’ρθω να σε βρω.
Σαν να μην γνώριζα ποιο είναι πάντα το ταξίδι
και ποιον αλήθεια ψάχνουμε
στον έρημο σταθμό.

.

Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ (2006)

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ

Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο
και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,
αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,
κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων
τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα
ή του ανοιχτού παράθυρου
στη μέση μιας ερήμου.
Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.
Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα
με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.
Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,
κρυστάλλινος και διάφανος,
σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος
και τόσο, μα τόσο ανυπεράσπιστος,
που πάντα έμπαινα στον πειρασμό
να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.
Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,
στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,
έτρωγα κέικ από μοναξιά,
σ’ ένα ετοιμόρροπο, καθόμουνα μπαλκόνι.
Ύστερα η μαμά χάθηκε μες στον καθρέφτη,
ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,
ο αδελφός μου παντρεύτηκε τη Νύχτα
και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.
Κι από όλη την οικογένεια μου,
απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές
να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.

ΟΤΑΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

Όταν μπαίνεις μέσα μου,
το πάπλωμα μυρίζει ρύζι και γαλάζια αυγά.
Μα την ίδια στιγμή,
μια πόρτα με θόρυβο ανοίγει,
σε κρύο διάδρομο,
σε άδειο σπίτι.

Στην οδό Αγίου Δημητρίου,
ένα κοριτσάκι μου γνέφει λυπημένα.

ΡΟΤΟΝΤΑ

Ροτόντα
Μεσημέρι προς βράδυ.
Ψιχαλίζει μικρά πουλιά.
Δεν με αγγίζεις.

Είσαι ολόκληρος μέσα μου.

ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

I.

Στην αρχή συνέβαινε μονάχα στα όνειρα.
Κάποιος άνοιγε την πόρτα του κορμιού της
και γλιστρούσε μέσα του.
Ποτέ δεν του παραχωρούσε από μόνη της
το κλειδί της μυστικής της κρύπτης.
Όμως αυτός το ανακάλυπτε,
μια ελιά στον αριστερό της ώμο
ή ένα μικρό δελφίνι κάτω από τον ομφαλό.

II.

Στην αρχή συνέβαινε μόνο στα όνειρα.
Ύστερα συνέβαινε γενικά.
Αυτός την συναντούσε,
κάτω από τα δέντρα το σούρουπο,
ή όταν κεντούσε στο μπαλκόνι της.
Δεν πάλευε ποτέ, δεν του αντιστεκόταν.
Τη γοήτευε πού γνώριζε τόσο το κορμί της.
‘Αναρωτιόταν πόσο παλιά ήταν η γνώση του.
‘Αναρωτιόταν αν την αγαπούσε.

VII.

Ποτέ της δεν κατάφερε το τέλος του.
Το έλος του την κράτησε δικό του.
Ύστερα από καιρό είπαν πώς χάθηκε,
πώς τριγυρνούσε σε παλιές φωτογραφίες
με άσπρα φορέματα χόρευε στους βάλτους
και κάποιοι την είδαν συντροφιά με μιαν αρκούδα
να χάνεται σε δρόμο δίχως τέλος.

VIII.

Κι ο άντρας; Υπήρξε;
Ή ήταν μόνο μια αφορμή,
Μικρού θανάτου πρόβα
σε θίασο επαρχίας;

ΓΥΝΑΙΚΑ-ΨΑΡΙ

Στιλπνή είμαι, ασημένια,
ψάρι είμαι, ξεγλιστρώ.
Χάνομαι, χύνομαι,
ρέω, διαφεύγω.
Μόνο γυναίκα αν ήμουν,
αρχέγονη, μυστική,
πήλινη,
διονυσιακή,
κογχύλι,
γονιμότητα,
αγγείο και ηχείο,
αν ήμουν.
Όμως ούτε γυναίκα είμαι, ούτε ψάρι
μα και τα δύο μαζί.
Και δεν είναι μόνο δική μου αυτή η ιστορία.
Είναι κι η ιστορία της γυναίκας-σταγόνα και
της γυναίκας-χιόνι
της γυναίκας-σαύρα και της γυναίκας-αετός
μα και της Μαίρης, της Άννας,
της Ελένης, της Φρίντας,
της Σύλβιας, της Ιωάννας,
και όλων των άλλων γυναικών
αθόρυβα αφήνουν πίσω τους τα χνάρια
από μικρά παπούτσια,
που γρήγορα εξαερώνονται στον χρόνο.
Είμαι γυναίκα-ψάρι.
Όταν πεθάνω, θα γίνω μόνο ψάρι.
Θα κολυμπώ στ’ αστέρια.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Όλοι οι μνηστήρες φορούν την ίδια μάσκα,
τραγόμορφοι σκύβουν πάνω μου
και με χαϊδεύουν
με δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια.
Πού να ‘ναι τώρα ο Οδυσσέας,
πόσοι μικροί σταλακτίτες
παγώνουν σ’ ένα δάκρυ,
γιατί ο ουρανός κοιμάται πάντα
με τα μάτια ανοιχτά,
γιατί ο Οδυσσέας είναι ξένος
και το όνομά μου Πηνελόπη
και δεν έχω δική μου ούτε στεριά, ούτε νησί,
ούτε πόλεμο να πολεμήσω,
ούτε Δούρειο Ίππο να κρυφτώ
γιατί το φεγγάρι έχει πάντα ένα πρόσωπο κρυμμένο
σ’ ένα πηγάδι χωρίς βυθό;
Γιατί, τέλος, ό,τι ποίημα και να υφάνω
έχει για κλωστές βελούδινες γυναίκες
που λάμπουν για λίγο στο σκοτάδι
πριν σβήσουν για πάντα στην σιωπή;

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Έξι μήνες σε νυμφεύομαι,
κορμί από πορτοκάλι,
τσακάλια βδέλλες
κολλούν στη σάρκα μου,
σε τρώω κι ύστερα με τρως,
στολίζομαι με λάσπη
και το νυφικό
ξεσκίζουν δέκα τυφλοπόντικες.
Ύστερα επιστρέφω,
παρθενική και μόνη,
να μυηθώ στην ποίηση.
Έτσι από τον πηλό
πλάστηκε η ζωή.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Σωπαίνεις.
Σε λευκό μανδύα τυλιγμένος
μου διδάσκεις πόνο και ηδονή.
Τεράστιος ορθώνεται, πατέρα,
ο ίσκιος σου επάνω απ’ το βωμό.
Εραστής και ξένος
ο αγαπημένος δήμιος.
Βλέπεις, οι σκοπιμότητες.
Το διαζύγιο, ο ούριος άνεμος,
τα πλοία πού δεν έφυγαν ποτέ
για την χαμένη Τροία,
ο χρόνος πού σταμάτησε,
ο θάνατος πού με νυμφεύεται
αντί του ‘Αχιλλέα.
Κόκκινος ο μανδύας σου από αίμα.
Κι εσύ φοράς το μαύρο σου καπέλο
στρίβεις ατάραχος το πόμολο της πόρτας.

Το μόνο πού χρειαζότανε ήτανε μία θυσία.

ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΚΑΠΝΟΣ

«Σχεδόν» απάντησε αυτός.
«Μπορεί, άσε να δούμε,
είναι ρευστά τα πράγματα,
μα δεν το αποκλείω.»
«Καίγομαι», είπε αυτό.
«Σου στέλνω κάθε μέρα αχνιστά φιλιά,
κόκκινα περιστέρια από λάβα,
μου λείπεις.»
«Είμαι απλώς πιο πρακτικός,
είναι στη μέση κι η δουλειά,
στο τέλος θα βρεθούμε,
αν όχι τώρα, ίσως μετά.»
«Καλά», είπε τότε το ηφαίστειο
κι εξερράγη
κι όλα γύρω του πλημμύρισαν
δάκρυα καυτά κι ελπίδες
ενώ δ γκρίζος καπνός αδιάφορα
διαλύονταν ψυχρά μες στον αέρα.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Ναι, κύριε,
μόνο για μια νύχτα.
Θα είναι το μικρό μας μυστικό.
Ένα ποτό ακόμη ;
Ευχαρίστως.
Βλέπετε, τις νύχτες
φορώ ξένα κορμιά
και ταξιδεύω
τούς καθρέφτες.
Γνωρίζετε τον Γουλιέλμο Τέλλο;
Ένα κόκκινο μήλο ή ζωή μου,
νήμα από άχνη ζάχαρη
εμποτισμένο σε ουίσκι.
Αν έχω αδυναμία στο ποτό;
Μετά την ποίηση,
όλες οι άλλες έξεις ξεπερνιούνται.
Αν φοβάμαι τον θάνατο;
Όχι περισσότερο από εσάς.
Άλλωστε και σεις, ο Θάνατος δεν είστε;
Δεν με κοιτάτε πίσω από μια μάσκα;
Δεν με αγγίζετε με γάντια;
Πέστε μου, κύριε,
μπορείτε να γράψετε;
Μπορείτε να βρείτε την ανοιχτή πληγή
και εκεί μέσα στον πυρήνα,
ανάμεσα στο αίμα,
μπορείτε κύριε, να αιμορραγείτε
και να γράφετε ταυτόχρονα;
Ναι, συγγνώμη, παρασύρθηκα.
Όμως πριν φύγετε,
μία ακόμα ερώτηση για σας.
Πόσα μωρά τίποτε
πεθαίνουν σε μια νύχτα
μέσα σε μια παλάμη
που δεν αγγίχτηκε;
Καλή σας νύχτα.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Καφτός, σκληρός,
οικείος, ξένος,
ο άντρας στο δωμάτιο,
στη σπηλιά
στο ανάκλιντρο,
ο άντρας στις φοινικιές του Νείλου.

Ο άντρας φοβάται, κρυώνει, είναι μόνος.
Δεν είναι ποιητής, έξω βρέχει,
ο άντρας είναι ποιητής,
σκαλίζει στις σπηλιές ζωάκια
και δάκρυα στιλπνά, γυαλιστερά.

Ο άντρας γεννιέται ξανά,
μικρός, μαλακός,
ταξιδεύει στις πτυχές του μεταξιού,
στον Κήπο δεν γνώριζε,
ύστερα πάλι όλο έβρεχε,
η καινούργια Χώρα ήταν υγρή
κι αφιλόξενη,
κοπάδια από ζέμπρες χρωμάτιζαν το σύμπαν.

Ο άντρας στο δωμάτιο,
μια γυναίκα μαζί του,
καπνός από τσιγάρο
μικρά μαξιλάρια στο πάτωμα,
σαύρες και ερπετά σέρνονται στα δέντρα,
είναι ή ώρα που oι ύαινες ουρλιάζουν,
ο άντρας φοβάται, η γυναίκα φοβάται,
είναι μόνοι,
έξω από τη σπηλιά κάτι μαύρο
κάτι άγνωστο
δεν έχει πόδια, όμως κινείται,
κάποια στιγμή θα τους ρουφήξει.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Τον συνάντησε στο δάσος.
Γυμνός ήταν, κυνηγός.
Κυνηγούσε λέξεις.
Τις αιχμαλώτιζε με απόχη,
τις βαλσάμωνε δικές του.
Δεν του μιλούσε.
Καθόταν δίπλα του αθόρυβα.
Φορούσε μενεξεδένια κι άσπρα
φορέματα και κρινολίνα
από άχνη και κανέλα.
Αυτός την κοίταζε κρυφά,
ενώ συγχρόνως κυνηγούσε
τη λέξη «απέχω» ή τη λέξη «νοσταλγώ».
Αυτή είχε μικρούς καθρέφτες νάρκισσους
πάνω της κεντημένους,
παγίδευαν το βλέμμα προς τα έξω
ή ίσως δεν τολμούσε να κοιτάξει
την άλλη γυναίκα
που δίπλα της πνιγόταν σε πηγάδι.
Ύστερα αγαπήθηκαν.
Ο κυνηγός αγάπησε τη λέξη «αγάπη»
κι αυτή τον κυνηγό μες στους καθρέφτες της.

ΤΕΛΟΣ

Της είπαν να θέσει ένα τέλος.
Το επιβάλλει λεν ο Νόμος και το Δίκαιο.
Και πώς, ρωτάει τότε αυτή,
πώς τελειώνει, κύριοι, ο βουρκωμένος ουρανός,
η γυμνή βροχή,
ή ένα άγγιγμα στο στόμα;
Πώς άραγε τελειώνει το τέλος και ό καιρός;
Και ποιός απ’ όλους σας εβίωσε
το τέλος ως το τέλος;

Ένα πουλί χτυπάει με δύναμη το τζάμι.
Κόκκινες μικρές σταγόνες
το περιδέραιο τού χιονιού.

.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ ΚΑΠΑ (2004)

ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ;

I.

Κατά τα μεσάνυχτα,
μία βάρκα αποχωρεί.
Ένας γέρος καλόγερος
ανάβει χάρτινα φανάρια
που σιωπηλά επιπλέουν στο νερό.
Οι ποιητές επιβιβάζονται αργά,
σκιές που φωσφορίζουν στο σκοτάδι.
Είναι συνήθως ντυμένοι ελαφρά,
(πόσο αναμενόμενο και πόσο απρόσμενο
είναι πάντα το ταξίδι),
άλλοι φορούν τριμμένα πανωφόρια
και άλλοι από μετάξι κάπες,
άλλοι τζίν μπουφάν και λιωμένα παντελόνια,
κάποιες γυναίκες φορούν δαντελένιες νυχτικιές,
άλλες μακριά φορέματα και κρινολίνα,
κι άλλες ντυμένες είναι με κοστούμι και γραβάτα.
Ή βάρκα γλυστράει αθόρυβα στο αλλόκοτο τοπίο,
τό δάσος μισοπνιγμένο μες στη λίμνη,
μπλέκουν στα κλαδιά των δέντρων
τα μακριά μαλλιά των ποιητών,
κι ή βάρκα μετεωρίζεται στους κορμούς των δέντρων,
ανάμεσα στις φυλλωσιές και στους καρπούς τους.
Τα νερά της λίμνης είναι ζεστά,
γεμάτα μικροοργανισμούς, θολά,
η λίμνη γουργουρίζει,
κάτι ζωντανό κοχλάζει στον βυθό της.

ΙΙ

0ι ποιητές δεν μένουν ποτέ οί ίδιοι.
Στην διάρκεια του ταξιδιού μεταμορφώνονται,
σε γυπαετούς ή κάργες
ή σε κατακόκκινα πουλιά στο χρώμα της φωτιάς
Κάποιοι μεταμορφώνονται σε λύκους
πού με τα ουρλιαχτά τους αλλάζουν τό σκοτάδι,
άλλοι γίνονται ορχιδέες
ή ανεμώνες,
ή ασημένια χέλια,
κουκούλια σκάν
μικρές σαύρες σέρνονται στις όχθες,
τα νερά στη λίμνη παγώνουν,
η λίμνη ποτέ δεν μένει ίδια.
Η βάρκα γλυστράει αθόρυβα
σαν έλκηθρο,
που το σέρνουν τάρανδοι
και μικρά βατράχια.

III.

Κάποια στιγμή η βάρκα σταματά.
Οι ποιητές αποβιβάζονται στον πάγο,
κάποιοι αριστερόστροφα γυρνούν,
βυθίζονται σε έκσταση.
Σε λεπτές φέτες πάγου
που σκίζονται με θόρυβο
σαν φύλλα από χαρτί,
στροβιλίζονται οι ποιητές
με κόκκινα πατίνια.
Μία ποιήτρια κύκνος,
δαγκώνει με το ράμφος τον λαιμό της,
με αίμα χαράζει στρογγυλό νησί
γύρω της στον πάγο.
Δύο ερωτευμένοι ποιητές
κρατούν στη χούφτα τους
κρύσταλλους χιονιού πού λαμπυρίζουν,
καθρεφτίζονται στο σκληρό χιόνι πού αστράφτει
και τυφλώνονται.

VII.

Μην εμπιστεύεσαι τους ποιητές.
Γερνούνε με τα χρόνια.
Χωρίς τα χρόνια, γερνούνε πιο πολύ.
Πεθαίνουν νωρίς
πεθαίνουν νέοι,
ή ζούνε ατέλειωτα χρόνια σιωπής.
Φοβούνται τη σιωπή οι ποιητές.
Μα όταν γράφουν, μυούνται στη σιωπή.
Με τη σιωπή τους αλλάζουνε τον κόσμο.

VIII

Τα πιο όμορφα ποιήματα γράφτηκαν στη σιωπή.

IX.

Πού πάνε οι ποιητές τις νύχτες;
Γιατί κυκλοφορούν με χέρια ματωμένα;
Γιατί ουρλιάζουν οι ποιητές στις στέγες;
Γιατί έχουν έναν επίδεσμο στη θέση της καρδιάς;
Γιατί τα γράμματα που σκαλίζουν με κόπο σ
το χαρτί
με πένα, με κονδυλοφόρο, με μολύβι,
αφήνουν μικρά κόκκινα χνάρια από αίμα;

X.

Γιατί σπαράζει ο κύκνος
καθώς λευκός, παρθενικός
τινάζει τα φτερά του
και γράφει τον τελευταίο του στίχο;

ΜΙΚΡΗ ΓΟΡΓΟΝΑ

Συνέβη τότε
που ακόμα πίστευα στους πρίγκιπες.
Δεν μου το ζήτησε αυτός,
μόνη μου προσφέρθηκα.
Για χάρη του το έκανα.
Ή ουρά μου φεγγοβολούσε ολόκληρη
και μύριζε λεμονανθούς.
Τα βράδια την άπλωνα στ’ αστέρια να στεγνώσει,
και μερικές νύχτες μου μουρμούριζε τραγούδια.
Ποτέ του δεν του άρεσε η ουρά μου.
Την έβρισκε απωθητική.
Για χάρη του το έκανα.
Ήπια το φίλτρο.
Ύστερα πονούσα.
Πόνοι με ξέσκιζαν στα δύο,
κοβόμουνα στη μέση
σπαρτάριζα σαν ψάρι στη στεριά.
Προκρούστες μου κόβαν τα κομμάτια
που περίσσευαν,
ταπεινωμένη ένοιωθα μετά.
Μα τα καινούργια πόδια μου άξιζαν τον κόπο.
Αυτός πολύ χαιρόταν με τα θαυμαστά
καινούργια πόδια μου.
Εύκαμπτα ήταν, καλογραμμένα,
γάμπες, αστράγαλοι, μηροί, γοφοί
όλα στην εντέλεια πλασμένα.
Γυναικεία.
Μόνο που κούτσαινα, σαν περπατούσα.
Μόνο που σαν έτρεχα, πονούσα.
Μόνο που δεν τα ‘νοιωθα δικά μου.
Μόνο που λαχταρούσα την άγρια,
τη θαλασσινή μου ουρά,
τον μοναχικό μου βράχο,
τις τρικυμίες,
την αλλοτινή μου νύχτα.
Ύστερα ο πρίγκιπας παντρεύτηκε μία άλλη.
Πριγκίπισσα αληθινή όπως επιβεβαίωσαν
τα δώδεκα μπιζέλια.
Και εγώ γοργόνα για πάντα στην ψυχή,
επέστρεψα στη θάλασσα για πάντα.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ ΚΑΠΑ

Η Λαίδη Κ. δεν παραδίδεται,
δεν παραδίδει,
μόνο αποχωρεί,
την κατάλληλη εκείνη στιγμή,
που το ρολόι της σάλας
χτυπάει το τέλος.

Τότε η Λαίδη Κ. κατεβαίνει
τη δρύινη σκάλα,
το βαρύ της φόρεμα κυλάει στα σκαλοπάτια,
ή Λαίδη Κ. φοράει πάντα
μαύρο βελούδο και μαργαριτάρια στο λαιμό,
οποιοσδήποτε μπορεί να την αγγίξει
έτσι καθώς ανάλαφρα γλυστράει μες στη σάλα,
κανείς ποτέ δεν την αγγίζει,
μαύρο βελούδο φοράει ή Λαίδη Κ.
μαύρα βελούδινα τα μάτια της
αστράφτουν στο σκοτάδι.
Ποτέ δεν φωνάζει ή Λαίδη Κ.,
ποτέ δεν κλαίει,
τα δάκρυα είναι στολίδια,
που τα φοράει γυμνή
στον καθρέφτη της τα βράδια.

Καθώς ή Λαίδη Κ. γλυστράει μες στον χρόνο,
αφήνει πίσω ένα άρωμα πικραμύγδαλου και μέντας,
το κολιέ της χαλαρώνει και της πέφτει,
τα μαργαριτάρια πέταλα από άγρια τριαντάφυλλα,
σκορπίζονται στη σκάλα,
η Λαίδη Κ. είναι μόνη,
κανείς δεν την ακούει να ουρλιάζει
το βράδυ στο σκοτάδι.

Η Λαίδη Κ. δεν παραδίδεται.
Δεν θα παραδοθεί.
Μόνο την κατάλληλη στιγμή.
Θα λύσει τα μακριά φλογισμένα της μαλλιά
θα πετάξει κρινολίνα και βελούδα,
και ανέγγιχτη έξαφνα
θα γίνει μια μικρή κόκκινη αλεπού
πού σαν σπίθα θα χαθεί
για πάντα μες στο δάσος.

ΓΥΜΝΟ

Ένα κορμί κάτω από λευκό σεντόνι.
Μόνο ένα κορμί.
Κάτω από λευκό σεντόνι.
Κι όμως.
Κανείς φαντάζεται.
Τα ρείκια να ανασαίνουν στις μασχάλες,
τα πράσινα βρύα να αναδεύονται στο στήθος,
τη μαύρη τρύπα του ομφαλοί ν’ ανοιγοκλείνει,
την καρδιά να πάλλεται ολοκόκκινη,
το φίδι λείο και στιλπνό,
να τεντώνεται για να επιτεθεί,
στο σεντόνι ανάγλυφη
η γεωγραφία του κορμιού σου,
οι καταρράκτες των μηρών
οι χαράδρες των γονάτων σου,
οι μικρές πικρολίμνες στις πατούσες σου.
Ή άμμος πέφτει με κοφτές ανάσες στην κλεψύδρα,
βουτώ στη σκληρή σάρκα του καρπού,
η παλάμη μου αγγίζει
τον καυτό πυρήνα.
Κόκκινοι κόσμοι εκτοξεύονται στο σύμπαν.
Ένα κορμί δεν είναι.
Μόνο ένα κορμί.
Το φίλντισι στα μάτια σου
δεν είναι.
Μόνο ένα δάκρυ.
Το κορμί σου δίπλα μου.
Χωρίς σεντόνι.

ΠΟΙΗΣΗ

Όταν η πλατεία της σιωπής
γεμίζει περιστέρια,
εκείνα τα πουλιά της νύχτας,
τα γυμνά, τα κοραλένια,
το χρυσάνθεμο γόνδολα
κυλάει στα βαθυσκότεινα νερά.

Κάποιο βράδυ θα αφεθώ.
Εκεί.

Σε μία πόλη βυθισμένη στο νερό,
όπου η απουσία δεν είναι απώλεια,
όπου τα μάτια σου δεν έχουν
χρώμα ξεχασμένης βροχής
και οι σταγόνες στο πρόσωπό σου
είναι αφρισμένα κύματα δαμάσκηνου.
Εκεί.

Στον πυρήνα της σιωπής
τα εξωτικά πουλιά θα κελαηδούν,
καρύδες θα πέφτουν ρυθμικά,
οι κοκοφοίνικες θα πανηγυρίζουν
το τέλος του χειμώνα,
οι παπαγάλοι θα βρέχουν τα φτερά τους
με χρώματα,
και εγώ γυμνή
θα εκτίθεμαι και θα εκθέτω,
κρατώντας πάντα
την ουσία μου κρυφή.

ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΣΟΥ

’Άλλοτε.
Την εποχή των γυπαετών.

Ένα, ένα,
ανεκτίμητα, αιχμηρά,
καυστική ποτάσα,
διάφανες μέδουσες,
γεύση από ζελέ λεμόνι.
Ρακόμελο σε ποτηράκι του ούζου.
Παράνομα και απόλυτα νόμιμα.

’Άλλοτε.
Τα φιλιά σου.

Τώρα σαν με δεις,
με φιλάς στο μάγουλο.

Τυχαία.

Και οι λεμονανθοί αδιάκοπα φλυαρούν
στην ακατανόητη γλώσσα τους.

ΧΡΟΝΟΣ

Και η στιγμή ένα γοργοπόδαρο ελάφι
που αφήνει πίσω του
μια βουρκωμένη, βελούδινη ματιά
πριν βουτήξει για πάντα στο κενό.

ΔΑΚΡΥ

Μικρή λίμνη είσαι δάκρυ;
Μικρή; Λίμνη; Είσαι;
Και αν όχι, τότε;
Τί; Γιατί;
Ναι, μικρή, λίμνη, ωκεανός, θάλασσα, δάκρυ
είμαι. Εσύ.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ TON ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΩΝ

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ: Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Ποιος είσαι ξένε;
Πούθε έρχεσαι και πού πηγαίνεις;
Ποιο ξωτικό του δάσους
σ’ έστειλε μπροστά μου,
τούτη την ώρα που αχνίζει ή αυγή
Τα ρούχα σου είναι φτωχικά
μα αρχοντικά ραμμένα,
τα πρόσωπό σου απόκοσμο
μα τόσο οικείο μοιάζει,
τα μάτια σου άγρια καστανά,
τί άραγε να ελπίζουν;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ: Με ξάφνιασες σαν πρόβαλες
αθόρυβα απ’ την πάχνη,
πριγκίπισσα των πάγων,
Τουραντού.
Γνωρίζω τ’ όνομά σου
από αρχαίους κόσμους,
σε φωτεινά αστέρια,
στη μέση τού πελάγους,
σ’ έχω ξαναδεί.

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Ποιος είσαι; Με φοβίζεις,
τα λόγια σου παράξενα αντηχούν.
Αν ήσουν χιόνι, θα έκαιγες,
δάκρυ αν ήσουν, θα έλιωνα.
Άγγιγμα αν ήσουν, θα μ’ έχανα.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ: Με λένε ’Όναρ,
με το λευκό μου άλογο
τον χρόνο διασχίζω.
Το ξύλινο σπαθί μου μυρίζει βελανίδια,
τα ρούχα μου πευκοβελόνες,
στρατιώτης είμαι, πρίγκιπας, επαίτης.
Ένας άντρας είμαι και ψάχνω.
Ένας άντρας είμαι και ελπίζω.
Ποθώ και ονειρεύομαι.
Αύριο την ίδια ώρα
θα σε προσμένω εδώ.

ΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΕΝΤΑΣΗ

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Όναρ, αδελφέ και σύντροφε,
τα φωτεινά σου αχνάρια ακολούθησα
χθες βράδυ,
στου φεγγαριού την κούπα,
ξεχείλισε η ψυχή μου από χαρά.
Όμως σήμερα δεν φάνηκες,
τρείς ώρες με το άλογο καλπάζω,
και με αγωνία ψάχνω να σε βρω.
Και τώρα πού σε βρίσκω να κοιμάσαι
αμέριμνος κάτω από τον πλάτανο αυτό,
φλογισμένα βέλη θέλω να πετάξω,
και να κόψω τον ένα μου μαστό,
τον κόκκινο μανδύα μου να κάψω,
μαινάδα οργισμένη να γενώ.
Τα βραχιόλια μου ένα ‘ένα σου πετάω,
ολάκερη θέλω να καώ.

ΟΝΑΡ: Περίεργος ο πόλεμος αυτός
που όποιος νικήσει, χάνει.
Ξίφος με ξίφος
και φωτιά με τη φωτιά.
Φωτιά και αγέρας, νερό και γη.
Το ένα τρέφει το άλλο,
ενωμένα όλα και αντίθετα,
υπάρχουν μες στον κόσμο.
Έτσι και εμείς πριγκίπισσα,
από φωτιά, αέρα, νερό και γη
είμαστε πλασμένοι,
κι άλλοτε η φωτιά υπερτερεί
άλλοτε το νερό,
άλλοτε πάλι η σάρκα η γήινη
και άλλοτε ο αέρας.
Ωστόσο χωρίς βραχιόλια σε προτιμώ.
Έτσι με τα μαλλιά να πάλλονται
σαν μαγεμένο δάσος.
Σαν πεταλούδα έλκομαι
από την κόκκινη φωτιά σου,
μέσα της θέλω να καώ.
Μα αντί γι’ αυτό,
σε αποχαιρετώ,
την ίδια ώρα αύριο, εδώ θα να σε βρω.

ΗΜΕΡΑ ΕΒΔΟΜΗ: Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Γιατί πρέπει όλα να τελειώνουν;
Είναι το τέλος το πιο πολύτιμο πετράδι
ή ένας σβώλος χώμα από χώμα;
Πρίγκιπα πιο οικείος
απ’ τούς οικείους έγινες,
γι’ αυτό τώρα, πιο ξένος
από τούς ξένους.
ΠΡΙΣΚΙΠΑΣ: Αγαπημένη, μόνο την καρδιά μου.
Ολάκερη δική σου.
Μαζί σου πάντα εδώ θα κατοικεί.
Σ’ αυτή τη μικρή στιγμή
πού πάλλεται στο χρόνο.
Τίποτε ποτέ του δεν τελειώνει,
σ’ ένα μπλε δωμάτιο
κρυμμένα όλα ζουν.
Τα μάτια σου λάμπουν από δάκρυα
που σαν χαμόγελα γνέφουν και γελούν.
Ο πιο βαθύς σου πόνος,
το πιο πολύτιμο διαμάντι,
να σου φέγγει
το δρόμο τού γυρισμού.
Έχε γεια.

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Μείνε.

ΟΝΑΡ: Κράτα με μέσα σου.
Το πιο δύσκολο αυτό είναι.
Θησαυρός είναι ό πόνος.
Τώρα είσαι αλλιώτικη από πριν.

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Είμαι γήινη, γυναίκα.
Μου ζητάς πολλά.
Πώς να σ’ αποχωριστώ,
χωρίς καν να σε φιλήσω;
Χωρίς μια αγκαλιά,
ένα χάδι να θυμάμαι;

ΟΝΑΡ: Αν σ’ αγγίξω θα χαθώ.
Οι ψυχές μας αγγίχτηκαν.
Χόρεψαν μαζί τον πιο αρχέγονο χορό.
Κράτα με.

ΤΟΥΡΑΝΤΟΥ: Αν ήσουν χιόνι, θα μ’ έκαιγες.
Κρύσταλλος αν ήσουν, θα μ’ έσπαγες.
Μαχαίρι αν ήσουν, θα μ’ έκοβες.
Με ματώνεις,
το χιόνι κοκκινίζει.
Οι σκίουροι του δάσους φεύγουν μακριά.
Σε κρατώ.
Μόνο την καρδιά σου.
Αυτή τη μικρή στιγμή πού πάλλεται
στο φλογισμένο δάσος.
‘Όμως έχε γεια. Αγαπημένε.

.

Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΑΑΑΙΝΑ (1990)

ΦΑΛΑΙΝΑ

Κάθομαι πάνω σ’ ένα τρίγωνο από χρώματα,
τα πόδια μου αιωρούνται στο άπειρο, μια
μωβ μπανάνα κρέμεται από το ταβάνι, έξω
μικρές μπάλες χιονιού φωσφορίζουν στο
σκοτάδι, χιονίζει παιδιά, ανέφελα μικρά,
στρογγυλά παιδιά, μαλακά ακουμπούν πάνω
στο χώμα και αναλύονται σε μικρούς γαλαζόασπρους
κύκνους στο μέγεθος του δάκτυλου, έγκυες
γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά, γυμνές και
δακρυσμένες αγκαλιάζουν μια διάφανη μέδουσα,
μια γαλάζια φάλαινα κυλάει στην κουζίνα μου,
μια φυσαλίδα κίτρινη, κοιτιέται στον καθρέπτη
και σκάει σε εκατομμύρια ξεκαρδισμένους υδρατμούς,
είναι Τετάρτη βράδυ, ανάμεσα στο πριν και στο μετά,
στο κάπου και στο πουθενά, σ’ έναν πλανήτη,
σε μια χώρα, σ’ ένα σπίτι.

ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ

I

Το ελάχιστο σου άγγιγμα εκεί κοντά στο στόμα
ανεπαίσθητο, ολότελα αισθητό, η μυρωδιά του
μαζί μου όλο το βράδυ, βροχή από γιασεμί.

II

Ολάκερη η νύχτα είναι κομμένη σε μεταξωτές,
ευέλικτες κορδέλες γύρω από το πρόσωπό σου,
ήχοι σκιάς, βελούδινο πηγάδι
πάτημα πεταλούδας, η μέρα με τρομάζει.

ΙΙΙ

Δε με φοβίζει
που τούτο το μολύβι
δεν αφήνει μελάνι
αλλά ίχνη από λιωμένο ουρανό
ούτε με φοβίζει
πως αντί για χαρτί
γράφω πάνω στο κορμί σου,
ζεστή αμοιβάδα από μυρωμένο χαμομήλι,
ολόγυρα, παντού.
Με φοβίζει μόνο
που κάποια μέρα,
Θα γράφω πάλι σε χαρτί
ποιήματα με μελάνι.

IV

Τότε ακούστηκαν οι σάλπιγγες της Ιεριχούς,
και ένα μετά το άλλο γκρεμίστηκαν
τα τελευταία προπύργιά μου στο κορμί σου,
το τελευταίο άγγιγμα, το τελευταίο τέλος,
χαμένες πατρίδες
νεκρικοί αλαλαγμοί στο σκοτάδι,
μεταναστεύω,
κουλουριάζομαι στο γυαλιστερό καταφύγιο
των μαύρων ματιών σου,
με αποδιώχνεις, αποδιώχνομαι,
και αλλάζω χώρες και χρώματα
και μυστικά και αέρα,
ξέροντας πως η γη της επαγγελίας
έχει για μένα οριστικά χαθεί.

V

Αποβάθρα στο πουθενά
περιμένοντας το κάτι
χάνοντας το τώρα
στα μάτια το τότε,
διαλύομαι στον καπνό τον πλοίου
που ξέρω πως δε θα ‘ρθει

Αναδεύω το χρόνο
σε μια πελώρια χύτρα,
φυσώ την καλαμένια μου φλογέρα,
Έτσι,

σα να μη σ’ είχα ποτέ μου αγαπήσει

ΦΑΣΕΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

I

Ταξιδεύω πάνω στη νύχτα,
κατάσπαρτο το γυμνό κορμί της
από πολύχρωμα φωτάκια διαθλασμένων θυμήσεων,
μπαράκια με έντονη την οσμή της σήψης,
φαντάσματα χαμένης τρυφερότητας
ανοίγουν βουβές τρύπες μέσα στό σκοτάδι,
κρύο και κενό,
τρομαγμένες αντιλόπες ο φόβος στα δυό σου μάτια,
όταν πάω να σ’ αγκαλιάσω
γίνεσαι αχνή βροχή,
χάνεσαι μέσα στο τούνελ ενός σαξόφωνου,
διαλύεσαι μέσα σ’ ένα μπλουζ,
γίνεσαι μέγεθος απόστασης,
βεβήλωση και εξαγνισμός,
ένας φραγμός, μια απιστία,
ένα ποτέ, ένα γιατί,
ένας δρόμος,
μια νύχτα.

ΙΙ

Πλανήθηκα στις κατηφόρες
των αποστεωμένων προσώπων,
γλίστρησα σε μωβ παράλληλες
απέφυγα τους σκόπελονς
των μαύρων δελεαστικών μαξιλαριών,
ξεκουράστηκα στους άσπρους τοίχους
των κυλινδρικών σπιτιών,
δεν μ’ άγγιξε κανείς
μα ούτε εγώ πλησίασα κανένα,
πού και πού
μερικοί τολμηροί
βούλιαζαν τα δάχτυλά τους
στο πρόσωπο μου
και σαν πείθονταν
πως δεν έχω πρόσωπο,
τότε ανακουφισμένοι
με χτυπούσαν φιλικά στη πλάτη,
ενώ εγώ ταξίδευα
όλο το βράδυ,
ακροβατώντας
πάνω στα ζαχαρωμένα χείλη ενός ποτηριού
γεμάτου από ουίσκι.

ΙΙΙ

Ήταν μια πανσέληνος κόκκινη.
Ένα συναρπαστικό ολοστρόγγυλο στόμα
κρεμασμένο στον ουρανό,
ήταν μια πανσέληνος κόκκινη,
πυρπολούσε τους δρόμους και τα όνειρα,
κάτω από τα βήματά μου
σιγά, σιγά έλιωνε το πλακόστρωτο του δρόμου.
Ήταν μια πανσέληνος πόνος,
μια πρόφαση,
μια άγραφη μοίρα,
άνθρωποι περνούσαν
άνθρωποι έρχονταν
σαν φάσεις του ίδιου φεγγαριού,
το ποτό αργοσάλευε
παλίρροια από υγρό μεθύσι στο ποτήρι μου,
άνθρωποι έφευγαν,
άνθρωποι χάνονταν.
Κι ήταν η καρδιά μου μια κόκκινη πανσέληνος.
Για όσο διαρκεί μια νύχτα.

ΙV

Είμαι και εγώ μια νύχτα.
Χωρίς χρώμα, χωρίς όνομα
χωρίς απελπισία, χωρίς έκσταση,
χωρίς μυρωδιά, χωρίς ταυτότητα,
χύνομαι και χάνομαι,
κανείς δεν με αιχμαλωτίζει,
και δεν ανήκω κανενός
μα ούτε στον εαυτό μου.
Μόνο πού και πού,
όταν στα δύο με ξεσκίζει η αυγή,
κλαίω μεθυσμένη
σε μια γωνιά του δρόμου.

ΕΛΕΝΗ

Ψάχνεις αδιάκοπα για την ωραία Ελένη,
χαμένη στην ομίχλη του παλιού,
χλωμή και όμορφη,
με ξέπλεκα μαλλιά,
δάχτυλα κρίνα,
και ψηλή κορμοστασιά,
γεμάτη πάθος να κλέβεται με τον ωραίο Πάρη,
να δίνεται, να χαίρεται,
κάθε φορά η Ελένη σου,
άλλο πρόσωπο αποκτά, άλλο κορμί, άλλη χάρη,
μα εσύ ζεις μοναχά γι’ αυτήν
ερωτευμένος για πάντα, με το ποτέ του χρόνου,
και όμως πίσω, αιώνες μακρινούς,
πίσω από τον ίδιο τον καιρό
και πέρα από τους ανθρώπους,
σε μια Τροία μακρινή
με τείχη γκρεμισμένα
και αιμόφυρτα κορμιά παλικαριών
μια κοπέλα κλαίει σε μια μοναχική αμμουδιά,
δεν είναι ωραία, δεν είναι άσχημη,
είναι μόνο η Ελένη,
που κλαίει μόνη
για τους άντρες που αγάπησε και έχασε

ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΩΡΑ

A ‘

Τα μεσάνυχτα είναι περίεργη ώρα.
Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τους φίλους,
το τελικό τους χαμόγελο σε καταδιώκει στο δρόμο,
πλαδαρή σκιά πάνω στους τοίχους,
είναι η ώρα που, θυμάσαι τους εραστές
όχι αυτούς που απόκτησες.
Ανάμεσα σε ανάστατα κρεβάτια και σκληρά
πατώματα,
μα αυτούς που αγνάντεψες
κάποιες νύχτες κιτρινισμένες από όξινο φεγγάρι
με τρίμματα λεμονιού στη παλάμη
και ματωμένες πληγές ανοιχτού πόθου
να αιμορραγούν τώρα τα μεσάνυχτα
Τα μεσάνυχτα είναι περίεργη ώρα.
Ξάφνου μετράς και συλλογιέσαι
όχι αυτά που έκανες ως τώρα,
μα εκείνα τα ανεκπλήρωτα,
τα όνειρα, τις πεθυμιές, τα ανέλπιστα, τα
α ελπιδοφόρα απελπισμένα,
η μισή νύχτα γίνεται μισή ζωή.
Και η άλλη μισή χάνεται
σκαλωμένη στους δείχτες του ρολογιού
και ο χρόνος μασκοφόρος δολοφόνος
αμείλιχτα πλανιέται μες στη νύχτα.

Β’

Τα μεσάνυχτα είναι περίεργη ώρα.
Στη γλώσσα νιώθεις την αλμυρή τραχύτητα
της νύχτας που περνά
και στα χείλη την υπόγλυκη προσμονή της μέρας
που έρχεται,
παραπαίεις
ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, στο ποτέ και στο ξανά,
στην ψευδαίσθηση και στην απελπισία, στην τόλμη και στη δειλία.
Τα μεσάνυκτα είναι η ώρα του έρωτα,
αυτού που ζεις ή αυτού που χάνεις,
η εκσπερμάτωση της νύχτας
στα λευκά σεντόνια του πρωινού,
ή ένα μισοτελειωμένο άγγιγμα στο μάγουλο,
από το χέρι του ψυχρού εκτελεστή
με τα χρωματιστά εσώρουχα.
Τα μεσάνυχτα είναι η ώρα που πουλάς ή αγοράζεις,
που παραδίνεσαι ή αποχωρείς.
Είναι καιρός τώρα που κάθε μεσάνυκτα,
βάφω μαύρο το κορμί μου
και διαλύομαι στη νύχτα,
ως τα άλλα μεσάνυχτα,

ΤΟ ΛΕΝΕ «ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ»

Είναι σταχτί, γρήγορο, μικρό
το λένε “φόβο”,
είναι κοφτό, στενό, τριγωνικό
το λένε “χωρίς λόγια”,
είναι μαύρο, στενό, προκλητικό,
δαντελωτό, πρόστυχο, φτηνό
είναι η ζωή μας,
είναι ένα τηλεφώνημα
από ένα τηλέφωνο-χοάνη
ξεβρασμένο κοχύλι,
το βάζω στο αντί μου και δεν ακούω
το βάζω στο στόμα μου,
μα δεν ακούγεται η φωνή μου,
είναι ένα τραγούδι
αφιερωμένο σε κάποια Μαρία
ξεχασμένη σ’ ένα δωμάτιο με ιστούς,
που ξέρει ή δεν ξέρει
και τα δύο εξίσου τραγικά,
και εγώ δεν έχω πια τι να αφιερώσω,
ακόμα και αν ήξερα σε ποιόν.

ΜΟΝΑΧΑ AN

Αν υπήρχες,
έστω σαν αποσπασματικό φως
ταριχευμένου φεγγαριού σε Μαυσωλείο,
χωρίς οστά και σάρκα,
χωρίς τέλος, χωρίς σύνορα,
τότε και τότε μόνο
ίσως μπορούσα να σ’ αγαπώ
και τα βράδια να σε κλειδώνω
στο μικρό φιλντισένιο μου κουτί,
με ηρεμία δεσμοφύλακα
γιατί τότε Θα ‘ξέρα,
πως κι αν ακόμα με πλημμυρίσεις
και έξω ξεχυθείς,
Θα ξέρα πως δεν θα μπορούσα να πνιγώ
στο λιωμένο, ορειχάλκινο κορμί σου,
γιατί μέσα μου
Θα σ’ είχα εξημερώσει,
κι έτσι αργά Θα σε σκότωνα,
αγαπώντας σε τόσο.

ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΗΜΑ

Δυο μέλισσες
ηλιοστάλακτες
ενωμένες
ακατάλυτα, τελεσίδικα, διαχρονικά
προαιώνια ιεροτελεστία
να μεταφέρουν μια σταγόνα μέλι στην κυψέλη.

Και κάθε άλλο ποίημα για αγάπη ξεθωριάζει

.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΙΩΠΗΣ (1985)

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΙΑΣΩΣΗΣ

Η μέρα που τρεκλίζει
σέρνοντας το ξυλωμένο της ποδόγυρο,
οι άνθρωποι που σε χαιρετούν,
οι άνθρωποι που χαιρετάς,
η αγωνία να χαιρετάς
αυτούς που σε χαιρετούν,
οι λέξεις που λέγονται
και οι λέξεις που δε λέγονται,
η αγωνία των λέξεων
που δε λέγονται,
όλη η ζωή μας,
η μη ζωή μας,
με κάνουν ντυμένη λέξεις,
να γίνομαι ποίημα,
τελευταία προσπάθεια διάσωσης
για κάτι που ίσως
και νάχει πάψει να υπάρχει.

ΛΕΞΕΙΣ

Τώρα πια με πληγώνουν οι λέξεις,
όχι οι νεκρές λέξεις στο άσπρο χαρτί,
ούτε οι φλύαρες λέξεις στα στόματα των φίλων,
γιατί αυτές δεν το μπορούν.
Μα με πληγώνουν οι άλλες,
αυτές που σωπαίνουν,
πριν γίνουν θάλασσα, τραγούδι, προσφορά,
μια και η καρδιά έγινε όργανο με αρτηρίες,
μια και φόρεσα τα κόκκινα χαμόγελα στις εύθυμες παρέες,
μια και το μολύβι κοιμάται άψυχο στη φούχτα.
Και από όλες τις λέξεις πιο πολύ,
με πληγώνει αυτή,
που δεν μπορώ πια να πω,
γιατί δεν το τολμώ,

η λέξη «σ’ αγαπώ».

ΣΤΟ ΦΡΙΞΟ

Δε θέλω να σπάσω τη συνοχή
του χρυσάνθεμου με τον ήλιο,
του ανεκπλήρωτου πόθου
με τη γλυκειά προσμονή,
των ματιών σου
με τις ανοιξιάτικες καταιγίδες,
της ευτυχίας
με τους κόκκους της κλεψύδρας.
Δε θέλω να σπάσω τη συνοχή των χεριών μας.
Δε θέλω να φύγεις μακριά.

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Θάθελα να μιλήσω
για το πόσο άδεια
είναι ία ασφυκτικά γεμάτα δωμάτια,
για το πόσο εκκωφαντικός
είναι ο ήχος της σιωπής σου,
για το πόσο ψηλά
είναι τα μπαλκόνια των σπιτιών,
για το πόσο κρύα
είναι η αγκαλιά του σούρουπου,
για το πόσο στεγνά
είναι τα μάτια του φίλου,
για το πόσο ακριβό
είναι το χάδι στα μαλλιά.

θάθελα να μιλήσω
και για το πόσο μόνο
είναι το ένα φλυτζανάκι του καφέ
παρατημένο στο τραπέζι.

ΕΡΩΤΙΚΟ

Τώρα το βράδυ
που τα δέντρα ερωτοτροπούν
με τις λικνιστές βεντάλιες τους,
θα ‘θελα να ‘βλεπα εδώ μπροστά
το σώμα σου,
βροχή, βρεμένο χώμα,
βουλιάζω και γλιστρώ
στα υγρά χαντάκια του κορμιού σου
και το χαμόγελό σου
ποτάμι στα μαλλιά.
Έτσι θα σε ήθελα.
Όλον μια προσφορά,
ένα ποίημα που ζωντάνεψε
παράλογα και ανέλπιστα
μια νύχτα που
στη φαντασία όλα επιτρέπονται.

ΦΙΛΟΙ

Όταν και οι τελευταίοι φίλοι
σαν σε βλέπουν
ρουφούν με καλαμάκι τηλεόραση,
ή προσφέρουν ξερά χαμόγελα
σε μεγάλα ποτήρια ουίσκυ,
όταν η ανάγκη να δώσεις θάλασσα,
ορμάει να σε πνίξει,
και μέσα στη φούχτα σου
ιδρώνει η στάχτη των καμένων λουλουδιών,
τότε όλο και πιο πολύ,
νιώθεις τη σιωπή
να σου γλύφει τα χέρια
σαν αρρωστημένο, υπάκουο σκυλί.

ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ

Τούτη την ώρα που το σκοτάδι
το τρυπούν μικροί σταλακτίτες από φως,
κάτω από το μπαλκόνι,
δύο πουκάμισα λευκά,
δειλός υπαινιγμός ανθρώπινης σάρκας,
μοναδική ανθρώπινη επαφή,
τούτη την ώρα
που τα σπίτια σιωπούν
με συνοφρυωμένα τα κλειστά πατζούρια,
νιώθω τον ύπνο λεκέ στα ματόκλαδα,
ρίχνω νερό να τον ξεπλύνω,
γιατί θέλω να ζήσω
όσο πιο πολύ μπορώ αυτή την ώρα,
που η μοναξιά
γίνεται αβάστακτη,
τόσο πολύ αβάστακτη,
όσο πολύ γλυκιά.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Χαράμισες τα νιάτα σου
μαζεύοντας κοχύλια,
πλέκοντας σύννεφα
κεντώντας όνειρα
στα δυο βαθιά σου μάτια.

Πέθανες ενώ τα χελιδόνια
έκοβαν φέτες τον ουρανό
με τα φτερά τους.

ΜΕΘΥΣΙ

Στην αρχή κεντούσαμε λουλούδια.
Ύστερα ζωγραφίσαμε πρόσωπα.
Τότε κάποιος τραγούδησε τον Έρωτα,
και εμείς βρέξαμε τις ποδιές μας
με όνειρα πλασμένα από κρασί,
και έτσι μεθυσμένοι από Αγάπη,
απολαύσαμε το κρασί
σε όλη του την έκσταση.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΙΡΗΝΗΣ

Γυναίκα της Χιροσίμα,
εγώ, παιδί μιας άλλης χώρας,
μιας άλλης γενιάς,
μιας άλλης εποχής,
σε συνάντησα χθες στην πλατεία,
το φαλακρό κεφάλι,
το “διαμελισμένο κορμί,
τα κοκκάλινα άσπρα χέρια,
τις τσακισμένες λέξεις,
ναι, τα είδα και τα άκουσα όλα,
και όταν τραγούδησες στη γλώσσα σου
το τραγούδι της ειρήνης
όλοι στην πλατεία,
παιδιά πολλών γενεών, πολλών εποχών
τραγούδησαν μαζί σου,
και κάποτε γυναίκα,
θα φυτρώσουν λουλούδια στο κομματιασμένο σου κορμί,
και από τη μήτρα σου
θα γεννηθούν ροδομάγουλα παιδιά,
και θα κάνεις έρωτα
χωρίς την αγωνία
του μωρού με τα σπέρματα της βόμβας.
Ναι γυναίκα της Χιροσίμα,
κάποτε όλοι θα μιλήσουν τη γλώσσα σου
και τότε
όλοι οι λαοί θα τραγουδήσουν το τραγούδι σου.

ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ

Ένα χαμόγελο
στρογγυλό βαζάκι με ανεμώνες,
αγκαλιά
γεμάτη αχνιστό ήλιο,
δυο μάτια
στο χρώμα καστανής καλωσύνης,
όλη μια ελπίδα,
όλη μια υπόσχεση
πως υπάρχουν άνθρωποι…

ΕΡΩΤΑΣ Ι

Το δάκρυ σου μοιάζει με θάλασσα
και το χαμόγελό σου με ηλιαχτίδα,
θάθελα να βρέξω την καρδιά μου σε μια θάλασσα
και να τη στεγνώσω σε μια ηλιαχτίδα.

ΕΡΩΤΑΣ ΙΙ

Το φεγγάρι έλιωσε στον ουρανό.
Τα αστέρια σταμάτησαν το χορό τους.
Πάνω στο τζάμι δυο σταγόνες
ξεχώρισαν και κύλισαν στο έδαφος.

ΚΟΣΜΙΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ

Τα στόματα φορούν τα νάιλον χαμόγελα,
διπλώνουν και ξεδιπλώνουν σταυρωτά
τις γάμπες των χειλιών τους,
στο κατακάθι του καφέ
βουλιάζω τα δυο πόδια μου,
και το κραγιόν αφήνει στο τσιγάρο
τα ίχνη του χαμένου μου εαυτού.

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ο δρόμος,
τρίτη γωνία,
ίσια επάνω,
στροφή, Καμάρα,
λαχάνιασμα, ελπίδα,
η πόρτα,
κλειδί πάνω κάτω
εσύ,
στο δωμάτιο
το βαθουλωτό κρεβάτι,
το χαλασμένο κασετόφωνο,
οι θόρυβοι του δρόμου,
το χάδι στα μαλλιά,
υγρό άγγιγμα στο στόμα,
γεύση από μέλι,
μικρός ψίθυρος,
το πράσινο βλέμμα,
μαλακές λακουβίτσες,
σκιές από βλεφαρίδες,
φιλί στο μάγουλο,
η επιστροφή,
λαχάνιασμα,
σκοτάδι.
Ανάγκη.

Θάθελα να ήσουν κοντά μου.

ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ

Μια νότα μουσικής
γλίστρησε στα ματόκλαδα,
μπλέχτηκε στις βλεφαρίδες,
κύλησε στο ρόδινο μήλο του προσώπου,
άγγιξε την πεταλούδα της ψυχής,
σπαρτάρισε στα δάχτυλα
και έπεσε μεστωμένη
στο άσπρο χαρτί μπροστά της.
Ανάσαινε με ευτυχία.
Συμπλήρωσε πια την κυκλική τροχιά της.
Τώρα μπορούσε να ξαποστάσει,
ακόμη και να πεθάνει ήρεμη.

Είχε γίνει ποίηση.

ΦΥΛΑΚΗ

Ζωή ήρεμη, απλή.
Το παιχνίδι ήταν με τα χρώματα.
Μικρός, τα σίδερα μοιάζαν με φύλλα.
Ύστερα γίναν γαλάζια,
χαρά, εργασία,
«πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Ώσπου μεγάλωσε.
Τα σίδερα βάφτηκαν χρυσά.
Τα δάχτυλα σέρνονται,
ρόδινα ερπετά πάνω στο
χρυσάφι τους.
Ηδονή και ελευθερία.
Μα μια μέρα,
το νύχι ξύνει τη χρυσή μπογιά..
Και νάσου τα σίδερα,
γυμνά, πρόστυχα γυμνά μπροστά του.
Τα τραντάζει με μανία.
Όμως αυτά ήταν γερά,
και αυτός ως τώρα
ήρεμος, απλός, ευτυχισμένος.
Τυφλά περιστέρια τα δάχτυλά του
σκοτώνονται στα σίδερα.
Το άλλο πρωί
τα σίδερα ήταν βαμμένα πάλι,
μα ήταν τούτη τη φορά
το κόκκινο του αίματος,
το κόκκινο του χείμαρρου,

το κόκκινο της λευτεριάς.

ΤΡΑΠΕΖΑ

Σχέσεις σιωπής,
η καρδιά σε γυάλα βιολογίας,
νιώθω πως τα πνευμόνια μου
απέκτησαν βράγχια,
χρειάζομαι τη θάλασσα
όμως ίσως πιο πολύ
τελικά κουρνιάζω
στην ψεύτικη μήτρα
που εγώ κατασκεύασα

ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Σούρουπο,
αέρας,
τα λουλούδια που σωπαίνουν στις γλάστρες,
το κόκκινο αυτοκίνητο που φεύγει,
ο αυτόματος τηλεφωνητής στο τηλέφωνο,
το υδάτινο πέπλο της αναπνοής στο τζάμι,
ο ουρανός πληκτικά γαλάζιος
σαν ατέλειωτη θάλασσα.
Πότε απόμεινε μόνο ένα νησί,
και γύρω απόηχοι,
άχρωμα χρώματα,
άπιαστα χέρια,
πότε απόμεινε έτσι ένα νησί,
η καρδιά μου.

.

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΛΑΪΝ (2017)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Ποιος είναι ο Κύριος Κλάιν; Γιατί προσλαμβάνει τον Στέφαν, πρώην δικηγόρο, νυν άνεργο, ως βοηθό του, θυρωρό και συντηρητή για σαράντα εικοσιτετράωρα; Ποια μπορεί να είναι η λύτρωση για ένα εγωκεντρικό άτομο που δεν ενδιαφέρεται και δεν σχετίζεται ουσιαστικά με τους άλλους ανθρώπους; Μπορεί ένας άνθρωπος να επηρεάσει το περιβάλλον του και να γίνει καταλύτης στη ζωή των άλλων; Τοποθετημένο σε κάποια γωνιά του πλανήτη Γη, αρχές εικοστού πρώτου αιώνα, μέσα σε μία παγκόσμια κρίση, το μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη με τρόπο αλληγορικό και συμβολικό εξετάζει τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και την υποχρέωση του ατόμου προς το κοινωνικό σύνολο, του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέλος.
Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για την απώλεια, την κάθαρση και κυρίως για την αγάπη, μια και αυτή είναι, σύμφωνα με τη συγγραφέα, η συγκολλητική ουσία του σύμπαντος.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

0 κύριος Κλάιν έβγαλε μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά από τη βαθιά του τσέπη, έβαλε το μεγαλύτερο από αυτά στην κλειδαριά, η εξώπορτα της πολυκατοικίας υποχώρησε με θόρυβο κι από μέσα ξεπρόβαλε το σκοτεινό της υπογάστριο. 0 Στέφαν τον ακολούθησε κι ένιωσε σαν να κατέβαιναν επίπεδα κάτω από την επιφάνεια της γης. Στη δεξιά πλευρά της εισόδου υπήρχε μόνον ένα θυρωρείο με έναν ξύλινο πάγκο και μία καρέκλα. Ο πάγκος ήταν σκεπασμένος με έντυπα, ενώ στον αριστερό τοίχο ένας θολός καθρέφτης έστειλε πίσω την αντανάκλαση των μορφών τους. Ήταν άραγε πάλι η φαντασία του Στέφαν ή ο κύριος Κλάιν εμφανίστηκε ξαφνικά θεόρατος στη μισοσκότεινη είσοδο; Ίσως όμως να τον κάνει τόσο επιβλητικό ο τρόπος που ρουφάει τον αέρα γύρω του, η μεγαλοπρέπεια ενός άρχοντα που επιθεωρεί την επικράτειά του, και γιατί όχι άλλωστε, αφού η πολυκατοικία αυτή με τα πέντε διαμερίσματα, ένα σε κάθε όροφο, ανήκε ολοκληρωτικά σ’ αυτόν και σήμερα θα την έλεγχε με τη συγκατάθεση βέβαια των ενοίκων και τη βοήθεια του Στέφαν.
Από μια εσωτερική τσέπη του σακακιού του, ο κύριος Κλάιν εμφάνισε μια κατάσταση με ονόματα και ο Στέφαν πρόλαβε να δει μουτζουρωμένα γράμματα, που καβαλίκευαν το ένα το άλλο.
«Διαμέρισμα 102 στον πρώτο όροφο. Τυπική τετραμελής οικογένεια, ο κύριος και η κυρία Μουρν, αυτός δικηγόρος, αυτή ασφαλίστρια, δύο παιδιά, κόρη δεκαεπτά, γιος είκοσι, θα τους πετύχουμε στο πρωινό. Είστε έτοιμος;» ρώτησε και κοίταξε με σημασία το μπλοκάκι και το στιλό που κρατούσε
ο Στέφαν στα χέρια του. Οι οδηγίες που είχε λάβει την προηγούμενη μέρα στο τηλέφωνο από τον κύριο Κλάιν ήταν πολύ συγκεκριμένες. Όχι τάμπλετ ή ηλεκτρονικό σημειωματάριο, ένα μπλοκάκι μόνο και μάλιστα συγκεκριμένων διαστάσεων και μια πένα. «Τι σημασία έχει;» είχε πει η Κρίστυ σκληρά. «Ακόμα και αν σου ζητούσε να κρατάς κατσαβίδι και κλεφτοφάναρο, θα έπρεπε να τον υπακούσεις, έτσι ζορισμένοι που είμαστε».
Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν υπερσύγχρονη και προφανώς είχε αντικατασταθεί πρόσφατα. Τόνοι από ατσάλι που άστραφτε. Ο κύριος Κλάιν χτύπησε το κουδούνι. Η κυρία Μουρν τούς άνοιξε σχεδόν αμέσως.
«Σας περίμενα», είπε και ένα χαμόγελο έσπασε το πρόσωπό της σε ρυτίδες. Ύστερα πάλι το πανί του δέρματος τεντώθηκε. Είχε ξανθά μαλλιά πιασμένα σε κότσο και φορούσε ένα κομψό κλασικό ταγέρ. Λικνιζόταν επιδέξια πάνω στις ψηλές της γόβες, όμως ο Στέφαν είχε την αίσθηση ότι
από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόταν στο πάτωμα. Τα γαλανά της μάτια ήταν ψυχρά σαν δυο στρογγυλά κομμάτια καθρέφτη.
Παραμέρισε για να περάσει πρώτος ο κύριος Κλάιν και ύστερα τον ακολούθησε σε ένα μεγάλο σαλόνι ενωμένο με την κουζίνα, με μεταλλικές πολυθρόνες, γυάλινο τραπέζι, μεγάλους πίνακες με αφαιρετική ζωγραφική στους τοίχους και ένα χαλί σκακιέρα με μαύρα και άσπρα τετράγωνα στο
πάτωμα. Όλα τακτικά, οργανωμένα, καθαρά. Πάνω στο γυάλινο τραπέζι υπήρχε το πρωινό. Μπολ δημητριακών, φρούτα, γιαούρτι και γάλα. Ο κύριος Μουρν, ένας γοητευτικός άντρας με γκρίζους κροτάφους, ντυμένος με ένα ακριβό κοστούμι και καλογυαλισμένα παπούτσια που έτριζαν καθώς περπατούσε, σηκώθηκε και τους χαιρέτισε με χειραψία. Το χέρι του ήταν κρύο και άτονο. Στο τραπέζι είχε απομείνει η κόρη της οικογένειας να τρώει δημητριακά που μούλιαζε σε λίγο γάλα και τα κατάπινε αθόρυβα για να μην ταράξει τη σιωπή.
Η κυρία Μουρν τούς έδειξε τους αναπαυτικούς καναπέ-
δες με τα αφράτα μαξιλάρια και κάθισαν όλοι εκεί.
«Ο γιος σας κοιμάται ακόμα;» ρώτησε ο κύριος Κλάιν, αφού τα μάτια του, σταχτιά ποντίκια, διέτρεξαν το διαμέρισμα.
«Ναι, κοιμάται πάντα ως αργά», ράγισε η φωνή της κυρίας Μουρν.
«Όχι, ξυπνάει νωρίς και πάει για περπάτημα», απάντησε ο κύριος Μουρν ταυτόχρονα.
Μια αμήχανη σιωπή διαδέχτηκε τα λόγια τους.
Τότε η κόρη σταμάτησε να τρώει και γύρισε το κεφάλι προς την κατεύθυνσή τους. Η ματιά της διασταυρώθηκε με του Στέφαν για μια στιγμή. Είχε τα γαλάζια μάτια της μαμάς της, μόνο που αυτής ήταν βαθιά και υγρά. Μάτια ζωντανά που πάλλονταν. Φορούσε τη στολή του σχολείου της, γκρίζα φούστα και μπλε πουλόβερ από το οποίο ξεπρόβαλλε νούφαρο ένα άσπρο πουκάμισο. Ήταν υπερβολικά αδύνατη, στη βάση του λαιμού της πρόβαλλαν ανάγλυφα τα κόκαλά της. Ωστόσο ο Στέφαν τη βρήκε ελκυστική.
«Ο αδελφός μου δεν μένει πια εδώ», είπε με καθαρή φωνή που έσπασε την κρυστάλλινη ατμόσφαιρα.
«Εντελώς προσωρινά, φυσικά!» επενέβη βιαστικά η κυρία Μουρν. «Ξέρετε πώς είναι τα σημερινά παιδιά. Λατρεύουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα θα είναι πάλι μαζί μας».
Ο Στέφαν κοίταξε το τραπέζι και παρατήρησε ότι υπήρχαν πάνω του τέσσερα σερβίτσια φαγητού.
Η κυρία Μουρν ακολούθησε το βλέμμα του.

«Για εμάς είναι ακόμα εδώ». Όταν χαμογελούσε, η κυρία Μουρν άλλαζε ηλικία, το πρόσωπό της τσαλάκωνε και έβλεπες πώς θα ήταν σε είκοσι χρόνια.
«Ναι», είπε ο κύριος Μουρν με καλλιεργημένη φωνή που μάλλον θα χρησιμοποιούσε για να κατευνάσει τους πελάτες του. «Ο Μπίλλυ είναι ακόμα εδώ. Η μητέρα του επιμένει να καθαρίζει το δωμάτιό του, να πλένει τα πουλόβερ, να τακτοποιεί τα ντουλάπια του. Και βάζει πάντα ένα επιπλέον
σερβίτσιο στο τραπέζι για το πρωινό στις οκτώ, το μεσημεριανό στις πέντε και το δείπνο στις οκτώ. Η σύζυγός μου, βλέπετε, κύριοι, είναι η προσωποποίηση της τάξης».
Ο κύριος Κλάιν και ο Στέφαν προσποιήθηκαν ότι δεν πρόσεξαν την καλυμμένη μομφή και χαμογέλασαν τυπικά.
«Και γι’ αυτό ακριβώς με επέλεξες, αγάπη μου, για να οργανώσω το χάος στο οποίο είχες συνηθίσει να ζεις». Το χαμόγελο της κυρίας Μουρν είχε αρχίσει να ξεχειλώνει και να κρέμεται πλαδαρό. Ο Στέφαν είχε την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή η γυναίκα θα αναλυόταν σε λυγμούς.
Και τότε πρόσεξε ξαφνικά κάτι παράξενο. Ενώ μιλούσαν, η κόρη είχε τελειώσει το πρωινό της, αλλά συνέχιζε να κάθεται στο τραπέζι. Είχε πάρει ένα κοφτερό μαχαίρι και ανασηκώνοντας το μανίκι της, έμπηγε απορροφημένη την άκρη του κοφτερού μαχαιριού στο λευκό ζυμάρι του μπράτσου της μέχρι να ματώσει. Μικρές σταγόνες αίμα λέκιαζαν το λευκό τραπεζομάντιλο. Το χέρι ήταν γεμάτο περίτεχνα μπλαβά λουλούδια, που κάποια είχαν επάνω τους ξεραμένο αίμα, πράγμα που σήμαινε ότι αυτό ήταν κάτι που η δεσποινίς Μουρν έκανε πολύ τακτικά. Για μια ακόμα φορά οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, το μανίκι αμέσως της κατάπιε το χέρι, φόρεσε τη σχολική της σάκα στους ώμους, χαιρέτησε τυπικά και έφυγε.

.

ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ (2002)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Ένα μυθιστόρημα που εμπεριέχει ένα δεύτερο, μία ιστορία έρωτα, φιλίας και προδοσίας που εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη τού σήμερα και μία άλλη ιστορία που ξεπηδάει μέσα από την πρώτη, αντίστοιχη με την πρώτη, που εκτυλίσσεται σε κάποια αγγλοσαξονική χώρα του δέκατου ένατου αιώνα.
Πόσο ο έρωτας και η φιλία επηρεάζονται από την εποχή, τον αιώνα και τον κοινωνικό περίγυρο; Και η προδοσία είχε την ίδια γεύση παλιά, όπως και
τώρα; Πόσα πράγματα τελικά αλλάζουν στις σχέσεις των ανθρώπων, καθώς διασχίζουμε τις εποχές, και πόσα παραμένουν αναλλοίωτα;
Ψιθυριστοί πόθοι και ελπίδες, λαχτάρα και διάψευση, κρυφές συνομιλίες, υπαινικτικά αγγίγματα ψυχών και σωμάτων, μηνύματα στον τηλεφωνητή και επιστολές, άλλες με παραλήπτη και άλλες ανεπίδοτες, τέσσερα πρόσωπα, δύο άντρες και δύο γυναίκες, που ακροβατούν επικίνδυνα στις μεταξύ τους σχέσεις, που τολμούν, που ψάχνουν αυτό, που όλοι μας τελικά ψάχνουμε. Τη χαρά της αληθινής επαφής με ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Πέμπτη

Θεία μου,
Δεν ξέρω γιατί, τον τελευταίο καιρό, σκέφτομαι συνέχεια το θίασο. Την κοκκινομάλλα Μόλλυ, που βυθιζόμουν στο πληθωρικό της στήθος για παρηγοριά, κάθε φορά που η μαμά γινόταν πολύ αυστηρή μαζί μου. Την Μόλλυ που πάντα την ταλαιπωρούσαν και συχνά την έδερναν οι κατά πολύ νεώτεροι της εραστές. Παντρεύτηκε τελικά έναν από αυτούς και μένουν μαζί τώρα στη Σ. Είναι και αυτός ηθοποιός και περιστασιακά παίζουν μαζί σε κάποιο τοπικό θέατρο. Η Μόλλυ που πάντα με κάλυπτε, όταν κοιμόμουν με το Ροβέρτο.
Ο Ροβέρτος. Όταν αποχαιρετιστήκαμε, έκλαιγα ασταμάτητα.
Η μαμά δεν ήθελε να κλαίω. Έλεγε περιφρονητικά πως τα δάκρυα δεν είναι τίποτε άλλο από αλατόνερο και πως μία πραγματική κυρία πρέπει πάνω απ ’ όλα να είναι θαρραλέα.
Της χρωστώ πολλά. Μου έμαθε να αγαπώ την ποίηση, το φλάουτο, το χορό και το θέατρο. Θυμάμαι που κάποια βράδια μου διάβαζε μεταφρασμένα τα έργα του Ομήρου και κοιμόμουν με τις εικόνες του ωραίου Πάρη και του πολυμήχανου Οδυσσέα στο μυαλό. Άλλες φορές διάβαζε τις ελεγείες του Προπέρτιου στα Λατινικά και μου τις μετάφραζε.
Το μόνο που πήρε φεύγοντας από το σπίτι του παππού ήταν τα
βιβλία της. Αυτά που έχω μεταφέρει και εγώ στη βιβλιοθήκη του Κάρολου. Τα κοιτάει με περιέργεια, σαν να μην πιστεύει ότι μπορεί να τα έχω διαβάσει.
Ξέρεις θεία, ότι ο Προπέρτιος ήταν ερωτευμένος με μια γυναίκα που την έλεγαν Κυνθία, αλλά αυτή ήταν παντρεμένη με άλλον. Γιατί άραγε η μαμά γοητεύτηκε τόσο πολύ από τις ελεγείες του Προπέρτιου, ώστε να μου δώσει το όνομα Κύνθια. Ήταν πολύ παράξενη γυναίκα η μαμά. Ωστόσο δε θα την άλλαζα με καμία άλλη.
Πολλές φορές μέσα στη νύχτα ξυπνώ και ακούω το Ροβέρτο
να μου ψιθυρίζει «Όπου και να πας, θα είμαι κοντά σου, θα σε βρω ξανά».
Τότε η μυρωδιά του πλημμυρίζει το δωμάτιο, αναπνέω την ανάσα του, κοιτάζω το γυμνό μου κορμί και βλέπω πάνω του τα
χνάρια των χεριών του.
Είναι κάποιες νύχτες που γίνομαι πάλι δεκατριών χρόνων, έχω μόλις παίξει την Οφηλία και φορώ ένα δαντελένιο, λευκό φόρεμα, η μυρωδιά των πυρσών και των ξύλινων παραπηγμάτων, η γεύση των χειλιών του, το φόρεμα μου να ξεσκίζεται, ο Ροβέρτος μέσα μου, τα χείλη μου ματώνουν καθώς με δαγκώνει, απόλυτη νύχτα, όλοι κοιμισμένοι.
Ο Ροβέρτος της εφηβείας, πάντα παρών, όταν το στήθος μου άρχισε να ξεπροβάλλει αυτός ήταν που το πρωτογεύτηκε, πάντα μέσα στο σκοτάδι, στα κρύα δωμάτια των πανδοχείων όταν η μαμά και ο υπόλοιπος θίασος διασκέδαζαν με θόρυβο στην κάτω σάλα, κάτω από τις κουβέρτες η αχνιστή τρυφερότητα και το πρώτο πάθος, όλα μαζί του. Θεία, αυτό το γράμμα δεν πρέπει να το διαβάσεις. Φοβάμαι ότι θα ανησυχήσεις. Όμως μου κάνει καλό έτσι να γράφω. Αλλιώς…

.

ΘΕΑΤΡΙΚΑ

ΤΟ ΙΕΡΟ ΔΟΧΕΙΟ (2015)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Τι θα γινόταν άραγε, αν ο Νώε δεν έπαιρνε μαζί του στην Κιβωτό, την Εμζάρα, την νόμιμη σύζυγό του, αλλά μία νεαρή κοπέλα, την Σιγκάλ, κατάλληλη για τεκνοποίηση, για να κυοφορήσει στα σπλάχνα της τον γιο του στον Καινούργιο Κόσμο; Και αν με κάποιο τρόπο διασώζονταν τα γράμματα που έστελνε αυτή η νεαρή γυναίκα στην Εμζάρα, ως γυναίκα προς γυναίκα; Σ’ αυτό τον επιστολικό μονόλογο της Σιγκάλ, παρακολουθούμε την βαθμιαία συνειδητοποίηση της γυναίκας που γίνεται αντικείμενο της ανδρικής εξουσίας,
που το κορμί της χρησιμοποιείται ως δοχείο μέσα στις δομές μιας
πατριαρχικής κοινωνίας, που χαρακτηριστικά της νοοτροπίας της
επιβιώνουν μέχρι σήμερα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟ

Έπαψα πια ακόμα και να προσπαθώ να μετρώ τις ημέρες, εδώ μέσα ο χρόνος είναι άχρονος. Περνάμε τώρα ώρες στο κατάστρωμα να αγναντεύουμε μακριά.
Σήμερα προσθέσαμε μία ελιά κομμένη σε οκτώ κομμάτια στον χυλό μας. Την έφερε το περιστέρι. Κρίθηκε καλός οιωνός. Τα νερά έχουν υποχωρήσει, λέει ο Νώε, σε λίγο θα προσαράξουμε. Εγώ δεν μιλώ. Κάτι μέσα μου σαλεύει, είναι το ιερό μωρό, δεν το λέω πουθενά, η Νέλε όμως το έχει καταλάβει και μερικές φορές μου χαμογελάει, ενώ κρυφά μου δίνει να τρώω περισσότερο.
Νομίζω ότι και η Αντατανέσε το ξέρει, κάποια στιγμή μού έδωσε να πιω ένα ζεστό ρόφημα, το οποίο όμως ήταν πολύ πικρό, έκανα ψέματα ότι το πίνω και μετά το έχυσα σε ένα φυτό, που την άλλη μέρα μαράθηκε.
Η Σέντε δεν ενδιαφέρεται για τίποτε. Πολλές φορές περνάει όλη την μέρα στο κρεβάτι, έχει περίεργα ρίγη, έχει αδυνατίσει πολύ, τώρα όλοι βλέπουμε μία γριά γυναίκα, που έχει παραιτηθεί από όλα. Έτσι αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε περισσότερο, για να τα βγάλουμε πέρα. Όμως σε λίγο, όλα θα αλλάξουν. Θα φθάσουμε στην στεριά.

.

ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΟ ΜΠΑΡ (2005)

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

(Σ’ ένα μπαρ. Δύο άτομα, ένας άντρας και μία γυναίκα βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο άντρας είναι γύρω στα τριάντα πέντε, φοράει Τζην, έχει νεανικό στυλ, ή γυναίκα σαραντάρα, κοκκινομάλλα, με μαύρο φόρεμα κοντό με τιράντες, έντονα βαμμένη, κουρασμένη. Στρέφονται και κοιτούν ό ένας τον άλλο. Μιλούν ταυτόχρονα)

Γυναίκα: Έρχεστε συχνά εδώ;

Άντρας: Είστε μόνη εδώ;

(Γελούν αμήχανα.)

Άντρας: (’Επαναλαμβάνει). Λοιπόν, ήρθατε μόνη, εδώ;

Γυναίκα: Είμαι μόνη εδώ και παντού.

Άντρας: Στοιχηματίζω ότι έχετε το όνομα ενός λουλουδιού, τα μάτια σας μοιάζουν με λυπημένες ανεμώνες, μήπως σάς λεν Μαργαρίτα;

Γυναίκα: Με λένε Άννα

Άντρας: Όπως ’Ανεμώνη. Επιτρέψτε μου νά σας συστηθώ. Ορέστης. Θα μπορούσα να σάς κεράσω ένα ακόμη ποτό;

Γυναίκα: Όχι, ευχαριστώ. Βγήκα για λίγο να ξεσκάσω, αλλά θα πρέπει σύντομα να φύγω. Με περιμένουν.

Άντρας: Ω, μα νόμισα..

Γυναίκα: Είμαι παντρεμένη. Έχω δύο μικρά παιδιά.

Άντρας: Σίγουρα, θα έχουν κοιμηθεί τώρα. Ο άντρας σας ξέρει πού είστε;

Γυναίκα: Τού είπα ότι βγαίνω λίγο να ξεσκάσω. Το συνηθίζουμε αυτό. Συχνά,
βγαίνουμε εναλλάξ, ο ένας κρατάει τα παιδιά και ο άλλος βγαίνει. Εγώ συνήθως πάω σινεμά Σήμερα όμως δεν πρόλαβα την προβολή των εννέα. Γι’ αυτό ήρθα εδώ.

Άντρας: Εγώ δεν έχω παντρευτεί. Είμαι μόνος. Όπως εσείς. Μόνο που εσείς
είστε παντρεμένη.
Γυναίκα: Ναι.

Άντρας: Μην με παρεξηγήσετε. Θέλω να σάς κάνω μία προσωπική ερώτηση.

Γυναίκα: Μπορώ πάντα να μην απαντήσω.

Άντρας: Μπορείτε. ’Αλλά θα ‘θελα να μου απαντήσετε. Είναι σημαντικό για μένα. ’Αλήθεια, να σάς παραγγείλω ένα ακόμα ποτό; Είναι νωρίς ακόμα. Τί πίνετε;

Γυναίκα: Σκέτη βότκα. Ευχαριστώ.

Άντρας: (Στον μπάρμαν). Ένα ποτό για την κυρία.

(Το παίρνει και της το προσφέρει. Την κοιτάει). Πέστε μου, ονειρεύεστε ποτέ ξύπνια; ’Ακόμα και με ανοιχτά τα μάτια;

Γυναίκα: Μερικές φορές, στην διάρκεια της μέρας, κλείνω τα μάτια και βλέπω ότι πετώ πάνω από τη θάλασσα.

Άντρας: Κλαίτε συχνά;

Γυναίκα: Κλαίω τα πρωινά. ’Ανοίγω τον απορροφητήρα της κουζίνας και κλαίω. Μερικές φορές κλαίω τόσο δυνατά, που το κλάμα μου σκεπάζει τον ήχο τού απορροφητήρα. Τότε αναγκάζομαι να λειτουργήσω και το πλυντήριο πιάτων μαζί.

Άντρας: Και τις Κυριακές;

Γυναίκα: ‘Ορίστε;

Άντρας: Λέω, κλαίτε και τις Κυριακές;

Γυναίκα: Ναι, τότε όμως αρχίζω από το απόγευμα. Πάντα έκλαιγα τα απογεύματα της Κυριακής. Από τότε που δούλευα ακόμη. Τίποτε δεν είναι τόσο καταθλιπτικό όσο το απόγευμα μιας Κυριακής.

Άντρας: Είστε πολλά χρόνια παντρεμένη;

Γυναίκα: Μόλις πέντε…

Άντρας: Τον άντρα σας τον αγαπάτε;

Γυναίκα: ’Εσείς συχνάζετε εδώ;

Άντρας: Ναι, έρχομαι μία με δύο φορές την εβδομάδα Μ’ αρέσει γιατί έχει
ησυχία.

Γυναίκα: Ίσως υπερβολική.

Άντρας: Ίσως. Σας αρέσει η φασαρία;

Γυναίκα: Είναι φορές που θέλω να βρίσκομαι με κόσμο.

Άντρας: Τώρα;

Γυναίκα: Τώρα έτσι κι αλλιώς θα φύγω.

Άντρας: Μου θυμίζετε κάποια.

Γυναίκα: Ποιά;

Άντρας: Μία γυναίκα που έχω δει μόνο μία φορά στη ζωή μου. Πριν από δύο χρόνια. Μια γυναίκα που από τότε δεν σταμάτησα να ψάχνω παντού για να την βρω.

Γυναίκα: Γιατί θέλετε να βρείτε αυτή την γυναίκα;

Άντρας: Γιατί την ερωτεύτηκα Γιατί το πρόσωπό της δεν φεύγει ποτέ από το μυαλό μου. Γιατί μπήκε στο λεωφορείο και χάθηκε σαν να την κατάπιε η γη. Γιατί την έχασα, μόλις την βρήκα

Γυναίκα: Είστε πάντα τόσο απλοϊκά ρομαντικός;

‘Άντρας: Δεν μπορείτε να καταλάβετε.

Γυναίκα: Δοκιμάστε με.

Άντρας: Δεν καταλαβαίνετε. Δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν γι’ αυτό. Συνεχίζω την ζωή μου σαν να μην έγινε ποτέ. Κι όμως από τότε συνέχεια ψάχνω, ανάμεσα στον κόσμο, στα μπαρ, στα καφενεία, στις ουρές των Τραπεζών, στα αεροδρόμια, στους σταθμούς, όπου υπάρχει κόσμος. Ψάχνω αυτήν την γυναίκα.

Γυναίκα: Θα αστειεύεστε.

Άντρας: Ίσως νομίζετε ότι είμαι τρελός.

Γυναίκα: Παίρνετε φάρμακα; Πηγαίνετε σε ψυχίατρο;

Άντρας: Δεν είδα καλά όλο το πρόσωπό της. Η βροχή έπεφτε καταρρακτώδης. Όλος ό κόσμος είχε καταφύγει κάτω από ομπρέλες και υπόστεγα Μόνο αυτή…

Γυναίκα: Αυτή τί;

Άντρας: Μόνο αυτή. Είχε σηκώσει το πρόσωπό της και άφηνε την βροχή να την διαπερνά. Χαμογελούσε. Τα ρούχα της ήταν τόσο βρεγμένα, που το κορμί της φαινόταν ανάγλυφο. Και οι ουρανοί είχαν θαρρείς ξεσκιστεί στα δύο και έβρεχε σαν τις μέρες τού κατακλυσμού, νόμιζες πώς δεν θα σταματούσε ποτέ να βρέχει, λες και ένα παραπέτασμα βροχής κάλυπτε τα πάντα, και αυτή γελούσε και στροβιλιζόταν κάτω από την βροχή. Τα μαλλιά της έμοιαζαν με άγρια φύκια, υπήρχε κάτι αγγελικό και δαιμονικό ταυτόχρονα στο πρόσωπό της πού γυάλιζε, στα μάτια της που έλαμπαν σαν φώτα, στο άγριο χαμόγελό της. Σαν νάχε μόλις ανακαλύψει κάτι θεϊκό μέσα της, κάτι αρχαίο, χόρευε έναν χορό αφιερωμένο στην βροχή. Όλος ο κόσμος την κοιτούσε έκθαμβος.

Γυναίκα: Αυτό συνέβη σε κάποια στάση λεωφορείου;

Άντρας: Ναι, στην στάση Ευζώνων, μπροστά από το ζαχαροπλαστείο Αβέρωφ. Τα λεωφορεία έρχονταν και έφευγαν, κόσμος ανέβαινε και κατέβαινε, όλοι κρατούσαν ομπρέλες και έτρεχαν και αυτή χόρευε μέσα στην βροχή. Πριν δύο χρόνια. Θυμάμαι ακόμα και τί μέρα ήταν. Γιόρταζε ή μητέρα μου θυμάμαι. Κρατούσα ένα κουτί γλυκά και πήγαινα να της ευχηθώ
.
Γυναίκα: Είναι συνονόματή μου λοιπόν η μητέρα σας;

Άντρας: Πώς το ξέρετε; Ναι, την λένε Άννα, είμαι όμως εκατό τοις εκατό σίγουρος, ότι δεν το ανέφερα καθόλου αυτό. Πώς λοιπόν; ’Εκτός αν ξέρατε για ποια μέρα μιλώ, έκτος…

Γυναίκα: Εκτός αν ήμουν κι εγώ εκείνη την μέρα, σ’ εκείνη την στάση μαζί σας.

Άντρας: Πιστεύετε στην μοίρα στο κισμέτ, στο πεπρωμένο;

Γυναίκα: Όχι.

……..

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ (2014)

Ψ1

1

Ι

Όλα τα ποιήματα είναι ορφανά.
Ζουν σε κάποιο ίδρυμα.
Άλλοτε παιδιά άλλοτε γέροι.
Τις νύχτες μαζεύονται στη σάλα.
Και διαβάζει το ένα το άλλο.

2

ΙΙ

Όλα τα ποιήματα είναι ένοχα.
Ποτέ δεν θα απολογηθούν.
Μερικά καταδικάζονται στην λήθη.
Όμως η μνήμη είναι ο πιο ανελέητος κριτής.

3

ΙΙΙ

Όλα τα ποιήματα κρύβουν ένα μυστικό.
Σε κάποιο στίχο υπάρχει μια καταπακτή
μια κρύπτη απόκρυφη
ένα χαλαρό πλακάκι ή μία σάπια σανίδα
για να γλιστρήσει ο αναγνώστης στην τσουλήθρα

4

ΙV

Τα περισσότερα ποιήματα φοβούνται να πεθάνουν
γι αυτό και ερωτεύονται συνέχεια
μα ο θάνατος δεν έρχεται ποτέ ακαριαία
στην πραγματικότητα
τον προετοιμάζει πάντα η αρχή τους.

5

V

Όταν ένα ποίημα ερωτεύεται γίνεται επίμονο συχνά.
Επαναλαμβάνει συνέχεια τους ίδιους στίχους
την ίδια κίνηση το ίδιο χάδι
σαν παλίρροια ή μικρή ακροβάτισσα στο χιόνι.

6

VI

Τα ποιήματα είναι αστέρια.
Στέλνουν το φως τους ακόμα
κι όταν τα ίδια είναι νεκρά.

7

VII

Αν δεις στον δρόμο σου ποίημα γνωστό
μην το χαιρετήσεις.
Προσποιήσου ανωνυμία, κάνε πως δεν το ξέρεις.
Σε κανένα ποίημα δεν αρέσει η οικειότητα.
Δίνουν το κορμί τους σε όλους
δεν φιλούν όμως κανέναν.

8

VΙΙΙ

Ποίημα από ποίημα διαφέρει.
Κανένα ποίημα δεν είναι ποτέ το ίδιο με το άλλο.
Όλα όμως προέρχονται από την ίδια αρχαία κοίτη.

9

IX

Όλα τα ποιήματα είναι αλκοολικά.
γέρνουν επικίνδυνα,
βυθίζονται στο οινόπνευμα.
Κυκλοφορούν στο αίμα.
Κι ύστερα εκσφενδονίζονται στο άπειρο.

10

Χ

Κάθε ποίημα είναι ένας άντρας.
Πλαγιάζεις μαζί του στο σκοτάδι.
Το πρωί μένει μόνο η μυρωδιά
άγνωστης σάρκας στο χαρτί.

11

.

Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Ε Σ 

ΙΕΡΕΜΙΑΔΑ

ΕΥΗ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΚΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 23/12/2023

Ένα κριτικό σημείωμα

Η Ιερεμιάδα , το τελευταίο βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη, αποτελεί την πιο πρόσφατη ψηφίδα του συγγραφικού της σύμπαντος.

Ιερεμιάδα, η θρηνωδία, το θρηνητικό ποίημα του προφήτη Ιερεμία που προέβλεψε την άλωση της Ιερουσαλήμ.

Τίτλος βαθύτατα προφητικός για τη σημερινή ή και επερχόμενη δυστοπία.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη ως προμηθέας κι όχι σαν επιμηθέας, γεγονός σπουδαίο στη συγγραφική διαχρονία, μίλησε για όλα τα τεκταινόμενα,τα πιο πρόσφατα, πριν ακόμη πολλά από αυτά συμβούν, με ένα βιβλίο τρόπον τινα προφητικό, δημιουργώντας μια συγγραφική γη ‘’ασπασία νηχομένοισι’’(Όμηρος ραψωδία ψ 233), γη δηλαδή αγαπητή στους ναυαγούς.

Γράφει η ίδια στο οπισθόφυλλο.

Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας που προκάλεσε ο ιός SARS-CoV-2 και μέσα στις ημέρες της καραντίνας που μας επιβλήθηκε. Επειδή όμως η λογοτεχνία δεν αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα επινόησα έναν άλλο ιό, τον επονομαζόμενο Κέρβερο. Πρόθεσή μου ήταν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα στο οποίο να διερευνάται όλο το πλέγμα των σχέσεων, και ειδικά των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται υπό ειδικές συνθήκες σε διαφορετικά περιβάλλοντα ανάμεσα σε ανθρώπους πάνω από τους οποίους επικρέμαται η απειλή του τέλους.
Γιατί μέσα στις άγριες συνθήκες αυτής της πανδημίας ένας από τους προβληματισμούς που αναδύθηκε είναι και ο εξής: Ποια κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής αφυπνίζονται, όταν προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβίωση; Επικρατεί το σκοτάδι ή το φως όταν απειλείται η υπόσταση και η ζωή του ανθρώπου; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Αυτήν την δυστοπία- ουτοπία ή των παραγώγων επιθέτων τους που συνειρμικά οδηγούνται στις έννοιες ανέφικτο, ανεφάρμοστο, απραγματοποίητο, χρησιμοποίησε σαν αφόρμιση του βιβλίου αυτού η Χλόη Κουτσουμπέλη.

Η αλληγορική εικόνα που έστησε σαν καμβά για το βιβλίο αυτό, είναι προϊόν της επεξεργασίας της πραγματικότητας με κριτήριο τις ιδέες και τις εμπνεύσεις του δημιουργού – οραματιστή.

Στην αναγνωστική μας διαδρομή μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις βιβλίων που οι ιστορίες τους σε βγάζουν από την πραγματικότητα. Μετά πάσης βεβαιότητος, το βιβλίο αυτό της Χλόης Κουτσουμπέλη, αν και ουτοπικής ας πούμε σύλληψης, μόνο αυτό δεν κάνει.

Αντίθετα, σε επανεισάγει με τρόπο οδυνηρό σ’ αυτήν, και με θαυμαστή συγγραφική ψυχραιμία, αφηγηματική δεινότητα και εξαιρετική ευκρίνεια, γίνεται οικοδόμος μιας νέας εποχής καθώς προσπαθεί να σε επανεισάγει στη ζωή, να σε προβληματίσει και να σε επιστρέψει στην πραγματικότητα, θωρακισμένο με περισσότερα συναισθηματικά και κοινωνικά εφόδια.

Η συγγραφέας δεν απενεργοποιεί ούτε ξεχνά τη νόηση, το συναίσθημα και την κεντρική της κοσμοαντίληψη.

Γι αυτό και αυτή η συγκλονιστική αλληγορία κινείται εντός του κοινωνικού και του πολιτικού πλαισίου.

Σε μιαν εποχή που η ανθρωπότητα πένεται και διεθνώς συνταράσσεται, με αποτέλεσμα
τα ακροδεξιά αντανακλαστικά να οξύνονται, δεν δύναται εκ φύσεως να αναπτύξει έναν κοινωνικά αποπλαισιωμένο μύθο, μια και ένας τέτοιος μύθος χωρίς πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, δεν θα διέφερε και πολύ από τα μελιστάλαχτα αφηγήματα των ημερών που κάνουν εμπορική θραύση.

Μέσα από σχήματα συγγραφικής λιτότητας, στήνει τον αφηγηματικό της ιστό και με θαυμαστή ψυχραιμία χωρίς μελοδραματισμούς, διδακτισμό και ηθικολογίες ,αναπτύσσει τους χαρακτήρες της , θέτοντας πάντα το ίδιο και απαράλλακτο ερώτημα από την αρχή των ιστοριών της, από την αρχή της Ιστορίας, γιατί τόση βία γιατί
αυτή η βία. Γιατί κάθε φορά αθώοι άνθρωποι να
έρχονται αντιμέτωποι με τη βία.

Το βιβλίο αυτό γίνεται μια φωνή κραυγή που υψώνεται μαζί με το βήχα και την αρρώστια που ξεσκίζει τα σωθικά.

Η ζωή σε μικροκλίμακα. Μέσα σε ένα μοναστήρι που το κατοικούν άνθρωποι που έχουν χάσει τη φωνή και τη μνήμη τους.

Κάτω από τη γη άλλοι άνθρωποι, σε ένα εργαστήριο απεργάζονται σχέδια της σωτηρίας τους.

Μια μικροκλίμακα όμως που μπορεί να αποτυπώσει τις αντιδράσεις των ανθρώπων
κάτω από ανάλογες συνθήκες . Ο George Steiner για το βιβλίο αυτό θα έλεγε πιθανόν, πως ‘είναι μια κραυγή εξοργισμένης ανθρωπιάς’.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη στήνει ένα εφιαλτικό θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί σκηνικό.

Και δίκαια θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, γιατί ο καθημερινός εφιάλτης που ζούμε γιατί δεν ξενίζει κανέναν; Η νεκρωμένη μνήμη και η ανυπαρξία λόγου δεν είναι δείγμα των καιρών;

Ζώντας σε έναν τέλειο τεχνοκρατικά πολιτισμό, σε μια κοινωνία που βυθίζεται, η Κουτσουμπέλη μέσα σε ένα πρωτογενές κλίμα αισθημάτων, συναρθρώνει τις προσωπικές της ψηφίδες,
ορθώνοντας τη σπουδαιότητα της μνήμης μέσω της απουσίας της και φωτίζει τα πολλαπλά της στρώματα .

Η μνήμη του κάθε ανθρώπου είναι η ιδιωτική του λογοτεχνία τονίζει ο Aldus Huxley και η πρόθεση της συγγραφέως να υπερτονίσει τη σπουδαιότητα της ex contrario , διαφαίνεται καθαρά στο βιβλίο αυτό.

Η Τέχνη και δη η λογοτεχνία καλούνται ως σεισμογράφοι να καταγράψουν τους κραδασμούς των επικαιρικών τεκταινόμενων όταν αυτά αποτελούν εγκάρσια διατομή στο σώμα της Ανθρωπότητας.

Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που εκτείνονται σε παράλληλα ή ταυτοτικά επίπεδα, αφήνουν να διαφανεί η οραματική αγωνία της συγγραφέως.

Η παγκόσμια νόσος, ο εγκλεισμός και ο θάνατος αποτέλεσαν ένα κεφαλαιώδες ζήτημα της σύγχρονης ,της πολύ σύγχρονης ιστορίας. Τούτη η διαχρονία της φρίκης αναπλάθεται θεματικά και πολυεπίπεδα από τη Χλόη Κουτσουμπέλη. Κεντρικός της ήρωας ο βαθειά πληγωμένος από τα έκτροπα του ανθρώπου, Άνθρωπος.

Ο Άνθρωπος σε συνθήκες υπέρτατης κρίσης . Ο άνθρωπος που εθίζεται στο αδιανόητο, που παύει ενίοτε να διερωτάται ποια δύναμη είναι αυτή που σπρώχνει τους ανθρώπους στα βράχια, που τους ‘κατάντησε πραμάτεια’ , που δημιουργεί βιβλικές σκηνές με εικόνες που δεν είναι από τη Βίβλο αλλά τεκταίνονται στα τρέχοντα σωτήρια έτη του 21ου αιώνα, σε έναν διαρκή ενεστώτα που κρατά από την αρχή του κόσμου και συνεχίζεται αδιάλειπτα ως τις μέρες μας.

Μέσα σε ένα μισο ονειρικό σύμπαν η Κουτσουμπέλη θέτει διερωτήσεις που αφορούν το θάνατο και τη γέννηση , τον έρωτα και την απώλεια, τη γενναιοδωρία και τον εφησυχασμό, το άλγος και το νόστο, το βίο και την εξέλιξη του, τον ντόπιο και τον ξένο, τον ξενόφερτο, τον πρόσφυγα, αυτόν τον συνάνθρωπο με τις εναέριες ρίζες και την τύχη του που κρίνεται στα συμπόσια των καρχαριών.

Η άκρως πρωτότυπη γραφή είναι το νήμα που συνδέει όλες αυτές τις σχιζοφρένειες.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι μια συγγραφέας ασυμβίβαστη, με πρωτότυπο λόγο και ηχηρή φωνή, πέρα από τα στεγανά και τα στερεότυπα, με σπουδαίο αποτύπωμα στη λογοτεχνία, που αυτή τη φορά δείχνει να αναδημιουργεί τη σχέση της με τη γραφή, για να μιλήσει για ένα σκληρό κοινωνικά και πολιτικά σύμπαν, μετατοπίζοντας όλα όσα πιστεύουμε για την έκφραση και το λόγο και ανατρέποντας τα όρια τους.

Ποτίζει την πένα της με αφόρμηση το αίμα του θανατηφόρου ιού για να μιλήσει για την καθολική παθογένεια του ανθρώπου του 21ου αιώνα.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου, είναι, όπως όλοι μας, το σπαραγμένο, το σπαρακτικό αποτέλεσμα της αιώνιας κατάστασης των πραγμάτων» όπως γράφει και η Έλσα Τριολέ , με τον δικό της ποιητικό τρόπο στα Τριαντάφυλλα επί πιστώσει (μτφρ. Κατερίνα Γούλα, Gutenberg).

Τραβηγμένοι προς τα πίσω, προωθημένοι προς τα εμπρός οι ήρωες του βιβλίου, περιδινούμενοι, αφηγούνται σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και μέσα από τη δική τους ιστορία και οπτική γωνία την αβάσταχτη αγωνία του ανθρώπου σε εποχές συντριπτικής δυστοκίας.

Πρόκειται για ένα δομικά άκρως πρωτότυπο κείμενο, που καταγράφει τις προσωπικές σκέψεις και τα πειράματα της συγγραφέως με τη γραφή μέσα από θραύσματα.

Μέσα από τους μονολόγους των ηρώων και των ηρωίδων της , καταγράφονται οι έντονες κοινωνικές διεργασίες και τα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα μέσα στα οποία ζούμε και δένουν με τις προσωπικές αγωνίες της γράφουσας, σε ένα άκρως ιδιόμορφο εκφραστικό εγχείρημα.

Ταυτοποιεί και συνδέει την ομιλία με τη νεκρωμένη μνήμη η συγγραφέας, δίνοντας στους ήρωες και τις ηρωίδες της, τη δυνατότητα της γραφής ως εκφραστική παρηγοριά επικοινωνίας.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, στο μυθιστόρημα αυτό, αφήνει ανοιχτή την πόρτα στον αναγνώστη να προσεγγίσει, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω γνώσεις εξηγήσεις και διευκρινίσεις. Θέτει διερωτήσεις που στοχεύουν στα πιο σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης ύπαρξης, στήνοντας ένα tableau vivant και περιγράφοντας τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης συνθήκης με έναν τρόπο μοναδικό.

Μια ανθρώπινη συνθήκη που δεν αφορά «υπεράνθρωπους», αλλά ανθρώπους, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους.

Καταγράφει με ρεαλιστική μαεστρία τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, την
εξοικείωση με το συντελεσμένο και αμετάκλητο της απώλειας , τον κλονισμό των διαπροσωπικών σχέσεων, την αποδιοργάνωση του ανθρωπιστικού αξιακού συστήματος όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την άνωθεν επιβεβλημένη βαρβαρότητα, μέσα από ένα μωσαϊκό λογοτεχνικών χαρακτήρων και ένα ψηφιδωτό συμπεριφορών που διόλου δεν απέχουν από την πραγματικότητα.

Και με τον τρόπο τούτο αναδύεται μέσα από την αφηρημένη για πολλούς έννοια άνθρωπος, η ανθρώπινη ιδιότητα σε όλες της τις εκφάνσεις, ο αλλοτριωμένος άνθρωπος, ο πενόμενος, ο τάλας, ο πλάνης, ο πενθών, ο αγαπών και αγαπώμενος, ο μισών και μισούμενος, ο άρπαξ και ο αρπαγίστερος, ο άνθρωπος που βλέπει το modus Vivendi αλλά και το modus cogitandi της καθημερινότητας του να αλλάζουν δραματικά.

Κι όλα αυτά γιατί ένας ιός καθημάζει ό,τι ευγενέστερο κουβαλά ως ιδιότητα ο άνθρωπος και εισάγει μια νέα ιδιότητα η οποία αποπειράται να ξαναχτίσει τον κόσμο με παλιά υλικά.

Οι λέξεις στα βιβλία της Χλόης Κουτσουμπέλη δεν μπορούν εύκολα να χωρέσουν στο συγκείμενο, να αφηγηθούν απλώς μια ιστορία. Στην περίπτωση της, συνεπικουρούν στην κατασκευαστική αρτιότητα των βιβλίων της.

Έτσι κι εδώ, μέσα από τη ‘μαγική’ χρήση του λόγου, προσπαθεί με τις λέξεις να οριοθετήσει ένα περίγραμμα για να αποκτήσουν νόημα τα τεκταινόμενα όταν αυτά μετατραπούν σε λέξεις.

Έχει πολλές φορές την αίσθηση ο αναγνώστης διαβάζοντας την, πως όλα αυτά που εγκαταφωλεύουν στη φαντασία της υπάρχουν μόνο και μόνο για να τα μετατρέψει σε λέξεις.

Η λογοτεχνική μαεστρία που διατρέχει την αφήγηση , η οποία συνέχει
τον τοπικό χαρακτήρα των τεκταινομένων με την παγκόσμια διάσταση του ανθρώπινου δράματος , είναι κάτι πολύτιμο για τον αναγνώστη. Τον αφήνει, έστω και με συμβατική αντικειμενικότητα , μέσα από την πολυφωνική και ψυχογραφική κατάθεση των εκφάνσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, να διερωτηθεί ο ίδιος για κορυφαία ζητήματα, όπως για παράδειγμα αυτό της αλληλεγγύης, όταν το ανθρώπινο είδος στροβιλίζεται στην αντάρα του ολέθρου. Ο άνθρωπος στον κύκλο της άσκοπης ζωής και κατανάλωσης που τελεί νομοτελειακά επί πιστώσει και που οδηγείται αναγκαστικά σε αδιέξοδα κι συμβιβασμούς.

Κι όλα αυτά με τον τρόπο της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Γιατί σ’ αυτό σε αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει ούτε οίκτος, ούτε δακρύβρεχτος αισθηματισμός ή ψεύτικη θετική στάση. Ο αναγνώστης στο βιβλίο αυτό, συναντάται με το αξιακό σύμπαν της συγγραφέως, που όντας εμπειρότατη, χειρίζεται άψογα το χρόνο, εμπλέκει με τρόπο αριστοτεχνικό τους ήρωες της στους κύκλους της Ιστορίας και καταγράφει από θέση μηδενικής εστίασης τις ποικίλες αντιδράσεις τους.

Όταν τα ίδια τα κείμενα «μιλούν» από μόνα τους, όταν η συγγραφέας κινείται τόσο αριστοτεχνικά μεταξύ των γραμμών του μύθου που έχει στήσει και της ίδιας της Ιστορίας, δε βρίσκεις πολλά και χρήσιμα να πεις παρά μόνον να το συστήσεις ανεπιφύλακτα σε όποιον ενδιαφέρεται να προσεγγίσει αλληγορικώ τω τρόπω την σύγχρονη εκδοχή του ανθρώπινου δράματος μέσα από τη λογοτεχνική αποτύπωση του.

Γιατί όλο το βιβλίο είναι μια άτεγκτη διερώτηση που αφορά τον βίο τον ίδιο.

Η αίσθηση που απομένει μετά το πέρας της ανάγνωσης, είναι η ρήση του Νίκου Χουλιαρά: ‘Τραβάει κάθε τόσο τις κλωστές και λίγο λίγο με ξηλώνει’.

Η Ιερεμιάδα είναι ένα βιβλίο βαθιά ανθρωποκεντρικό, ζωσμένο από ένα ανθρωπομάνι που δακρύζει, σιωπά, ζει και πεθαίνει, οδηγώντας τον αναγνώστη άλλες φορές στο Νιτσεϊκό μονοπάτι στο δάσος κι άλλες στο ξέφωτο του Heidegger.

Είναι ένα βιβλίο που περπατά στη μοναξιά του χρόνου και της ιστορίας πνίγοντας τα δάκρυα του, γιατί αυτός είναι ο αρχικός – κι ο τελικός σκοπός της τέχνης, η υπέρβαση της καταγωγικής, ανθρώπινης συνθήκης που είναι το πένθος.

.

ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ

bookpress.gr 8/12/2023

Μια δυστοπία με πολιτικές διαστάσεις

Η Ιερεμιάδα (εκδ. Εστία) της Χλόης Κουτσουμπέλη έχει τα χαρακτηριστικά της μυθοπλαστικής δυστοπίας, με κοινωνικές προεκτάσεις και υπαρξιακές αιχμές, με δραματουργικά χαρακτηριστικά και ποιητικές στιγμές αλλά και κινηματογραφικές εικόνες. Υφολογικά γνωρίσματα που υπήρχαν και στο προηγούμενο της μυθιστόρημα Ο βοηθός του κ. Κλάιν (εκδ. Μελάνι), παρόλο που εκεί είχαμε μια ιστορία ψυχολογικού ή μεταφυσικού μυστηρίου.

Εκτός από τα προφανή της δυστοπίας μιας παγκόσμιας καταστροφής, στο βιβλίο υπάρχουν και οι πολιτικές διαστάσεις του αλληγορικού αφηγήματος, οι αιχμές για τις εξουσιαστικές σχέσεις και τον τρόπο που ο πολιτισμός βιαιοπραγεί εναντίον του περιβάλλοντος και της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.

Ο ιός «Κέρβερος»

Η χρονική διάρκεια της αφήγησης εκτείνεται περίπου στην περίοδο 2032-2036, όταν ο ιός «Κέρβερος» εξαπλώνεται σε όλη την παγκόσμια κοινότητα προκαλώντας στα θύματά του αρχικά αφωνία, κατόπιν αμνησία και εντέλει κωματώδη κατάσταση και θάνατο. Οι διοικητικές και νοσηλευτικές δομές διαλύονται, ο ανθρώπινος πολιτισμός καταστρέφεται, οι τηλεπικοινωνίες καταρρέουν και κανείς δεν γνωρίζει αν και πόσοι είναι οι επιζήσαντες.

Η αφήγηση παρακολουθεί δύο ομάδες που κατορθώνουν να επιβιώσουν: μία που φτάνει με πλοίο σ’ ένα ελληνικό νησί για το οποίο είχαν λάβει λανθασμένη πληροφόρηση ότι δεν το είχε αγγίξει ο ιός και τα περισσότερα μέλη της εν τέλει νοσούν – κάποια όμως με βραδεία εξέλιξη τα οποία στο τέλος αρχίζουν να αναρρώνουν. Εκεί δημιουργούν ένα μικρό κοινόβιο σε μοναστήρι στο οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του ένας γιατρός και προσπαθούν να παράσχουν περίθαλψη αλλά και να επιβιώσουν. Και μια δεύτερη που συγκροτείται από επιστήμονες οι οποίοι πραγματοποιούν, σ’ ένα απομονωμένο και προφυλαγμένο κέντρο, έρευνες και πειράματα σχετικά με την ασθένεια. Τα δύο πρόσωπα που αποτελούν τον αφηγηματικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις δύο ομάδες είναι η Άννα και ο Ισαάκ, οι οποίοι είχαν ερωτική σχέση πριν από την εξάπλωση της πανδημίας.

Πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις

Το μυθιστόρημα δομείται μέσα από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των ηρώων του, αφηγήσεις που μεταφέρουν υποκειμενικά φιλτραρισμένα τα γεγονότα της δράσης μέσα από τον εσωτερικό τους μονόλογο, μια που αρκετά από αυτά έχουν χάσει λόγω του ιού τη φωνή τους. Κάθε κεφάλαιο ονομάζεται από το πρόσωπο που αφηγείται, σε κάποια σημεία εντοπίζουμε αφηγήσεις να επικαλύπτονται ώστε να αλληλοαναιρεθούν για να προκύψει η υποκειμενική διάσταση και η αμφισβήτηση της «αντικειμενικότητας» των γεγονότων που μαθαίνουμε.

Σε μεγάλο βαθμό, αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τη διαφοροποίηση της χρήσης της ιδιαίτερης γλώσσας αλλά και της γραφής των προσώπων, τα οποία κατορθώνουν να μας κάνουν κοινωνούς του φόβου, της αγωνίας, της αναζήτησης, της ελπίδας ή της απόγνωσής τους.

Υπάρχουν αρκετές παράλληλες θεματικές τροχιές στην αφήγηση: ο οικολογικός προβληματισμός και η έννοια της επιστημονικής ηθικής, οι ερωτικές σχέσεις και η πολυπλοκότητά τους, η έμφυλη βία, η γραφή ως διάσωση της ατομικής προσωπικότητας αλλά και του πολιτισμού, η αλληλεγγύη και η περιθωριοποίηση, και κυρίως, το θέμα της μνήμης. Χωρίς τη μνήμη εγκλωβιζόμαστε σε ένα αέναο παρόν, χωρίς καταβολές, χωρίς αναφορές, χωρίς να κεφαλαιοποιείται η εμπειρία, άρα χωρίς επίγνωση και μέλλον.

Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει ένας Πίνακας προσώπων όπως στα θεατρικά κείμενα όπου επεξηγείται η ταυτότητα και άρα ο ρόλος τους. Η αφήγηση αρχίζει με τον μονόλογο του Ιερεμία, ενός μικρού αγοριού, αγνώστων γονέων, το οποίο μεγάλωνε στο μοναστήρι πριν από την εξάπλωση του ιού. Δεν γνωρίζει πώς βρέθηκε στο μοναστήρι, αγνοεί λοιπόν το παρελθόν και την προέλευσή του όπως οι νοσούντες από τον ιό παρόλο που αυτός για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν έχει μολυνθεί.

Τον Ιερεμία παίρνει υπό την προστασία της η κεντρική ηρωίδα, η Άννα, η οποία εργαζόταν σε πανεπιστημιακό ερευνητικό κέντρο πριν από την πανδημία και βρέθηκε ως επιβάτης στο πλοίο προς το νησί και εν τέλει στην κοινοβιακή ομάδα του μοναστηριού. Εκεί αναλαμβάνει οργανωτικό ρόλο, δίνει ονόματα από τις μέρες της εβδομάδας στις επτά γυναίκες του μοναστηριού, που έχουν ξεχάσει το όνομα τους, συντονίζει και κατανέμει αρμοδιότητες σε συνεργασία με την ηγετική μορφή του γιατρού.

Οι ήρωες μας συστήνονται καθώς παρουσιάζονται στην αφηγηματική σκηνή περιγράφοντας και τα σκηνικά της δράσης τους, μιλώντας με την εσωτερική τους φωνή για τα θραύσματα του παρελθόντος –όσοι τα έχουν ακόμη διαθέσιμα ή καθώς σταδιακά τα ξανα-αποκτούν, μιλούν άμεσα ή έμμεσα για τα πάθη και τις προσδοκίες τους, δίνοντας τον πολύπλοκο αστερισμό της προσωπικότητας και των σχέσεών τους με τους άλλους.

Παρακολουθούμε, επομένως, πολλές παράλληλες ιστορίες καθώς σχηματίζεται το παζλ της αναμνημόνευσης, ιστορίες που διατηρούν και το αυτόνομο ενδιαφέρον τους εκτός από αυτό της συσχέτισης με τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας.

Διάσωση της μνήμης

Μέσα στις διηγήσεις των προσώπων σε κάποια σημεία εγκιβωτίζονται επιστολές ή αποσπάσματα αρχείων, με τρόπο ώστε να υπογραμμίζεται η σημασία της γραφής ως τεκμήριο διάσωσης της μνήμης, χωρίς όμως να γίνεται κατάχρηση ή να διασπάται η ροή της αφήγησης.

Καθώς αρχίζει σταδιακά η ανάρρωση και το παρελθόν για τους αμνησιακούς ασθενείς ξαναζωντανεύει αυτοί έρχονται αντιμέτωποι με νέους φόβους: μαθαίνουν εκ νέου ποιοι είναι οι ίδιοι και οι άλλοι γύρω τους. Κι αυτό προβάλλει ως μία πορεία μύησης και ψυχοσυναισθηματικής ωρίμανσης αφού περνούν από την άγνοια στη γνώση, από το χωρίς-νόημα στη νοηματοδότηση, από τον εφησυχασμό ή την ενοχή στη συνειδητοποίηση και την κάθαρση.

Θα μπορούσε κανείς στην Ιερεμιάδα να βρει κινηματογραφικές οφειλές ή συγγένειες όπως για παράδειγμα «Η ώρα των τριφίδων» ή και λογοτεχνικά διακείμενα όπως το Περί τυφλότητος (μτφρ. Αθηνά Ψύλλια, εκδ. Καστανιώτη). Τέτοιου είδους ενδιαφέρουσες συγγένειες υπήρχαν και στο προηγούμενο μυθιστόρημα της Χλόης, στον Βοηθό του κ.Κλάιν – όπου κι εκεί υπήρχε η πορεία μύησης από την άγνοια στη γνώση και η πορεία από το σκοτάδι στο φως.

Θεατρική και ποιητική οικονομία

Επίσης αρκετές είναι οι στιγμές του βιβλίου που η αφήγηση έχει κάτι από τη θεατρική ή και την ποιητική οικονομία, χωρίς να χάνει σε δραστικότητα και ρυθμό, όπως «Η γυναίκα και η σκιά της», ιστορία που αφηγείται ένας από τους ήρωες.

Γράφοντας μπήκα στον πειρασμό να σχολιάσω το τέλος του βιβλίου γιατί άκουσα σε μία ομιλία σε παρουσίαση του βιβλίου ορισμένες ενστάσεις για την αληθοφάνειά του. Ωστόσο δεν θα ήθελα να στερήσω την αναγνωστική προσδοκία προδίδοντας την κατάληξη και γι’ αυτό δεν θα το κάνω. Αντί σχολιασμού παραθέτω ένα απόσπασμα από το Πώς δουλεύει η λογοτεχνία (μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδ. Αντίποδες) του Τζέημς Γουντ:

«Η λογοτεχνία διαφέρει από τη ζωή επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αταξινόμητες και άμορφες λεπτομέρειες και πολύ σπάνια μας κατευθύνει προς αυτές, ενώ η λογοτεχνία μας διδάσκει να τις παρατηρούμε. Αυτή η διδασκαλία είναι διαλεκτική. Η λογοτεχνία μας κάνει να παρατηρούμε καλύτερα τη ζωή· στην πορεία ασκούμαστε στην ίδια τη ζωή· πράγμα που με τη σειρά του μας κάνει να διαβάζουμε καλύτερα τη λεπτομέρεια στη λογοτεχνία· που με τη σειρά του μας κάνει καλύτερους αναγνώστες της ζωής, και ούτω καθεξής».

Αλλά για να μην αναφερθώ περισσότερο στο ενδιαφέρον τέλος, κλείνω επανερχόμενη στην αρχή, δηλαδή στον τίτλο του βιβλίου:

Παρόλο που το όνομα Ιερεμίας παραπέμπει στον προφήτη και η Ιερεμιάδα σε μια ελεγεία για το τέλος του πολιτισμού, της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση και τον συνάνθρωπο, όπως τη γνωρίζαμε ως τώρα, ωστόσο το βιβλίο παραμένει στο βάθος του αισιόδοξο.

Το κουράγιο και η αγωνιστικότητα, ο πυρήνας του ουμανιστικού ιδεώδους και η λυτρωτική δύναμη της αγάπης είναι η επίγευση της ιστορίας και της ανάγνωσης. Εκείνο που μας μένει, κυρίως, από το πρόσφατο βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι η αίσθηση ότι τίποτε δεν έχει οριστικά κριθεί. Μέσα στο ζόφο του θανάτου και της καταστροφής πάντα μια νέα μέρα μπορεί να ξημερώσει και να μας σώσει από το οριστικό σκοτάδι.

.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

stigmalogou.gr 1/12/2023

Ένα μυθιστόρημα δυστοπικό, προφανώς εμπνευσμένο από τους δύσκολους καιρούς της πανδημίας: η ανθρωπότητα πλήττεται από έναν θανατηφόρο ιό, τον Κέρβερο, που, πριν από το τελικό στάδιο του θανάτου, επιφυλάσσει σε όσους μολύνονται τρία ακόμη στάδια: ένα της αφωνίας, λόγω κάποιου όζου στις φωνητικές χορδές, ένα της μερικής απώλειας μνήμης και ένα του κώματος στο οποίο βυθίζονται. Ο ιός είναι τόσο μολυσματικός που μέσα σε δύο μόλις χρόνια εξαπλώνεται από άκρη σε άκρη της Γης, εξοντώνοντας τον ανθρώπινο πληθυσμό. Κανείς δεν του ξεφεύγει: μόνο λίγοι που καταφέρνουν να μπουν σε ένα καράβι με σκοπό να φτάσουν σε ένα απομακρυσμένο – και ελπίζουν αμόλυντο από τον ιό – νησί, για να διαψευσθούν μόλις φτάσουν εκεί (και φυσικά όχι όλοι, αφού ο ιός επιβιβάστηκε μαζί τους στο πλοίο), και ορισμένοι επιστήμονες που κλεισμένοι μέσα σε ένα υπόγειο εργαστήριο προσπαθούν εις μάτην να βρουν κάποιο αντίδοτο.

Ο Κέρβερος ήταν ιός κατασκευασμένος από τον άνθρωπο, ένας ιός που διέρρευσε – άγνωστο πώς. Στα δύο χρόνια μέχρι την ολοκληρωτική εξόντωση, η ανθρωπότητα προσπάθησε να ξεφύγει από το θανατηφόρο κατασκεύασμά της, όμως μάταια. Όσοι επέζησαν, εκείνοι που έφτασαν στο απομακρυσμένο νησί και εκείνοι οι λίγοι που ήταν ήδη εκεί και δεν είχαν ακόμη φτάσει στο τελικό στάδιο (μάλιστα ένα παιδί μεταξύ τους, ο Ιερεμίας που δανείζει το όνομά του στον τίτλο του βιβλίου, δεν είχε καν ίχνος μόλυνσης), πέρα από τον αδυσώπητο φόβο για το μέλλον τους, ένιωσαν τόσο έντονο το ένστικτο της επιβίωσης που σχεδόν απανθρωπίστηκαν: νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό τους, χωρίς να συλλογίζονται πώς θα μπορούσε να είναι ένας κόσμος χωρίς άλλους, με μόνη παρέα τον εαυτό. Στον αντίποδα, ορισμένοι από αυτούς προσπάθησαν να επενδύσουν στη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια και τη συλλογική προσπάθεια, προσφέροντας.

Οι επιστήμονες πάλι αναπαρήγαγαν τα κοινωνικά μοντέλα της αδικίας: εξασφαλίζοντας για τους εαυτούς τους πολυτελή διαβίωση, περιόριζαν το βοηθητικό προσωπικό και όσους έπαιζαν τον ρόλο του πειραματόζωου σε συνθήκες απλής επιβίωσης, μένοντας ψυχικά αμέτοχοι στο αδυσώπητο μοντέλο που αναπαρήγαγαν και δικαιολογώντας τους εαυτούς τους ότι ήταν αφοσιωμένοι στην επιστήμη και αποτελούσαν την ελπίδα. Όμως η ελπίδα δεν ήρθε από αυτούς και τις αποστειρωμένες μεθόδους τους.

Καθόλου δεν διαπέρασε κάποιον από όλους τους παραπάνω το εφήμερο της ύπαρξής του. Κανείς δεν προβληματίστηκε για το ον που είναι, «ένα ον που εμφανίζεται στη γη μόνο και μόνο για να εξαφανιστεί, που φευγαλέα είναι έτσι κι αλλιώς η ύπαρξή του, που τις πιο πολλές φορές εγκαταλείπει τον κόσμο, το ίδιο άδειο όπως όταν πρωτοήρθε σ’ αυτόν» (σελ. 119). Οι προβληματισμοί που εγείρει το βιβλίο μέσα από τις σκέψεις των ανθρώπων που έχουν επιζήσει (κυρίως όσων έφτασαν στο νησί, την ύπαρξη των επιστημόνων τη μαθαίνουμε άλλωστε για πρώτη φορά μόλις στη σελίδα 187 του βιβλίου) εκεί, στο μεταίχμιο ανάμεσα ζωής και θανάτου, είναι κρίσιμοι και διαδέχονται ο ένας τον άλλον με τρόπο καταιγιστικό. Τι είναι τρέλα και τι σωφροσύνη; Τι είναι δίκαιο και τι άδικο; Προς ποια κατεύθυνση μπορεί μια τόσο ακραία συνθήκη να μεταμορφώσει τον άνθρωπο; Γιατί επιμένει να αναπαράγει κοινωνικά στερεότυπα ακόμη κι όταν απειλείται η ίδια η ύπαρξή του; Τι συμβαίνει όταν φτάνεις πια στο σημείο να μην έχεις να χάσεις τίποτε άλλο; Πώς είναι δυνατή η επιβίωση μετά από ένα καθολικό πένθος;

Οι άνθρωποι ούτως ή άλλως έχουμε «απίστευτα αποθέματα δύναμης μέσα μας και μια λαχτάρα για επιβίωση που είναι πιο ισχυρή από οποιοδήποτε πένθος», όπως σημειώνει σοφά η συγγραφέας (σελ. 139). Και, έπειτα, ο άνθρωπος δεν είναι μόνος του στον κόσμο, είναι ενταγμένος μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο του, τη φύση. Η φύση, «φορέας και δημιουργίας και καταστροφής» είναι εκείνη που τελικά θα δώσει τη λύση: ο ιός στο τέλος του βιβλίου μοιάζει να εξασθενεί, όσοι μολυσμένοι έχουν επιζήσει φαίνεται να γίνονται καλύτερα, ίσως να μην έχει έρθει το τέλος ή ίσως το τέλος να μην είναι οριστικό.

Μέσα από τις κατακερματισμένες αναμνήσεις των επιβατών του πλοίου, τις κτηνωδίες στις οποίες έφτασαν άκοντες ή εκόντες, την ανθρωπιά που προσπάθησαν να μη χάσουν, την ανθρωπιά που σε άλλες περιπτώσεις ήταν εξαρχής χαμένη, τις προσπάθειες συνεργασίας, την ορμή για καθολική απομόνωση ακόμη και σε τέτοιες ακραίες συνθήκες, από την αθωότητα, τον έρωτα, την ανασφάλεια, την πονηριά – κυρίως μέσα από τον μεγεθυντικό καθρέφτη που ήταν ο Κέρβερος για όλα τα παραπάνω, η Χλόη Κουτσουμπέλη με αριστοτεχνία παρουσιάζει μια ανοίκεια, ζοφερή πραγματικότητα από πολλές και διαφορετικές οπτικές γωνίες, συνθέτοντας ένα μωσαϊκό όψεων και ερμηνειών της, από εκείνα που εμμμένει να φτιάχνει η ζωή παρά τις όποιες συνθήκες.

Το τέλος της Ιερμιάδας, αυτής της Ολυμπιάδας των ηττημένων, παίρνει μάλλον τη μορφή του μικρού Ιερεμία, δηλαδή της ελπίδας που – όσο και αν είναι ισχνή – δεν παύει να υφίσταται, μέσα από την αγάπη που πάντα κερδίζει έστω και αν η διαίρεση ή η κοινωνική απομόνωση εξακολουθούν, υφαίνοντας μια υπόσχεση καθόλου αμελητέα.

.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ

FREAR.GR 7/11/2023

Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική πεζογραφία δίνει, όσο μπορώ να την παρακολουθήσω, πολύ ενδιαφέροντες καρπούς. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας το μυθιστόρημα Ιερεμιάδα, της ποιήτριας και πεζογράφου Χλόης Κουτσουμπέλη. Πρόκειται για πεζογραφικό έργο που η δημιουργός του ωστόσο είναι πάνω απ’ όλα ποιήτρια και μ’ αυτόν τον τρόπο γράφει, καθοδηγούμενη από το πνεύμα της ποίησης.

Θα ήθελα να ξεκινήσω πιάνοντας το νήμα από το τέλος, παίρνοντας σαν αφετηρία μια φράση που η συγγραφέας γράφει στο σύντομο σημείωμα της στο τέλος του βιβλίου. Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μέσα στις πρωτόγνωρες για όλους μας και δύσκολες εκείνες μέρες του τρόμου, λόγω της παγκόσμιας εξάπλωσης του ιού covid και της καραντίνας που μας επιβλήθηκε. Πράγματι, το μυθιστόρημα μοιάζει να ξεπηδά μέσα από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου αφού αναφέρεται σε κάποια μυστηριώδη ασθένεια που έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αφανίσει τη ζωή πάνω στη γη. Προσοχή, όμως, διότι η ίδια η συγγραφέας σπεύδει να μας υπενθυμίσει ότι παρ’ όλα αυτά δεν είναι δουλειά της λογοτεχνίας να αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα. Η θέση της με βρίσκει σύμφωνο. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι μια πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Εξάλλου η πραγματικότητα και η ίδια η ζωή είναι ένα φαινόμενο τόσο σύνθετο που είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί στο σύνολό της μέσα από τη γλώσσα. Μια από τις ικανότητες της λογοτεχνίας, ωστόσο, κι ένα από τα πολλά καθήκοντά της, είναι ίσως η εκπομπή προειδοποιητικών σημάτων. Η λογοτεχνία μπορεί να προειδοποιεί απλώς μ’ έναν έμμεσο τρόπο και να βλέπει σαν μια ενότητα παρελθόν παρόν και μέλλον ταυτόχρονα. «Πρόθεσή μου», συνεχίζει η Χλόη Κουτσουμπέλη, «ήταν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα που να διερευνά τις σχέσεις εξουσίας». Κι εδώ μας υπενθυμίζει μια ολόκληρη λογοτεχνική παράδοση που έφτασε στο αποκορύφωμά της γύρω στα μέσα του περασμένου αιώνα, ξεκινώντας λίγο πριν και καταλήγοντας λίγα χρόνια μετά το τέλος του φοβερού δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Συνήθως όταν μιλάμε για δυστοπία στη λογοτεχνία, το πρώτο έργο που έρχεται στο μυαλό μας είναι το Οργουελικό 1984. Έχω τη γνώμη, αν και αυτό βέβαια δεν είναι θέμα της αποψινής συζήτησης, ότι οι σημερινές δυτικές κοινωνίες στις οποίες κυριαρχεί ένα είδος ολοκληρωτικής δημοκρατίας, έχουν ενσωματώσει πολλά από τα στοιχεία που διαβάζουμε στο μυθιστόρημα του Όργουελ και τα οποία μας φαίνονται τρομακτικά και εξωπραγματικά. Τρομακτικά είναι απολύτως αλλά εξωπραγματικά δυστυχώς δεν είναι καθόλου και πολύ φοβάμαι ότι το μέλλον θα είναι πολύ χειρότερο. Αυτό όμως, όπως είπα και πριν, είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.

Το βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη συγγενεύει ωστόσο με όλες τις προηγούμενες λογοτεχνικές δυστοπίες, επειδή θέτει με τη σειρά του, αν και μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, επείγοντα πολιτικά ζητήματα. Ο μυστηριώδης ιός που στο μυθιστόρημα έχει αφανίσει το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας, ξεκινά προσβάλλοντας τη μνήμη και τον λόγο του ασθενούς. Έτσι έχουμε έναν παγκόσμιο πληθυσμό που ασθενεί μαζικά, χάνοντας δυο από τις βασικές ανθρώπινες ιδιότητες, τη μνήμη και τη γλώσσα. Στο μυθιστόρημα, βέβαια, οι άνθρωποι χάνουν τις βασικές τους ανθρώπινες ιδιότητες εξαιτίας ενός ιού που ονομάζεται Κένταυρος. Στη δική μου, αυθαίρετη ίσως ανάγνωση, ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει τον Κένταυρο με μια αόρατη υπερεξουσία, μ’ αυτό το τερατώδες οικονομικό-πολεμικό σύστημα, το οποίο εγκληματεί σε πλανητική κλίμακα και καταστρέφει τον κόσμο έχοντας αποκτήσει πελώριες δυνατότητες ελέγχου των πληθυσμών και απέναντι στο οποίο μοιάζουμε όλοι ανυπεράσπιστοι. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύω, που στο μυθιστόρημα, ο ιός επιτίθεται πρώτα στη μνήμη και στον λόγο. Η εξουσία και σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η τερατώδης πλανητική εξουσία της εποχής μας, είναι εχθρός του πολιτισμού. Και πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τη μνήμη και τον λόγο.

Η κατάσταση στον σταθμό έχει καταντήσει απάνθρωπη, διαμορφώθηκε μια ταξική κοινωνία που αναπαράγει όλη την ανισότητα και την αδικία. Μια ελίτ που αποφασίζει για την τύχη των ενοίκων του κατώτερου ορόφου που αποτελούν το υπηρετικό προσωπικό της, διαβάζουμε σ’ ένα άλλο σημείο του βιβλίου. Οι επιζώντες λοιπόν αναπαράγουν με τη σειρά τους όλες τις σχέσεις εξουσίας που υπήρχαν πριν από την καταστροφή κι έτσι είμαστε και πάλι υποχρεωμένοι να ξαναρχίσουμε και πάλι από την αρχή σ’ ένα ατελείωτο ράβε-ξήλωνε του κόσμου και της Ιστορίας. Και το μεγάλο ερώτημα που θέτει αυτό το βιβλίο πιστεύω, ένα ερώτημα που είναι πανάρχαιο και διαρκώς επανέρχεται πιο κρίσιμο από ποτέ, είναι το ερώτημα που θέτει η Άννα σ’ ένα σημείο του βιβλίου: Και τότε στο μοιραίο σταυροδρόμι, όταν έρθουμε αντιμέτωποι με τη Σφίγγα, τι θα απαντήσουμε στην κρίσιμη ερώτηση;

Αυτή είναι η δική μου, προσωπική ανάγνωση που σχετίζεται με την πολιτική διάσταση του βιβλίου. Επειδή όμως εδώ μιλάμε πάνω απ’ όλα για ένα έργο λογοτεχνίας, θα ήθελα να τονίσω και να επιμείνω στην αξία και την ομορφιά του κειμένου. Από την αρχή ο αναγνώστης εισέρχεται σ’ έναν κόσμο ερειπωμένο και σ’ ένα τοπίο σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής μέσα στο οποίο προσπαθούν να επιβιώσουν οι ελάχιστοι επιζώντες. Φτάσαμε πια σε ένα σημείο όπου όλες οι συμφορές μοιάζουν φυσιολογικές, αφηγείται η Μπριγκίτε σ’ έναν από τους παράλληλους μονολόγους του βιβλίου. Σ’ ένα άλλο σημείο, δίνεται μια εικόνα από μια εγκαταλελειμμένη πόλη:

Σπασμένες βιτρίνες, αναποδογυρισμένοι κάδοι σκουπιδιών, ψηλά κτίρια που είχαν καταρρεύσει, άγρια πρασινάδα που είχε εισχωρήσει στις πολυκατοικίες, θηριώδη φυτά που είχαν σπάσει το τσιμέντο στους δρόμους. Και πτώματα που σάπιζαν παντού, κόκαλα και μισολιωμένοι σκελετοί. Προσπαθούσαμε να κοιτάμε μόνο μπροστά καθώς διασχίζαμε με τα πόδια τους άδειους δρόμους για να κατευθυνθούμε προς το λιμάνι. Τεράστια γκρίζα ποντίκια, χοντρά σαν γάτες, έτρεχαν σε κοπάδια ανάμεσα στα πτώματα…

Σ’ ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον για μένα, κομμάτι του βιβλίου, η Άννα και πάλι, κάνει μια αναφορά στον πίνακα Λας μενίνας του Ντιέγκο Βελάσκεθ, ένα από τα πιο αινιγματικά αριστουργήματα της δυτικής τέχνης, ένα έργο που μας υπενθυμίζει ότι η τέχνη όπως και η μητριά της η ζωή, δεν είναι παρά ένα παιχνίδι κατόπτρων που θα συνεχίζεται αιώνια μέχρι που να μας δοθεί η χάρη κάποτε ν’ ανακαλύψουμε, μέσα στο πλήθος των απατηλών αντανακλάσεων, την εικόνα του αληθινού μας προσώπου.

Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ και σ’ ένα άλλο κομμάτι του βιβλίου που μου έκανε εντύπωση. Μέσα στις διαδοχικές και παράλληλες αφηγήσεις των ηρώων, παρεμβάλλεται ξαφνικά σε κάποιο σημείο και η αφήγηση του συγγραφέα Μπάρυ, η οποία φαινομενικά δεν έχει καμία σχέση με την υπόλοιπη ιστορία. Πρόκειται για ένα είδος παρέκβασης ή για μια σύντομη παραβολή. Το σύντομο αυτό κομμάτι ονομάζεται «Η γυναίκα και η σκιά της» και το αναφέρω εδώ επειδή θεωρώ ότι έχει μια ιδιαίτερη αξία μέσα στο κείμενο και ταυτόχρονα τέτοια αρτιότητα και αυτοτέλεια που θα μπορούσε να σταθεί και ξεχωριστά σαν ένα μικρό, ανεξάρτητο κείμενο.

Είναι μια από τις ιστορίες που στο βιβλίο αφηγούνται μεταξύ τους οι επιζώντες για να συνεχίσουν να ζουν. Επειδή οι ιστορίες, όπως λέγεται και στο βιβλίο, είναι ένα αντίβαρο στον θάνατο και στην απώλεια και όσο αφηγούμαστε παραμένουμε ζωντανοί. Θυμηθείτε την Σεχραζάντ από τις χίλιες και μια νύχτες ή τη δική μας Πηνελόπη που ξηλώνει κάθε νύχτα το υφαντό της, περιμένοντας.

Κι έτσι κάθε μέρα ξαναρχίζει από την αρχή ο κόσμος και όλα καταστρέφονται και όλα γεννιούνται ξανά μέσα σ’ έναν αέναο κύκλο απελπισίας και ελπίδας και αυτό είναι πιστεύω και μια βαθιά πίστη αυτού του μυθιστορήματος που κλείνει με την επιστροφή του Ισαάκ που ξαναβρίσκει τη μεγάλη χαμένη του αγάπη, την Άννα, και της περνά ένα δαχτυλίδι με πευκοβελόνες στο δάχτυλο.

.

ΛΙΛΑ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Περιοδικό “Θράκα” 5/11/2023

Η αναμέτρηση με τη Σφίγγα και τη μνήμη του τραύματος

ΕΠΙΚΑΤΑΡΑΤΟΣ ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ’ ἄνθρωπον καὶ στηρίζει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ’ αὐτόν, καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῇ ἡ καρδία αὐτοῦ· καὶ ἔσται ὡς ἡ ἀγριομυρίκη ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὐκ ὄψεται ὅταν ἔλθῃ τὰ ἀγαθά, καὶ κατασκηνώσει ἐν ἁλίμοις καὶ ἐν ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἁλμυρᾷ, ἥτις οὐ κατοικεῖται… βαθεῖα ἡ καρδία παρά πάντα, καὶ ἄνθρωπός ἐστι· καὶ τίς γνώσεται αὐτόν;
Ιερεμίας, 17, 5-9
Αυτός ο ιός, που ονομάσαμε Κέρβερο, αργά και σταθερά μας διαλύει. Στο τέλος όλοι καταντάμε ένα άδειο σαρκίο, κενό από οποιαδήποτε σκέψη ή συναίσθημα… Φαίνεται ότι ο πλανήτης Γη θέλει πια να ξεφορτωθεί αυτό το πομπώδες ζώο που με την ύβρη, την πλεονεξία του… απειλεί την ύπαρξή του.
Ιερεμιάδα, σσ. 28,31
Όλος αυτός ο θάνατος, μέσα, γύρω, παντού, θάνατος στην Αφρική, στην Ιεραποστολή, παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα, παιδιά να πεθαίνουν από τον ιό, παιδιά πειραματόζωα στα ληγμένα φάρμακα της Ευρώπης, αυτός ο γηρασμένος κόσμος έπρεπε να πεθάνει. Αγαπημένη Δέσποινα, βασίλισσα του κόσμου, ήλιε της αγιοσύνης… άκουσέ με, προστάτεψέ μας.
ό.π., σελ. 92
Με γοητεύει ο γκρεμός. Κάθε φορά που πλησιάζω κοντά, αντικρίζω την άβυσσο, ακούω τον ψίθυρό της… Ποια είμαι; Ήμουν; Είχα αγαπημένους, γονείς, παιδιά; Είχα σπίτι;… Είμαι άνθρωπος; Ένας γκρεμός το πίσω, όπου πέφτω συνέχεια.
ό.π., σελ. 111
Θέλω το σώμα μου να είναι ένα νησί μέσα σε μία απέραντη θάλασσα. Κανείς να μην το φθάνει, κανείς να μην το αγγίζει. Να μην υπάρχουν πλοία, πλωτές γέφυρες, πορθμοί, ισθμοί.Να μην υπάρχουν κόλποι, κολπίσκοι, παραλίες. Μόνο απόκρημνες ακτές και βράχια κοφτερά.
ό.π., σελ. 116
“Ιερεμιάδα”, ένας θρήνος για την καταστροφή του πλανήτη Γη, που έσπειρε ο σκύλος του ερέβους, ο Κέρβερος, με τη μορφή ενός ιού, προσβάλλοντας πρώτα τις φωνητικές χορδές, και αφήνοντας όλους «άφωνους και μουγκούς μπροστά στη φρίκη», και ύστερα τα κύτταρα του εγκεφάλου, στερώντας τους τη μνήμη κι οδηγώντας τους σε κώμα και στον θάνατο,

και όλη η ανθρώπινη ιστορία ανασυντίθεται μέσα από τη λογοτεχνική αποτύπωση 2 ομάδων, η μία είναι μια μικρή επιστημονική κοινότητα και το βοηθητικό της προσωπικό, προστατευμένη από την αρρώστια, με συνεχή πειράματα σε υπόγειο καταφύγιο για την καταπολέμηση του ιού, εξουσιαστική, άτεγκτη, υπολογιστική, απάνθρωπη, απομονωμένη, και τελικά αναποτελεσματική μέσα στην περιχαράκωσή της και την αλαζονική αποστασιοποίησή της από τα τελευταία ίχνη ζωής στον πλανήτη, και η δεύτερη το πλήρωμα ενός πλοίου, μιας νέας Κιβωτού του Νώε, που βρίσκει καταφύγιο σε ένα νησί του Αιγαίου, σε έναν επίγειο παράδεισο, που όμως έχει κι αυτός μολυνθεί, αναπαράγοντας εκεί τις προηγούμενες συνθήκες ζωής της κοινωνίας, με τους αποκλεισμούς, τους διαχωρισμούς, την έμφυλη βία, τη σκληρότητα αλλά και την ανθρωπιά και την καλοσύνη, και το οποίο σιγά σιγά αποδεκατίζεται, εκτός από λίγους που επιβιώνουν και συνέρχονται με την σταδιακή υποχώρηση του ιού μέσα σε λίγα χρόνια,

από τους επιζήσαντες στο νησί, στην πλειοψηφία τους άρρωστοι και άφωνοι, παρουσιάζονται 5 αφηγηματικές φωνές (εσωτερικοί μονόλογοι), ένας γιατρός, μία ανθρωπίστρια επιστήμονας, η Άννα, ένα παιδί, ο Ιερεμίας, ένας εργάτης, μια ντόπια «μάγισσα», γνώστρια των βοτάνων,

καθώς και οι αφηγηματικές φωνές 7 γυναικών με τα ονόματα των 7 ημερών της εβδομάδας, (τα δικά τους τα κατάπιε η λήθη), κλεισμένων σε ένα πρώην μοναστήρι, στα σώματα και τις ψυχές τους αποτυπωμένα όλα τα τραύματα, οι πληγές, η κακοποίηση, η κτηνωδία του κόσμου,

κάθε Γυναίκα και μία Μέρα,
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη,
κάθε Μέρα και μια Οδύνη,
Παρασκευή, Σαββατιανή και Κυριακή

κάθε Μέρα ένας Κοπετός,
μια απέλπιδα Ικεσία,
μια Ιερεμιάδα,
ένας Θρήνος για την εγκατάλειψη,
την περιφρόνηση, τα μαρτύρια,
τη ζωή που έχει χαθεί,
κάθε Μέρα ένας Δραματικός Μονόλογος,

όμως το αέναο ξεφύλλισμα της Εβδομάδας
ένας εξορκισμός στην οπισθοδρόμηση της Μνήμης
και στην κατάργηση του Χρόνου,

και να που οι γυναίκες αντικαθιστούν την ομιλία με τη γραφή, και είναι «η γραφή αυτή που θα συντηρήσει την ύπαρξη και θα γίνει μια κάψουλα χρόνου», και αγωνίζονται να διαφυλάξουν τη ζωή που ενσαρκώνει η εύθραυστη παρουσία του μικρού παιδιού, του Ιερεμία, του μόνου ανέγγιχτου από τον ιό, του μόνου που μιλάει σε έναν βουβό πλανήτη, αλλά κανείς δεν μπορεί να του απαντήσει, προορισμένος ωστόσο να φυτέψει νέα ζωή, να ξεριζώσει το κακό, όπως και ο εκλεγμένος από τον Θεό συνονόματός του προφήτης:

«ἰδοὺ καθέστακά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ ἐπὶ βασιλείας ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν καὶ ἀνοικοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν.»
(Ιερεμίας, 1,10),

και όταν ο ιός υποχωρεί και επανέρχεται η μνήμη, που οδηγεί και στην έξοδο από τον εγκλεισμό στη μονή, είναι αυτές οι γυναίκες που θα θυμηθούν βαθμηδόν τα πάντα, και θα λογαριαστούν με τον ασύλληπτο πόνο της βιωμένης τραυματικής εμπειρίας της προηγούμενης ζωής τους, που είχε προς στιγμήν παγώσει μέσα στην αμνησία, κι ενώ στον διπλανό οικισμό κυριαρχεί ο φόβος, το μίσος και η καχυποψία, αυτές θα αυτο-οργανωθούν και θα στήσουν μια νέα κοινότητα, βασισμένη στην αγάπη και την αλληλεγγύη,

και όπως λέει η Άννα στον μονόλογό της στο μοναστήρι, τότε που η μνήμη άρχιζε σιγά σιγά να επιστρέφει: «Θέλω να ξαναθυμηθώ τα πάντα, κάθε μικρή λεπτομέρεια. Γιατί είμαστε οι αναμνήσεις μας. Όλα αυτά τα σπασμένα κομμάτια του καθρέφτη, που όταν συναρμολογηθούν, θα αντικρίσουμε ολόκληρη την εικόνα μας. Χωρίς τη μνήμη χάνουμε το πρόσωπό μας. Και τότε στο μοιραίο σταυροδρόμι, όταν έρθουμε αντιμέτωποι με τη Σφίγγα, τι θα απαντήσουμε στην κρίσιμη ερώτηση;» (σελ. 186)

Αν όμως μνήμη είναι η μνήμη του τραύματος, και χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει ζωή, τότε πώς θα αντέξουμε μια ζωή τρομαχτική; Εδώ έρχεται η αρωγή της λογοτεχνίας, η οποία ανατέμνοντας την προσωπική αλλά και τη συλλογική κόλαση, μπορεί να μας βοηθήσει να υπερβούμε την φρίκη μέσω της μυθοπλασίας και του ποικιλότροπου αφηγηματικού της κώδικα, που βασίζεται στο βίωμα αλλά και τη φαντασία, στην ιστορία και τον μύθο, στη λογική και το συναίσθημα, στον ρεαλισμό και την ουτοπία, στην κριτική ματιά και τη νοηματοδότηση, προσφέροντάς μας έτσι διέξοδο και φως. Μόνο η λογοτεχνία μπορεί να εγκαθιδρύσει ξανά τη μνήμη, το νόημα.

Αυτό κάνει και η Χλόη Κουτσουμπέλη στο μυθιστόρημά της που είναι βαθιά ανθρώπινο και πολιτικό συνάμα: όταν οι κακοποιημένες γυναίκες της Ιερεμιάδας μπορούν και αναμετριούνται με τη Σφίγγα και με τη μνήμη του τραύματος σε μια δική τους οργανωμένη κοινότητα, αγάπης και συντροφικότητας, τότε γεννιέται ξανά σε όλους εμάς η ελπίδα.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

FRACTAL 5/9/2023

Ο κόσμος της Χλόης Κουτσουμπέλη

Με αφηγηματική δύναμη και με διαρκώς εκτυλισσόμενη πλοκή, χωρίς να κάνει ποτέ κοιλιά και να καθησυχάζεται ο αναγνώστης, το νέο αυτό μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη εξαπλώνεται μαζί με τον περιγραφόμενο θανατηφόρο ιό, προς διάφορες κατευθύνσεις, στις ζωές των ηρώων της, μεταξύ ζωής και θανάτου και με δημιουργική φαντασία, που είναι διανθισμένη με εξακτινωμένα στοιχεία του σήμερα, επιδεινωμένα, σε μια προφητική δυστοπία.

Οι ήρωές της εναλλασσόμενα αφηγούνται, σε πρώτο πρόσωπο και με αξιοσημείωτη ζωντάνια, τη ζωή τους και τα δρώμενα, με τη δική τους οπτική γωνία, μερικής εστίασης. Βιώνουν την ένταση της τραγικής καταστάσεως καθένας με τον τρόπο του, βγάζοντας στην επιφάνεια το παρελθόν, τα πάθη και τις επιθυμίες τους. Οι αποφάσεις τους έχουν βαρύνουσα σημασία, καθώς μπορεί να είναι οι τελευταίες, υπό τον προβολέα της απειλής της αρρώστιας και του θανάτου και έτσι τίθονται στην προσοχή του αναγνώστη, ακόμα και αν αποτελούν λεπτομέρειες, που υπό άλλες συνθήκες θα περνούσαν απαρατήρητες. Σε αυτές τις αφηγήσεις παρεμβάλλονται και γράμματα-επιστολές που μας αποκαλύπτουν στοιχεία της υποθέσεως, συνεισφέροντας στην ποικιλία της μορφής αφήγησης.

Το βιβλίο, αν και περιγράφει μια ζοφερή δυστοπία, εντούτοις μας κάνει να αγαπήσουμε τη ζωή. Αυτό γίνεται γιατί οι ήρωές του, υπό την απειλή του επικρεμάμενου θάνατου, κάνουν τα πάντα για να γευτούν τις στιγμές που τους μένουν, στο οποίο συνεισφέρει και το ειδυλλιακό νησί που έχουν καταφύγει, και όλο αυτό το κλίμα κάνει contrast με τις αποτρόπαιες σκηνές, πιστοποιώντας μας αντιστικτικά την αξία των στιγμών της ζωής. Όπως η ίδια μας λέει, «ο έρωτας και ο θάνατος είναι ακραίες εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης μας. Η υπέρβασή της» (σ.49). Γενικότερα, είναι στοιχεία που κυριαρχούν στις δημιουργίες της λογοτέχνιδας, είτε ποιητικές είτε πεζογραφικές. Το ανεξέλεγκτο, το ενδόμυχο, το παράφορο, το εκτός ορίων, το τραγικό και, το στιγμιαία ή διαρκώς, κατ’ επίφαση ή όχι, ανεπανάληπτο είναι αυτά που τη γοητεύουν και ταυτόχρονα τα οχήματα που τη συνδέουν με τα βιώματα των αναγνωστών, την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Οι εντάσεις στα έργα της είναι υψηλές, χωρίς όμως ποτέ να ξεπέφτουν στο μελό, τηρώντας μια αξιοζήλευτη ισορροπία, που συχνά απορρέει από την αποδοχή του μοιραίου και των ατελειών των ανθρώπων.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη αυτό το μυθιστόρημα είναι αισιόδοξο, όσο και αν αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο. Είναι έργο ανθρώπινων σχέσεων και ανθρωπιάς, στο οποίο μέσα από τη φρίκη αναδύεται νικήτρια η αγάπη για τη ζωή και η αλληλεγγύη, αβίαστα και με έλλειψη διδακτισμού.

Το κείμενο της Κουτσουμπέλη έχει διαρκώς κάτι να πει, δηλαδή έχει ουσία και δεν περιφέρεται αδόλεσχα ούτε ομφαλοσκοπεί. Η αλήθεια του είναι εξωτερική, στον κόσμο, στους ήρωες, στην υπόθεση και όχι στον τεχνοτροπισμό και στην εσωστρέφεια. Τα στοιχεία που το απαρτίζουν πολλά σαν ψηφίδες. Είναι οι μικροιστορίες των ηρώων του.

Δύο πράγματα χάνουν οι νοσούντες από τον ιό, συνομιλώντας η συγγραφέας με έργα του Σαραμάγκου, όπως το Περί τυφλότητας. Τη φωνή και τη μνήμη τους. Η φωνή συνδέεται με την επικοινωνία, την έκφραση και τη διασκέδαση. Η μνήμη είναι αυτή που τους συνδέει με το παρελθόν, φορέας της χαράς, του πόνου και της νοσταλγίας. Σε μεγάλο βαθμό είμαστε οι μνήμες μας, αυτές που μας διαμόρφωσαν και μας διαμορφώνουν. Έτσι οι ήρωές της χάνουν ένα μεγάλο μέρος του εαυτού τους, γίνονται κενοί, έτοιμοι να δεχθούν και να δημιουργήσουν νέους τρόπους επικοινωνίας –για παράδειγμα γραπτούς- και σχέσεων, που στηρίζονται στις ανάγκες τους, υλικές και ψυχολογικές, δέσμιοι όμως του χαρακτήρα τους και των κατάλοιπων του παρελθόντος. Είναι μια μορφή αναγέννησής τους και υπαρξιακού αναπροσδιορισμού, κάτι που κάνει το βιβλίο έντονα υπαρξιακό, με τη συνεπικουρία του επικρεμάμενου θανάτου. Άλλοι καταλήγουν σε αποτρόπαιες πράξεις και γίνονται μέχρι και βιαστές, άλλοι απομονώνονται και γίνονται ελιτιστές και άλλοι βοηθούν τους συνανθρώπους τους και επιδιώκουν τη φιλία και τον έρωτα. Η σταδιακή επαναφορά της μνήμης, κατά την ίαση των ασθενών, είναι πολύ επιτυχημένο τέχνασμα που συγκριτικά τονίζει την πριν και τη μετά κατάσταση των οικότροφων, με όλες τις κοινωνικές συνιστώσες, όπως τον ελιτισμό, τη φαλλοκρατική νοοτροπία, τον ρατσισμό και τις τραγικές προκαταλήψεις έναντι της διαφορετικότητας. Και τελικά, παρ’ όλες τις εκτροπές, τα μικρά και μεγάλα αμαρτήματα, τα τραγικά συμβάντα, τις πληγές και τους χαμούς, η αγάπη είναι αυτή που ενώνει και κάνει ευτυχισμένα τα μέλη των κοινωνιών, όποιες και αν είναι οι επιλογές τους, είτε θέλουν να ζήσουν σε κοινότητες που διαχωρίζονται από τις άλλες, είτε θέλουν να ζήσουν «χωρίς συρματοπλέγματα», όπως χαρακτηριστικά λέει η Άννα. Ο έρωτας δίνει τη ζωή και νικά τον θάνατο, συγχωρεί, κάνει όλους να προχωρούν μπροστά ξεπερνώντας το παρελθόν. Σε μερικά σημεία διακρίνω ασκήσεις υποκειμενικότητας της ευτυχίας, καθώς όλοι οι ήρωες την κατακτούν, ο καθένας με τον τρόπο του.

Με αυτούς τους τρόπους, τα πολλά γεγονότα του βιβλίου λειτουργούν θετικά και κάνουν το μυθιστόρημα συναρπαστικό και έντονα σφαιρικό, χωρίς συνήθως να προχωρούνε σε λεπτομέρειες.

Συνολικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε, ότι το βιβλίο της Κουτσουμπέλη είναι καλογραμμένο, ψυχαγωγικό και ουσιώδες, που μετά το πέρας της ανάγνωσης αφήνει γεμάτο τον αναγνώστη, γνώρισμα της υψηλής λογοτεχνίας.

ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ

Η ΑΥΓΗ 25/7/2023

Η μνήμη είναι το πρόσωπο

Οι θρήνοι του προφήτη Ιερεμία για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, πέντε αυτοτελείς ελεγειακές ωδές, ονομάζονται ιερεμιάδες. Έκτοτε, κάθε τέτοιου είδους θρήνος ονομάζεται κι αυτός ιερεμιάδα. Έτσι ακριβώς τιτλοφορεί το καινούργιο της μυθιστόρημα η κατεξοχήν ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη. Η δική της «ιερεμιάδα» αναφέρεται στο κοντινό μέλλον -ένα μέλλον το οποίο είναι ήδη εδώ-, στην καταστροφή του σύγχρονου πολιτισμού, του πολιτισμού όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τώρα, λόγω της αυτοκαταστροφικής, επεκτατικής μανίας του ανθρώπου που δεν έχει κανέναν σεβασμό για τη φύση και ο οποίος έχει διαταράξει ανεπανόρθωτα την ισορροπία του πλανήτη, έτσι ώστε αυτός με τη σειρά του να τον εκδικείται με τον πιο ακραίο και απόλυτο τρόπο: αυτόν του αφανισμού του. «Φαίνεται ότι ο πλανήτης Γη θέλει πια να ξεφορτωθεί αυτό το πομπώδες ζώο που με την ύβρη, την πλεονεξία και τη μεγαλομανία του απειλεί την ύπαρξή του».

Η οικολογική καταστροφή και τα επακόλουθά της βρίσκονται στο κέντρο των προβληματισμών της Κουτσουμπέλη, η οποία θέτει σωρεία ερωτημάτων πάνω στη φύση του ανθρώπου, στα όρια και στην έννοια της δημοκρατίας, στον ουτοπικό διαχωρισμό της έννοιας του καλού και του κακού, πάνω στις διαπροσωπικές σχέσεις σε περιόδους όπου δεν υπάρχουν αυτονόητα προνόμια, στην αδυναμία της επιστήμης να λύσει το πρόβλημα όταν είναι εκείνη εντέλει που το δημιουργεί, πάνω στις έννοιες του φασισμού, της θρησκείας, της αποδοχής σε αυτό το βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα.

Τα έμφυλα ζητήματα, η ερωτική επιθυμία, η εξουσιαστική δύναμη της «αυθεντίας», η μητρότητα, η αλληλεγγύη και η περιθωριοποίηση από την ομάδα, τα ζητήματα της γραφής κατέχουν επίσης θέση στις σελίδες της. Αλλά, κυρίως, το θέμα της μνήμης. Χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει παρελθόν. Το μόνο που υπάρχει είναι ένα αέναο παρόν. Ένα παρόν χωρίς καταβολές, χωρίς αναφορές, χωρίς επιθυμίες. Έτσι, όμως, είναι αδύνατον να ξεπηδήσει το μέλλον. Η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη να εγκλωβιστεί στη «στιγμή», να βαδίζει δίχως πυξίδα και δίχως προορισμό.

Ο ιός Κέρβερος, όπως ονομάστηκε από τον σκύλο του Άδη, αργά αλλά σταθερά διαλύει όλη την ανθρωπότητα. Σπέρνει παντού την αρρώστια και κατόπιν τον θάνατο. Στην αρχή αφαιρεί τη φωνή. Το μόνο που μένει τότε είναι η γραφή. Η γραφή θα προσπαθήσει να συντηρήσει τη ζωή, «να γίνει μια κάψουλα χρόνου». Μετά, όμως, ο ιός αφαιρεί τη μνήμη. «Στο τέλος όλοι καταντάμε ένα άδειο σαρκίο, κενό από οποιαδήποτε σκέψη ή συναίσθημα. Ένα αντικείμενο χωρίς πρόσωπο». Οι σκηνές στις έρημες ματαιωμένες πόλεις είναι συγκλονιστικής οξύτητας καθώς αποτυπώνουν την υπαρξιακή μοναξιά του αβοήθητου ανθρώπου. Του ανθρώπου που εγκατέλειψε ο θεός, γιατί ο ίδιος ανέδειξε τον εαυτό του σε ύψιστη αλαζονική θεότητα.

Παρόλο που η Κουτσουμπέλη θίγει τόσο πολλά ζητήματα και ίσως θα περίμενε κανείς να είναι επιφανειακή η προσέγγιση, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει χάρη στη συγκρότηση και στη βαθιά αφοσίωσή της στη γραφή, οι οποίες καθορίζουν και διαμορφώνουν την εσωτερική συνοχή του κειμένου. Άλλωστε, πέρα από όλα τα άλλα, αυτό που κυρίως την απασχολεί είναι η πολυπλοκότητα των διαπροσωπικών σχέσεων. Η μορφή του έργου είναι οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των ηρώων της. Αφηγήσεις που παίρνουν δραματικό χαρακτήρα γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως οι ήρωες έχουν χάσει τη φωνή τους. Φωνή γίνονται οι σκέψεις τους.

Η συγγραφέας, σε μεγάλο βαθμό, πετυχαίνει τη διαφοροποίηση των αφηγηματικών φωνών, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, όχι μόνο γιατί καθεμία αφηγείται τη δική της ιστορία και τη δική της εκδοχή για την κοινή ιστορία τους, αλλά κυρίως πετυχαίνοντας τη διαφοροποίηση μέσω της χρήσης της γλώσσας. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να δημιουργήσει ήρωες υπαρκτούς, αναγνωρίσιμους, με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Άλλωστε, την πλοκή την παρακολουθούμε μέσω των αφηγήσεών τους. Αφηγήσεις που άλλοτε αλληλοκαλύπτονται και άλλοτε αυτοαναιρούνται. Όπως και να έχει, γινόμαστε κοινωνοί των συναισθημάτων τους. Του φόβου, της απελπισίας, της αγωνίας, της αναζήτησης νέου νοήματος, νέου τρόπου ζωής που θα μπορεί να υπάρχει μέσα στον ζόφο του θανάτου. Μέσα στη διαρκή απειλή του θανάτου. Ενός θανάτου που επικρέμαται από πάνω τους. Που έχει σαρώσει όλα όσα νόμισαν μέχρι τότε δεδομένα. Στον κόσμο του σύγχρονου ανθρώπου δεν υπάρχουν αυτονόητα. Καταλύθηκαν όταν καταλύθηκαν τα όρια, όταν αποδομήθηκαν η λογική και η σύνεση, όταν κυριάρχησε η αλαζονεία.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη παίρνει θέση. Καταγγέλλει, αλλά δίχως να μειώνεται η λογοτεχνικότητα του κειμένου. Με απτή, απέριττη γλώσσα διεισδύει μέσα στα ανθρώπινα προσπαθώντας να καταλάβει τις αντιφάσεις τους. Υπάρχουν λύσεις, μας λέει. Αρκεί να κοιτάξουμε κατάματα την άβυσσο που γεννιέται από την αντιπαλότητα με τη φύση. Αρκεί να γεννηθεί το αύριο με καινούργια υλικά. Ένα πολιτικό μυθιστόρημα στοχαστικής βαθύτητας.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

stigmalogou.gr 23/6/2023

Ένας κόσμος χωρίς συρματοπλέγματα

Η προσήλωση στον ανθρωπισμό και την αγάπη βρίσκεται στον πυρήνα του συγκλονιστικού βιβλίου της Χλόης Κουτσουμπέλη Ιερεμιάδα (εκδόσεις Εστία 2023). Αναφερόμαστε σε ένα έργο πολιτικό και οικολογικό, βαθιά ανθρώπινο, που εμπερικλείει τη μάχη του ανθρώπου με το κακό και την πορεία του προς την αυτογνωσία.

Η Ιερεμιάδα εκκινεί την ιστορία της από την Παλαιά Διαθήκη και τον Προφήτη Ιερεμία ο οποίος περιέρχεται σε απόγνωση για την κακία και την ανηθικότητα, τους ψευδοπροφήτες που παραπλανούν τον λαό. Η λογοτεχνική ματιά της Κουτσουμπέλη συνιστά προειδοποίηση προς τον σύγχρονο άνθρωπο για την καταστροφή που επίκειται από την αλαζονική του στάση απέναντι στη φύση και τον συνάνθρωπο. Ιδωμένο από οικολογική και ανθρωπιστική ματιά, το μυθιστόρημα προβάλλει το αίτημα ενός νέου ουμανισμού, απόρροια του αδηφάγου κυνισμού που απειλεί να μας καταστρέψει.

Το βιβλίο με τις αλληγορίες και τους συμβολισμούς του βαδίζει πέρα από την απτή αντίληψη. Αγγίζει το υπαρξιακό και τη δημοκρατία, τον Προμηθέα άνθρωπο με τον γύπα που ο ίδιος γεννάει και τού κατατρώει τα σπλάχνα. Ξεδιπλώνει τον άρρωστο κόσμο μας, αυτόν που χτίζουμε αιώνες και τον οποίο πορευόμαστε. Ένα μαύρο σάβανο τον τυλίγει. Το τέρας που τον απειλεί είναι η ασθένεια, ένας θανατηφόρος ιός, όπως αυτός τον οποίο έζησε πρόσφατα η ανθρωπότητα.

Χειριζόμενη με επιδεξιότητα ένα πλήθος ιστορικών και ανθρωπολογικών στοιχείων, όπως και λογοτεχνικών επιρροών, η Κουτσουμπέλη μετατρέπει το έργο σε φιλοσοφικό δοκίμιο, μια λογοτεχνική κραυγή αλήθειας για τον φρικτό κόσμο που διανύουμε. Σαν τον Μόμπι Ντικ στο αριστούργημα του Μέλβιλ, βάζει τους ήρωες να αναμετρηθούν με τον Λεβιάθαν, το τέρας που φωλιάζει στην ψυχή ενίοτε και του υποτιθέμενα καλού ή ανώτερου. Προσπαθώντας να άρει τον ρατσισμό και τις προκαταλήψεις, εκθέτει στις αφηγήσεις των ηρώων της την καταστροφική δύναμη τής ανθρώπινης αλαζονείας και του τυφλού μίσους. Συνδέει έτσι με το υπέρτατο «είναι» και τους βαθύτερους σκοπούς της ζωής.

Το μυθικό τέρας της Ιερεμιάδας, ο ιός Κέρβερος, μας φέρνει αντιμέτωπους με τους αρχέγονους φόβους και το ένστικτο της επιβίωσης. Βγάζει στην επιφάνεια τον έως τώρα κόσμο μας, την αμετροέπεια και την απληστία, τον εγωισμό, την ανάγκη μας για απόλυτο έλεγχο πάνω στα πάντα. Θεωρώντας πως γίναμε Θεοί, καταστρέφουμε τους όρους από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξή μας, τη φύση και τον συνάνθρωπο. Φαουστικός και νεοδαρβινικός ο κόσμος που έχουμε οικοδομήσει, πιστός στον άτεγκτο και χωρίς συναίσθημα εξορθολογισμό, με μία και μοναδική λατρεία, τον εαυτό μας.

[…] – Η κατάσταση στο Σταθμό έχει καταντήσει απάνθρωπη. Διαμορφώθηκε μια ταξική κοινωνία που αναπαράγει όλη την ανισότητα και την αδικία. Οι πάνω και οι κάτω. Μία ελίτ τού πνεύματος αποφασίζει για την τύχη των ενοίκων του κατώτερου ορόφου, που αποτελούν το υπηρετικό προσωπικό της. Εκτός από θέμα επιβίωσης, για μας είναι και θέμα καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. […] (ΙΣΑΑΚ, σελ. 288)

Αναδεικνύοντας τους απάνθρωπους όρους του πολιτισμού μας μέσα από τους μονολόγους των ηρώων που διαμορφώνουν την πλοκή του έργου, η Κουτσουμπέλη στρέφεται προς τις αξίες του ρομαντισμού, προς τα βασικά και θεμελιώδη: την απλότητα και την αγάπη, τον έρωτα, την επικοινωνία, την αναγνώριση της ετερότητας και της ατομικότητας. Δεν επικαλείται τον παραδοσιακό κόσμο. Η στροφή δεν εκπορεύεται από τη νοσταλγία, αλλά από τη βαθιά γνώση ότι «ο μετέωρος άνθρωπος –ο εξόριστος από τον Θεό και το κέντρο του Σύμπαντος- […] υποπτεύεται ήδη ότι μόνον ένας κόσμος που ξεκινά από αυτόν και καταλήγει στον Άλλο –τους άλλους μετέωρους ανθρώπους- έχει κάποια λογική υπάρξεως ή δυνατότητα να επιβιώσει. […] Τον μετέωρο άνθρωπο θα ισορροπήσει μόνον το άπλωμα του χεριού στους άλλους κατοίκους του πλανήτη και στη φύση ή στις θάλασσες που αιώνες τώρα αγκάλιαζαν την ύπαρξή του».[i]

Έναν νέο Ορθό Λόγο προτείνει στην Ιερεμιάδα η Κουτσουμπέλη. Μια ανοιχτού τύπου δημοκρατία, αντίδοτο στον τυραννικό αυταρχισμό των εξουσιών, αλλά και στο αντιανθρώπινο δόγμα «η επιστήμη για την επιστήμη». Πηγή του έχει την ανάγκη για ηθικό φρένο και όριο, τη συνειδητοποίηση της επώδυνης ματαιότητας, την αντίληψη πως η ανθρωπότητα δεν μπορεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο χωρίς νόημα.

Η ανάγκη να συμφιλιωθούμε με τη βαθύτερη, την πιο πνευματική έννοια του κόσμου, οδηγεί τη συγγραφέα να συνθέσει διαφορετικούς χαρακτήρες από διάφορες φυλές και πολιτισμούς οι οποίοι αναμειγνύονται μεταξύ τους και αλληλεξαρτώνται. Δίνοντας έμφαση στην απώλεια της φωνής και της μνήμης, της ικανότητας του ανθρώπου να συνδεθεί με το παρελθόν, στοιχεία που συγκροτούν την υπόστασή του και με τα οποία οικοδόμησε τον πολιτισμό του, τονίζει τη σημασία της ταυτότητας και του προσώπου.

Η μυθοπλασία οικοδομείται σε έναν μελλοντικό χωροχρόνο ερημιάς και θανάτου, ο οποίος βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον παρόντα χρόνο: του θετικισμού και της επιστημοσύνης, της εικονικής πραγματικότητας, των υπερβολικών φιλοδοξιών, της εγωιστικής αφοσίωσης στην καριέρα. Μέσα σε ένα πλοίο, μια νέου τύπου Κιβωτό, ελάχιστοι επιβιώνουν από τη συλλογική και ανεπανόρθωτη καταστροφή που επιφέρει ο ιός. Στις σποραδικές κοινότητες που απαρτίζουν στη νέα γη όπου φτάνουν, οι περισσότεροι χωρίς φωνή και μνήμη, ο φόβος για τον επικείμενο και πανταχού παρόντα θάνατο, αλλά και ο κίνδυνος, γίνονται μοχλός που εξωθεί στη συνύπαρξη, την αυτοοργάνωση, την αλληλοβοήθεια. Εμπλέκοντας στις προσωπικότητες των ηρώων τη φροϋδική έννοια της απώθησης (εξωθεί τα τραυματικά βιώματα στο ασυνείδητο), η συγγραφέας βρίσκει αφορμή να μιλήσει για την αιωνιότητα της στιγμής, για τη σημασία της κάθε ημέρας.

Η μνήμη θα επανέλθει. Οι ελάχιστες κοινότητες των επιβιωσάντων ασθενών θα έρθουν σε επαφή με τους υγιείς, τους απρόσβλητους. Στο μεταξύ όμως θα έχουν ανασυρθεί όλα τα τρωτά του πολιτισμού: θέματα πατριαρχίας και ρατσισμού, έμφυλης βίας, φιλίας, εγωισμού, ερωτικών σχέσεων. Αλλά και τα φιλοσοφικά ζητήματα του χρόνου, της ζωής και του θανάτου, της αλήθειας και της πλάνης, του καλού και του κακού. Θα έχει επίσης ωριμάσει η ψυχική και πνευματική ανάγκη για οικοδόμηση μιας καινούριας κοινωνίας, υπό νέους, πιο υγιείς όρους, στη βάση του αληθινού έρωτα και της αγάπης, που συνιστούν τις γενεσιουργές δυνάμεις του καλού, οι οποίες θα επαναλάβουν τον αέναο συμπαντικό κύκλο της ζωής και του θανάτου.

Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των ηρώων του έργου ενώνονται με τις υπαρξιακές αγωνίες και τα ερωτήματα του αρχέγονου ανθρώπου, με τα ορμέφυτα, το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και την ανθρώπινη ανάγκη για άγγιγμα και συντροφικότητα, για συνεργασία, επικοινωνία, γραφή, τέχνη. Οι χαρακτήρες που οικοδομεί η Κουτσουμπέλη συνάδουν απόλυτα με τα στοιχεία που τους αποδίδονται. Ανάμεσά τους η Άννα, alter ego της συγγραφέως, αλλά και η εκ γενετής μουγκή (όχι εκ του ιού) Τερέζα, ο αυθεντικός τύπος ανθρώπου, που επιβιώνει χάρη στην αλήθεια του, στην πίστη προς τα βιβλία και τη γνώση, την αναζήτηση και την έρευνα, τον έρωτα, τη φύση, τη μητρότητα, τα πιο γονιμοποιά στοιχεία της κοινωνίας.

Η πρόοδος έχει πεθάνει προ πολλού. Η Χλόη Κουτσουμπέλη, πορευόμενη χέρι χέρι με τον παππού Θερβάντες, αλλά και με τον Χέρμαν Μέλβιλ, τη Μάργκαρετ Άτγουντ, στο ώριμο έργο της Ιερεμιάδα, κάνει ρομαντική έκκληση για μία κοινωνία ανοικτής επικοινωνίας και δημοκρατικής ισότητας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συνομιλίας, έρωτα, αγάπης. Θέτοντας ηθικούς φραγμούς στον άκρατο επιστημονισμό, στοχάζεται την ανάγκη μιας νέας κουλτούρας, ενός νέου ουμανισμού. Η φύση και η τεχνολογία, η κοινότητα των ανθρώπων και η λογοτεχνία, οι ιδέες, συνενώνονται σε αυτή την κουλτούρα.

Το έργο με τους διαλόγους, τις περιγραφές, την εικονοποιία, την πλοκή, κρατά σε διαρκή εγρήγορση τον αναγνώστη και την αναγνώστρια, γεννώντας έναν καταιγισμό συναισθημάτων και προσφέροντας τη δυνατότητα πολλών ερμηνειών. Η Χλόη Κουτσουμπέλη μέσα από το εφιαλτικό σκηνικό, μέσα από τον ζόφο και τον πρωτογονισμό, αφήνει να αναδυθεί το αισιόδοξο μήνυμα της νίκης του έρωτα και της αγάπης. Αλλά και το αίτημα για δημιουργία ενός κόσμου πιο φυσικού, πιο αρμονικού, χωρίς συρματοπλέγματα, χωρίς τις τεχνικές του διαχωρισμού και του εγκλεισμού.

[…] Η καθημερινή ζωή μας με πρωτόγονα μέσα, χωρίς κανένα επίτευγμα του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού, με τον περιορισμένο και ελεγχόμενο καταμερισμό της τροφής, χωρίς καμία πολυτέλεια, όπου τίποτε δεν πετιέται και εξοικονομούμε κάτι από τα πάντα, αυτή η απλή τόσο στοιχειώδης ζωή που έχει ως μοναδικό στόχο την επιβίωσή μας, κατά κάποιο τρόπο μάς έφερε πολύ κοντά στους προγόνους μας, σε εκείνα τα όντα που μόλις είχαν σηκωθεί στα δύο πόδια, οσμίζονταν τον αέρα γύρω τους, μάθαιναν τον ουράνιο χάρτη και ένιωθαν ότι είναι κομμάτι του αχανούς κόσμου. Δεν πίστευαν ότι είχαν περισσότερα δικαιώματα στο Σύμπαν από ό, τι ένα λουλούδι ή μια λιβελούλα. Ερωτεύονταν για να νικήσουν το θάνατο. […] (ΑΝΝΑ, σελ. 120)

ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 10/6/2023

Δεν είναι η πρώτη φορά που Χλόη Κουτσουμπέλη, βραβευμένη ποιήτρια-συγγραφέας, ξαφνιάζει τον εφησυχασμένο άνθρωπο με τη γραφή της. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα της με τον τίτλο «Ιερεμιάδα» καλεί τον αναγνώστη σε ετοιμότητα και εγρήγορση για την επιβίωση του. Υπενθυμίζει στο οπισθόφυλλο ότι, « Ίσως δεν είναι ο ιός που μας φιμώνει, είναι αυτό το φιλί του θανάτου στο στόμα που μας κλέβει την φωνή».

Με ιδιαίτερη ευαισθησία μάς κάνει κοινωνούς τραυματικών βιωμένων γεγονότων στις σχέσεις των ανθρώπων, οικείων και μη, και με την μυθοπλασία ζωντανεύει τον αόρατο κίνδυνο από ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Δίνει έμφαση στην απώλεια του νοητικού, του γνωστικού και συναισθηματικού ελέγχου του ανθρώπου, στην απώλεια της φωνής και της μνήμης, και στην ανικανότητα του να συνδεθεί με μνήμες του παρελθόντος και εμπειρίες στο παρόν. Χωρίς παρελθόν και μνήμες ο άνθρωπος χάνει την ταυτότητα του, το πρόσωπο του. Δεν αναγνωρίζει ποιος είναι, που ανήκει, ούτε αντιλαμβάνεται την επικείμενη καταστροφή που τον οδηγεί στην ανυπαρξία του θανάτου.

Η εικόνα και ο τίτλος του βιβλίου «Ιερεμιάδα», θυμίζουν προφητικό θρήνο και μάς γυρίζουν σε παρελθόντα χρόνο. Ανάμεσα στον 5ο με 6ο αιώνα προ Χριστού, σε μία αμαρτωλή και χαοτική εποχή του λαού του Ισραήλ, με αναφορά σ΄ έναν από τους μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Ιερεμία.

Αφιερωμένη η ζωή του Ιερεμία από την νεαρή ηλικία του στο χάρισμα της προφητείας από τον Θεό, με σκοπό να αφυπνίσει τον λαό του, όταν αυτός όδευε στην αιχμαλωσία με τις λαθεμένες επιλογές και την αγνωσία της ιερότητας της ζωής του.

Θρηνεί ο Ιερεμίας για την αδυναμία της αποστολής του να πολεμήσει το κατεστημένο, την ηθική κατάπτωση, την βία του πολέμου, την ταπείνωση της υποδούλωσης στους βαρβάρους εχθρούς, την ρατσιστική αντιπαλότητα με τους δικούς του ανθρώπους, τις έρημες πόλεις, την υπνοβασία και την εχθρότητα των συνανθρώπων του. Νουθετεί με τις προφητείες του για την εσωτερική πνευματικότητα, επικαλείται την ηθική του χαρακτήρα, την ελευθερία της πίστης πέρα από τυπολατρίες κα ιδεολογικούς καταναγκασμούς.

Ιερεμιάδα είναι ο θρήνος για την απώλεια της ιερής Ιερουσαλήμ.

Για ποια Ιερεμιάδα και ποια προδομένη χαμένη Ιερουσαλήμ μας μιλάει στο βιβλίο της η Χλόη Κουτσουμπέλη; Είναι η δική της Ιερεμιάδα όμοια με τις δικές μας απώλειες στον παρελθόντα χρόνο και τον θρήνο στον παρόν για το απειλητικό μέλλον; Αντιλαμβανόμαστε, έστω για μία στιγμή, τον θάνατο που περπατάει ελεύθερος στις έρημες λεηλατημένες από τον ίδιο πόλεις ;.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη κτίζει τις ιστορίες των ηρώων της με τον μαγευτικό τρόπο του συμβολισμού, της αλληγορίας, του μαγικού ρεαλισμού, του άμεσου αληθινού καθαρού λόγου χωρίς υπεκφυγές και διατρέχει τις αλήθειες έτσι όπως εμφανίζονται στον παρόντα χρόνο. Σε σιωπηλό μονόλογο και διάχυτη απόγνωση οι ήρωες αφηγούνται τις ιστορίες τους και μαζί τους η δημιουργός ξεδιπλώνει το πόνο για τα υπαρξιακά θέματα που την απασχολούν, καλώντας τον αναγνώστη να εμπλακεί μαζί τους έμμεσα, σαν alter ego, και να αγγίξει με νέα ματιά τα θέματα που αφορούν κάθε νοήμονα άνθρωπο που νοιάζεται για την αρμονία της ζωής του.

Με ποιητικό χρώμα ο πεζός λόγος. Η δημιουργός κινείται με δεξιοτεχνία στα τρία επίπεδα της συνειδητότητας και με νοητική διαδικασία ταξιδεύει στις παράλληλες και στα δυσδιάκριτα όρια του χωροχρόνου.

Προεκτείνει τον παρόντα χρόνο σε ένα μέλλοντα, στήνοντας την ιστορία της στο έτος 2032-2035. Δημιουργεί ένα φανταστικό χώρο όπου διαδραματίζονται απροσδόκητα συμβάντα στη ζωή των ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, ως προφήτης με το χάρισμα της γραφής, θέτει προβληματισμούς για το ποια είναι η σύγχρονη Ιερουσαλήμ που λεηλατείται από βαρβάρους. Μήπως είναι ο ίδιος ο εαυτό μας, ο τρόπος που ζούμε και συνυπάρχουμε με τους άλλους ομοίους μας;. Πως θα αντιληφθεί ο τυφλός άνθρωπος τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε κάθε στιγμή της ζωής του λόγω της αλαζονείας, της απληστίας, της ψευδαίσθησης της παντοδυναμίας του;

Πολύμορφο και επώδυνο το χρέος του σκοπού της Ιερεμιάδας.

Χωρίς φόβο και αναστολές, με ενσυναίσθηση εμβαθύνει στα θέματα που την αγγίζουν στο καθημερινό γίγνεσθαι.

Πυλώνες της πνευματικής ανησυχίας της είναι θέματα υπαρξιακά, ατομικά και συλλογικά, κοινωνικά, διαπροσωπικά, οικολογικά, ηθικά. Θέματα έμφυλης βίας, ρατσισμού, ισοτιμίας των φύλων, δικαιοσύνης, πολυπλοκότητας των σχέσεων. Βιώματα τραυματικά καλυμμένα με αμυντικούς μηχανισμούς λήθης, χαρακτήρες που ζωντανεύουν τις ασυνείδητες ενορμήσεις, του καλού και του κακού. Καταγράφει την ανάγκη συνύπαρξης των ανθρώπων, τον φόβο της μοναξιάς, του θανάτου, την αναζήτηση του έρωτα και της αγάπης ως γενεσιουργό δύναμη ζωής.

Σκηνοθέτης και σεναριογράφος η Χλόη Κουτσουμπέλη, στήνει από την αρχή τη σκηνή όπου θα δραματοποιηθούν οι ρόλοι και οι χαρακτήρες των ηρώων. Ο θανάσιμος επιδημικός ιός, με την μορφή του μυθολογικού τέρατος Κέρβερου, είναι ο αόρατος πρωταγωνιστής του δράματος που παίζεται με θεατές τους ανυποψίαστους άφρονες ανθρώπους.

Δημιούργημα των επιστημόνων ερευνητών ο Κέρβερος που ξέφυγε από τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαστήρια ή μήπως αυτοάνοση αντίδραση της φύσης για αρμονία και ισορροπία του οικοσυστήματος;.

Ερωτήματα αναπάντητα και υποθετικά σενάρια, κλονίζουν την εμπιστοσύνη και διχάζουν τον κόσμο σε εχθρικά στρατόπεδα, δημιουργώντας θανάσιμη αντιπαλότητα. Λίγοι άνθρωποι σώζονται από τον επιθετικό Κέρβερο αλλά και αυτοί, χαμένοι λόγω φόβου στην εσωστρέφεια τους, αντιμετωπίζουν το θέμα με τελείως διαφορετικό τρόπο, άλλοι με κατανόηση και άλλοι με ξενότητα στις σχέσεις.

Ανεξέλεγκτα νοσούν και πεθαίνουν οι άνθρωποι. Σώζονται μόνο λίγοι που

μ΄ ένα ναυλωμένο πλοίο φτάνουν σε ένα νησί, κάπου στην άκρη της μεσογείου, πιστεύοντας ότι η μόλυνση δεν θα έχει φτάσει εκεί. Ανέτοιμοι συναισθηματικά για τέτοια καταστροφή, καταρρέουν όταν αντικρίζουν το θάνατο στα άδεια σπίτια και χωριά. Ο ιός τούς είχε προλάβει.

Χωρίζονται σε δύο ομάδες. Δυσκολεύονται να συνυπάρξουν αρμονικά στο νέο τρόπο ζωής κάτω από την απειλή του θανάτου. Εμπλέκονται με τις ορμέφυτες, χωρίς έλεγχο, αντιδράσεις του φόβου, της επιθετικότητας και της σεξουαλικότητας, άλλοτε με σύνεση και άλλοτε με το ζωώδες ένστικτο της επιβίωσης.

Η μία ομάδα των επιζώντων, σύμβολο του συναισθηματικού εγκεφάλου ή ότι απέμεινε από αυτόν, μετά την απώλεια της μνήμης, φιλοξενείται στη φύση που τους τρέφει με τα προϊόντα της. Κατοικία τους στην αρχή ένα ακατοίκητο σπίτι, ύστερα ένα μοναστήρι που μετατρέπεται σε νοσοκομείο για νοσηλεία. Τα άδεια εγκαταλειμμένα σπίτια λόγω ξαφνικού θανάτου των κατοίκων τους, γίνονται, προμηθευτές ιματισμού και τροφίμων. Η φύση μητέρα φροντίζει τα παιδιά της που τη σέβονται.

Την άλλη ομάδα, την βρίσκουμε στην συνέχεια της αφήγησης, σε ένα καταφύγιο-οίκημα κάτω από τη γη, όπου οι επιστήμονες με άτεγκτη λογική, εγωκεντρισμό και χωρίς συναίσθημα προσπαθούν να βρουν ένα εμβόλιο, ένα αντίδοτο ή ότι άλλο επιθετικό φάρμακο για την αντιμετώπιση του Κέρβερου, που οι ίδιοι δημιούργησαν θυσιάζοντας ανθρώπους-πειραματόζωα. Εδώ , στον υποχθόνιο αυτό οίκημα, δεν υπάρχουν διαφορές απάνθρωπης συμπεριφοράς ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες. Έχουν όλοι κυριευθεί από τα πρωτόγονα ένστικτα του ζωώδους φόβου της επιβίωσης.

Ο αφηγηματικός λόγος σε όλη τη μυθοπλασία αφορά τις προσωπικές αφηγήσεις των ηρώων της. Συστήνονται όλοι μέσα από την βιωμένη αντίληψη και πράξη του κάθε γεγονότος. Το ίδιο θέμα ποτέ δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο, είτε αφορά γυναίκα, άνδρα ή παιδί, ούτε σχετίζεται με το γνωστικό ή νοητικό επίπεδο των ηρώων. Αναδύεται από την προσωπική δεξαμενή των αποθηκευμένων καταγραφών και συναισθημάτων, όταν επανέρχεται σταδιακά η μνήμη μετά την εξασθένηση μεταδοτικότητας του ιού. Με αξιοθαύμαστη τεχνική και επιλογή η συγγραφέας εγκιβωτίζει ιστορίες από άλλες πηγές και τις συμπλέκει σε ένα ενιαίο αφήγημα με αρχή και τέλος.

Κεντρική ηρωίδα η Άννα, σύμβολο της θηλυκής δύναμης με τα πολλά της πρόσωπα, τα οποία προβάλλονται στις άλλες γυναίκες της μυθοπλασίας. Οι άνδρες σύμβολα της αρσενικής αρχής προστάτες-κυρίαρχοι αλλά και εχθροί της θηλυκής αρχής. Ανάμεσα τους η γενετήσια ορμή, με το καλό και το κακό της πρόσωπο.

Η αφήγηση, ίσως όχι τυχαία, αρχίζει με τον Ιερεμία, το μικρό δωδεκάχρονο αγόρι, αγνώστων γονιών, που δεν έχει μολυνθεί από τον ιό και αναζητά την ταυτότητα του, στο πρόσωπο μιας μητέρας, ενός πατέρα, μιας οικογένειας.

Οι άλλοι διασωθέντες, με αρχόμενη μόλυνση, δεν διαφέρουν από το αγόρι , μιας και δεν θυμούνται, λόγω της απώλειας της μνήμης ποιοι είναι, ποια ήταν η πρότερη ζωή τους πριν νοσήσουν.

Τα πρώτα συμπτώματα της μόλυνση εμφανίζονται με την απώλεια του λόγου και την αφωνία που δυσκολεύει την επικοινωνία. Ακολουθεί η απώλεια της μνήμης με το αδιαπέραστο κενό, ύστερα το κώμα, και τελικά ο .θάνατος. Ο Κέρβερος αργά αλλά σταθερά διαλύει το χωρίς μνήμη σώμα, και το αφήνει ένα άδειο σαρκίο, «ένα αντικείμενο χωρίς πρόσωπο και χωρίς όνομα ».

Η Άννα, ως οργανώτρια της ζωής στο μοναστήρι, που λειτουργεί πλέον ως νοσοκομείο, συσπειρώνει τα μέλη της ομάδας δίνοντας αρμοδιότητες στον κάθε έναν. Δίνει νέα ονόματα στις επτά γυναίκες του μοναστηριού, που λόγω απώλειας μνήμης έχουν ξεχάσει το όνομα τους. Παράξενα ονόματα, όμοια με τις μέρες της εβδομάδας, ίσως για να μετράνε όλες μαζί το χρόνο. Επτά ο συμβολικός ιερός αριθμός, επτά γυναίκες, επτά αρετές, επτά αμαρτήματα επτά μέρες της δημιουργίας, επτά ο αριθμός της ολοκλήρωσης και της τελειότητας.

Η κάθε μια είναι σύμβολο της θηλυκότητας.

Η Δευτέρα είναι θεραπεύτρια με συνέπεια και αλτρουισμό μέχρι το τέλος της ζωής της. Η Τρίτη νιώθει στο σώμα της την ανάγκη για αγκαλιά και την πρώτη σεξουαλική διέγερση της εφηβείας. Η Τετάρτη το πόνο της απώλειας και την κάλυψη μέσω της σεξουαλικής ηδονής. Η Πέμπτη μετουσιώνει τον εκμαυλισμό της θηλυκής της υπόστασης με την πνευματικότητα και την πίστη στο σύμβολο της μοναχής. Η Παρασκευή ένα τρυφερό ελάφι κακοποιημένο από την σεξουαλική αρσενική πείνα, αποσυρμένο από τους ανθρώπους. Η Σαββατιανή ξεχνάει την αγέλη των αρσενικών μεθυσμένων ζώων που την κατασπάραζαν στα βρώμικα κρεβάτια, γλιστρώντας στα πλήκτρα του πιάνου και ταξιδεύοντας νοσταλγικά με τις νότες. Η Κυριακή φοράει την περσόνα της υλικής τελειότητας, και ενώ ο χρόνος βαραίνει στις πλάτες της αρνείται να νιώσει συναισθήματα αγάπης και συνύπαρξη με τους άλλους.

Και η βουβή Τερέζα, προσωποποίηση της καθαρής φύσης, η μόνη που δεν έχει μολυνθεί. Αντέχει την εκ γενετής αναπηρία, την πατρική κακοποίηση, τον στιγματισμό των συγχωριανών, την απόρριψη, γνωρίζοντας την ομορφιά του κόσμου μέσα από τη φύση, τα βιβλία, τον έρωτα, την μητρότητα.

Και οι άνδρες, πως υπάρχουν και συμπλέκονται με των κόσμο των γυναικών;

Είναι ανέκαθεν το απέναντι δέος της δύναμης και της κυριαρχίας, αδύνατον να τιθασεύσουν την σεξουαλική ενόρμηση. Προδίδουν σχέσεις,, σπάνε όρκους και όρια, ντύνονται ρόλους αχαλίνωτης επιθυμίας για ηδονή, ανάλγητοι στο θάνατο των συνανθρώπων τους. Ξαφνιάζουν ευχάριστα, κάποιοι επιζώντες άνδρες, όταν ισορροπούν ανάμεσα στο συναίσθημα, τη λογική, το ένστικτο. Εκδηλώνουν τη δύναμη τους με σεβασμό και τρυφερότητα, προστασία και αγάπη, όχι μόνο στις γυναίκες αλλά και στους ομοίους τους. Ιάκωβος, Ισαάκ, Μαρκ ,καπετάνιος Όλαφ, μεταμορφωμένος Ηλίας.

Ο Κέρβερος χορτάτος από το μαύρο αίμα του θανάτου, αφού ερήμωσε πόλεις και χωριά, υποχωρεί εξασθενημένος και οι μολυσμένοι αρχίζουν να συνέρχονται και να θυμούνται.

Γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη,( σελ.229)

« Και ο ιός υποχωρεί. Που σημαίνει ότι αρχίζουν όλοι να θυμούνται, κομμάτια ολόκληρα που είχαν αποκοπεί συγκολλούνται πάλι μέσα στο μυαλό και ο καθένας συναρμολογεί ξανά την ήπειρο που υπήρξε, τον εαυτό του. Μαθαίνουμε ποιες είμαστε επιτέλους. Μόνο που η μνήμη έφερε μαζί της έναν αβάσταχτο πόνο που τον βιώνουμε ομαδικά… και θρηνούμε όλοι μαζί για κάθε απώλεια.».

Ο πόνος δένει τους ανθρώπους και τους ενώνει σε ένα συλλογικό πένθος. Η ενθυμούμενη βία στα σώματα των γυναικών γίνεται θρήνος, ιερεμιάδα για κάθε βιωμένη απώλεια.

Παράλληλα, όπως και στον κατακλυσμό με την κιβωτό του Νώε, όταν τα νερά αποσύρθηκαν, βγήκαν στην επιφάνεια όλοι οι νεκροί της αμαρτίας. Με τον ίδιο τρόπο, μετά τον Κέρβερο, φανερώθηκαν οι προδοσίες, τα αμαρτωλά μυστικά. Οι ατασθαλίες των κοινωνικών συστημάτων και πλαισίων,(πολιτική, θρησκεία, ρατσιστικές ομάδες, ταξική πάλη, οικολογία, καταδυνάστευση του λόγου και της τέχνης). Ο ιός υποχωρεί και οι ομάδες των διασωθέντων προσπαθούν να συναντηθούν εκ νέου, ίσως αυτή τη φορά με άλλους τρόπους. Ο πόνος και ο φόβος του θανάτου συχνά εξημερώνει την αγριότητα του ενστίκτου και οι απώλειες φέρνουν την κάθαρση στην ψυχή των θεραπευμένων αρρώστων.

Ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ίδιος μετά την μόλυνση και τον θάνατο.

Ο Ιερεμίας, ο Τηλέμαχος, η Αφροδίτη, ο Μέλβιν είναι το μέλλον, είναι η ευκαιρία να διορθωθούν λάθη και αμαρτίες προηγούμενων γενεών.

Σήμανε η ώρα της αφύπνισης μετά τη σκοτεινή νύχτα της ψυχής. Ύστερα από τόση καταστροφή, ο άνθρωπος έχει χρέος να γνωρίσει τις αλήθειες του, να διεγερθεί ψυχικά και να δράσει για μία νέα δημιουργία του κόσμου του.

Γράφει στο μονόλογο της Τετάρτης (σελ.279-280)

« Εγώ πιστεύω στο Θεό της απώλειας. Από πολύ νέα έχανα τα πάντα. Τη δουλειά μου, τους φίλους, τους εραστές μου, τους γονείς, το σύζυγο μου. Τώρα έχασα τα παιδιά μου. Έχω φτάσει πια στο σημείο που δεν μου μένει να χάσω τίποτε άλλο[…].Βρήκα τον εαυτό μου στο σημείο μηδέν, στο τίποτε του τίποτε..» και συνεχίζει «…και παρ΄ όλα αυτά επέζησα, τώρα ανακαλύπτω μέσα μου τη θεϊκή πνοή. Σε συναντώ και ενώνομαι μαζί Σου και ανεβαίνω ανάλαφρη σε άλλα επίπεδα, όχι πια υλικά αλλά πνευματικά. Είμαι Εγώ και Είμαι Εσύ, έχουμε πολλά πρόσωπα και υπάρχουμε παντού,[…]Και κάποια στιγμή, θα γίνω ένα κομμάτι, ενός Χαμένου γαλαξία που ψάχνει το Χαμένο Σύμπαν»

Οι επιζώντες συσπειρώνονται, οργανώνονται, δημιουργούν οικισμούς και καταστατικά συνεταιρισμών.

Οι άνθρωποι έχουν αλλάξει ή ένας κύκλος όμοιος, απλά νέος, αρχίζει έτσι όπως όλα συμβαίνουν, Γέννηση, Ζωή, Θάνατος, στον αέναο κύκλο του Σύμπαντος;

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, συγγραφέας-ποιήτρια, ποιεί έναν άλλο κόσμο. Μετά το θρήνο της Ιερεμιάδας, στέλνει το μήνυμα της συγκολλητικής ουσίας για την συνύπαρξη και την σύμπλευση των ανθρώπων, που είναι ο Έρωτας και η Αγάπη. Η αρμονία των αντιθέτων δυνάμεων της ζωής στον άνθρωπο.

Τότε, είναι ελπιδοφόρο δώρο ένα δαχτυλίδι του ιερού γάμου φτιαγμένο από πευκοβελόνες, άρωμα και φως της ΦΥΣΗΣ.

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

FRACTAL 31/5/2023

«Όλα είναι τώρα, όλα επανέρχονται, όλα πληγώνουν»

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

«Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας που προκάλεσε ο ιός SARS–CoV-2 και μέσα στις ημέρες της καραντίνας που μας επιβλήθηκε. Επειδή όμως η λογοτεχνία δεν αναπαριστά την πραγματικότητα επινόησα έναν άλλο ιό, τον επονομαζόμενο Κέρβερο. Πρόθεσή μου ήταν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα στο οποίο να διερευνάται όλο το πλέγμα των σχέσεων, και ειδικά των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται υπό ειδικές συνθήκες σε διαφορετικά περιβάλλοντα ανάμεσα σε ανθρώπους πάνω από τους οποίους επικρέμαται η απειλή του τέλους.

Γιατί μέσα στις άγριες συνθήκες αυτής της πανδημίας ένας από τους προβληματισμούς που αναδύθηκε είναι και ο εξής: Ποια κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής αφυπνίζονται, όταν προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβίωση; Επικρατεί το σκοτάδι ή το φως όταν απειλείται η υπόσταση και η ζωή του ανθρώπου;» Χ.Κ.

Όταν ο ιός, εξαπλώνεται σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, προσβάλλοντας αρχικά τις φωνητικές χορδές, αφήνοντας τον μολυσμένο άφωνο, κατόπιν τα κύτταρα του εγκεφάλου προκαλώντας οπισθοδρομική αμνησία, σύγχυση, ψευδείς αναμνήσεις ώσπου ο ασθενής πέφτει σε κώμα και τελικά πεθαίνει.

Καθώς οι πόλεις ερημώνουν και οι νεκροί γεμίζουν τους δρόμους, μία μεγάλη ομάδα ανθρώπων που δεν έχει ακόμα μολυνθεί ναυλώνει ένα πλοίο που θα τους μεταφέρει σε ένα απομονωμένο νησί, με την ελπίδα να μην έχει φτάσει εκεί ο ιός, αλλά που στην πορεία του ταξιδιού ο Κέρβερος εμφανίζεται και τα θύματα πολλαπλασιάζονται ταχέως δημιουργώντας τρόμο και πανικό..

Όταν τελικά φθάνουν ήδη έχουν ρίξει στη θάλασσα πολλά πτώματα συντρόφων και όσοι απομένουν είναι σε κάποιο στάδιο μόλυνσης εκτός από ελάχιστους που για άγνωστους λόγους δεν έχουν μολυνθεί. Εκεί τους περιμένει ένα μακάβριο θέαμα. Δεν υπήρχε ψυχή ζωντανή. Όταν ξεκίνησαν το ταξίδι ο θάνατος είχε ήδη σαρώσει το νησί. Τελικά μέσα σ’ αυτήν την νεκρόπολη προσπαθούν να επιβιώσουν.

Το θαυμάσιο κατόρθωμα της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι όχι μόνο οι δυστοπικές εφιαλτικές περιγραφές του χώρου όπου κινούνται οι μολυσμένοι, ούτε οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τους καταβάλει η σταδιακή επικράτεια του ιού, παγιδεύοντας ότι ανθρώπινο τους απομένει, αλλά κυρίως η ανάπτυξη των χαρακτήρων μέσα σ’ αυτές τις τραγικές συνθήκες. Άνθρωποι οι οποία χάνουν την φωνή τους, προσπαθούν να περισώσουν τα κουρέλια της μνήμης τους που από μια μεριά είναι βάλσαμο γιατί αγνοούν τον μαρτυρικό χαμό των δικών τους, καθώς και τα άνομα βασανιστήρια, που υπέστησαν ή επέβαλαν.

Ανάμεσα στις ερημωμένες πλέον πόλεις με τα άταφα πτώματα στους δρόμους, αγωνίζονται να περισυλλέξουν τον εξαθλιωμένο εαυτό τους, όπου έχει μεταβληθεί σε ένα άδειο κέλυφος από προσωπικές αναμνήσεις. Μαζεμένοι σε ένα άδειο μοναστήρι, οι μοναχές είχαν προσβληθεί και πεθάνει, επτά γυναίκες και τρεις άνδρες καθένας με ότι έχει διατηρηθεί από την προσωπικότητά του, με ανάμεικτα αισθήματα συμπάθειας και αντιπάθειας ο ένας για τον άλλον, συμβιώνουν με την απειλή του θανάτου να κρέμεται πάνω τους, γιατί αυτή είναι η κατάληξη της αρρώστιας.

«Στη συνέχεια χάσαμε τρεις άντρες που διένυσαν πολύ γρήγορα όλα τα στάδια της αρρώστιας και έπεσαν σε κώμα. Μου είχαν μείνει πέντε ενέσεις και χρησιμοποίησα τις τρεις απ’ αυτές. Έτσι σκάψαμε στον πίσω κήπο τρεις ακόμα τάφους για τους κυρίους Χιούστον, Παπαδόπουλο και Ντόου.

Η επαφή με τον θάνατο ανοίγει οπές στο έδαφος της ψυχής μας, κι από μέσα ξεπηδούν τα άγρια ένστικτα …κι έτσι ερχόμαστε σε επαφή με την αλήθεια μας. Ξαφνικά αντικρίζουμε τα μάτια του θηρίου μέσα στην σπηλιά.

Παρ’ όλα αυτά για κάποιες εβδομάδες έβλεπα στα όνειρά μου ότι μιλούσα, φώναζα και τραγουδούσα. Όταν όμως ξυπνούσα μέσα στη νύχτα και προσπαθούσα να αρθρώσω μία λέξη, αλλά από τα χείλη μου έβγαινε μόνον άδειος αέρας, έπεφτα πίσω στο στρώμα μου απελπισμένη».

Βλέπουμε στην πορεία πώς αυτοί οι άνθρωποι οργανώνουν την καθημερινότητά τους, την εύρεση και την διανομή τροφής, την καθαριότητα κλπ την παρακολούθηση της ασθένειας, επικοινωνώντας μέσω της γραφής- σε μια πλάκα κρεμασμένη πάνω τους γράφουν τις εντολές- όπου η συγγραφέας λέει

«Χωρίς φωνή. Άφωνοι όλοι και μουγγοί μπροστά στη φρίκη. Ωστόσο η γραφή θα συντηρήσει τη ζωή, θα γίνει μια κάψουλα χρόνου, Αυτό τον σκοπό δεν εξυπηρέτησε πάντα από την αρχή του κόσμου, άλλωστε, η λογοτεχνία;

Όταν η μνήμη αρχίζει να επανέρχεται αρχίζει και ο θρήνος. Οι πληγές, τα τραύματα, οι βιασμοί, το ανθρώπινο κτήνος, εμφανίζεται και ο πόνος είναι ανυπόφορος έως θανάτου.

Παρόλο που η κοινή μοίρα της καταστροφής, δένει αυτά τα πρόσωπα που αναγκάζονται να συμβιούν, δημιουργώντας σχέσεις τρυφερές, ερωτικές, μητρικές, ανά πάσα στιγμή ελλοχεύει η ανατροπή, η αντιπαλότητα, το μίσος, η εκδίκηση. Δεν λείπουν τα έντιμα πρόσωπα που προσφέρονται για το κοινό καλό, αλλά κι εκείνα μόλις ανακάμψουν το εγώ τους θεριεύει.

Η συγγραφέας καθώς αναπτύσσεται το μυθιστόρημα, δεν παρηγορεί με φρούδες ελπίδες ότι οι άνθρωποι θα αλλάξουν, ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Ούτε οι πανδημίες είναι τιμωρίες εκ Θεού, αλλά δικές μας βίαιες συμπεριφορές προς την φύση, και δικές μας υπερφίαλες αντιλήψεις που αναγάγουν τους εαυτούς μας σε Θεούς που όλα μας επιτρέπονται.

Τελικά όταν η ασθένεια υποχωρεί, ορθώνονται τα ίδια τείχη, η ίδια απόρριψη του ενός προς τον άλλον, της μιας φατρίας προς την άλλη, η ίδια μάταιη πάλη. Ακόμα και ο έρωτας οπισθοχωρεί, έως ότου η ανάγκη, το μέγα αίτημα της ταύτισης, της αμοιβαιότητας των αισθημάτων, έστω και προσωρινής να ανοίξει την πληγωμένη αγκαλιά της δίνοντας ένα φως ελπίδας μέσα στο ζόφο.

Το σημαντικό μήνυμα που εδραιώνεται: Ξεκινάμε πάλι από κει που αρχίσαμε. Με τις ίδιες ατέλειες , τις φοβίες, την αγριότητα, τα πάθη. Όσο και αν επιθυμούμε έναν κόσμο δίκαιο, ειρηνικό, αλληλέγγυο, η ανθρώπινη φύση, κάνει τα ίδια λάθη. Ίσως σ’ αυτήν την αδυναμία- δύναμη να οφείλεται η εξέλιξη και η καταδίκη της ζωής μας.

Η Κουτσουμπέλη με γλώσσα καθαρή, αισθαντική, μαγευτική, γράφει ένα μυθιστόρημα που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου μέχρι να ρουφήσεις και την τελευταία σελίδα. Όσο γοητευτική, συναρπαστική είναι η σχέση πλοκής-γλώσσας, δεν σε προδίδει ποτέ, δεν σε παρασύρει έξω από τα πλαίσια της οδυνηρής πραγματικότητας. Όλα είναι τώρα, όλα επανέρχονται, όλα πληγώνουν.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

FREAR.GR 18/5/2023

Τίποτα δεν θα ήταν εφικτό στην Τέχνη, αν ο τακτικός ανθρώπινος νους κατάφερνε να ανασχέσει την ιδιοτροπία της φαντασίας και την επινοητική ικανότητα του ανθρώπου να διαπερνά το ορισμένο και να δοκιμάζεται στο επέκεινα. Αναγνωρίζει όμως εκ πείρας πως, ό,τι κρατάει και ζει ως πάροχος υπηρεσιών της καθημερινότητας, το φιλοθεάμον κοινό του επηρεάζεται και προσδιορίζεται ή καλύτερα επιβάλλεται από το κόσμιο τέλος. Η παρηγοριά κι ο γλυκασμός του πόνου, παρ’ όλο που είναι σύμφυτα χαρακτηριστικά της δημιουργίας, δεν υπολείπονται των αφηγηματικών τεχνικών και ιδιαίτερα των υπαινιγμών και των αμφισημιών που εκδηλώνονται στον αποδέκτη, αν μιλάμε όπως τώρα για τη λογοτεχνία.

Στην Ιερεμιάδα της Χλόης Κουτσουμπέλη, άνθρωποι άξιοι, ή άνθρωποι λιγόψυχοι με αδυναμίες, πάθη αλλά και φωτεινές αναλαμπές ενίοτε καταργούν τα όρια και διορθώνουν για λογαριασμό τους όρους και συνήθειες, δημιουργώντας ένα ωφέλιμο τέλος. Ένας ιός απομυζά τις ευγενείς συμπεριφορές και επιβάλλει άλλες σε μια περιπέτεια, η οποία χτίζει με παλαιά υλικά τον νέο κόσμο. Όχι πολύ μακριά από το χρονικό σήμερα, το μέλλον δεν αφορά την ανοχή, την ανεκτικότητα και την αλληλεγγύη, αλλά την επιβίωση στα όρια ενός βέβαιου θανάτου. Ένας ιός που στερεί τη μνήμη αφήνει το παρελθόν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς λήθης κι απενεργοποιεί αναστολές, ανάγκες, φιλοδοξίες και κακοποιεί τα όνειρα. Οι ενοχές έχουν δώσει τη θέση τους στα ένστικτα κι ένας πρωτόγονος αυθορμητισμός, μια συμπαγής ανθρώπινη εξαίρεση επιβιώνει σε μια κοινοτική αντίληψη, η οποία συντηρείται ως αναγκαία προϋπόθεση συμβίωσης.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη στήνει ένα εφιαλτικό σκηνικό για να αποδώσει ένα ενδεχόμενο. Ταυτοποιεί και συνδέει την ομιλία με τη νεκρωμένη μνήμη, δίνοντας στους ήρωες και τις ηρωίδες της τη δυνατότητα της γραφής ως εκφραστική παρηγοριά επικοινωνίας. Με γλώσσα σκληρή, σχεδόν ουδέτερη ενίοτε, περιγράφονται οι εικόνες, αναλύονται τα γεγονότα, επενδύονται τα όποια συναισθήματα. Η νέα κοινωνία, απαιτεί νέα ήθη, νέους τρόπους μια διαφορετική κοινωνικότητα, εντούτοις παραμένει αναλλοίωτο το παιχνίδι της εξουσίας ως καταγεγραμμένο αυτούσιο στον γενετικό κώδικα και των νέων αποφλοιωμένων ανθρώπων. Με τον θάνατο να λειτουργεί άλλοτε ως λύτρωση που επιταχύνει τη λύση κι άλλοτε ως επικυρίαρχο ενδεχόμενο σε ό,τι συντελείται. Ο ιός «Κέρβερος», αρχαιοελληνικό δάνειο, γίνεται το όχημα της δυστοπικής δραματουργίας. Πρόθεση της Χλόης Κουτσουμπέλη, όπως υποστηρίζει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ήταν η δημιουργία «ενός δυστοπικού μυθιστορήματος στο οποίο να διερευνάται όλο το πλέγμα των σχέσεων, και ειδικά των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται υπό ειδικές συνθήκες, σε διαφορετικά περιβάλλοντα, ανάμεσα σε ανθρώπους πάνω από τους οποίους επικρέμαται η απειλή του τέλους. Γιατί μέσα στις άγριες συνθήκες αυτής της πανδημίας, όπου πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ένας από τους προβληματισμούς που αναδύθηκε είναι και ο εξής: Ποια κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής αφυπνίζονται, όταν προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβίωση; Επικρατεί το σκοτάδι ή το φως όταν απειλείται η υπόσταση και η ζωή του ανθρώπου;»

Το εγχείρημα αυτό υλοποιείται με τον καλύτερο τρόπο μέσω των πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων των δρώντων προσώπων. Έχοντας χάσει μνήμη και ομιλία, οδεύοντας προς τον θάνατο, γράφουν ό,τι συμβαίνει, ό,τι τους/τις απασχολεί, ό,τι σκέφτονται. Η δράση εμπεριέχεται στις γραπτές εξομολογήσεις. Καθένας και καθεμιά έχει τους τρόπους να κοιτάξει και να δράσει, να απαιτήσει, να προσβάλει, να εκτεθεί ή να υποταχτεί στη βεβαιότητα του αποτρόπαιου. Το ενδιαφέρον αυτό δομικό στοιχείο του αφηγήματος συνεισφέρει στη δράση και ο αναγνώστης/ η αναγνώστρια διαρκώς εκπλήσσεται κι αφήνεται ως παράλληλη απώλεια στα αζήτητα της μυθοπλασίας. Η αίσθηση της απώλειας μετατοπίζεται αργά και σταθερά από τα δρώντα πρόσωπα στους επικαρπωτές της πρόσφατης εμπειρίας του SARS-CoV-2. Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει την θαυμαστή μυθοπλαστική ικανότητα να βρίσκεται στις παρυφές της αφήγησης παρατηρώντας και διαλέγοντας ήρωες και ηρωίδες για να ικανοποιηθούν οι προθέσεις της. Το φαινόμενο της μη ζωής το παρακολουθεί μέσω των προσώπων. Γίνεται αρωγός, σκανδαλίζεται υποφέρει, βιάζεται, συναλλάσσεται, καρπώνεται τις επιτυχίες, αλλά και οπισθοχωρεί. Βασανίζεται από τη βιαιότητα της γραφής για να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων μιας δύσκολης εκεχειρίας, ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο ο οποίος δεν περιορίζεται στη φυσική κατάσταση, αλλά επιχειρεί να τον σχολιάσει ως μη ζωή που επιβάλλεται για να στραγγαλίσει ακόμη και τις υποψίες των αναμνήσεων. Προς επίρρωση των παραπάνω παραθέτω το απόσπασμα από τα λόγια της Άννας. «Ήμουν ένας από τους ελάχιστους τυχερούς ανθρώπους, ίσως σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, που μπορούσαν ακόμα να μιλούν. Είχα μείνει όμως άφωνη από τη φρίκη. Οι λέξεις έμοιαζαν άδειοι κάλυκες, καρυδότσουφλα χωρίς ψίχα. Ίσως, σκέφτηκα, δεν είναι ο ιός που μας φιμώνει, είναι αυτό το φιλί του θανάτου στο στόμα που μας κλέβει τη φωνή». Εδώ η Άννα δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συγγραφέα η οποία έχει εμφιλοχωρήσει στην αφηγηματική κατάσταση για να δηλώσει αλληλέγγυα προς τους ανθρώπους της, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτούς για να ταράξει την εφιαλτική σιωπή και να δώσει συνέχεια. Κι όμως η εγγύτητα του κρίσιμου χρόνου –το 2030, είναι προ των πυλών– κι η μεταχειρισμένη εμπειρία δεν μπορεί να αφήνει κανέναν ασυγκίνητο διότι, όπως επισημαίνει η Τερέζα κι αυτό συνιστά σήμα κινδύνου: «Ποτέ η φύση ολόκληρη δεν παλλόταν με τέτοια ένταση, ποτέ η χορωδία των τζιτζικιών δεν έφθανε σε τέτοια κορύφωση, ποτέ τα δέντρα δεν τέντωναν τα κλαδιά τους τόσο προκλητικά προς τον ουρανό, ποτέ η βλάστηση δεν ήταν τόσο οργιαστική, ποτέ η θάλασσα τόσο βαθιά γαλάζια, ποτέ το νησί τόσο όμορφο όσο τώρα που ερήμωσε. Θαρρείς και ολόκληρη η πλάση θέλει να ρουφήξει τον άνθρωπο, να τραφεί με τις σάρκες του και να θεριέψει.»

Καταλήγοντας θα ήθελα να σημειώσω πως η Ιερεμιάδα της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι ένα βαθιά ανθρώπινο και άκρως πολιτικό βιβλίο στο οποίο ο έρωτας, η ασθένεια και ο θάνατος συμβαίνουν με όρους πολιτικούς. Η εξουσία, θρησκευτική, επιστημονική και διαπροσωπική ασκείται με βαναυσότητα και η βία στην πλέον ακραία της μορφή αποκτά στοιχεία νομιμότητας και ανοχής ως του μοναδικού αποδεκτού τρόπου οργανικής τροφοδοσίας και στήριξης του συστήματος που οργανώνεται ερήμην των ανθρώπων. Είθε το προφητικό της αφήγησης να μας αφυπνίσει.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

FRACTAL 2/5/2023

«Έχω μόνο παρόν»

Μια τραγική ανάμνηση είναι πλέον ο κορονοϊός, με τις τόσες και τόσες άδικες απώλειες, τα δυο χρόνια περιορισμών και εγκλεισμού, αλλά ξαναβρίσκει τον βηματισμό της η ζωή, κοιτά μπροστά και προχωρά – δεν μπορεί εξάλλου να κάνει κι αλλιώς. Αν έχει μείνει κάτι πέρα απ’ την ανάγκη να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο, είναι αυτό το αίσθημα της ευαλωτότητας, του πόσο εύθραυστοι, του πόσο αδύναμοι, του πόσο ανεπαρκείς είμαστε και ότι ανά πάσα στιγμή, δεδομένης της οικολογικής καταστροφής, των κλιματικών αλλαγών κτλ. κτλ. μπορούν να έρθουν τα πάνω κάτω.

Όθεν και το ενδιαφέρον που έτρεφε από παλιά η λογοτεχνία για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και τώρα πλέον εκδηλώνεται ολοένα και περισσότερο μέσα απ’ τη θεματική της οικολογικής δυστοπίας. Σχηματικά, αλλά μόνο σχηματικά, εδώ κείται το μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Η δράση τοποθετείται στα 2032-2035, όταν ο ιός «Κέρβερος» διαρρέει από επιστημονικό εργαστήριο προκαλώντας στους ανθρώπους αφωνία, αμνησία και εντέλει θάνατο. Οι κρατικές δομές διαλύονται, ο πολιτισμός καταρρέει κι ο ανθρώπινος πληθυσμός αποδεκατίζεται. Δυο ολιγάριθμες ομάδες καταφέρνουν να επιβιώσουν: μία που βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα νησί του Αιγαίου και τα περισσότερα μέλη της νοσούν αλλά με τόσο βραδεία εξέλιξη που στο τέλος ανακάμπτουν κι η άλλη που απαρτιζόμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες και βοηθητικό προσωπικό πραγματοποιεί σ’ έναν υπόγειο σταθμό έρευνες και πειράματα για τη θεραπεία της ασθένειας.

Ο οικολογικός προβληματισμός της Κουτσουμπέλη υποβάλλεται μέσα απ’ την κατάρριψη των θετικιστικών ψευδαισθήσεων της προόδου και του συνακόλουθου αισθήματος της ανθρώπινης παντοδυναμίας. Η επιστήμη που ευθύνεται για την πρόκληση του προβλήματος, αδυνατεί να το επιλύσει, το δε μοντέλο οργάνωσης που επιβάλλει εντός της δεύτερης κοινότητας των επιστημόνων και του βοηθητικού προσωπικού της είναι αυστηρά εξουσιαστικό, στα όρια του φασιστικού. Η ουτοπία που υποσχέθηκε η επιστήμη εξελίσσεται στη χειρότερη δυστοπία: έρημες πόλεις που τις λυμαίνονται αγέλες λύκων και αλεπούδες, άδεια σπίτια και άταφα πτώματα παντού.

Υπάρχουν ποικίλες άλλες θεματικές γραμμές που διατρέχουν το σώμα της αφήγησης. Ακριβέστερα θα έλεγα ότι η δυστοπία δημιουργεί το φόντο, το πλαίσιο ώστε εντός του να εξεταστούν ζητήματα όπως η κρίση των ερωτικών σχέσεων, η έμφυλη βία, η έννοια της αλήθειας, η αξία του καλού και του κακού, ο ρόλος της μνήμης στη συγκρότηση του εγώ, η πολυπλοκότητα του ατόμου, η λειτουργία της γραφής κτλ.

Το ότι οι δυο εναπομείνασες ομάδες τελούν σε κατάσταση εγκλεισμού ευνοεί τη λογοτεχνική χαρτογράφησή τους. Η εξάπλωση του ιού και η απειλή του θανάτου δημιουργούν για τους μετέχοντες οριακές συνθήκες, ώστε ό,τι λένε και ό,τι κάνουν, κάθε σκέψη και κάθε δράση να έχει την αξία του – τρόπον τινά, είναι τα λογοτεχνικά εργαστήρια που δημιουργεί η συγγραφέας ώστε να εξετάσει καλύτερα τους χαρακτήρες, τις λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις, τις εντάσεις, τις πτώσεις, τα αποκούμπια που αναζητούν. Συμπληρώνοντας θα έλεγα ότι ο μικρόκοσμος αυτών των δύο ομάδων είναι η πύκνωση των σημερινών κοινωνικών συνθηκών. Ένα-ένα όμως τα σημαντικά ζητήματα που ανοίγει το βιβλίο:

Ζήτημα πρώτο: Σε συνθήκες κινδύνου υπάρχει η συσπείρωση στην ομάδα, το ακούμπισμα του ενός πάνω στον άλλο μ’ όλους τους περιορισμούς που κάτι τέτοιο σηματοδοτεί και οι οποίοι μπορούν να προσλάβουν είτε τη συνεργατική και εθελούσια μορφή του μοναστηριού είτε την κάθετη τεχνοκρατική και καταπιεστική ιεράρχηση της επιστημονικής κοινότητας. Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης επικεντρώνεται στη λειτουργία των ομάδων και στις σχέσεις που αναπτύσσονται όσο εξαπλώνεται ο ιός, η δε λύση που έχει να κάνει με την εξασθένιση του ιού βρίσκει τις ομάδες σε κατάσταση αποσυσπείρωσης και τα πρόσωπα στην αναζήτηση πιο ελευθέριων και χαλαρών σχέσεων συνύπαρξης που προστατεύουν καλύτερα την ατομικότητά τους.

Ζήτημα δεύτερο: Η πίστη που τρέφει ο φιλοσοφικός εμπειρισμός στη λειτουργία των αισθήσεων εγγυάται το βέβαιο της πλάνης, καθότι τα φαινόμενα δεν είναι τις πιο πολλές φορές όπως δείχνουν, έχοντας εκ προοιμίου ενσωματώσει στους μηχανισμούς της πρόσληψής τους ποικίλα στερεότυπα και σχέσεις εξουσίας. Ομοίως, η καντιανή απολυτότητά που διαχωρίζει άπαξ διά παντός την έννοια του καλού απ’ το κακό δεν είναι πλέον λειτουργική όχι μόνο γιατί υπάρχουν ποικίλες άλλες διαβαθμίσεις στο ενδιάμεσο αλλά και γιατί το κακό μπορεί πολύ εύκολα να μεταμφιεστεί σε καλό και αντίστροφα. Από κοινού οι δύο αυτές παρατηρήσεις υποστηρίζουν την ιδέα της πολυπλοκότητας των χαρακτήρων, της απρόβλεπτης και μη σύμφωνης πάντα με τους κοινωνικούς, ταξικούς, έμφυλους κτλ. προσδιορισμούς συμπεριφοράς τους.

Ζήτημα τρίτο: Η μνήμη στοιχειοθετεί την ανθρώπινη ταυτότητα και κατ’ αναλογία η γραφή συνιστά τη μνήμη, άρα και τη συνείδηση, τις αναμνήσεις, τις ενοχές, τα όνειρα, το μέλλον της ανθρωπότητας. Όταν υποχωρεί η μνήμη, το ανθρώπινο υποκείμενο γίνεται έρμαιο ενός κενού από αναμνήσεις παρόντος, αδύναμο να ορίσει τον εαυτό και τις επιλογές του. Οι έγκλειστοι του μοναστηριού καταφεύγουν στη γραφή όχι μόνο γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο εξαιτίας της αφωνίας τους για να επικοινωνήσουν, αλλά και για να διαφυλάξουν τις σκέψεις τους απ’ τη σκόνη του χρόνου. Η επανάκτηση της μνήμης ισοδυναμεί με έξοδο απ’ το μοναστήρι και με επάνοδο στην οδύνη, που σημαίνει κατ’ αναλογία ότι η γραφή εκπροσωπεί την ωρίμανση, τη σωτηρία και την οδύνη της ανθρωπότητας.

Ζήτημα τέταρτο: Όπως πολύ καλά μας έδειξε ο Μιχαήλ Μπαχτίν, η γλώσσα, η γνώση και η αλήθεια δεν είναι μονολογικά αλλά διαλογικά κατακτημένες και πολυφωνικά εκπεφρασμένες, αρχή που διαπερνά το μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη σαν βασικός αφηγηματικός μηχανισμός, μια που η αφήγηση μ’ όλα τα στοιχεία της πλοκής και δέσης διασπείρεται σε επιμέρους αφηγήσεις των πιο πολλών απ’ τα πρόσωπα που μετέχουνε στη δράση. Ως αναγνώστες είμαστε στο κέντρο διασταυρούμενων φωνών και παρακολουθούμε την εξέλιξη από διαφορετικές πύλες εισόδου, πράγμα που εγείρει διαρκώς το ενδιαφέρον με τις αντικρουόμενες ερμηνείες που δίνονται για τα ίδια γεγονότα και τις διαφοροποιούμενες γλωσσικές ποικιλίες από φορέα σε φορέα της αφήγησης.

Ζήτημα πέμπτο: Στο πλαίσιο μιας ανδροκρατικής κοινωνίας, που, δεν αναπαράγεται μόνο απ’ τους άνδρες αλλά και από τις γυναίκες, η αρρενωπότητα θα συγκροτείται, θα ταυτοποιείται και θα αναγνωρίζεται διαμέσου της επιβολής και της βίας που ασκεί σε βάρος της γυναίκας. Υπάρχουν μύριες όσες επιβεβαιώσεις τούτης της αρχής μέσα στο βιβλίο, απ’ την κλειτοριδεκτομή ως τον βιασμό των δύο κοριτσιών, όλες δε οι νέες μορφές συμβίωσης που οργανώνονται στο κλείσιμο του μυθιστορήματος περιέχουν το στοιχείο μια πιο δημοκρατικής και μη πατριαρχικής διευθέτησης – στο βάθος της οποίας λανθάνει η αρχή ότι μόνο η αγάπη, η αληθινή και ως εκ τούτου ασύμβατη με τους προηγούμενους κανόνες, αλλάζει προς το καλύτερο τον άνθρωπο.

Έχω κάποιες ήσσονες ενστάσεις ανάμεσα στις οποίες να επισημάνω μόνο τούτη: Κρίνω αχρείαστη την απιθανότητα ενός προϋπάρχοντος έρωτα ανάμεσα σ’ ένα πρόσωπο που εγκαταβιοί στο μοναστήρι και ενός άλλου που ζει στην επιστημονική κοινότητα, όταν δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι πέθαναν. Έχω την εντύπωση ότι εδώ η συγγραφέας εκβίασε την αληθοφανή και στέρεη εσωτερική συνοχή της αφήγησης, προκειμένου να έρθουν σε επικοινωνία οι δύο κοινότητες.

Κλείνοντας, όταν η αισθητική απόλαυση κινεί τον οικολογικό, υπαρξιακό και πολιτικό στοχασμό έτσι που διαδοχικά ηλεκτροσόκ να διαπερνούν την αναγνωστική πράξη, αυτό σημαίνει ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει εδώ.

.

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ

FREAR.GR 12/4/2021

Οι γραμμές των στίχων για τους επιβάτες μιας κοινής διαδρομής

Η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι μια εξομολογητική, σκηνική σχεδόν αφήγηση στην οποία η Χλόη συνομιλεί με την ίδια την ποιητική.

H κόρη Φρασίκλεια, το γλυπτό που κοσμεί σήμερα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ήταν ένα επιτάφιο «σήμα», ένα στολίδι αρχαϊκού τάφου (6ος αι. π.Χ). Το ένα σανδάλι της κόρης λύθηκε μέσα στους αιώνες και τα μαλλιά της γεμάτα από αρχαία σκόνη γίνονται ο εναρκτήριος αφηγηματικός λόγος της συλλογής. Το άγαλμα ήδη από την πρώτη σελίδα του βιβλίου επαναπροσδιορίζει την ίδια του την ταυτότητα:

[…] Στα πόδια μου φόρεσε σανδάλια. Το ένα από αυτά λύθηκε μέσα στους αιώνες. Τα μαλλιά μου χύνονται στους ώμους. Κουβαλούν αρχαία σκόνη και μικρούς μεταξοσκώληκες. Το λουλούδι που κρατώ στο χέρι είναι το αληθινό κορμί μου. Δεν με λένε Φρασίκλεια. Το δικό μου όνομα είναι Απαραβίαστη.

Το αρχαίο γλυπτό που ακόμη αναπνέει κρατά στο χέρι μπροστά στο στήθος κλειστό ακόμη, τον ανθό ενός λωτού. Κλειστός ανθός που διασώζει στοιχεία ζωογόνα και δημιουργικά. Πράγματι η ποίηση, ένας ανθός πνευματικότητας κι αυτή, Άχρονη, Αέναη, Άτοπη, Ανήσυχη, Απειλητική Απαραβίαστη ρωτά, φιλτράρει, συγκινεί τον αναγνώστη.

Με απέριττη αισθητική και βαθειά επίγνωση η Κουτσουμπέλη συνθέτει ένα ποιητικό σύμπαν, στο οποίο ο αναγνώστης σχεδόν αγγίζει με τις αισθήσεις του το παλίμψηστο της ποιητικής σύνθεσης.

Κυρίαρχη θεματική της συλλογής η λέξη και η ποίηση, η αναζήτηση της ψυχικής και διανοητικής συγκίνησης. Η Γυναίκα και η γυναικεία γραφή ταξιδεύουν με το λυμένο σανδάλι μέσα στους αιώνες, ενώ παράλληλα ο ποιητής Όμικρον (σαν σημείο ορισμού μηδέν, σαν σημείο εκκίνησης και προορισμού, σαν κυκλική κίνηση ενός τροχού ισορροπίας) μιλά για την ίδια του την ποιητική και την τυφλή, γυμνή γραφή.

[…]/-Ποιες λέξεις προτιμάτε;/-Τις καλά ψημένες. Αλλιώς στέλνω πίσω το πιάτο./[…]

/-Τι φοβάστε περισσότερο από όλα;/-Το ερωτηματικό./(«Με τον ποιητή Όμικρον», σελ. 44).

Η ομιλούσα Τέχνη διατρέχει το σώμα της συλλογής μέσα από τον πρωτοπρόσωπο λόγο των ποιητών, των ζωγράφων, των πεζογράφων, των ηρώων των παιδικών παραμυθιών και μυθιστορημάτων.

[…]Μη διστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε./Παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική σας ένδεια,/ τη σύφιλη, ποτέ όμως ότι είστε ποιητής./Θα υποφέρετε αιώνια./ («Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη», σελ. 21).

Παράλληλα, o έρωτας, η προδοσία, οι σχέσεις αίματος, η μνήμη είναι κάποια από τα κομμάτια αυτού του λογοτεχνικά βιωμένου κόσμου. Μέσα σε ένα σύμπαν που ο χωροχρόνος ρέει στις φλέβες των σωμάτων οι άνθρωποι συναντιούνται στις γραμμές των στίχων, επιβάτες μιας κοινής μοίρας και διαδρομής.

[…]/Σε όλες τις εποχές δε βρέθηκε ποτέ χώρος για μας./Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται;/Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση./Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν./(«Η μόνη γη», σελ. 47)

Η δυναμική λογοτεχνική τεχνοτροπία της Κουτσουμπέλη εκφράζεται μέσω της ροής του ελεύθερου στίχου, μέσα από τη ροή της συνείδησης και του ονείρου, μέσα από ποιήματα-μικρόκοσμους που αναπαριστώνται με εικόνες ευκρινείς και επιλεγμένα επίθετα, γλώσσα κυριολεκτική, αφοπλιστικά ειλικρινή και ταυτόχρονα αμφίσημη, βαθιά συγκινησιακή ως προς τη διανοητική και συναισθηματική πρόσληψή της, μέσα από αντιθέσεις και λεπτές παραδοξότητες. Με αυτόν τον τρόπο οι εντάσεις του ποιήματος βρίσκονται με τρόπο αρμονικό σε μια εξόχως ευαίσθητη κίνηση τροχού ισορροπίας.

.

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΙΑΚΩΒΟΥ

FRACTAL 13/4/2021

Η γέννηση της ποίησης και η μοναξιά του ποιητή

Είναι η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ένα βιβλίο για την ίδια την ποίηση; Για το πώς γράφονται τα ποιήματα, για τους λόγους που υπάρχει η ποίηση, για τους συγγραφείς, τους λογοτεχνικούς ήρωες, για τους καλλιτέχνες; Είναι ένα βιβλίο για τον ποιητή και τη μοναξιά του, όπως πολύ ωραία δηλώνει ο τίτλος;

Η Κουτσουμπέλη, με το γνώριμο ύφος γραφής της που από τη μια αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού και από την άλλη διατηρεί μια έντονη αφηγηματικότητα, καταγράφει με τα ποιήματά της μικρές ιστορίες -που μοιάζουν με σύντομα διηγήματα- και τις βάζει στο στόμα γνωστών προσώπων, υπαρκτών ή φανταστικών. Η Σύλβια Πλαθ, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Νίκος Καββαδίας, ο Βαν Γκογκ, αλλά και οι τρεις αδερφές του Τσέχωφ, ο Πίτερ Παν, η Ηλέκτρα, ακόμα και ο Ιούδας και η Μαρία Μαγδαληνή, είναι μερικά από τα πρόσωπα που περνούν από τις σελίδες του βιβλίου.

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς η ποιήτρια αξιοποιεί τις ζωές αυτών των προσώπων μετουσιώνοντάς τες σε ποιήματα μέσα από τη δική της προσωπική ματιά. Σε άλλες περιπτώσεις θέλει να αποδομήσει τους ήρωές της, σε άλλες να τους αποκαταστήσει (εξαιρετικό το ποίημα «Ο λόγος του Ιούδα»), σε άλλες να εγείρει ερωτήματα για την ίδια τη ζωή, αλλά και τη βαθύτερη ουσία της ποίησης. Μέσα από αυτό το λογοτεχνικό παιχνίδι η Κουτσουμπέλη απελευθερώνει τα πρόσωπα από τη ζωή τους όπως την ξέρουμε και τους δίνει την ευκαιρία να πούνε τη δική τους αλήθεια, να μετανιώσουν, να αλλάξουν γνώμη, να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους – και έτσι έχει ευκαιρία και η ίδια η ποιήτρια να πει τις δικές της αλήθειες.

Με τη συλλογή της αυτή η Κουτσουμπέλη καταγράφει την ίδια τη γέννηση της ποίησης, τον τρόπο που αυτή εισχωρεί στη ζωή του ποιητή, την αναγκαιότητα ύπαρξης της στις ζωές των ανθρώπων. «Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό» λέει η Κουτσουμπέλη, κάνοντας αναφορά στον μύθο όπου ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο για να ενωθεί με την Λήδα, η οποία γέννησε μετά τα τέσσερα παιδιά της σε δύο αυγά. Η ποίηση καθορίζει τη ζωή του ποιητή: ο Διονύσιος Σολωμός γράφει με το αίμα από τις φλέβες του, ενώ η Άννι Έντσον Τέιλορ ένιωσε συγκίνηση μόνο όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.

Πώς νιώθει όμως ο ίδιος ο ποιητής; «Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε, / εισχώρησες απ’ τις ρωγμές, / δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω» λέει η ποιήτρια στην «Απειλή». Ο Καρυωτάκης της Κουτσουμπέλη προειδοποιεί να μη δηλώσετε «…ποτέ όμως ότι είστε ποιητής. Θα υποφέρετε αιώνια», ενώ ο Καββαδίας λέει «Αφού όλοι γνωρίζουν / ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας / και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο». Παρόλ’ αυτά: «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση. / Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν».

Η Κουτσουμπέλη δεν περιγράφει μόνο τη γέννηση της ποίησης, αλλά και τη γέννηση των λογοτεχνικών ηρώων, δημιουργώντας έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό μεταξύ ποίησης και ζωής: πόσο μοιάζει ο ρόλος μας στη ζωή με ενός μυθοπλαστικού προσώπου;

Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Σ.

Ο κύριος Σ. είχε κακό προαίσθημα.
Ο Τζον έδειχνε αφηρημένος.
Οι γόπες σωριάζονταν στη σταχτοθήκη
όπως τα κούτσουρα στην αποθήκη.
Τέσσερις μόνον αράδες στην κόλλα τη λευκή.
Ο κύριος Σ. ένιωσε τον τρόμο του κενού.
Αισθανόταν μισός.
Το ένα του πόδι ανύπαρκτο.
Ακόμα δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη,
αφού ο Τζον είχε επιλέξει τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο Τζον αναστέναξε βαθιά.
Η όλη σύλληψη ήταν λάθος.
Ο κεντρικός χαρακτήρας έπρεπε να ‘ναι γυναίκα.
Τα δάχτυλά του τσαλακώνουν το χαρτί.
Απ’ το απειροελάχιστο πέρασμα του κυρίου Σ.
δεν απέμεινε ούτε ίχνος στην κοσμική τάξη των πραγμάτων.
Τόσο αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς
ο Μέγας Συγγραφέας που μας επινόησε.

Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, υπάρχει ακόμα ένα στοιχείο που δίνει ένα ενδιαφέρον στίγμα στο βιβλίο της Κουτσουμπέλη: η έντονη γυναικεία παρουσία. Στα περισσότερα ποιήματα πρωταγωνιστούν γυναίκες, αλλά ακόμα και σε αυτά που τα κεντρικά πρόσωπα είναι άντρες γίνεται και πάλι λόγος για μια γυναίκα. Κάνοντας μια δεύτερη ανάγνωση μπορεί κανείς να εντοπίσει με πόση λεπτότητα παρουσιάζει η ποιήτρια την καταπίεση που έχει νιώσει από τη θέση της μια γυναίκα, είτε μέσα από την καθημερινή της ζωή είτε προσπαθώντας να υψώσει το ανάστημά της, όπως στο ποίημα «Μαρία Μαγδαληνή».

Η Χλόη Κουτσουμπέλη γράφει ένα βιβλίο στο οποίο τα πάντα είναι ποίηση, από την αρχή του χρόνου μέχρι και σήμερα, όπου ο ποιητής έχει μάθει να συνυφαίνει τον πόνο και τη βαθύτατη υπαρξιακή αγωνία με τους στίχους, για να τους προσφέρει μετά στον αναγνώστη και να του χαρίσει έτσι το μοναδικό καταφύγιο που μπορεί να υπάρξει. Ένα βιβλίο όπου οι φανταστικοί ήρωες είναι ίδιοι με τους αληθινούς ανθρώπους – ή το αντίστροφο. Ένα βιβλίο στο οποίο τα πρόσωπα σπάνε τα όποια δεσμά τους αναζητώντας την ελευθερία της επιλογής, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνουν. «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» είναι γεμάτη από εικόνες, μύθους, τολμηρές φράσεις και ανατρεπτικά λόγια, καθώς και από μια διάχυτη μελαγχολία που καταγράφει διακριτικά το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

CULTUREBOOK.GR /23/4/2021

ο ποιητής και το θηρίο – το πριν και το μετά της ποίησης

Πώς ένα ελάφι, ενώ πίνει αμέριμνα νερό,
αντικρίζει στο ποτάμι
την αντανάκλαση του κυνηγού
και παραλύει;
[ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΚΑΙ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ]

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, στην πιο σπουδαία ως τώρα ποιητική της κατάθεση –και πάντοτε μέσα στα πλαίσια του βασικού μοτίβου πένθους (εδώ όμως σε άλλη διάσταση) που χαρακτηρίζουν και τα άλλα της ποιήματα– επιχειρεί να δει την ποίηση εν συνόλω, την αφορμή της, τη γέννησή της, τη βίωσή της ως μια αληθινή κατάσταση ζωής, το μοίρασμά της, τη μοναξιά του δημιουργού εν τέλει, σαν βρεθεί μόνος χωρίς να μπορεί ούτε μέσα στα δικά του ποιήματα να βρει τον εαυτό του. Ξεδιπλώνει από το ένα ποίημα στο άλλο τη μορφή του θηρίου, που τρώει από τα σωθικά του ποιητή κι ακόμα δεν χορταίνει, ως να τον δει στην άκρη του γκρεμού, και τότε να τον χλευάσει για τη νέα του δημιουργία που τον σώζει την τελευταία στιγμή· ανακύκλωση δημιουργίας ή καταβύθιση στην πιο συνειδητή μοναξιά.
Η ποίηση, όταν συνειδητοποιεί τη δύναμή της, νιώθει βαθύτερα τα όρια της μοναξιάς της, μιας συνθήκης που γεννιέται μαζί της και κάθε τόσο ζητά αίμα από το αίμα της· ένα νέο ποίημα να φανεί, να δώσει μια μικρή ώθηση, μια φυγή από τα όρια του πραγματικού, μια απόδραση προς ένα τοπίο υποσχόμενο πολλαπλές ταυτίσεις – ο ποιητής αναζητά το είδωλό του στον καθρέφτη των άλλων, αυτών που όχι μόνο εννοούν αλλά συμπάσχουν. Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη παίρνει τις αποστάσεις της από ό,τι προσεγγίζουν οι αισθήσεις και ορίζει η λογική, γειτνιάζει με το αφύσικο και το αλλόκοτο, αρνείται να γίνει κοινότοπη και «φυσιολογική». Πρόκειται για μια αισθητική αλλά και ηθική επιλογή, και σαν τέτοια μας προσκαλεί να εισχωρήσουμε στο παράδοξο τοπίο της. Σε μια ποίηση πολλαπλών μεταμφιέσεων, όπου αναγνωρίζεται τόσο ο ποιητής όσο και τα πρόσωπα που αυτός επινοεί – πώς να διαχωριστούν αλήθεια;
Η Απαραβίαστη Φρασίκλεια που θα καλείται για πάντα κόρη, μάς εισάγει στη συλλογή, μέσα από ένα ταφικό επιγραφικό απομεινάρι του 6ου π. Χ. αιώνα, για να δηλώσει μαζί με τη ματαιωμένη ζωή και το απαραβίαστο ταυτόχρονα του ποιητικού χώρου. Αυτή είναι η αρχική νύξη της ποιήτριας ότι εδώ πρόκειται να δούμε μια ανασκαφή της ποίησης, μα και της δημιουργίας συνολικά, μια ανατομία ίσως του ποιητικού σώματος· και όπως κάθε τέτοια διεργασία απαιτεί και αυτή το μερίδιο του αίματος, και όσο θα προχωράει η εξέταση τόσο το σώμα θα παραμένει απαραβίαστο – ποιος εννόησε ποτέ τη γέννηση του θαύματος, την αιφνίδια αστραπή που φωτίζει για μια στιγμή το σκοτεινό τοπίο της ζωής; Η μόνη πραγματική συγκίνηση/που ένιωσε ποτέ/ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα. (ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ).
Ακόμη και όταν η Κουτσουμπέλη επινοεί τα (θεατρικά εν μέρει) σκηνικά της για να τοποθετήσει μέσα τα πρόσωπα, υποκριτές, ποιητές, δημιουργούς, ήρωες ιστοριών, παραμυθιών, όλα σε μονόλογο ή διάλογο μαζί της, δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το ισχυρό δέσιμο της δημιουργίας με τη ζωή. Μοιάζει να λέει: αν η ζωή βρίσκεται σε κάθε ελάχιστη ανάσα καθημερινότητας, τότε εδώ είναι και η τέχνη της δημιουργίας, από αυτή την εν μέσω παθών ζωή πηγάζει και η ποίηση, μέσα από τα τετριμμένα και εγκλωβισμένα στα στερεότυπα, την καθημερινή τριβή, γεννιέται το θαύμα. Και σαν στερέψει η αντοχή, τότε το ποίημα παραμερίζει και ως θεατής παρατηρεί τον θνήσκοντα δημιουργό του να αναλώνεται πλέον θυσία στον Κανίβαλο θεό που με κατατρέχει τόσα χρόνια (ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΒΙΑΣ ΠΛΑΘ). Και ο άλλος αυτόχειρας ποιητής, θα μοιραστεί την πολύτιμη γνώση της αποχώρησης, προς πάντα ενδιαφερόμενο: Προπαντός όχι με πνιγμό. Ο θάνατος. Ίσως με μήλο/στο κεφάλι, ενώ ο γηραιός Γουλιέλμος σάς σημαδεύει/με το βέλος. Ή με πιστόλι. Αν ξέρετε σε ποιο μέρος/ακριβώς βρίσκεται η καρδιά. Αν έχετε καρδιά. (ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΛΑΚΗ).
Μέσα στα ποιήματα της Κουτσουμπέλη εναλλάσσονται τα πρόσωπα συνιστώντας στην ουσία ένα, αυτό του δημιουργού, με όσα προσωπεία κι αν αλλάξει. Η πιο σημαντική μεταμφίεση (ή μετάλλαξη άραγε;) είναι αυτή του δημιουργού με τους ήρωες που επινοεί. Ο καθρέφτης εδώ λειτουργεί προσφέροντας την εικόνα του επινοημένου σε μείξη με αυτή του επινοητή, καθώς οι ήρωες αποκτούν φωνή, υπόσταση, διεκδικούν ή διαμαρτύρονται· στην πραγματικότητα δηλώνοντας ξεκάθαρα πως είναι αυτοί που προϋπήρχαν της επινόησής τους, άρα εμπεριέχουν τον δημιουργό τους και τον κατευθύνουν. Πότε, λοιπόν, ξεκινά η γραφή; ποια η αφετηρία της; Η Τζο, η ηρωίδα συγγραφέας, το alter ego της δημιουργού της, της Λουίζα Μέι Άλκοτ θα ξεσπάσει: Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες/αυτού του απάνθρωπου βιβλίου/στο οποίο/είμαι μεν μία συγγραφέας/αλλά όχι η συγγραφέας του. (ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΛΟΥΪΖΑ ΜΕΪ ΑΛΚΟΤ). Αλλά και πώς υπερβαίνει ο δημιουργός τους ήρωές του, ή πώς ξεμπερδεύει μαζί τους; Δίπλα στη μοναξιά του δημιουργού εμφανής είναι και η αμηχανία, το αδιέξοδο του ήρωα, που ανασαίνει, ζει, καταδικάζεται σε σιωπή ή πεθαίνει εκών άκων: Ο κύριος Σ. ένιωσε τον τρόμο του κενού./Αισθανόταν μισός./Το ένα του πόδι ανύπαρκτο./Ακόμα δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη,/αφού ο Τζον είχε επιλέξει τριτοπρόσωπη αφήγηση. (Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Σ.).
Η Ποίηση ξεπερνάει σε μέγεθος τον δημιουργό της, όπως η Τέχνη ως ιδέα υπερίπταται της έμπνευσης και χρονικά προϋπάρχει του έργου που την αποτυπώνει δίνοντάς της υλική μορφή. Μπροστά στην καταλυτική αυτή αλήθεια, οι ποιητές έχουν να επιλέξουν τη φυγή από το θηρίο που τους κατατρώει αποζημιώνοντάς τους με τις γραμμένες λέξεις κερδίζοντας, αλίμονο, την ποθητή ισορροπία, ή τη συμφιλίωση με την αδιέξοδη πορεία μέσα και γύρω από το ποίημα και τη μοναξιά τους. Ο ποιητής Όμικρον, εν προκειμένω, που δίνει τον τίτλο σ’ αυτή την ποιητική αποτίμηση της δημιουργίας, συνειδητοποιεί ολοκληρώνοντας το ποίημα πως ούτε αυτό του ανήκει, καθώς αυτό διαλύεται στην κοσμική νύχτα. Έτσι: Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον/όπως κάθε ποιητής πριν και μετά/χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής, βιώνει το μοναχικό ταξίδι της δημιουργίας, ταΐζει το οικόσιτο κοράκι του και πέφτει να κοιμηθεί. Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ). Γιατί αυτή η περιπέτεια της γραφής δεν θα τελειώσει εδώ, και η ποίηση είναι ο τόπος που οι ψυχές ενώνονται, θα πει η ποιήτρια. Κι ας μην το γνωρίζουν. Και ας αναζητούν μέσα τα ποιήματα τη συντροφιά των ομοίως πασχόντων. Κάθε φορά που κάποιος ποιητής, όπως εδώ η Χλόη Κουτσουμπέλη, θα ανασηκώνει το πέπλο που σκιάζει τη μοναχική δημιουργία, η μοναξιά θα γίνεται λιγότερο αφόρητη, το ποίημα θα παίρνει ανάσες ζωής.

.

ΜΑΡΙΑ ΕΥΤ. ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗ

“Fractal” 27/4/2021

Η συγχώνευση των ποιητικών ειδών

Η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι ένα έργο βαθιάς ωριμότητας, όπου καθιζάνουν οι σκέψεις της ποιητικής, ωριμάζει ο πόνος και μετουσιώνεται σε σοφία, η μνήμη αναμετράται με τον χρόνο κι ο ποιητής εγκιβωτίζεται στο έργο του δημιουργού.

Ο ποιητής είναι γυμνός, ορφανός, μισός. Γδύνεται ολόσαρκα κάνοντας κατάθεση ψυχής, που ταυτίζεται με την ίδια την ύπαρξή του, ορθότερα τη μετουσίωση της λειτουργίας του. Η έκδυση αυτή, η άνευ όρων εξωτερίκευση είναι η μόνη πράξη ουσίας και πληρότητας. Ο συγγραφέας πριν αρχίσει να γράφει, είναι μισός, ζει μόνο σε αυτό το απειροελάχιστο πέρασμα, καθώς πριν και μετά από αυτήν είναι ορφανός.

Στο πλαίσιο αυτό της ιδιαίτερης (εξω)πραγματικής ζωής ο δημιουργός υποτάσσεται στο έργο του, ενώ οι ήρωες του αυτονομούνται, ελέγχουν, καθοδηγούν και πιστοποιούν την ύπαρξη του ποιητή στην κοσμική τάξη των πραγμάτων, αλλά και συνωμοτούν προσχεδιάζοντας τον θάνατό του και απαιτούν έναν δυναμικό και δημιουργικό ρόλο από τον αναγνώστη.

Η ποίηση είναι πληγή, ενίοτε ανυπόφορη. Προϋποθέτει δημιουργική μοναξιά, που είναι προέκταση της γυμνής μοναξιάς. Όταν το προσωπικό εγώ μετουσιώνεται σε ποιητικό εγώ, γεννάται η συνείδηση. Η άγνοια του Οιδίποδα τον κάνει τραγικό ήρωα· η γνώση του τον οδηγεί στο επόμενο, συνακόλουθο, στάδιο: την καταστροφή. Η συνείδηση διαλύει τον σαθρό κόσμο, τις ψευδαισθήσεις, το «ζωτικό ψεύδος» του Ίψεν. Η Χλόη Κουτσουμπέλη ξαπλώνει στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι μορφές της ελληνικής, αλλά και παγκόσμιας τέχνης και ποίησης, εκμαιεύοντας πικρά ή και ένοχα μυστικά της ζωής τους. Η έκδυση των επώνυμων προσώπων γίνεται επώδυνη βουτιά στο παρελθόν, αποκάλυψη, ανατροπή. Αλλά η διαλεκτική αυτή, η διακειμενική σχέση αποτελεί τα συγκείμενα της δικής της ποίησης: εκείνη ο ψυχαναλυτής, εκείνη και στο ντιβάνι.

Σε αυτό το πλατύ διακείμενο φωλιάζουν — αρχαίοι ποιητικοί σηματωροί — η απομόνωση, η κατάθλιψη, η μη αναγνώριση, η σχιζοφρένεια, το πολυτάραχο οικογενειακό περιβάλλον, η απώλεια, η προδοσία, η επώδυνη μνήμη, ο χρόνος. Η μνήμη, μάλιστα, είναι ο πιο ύπουλος εχθρός, γιατί συναιρεί τον χρόνο και τον συμπυκνώνει στο αστραπιαίο παρόν. Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη συγχωνεύει τα ποιητικά είδη: ο πρωτοπρόσωπος αφηγηματικός λυρισμός συνυπάρχει με τη δραματικότητα. Το ποιητικό σύμπαν εγκιβωτίζεται τελικά στο έργο του ποιητή πάντων ορατών τε και αοράτων.

Όμως, αν και όλα είναι πιο εύκολα από την ποίηση και το μελάνι υγραίνει ως και τα εσώρουχα και απειλεί επικίνδυνα την ψυχική ισορροπία, εντούτοις, η μόνη πραγματική συγκίνηση είναι το πρώτο ποίημα. Είναι η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν. Η ποιητική δημιουργία αποτελεί ένα ιερό ίζημα ζωής, μεταμορφώνει και αποζημιώνει. Είναι η προσωπική λύτρωση, το τέλος που εξαγιάζει, η διαφυγή και η εκτίναξη στο άπειρο.

Η ΑΠΕΙΛΗ

…..

Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε.
Εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,
Δε μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω.
Μια μία από αυτές τις μέρες, τ΄ ορκίζομαι.
Θα σ΄ ανταλλάξω ποίηση
Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο
Θα ράψω με συνθετική κλωστή το τραύμα
Θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου
Και μετά
Χωρίς αίμα
Χωρίς μελάνι
Χωρίς χαρτί και μολύβι
Θα ισορροπήσω.

.

ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 5/6/2021

Τα πολλά πρόσωπα του Ποιητή

Δεν είναι η πρώτη φορά που η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη μας εκπλήσσει με την γραφή της και την ξεχωριστή προσέγγιση του ποιητικού αντικειμένου . Τολμάει να κάνει τομές σε θέματα που άπτονται της υπαρξιακής αναζήτησης και του υπαρξιακού φόβου . Ερωτήματα, προβληματισμοί, βεβαιότητες και θέσεις που ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται ανατροπές , απροσδόκητες λύσεις σε αδιέξοδα, ρηξικέλευθες προτάσεις που κατατίθενται μέσα από τον μαγικό ρεαλισμό και σουρεαλισμό, αυτά είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της ποίησης της. Μας μυεί στη μαγεία του κόσμου της, καθώς με τέχνη ντύνει τους ήρωες χαρακτήρες της και μας εμβαπτίζει στα πάθη τους, για να ταυτιστούμε μαζί τους. Έτσι « διδασκόμαστε» μέσα από την δραματοποίηση αυτή δρόμους για την δική μας υπαρξιακή αναζήτηση και πορεία.
Από την πρώτη στιγμή , με τον τίτλο της συλλογής της , ευθέως μας εισάγει στην «Γυμνή μοναξιά του Ποιητή Όμικρον» και την δική μας μοναξιά που είναι κάτι πέρα από την υποσυνείδητη αποθήκευση της. Η μοναξιά είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο διαγράφονται οι ιστορίες των χαρακτήρων της , που πραγματικοί ή φανταστικοί, αποτελούν τα πολλά πρόσωπα του ποιητή Όμικρον.
Η σκηνή του θεάτρου , όπου όλοι αυτοί παίρνουν στην συνέχεια μέρος κάτω από την σκιά του θανάτου, ανοίγει με την γυμνή Φρασίκλεια που φεύγει από την ζωή πριν την «παραβιάσουν» και κλείνει με την γυμνή μοναξιά του Ποιητή Όμικρον « όταν όλα έχουν τελειώσει στο χαρτί».
. Ο συμβολισμός και οι μεταφορές της ποιήτριας μας προσφέρουν την δυνατότητα να προσεγγίσουμε την παραδοξότητα της αρχής και του τέλους του ανθρώπινου γίγνεσθαι και την γενεσιουργό δύναμη της Δημιουργικότητας και του Λόγου. Τ
Το ανιχνευτικό ταξίδι της Κουτσουμπέλη που κάνει ένα συναρπαστικό σλάλομ ανάμεσα σε λέξεις και ιδέες , αρχίζει με την εικόνα ενός αγάλματος χρόνια θαμμένου στην νεκρόπολη που στόλιζε ένα αρχαίο τάφο.
Μνήμα της Φρασίκλειας . Θα καλούμαι για πάντα κόρη αφού οι Θεοί αντί για γάμο μου όρισαν αυτό το όνομα. Με έφτιαξε ο Αριστίων ο Πάριος».
Η ποιήτρια εδώ μιλάει για το όνομα και την σπουδαιότητα της ταυτότητας . Ποια είμαι, ποιο είναι το όνομα μου, που ανήκω ,ποιος με έφτιαξε( με μορφοποίησε). Αποφασίζουν οι Θεοί ή οι μοίρες για το ποιο θα είναι το όνομα , ποιοι θα είναι οι ρόλοι που θα κληθώ να παίξω ή είμαι έργο του καλλιτέχνη που με λάξευσε , που στόλισε τα μαλλιά μου με μεταξοσκώληκες που δεν πρόλαβαν να γίνουν πεταλούδες; Ποιο είναι το κέρδος της «κόρης» με την πρώιμη απώλεια της αβίωτης ζωής της; Το όνομα μου , λέει η Φρασίκλεια , είναι Απαραβίαστη.
Η ποιήτρια κάνει μία μεγάλη διαδρομή από την αρχαιότητα έως σήμερα , με αναστροφή της ροής της ζωής, αρχίζει από τον θάνατο και οδεύει πίσω προς την ζωή για να καταλήξει στο τέλος ξανά σε έναν « ύπνο-θάνατο ».
« …
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.»

Καταρράκτης ο λόγος και οι εικόνες μέσα από καλειδοσκόπιο . Η ζωή είναι υπεύθυνη τελικά που κάποιος παραβιάζει τα όρια της ταυτότητας , που κατρακυλάει σε γάμο, κηδείες, εραστές, που μπερδεύει τις διευθύνσεις και δεν ξέρει ποιος είναι ; Ξένος μεταξύ ξένων με μία ξενότητα που τρομάζει. Απώλεια η ανυπαρξία ονόματος. Δραματική κραυγή το ποιος είμαι;»
Σε όλα τα ποιήματα της η Κουτσουμπέλη σκύβει σαν επιδέξιος ανατόμος πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις , στα τραύματα που αφήνει η παρεξηγημένη αγάπη ή η έλλειψη της. Στις προδοσίες που κατασπαράζουν ότι έχει απομείνει από τις προσδοκίες για έρωτα και αγάπη. Την διαστρέβλωση της πρωταρχικής σχέσης με την μητέρα , στον φόβο του θηλυκού .
«…»
Το θηλυκό κορμί έχει δαγκάνες
κρύβει ολέθριες παγίδες
και έναν λαβύρινθο στο κέντρο
και έτσι μόνος μου
χαράζω με σουγιά
το βράδυ τους καρπούς
και αίμα συλλέγω σε δοχεία
για να μπορώ μ ΄ αυτό να γράψω
{…}παιδί άπιστης μάνας
Αδελφός ξένων παιδιών
Εραστής άυλων γυναικών
Ποιητής .

Το ποίημα αναφέρεται στη βύθιση του ποιητή σε άγνωστα νερά, στα συμπλέγματα της σκοτεινής πλευράς και των άγριων παρορμήσεων, καθώς ο ίδιος στρέφει τελικά την επιθετικότητα προς τον ίδιο τον εαυτό του.
την επιθετικότητα προς τον ίδιο τον εαυτό.
{ ….}
αφού όλοι γνωρίζουν
ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοϊας
και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο.

Και εκεί που όλα φαίνονται μαύρα και αδιέξοδα για την πλοκή και την έκβαση της ιστορίας η Χλόη Κουτσουμπέλη ξέρει σαν καλός καπετάνιος στην φουρτούνα να μας οδηγεί στο θαυμαστό γεγονός της μοιραίας συνάντησης του ήρωα με τον δημιουργικό εαυτό του. Τον θηλυκό εαυτό του που γεννά στίχους και λέξεις που επινοούν νέες μορφές συνύπαρξης.

Όταν ο κύρος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς
Χάρηκε πολύ
θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων
. θα έπιναν μαζί το τσάϊ κάθε βράδυ.
[…]
Την πρώτη μέρα του φθινοπώρου
Ενώ έξω στάλαζε αργά ο χρόνος,
είχε μόλις επινοήσει και τους δύο
κι ακόμα ένιωθε μόνος.

Με τα ποιήματα της ΜΑΘΗΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ, ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ Υ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, γινόμαστε αυτόπτες μάρτυρες της γέννησης ενός χαραχτήρα ενώ την ίδια στιγμή καλούμαστε να θρηνήσουμε για τον θάνατο του δημιουργού.

« το ένα το χέρι μου είναι γάντζος
μ΄αυτό το χέρι γράφω »
.
Η κορύφωση συνεχίζεται καθώς η ποιήτρια με μαεστρία μας βυθίζει ακόμη πιο πολύ σε γνώριμα νερά μέσα από τις μνήμες. Στην σπηλιά της μήτρας, εκεί όπου συλλαμβάνεται και επωάζεται το « Θεϊκό αυγό» της δημιουργίας. Γράφει:

Όταν με ένα φουρφούρισμα
Ο Θεός μεταμορφώθηκε σε Κύκνο
πούπουλα
χυμένο αλάτι
τσαλακωμένα σεντόνια,
η πράξη της γραφής.
Πολλή φασαρία για το τίποτε.
Μόνο μετά την ωοτοκία κατάλαβα:
Το ποίημα είναι Θεϊκό αυγό.

Τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν το δρόμο τους με το ποίημα ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΡΙΑΣ. Όσο προχωρούμε προς το τέλος της διαδρομής η ωριμότητα και η σπουδή φέρνουν την θυσία και την κάθαρση. Η Ηλέκτρα, η Μαρία Μαγδαληνή, ο Ιούδας, ο Ορφέας θα παίξουν την τελευταία πράξη που εμπεριέχει την Νέμεση και την λύτρωση.

Και πρώτα πρώτα,
Ποτέ μην στρέψεις πίσω το κεφάλι.
{…}Δεύτερον , τήρησε σιγή.
[…} Τρίτον, δείξε σεβασμό
{…} Τέταρτον , μες στους ατμούς του τέλους
στο μάρμαρο του μπάνιου θα λιώνει το
{….}
Πέμπτον και σπουδαιότερο,
Μην επιτρέψεις
Στη χειρουργό μνήμη τον ακρωτηριασμό.

Κλείνοντας την θαυμαστή αλλά καθόλου εύκολη πορεία της αναζήτησης του δημιουργικού εαυτού, την γέννηση του ποιητή και του ποιήματος, η Χλόη Κουτσουμπέλη αναζητάει τον τόπο συνάντησης τους. Ρωτάει για να πάρει ίσως απάντηση.

{…}
Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας.
Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται ;
Άλλωστε πρέπει κάπως να δικαιολογεί την ύπαρξη της και
Η ποίηση
Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν.

Μετά από όλη την διαδρομή της αναζήτησης και το κλείσιμο του κύκλου , ήρθε η στιγμή να συναντηθούν η Φρασίκλεια του παρελθόντος με τον Ποιητή Όμικρον του παρόντος ή και του μέλλοντος.
Παραθέτω το ποίημα με τον τίτλο Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΙΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ.

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον.
Όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
Η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
Και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων
Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
Όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
Χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής.
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάϊσε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

Ίσως τελικά αυτό είναι η ποίηση. Να ανασκαλεύουμε τις μνήμες , να ολοκληρώνουμε τον κύκλο της υπαρξιακής μας αναζήτησης και να ανιχνεύουμε όλες τις εκφάνσεις αυτού του μαγικού ζευγαριού: του Δημιουργού και του Δημιουργήματος του .

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

oanagnostis.gr 5/6/2021

Η εμφιάλωση του ατίθασου

Η κόρη Φρασίκλεια δεν προλαβαίνει να χαρεί τη γαμήλια ζωή και τον έρωτα, καθώς οι θεοί την παίρνουν από νωρίς κοντά τους. Ο θάνατος την καταδικάζει να ακινητοποιηθεί στην κατάσταση της κόρης, ενώ ο γλύπτης Αριστίων ο Πάριος της επιφυλάσσει ένα ακόμη μαρμάρωμα, καθώς σμιλεύει το άγαλμά της στο μνήμα της. Η Φρασίκλεια θα προτιμούσε το δώρο της ζωής, όμως στις θωπείες του γλύπτη στο μάρμαρο προσπαθεί να βιώσει έναν άλλου τύπου έρωτα. Η ολοκλήρωση του γλυπτού, ωστόσο, ακυρώνει τις ψευδαισθήσεις και οριστικοποιεί το όνομα της κόρης: «Απαραβίαστη». Η Χλόη Κουτσουμπέλη, ήδη στην εκκίνηση της ποιητικής της συλλογής Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, οριοθετεί το πεδίο της πραγμάτευσής της: η μοναξιά, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο θάνατος. Ένα μνημόσυνο, μία οδύνη που εκφράζονται ευθύς εξαρχής με σχήμα οξύμωρο και ειρωνεία. Το οξύμωρο προκύπτει από τη συνεξέταση της ετυμολόγησης στο όνομα Φρασίκλεια και της ζωής που επιφύλαξε η μοίρα στην κόρη: η προορισμένη να μιλά για δόξες (φράζω + κλέος) συναντά τον πρόωρο, άδοξο θάνατο. Κι η πραγματικότητα αυτή της διαψευσμένης δόξας ενεργοποιεί τη λειτουργία της τραγικής ειρωνείας.

Το ερωτικό ανεκπλήρωτο η Κουτσουμπέλη το εντοπίζει σε κάθε έκφανση της ζωής. «Έτσι ήταν εκείνη η συνάντηση των δυο τους/ στο φανάρι,/ όταν για ένα δευτερόλεπτο/ ο ένας αναγνώρισε τον άλλο,/ κι ύστερα τράβηξε ο καθένας/ τον δρόμο του στο κρύο»: η ευκαιρία που χάνεται ανεκμετάλλευτη κι ανεπιστρεπτί εικονοποιείται με τρόπο κινηματογραφικό. Η ποιήτρια, ωστόσο, επιμένει να συσχετίζει την επίπεδη ζωή με το περιβάλλον ανθρώπων που κινούνται στον χώρο των τεχνών και ιδίως της ποίησης. Η Σύλβια Πλαθ ενσαρκώνει, ως προδομένη σύζυγος, την προβολή της ανικανοποίητης ζωής στους ποιητές, «Αφού κάθε ερωτευμένη γυναίκα αφανίζεται/ όταν την προδίδει ο αγαπημένος άντρας». Ο Κώστας Κρυστάλλης περιφέρει, εσωτερικός μετανάστης στην πρωτεύουσα, την αμήχανη μοναξιά του, μεγεθυσμένη από το «φθισικό αυγό»: «ξένος στους ξένους ξένιζα ξενιτεμένος», με τον εμφαντικό τονισμό της ιδιότητας του ξένου μέσα από την επανάληψη των ομόρριζων και την παρήχηση του ξ και του ν. Για την Άννι Έντσον Τέιλορ πάλι, που αποπειράθηκε να ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα δοκιμάζοντας τον άθλο να ριχτεί στους καταρράκτες του Νιαγάρα μέσα σε βαρέλι, «Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα». Αλλά η υπέρβαση τούτη δεν αρκεί, τη στιγμή που αναγκάζεται να συνυπάρχει μ’ έναν σύζυγο «ξένο», που «Φορούσε μακριά σώβρακα».

Η μοναξιά του βίου, που δεν εξαιρεί μήτε τον κάθε «ποιητή Όμικρον», επιτείνεται από ένα στοιχείο αρρωστημένο, που καθιστά ακόμη και την επαφή προβληματική, ανίερη και καταδικαστέα. Η Κουτσουμπέλη εντοπίζει το αρρωστημένο να συστεγάζεται με την ποίηση, όπως συμβαίνει στην απαγορευμένη ερωτική σχέση του ποιητή λόρδου Μπάιρον με την αδελφή του, ή του κόντε Σολωμού, πατέρα του εθνικού ποιητή Διονύσιου, με την υπηρέτρια «μητέρα-σάβανο» του ποιητή, σε μια παράνομη και ταξικά ασύμβατη σχέση. Διερευνώντας τα μυστικά των ποιητών της («Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον» ή «Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»), η Κουτσουμπέλη σχολιάζει την αυτοκαταστροφικότητά τους, «Αφού όλοι γνωρίζουν/ ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας/ και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο».

Υπό την οπτική αυτή, η τέχνη, ως κατεξοχήν μορφή δημιουργίας, μεταλλάσσεται σε «δημιουργική μοναξιά». Το ποιητικό παιχνίδι της Κουτσουμπέλη εκδηλώνεται πολυεπίπεδα. Η ποιήτρια όχι μόνο υπονοεί τη «δημιουργική γραφή», την οποία μετονομάζει σε «δημιουργική μοναξιά», όχι μόνο αντιστρέφει τους ρόλους του συγγραφέα και του λογοτεχνικού του ήρωα, αναθέτοντας στον ήρωα την ταυτόχρονη επινόηση του συγγραφέα, αλλά μετατρέπει εντέλει και τα δύο πρόσωπα σε ήρωες ενός απώτερου συγγραφέα, που κινείται έξω από τον κόσμο των δύο προαναφερόμενων προσώπων και κινεί επίσης τα νήματα του βίου τους. Διαλεγόμενη με αφηγηματολογικές θεωρίες, η Κουτσουμπέλη αντιστρέφει τον Ρολάν Μπαρτ («Ο θάνατος του συγγραφέα»), αποφαινόμενη πως ο συγγραφέας, ανεξαρτήτως των τοποθετήσεων των αναγνωστών του, θα παραμένει ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του υλικού του, όντας ενήμερος για κάθε σκέψη ή διάθεση ανταρσίας των ηρώων του κι ελέγχοντάς τους απόλυτα. Η κυριαρχία επί των ηρώων, ωστόσο, δεν απαλείφει τις προβληματικές καταστάσεις για τον συγγραφέα, ο οποίος βρίσκει μπροστά του πάλι τη βούληση του αναγνώστη σε ένα διαφορετικό επίπεδο: εκείνο των αναγνωστικών προτιμήσεων· οι προτιμήσεις των αναγνωστών επιβάλλονται στον συγγραφέα με τη δύναμη της εμπορικότητας και τον υποχρεώνουν να δημιουργήσει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατά τρόπο άγονο και καταπιεστικό για τον ίδιο. Εξού και η Λουίζα Μέι Άλκοτ αδυνατεί να συμβιβαστεί με τη «βαρετή καθημερινότητα» των δικών της ηρωίδων στις «Μικρές κυρίες», οδηγούμενη στην ευχή και στην τραγική παραδοχή «Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες/ του απάνθρωπου αυτού βιβλίου/ στο οποίο/ είμαι μεν μία συγγραφέας/ αλλά όχι η συγγραφέας του». Ο αλλοτριωμένος από την εμπορικότητα συγγραφέας αποτελεί μία ακόμη ενσάρκωση του ποιητή Όμικρον κι ερμηνεύει επίσης τη μοναξιά του, μια «δημιουργική» μοναξιά που παλεύει να ισορροπήσει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

Οι ποιητικές ρήξεις της Κουτσουμπέλη με τα παραδεδομένα δεν σταματούν εδώ. Η ποιήτρια μετατοπίζει το δράμα από τους συγγραφείς στους λογοτεχνικούς ήρωες, η προσέγγιση των οποίων συντελείται υπό νέα οπτική. Οι επτά νάνοι δεν αφοσιώνονται στη Χιονάτη αλλά της επιβάλλονται και, τρόπον τινά, την καταβροχθίζουν. Η φασολιά του Τζακ δεν φυτρώνει ποτέ και το θαύμα δεν συντελείται. Κι η προδοσία του Ιούδα ήταν, στην πραγματικότητα, «η ουσία της αγάπης» του στον Χριστό. Ίσως όμως η μετατόπιση από τους συγγραφείς στους ήρωές τους να υπονοεί εντέλει και την ταύτισή τους. «Το ένα μου χέρι είναι γάντζος./ Μ’ αυτό το χέρι γράφω» («Κάπτεν Χουκ»): ο Κάπτεν Χουκ γράφει με τον γάντζο, συνθήκη η οποία οδηγεί τον ήρωα στην αγκαλιά του συγγραφέα του και υποδηλώνει τον ήρωα ως προσωπείο του συγγραφέα.

Οι αντιστροφές αυτές εμπεριέχουν φιλοσοφημένα αποστάγματα πείρας ζωής, τα οποία διατυπώνονται συχνά με τρόπο αποφθεγματικό και με τη συνδρομή σχημάτων λόγου. «Η νηνεμία είναι η δοκιμασία», αποφαίνεται ο θαλασσόλυκος ποιητής Νίκος Καββαδίας: «Μες στον ύπνο κάθε βράδυ,/ να πλάθεται το σώμα σου στο σχήμα του δικού μου/ να εμφιαλώνω την άγρια θάλασσα». Η επαναφορά του έρωτα στο ποίημα καταδεικνύει την επιμονή της Κουτσουμπέλη στη συμπλοκή του με την ποίηση. Ο Καββαδίας πετυχαίνει να εμφιαλώσει τη θάλασσα ακριβώς χάρη στην ποίηση, όμως χάνει τον έρωτα: «έχυσα όλο τον κουβά με τον χρόνο στο κατάστρωμα». Το σχόλιο όμως που τοποθετεί η ποιήτρια στο στόμα του Καββαδία προκρίνει εντέλει την ποίηση: «Καλύτερα», γιατί οι ποιητές εμφιαλώνουν το ατίθασο και δεν εμφιαλώνονται οι ίδιοι, όσο κι αν το περιβάλλον απειλεί να τους δεσμεύσει: «Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο ύπουλος εχθρός./ Η μνήμη είναι».

Μέσα στις δεσμεύσεις του περιβάλλοντος, συνεπώς, που κατατρύχουν τον ποιητή και σχηματοποιούν τη μοναξιά του, καθοριστικός παράγοντας αποδεικνύεται κι η μνήμη. Η επιβολή της μνήμης είναι τυραννική, γι’ αυτό και η παρότρυνση «μην επιτρέψεις/ στη χειρουργό μνήμη τον ακρωτηριασμό». Θα ’ταν αναμενόμενο η «χειρουργός» μνήμη να επιτελεί ίσως σωτήρια ιαματική επέμβαση, όμως, όταν βαραίνει, ακρωτηριάζει. Η Κουτσουμπέλη δεν αρνείται, συνεπώς, στη μνήμη αμφότερες τις λειτουργίες, τη θετική και την αρνητική. Έχει σημασία λοιπόν ο τρόπος της διαχείρισής της, «Αφού ποτέ δεν είναι μόνον άνθρακας ο θησαυρός». Αρκεί να βρεθεί το μέσο για την προσέγγιση του διαμαντιού.

Αμφιταλαντευόμενη μεταξύ των λειτουργιών και της ίδιας της ποίησης, η Κουτσουμπέλη αναζητά τις ισορροπίες που θα ακυρώσουν τη «γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον». «Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε,/ εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,/ δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω./ Ναι, μία από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι./ Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση». Ωστόσο, την ίδια στιγμή που η ποιήτρια πραγματεύεται διαψεύσεις της ποίησης, διαπιστώσει συνάμα και τη λυτρωτική της λειτουργία. «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και/ η ποίηση./ Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν». Η μοναξιά, επομένως, δεν είναι ο μοναδικός τόπος του ποιητή. Υπάρχει στην ποίηση και πεδίο ψυχικών ταυτίσεων και συμπορεύσεων. Έτσι ερμηνεύεται και η επιλογική τοποθέτηση της Κουτσουμπέλη, στην οποία διαπιστώνεται πως όσο μοναχική κι επίπονη κι αν είναι η ποιητική διαδικασία, θα ’ναι συνάμα και μια πορεία ατέρμονη: «Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει».

.

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ  

ΠΕΡΙ ΟΥ 29/5/2021

Τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο αινιγματικός τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέληˑ Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον
Αν το γράμμα «Όμικρον» ταυτίζεται οπτικά με το μηδέν και αυτό με τη σειρά του ταυτίζεται ή έστω συγγενεύει με τον γνωστό μας «κανένα», τότε ο τίτλος, με τέσσερις κύριες λέξεις, οδηγεί σταδιακά στο να καταργήσει τα πάντα κι εκείνος ο Ποιητής, να μείνει γυμνός και μόνος, έρημος στην έρημο. Η μόνη ουσιαστική λέξη, λοιπόν, είναι ο «Ποιητής», αλλά σαν προσωπίδα ενός ανθρώπου που πάσχει. Όλες οι άλλες είναι αφηρημένες.
Πώς γίνεται άραγε και περιστοιχιζόμαστε με τόσα και τόσα αφηρημένα νοήματα, χωρίς στήριγμα σ’ έναν πραγματικό κόσμο;
Κοιτάζοντας τους τίτλους των ποιημάτων προκύπτει μία ποικιλία όχι τόσο ποιητών, όσο διαθέσεων που πάλι όλες συγκλίνουν στο τίποτα ή σε μια κατάσταση, η οποία προέρχεται από κάτι μη χειροπιαστό.
Πώς γεννιέται η ποίηση; Από μια βαθιά πληγή. Ψυχική. Από κάτι που δεν το θεραπεύει η επιστήμη και τα φάρμακά της, μόνο η Τέχνη που κάνει «για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή».
Και η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη εντρυφά συστηματικά πάνω σ’ αυτές τις πληγές που όλες έγιναν λόγια για να θεραπεύσουν πάθη. Αρχίζοντας από την αρχαία Κόρη Φρασίκλεια που τρέχει με λυμένο το σανδάλι και με άλμα μέγα διασχίζει τους αιώνες η Κουτσουμπέλη θα ξετρυπώσει από τη βιτρίνα της αιωνιότητας, όπου έχουν ήδη παραταχθεί, τις μοναχικότητες και ψυχικές ερημίες όλων των εποχών. Κάθε περίπτωση είναι ειδική και ιδιαίτερη. Ο τόπος της, ου τόπος, Η ποίηση είναι «η μόνη γη», όπου όλοι και όλες μπορούν να συναντηθούν, αλλιώς λες και από τη φύση τους έχουν γίνει έτσι για να μη συμπέσουν. Ιόντα στους κύκλους του Δημόκριτου. Τυχαία τροχιά σε τυχαία φορά και η καλή τύχη άπιαστη.
Πρώτη, πέραν της Φρασίκλειας, τον χορό ανοίγει η Άννι Έντσον Τέιλορ, που αρχίζει να υπάρχει όταν επέζησε, αφού έπεσε στους Καταρράκτες. Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα. Όλα τα άλλα ένα ισοπεδωτικό τίποτα-όμικρον-μηδέν, με μόνη εξαίρεση τις νυχτερινές περιπλανήσεις μέσα στα όνειρα. Εκεί που όλα επιτρέπονται, εκεί που δεν ισχύει κώδικας δεοντολογίας, εκεί που ο καθένας μας περνάει αρκετό τον καιρό του όπως θέλει, χωρίς να φοβάται τη λογοκρισία και η Τέιλορ τις λάσπες στη νυχτικιά της. Και λέμε όνειρο το κάθε τι ωραίο.
Η ποιήτρια Σύλβια Πλαθ κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμό της. Πελαγωμένη στους ψυχικούς της λαβυρίνθους προτίμησε τη φυγή από τη ζωή. Φταίει ο σύζυγός της ο Χιουγκς που κάποιοι προσπαθούν να σβήσουν το όνομά του από τον τάφο της ή φταίει η ίδια που δεν μπόρεσε να τον σβήσει από το μυαλό της, η φταίει το κακό το ριζικό της;
Ο Μπάιρον ένας ρομαντικός που νόμισε πως ατιμώρητα θα καταργούσε τα όρια του αίματος για να μπει στην απαγορευμένη ρωγμή και να αγκιστρώσει εκεί μέσα ποιήματα-τέραταˑ Αυγούστα, αδελφή και ερωμένη. Ήταν αυτό το μοναδικό του τραύμα ή είχε κι άλλα; Το Μεσολόγγι δεν τον θεράπευσε, απλώς τον σκότωσε.
Ο Σολωμός και η μητέρα του μια άλλης φύσεως πληγή. Ο κόντε Σολωμός βίαζε τη μητέρα κάθε βράδυ (το ’χαν συνήθειο τους οι κόντηδες κι άλλοι παντός είδους αφεντάδες). Τα παιδιά που γεννήθηκαν, τα δικόγραφα που προέκυψαν, και η πληγή που έγινε χάσμα και δεν γιόμισε άνθη, έκανε τον γιο να μισήσει ό,τι αγάπησε∙ κι απόμεινε εραστής άυλων γυναικών. Ποιητής.
Η εξομολόγηση του Βαν Γκογκ σπαρακτική: Αν το πορτρέτο τραυματίστηκε/ σημαίνει πως το ίδιο έπαθε ο ζωγράφος;/ Όταν πονά ο χαρακτήρας, πονά ο συγγραφέας; Μα, ναι, θα λέγαμε εμείς οι αμύητοι στον πόνο, αν μας δόθηκε η χάρη να είμαστε. Όμως, πόσο αμύητοι, και πόσος πόνος; Ποιο είναι το σημείο που πρέπει ο πόνος να υπερβεί, ποιο το όριο που από κοινόν νουν θα μεταβάλει τον πάσχοντα σε ποιητή, ζωγράφο, γλύπτη, ποια η εμπειρία του μεγάλου πάθους και παθήματος, βγάζει στην Ποίηση; Η αιμάσσουσα πληγή∙ αυτή βγάζει στην Τέχνη.
Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα λέει ο Άγγελος Σικελιανός που έσκυψε και αυτός βαθιά στο χρόνο και στα κείμενα για να συναντηθεί με τη μυστική ουσία. Τη σάρκα το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο, λέει ο Κ.Γ.Καρυωτάκης. Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας…θρέφονται με το αίμα… είναι η συμβολή του Γιώργου Σεφέρη, βγήκα για νέες πληγές πάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σαν νούφαρα, θα προσθέσει ο Οδυσσέας Ελύτης. Η σειρά είναι μακρά και η φύση δίνει το παράδειγμα.
Επιστρέφοντας στον αυτόχειρα της Πρέβεζας, η Κουτσουμπέλη θα προσπαθήσει να ερευνήσει τη σκέψη αυτού του σαρκάζοντος ποιητή και να διευρύνει τις συμβολές προς μελλοντικό αυτόχειρα, Όχι με πνιγμό, Ίσως … με βέλος, ή με πιστόλι, … να τρέχετε πάντα πιο γρήγορα από τη αρρώστια… να αποφύγετε τις επιστολές… παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική ένδεια, τη σύφιλη. Ποτέ όμως ότι είστε ποιητής. Θα υποφέρετε αιώνια». Γιατί είναι γνωστό
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, / μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, / όταν ακούσεις ανθρώπους.
Και τα παραδείγματα είναι Πολλά. Η Κουτσουμπέλη δεν θα αφήσει καμία παράμετρο ανεκμετάλλευτη. Με περιστρεφόμενες τις κεραίες της θα συλλάβει τα πάντα. Το ανύποπτο ελάφι ενώ πίνει αμέριμνα νερό και αντικρύζει στο ποτάμι την αντανάκλαση του κυνηγού. Και ό,τι αυτό υποδηλώνει, άνθρωπο, πρόσφυγα, ερωτευμένο, αιχμάλωτο, ευάλωτο.
Δυο άνθρωποι από τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα -ιδού η τύχη που συναίνεσε- συναντήθηκαν στο φανάρι, όμως για ένα δευτερόλεπτο αναγνώρισε ο ένας τον άλλο, / κι ύστερα τράβηξε ο καθένας το δρόμο του. Κάπου εδώ ένας Μπωντλαίρ μας κλείνει το μάτι με την δική του Διαβάτισσα ή αλλιώς «Σε μια Περαστική».
Το «Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς» μας ξυπνά μνήμες από την σκέψη του Πωλ Βαλερύ που αναρωτιέται μήπως όλα είναι «στη φαντασία κανενός γραφιά του άλλου κόσμου που μας πήρε για νευρόσπαστα!». Όμικρον κι εδώ, λοιπόν, και τόπος και πρόσωπα ανύπαρκτα. Σκιές, πλάσματα του «Συγγραφέα που μας επινόησε», επιμένει η Κουτσουμπέλη, για να αυτονομηθούμε∙ Ο συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει. Ωραία τα λέει η θεωρία∙ και τώρα τι θα απογίνουν τα έξι πρόσωπα που τον αναζητούν κι ο Πιραντέλο έχει ήδη πεθάνει;
Η ποιήτρια έχει ένα πλούσιο υλικό στη διάθεσή της και κανείς δεν θα πεθάνει από δική της θέληση. Το αντίθετο μάλιστα, ο μύθος που θα συνθέσει ποίημα, το ποίημα που θα εξελιχτεί σε ερωτική πράξη, η διακόρευση της Λήδας, ο Κύκνος και τα πούπουλα δεν είναι τίποτα. Θα γίνουν οι γονείς του Θεϊκού Αυγού. Όλα για την διαιώνιση, λοιπόν, μόνο; Κανείς δεν σκέφτηκε τι να απέγινε η Λήδα.
Τι είναι ο άνθρωπος; Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή; Ρωτά ο σκοτεινός Σεφέρης και σκοτεινά απαντά. Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν… και ο νοών νοείτω.
Ο κόσμος λέει πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός και ο ύπουλος εχθρός. . Λάθος, λέει η Κουτσουμπέληˑ το χώμα είναι ο γιατρός και η μνήμη ο εχθρός. Η εξερεύνησή της θα επεκταθεί και στις άλλες Καλές Τέχνες. Θα μιλήσει με ηθοποιούς, ζωγράφους, γλύπτες, κάθε κατηγορίας καλλιτέχνες. Μας σταματά η απάντηση ενός ποιητή που λέει πως θα ήθελε να γίνει τσαγκάρης και ο νου μας τρέχει στο λυμένο σανδάλι της Φρασίκλειας∙ να θέλει να συνδέσει τη σπασμένη αλυσίδα;
*
(Ο Πελεκάνος που με το ράμφος του παίρνει αίμα από την καρδιά του και ταΐζει τα παιδιά του ποιεί Ποίηση εκείνη την ώρα, δίνοντας ζωή και πεθαίνοντας ο ίδιος. Και ο μύθος μας λέει ότι ο κάθε καλλιτέχνης, ποιητής είν’ ένας Πελεκάνος. Έχει τη φλέβα ανοιχτή για να βουτάει σ’ αυτήν την πέννα ή το πινέλο. Ίσως στο πρόσωπο του Λαοκόοντα που αγωνίζεται να ξεφύγει από τα φίδια δεν είναι ο Λαοκόων αλλά ο ίδιος ο Μιχαήλ Άγγελος πάσχων…)
Η Κουτσουμπέλη νιώθει το πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων, όπως ο Καρυωτάκης, όπως ο καθένας που πλήρωσε ακριβά το τίμημα για να ανήκει στων Ιδεών την Πόλη. Πολύ ακριβό το εισιτήριο. Δεν αγοράζεται με χρήμαˑ μόνο με πήμα/πάθημα. Το βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι φόρος τιμής σε όλους αυτούς που με τον πόνο τους, το πάθος και την τρέλα τους έχουν φωτίσει τα σκοτάδια όλων μας. Με την ποιητική της αλληλεγγύη, το στίχο και την τέχνη της εν γένει, απότισε φόρο τιμής στους σπαραγμένους από τη μοίρα τους δημιουργούς που υποστηρίζουν με το παράδειγμά τους τη γυμνή μοναξιά του κάθε μοναδικού «Όμικρον».

.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

FREAR.GR 27/5/2021

Για τον ποιητή Όμικρον της Χλόης Κουτσουμπέλη

Το τελευταίο ποίημα της πρόσφατης ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη, που της δανείζει τον τίτλο του, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, αρχίζει – «Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον/όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,/η πένα αναπαύτηκε οριζόντια/και το μελάνι στέρεψε./Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα…» – όπως τελειώνει το τελευταίο ποίημα της προηγούμενης συλλογής της, Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, «Επίλογος»: «Και τώρα; τον ρώτησε./Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη/με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια./Φορούσε μαύρα γυαλιά./Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,/είσαι απλώς μια συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.» Αλλά, δεν τελειώνει με τον ίδιο τρόπο. Είναι κι αυτή γεμάτη από λογοτεχνικά πρόσωπα και μικρές ιστορίες τους που τις βγάζει από τη σκιά. Δεν έχουμε, όμως, άλλη μια συλλογή που να μας λέει τα ίδια πράγματα με την προηγούμενη. Αν ήταν έτσι η Κουτσουμπέλη δεν θα ήταν μια σπουδαία ποιήτρια.

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον αρχίζει με την επιγραφή που υπάρχει στο άγαλμα της Φρασίκλειας, το οποίο φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: «…Θα καλούμαι για πάντα κόρη αφού οι Θεοί αντί για γάμο μου όρισαν αυτό το όνομα…». Το μικρό ποιητικό κείμενο που ακολουθεί, περιέχει «Αρχαία Σκόνη» και τελειώνει «….Δε με λένε Φρασίκλεια. Το δικό μου όνομα είναι Απαραβίαστη». Απαραβίαστη κόρη, Απαραβίαστη μνήμη, Απαραβίαστη ποίηση.

Πρόκληση και πρόσκληση ταυτόχρονα. Για την «παραβίαση», την κατανόηση, την ερμηνεία της συλλογής. Ποιήματα παλιότερα, στίχοι απομονωμένοι και έννοιες-κλειδιά στην ποίηση της ποιήτριας – απώλεια, πόνος, μνήμη, γυναίκα – βοηθούν για να ανταποκριθούμε. Και μια μικρή συλλογή που κυκλοφόρησε ως ηλεκτρονικό βιβλίο την Πρωτοχρονιά του 2014, Η μυστική ζωή των ποιημάτων .

Το πρώτο ποίημα της νέας συλλογής «Καταρράκτης» είναι για την Άννι Έντσον Τέιλορ, τον πρώτο άνθρωπο που έπεσε με βαρέλι στον Νιαγάρα το 1901 σε ηλικία 63 ετών. «Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Και όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.» Κάποιοι άνθρωποι μόνο από την ανάσα του θανάτου διακινούνται συναισθηματικά, αισθάνονται ζωντανοί. Γι’ αυτό τους συγκινούν τα ακραία, τα επικίνδυνα σπορ ή οι επικίνδυνες πράξεις. Όπως η πτώση στον Νιαγάρα. Όμως, το ίδιο επικίνδυνο είναι να γράφεις ποιήματα. Να είσαι ποιητής σημαίνει ότι φλερτάρεις με τον θάνατο. Μόνο αντίδοτο είναι ο έρωτας, που δεν κερδίζει, αλλά προσφέρει χρόνο. Τελικός νικητής είναι πάντα ο θάνατος. «Τα περισσότερα ποιήματα φοβούνται να πεθάνουν/ γι’ αυτό και ερωτεύονται συνέχεια./ Μα ο θάνατος δεν έρχεται ποτέ ακαριαία./ Στην πραγματικότητα/ τον προετοιμάζει πάντα η αρχή τους.» («IV Από τη μυστική ζωή των ποιημάτων»). «Και Αφού όλοι γνωρίζουν/ ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας/ και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο» («Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»). Η ποίηση είναι επικίνδυνη δουλειά. Γι’ αυτό και ο ποιητής Όμικρον θα προτιμούσε κάποια άλλη «-Ετοιμάζετε κάποια καινούργια δουλειά;/ -Θα μ’ ενδιέφερε πολύ αυτή του τσαγκάρη ή του θηριοδαμαστή.» («Απόσπασμα συνέντευξης με τον ποιητή Όμικρον»).

Η γυναίκα, η μητέρα, ο θάνατος, η ποίηση. «Το θηλυκό κορμί έχει δαγκάνες/ κρύβει ολέθριες παγίδες/ κι έναν λαβύρινθο στο κέντρο/ κι έτσι μόνος μου/ χαράζω με σουγιά/ το βράδυ τους καρπούς μου/ και αίμα συλλέγω σε δοχείο/ για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω/ εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,/ παιδί άπιστης μάνας/ αδελφός ξένων παιδιών/ εραστής άυλων γυναικών./ Ποιητής.» («Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού»).

Ο ποιητής Όμικρον, γράμμα όμικρον, μηδέν, κύκλος. Ο ποιητής Όμικρον και ο ποιητής Όμικρον. Η κυκλική αντίληψη της ζωής. Η ένωση των αντιθέτων. Το γιν και το γιανγκ. «Το πάθος είναι η άλλη όψη του ασκητή» («Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον»). Το μηδέν. Η αρχή των πάντων, της ζωής και της ποίησης. «Ποίημα από ποίημα διαφέρει./ Κανένα ποίημα δεν είναι ποτέ ίδιο με το άλλο./ Όλα όμως προέρχονται από την ίδια αρχαία κοίτη» («VIII από τη μυστική ζωή των ποιημάτων»). Η αρχαία κοίτη. Η αρχαία μήτρα. «Μόνο μετά την ωοτοκία κατάλαβα:/ Το Ποίημα είναι το Θείκό Αυγό.» («Η Λήδα και ο κύκνος»). «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και/ η ποίηση./ Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν.» («Η μόνη γη»). «Πολύτιμα είναι και το κάρβουνο και το διαμάντι./ Αφού ποτέ δεν είναι μόνο άνθρακας ο θησαυρός.» («Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα»). «Πιστεύετε στη μετεμψύχωση;/ – Ναι, κάθε άγαλμα έχει επτά ζωές» («Με τη γλύπτρια Αντιγόνη Ταυ»).

Αρχαία μήτρα. Αρχαία μνήμη. Αρχαίο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο. Και πάντα η Οικογένεια. «Στο ρετιρέ κατοικεί ένας γέρος…/ τον λένε κύριο Γκοντ, Αϊ-Βασίλη,/ ή πατέρα…/Ακριβώς από κάτω ζει μία μητέρα…/ Ο δεύτερος και ο τρίτος όροφος είναι νοικιασμένοι/ σ’ ένα οικοτροφείο σκιών…/ Σε μία αιώρα; Στο μπαλκόνι τους/ κοιμάται σ’ εμβρυακή στάση ένας αδελφός… Τέλος, στο ισόγειο,/ζω εγώ με έναν σύζυγο…/ και δύο δίδυμα παιδιά…/ Θα ήμασταν μια ευτυχισμένη οικογένεια,/ αν κάθε βράδυ δεν μας πλάκωναν οι πάνω όροφοι/ γεμίζοντας το σπίτι ασβέστες και τσιμέντα./ Για τα κοινόχρηστα όμως δεν υπάρχει πρόβλημα./ Το ποσοστό στον πόνο/ ρυθμίζεται ανάλογα με τα τετραγωνικά.» Οικογένεια και πολυκατοικία (θυμίζει την πολυκατοικία που διαμένει Ο Βοηθός του κυρίου Κλάιν) κατοικημένη αντίστροφα από τον χρόνο και την εξέλιξη του πολιτισμού. Κι εδώ κυκλικά. Η πολυκατοικία χτίζεται από κάτω προς τα πάνω, αλλά κατοικείται ηλικιακά από πάνω προς τα κάτω. Παλιό και νέο, μπρος και πίσω, κάτω και πάνω, εμπειρία και νεότητα, μνήμη και συνείδηση, ενωμένα, σφιχταγκαλιασμένα, αδιαχώριστα. Η σημασία του χρόνου, οι τομές του, οι διασταυρώσεις, οι συμπτώσεις, οι συνδέσεις. «Έτσι ήταν εκείνη η συνάντηση των δυο τους/ στο φανάρι,/ όταν για ένα δευτερόλεπτο/ ο ένας αναγνώρισε τον άλλο,/ κι ύστερα τράβηξε ο καθένας/ τον δρόμο του στο κρύο.» («Το ελάφι και ο κυνηγός»). Σημασία, όμως, δεν έχει τόσο ο χρόνος που πέρασε, ούτε τα παιχνίδια του, «Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο ύπουλος εχθρός./ Η μνήμη είναι.» («Μαθήματα χειροτεχνίας»), αλλά η μνήμη, εχθρός και κριτής. «Όλα τα ποιήματα είναι ένοχα./ Ποτέ δεν θα απολογηθούν./ Μερικά καταδικάζονται στην λήθη./Όμως η μνήμη είναι ο πιο ανελέητος κριτής.» («II Από τη μυστική ζωή των ποιημάτων»).

Η μνήμη και η προδοσία. «Ναι, Κύριε, σε πρόδωσα,/ μα μόνο γιατί η προδοσία/ ήταν η ουσία της αγάπης μου.» («Ο λόγος του Ιούδα»). «Η γυναίκα που προδόθηκε στον Τελευταίο Δείπνο.» («Μαρία Μαγδαληνή»). «Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα/ μπορούσα πια να τη σκοτώσω» («Ηλέκτρα»). Ταυτίσεις. Ο καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη. Οι μπάμπουσκες. «Ίσως όμως η αυταρέσκειά της να μετριαζόταν/ αν γνώριζε/ πως την ίδια ώρα κάποιος καθισμένος σε γραφείο,/ την πρώτη μέρα του φθινοπώρου,/ ενώ έξω στάλαζε αργά ο χρόνος, είχε μόλις επινοήσει και τους δύο/ κι ακόμα ένιωθε μισός» («Μάθημα Δημιουργικής Ανατομίας»). «Έτσι αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς/ ο Μέγας Συγγραφέας που μας επινόησε» («Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ.»). «Το καλό και το κακό μπερδεύονταν συνέχεια./ Ο Συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει./ Ας έπαιζε ο Αναγνώστης τον ρόλο του./ Δεν γνώριζαν πόσο ο Τζον Σμιθ ήταν ενήμερος/ για την ελάχιστή τους σκέψη, για τον παραμικρό τους ψίθυρο./ Και ότι την ίδια στιγμή/ ένα μικρό διήγημα/ με όλα τα σχετικά με την ανταρσία τους/ εγκιβωτιζόταν στο μεγάλο» («Ο θάνατος του συγγραφέα»).

Εκεί που νομίζεις ότι όλα τελείωσαν, ο κύκλος έκλεισε και δεν έχεις άλλο χρόνο, κάτι – κάπου – κάπως γίνεται που τα αλλάζει όλα. Ο κύκλος ανοίγει ξανά. Για να ολοκληρωθεί και πάλι. Σε ένα αέναο κοσμικό παιχνίδι λέξεων, φράσεων, ποιημάτων. Όπως ο χορός του νερού στον Καταρράκτη του Νιαγάρα που έπεσε η Άννι Έντσον Τέιλορ. Μας έχει προετοιμάσει η Κουτσουμπέλη γι’ αυτό. «Κανέναν δεν περιμένει πια η Πηνελόπη./ Στο μεταξύ, στο αεροδρόμιο,/ ο ξένος με το παρατσούκλι Ούτις/ έχει κιόλας περάσει τον έλεγχο αποσκευών» («Η Πηνελόπη Γερνά», από το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ).

Ναι, εκεί που τελειώνει Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, αρχίζει Η Γυμνή Μοναξιά του Ποιητή Όμικρον. Αλλά, εδώ δεν ολοκληρώνεται ούτε το ποίημα, ούτε η συλλογή. Δεν είναι απλά άλλο ένα ποίημα, που κλείνει μια συλλογή. Συνδέεται με την αρχή, με την αρχαία κοίτη, την αρχαία μήτρα που γέννησε τον κόσμο και την ποίηση. Συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε στην αρχή του κειμένου…/ τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα…

…Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων./ Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον/ όπως κάθε ποιητής πριν και μετά/ χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,/ Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,/ όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται,/ έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή/ τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι/ και ξάπλωσε να κοιμηθεί./ Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

“Fractal” 26/5/2021

Ποιητικές μεταμφιέσεις

Σαν μότο της συλλογής το σχόλιο της ποιήτριας σε ταφικό επίγραμμα που συνοδεύει το αρχαϊκό γλυπτό μιας κόρης: παρά τις όποιες ενστάσεις της, η Φρασίκλεια ένιωθε εθιστικά τα χέρια του γλύπτη όσο αυτός σμίλευε το άγαλμά της, κουβαλά στα χυμένα της μαλλιά αρχαία σκόνη και μεταξοσκώληκες και δεν τη λένε Φρασίκλεια αλλά Απαραβίαστη.

Δεν στέκομαι εδώ τυχαία. Τούτο το εναρκτήριο σχόλιο πυκνώνει την κύρια τεχνική και υποβάλλει τη βασική ιδέα της συλλογής. Τα ποιήματα δεν υπόκεινται απλώς στο πνεύμα του, αλλά λειτουργούν και σαν ανάπτυγμά του.

Πέραν της Φρασίκλειας, η Κουτσουμπέλη συνομιλεί με μια πληθώρα ακόμη προσώπων ή ακριβέστερα παραχωρεί τον λόγο σε μια πληθώρα προσώπων, πραγματικών ή επινοημένων, δημιουργών ή απλών ανθρώπων, απ’ τον Καρυωτάκη μέχρι τη Μαρία Μαγδαληνή, απ’ την Ηλέκτρα μέχρι τον Διονύσιο Σολωμό και απ’ τον Πήτερ Πάν μέχρι τον ποιητή Όμικρον. Ερωτικές επιστολές, πτώσεις από καταρράκτες, χρόνιες ασθένειες, απόπειρες αυτοκτονίας, παιδικά τραύματα, ποιητικοί στοχασμοί, υπαρξιακές αγωνίες ανασύρονται στο ποιητικό αναλόγιο υπό μορφή χαμηλόφωνης εξομολόγησης του «βιογραφούμενου». Μέσα απ’ την εξιστόρηση του επιμέρους περιστατικού σχηματίζουμε συνολική εικόνα για το όλον μιας ζωής. Κάθε ποίημα μπορεί να εκληφθεί και σαν ποιητική βιογραφία του προσώπου.

Ο ποιητικός λόγος εκφέρεται σαν εκμυστήρευση και σαν παραμυθία. Αποκαλύπτει σεισμογενή ρήγματα και αντηχεί ηφαιστειακές εκρήξεις, αλλά οι κραδασμοί μένουν στο εσωτερικό, σαν να απορροφώνται απ’ τα διάκενα των λέξεων και απ’ τις αποσιωπήσεις των στίχων, δεν οδηγούν σε συναισθηματικές εξάρσεις και δεν παρασύρονται στην ευκολία της υπερβολής. Η Κουτσουμπέλη δεν ζητά να στήσει πορτρέτα, δεν επιδιώκει να μνημειώσει μορφές που αδικήθηκαν ούτε και εκ των υστέρων να απονείμει το δίκαιο. Η ποίησή της δεν έχει ιδιοτέλειες, δεν χρησιμοποιείται προς κάποιο άλλο σκοπό, είναι απόλυτα διάφανη στην πρόθεσή της. Κάθε ποίημα ψηλαφεί την πληγή που δείχνει και από κοινού μ’ όλα τα άλλα υπηρετεί την πρόθεση της ποιήτριας, που, όπως προανέφερα, δηλώνεται με ευκρίνεια στο μότο. Τίποτα σε αυτή τη συλλογή δεν είναι τυχαίο, καμία λέξη, κανένα ποίημα, δεν υπάρχει έξω απ’ τον ποιητικό σχεδιασμό.

Μέσα απ’ τις μεταμφιέσεις της η Κουτσουμπέλη αρθρώνει έναν ενιαίο λόγο για την ποιητική γραφή, τα υλικά, τα όρια, τις αντοχές, τις αδυναμίες, τις υπερβάσεις. Αν συνομιλώντας με ποιητές συνθέτει το ποίημα όχι απ’ τα ποιήματά τους αλλά από ήσσονα ή μείζονα περιστατικά της ζωής τους είναι για να μας πει ότι η ποίηση είναι παντού τριγύρω, υπάρχει στις πιο ανύποπτες στιγμές, λειτουργεί σαν έσχατη καταφυγή. Ομοίως αν επιλέγει σαν συνομιλητές τον Καρυωτάκη τη Φρασίκλεια και τη Άννι Έντσον Τέιλορ είναι για να μας πει για τη δημοκρατία της ποίησης, ότι επί ίσοις όροις μετέχουν όλοι στην κοινοκτημοσύνη της, ότι κανείς δεν αποκλείεται απ’ το δίκαιό της. Εντέλει, αν προσδίδει στον ποιητικό της λόγο μορφή θεάτρου, συνέντευξης ή πρόζας είναι για να μας πει ότι η ποίηση υπάρχει πέραν της ποίησης σε κάθε μορφή λόγου ή μάλλον ψυχώνει σαν ποίηση κάθε μορφή λόγου.

Υπάρχει και μια πρόσθετη λειτουργία αυτών των μεταμφιέσεων, θαρρώ η πιο σημαντική απ’ όλες, που θίγει την έννοια της ταυτότητας και του εγώ, και δη της ποιητικής ταυτότητας και του ποιητικού εγώ. Σε τούτη τη συλλογή το ποιητικό εγώ είναι ρευστό και απροσδιόριστο. Υφίσταται όχι αυτοδύναμο, αλλά διασπώμενο, διαχεόμενο και διασπειρόμενο σε επιμέρους προσωπεία. Κατασκευάζοντας το ποίημα επιλέγει το προσωπείο που θα ενδυθεί το πρόσωπό του, επιλέγει τη φωνή που θα μιμηθεί η φωνή του. Υπάρχει μόνο δια του ποιήματος, σε μια διαρκή συνομιλία με τα πρόσωπα που επινοεί, σωπαίνει όταν τελειώνει το ποίημα, πεθαίνει όταν κλείνει η συλλογή. Το ποιητικό υποκείμενο είναι ένα μωσαϊκό, μια πολυφωνική ορχήστρα, συντίθεται χάριν των άλλων δημιουργών και του ίδιου του δημιουργήματος για να καταστεί στο τέλος και το ίδιο ένα ποιητικό προσωπείο για άλλους δημιουργούς.

«Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» είναι τούτο ακριβώς το υπαρξιακό ά(λ)γος του δημιουργού, που ξεκινά τη δημιουργία με την ψευδαίσθηση του δημιουργού, για να βρεθεί κι αυτός στην κατάσταση του δημιουργούμενου. Ό,τι εδώ συντρίβεται είναι η ατομικιστική εικόνα ενός υπερφίαλου (ποιητικού) εγώ, που λησμονεί τα ετερώνυμα της ύπαρξής του. Ό,τι δικαιώνεται εδώ είναι η ποιητική παραμυθία που έρχεται να ανακουφίσει το ά(λ)γος με τη συνείδηση της εθιστικής αίσθησης που ένιωθε η Φρασίκλεια καθώς τη σμίλευε ο γλύπτης και των μεταξοσκώληκων που είχε κολλημένους στα μαλλιά της μαζί με την αρχαία σκόνη.

Η ποιητική συλλογή της Κουτσουμπέλη βεβαιώνει του λόγου το ποιητικό αληθές.

.

ΚΑΙΤΗ ΣΤΑΦΥΛΙΔΟΥ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗ

FREAR.GR 4/5/2021

Για τη «Γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον»

Η Άρλ θα ήθελε πολύ να έχει ένα δρόμο σαν τη Δεσπεραί. Κλινικά παρών ο κύριος Κλάιν, με πέντε Πηνελόπες την Άλκηστη και την Αντιγόνη, διερευνούν συστηματικά το ιερό δοχείο. Οι ομοτράπεζοι του αρχαίου κόσμου, χορεύουν με την αλεπού. Τα αγωνίσματα της Χλόης Κουτσουμπέλη, άλλοτε μονομαχούν κι άλλοτε συνομιλούν μεταξύ τους. Συνήθως έχει τις απαντήσεις, αλλά προτιμάει ν απαντάει με ερωτήσεις. Βρόντσκυ, Δαρβίνος, Λώτ, Κάπταιν Χούκ, Σολωμός, ένα αχανές πεδίο κλεισμένο σε σκουρόχρωμο αυγό ή την κοιλιά μιας φάλαινας. Αυτολύπηση, έρωτας, πένθος, ντροπή, προδοσία, δικαιολογία. Το εκτυφλωτικό μαύρο, συμπράττει με το γλαυκό και προκύπτει αβίαστα η ποιητική ανάδειξη της πραγματικής ζωής, από τη γραφή της Χλόης.

Ψαλίδι, ταγκό, κονσέρβα, πρόστιμο, κάμπια, τζόκερ. Το μελανοδοχείο της θέλει πάλι μελάνι…

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον (εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021), η δέκατη ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη, βρίσκεται στα χέρια μας.

Από όλα τα γράμματα της αλφαβήτου, ξεχώρισε το όμικρον για να βαφτίσει τον ποιητή της. Ίσως επειδή ένα όμικρον είναι το αρχικό γράμμα του πατέρα των ποιητών, του Όμηρου, ίσως πάλι για το τέλειο σχήμα του, που προκύπτει από την αέναη συνένωση σημείων, με ότι συμβολίζει ή εκφράζει το κάθε ένα από αυτά. Το όμικρον ως κύκλος, με τη σειρά του χαρίστηκε στη Χλόη. Της φανέρωσε τις συντεταγμένες του κέντρου του, που είναι σημείο «σταθερό» και της εκχώρησε το δικαίωμα να μεγαλώνει όσο θέλει την περίμετρό του, άρα και την ενδοχώρα του, προσθέτοντας άπειρα σημεία της γραφής της. Πάντα βέβαια με τον φόβο της μοναξιάς του απείρου.

Στη συλλογή αυτή η Χλόη κατέβηκε από το σκαμπό του μπαρ, αφού είδε όλα όσα ήθελε να δει, από μια θέση λίγο πιο ψηλά από την ίσαλο γραμμή της καθημερινότητας:

Τίνκερμπελ (σελ. 27)

Όχι άλλη λευκή σκόνη για μένα.
Αν θέλετε να πετάξετε,
πιείτε ένα μπουκάλι ουίσκι.

Μετά ανέβηκε σε ένα ξύλινο αλογάκι, για να συμβιώσει με την ενήλικη, μέσα σε φορμόλη τραυματισμένη παιδικότητα:

Η μητέρα σάβανο του Διονυσίου Σολωμού (σελ 15)

Η μήτρα της μάνας μου κυοφορούσε αδέρφια.
Ο Κόντε τη βίαζε τα βράδια.
Εγώ υπήρξα καρπός σκεβρωμένου δένδρου χωρίς φύλλα.
Όταν ο υποτιθέμενος πατέρας πέθανε,
η μάνα παντρεύτηκε ξανά,…

Ώσπου εγκαταστάθηκε σε κουνιστή πολυθρόνα με μεταβαλλόμενο οπτικό πεδίο. Η τροχιά της ματιά της έχει κάτω όριο τη γη, στην οποία αγαπά να πετάει και άνω όριο τον ουρανό, στον οποίο με άνεση περπατάει. Από τη θέση αυτή πιστεύω ότι δεν θα σηκωθεί σύντομα.

Το έργο της έχει τη βάση του βαθιά μέσα στο χώμα. Η Χλόη εμπιστεύτηκε μέσα στο χώμα και τι δεν εμπιστεύτηκε…

Ο κ. Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι (σελ 33)

…Ακριβώς από κάτω ζει μια μητέρα.
Μπαλαρίνα που κάνει ισορροπία
πάνω σ ένα ξυραφάκι
γι αυτό οι πατούσες της είναι πάντα ματωμένες.
Ο δεύτερος κι ο τρίτος όροφος είναι νοικιασμένοι
σ ένα οικοτροφείο σκιών…

Όταν νιώσει ότι δίπλα της δεν έχει κανέναν ή ότι έχει τους πάντες, αλλάζει τη θέση της πολυθρόνας της, πάει στο στιλπνό δρύινο δάπεδο, όπου πατούν διστακτικά τα γυμνά της πόδια. Αν ακούσει και κάποιο τρίξιμο, γεμίζει το χαρτί μπροστά της σχεδόν αυτόματα:

Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ. (σελ24)

…Απ’ το απειροελάχιστο πέρασμα του κυρίου Σ.
δεν απέμεινε ούτε ίχνος στην κοσμική τάξη των πραγμάτων.
Τόσο αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς
ο Μέγας Συγγραφέας που μας επινόησε.

Και να λάβουμε υπόψη μας ότι η Χλόη ακόμη δεν σήκωσε το βλέμμα προς τον ουρανό.

.

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

liberal.gr 1/5/2021
«Νιώθεις τον πόνο από τα καρφιά μαζί με τη χαρά της ανάληψης»

«Αυτές τις μέρες, έρχεται ο γιος μου που σπουδάζει στο Ρέθυμνο. Έχω να τον δω πέντε μήνες. Όταν τον αγκαλιάσω, θα αναστηθώ.

Ανάσταση για όλους μας θα είναι ακριβώς αυτό: όταν μπορέσουμε να αγκαλιάσουμε και να αγκαλιαστούμε.»

Αυτός είναι ο ορισμός της Ανάστασης για την γνωστή και βραβευμένη ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη τον καιρό της πανδημίας. Την ίδια στιγμή κατά την οποία στην ολοκαίνουργια ποιητική της συλλογή «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 2021) «νοιώθει ταυτόχρονα τον πόνο από τα καρφιά και την χαρά και τη χαρά της ανάληψης».

Επίκεντρό της και πάλι η απώλεια, θεατρική, αφηγηματική, μοιάζει με μαύρο παραμύθι που ήρθε και τη βρήκε, έχει και πάλι ήρωες με ψηλά καπέλα και ηρωίδες μ’ άσπρα γάντια που έτσι και φύγουν αφήνουν τον ποιητή ολομόναχο αλλά με ποιητικά σημάδια βαθιά που όλοι χαιρόμαστε, πατώντας σ’ αυτά τα σημάδια για όλα μιλήσαμε, περισσότερο όμως μέρες που είναι στο Liberal.gr για της ποίησης τα αναστάσιμα και τα σταυρικά.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

– Η ποίηση, κυρία Κουτσουμπέλη, είναι σταυρική ή αναστάσιμη διαδικασία;

Και τα δύο και μάλιστα ταυτόχρονα. Νιώθεις ταυτόχρονα τον πόνο από τα καρφιά και τη χαρά της ανάληψης.

– Για το ποίημα ποιος αποφασίζει πότε θα έρθει, ο ποιητής ή το ίδιο το ποίημα;

Αναμφισβήτητα το ίδιο το ποίημα. Μερικές φορές στέλνει πρώτα το επισκεπτήριό του. Ένα μικρό πουλί που πεταρίζει στο στήθος προμηνύει την έλευση.

– Διαβάζοντας ποίησή σας κυρία Κουτσουμπέλη, αισθάνομαι σα να αφηγείστε μαύρα παραμύθια στον εαυτό σας, πώς είναι όταν αρχίζει ένας ποιητικός κύκλος;

Ναι, αφηγούμαι μαύρα παραμύθια γιατί μόνο μέσα σ’ αυτά μπορεί κανείς να διακρίνει το φως που αστράφτει. Όταν αρχίζει ένας ποιητικός κύκλος αρχίζει ταυτόχρονα μία ερωτική ιστορία με τον αναγνώστη. Υπάρχει ένταση, προσδοκία, ανυπομονησία, άγρια χαρά.

– Και όταν αυτός ο ποιητικός κύκλος κλείσει;

Ο ποιητής αισθάνεται πάλι γυμνός και μόνος.

– Από την έλλειψη ή από το περίσσευμα αναβλύζει η ποίηση;

Από την έλλειψη. Είναι ο γάντζος με τον οποίο γράφει ο Κάπταιν Χουκ.

– Τραπεζικός τομέας και ποίηση: Προκρούστης! Το νοιώθατε;

Κάθε μέρα. Γι’ αυτό και όταν μπόρεσα να φύγω, δεν το ξανασκέφτηκα. Νομίζω ότι η ζωή μου βρισκόταν σε αναστολή και ξανάρχισε όταν έφυγα από την Τράπεζα.

– Πώς είναι δυνατόν να αισθάνεται μοναξιά ο Όμικρόν σας με τα τόσα πολλά φαντάσματά του; Δεν επιζούν οι ήρωες εκτός βιβλίου;

Μα φυσικά οι ήρωες επιζούν εκτός βιβλίου. Για τον ποιητή δεν ξέρω. Αυτός πιστεύω ότι νιώθει έξω από τα νερά του όταν δεν βρίσκεται μέσα στο μελανοδοχείο του.

– Μαγδαληνή και Ιούδας, υπηρετούντες ως το τέλος μ’ αγάπη και προσήλωση ρόλους σκληρούς και σχέδιο δύσκολο, προαποφασισμένο, βλέπω έχετε αδυναμία στους αποσυνάγωγους, να κάνουμε μια αναδρομή στις ποιητικές ιστορίες σας;

Στο Ιερό Δοχείο με απασχόλησε η ιστορία μίας απλής κοπέλας που ο Νώε πήρε μαζί του στην Κιβωτό αντί για τη νόμιμή του σύζυγο με την πρόφαση ότι η γυναίκα του δεν θα μπορούσε να τεκνοποιήσει και την ανάγκασε να υποστεί τις σεξουαλικές του ορέξεις. Με απασχολεί όμως και η γυναίκα του Λωτ και όλες οι παρεξηγημένες και φιμωμένες γυναικείες μορφές στην Ιστορία που ποτέ δεν μπόρεσαν να προφέρουν τη δική τους αλήθεια γιατί η πατριαρχική κοινωνία τις καταδίκασε στη σιωπή.

– Κυρία Κουτσουμπέλη, ποια μπορεί να είναι η Ανάσταση κατ’ εσάς στον καιρό της πανδημίας;

Αυτές τις μέρες, έρχεται ο γιος μου που σπουδάζει στο Ρέθυμνο. Έχω να τον δω πέντε μήνες. Όταν τον αγκαλιάσω, θα αναστηθώ.

Ανάσταση για όλους μας θα είναι ακριβώς αυτό: όταν μπορέσουμε να αγκαλιάσουμε και να αγκαλιαστούμε.

– Αλήθεια, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Μπορώ να γράψω οπουδήποτε. Οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας. Στο χωριό και στην πόλη, στη θάλασσα και στο βουνό. Μαζί με άλλους ή μόνη. Η τελετουργία για μένα είναι εσωτερική. Δεν έχει να κάνει καθόλου με το περιβάλλον. Όταν με στοιχειώνει ο στίχος, παραδίδομαι.

– Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Συνήθως μία φράση είναι ένα κλειδί που ξεκλειδώνει ή μία κλειδαρότρυπα από την οποία αντικρίζει κανείς ολόκληρη την υπόλοιπη ιστορία. Ύστερα σιγά σιγά σχηματίζεται μέσα από τους αχνούς ο σκελετός και η ιστορία ξεδιπλώνεται από μόνη.

– Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Όλα τα βιβλία μου γράφονται με παράξενο και αλλόκοτο τρόπο. Αφού δεν τα γράφω εγώ, αλλά μία άγνωστη που εκείνη τη στιγμή παίρνει τη θέση μου. Τότε υπάρχει μία διασάλευση ταυτότητας αλλά και μία ρευστοποίηση όλων των ορίων του τόπου και του χρόνου. Τότε πραγματοποιείται το πιο αλλόκοτο συμβάν. Η γραφή.

– Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Ναι φυσικά. Με κατατρέχει το θέμα της απώλειας. Όσο μεγαλώνω χάνω όλες μου τις απώλειες και ξεχνώ μετά που τις έχω βάλει. Ο μεγαλύτερος γρίφος για μένα είναι η ποίηση, είναι ένας λαβύρινθος χωρίς αρχή και τέλος και φοβάμαι ότι έχω παγιδευτεί μέσα της για πάντα.

– Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πρέπει να ανταποκρίνομαι εγώ στα δικά της κριτήρια, γιατί αυτή με επιλέγει.

– Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Αν είναι άντρας να φοράει ψηλό καπέλο. Αν είναι γυναίκα να φοράει λευκά γάντια. Επίσης να είναι ολόκληροι. Αντιπαθώ τους μισούς χαρακτήρες, νιώθουν μειονεκτικά και κάποιες φορές εκδικούνται τον συγγραφέα τους.

– Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Οι πιο πολλοί. Είναι απίστευτο τι τρόπους βρίσκουν για να μπoυν στα βιβλία μου. Μερικοί μεταμφιέζονται σε νυχτερίδες, άλλοι σε άσπρους λαγούς. Άλλοι κουβαλούν βαλίτσες και προσποιούνται τους πλασιέ μέχρι να τρυπώσουν στις σελίδες.

– Αντί για ευχές ας κλείσουμε με ποίησή σας, επιλέξτε…

Από τη πρόσφατη ποιητική μου συλλογή «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 2021) το ομώνυμο ποίημα:

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων. Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 1/5/2021

Μια ανάγνωση

Όμικρον [και το εννοούμενο Ωμέγα]. Η Χλόη Κουτσουμπέλη, ποιήτρια δεινή, καταπιάνεται φυσικά με το πρώτο. Αφού το μεγαλείο πιο πολύ ταιριάζει στα πράγματα του κόσμου τούτου, εξουσία, επιχειρήσεις, επιτυχίες, την ίδια την μεγάλη ποίηση και την τέχνη, παρά στην ύπαρξη του ποιητή. Γιατί η ποίηση εκτός που μας βοηθάει να ζήσουμε (πνευματικά), «μας βοηθάει και να πεθάνουμε» ως έλεγε και ο Σινόπουλος. Είναι συντριπτική, το εννοούμενο Ω.
Όμικρον λοιπόν, ο γνωστός ή άγνωστος ακόμα ποιητής, είναι από τους λίγους ανθρώπους που έχουν συνείδηση της ταπεινότητάς τους. Αυτοδιορθώνεται, αυτοσαρκάζεται, αυτοθαυμάζεται, καθρεφτίζεται στον όμοιό του, και κάποτε αυτοκτονεί. Ένα «Ο» σαν το αυγό της κότας ή το θεϊκό του Κύκνου, σαν το ανθρώπινο οβάλ του προσώπου. Πάντως μικρόν. Και παρά ταύτα, Σήμα Φρασικλείας, η ποιητική γλώσσα και ψυχή: Απαραβίαστη. Κάτι που το μαθαίνει ο αναγνώστης ήδη από την σελίδα της προμετωπίδας του μικρού αυτού σε μέγεθος, αλλά όχι σε σημασία, βιβλίου.
Πρώτο ποίημα: Καταρράκτης. «Ποια είμαι δεν έμαθα ποτέ. Στον τάφο μου ας γράψουν …» τόσο μικρή η φανταστική εδώ ποιήτρια, με τόση αυτογνωσία και με μια μεγάλη, ωστόσο, έγνοια- οδηγία, το ταφικό της επίγραμμα. Το γράμμα, η γλώσσα, το σήμα, το σημαινόμενο, ο κόσμος ενός ποιητή. Και ο καταρράκτης, ο κίνδυνος, το ξεπέρασμα των ορίων, η αληθινή του επιθυμία, όποτε η ζωή τον πληγώνει ή τον προδίδει. Η συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη έχει δώσει κιόλας ταυτότητα.
Θα ακολουθήσει επεξεργασμένη με πρωτότυπους, σύντομους, ευφυείς στίχους, η παρουσίαση της αφόρητης δυστυχίας κάποιων γνωστών ποιητών (και των οικείων τους), αυτή που προσπάθησε να τους μικρύνει ή τους έκανε να νιώσουν μικροί, Όμικρον, οδηγώντας τους στο τέλος, στο ωμέγα. Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ, στον φούρνο που θα τη σκοτώσει το γκάζι, τα ακέφαλα, «Αφού κάθε ερωτευμένη γυναίκα αφανίζεται /όταν την προδίδει ο αγαπημένος άντρας.» Οι πτηνόμορφες αδερφές του Λόρδου Μπάυρον, που «κρώζουν δαιμονισμένα […] Αδελφή κι Ερωμένη μαζί.» Ο Σολωμός, «Η μήτρα της μάνας μου κυοφορούσε αδέρφια {…] έτσι μόνος μου/χαράζω με σουγιά/ το βράδυ τους καρπούς μου/ …αδελφός ξένων παιδιών’/ εραστής άυλων γυναικών/ Ποιητής». Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη, το αντιμόνιο του τυπογραφείου και η φυματίωση, «Όμως τώρα πετώ περήφανα/ στων στίχων μου τις ράχες…» και πάει λέγοντας μέχρι την «αχνιστή, αιμάσσουσα,/πιο κόκκινη από τον ήλιο της Αρλ,/..δύστυχη καρδιά» του Βαν Γκογκ.
Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι ώριμη και πλήρης. Μεστά νοήματος, απλά και σαφή, τα ποιήματά της έχουν θέμα και χαρακτήρα. Είναι αυτοτελή ποιήματα. Οι άλλες αρετές της, ξάφνιασμα, του αναγνώστη, δυνατή ποιητική εικόνα, αποκάλυψη μιας αλήθειας, λιτότητα και πυκνότητα νοήματος, μαύρο χιούμορ, παιδικότητα του αλλόκοτου, βαθύτερη σκέψη και ανθρώπινη καλοσύνη, είναι γνωστά και από τις παλιότερες δουλειές της. Έχει αναλάβει εδώ να υπερασπιστεί τον ποιητή Όμικρον, και θα το πράξει με συγγενικά αισθήματα ταύτισης, με γνώση και μαστοριά.
Αξίζει να δει κανείς τους πρώτους στίχους εν σειρά μέχρι τη σελ. 26: Ονομάζομαι Βικτώρια Λούκας, Οι αδελφές μου είναι δύο, Η μήτρα της μάνας μου κυοφορούσε αδέλφια, Νωρίς με περικύκλωσαν του Άδη οι σκιές, Ειλικρινά, ακόμα δεν κατάλαβα, Σου, γλυκιά μου Σου, Θεανώ, δώρο του θεού μου, κοριτσάκι, Προπαντός όχι με πνιγμό, Ο θάνατος. Ίσως με μήλο. Μόνο πάχνη, Όταν ο Κύριος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς, Ο κύριος Σ,. είχε κακό προαίσθημα, Ενώ στον πάνω όροφο. Και στις σελ.31-35… Όταν ακούμπησε το στηθοσκόπιο, Όταν μ’ ένα φουρφούρισμα, Στο ρετιρέ κατοικεί ένας γέρος, Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο καλύτερος γιατρός […] Αποτελούν από μόνοι τους ένα ακόμη ποίημα, ή αλλιώς μια εισαγωγή στην ποίηση και τη συγκεκριμένη συλλογή. Το «παιδικό διάλειμμα» από τον Κάπταιν Χουκ μέχρι τις Μικρές κυρίες, που παρεμβάλλεται, ας μου επιτραπεί να το θεωρήσω ειρωνική καρδία του βιβλίου και να το κρατήσω μυστικό.
Από κει κι έπειτα η Χ.Κ. κλιμακώνει μια μυθολογική άβυσσο με τους τίτλους: Ηλέκτρα, Μαρία Μαγδαληνή, Ο λόγος του Ιούδα, τα τέσσερα κι ένα βήματα του Ορφέα, Απειλή, Αποσπάσματα συνεντεύξεων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Αμπύσους (πέντε καλλιτεχνών), Η μόνη γη, και Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον. Εδώ και το πλήρες συμπέρασμά της, που θα ανακαλύψετε ή θα αναρωτηθείτε διαβάζοντας ο καθένας με τον δικό του τρόπο, και δεν θα ήθελα να προκαταλάβω.
Μια συλλογή αφιερωμένη στην ποίηση και τους ποιητές ή καλλιτέχνες, στον πολύ συχνά τραγικό τους βίο, στα αδιέξοδα των δημιουργών, που κινείται έξω από κάθε γλωσσική ματαιοδοξία, κοινωνική ευκολία ή ναρκισσιστική περιαυτολογία. Δεν έχουμε παρά να την ευχαριστήσουμε, κι εκείνην και τον εκδότη της, όσο και το φάντασμα του Τέρνερ για το μαγικό εξώφυλλο. Προσωπικά της οφείλω ευχαριστίες και για το υπέροχο δώρο του βιβλίου. Εύχομαι καλοτάξιδο και διαβασμένο από πολλούς.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

staxtes.com 29/4/2021

Στην τελευταία ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδόσεις Πόλις – 2021, ο αναγνώστης απολαμβάνει μεν με την αρτιότητα της ποιητικής της σκέψης, εκείνο όμως που τού γίνεται πια ξεκάθαρο είναι η μοναδική της ικανότητα να φτιάχνει απόλυτα δομημένα ποιητικά βιβλία έχοντας τρόπον τινά εκ των προτέρων σχεδιασμένα τα αρχιτεκτονικά σχέδια, τη μελέτη για τα στατικά, τις ποσότητες του μπετόν αρμέ και τους οπλισμούς έως και τις λεπτομέρειες των σοβατεπί, τα χρώματα στις ταπετσαρίες και επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα πλακάκια. Αυτή είναι μια αίσθηση που είχα και στην προηγούμενη συλλογή της, Το σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ, εκδόσεις Πόλις – 2018, και είναι μια ιδιότητα των ποιητικών έργων, την οποία αφενός θαυμάζω, αφετέρου τη θεωρώ απαραίτητη για να μείνει ένα έργο στην ιστορία (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και ταυτόχρονα να αποτιμηθεί ευκολότερα από τους σύγχρονους και μελλοντικούς αναγνώστες και μελετητές. Τώρα θα μου πεις έτσι δομημένος ήταν κι ο Γκόρπας, ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, ή ο Τραϊανός; Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι (και φυσικά άλλη ποίηση) θα πω.

Έτσι ισχυρά και ακλόνητα, λοιπόν, δομημένα τα ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη διατηρούν ισόποσα στοιχεία έκκεντρης υπερρεαλιστικής εικονογραφίας, καθαρής έκφρασης και ακρίβειας του συνειρμού, πάγιων διακειμενικών ή και άλλων αναφορών (σε έργα Τέχνης) που ξεκινούν από την αρχαιότητα, τη μυθολογία, τη ζωγραφική μέχρι και τη θρησκευτική παράδοση κλπ. και καταλήγουν στην ποίηση, στην ποίηση και πάλι στην ποίηση (που είναι άλλωστε η ΜΟΝΗ ΓΗ που οι ψυχές συμπίπτουν, όπως υπογραμμίζει η ποιήτρια στο ομώνυμο εξαιρετικό πεζοποίημα) ή το πολύ στους ποιητές (στους οποίους οι αναφορές είναι απειράριθμες), εδράζονται δε στην αγωνία του θανάτου, στην διαδραστική συνύπαρξη των εναλλακτικών συμπάντων, στην επανάληψη (που παραπέμπει στην “κυκλικότητα” του βέλους του χρόνου) αλλά κυρίως στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι σχέσεις ενώνουν τα πρόσωπα, τους ρυθμούς, τον χρόνο και τα αποπαίδια του (τη φθορά και τον θάνατο). Οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν σε όλη τους τη ζωή (κι αυτό είναι η ζωή τους, αυτή η αλληλεπίδραση) όμως στον θάνατο καταλήγουν ιδιωτεύοντας κι έτσι ιδιώτες του θανάτου, ελέγχονται, κρίνονται κι αποτιμώνται. Θα μάς το θυμίσει αυτό η Βικτώρια Λούκας (ετερώνυμη της Σύλβιας Πλαθ), στο συγκινητικό ποίημα ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΒΙΑΣ ΠΛΑΘ, όπου η ποιήτρια θα προτιμούσε να σβηστεί το όνομα της από την ταφόπλακα όχι όμως και το επώνυμο του Χιουζ, αφού εκείνη έπαψε να υπάρχει ήδη από τη στιγμή που προδόθηκε απ’ εκείνον. Θα μας το υπογραμμίσει η απελπισία του ποιήματος ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΝΟ ΤΟΥ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ.. Θα κορυφωθεί σε διάφορα άλλα ποιήματα με σημαντικότερο των οποίων το ΜΑΘΗΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ όπου η ίδια η ύπαρξη γίνεται μια επινόηση, του ενός, των δύο αλλά και της ίδιας της εφεύρεσης του ζεύγους των δύο. Τέλος θα δηλωθεί αναντίρρητα – μέσα από ένα πλέγμα μπεκετικών διαλόγων – στα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΜΠΥΣΟΥΣ: Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου, ότι είμαι μόνον εγώ.

Η γλώσσα, οι εικόνες, η ανάπτυξη ακολουθούν τούτη τη συλλογιστική: ο αναγνώστης οφείλει ταυτόχρονα να εκπλήσσεται και να απολαμβάνει την κάθε φράση, την κάθε κατασκευή. Ένα βιβλίο ποίησης που δε θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Η συλλογή κλείνει με το ποίημα Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ, ένα ποίημα εξαιρετικά ζυγισμένο στην ανάπτυξη του, ένα ποίημα που εκτείνει την ποίηση και τη (μοναξιά της) συγγραφή(ς) της στο χωροχρονικό συνεχές και αιτιολογεί τον υπέρτιτλο της συλλογής. Ο βιβλιοθηκάριος των επιρροών, η κατακλείδα των αναφορών, ο κλειδοκράτορας του χρόνου και της ποίησης, ο ποιητής Όμικρον – που γράφει τυφλά όπως πετά τις νύχτες, και που θα προτιμούσε να ήταν τσαγκάρης ή θηριοδαμαστής – θα κάμψει με την πένα του τον χρόνο και θα τον ακουμπήσει απαλά στις καμπύλες ενός κύκλου, όπως το γράμμα Όμικρον, σύμβολο της αέναης ροής. Ακολουθεί το καταληκτικό ποίημα της συλλογής:

Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων.
Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

POETICANET 5/9/2021

Τριπλή στόχευση και ένας λανθάνων λυρισμός

Χλόη Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδ. Πόλις, 2021

Ο ποιητής, ή η ποιήτρια φυσικά, χύνει στο κατάστρωμα τον κουβά με τον χρόνο, ερωτεύεται άυλες γυναίκες, χάνεται όταν ο έρωτας την προδίδει, η μοναξιά του είναι γυμνή και ευάλωτη.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη διαβάζει ιστορίες και τις μεταγράφει με τον δικό της τρόπο. Ενώ ταυτόχρονα αφηγείται ιστορίες γραφής, για τη διαδικασία στη γραφή της ποίησης κυρίως. Παίζοντας πότε τον ρόλο του αναγνώστη πότε του συγγραφέα, τους καταργεί εναλλάξ, για να τους επαναφέρει στην αέναη πορεία της δημιουργίας.

Και για να καταλήξει πως η ποίηση είναι η «μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν».

Τα ποιήματα στοιχούν σε συγγραφείς, σε λογοτεχνικά έργα και ήρωες, σε δημιουργούς γενικότερα, μερικά σε επινοημένα πρόσωπα. Πάντα βέβαια έχουν σχέση με τη γραφή. Άλλα μένουν πιο κοντά στον «μύθο», όπως εκείνα που αναφέρονται στον Σολωμό, στον Κρυστάλλη, στον Καρυωτάκη. Άλλα τον καταρρίπτουν, όπως γίνεται στην Ηλέκτρα.

Μόνη λοιπόν θα διεκπεραίωνα την πράξη./ φόρεσα το κόκκινο κραγιόν/ και τις ψηλές της γόβες./ Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη./ Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα/ μπορούσα πια να τη σκοτώσω. («Ηλέκτρα», σ. 37)

Συνομιλίες εσωτερικές, του ποιητικού υποκειμένου με το πρόσωπο που υποδύεται. Με άλλα λόγια, ποιητικοί μονόλογοι με θεατρική χροιά.

Υπάρχει στη συλλογή μια τριμερής στόχευση.

Από τη μια το ποιητικό υποκείμενο ντύνεται την ιστορία συγγραφέων ή δημιουργών γενικά, προσώπων του μύθου. Αυτή την ιστορία την αποδίδει με τη δική του φωνή και με τη δική του εκδοχή.

Το πολυπρισματικό ποιητικό υποκείμενο, λοιπόν, ενσωματώνεται σε ρόλους και αρθρώνει φωνές. Ενώ ταυτόχρονα οι ρόλοι και οι φωνές εκβάλλουν σε ένα κεντρικό σώμα: το σώμα της γραφής, που αποδίδει βήμα βήμα τη δημιουργία του ποιήματος.

Σε ένα τρίτο βήμα, ή τρίτο επίπεδο, διερευνάται η ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου-συγγραφέα. Ο προσωπικός του σπαραγμός από απώλειες και διαψεύσεις. Προσεγγίζει την ιστορία των άλλων, και τη διαδικασία της γραφής, μέσα από τη δική του οπτική: του μοναχικού και επώδυνου δρόμου. Του βλέμματος που καίει και καίγεται. Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον. Του κάθε ποιητή που κρύβεται πίσω από αυτόν. Ανυπεράσπιστο και ευάλωτο σώμα, περισσότερο ευάλωτη ψυχή. Που μόνον έτσι μπορεί να κοιτάξει την αλήθεια της γραφής, να δει το πρόσωπο της Μέδουσας και να μην πετρώσει.

Μη διαστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε./ Παραδεχτείτε τη φτώχεια, την πνευματική σας ένδεια,/ τη σύφιλη. ποτέ όμως ότι είστε ποιητής./ Θα υποφέρετε αιώνια.

(«Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη», σ. 21)

Που θα προσπαθεί, αυτή την ψυχή, να την εμποδίσει ο ποιητής να καταπιεί το σώμα.

Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση./ Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο/ θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα/ θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου/ και μετά/ χωρίς αίμα/ χωρίς μελάνι/ χωρίς χαρτί και μολύβι/ θα ισορροπήσω. («Απειλή», σ. 41)

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, το ομότιτλο «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», κλείνει με έναν τρόπο δυναμικό, που διαχέει τη διαδικασία της γραφής, της ποιητικής γραφής, συμπαντικά, σε μια διαδικασία αέναης δημιουργίας.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (σ. 48)

Μέσα από την τριπλή αυτή στόχευση, η συλλογή αποκτά μια θαυμαστή συνοχή.

Θέλω επίσης να υποστηρίξω το εξής: Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι εκρηκτική, ανατρεπτική, τολμηρή. Με έντονες εικόνες, με συνειρμούς και συνδυασμούς απροσδόκητους και κάποτε προκλητικούς. Ωστόσο, διακρίνω, και στη συλλογή αυτή καθαρά πλέον, έναν λανθάνοντα λυρισμό. Εκεί που χαμηλώνει φωνή, εκεί που οι εικόνες γίνονται πιο μαλακές και το αίσθημα απελευθερώνεται μέσα από ένα κανάλι εσωτερικής έντασης αλλά και τρυφερότητας. Ένα λυρισμός που γλυκαίνει την ανάγνωση χωρίς περιττή αισθηματολογία. Που φανερώνει μια άλλη εκδοχή του πόνου τον οποίο βιώνει το ποιητικό υποκείμενο, μια άλλη πτυχή της ψυχής του συγγραφέα, σαν να ζητούν ένα χέρι-χάδι παραμυθίας.

Χιονίζει διαρκώς./ Ρίχνω κόκκινο κρασί στον πάγο για να λιώσει,/ Τα καλντερίμια ολοένα και στενεύουν./ οι άνθρωποι όταν με συναντούν/ κρύβονται πίσω απ’ το καπέλο./ Η πένα σπάει πάνω στο χαρτί./ Έχω αφήσει τα μάτια της ψυχής μου ανοιχτά/ και μπαίνουν μέσα πλάσματα αλλόκοτα/ σβήνουν το καντηλέρι/ μουρμουρίζουν/ τις νύχτες σέρνονται στο δέρμα μου.

(«Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολωμού», σ. 14)

Στην ίδια κατηγορία θα έβαζα όλο το ποίημα «Το μυστικό γράμμα του Καββαδία», όπου το ποιητικό υποκείμενο στον ρόλο του ποιητή απευθύνεται με ένα γράμμα-μονόλογο στην αγαπημένη Θεανώ, για να της μιλήσει για την απόσταση και τον χρόνο και για τη δύσκολη μοίρα του ποιητή.

Όχι, δεν φαίνεται στην τρικυμία ο καλός ο καπετάνιος. Η νηνεμία είναι η δοκιμασία./ Μες στον ύπνο κάθε βράδυ/ να πλάθεται το σώμα σου στο σχήμα του δικού μου/ να εμφιαλώνω την άγρια θάλασσα/ να γράφω σε φθαρμένη πολυθρόνα,/ ενώ μικροί κλώνοι, που άλλοι φορούν το κεφάλι σου/ κι άλλοι το δικό μου/ ως καρχαρίες θα κυκλώνουν. (σ. 19)

Έτσι και στο ποίημα ποιητικής «Απειλή», όπου η απειλή είναι η ποίηση για το ποιητικό υποκείμενο-ποιήτρια.

Κάποια στιγμή θα σ’ ανταλλάξω./ Με μια βελούδινη πολυθρόνα/ με ένα μπουκάλι ουίσκι σε δρόμους με ομίχλη/ με ταμπάκο σε μια πίπα που καπνίζει/ με τον γύρο του κόσμου μ’ αερόστατο/ με πιγκουίνους της Ανταρκτικής,/ που θα επωάζουν τα αυγά τους στην ποδιά μου,/ με πολύτιμες λευκές φάλαινες/ να αναπνέουν με τον φυσητήρα τους στο τσάι μου. (σ. 41)

Η Κουτσουμπέλη συνηθίζει να βάζει σε τίτλους ποιημάτων, κοντά στα ονόματα προσώπων που υπάρχουν στη λογοτεχνία ή στον μύθο, και ονόματα προσώπων που επινοεί. Αναφέρω μερικά παραδείγματα από το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ – ανάλογα απαντώνται καις τις προηγούμενες συλλογές: «Οι τρεις αδελφές Μέντοουζ», «Η κυρία Γουότερμπριτζ διασχίζει την άβυσσο», «Το σώμα της γυναίκας Ύψιλον». Συνήθως στα ονόματα μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης κάποια σημασία, που ενισχύεται από το περιεχόμενο του ποιήματος. Στην παρούσα συλλογή έχουμε τους τίτλους «Η υπαρξιακή μοναξιά του κυρίου Σ.», «Ο κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι», αλλά και το περιοδικό «Αμπύσους» και τη μοναξιά του ποιητή Όμικρον. Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί τα πρόσωπα αυτά ως σύμβολα, και γράφει με αυτά μια ποιητική αφήγηση που θα μπορούσε να ταιριάξει και σε άλλα πρόσωπα με το ίδιο ή παρόμοιο όνομα και με ανάλογα βιώματα.

Στα ποιήματα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα δόμηση. Έχουν συχνά τη μορφή συλλογισμού: Αν συμβαίνει αυτό, τότε συμβαίνει και το άλλο. Ή, μήπως συμβαίνει τούτο; Τότε ίσως μπορεί να προκύψει και εκείνο.

Κι αν είχα, όπως επιμένουν, / εκείνη την ημέρα αφαιρέσει/ κάποιο από το κορμί μου μέλος/ δεν θα ’ταν βέβαια αυτό το ταπεινό κογχύλι/ αλλά η αχνιστή, αιμάσσουσα,/ πιο κόκκινη από τον ήλιο της Άρλ,/ πιο πυρακτωμένη από την τρέλα,/ δύστυχη καρδιά μου,/ που θα την ξερίζωνα μεμιάς/ και θα την απίθωνα/ στις χούφτες σου για πάντα.

(«Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ», σ. 17)

Συχνά υπάρχει μια βασική αντίθεση και άλλες επιμέρους. Η βασική αντίθεση έρχεται στο τέλος και σφραγίζει το ποίημα, νοηματοδοτώντας το διαφορετικά από ό,τι μέχρι στιγμής διαφαινόταν.

Όταν ο κύριος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς/ χάρηκε πολύ./ Θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων του./ Θα έπιναν μαζί το τσάι κάθε βράδυ […]

Ίσως όμως η αυτάρέσκειά της να μετριαζόταν/ αν γνώριζε/ πως την ίδια ώρα κάποιος καθισμένος σε γραφείο/ την πρώτη μέρα του φθινοπώρου/ ενώ έξω στάλαζε αργά ο χρόνος,/ είχε μόλις επινοήσει και τους δυο/ κι ακόμα ένιωθε μισός.

(«Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς», σ. 23)

Αινιγματικά αναπτύσσεται το ποίημα. Για να συμβεί, κυρίως με την ανατροπή του τέλους, η κατάργηση των βεβαιοτήτων. Έγραφα για το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ (εκδ. Πόλις, 2018) ότι «Είναι στους τελευταίους στίχους των ποιημάτων που επιχειρείται η υπονόμευση της κάθε βεβαιότητας. Ένα κλείσιμο υπονομευτικό ως προς τους προηγούμενους στίχους, κλείσιμο και άνοιγμα ταυτόχρονα προς μια νέα οπτική» (βλ. Η υπονόμευση της βεβαιότητας, περιοδικό Fractal, 26-6-2019)

Τίποτα δεν είναι βέβαιο στον ποιητικό κόσμο της Χλόης Κουτσουμπέλη. Όλα είναι ρευστά. Εκτός από τη δύναμη της γραφής, που μπορεί να ξανα-αρχίζει εκεί που όλα σταματούν.

Για τη γλώσσα της ποίησής της, θα επαναλάβω την εκφραστική της δύναμη που σπάει σε εικόνες, μεταφορές και αναλογίες, οι οποίες, παρ’ όλη την υπερρεαλιστική τους χροιά, δεν αποκρύπτουν τον πυρήνα της έννοιας και του συναισθήματος. Με πικρό μαύρο χιούμορ και σαρκασμό.

Με την ιδιαίτερη, χαρακτηριστική ποιητική της σκευή, αναγνωρίσιμη και μοναδική, στη συλλογή της αυτή η Χλόη Κουτσουμπέλη επιχειρεί και επιτυγχάνει μια βαθιά κατάδυση στην ουσία της ποίησης.

.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΛΩΡΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 4/9/2021

Η μοναξιά του ποιητή ή όταν ο ποιητής Όμικρον « έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή / τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι / και ξάπλωσε να κοιμηθεί»
«Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη, από τις εκδόσεις Πόλις
Ο ποιητής Όμικρον, που καταπιάνεται με μικρές μικρές ιστορίες ηρώων, για να ντύσει τη δική του μοναξιά με πρόσωπα μοναχικά και αυτά, που διεκδικούν, εμπλέκονται, διαμαρτύρονται, διαψεύδονται
Ο ποιητής Όμικρον, με το χαρακτηριστικό όνομα, κύκλος η ζωή, όπως το γράμμα της αλφαβήτου, χωρίς τέλος και αρχή « την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται / κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά / κάθεται στο γραφείο του και γράφει»
Ο ποιητής Όμικρον, με την ανησυχία της γραφής, συνειδητοποιεί τη γυμνή μοναξιά του, όταν οι ήρωές του αποσύρονται από την ποιητική σκηνή, όταν όλα τελειώνουν στο χαρτί «η πένα αναπαύτηκε οριζόντια / και το μελάνι στέρεψε»
Ο ποιητής Όμικρον, εραστής του λόγου και της γραφής βαθιά γνωρίζει πως « η ποίηση / η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν»
Τέλος ο ποιητής Όμικρον τη δική του απάντηση δίνει στην ερώτηση του υποθετικού δημοσιογράφου « Ετοιμάζετε κάποια καινούρια δουλειά;» « Θα με ενδιέφερε αυτή του τσαγκάρη ή του θηριοδαμαστή», αφού «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / να μην τις παίρνει ο άνεμος» ( Μ. Αναγνωστάκης, Ποιητική) αφού τα θηρία της ψυχής ο ποιητής δαμάζει.
Πίσω από τα πρόσωπα περσόνες, ο ποιητής Όμικρον κλιμακώνει την επώδυνη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας, αλλά και την ευφορία και πληρότητα, που νιώθει ο δημιουργός. « Η μόνη πραγματική συγκίνηση / …/ όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα» ζητά να γραφεί στον τάφο της η Άννι Έντσον Τέιλορ, ενώ η Σύλβια Πλαθ ψήνει κουλουράκια μπύρας με συνταγή απλή «πολύ πιο εύκολο από το να γράψεις ένα ποίημα». Και ο Διονύσιος Σολωμός « ..μόνος μου / χαράζω με σουγιά / το βράδυ τους καρπούς μου / και αίμα συλλέγω σε δοχείο/ για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω / εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος…/ Ποιητής». Ο Κώστας Καρυωτάκης συμβουλεύει «Παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική σας ένδεια / τη σύφιλη, ποτέ όμως ότι είστε ποιητής. / Θα υποφέρετε αιώνια». Όμως «Το ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό».
Διαδικασία δύσκολη και επώδυνη η ποίηση. Συνεπαίρνει τον ποιητή, συντροφιά και νόημα στη μοναχική και απόμακρη ζωή του, μολονότι «Στο κάτω κάτω κανείς δεν σε προσκάλεσε / εισχώρησες απ’ τις ρωγμές, / δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω. / Ναι, μια από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι. / Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση. /… και μετά…/ χωρίς μελάνι / χωρίς χαρτί και μολύβι / θα ισορροπήσω»
28 αφηγηματικά ποιήματα, πολλά με μορφή αυτοβιογραφικού λόγου. Οι ήρωες, φιγούρες τραγικές, μιας ζωής πέρα και έξω από τα καθιερωμένα, Άννι Έντσον Τέιλορ, Σύλβια Πλαθ, Λόρδος Μπάιρον, Διονύσιος Σολωμός, Κώστας Κρυστάλλης, Έμιλι Ντίκινσον, Νίκος Καββαδίας, Κώστας Καρυωτάκης, οι τρεις αδελφές του Α. Τσέχωφ και χαρακτήρες όπως η Ηλέκτρα, η Μαρία η Μαγδαληνή, ο Ιούδας. Οι ήρωες άλλοτε, φιγούρες του παραμυθιού, ο Πήτερ Παν, η Τινκερμπελ, ο Κάπτεν Χουκ, ο Τζακ, αλλά από το φασόλι, που ένας άγνωστος του πρόσφερε ποτέ δεν φύτρωσε μια φασολιά. Και πίσω από τους ήρωες ο ποιητής με τα πολλά πρόσωπα, κομμάτι της μοίρας τους και αυτός, ο δικός τους μικρόκοσμος, ο κόσμος ο μέγας για «την Τέχνη της Ποιήσεως».
Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, μια εξαιρετική συλλογή, με έναν ιδιαίτερο ποιητικό τρόπο, αυτόν της Χλόης Κουτσουμπέλη, θίγει ζητήματα Ποιητικής και κάνει κοινωνό τον αναγνώστη της μυστικής ζωής του ποιητή και των ποιημάτων του
Όσο για τον ποιητή Όμικρον, μπορεί γυμνός να ένιωσε «όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί», μπορεί να «έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή» και να ξάπλωσε να κοιμηθεί, όταν τελείωσε η αγωνία και ο κάματος της γραφής, όμως ποτέ δεν ξέχασε πως «Ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ» (Γιώργος Σαραντάρης)

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ

CULTUREBOOK.GR 25/8/2021

Το βιβλίο αρχίζει από το εξώφυλλο, από την έντονη και μυστική δουλειά του ζωγράφου, που φτάνει με την παλέτα σε πρωτοφανή επίπεδα ελευθερίας.

Η ποιήτρια στις πολλές περιπλανήσεις της θεμελιώνει ιδέες, ώστε αργότερα, στην απομόνωση του εργαστηρίου της, να τις μετουσιώσει σε ποίηση, να αναπτύξει μιαν ιδιωτική, μυστική και πειραματική δραστηριότητα. Το εξώφυλλο με τα θολά χρώματά του συνεχίζει τη μυστική επικοινωνία με την ποιήτρια, τα χρώματα χύνονται, αναμειγνύονται, λιώνουν και απλώνονται με τα ποιήματα, αγκαλιάζουν το βιβλίο πέρα ως πέρα!
(…)
έκαμα τον γύρο του κορμιού σου σ΄ογδόντα μέρες,
όμως τη τελευταία στιγμή το ιστιοφόρο έγειρε
κι έχυσα όλο τον κουβά με τον χρόνο στο κατάστρωμα.
Καλύτερα. (σελ.19)

Ποιήτρια του ίσκιου και των σκιών η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει βαθιά αίσθηση της λαύρας του ήλιου. Μελετά τις διαθλάσεις του παρελθόντος, δείχνει τον δρόμο της ποιητικής φωνής προς την αφαίρεση. Το έργο της είναι απόσταξη και σύνοψη:

Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα. / Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων. (σελ.48)

Με στρωματικό αποκαλυπτικό υλικό, τα ποιήματά της τρέφονται και αναπτύσσονται, συνδέονται με εκλεκτικές συγγένειες, δεσμούς που ενώνουν και επεκτείνουν τις σχέσεις των δικών της με των άλλων συγγραφέων στον υπαρξιακό χρονότοπο:
(…)
Τώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (σελ.48)

Η Χλόη Κουτσουμπέλη σε όλα τα βιβλία της, όπως και στο νέο Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, διατηρεί ανοιχτό διάλογο με τη διεθνή λογοτεχνία και τον μυθικό κόσμο του συλλογικού Δυτικού γίγνεσθαι.

Χρόνια πριν, η ποιήτρια άρχισε ένα σχέδιο που συνέχεια παίρνει φόρμα. Προσπαθεί να αποτιμηθεί ως το γόνιμο έδαφος του σταθερού συγγραφικού δεσμού της με τους επιλεγμένους συγγραφείς. Ρίχνει νήματα, γαντζώνει περσόνα και συγγραφέα και αναπτύσσει ποιήματα στην προσπάθεια αποκάλυψης του δράματος της ζωής. Παρακολουθεί τις κινήσεις της αυτοκτονίας της Σύλβια Πλάθ, το σκοτεινό σπίτι του Λόρδου Μπάιρον, βρίσκει τις πτηνόμορφες αδελφές του να κρώζουν δαιμονισμένα (σελ.13)· καβάλα στον χρόνο πετιέται στο σπίτι της μάνας του Σολωμού, κοντοστέκεται στο μυστηριώδες σπίτι της Ντίκινσον, αφουγκράζεται από τις απαγορευμένες ρωγμές:

… Λαβίνια, εσύ; / Άραγε πατέρα, πως είναι / να ράβεις τα βλέφαρα / να σιδερώνεις το στόμα / να σφίγγεις σ΄ ένα κορσέ / ένα στίχο /… (σελ. 18)

Αργότερα βυθίζεται σε εξωτικές θάλασσες μαζί με τον Κεφαλλονίτη ποιητή, τον Καββαδία, να ακούσει τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, συνεχίζει στου Άδη τις σκιές, γυρεύοντας τον Κρυστάλλη, γυρίζει πίσω στις κίτρινες από ηλιοτρόπια πεδιάδες του Βαν Γκόγκ και τον βρίσκει να λέει: …

Μα αγαπημένε αδελφέ,/ αν το πορτέτο τραυματίστηκε/ σημαίνει πως το ίδιο έπαθε ο ζωγράφος; / Όταν κτυπά ο χαρακτήρας πονά ο συγγραφέας; / (σελ.17)

Όπως η ωραία Ελένη από τις επάλξεις της Τροίας σχεδιάζει στον αργαλειό τα γεγονότα που εκτελούνται έξω από τις μεγάλες Πύλες, η Κουτσουμπέλη, χρησιμοποιεί συμβάντα και κείμενα της ευρύτερης λογοτεχνίας, υφαίνει από τα συρτάρια της μνήμης, κρατά καλά τεντωμένα τα καντελέρια των ποιημάτων της σε ένα άρτια υφασμένο βιβλίο. Συνεπώς η θεσσαλονικιά ποιήτρια, ερευνήτρια λογοτεχνίας, προχωράει αποφασιστικά στη συστηματοποίηση του σχεδίου που την εμπνέει και που αποκαλύπτει το ακριβές στίγμα της.

Ταυτόχρονα εγώ διερωτώμαι, γιατί ονόμασε τον ποιητή, Όμικρον; Για το Ο που είναι η μυσταγωγία του αυγού; Ίσως για τον Όμηρο, που είναι ο ποιητής των ποιητών, ίσως για τον Ευκλείδειο χώρο που είναι ένα ειδικό σταθερό σημείο; Ίσως γιατί βρίσκεται στο πολικό σύστημα συντεταγμένων…
Το ερώτημα δεν έχει απάντηση, ίσως:

Ήθελα κάποτε να σου γράψω ένα γράμμα, δεν γνώριζα όμως
τα ιερογλυφικά. (σελ 47)

Γνωρίζοντάς την από κοντά, σε εκπλήσσει η υπομονή και η μεγάλη επιμονή της για τον εντοπισμό της αλήθειας, στον λογοτεχνικό αλλά και στο πολιτικό πλαίσιο. Σαν τον Οιδίποδα ρωτά τους χρησμούς για να μάθει την αλήθεια. Δεν ζητά την εκδίπλωση του ορθού λόγου, μα την Αρχαιολογία της Γνώσης, όπου ο Μισέλ Φουκώ γράφει: «…Όχι πλέον οι συμπαγείς γνωστικοί κλάδοι, αλλά οι νόμοι που διέπουν τις κατανομές, τη διασπορά, τους μετασχηματισμούς, τις εναλλαγές, τα μεσοδιαστήματα των λόγων μέσα σε ένα πεδίο στρατηγικών πιθανοτήτων. Η αίσθηση της μεταβολής δεν δίνεται μέσα από την εξέλιξη, τις συνεκτικές σχέσεις, τα κρυφά νοήματα, αλλά μέσα από τα αινιγματικά κομβικά σημεία της ρήξης και της ασυνέχειας».
Έτσι λοιπόν και τα ποιήματα τής Κουτσουμπέλη με επικράτειες λόγου αυτόνομες, αλλά όχι ανεξάρτητες, ρυθμισμένες, παρότι βρίσκονται σε συνεχή μετασχηματισμό. Παίρνουμε για παράδειγμα δύο ποιήματά της για την Πηνελόπη:
(…)
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της, (…)
(Πηνελόπη ΙΙΙ Ανέκδοτο )

Συνεχίζει την ανίχνευση στα ίδια χνάρια:

Της έλειπε πολύ.
Όχι γιατί ήλπιζε ή φοβόταν.
Αλλά γιατί κάποια βράδια το ίδιο το νησί
ξεκολλούσε από το σώμα της
και χανόταν στην μαύρη θάλασσα που άχνιζε.
(Πηνελόπη ΙV Ανέκδοτο )

Τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο η Κουτσουμπέλη μπαίνει σε πλαίσια κρυφού πόθου και επιθυμίας, όπου τα βιβλία της κρύβονται βαθιά στο ασυνείδειτο του καθενός μας.

Η πηγή της εμπνευσής της είναι πάντοτε διαφορετική, τριγυρίζει γύρω από θέματα όπως η μοναξιά, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο θάνατος. Ιδιαίτερα διαβαίνει την θολή περιοχή όπου πλανιόνται του πένθους οι σκιές στην ψυχική ενδοχώρα. Στο μυθιστόρημά της Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν, 2015, η ζωή προχωράει στρατοποιημένη, στην πάνω και στη κάτω πόλη, στα πάνω και στα κάτω διαμερίσματα της πολυκατοικίας όπου κατοικούν παράδοξες οικογένειες, με συλλογική στενή αντίληψη της ζωής και τα άτομα να ζητούν το δικαίωμα της διαφορετικότητας. Μια γενική ορφάνια, μια απροσδιοριστία του αληθινού και του φανταστικού, όλα σε μία δυναμική σύμπλευση, στον πεζό και ποιητικό λόγο, ζητώντας διευκρινίσεις για τη ζωή. Παράδειγμα η ποιητική συλλογή του 2014, Η μυστική ζωή των ποιημάτων:

Όλα τα ποιήματα είναι ορφανά.
Ζουν σε κάποιο ίδρυμα.
Άλλοτε παιδιά άλλοτε γέροι.
Τις νύχτες μαζεύονται στη σάλα.
Και διαβάζει το ένα το άλλο.

Και στη συνέχεια το 2021 στη συλλογή “Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον”:
όλα τα αδημοσίευτα ποιήματα / κλειδωμένα στο σεντούκι φέρετρο / ποιός έχει το κλειδί, ποιός θα τα εκδώσει κάποτε, / ποτέ, / (σελ. 18)

Θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων του. (σελ. 23)

Πως γράφει κάποιος νέο ποίημα / που ο άλλος από παλιά έχει διαβάσει;/(σελ.22)

Ένας μοντερνισμός στη μυθοπλασία. Τα ρηθέντα λόγια γίνονται αποδεχτά και το παρελθόν προσδίδεται στον αναγνώστη.

Η ποιήτρια θα προωθήσει τη συστηματοποίηση του σχεδίου της και θα δώσει το ακριβές στίγμα. Οι συχνοί διάλογοι με τα ποιήματά της την οδηγούν στο αδιέξοδο, μέχρι που τα απειλεί:
(…)
Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε,
εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,
δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω.
Ναι, μία από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι.
Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση.
Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο
θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα
θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου
και μετά
χωρίς αίμα
χωρίς μελάνι
χωρίς χαρτί και μολύβι
θα ισορροπήσω.
(σελ.41)

Από το incipit του τελευταίου ποιήματος της συλλογής, από το οποίο παίρνει τον τίτλο το βιβλίο:

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον / όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί, / η πένα αναπαύτηκε οριζόντια/ και το μελάνι στέρεψε. /(σελ 48)

Η ποιήτρια προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας. Είναι εις γνώση της ότι ο ακριβής γρίφος που έδινε η Σφίγγα, δεν είναι γνωστός από αρχαίες πηγές, αλλά από μεταγενέστερα κείμενα.

.

ΑΡΙΣΤΕΑ ΤΣΑΝΤΖΟΥ

FREAR.GR 12/7/2021

«Όμικρον;», αναρωτιέται ο αναγνώστης κρατώντας στα χέρια του την συλλογή. Δεν είναι γράμμα, λέει η ποιήτρια με τον τίτλο. Είναι όνομα. Κύριο όνομα. Είναι το όνομα του Όντος που είναι ποιητής. Αλλά η ποιήτρια δεν θα μιλήσει για τον δημιουργό/ ποιητή, αν και, μοιραία, θα αποδώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του ξεχωριστού όντος. Η ποιήτρια, θα μιλήσει για την «γυμνή μοναξιά» του ποιητή:

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί
[…] και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
(«H γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», σελ. 48)

Η «μοναξιά» του ποιητή, αποδομείται: «όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί», όταν ο «Όμικρον» έπαψε να ανοίγει σε κύκλο κι έγινε «τελεία». Όταν από δημιουργός/ ποιητής γύρισε στις συνηθισμένες ασχολίες του κοινωνικού ανθρώπου. «Ένιωσε γυμνός»∙ όταν βρέθηκε δίχως τη «μητέρα-σάβανο», («Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού», σελ. 14) την πάντα «λασπωμένη νυχτικιά», («Καταρράκτης»), τα «λασπωμένα λευκά φουστάνια», τα χαρτιά με «τα αδημοσίευτα ποιήματα», («Tα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον», σελ. 18). Ένιωσε γυμνός όταν έμεινε «ορφανός» από δημιουργική μοναξιά:

Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
(«H γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», σελ. 48)

Η δημιουργία απαιτεί την μοναξιά, απαιτεί την κοινωνική απομόνωση, προκειμένου να είναι ο «Όμικρον» «ποιητής». Όμως η μοναξιά του ποιητή, δεν μοιάζει με την κοινωνική μοναχικότητα. Είναι γεμάτη φασαρία, ανθρώπους, πλάσματα, κόσμους. Η «μοναξιά» του δημιουργού, μοιάζει με περιβάλλον που τον ντύνει σαν ρούχο, που τον τυλίγει σαν ομίχλη : «Από μικρό μια μαύρη ομίχλη με τριγύριζε», («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ. 16). Η μοναξιά για την οποία μιλάει η Κουτσουμπέλη, είναι αυτός ο αέρας δημιουργίας, μια πνευματική κατάσταση που κυκλώνει και κυοφορεί τον «Όμικρον», όπως «η μήτρα της μάνας», («Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού», σελ. 14) ή όπως η θάλασσα του χάους κυοφορούσε το αυγό της δημιουργίας:

Στο αίμα μου, όπως και στων αδελφών,
επωαζόταν το φθισικό αυγό.
(«Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ.16)

Αντικείμενο της συλλογής το δημιουργικό εγώ. Η ποιήτρια γράφει ποιήματα για την δημιουργία κι αναπόφευκτα ανασυνθέτει τον μύθο της δημιουργίας. Στο «αίμα», «επωαζόταν το φθισικό αυγό», λέει παραπάνω, ενώ στο ποίημα «Η Λήδα και ο κύκνος», η λουόμενη νύμφη κι ο κύκνος, δεν είναι παρά μεταμορφώσεις του ίδιου πράγματος: «Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό», («Η Λήδα και ο κύκνος», σελ. 32). Η ποιήτρια γίνεται «Αυγούστα», («Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον», σελ. 13) που εκκολάπτει, όπως παρηχεί το όνομα, τα δικά της αυγά, πολλαπλασιάζει τους κύκλους της («Αδελφή και Ερωμένη μαζί»)∙ γίνεται «μνήμα της Φρασίκλειας», μνημείο «απαραβίαστο» (προοίμιο), καθώς εκκολάπτει την γραφή, τα δικά της ποιήματα.

Η συλλογή μοιάζει να δομείται γύρω από μια αφθονία διακείμενων. Ονόματα και παραδείγματα ξακουστών συγγραφέων, ποιητών, λογοτεχνικών χαρακτήρων, ή ακόμα και ανώνυμων «καλλιτεχνών» στις συνεντεύξεις-ποιήματα, αναδεικνύουν την «ανισόρροπη» («Απειλή», σελ. 31) σχέση ανάμεσα στο «κοινωνικό» και «δημιουργικό εγώ», που κατατρώει τον δημιουργό. Έτσι, η ποιήτρια ζει με «έναν σύζυγο/μισό καναρίνι/–το άλλο μισό είναι μονίμως στο στόμα/της σιαμέζας γάτας» και με «δύο δίδυμα παιδιά»:

Έχουν ονόματα, αλλά δεν ξέρω
ποτέ ποιο από τα δύο είναι παρόν
το μεσημέρι στο τραπέζι
(«Ο κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι», σελ. 33)

Η σχέση των δύο «εγώ» είναι αλληλένδετα συμπληρωματική:

Η μία ζει σε βάρος της άλλης –
όταν η μία γεμίζει, η άλλη αδειάζει·
όταν η μία ξεσκίζει, η άλλη ράβει.
(ibid., σελ. 34)

Και αυτή η σχέση καθορίζει τον ορισμό της ποίησης, αφού η δημιουργία, λέει η Χλόη Κουτσουμπέλη, δεν επιτρέπει επιλογές. Επιβάλλεται στον δημιουργό. Διαδικασία επώδυνη που η ποιήτρια θα άλλαζε, αν μπορούσε:

Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε,
εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,
δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω.
Ναι, μία από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι.
Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση.
Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο
θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα
θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου
και μετά
χωρίς αίμα
χωρίς μελάνι
χωρίς χαρτί και μολύβι
θα ισορροπήσω
(«Απειλή», σελ. 31)

«Φθισικό», («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ. 16), καταραμένο, «τέρατα», («Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον», σελ.13) «κανίβαλος» («Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ», σελ. 12), το δημιουργικό εγώ είναι ανεξέλεγκτο στην «μοναξιά» που το έλκει: «Το πάθος είναι η άλλη όψη του ασκητή», λέει στο ποίημα «Tα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον», (σελ. 18). Το «εγώ» που δημιουργεί περιλαμβάνει κάθε μορφή του κοινωνικού. «Ο δημιουργός μπορεί να είναι τα πάντα» (Ζωή Σαμαρά):

εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,
παιδί άπιστης μάνας
αδελφός ξένων παιδιών
εραστής άυλων γυναικών.
Ποιητής.
(«Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού», σελ. 14)

Ασκητική και κοσμικότητα, πίστη και απιστία, αγάπη κι αλλότητα, πνεύμα και σάρκα, ο ποιητής φτιάχνει κύκλους∙ όλα τα υφίσταται, τα αγκαλιάζει, όλα τα εμπεριέχει, όπως το αυγό, κρύβει κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Κι όμως η ποιήτρια επεκτείνει την πνευματική αναζήτηση. Αν ο ποιητής έχει τόσες ιδιότητες, όσες τουλάχιστον διαφαίνονται στο παραπάνω ποίημα, παιδί, αδελφός, εραστής, δημιουργός, τότε ποιος τελικά γράφει τα ποιήματα; «Το ποίημα δεν ανήκει στον δημιουργό του», λέει η Ζωή Σαμαρά, «το ποίημα ανήκει στην ανάγνωση»:

Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες
του απάνθρωπου αυτού βιβλίου
στο οποίο
είμαι μεν μία συγγραφέας
αλλά όχι η συγγραφέας του.
(«Οι Μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ», σελ. 29)

Η ποιήτρια σταθερά γέρνει την αλληγορία των στίχων στον ορίζοντα της φιλοσοφίας της ποίησης. Στην ποίηση όλοι μιλούν και κανένας. Το κείμενο είναι η μόνη πραγματικότητα. Όλα τα άλλα ρέουν γύρω σε κύκλους, ακόμα κι ο δημιουργός:

αν το πορτρέτο τραυματίστηκε
σημαίνει πως το ίδιο έπαθε ο ζωγράφος;
Όταν χτυπά ο χαρακτήρας, πονά ο συγγραφέας;
(«Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ», σελ. 17)

Η ποιήτρια γνωρίζει πως δημιουργία, δεν είναι το αυγό ή το χαρτί, αλλά αυτό που εμπεριέχει. Οι «στίχοι» που αναδύονται από το χαρτί και πετούν ανάμεσα στις ερμηνείες με τη δυναμική «σταυραετού» που πετά «στο άπειρο» («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ. 16). Ο τόπος της ποίησης είναι τόπος της φαντασίας και του απείρου. Είναι τόπος του πνεύματος:

—Μα το γλυπτό ήταν η Σφίγγα.
—Ναι αλλά όσο την έπλαθα, έπινε πολύ νερό.
(«Με τη γλύπτρια Αντιγόνη Ταυ», σελ. 45)

Κάθε ποίημα είναι αίνιγμα που περιμένει λύση. Μια Σφίγγα ανοιχτή σε ερμηνείες. Ανοιχτό το ποίημα σε κάθε ενδεχόμενο, σε κάθε δυναμική που κρύβει το μέλλον. «Η συνταγή είναι απλή […] ζυμώνω και πλάθω ανθρωπάκια», («Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ», σελ. 12). Η δημιουργία, είναι κοσμογονία. Επαναλαμβάνει την αρχέγονη πράξη της Δημιουργίας. «Ο Μέγας Συγγραφέας», («Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ.», σελ. 24) που μας επινόησε. Η ποιήτρια-γλύπτρια, «πλάθει» το σχήμα του ποιήματος, όπως ο Δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο, μα αυτό «ζητά περισσότερο νερό». Η δημιουργία, τα ποιήματα τρέφονται από τη φαντασία, τρέφονται πρωτίστως από την δημιουργική ανάγνωση. Δίχως τον αναγνώστη το ποίημα δεν υφίσταται, ο ποιητής δεν υπάρχει:

Ο Συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει.
Ας έπαιζε ο Αναγνώστης τον ρόλο του.
(«O θάνατος του συγγραφέα», σελ. 25).

Την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, αλλά και την ανάγνωση ως δημιουργική πράξη, ως τμήμα της ίδια της δημιουργίας, η Χλόη Κουτσουμπέλη θα επικαλεστεί και αλλού:

—Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος
είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου,
ότι είμαι μόνον εγώ.
(«Με τον δημοσιογράφο των προηγούμενων συνεντεύξεων», σελ. 46).

Η ποίηση τέμνει το πραγματικό και το φανταστικό. Το υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Το ποίημα γίνεται κέντρο μιας σειράς ομόκεντρων κύκλων και διαπερνά τον τόπο, τον χρόνο, την ύλη. Το ποίημα, λέει η ποιήτρια, είναι τόπος συνάντησης των ανθρώπων, «Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν», («Η μόνη γη»).

Ο Όμικρον είναι ποιητής και κάνει ποιήματα. Είναι ηθοποιός κι υποδύεται ρόλους, είναι ζωγράφος κι απεικονίζει τις πτυχές της «Αβύσσου» («Με τον ζωγράφο Μόντους», σελ. 42), «τις πτηνόμορφες αδερφές» («Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον», σελ. 13) της Δημιουργίας. Ο «Όμικρον» είναι το πορτρέτο κάθε «ποιητή», κάθε δημιουργού, που καταθέτει την «γυμνή μοναξιά» του περιμένοντας τον αναγνώστη να τον «ντύσει» με ερμηνείες.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.
(«H γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», σελ. 48).

ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη στην τελευταία της συλλογή, “Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον” εκδ.ΠΟΛΙΣ, ήρθε να με συναντήσει σε μια εποχή που οι ζώσες συνομιλίες σχεδόν εξαφανίσθηκαν κι η ποίηση έγινε ο κοινός τόπος όπου ανταμώνω με τον Άλλον.
Η ποίηση βέβαια ήταν πάντα ο μόνος τόπος που συναντιούνταν οι ψυχές χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς σύνορα, χωρίς απαγορεύσεις, χωρίς συρματοπλέγματα και διαχωρισμούς. Γράφει η ποιήτρια:
« Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας
Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται;
Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και
η ποίηση.
Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν» (Η ΜΟΝΗ ΓΗ)
Η Χλόη είναι καταξιωμένη ποιήτρια, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Θα μπορούσα με ευκολία να επαναλάβω τις κοινοτοπίες: Πόσο καλά χειρίζεται τις λέξεις, τι εμπνευσμένη που είναι, με πόση μαστοριά στήνει το υλικό της. Γνωστά όλα και πολύ φοβούμαι πως θα αδικήσουν την πρόσφατη συλλογή που έχει μια πρωτοτυπία:
Είναι προσωπική εξομολόγηση και ταυτόχρονα πολιτική ποίηση με την έννοια πως σε κάθε ποίημα, ειδικά με την κατακλείδα, η ποιήτρια παίρνει ξεκάθαρη θέση απέναντι στους λογοτέχνες, ποιητές, πεζογράφους, θεατρικούς συγγραφείς που διαμόρφωσαν το αναγνωστικό της κόσμο αλλά και στα μυθιστορηματικά πρόσωπα των έργων τους, παίρνει όμως και θέση απέναντι στην Ποίηση και τον ρόλο της δίνοντας τον ευθύ λόγο και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους ίδιους τους λογοτέχνες που έχουν ήδη περάσει στην αιωνιότητα.
Εκείνο που διακρίνει την Κουτσουμπέλη είναι πως πάντα τοποθετείται δημόσια με ευθύτητα και κριτικό λόγο στα κοινωνικοπολιτικά συμβάντα της εποχής της. Η ποίηση της είναι η εσωτερική προέκταση αυτών των δημόσιων καταθέσεων της κι αυτή η συλλογή είναι μια τέτοια θέση και κατάθεση.
Κάθε ποίημα είναι η συνομιλία της ποιήτριας με ομοτέχνους της,Έλληνες και ξένους, είναι ένας εσωτερικός μονόλογος κι ένα θεατρικό αναλόγιο που προέκυψε από την προσεκτική προσέγγιση βίου κι έργων, τις προσωπικές προσλαμβάνουσες κυρίως από τη ζωή τους, ζωές ταραγμένες που διοχέτευσαν την αγωνία και τις αναζητήσεις τους στη συγγραφή. Κάθε ποίημα ένα μονόπρακτο έργο με δυνατές εικόνες και ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, με απρόσμενες ανατροπές που απομυθοποιούν την κατεστημένο αφήγημα.
Ο τρόπος που στήνει το υλικό της, οι λέξεις που επιλέγει κι η ατμόσφαιρα που δημιουργεί, διαμορφώνουν τη διαχωριστική γραμμή που ξεχωρίζει το ποίημα από την φιλολογική μελέτη, από ένα στεγνό δοκίμιο βιογραφίας η μιας θεατρικής κριτικής.
Πιθανόν να αναρωτηθεί ο/η αναγνώστης/ τρια τι είναι τελικά αυτή η συλλογή;
Είναι μια στεγνή άσκηση ποιητικής, μια ποίηση για την ποίηση, μια τέχνη για την τέχνη, μια εγκεφαλική δημιουργία της καλής τεχνίτριας που μετατρέπει σε στίχους τα ερεθίσματα που κατά καιρούς έχει δεχτεί στην περιδιάβαση της στη λογοτεχνία, το θέατρο, τον μύθο, το παραμύθι, στα εμβληματικά πρόσωπα της θρησκείας, στην τραγωδία, στη ζωγραφική, στην ίδια τη ζωή της; Το αντίθετο συμβαίνει.
Είναι καθαρή ποίηση.
Κοινός τόπος όλων η μοναξιά, κοινός τόπος η βάσανος της ζωής που γεννά κάθε Τέχνη, κοινός τόπος η ποίηση μεταμορφωμένη σε σανίδι θεατρικής σκηνής, όπου ένας ένας μπαίνουν οι ήρωες του έργου κι απευθύνονται στο κοινό με σπαρακτικούς μονολόγους.
Τα ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη συγκροτούν μια ιδιότυπη «επιστολογραφία» βαθέως συναισθήματος, έναν διάλογο με τα γραπτά που διάβασε κι έγιναν οι φανοί της πορείας της, που έσκυψε με αγάπη και προσοχή στις προσωπικότητες που μελέτησε, μιας «σκηνοθέτριας» που έστησε τις λέξεις της πάνω στην αφόρητη μοναξιά του λευκού χαρτιού, ακριβώς σαν τον ποιητή του τελευταίου ποιήματος, τον ποιητή Όμικρον όταν στο τέλος της διαδρομής συνειδητοποιεί με την τελευταία λέξη την απογύμνωση της ψυχής του.
Πικρό, δηκτικό αλλά ειλικρινές σχόλιο για την λειτουργία της τέχνης της: «Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί» Ο ποιητής Όμικρον είναι όλοι οι ποιητές κι οι ποιήτριες, είναι η ίδια η ποιήτρια που έχει επίγνωση της βασανιστικής διαδικασίας της γραφής και των ορίων της.
Κάθε γραφή κι ένα ρούχο που βγαίνει από το σώμα, μέχρι λέξη τη λέξη να φτάσει στην πλήρη μοναξιά, μέχρι να παραδώσει τον πάπυρο, την πένα, το πλήκτρο του υπολογιστή σα σκυτάλη στα χέρια του επόμενου δημιουργού: «Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά κάθεται στο γραφείο του και γράφει.» Ποτέ δεν θα σταματήσει αυτή η διαδικασία, αιώνες κρατάει η πορεία της. Πολλές και διαφορετικές οι πηγές της έμπνευσης της νέας συλλογής όπως αποδεικνύουν κι οι τίτλοι που ενδεικτικά καταγράφω: Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ, Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη, Ο Τζακ κι η φασολιά, Ηλέκτρα, Η Λήδα κι ο κύκνος)
Μια διαφορετική δημιουργία η ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη Χλόη Κουτσουμπέλη ερεθίζει τη σκέψη και τα συναισθήματα, συνεπαίρνει, προκαλεί δεύτερη και τρίτη ανάγνωση καθώς είναι πολυεπίπεδη, απαιτεί υψωμένες αντένες, όπως είχε γράψει κι ο Καρυωτάκης, στον οποίον αφιερώνεται κι ένα από τα ποιήματά της, και ετοιμότητα για γενναία ενδοσκόπηση. Κάποια όμως από τα ποιήματα της συλλογής εκλύουν από την πρώτη ανάγνωση γνήσια συγκίνηση. Ξεχώρισα τα ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ, ΜΥΣΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ, Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ, Η ΜΟΝΗ ΓΗ.

.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΧΑΡΤΗΣ 35 {ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021}

Το ουροβόρο Όμικρον ή η πινακοθήκη και η δίνη

Για τον ουροβόρο —συνήθως ένα φίδι ή δράκο που διαγράφει κύκλο τρώγοντας την ουρά του— μας πληροφορεί αναλυτικά ο Μπόρχες στο Βιβλίο των φανταστικών όντων. Ο τυφλός Αργεντίνος αναφέρει ως πρώτη χρήση αυτού του παράξενου τέρατος ένα «ελληνικό φυλαχτό του τρίτου αιώνα». Γνωρίζουμε όμως πως πιθανότατα εμφανίστηκε και σ’ ένα πρώιμο αλχημιστικό κείμενο που εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια την ίδια περίοδο. Ο τίτλος του: Κλεοπάτρας χρυσοποιία. Η αλχημεία και η γεωγραφική φαντασία φαίνεται πως συνετέλεσαν στην αλλόκοτη σύλληψη. Αλχημικά, ο ουροβόρος συνδέεται με τον περιώνυμο «φιλοσοφικό λίθο»· γεωγραφικά, με την προνεωτερική αντίληψη του ωκεανού ως ενός υδάτινου δακτυλίου που περιβάλλει τη γη. Ο Μπόρχες, που αναφέρει και τις δύο αυτές συμβολικές προεκτάσεις, αναφέρει επίσης την Ηρακλείτεια εικόνα του απείρου ως ενός κύκλου όπου κάθε σημείο είναι ταυτόχρονα αρχή και τέλος. Και προσθέτει έναν θρύλο γύρω από την Μαίρη, βασίλισσα των Σκώτων, η οποία φέρεται να είχε ένα δαχτυλίδι με το μόττο «στο τέλος μου βρίσκεται η αρχή μου». Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη φράση του Καρλ Κράους που αγαπούσε ο Μπένγιαμιν: «η απαρχή είναι το τέλος», όπου η τελευταία λέξη σημαίνει αμφίσημα εξίσου το τελικό σημείο και τον σκοπό.
Η πολυσημία αυτή είναι βέβαια οργανικό τμήμα της σαγήνης του συγκεκριμένου συμβόλου. Ας συνοψίσουμε τους βασικούς του νοηματικούς άξονες: πρώτον, τελειότητα, διότι από την αρχαιότητα ο κύκλος θεωρούνταν το τέλειο σχήμα· δεύτερον, αυτο(κατα)στροφή, διότι το φίδι που τρώει την ουρά του είναι ένα πλάσμα δυνάμει αυτοαναιρούμενο, αυτοαναλωνόμενο, ένα ον σε διαδικασία αυτοεξάλειψης (είναι αναγκαίο να προσθέσουμε εδώ ότι η καταστροφή του εαυτού θεμελιώνεται, εντός του συμβόλου, στη στροφή προς τον εαυτό, έτσι ώστε η αυτοεξάλειψη να είναι συνώνυμη, όλως παραδόξως, της αυτοαναφορικότητας)· και τρίτον, απειρότητα, ή αλλιώς ιλιγγιώδης ταύτιση του σημείου του τέλους και αυτού της έναρξης.
Μια πρώτη, και κατά τη γνώμη μου επιδερμική, ματιά στο πρόσφατο βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, είναι αυτή που το αντιλαμβάνεται ως κάτι σαν λεκτικό περίπατο σε μια πινακοθήκη ποιητικών αλλά και ευρύτερα καλλιτεχνικών πορτραίτων τα οποία, τρόπον τινά, μας αυτοσυστήνονται. Η αίσθηση αυτή δημιουργείται από τη χρήση του πρώτου προσώπου στα πρώτα εννιά ποιήματα της συλλογής (τα δύο πρώτα μάλιστα ξεκινούν πανομοιότυπα: «Ονομάζομαι»), δομή που επιστρέφει και αργότερα στη συλλογή, έχοντας όμως πρώτα δώσει τη θέση της σε συνθέσεις στο τρίτο πρόσωπο ή και στη διαλογική μορφή μιας σειράς από φαντασιακές συνεντεύξεις. Τα πράγματα λοιπόν δεν έχουν όπως αρχικώς φαίνονται. Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια σειρά από συγγραφικές ή ευρύτερα καλλιτεχνικές μορφές που μας αυτοσυστήνονται, ούτε, ας μου επιτραπεί, θα πρέπει να αφεθούμε στην ευκολία της ιδέας ενός ποιητικού βιβλίου που εξαντλείται στην ανακύκλωση του δικαίως ντεμοντέ κλισέ του poète maudit. Θα ήταν πιο φρόνιμο ερμηνευτικά να ξεκινήσουμε από το τέλος του βιβλίου, η σημασία του οποίου προτάσσεται στο κάτω-κάτω ρητά από την ίδια την ποιήτρια, καθώς ο τίτλος του τελευταίου ποιήματος είναι ο τίτλος της συλλογής συνολικά:

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.

[…]

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.

Ποιος είναι ο «ποιητής Όμικρον»; Σ’ ένα επίπεδο, ο τελευταίος ποιητής της συλλογής είναι βέβαια ο πρώτος ποιητής, τουλάχιστον για τη δυτική λογοτεχνική παράδοση, ο τυφλός ραψωδός, ο Όμηρος. Σ’ ένα άλλο όμως επίπεδο, αυτό που η σαφέστατη οφειλή όχι μονάχα του ποιήματος αλλά και όλης της συλλογής στον Μπόρχες καθιστά σαφές, είναι αλληγορικά και μετακειμενικά η ίδια η μορφή, η τροπική φιγούρα, ενός κύκλου όπου το τέλος ταυτίζεται με την αρχή: όταν ο Όμικρον τελειώνει το γράψιμο, και μαζί το βιβλίο, διαβάζουμε, ένας άλλος ξυπνά απότομα και γράφει, ξεκινώντας ένα άλλο βιβλίο, ή το ίδιο βιβλίο, ή καλύτερα ακόμα, ένα βιβλίο που (θα) είναι πάντα, σε κάθε κύκλο του γύρω απ’ τον εαυτό του, το ίδιο και άλλο.

Μπόρχες:

Σε μια ερημιά του Ιράν υπάρχει ένας πέτρινος πύργος […] Στο μοναδικό δωμάτιο […] υπάρχουν ένα ξύλινο τραπέζι κι ένας πάγκος. Σ’ αυτό το κυκλικό κελλί, ένας άνθρωπος που μου μοιάζει, γράφει […] ένα μεγάλο ποίημα για έναν άνθρωπο που σ’ ένα άλλο κυκλικό κελλί…Όλο αυτό δεν έχει τέλος («Ένα Όνειρο», Άπαντα Πεζά, σ. 611).

Τι άραγε ονειρεύτηκε ο Χρόνος μέχρι σήμερα […]; Ονειρεύτηκε το σπαθί, που ιδεώδης θέση του είναι ο στίχος. […] Ονειρεύτηκε πως Κάποιος τον ονειρεύεται («Κάποιος ονειρεύεται», ό.π., σσ. 618-619).

Πρόκειται για δύο μόνο από δεκάδες αποσπάσματα που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε απ’ το Μπορχεσικό έργο όπου τίθενται δυο βασικές προκείμενες του συμβολισμού του Όμικρον ως γραφήματος—γλώσσας που γίνεται γράμμα, που γίνεται σχήμα: αυτοαναφορικότητα, αφενός· οντολογική αβεβαιότητα αφετέρου. Ας μιλήσουμε απλά: το να γνωρίζω ότι γράφω, το να αντικρίζω τον εαυτό μου που γράφει, σημαίνει επίσης να χωρίζομαι από τον εαυτό μου, να γίνομαι άλλος απ’ τον εαυτό μου, και ως μια ακραία και ειρωνική συνέπεια της αυτεπίγνωσης, να μη γνωρίζω αν είμαι ο γράφων ή ο παρατηρητής του γράφοντος, ή, σε μιαν άλλη, εξίσου αγαπητή στον Μπόρχες εκδοχή, αν είμαι ο συγγραφέας ή ένας χαρακτήρας εντός ενός κειμένου που δεν ελέγχω.

Ας ξετυλίξουμε τον μίτο αυτόν στον «Ποιητή Όμικρον» της Κουτσουμπέλη, αφού όμως πρώτα παρατηρήσουμε ότι ο μίτος ταιριάζει σε λαβυρίνθους, ότι ο λαβύρινθος είναι ένα από τα βασικότερα σύμβολα, μαζί με τον καθρέφτη και το ρόδο, του Μπορχεσικού σύμπαντος, και ότι θα τον βρούμε, καθόλου τυχαία, στη συλλογή της Κουτσουμπέλη («Το θηλυκό κορμί έχει δαγκάνες/κρύβει ολέθριες παγίδες/κι έναν λαβύρινθο στο κέντρο», μας λέει στο «Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολωμού»).
Κεντρική σημασία εδώ, ως κάτι σαν αυτόν τον «λαβύρινθο στο κέντρο», έχει το ποίημα «Ο θάνατος του συγγραφέα», που αναφέρεται, προφανώς, στο σημαντικό δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ (1967). Ως γνωστό, ο Μπαρτ κλείνει το δοκίμιό του παρατηρώντας ότι «η γέννηση του αναγνώστη πρέπει να επέλθει με κόστος τον θάνατο του συγγραφέα» (Image Music Text, σελ. 148). Η Κουτσουμπέλη αφομοιώνει τη ρήση αυτή (την οποία και παραφράζει, ουσιαστικά: «Ο συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει./Ας έπαιζε ο αναγνώστης τον ρόλο του») στις μπορχεσικές αρχή της κειμενικής αυτοαναφορικότητας αφενός και της οντολογικής αβεβαιότητας αφετέρου: «Ο Κυανοπώγων ήταν έξαλλος με τον ενδυματολογικό κώδικα,/ο γαλατάς γιατί αποκλείεται το δικό του γάλα να ήταν ξινισμένο,/όπως ρητά αναφερόταν στη σελίδα δέκα τέσσερα,/ενώ η Αλίσα σιωπούσε. […] Δεν γνώριζαν πόσο ο Τζον Σμιθ ήταν ενήμερος/για την ελάχιστή τους σκέψη, για τον παραμικρό τους ψίθυρο./Και ότι την ίδια στιγμή/ένα μικρό διήγημα/με όλα τα σχετικά με την ανταρσία τους/εγκιβωτιζόταν στο μεγάλο» (σελ. 25-26).
Εξήγησα ήδη γιατί η αυτοαναφορικότητα, η σύλληψη του συγγράφοντος εαυτού στη θέση του αντικειμένου παρατήρησης της συγγραφής, είναι επίσης οδός προς την οντολογική αβεβαιότητα. Στο συγκεκριμένο ποίημα, η αρχή αυτή αναδεικνύει τις μπορχεσικές επιπλοκές πίσω απ’ το ερμηνευτικό πρόταγμα του Μπαρτ: Αν για να ζήσει ο αναγνώστης πρέπει πρώτα να πεθάνει ο συγγραφέας, πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ποιος τελικά είναι ο συγγραφέας και ποιος ο αναγνώστης; Δεν πρόκειται για κάποιο κενόσπουδο λογοτεχνικό παιχνίδι· έχουμε ήδη παρουσιάσει πειστήρια ότι η Κουτσουμπέλη είναι συγγραφέας στον βαθμό που είναι αναγνώστρια, γράφει στον βαθμό που επίσης ερμηνεύει τα γραπτά άλλων. Η διακειμενικότητα η ίδια ως εγγενής διάσταση των λογοτεχνικών κειμένων μας εισαγάγει ήδη στην οντολογική αβεβαιότητα που δραματοποίησε αριστουργηματικά και γκροτέσκα ο Μπόρχες στον «Πιέρ Μενάρ, συγγραφέα του Κιχώτη»: δεν κατέχουμε, άραγε, διαρκώς πολλαπλές θέσεις όταν γράφουμε, δεν διαλυόμαστε στην ίδια τη διαδικασία με την οποία συγκροτούμαστε, και δεν ξαναγράφουμε, με κάθε σημαντικό έργο, την ίδια τη λογοτεχνική ιστορία την οποία κληρονομούμε; Ποιος από ό,τι είμαστε (πομποί και δέκτες, συγγραφείς κι ερμηνευτές, υποκείμενα και αντικείμενα της παρατήρησης) πεθαίνει και ποιος γεννιέται στη διαδικασία της συγγραφής; Και πού βρισκόμαστε, εν τέλει, σε σχέση με το έργο (το δικό μας, των άλλων); Το περικλείουμε ή μας περικλείει; Και είναι οι τοίχοι ανάμεσα στο «εντός» και το «εκτός» οντολογικά συνεκτικοί και συμπαγείς;

Ας δούμε εν συντομία σε ποιον βαθμό αποκρυπτογραφείται η συλλογή με βάση τα πιο πάνω ερωτήματα:

Πώς γράφει κάποιος νέο ποίημα
που ο άλλος από παλιά έχει διαβάσει;

(«Το ελάφι και ο κυνηγός», σ. 22)

Όταν ο κύριος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς
χάρηκε πολύ.
Θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων του. […]

Η κυρία Μπρουκς έπινε ζεστή σοκολάτα και χαμογελούσε.
Είχε μόλις επινοήσει τον κύριο Μπρουκς,
που ήταν συγγραφέας […]

Ίσως όμως η αυταρέσκειά της να μετριαζόταν
αν γνώριζε
Πως την ίδια ώρα κάποιος καθισμένος σε γραφείο […]

είχε μόλις επινοήσει και τους δύο
κι ακόμα ένιωθε μισός.

(«Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς», σ. 23)

Ο κύριος Σ. ένιωσε τον τρόμο του κενού.
Αισθανόταν μισός. […]

Ακόμα δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη,
αφού ο Τζον είχε επιλέξει τριτοπρόσωπη αφήγηση. […]

Απ’ το απειροελάχιστο πέρασμα του κυρίου Σ.
Δεν απέμεινε ούτε ίχνος στην κοσμική τάξη των πραγμάτων.
Τόσο αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς.
Ο Μέγας Συγγραφέας που μας επινόησε.

(«Η υπαρξιακή αγωνία του Κυρίου Σ.», σ. 24)

Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες
του απάνθρωπου αυτού βιβλίου
στο οποίο
είμαι μεν μια συγγραφέας
αλλά όχι η συγγραφέας του.

(«Οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ», σ. 30).

Τέλος, στο ισόγειο,
ζω εγώ με έναν σύζυγο
μισό καναρίνι […]

και δύο δίδυμα παιδιά.
Έχουν ονόματα, αλλά δεν ξέρω
ποτέ ποιο από τα δύο είναι παρόν»

(«Ο κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι», σ. 34)

Φόρεσα το κόκκινο κραγιόν
και τις ψηλές της γόβες.
Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη.
Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα
μπορούσα πια να τη σκοτώσω.

(«Ηλέκτρα», σ. 37)

— Ο αγαπημένος σας ρόλος;
— Η Άλλη. Μόνο που πάντα ξεχνώ τα λόγια. […]
— Μερικοί σας κατηγόρησαν ότι τα πρόσωπα απ’ τα οποία πήρατε συνέντευξη ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα.
— Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου, ότι είμαι μόνον εγώ.

(«Αποσπάσματα συνεντεύξεων», σσ. 42, 46)

Ήθελα κάποτε να συναντηθούμε, μα άλλοτε αργούσες εσύ έναν/αιώνα, άλλοτε εγώ ερχόμουν μία χιλιετία πιο νωρίς. […]
Όταν εσύ έμπαινες σε κάποιο τρένο στη Ζυρίχη, εγώ πετούσα για το Άμστερνταμ.
Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας. […]
Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και/η ποίηση./Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν.

(«Η μόνη γη», σ. 47)

Δέκα λοιπόν τουλάχιστον από τα ποιήματα της συλλογής αποτελούν, θα λέγαμε, «δίνες» εντός αυτού που αρχικά εμφανίζεται ως μια απλή πινακοθήκη συγγραφέων και καλλιτεχνικών μορφών. Εντός τους, καταρρέουν τα όρια μεταξύ εαυτού και άλλου, αφηγητή και αφηγούμενου, πραγματικού και μυθοπλαστικού, συγγραφέα και γραφόμενου, επινοητή και επινοημένου, εμφανιζόμενου και εξαφανιζόμενου. Η συνέπεια είναι η παράσταση του ποιητικού σύμπαντος με όρους ταινίας Möbius, ή, με την αρχαιότερη εκδοχή του παραδόξου, με τη μορφή του ουροβόρου όφι, σημείου σύγκλισης αντίθετων πόλων και αμοιβαίας τους αναίρεσης ή καταστροφής: ο ποιητής Όμικρον, που βέβαια είναι επίσης ο ολετήρας Όμικρον, η αρχή και το τέλος ενός σύμπαντος γραφής χωρίς αρχή και τέλος επειδή είναι, ουσιαστικά, κυκλικό.

Έτσι όμως φτάσαμε, τολμώ διαγράφοντας κύκλο, και στο σημείο το οποίο έθιξα αρχικά, αυτό της ανάγκης να παρακάμψουμε ερμηνευτικά το παλιό ποιητικό κλισέ του «καταραμένου ποιητή». Δεν είναι ότι η συλλογή της Κουτσουμπέλη δεν αφορά επίσης αυτή την φιγούρα: τη βρίσκουμε πολύ εύκολα στα ποιήματα για την αυτόχειρα Σύλβια Πλαθ (σ. 12), τον πρόωρα χαμένο και εν πολλοίς αυτοκαταστροφικό Λόρδο Βύρωνα (σ. 13), του οικογενειακά βασανισμένο Σολωμό (σσ. 14-15), τον φθισικό και επίσης πρόωρα χαμένο Κρυστάλλη (σ. 16), τη σχεδόν απόλυτα απομονωμένη Έμιλυ Ντίκινσον (σ. 18), τον υπαρξιακά αγωνιώντα Καββαδία (σσ. 19-20), τον αυτόχειρα Καρυωτάκη (σ. 21), τον αυτόχειρα ζωγράφο (κατ’ εξαίρεση) Βαν Γκογκ (σ. 17). Το επιχείρημά μου ερμηνευτικά λοιπόν δεν είναι και δε θα μπορούσε να είναι ότι αυτό το «άλλο μισό» της συλλογής, το υπαρξιακό θα λέγαμε μισό, το μισό της πινακοθήκης της «γυμνής μοναξιάς» του δημιουργού, θα πρέπει να αγνοηθεί. Το επιχείρημά μου είναι ότι στην πραγματικότητα οι δύο όψεις της συλλογής, που φαινομενικά δε σχετίζονται, είναι απλώς οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Κι εδώ επιστρέφω στο γεγονός ότι ο ουροβόρος όφις, ο Όμικρον, είναι μεμιάς το σύμβολο αυτού που γνωρίζει τον εαυτό του και αυτού που στρέφεται ενάντια στον εαυτό του, ωσάν το ένα, η αυτεπίγνωση, να οδηγούσε νομοτελειακά στο άλλο, την αυτοκαταστροφή ως μοναδική διέξοδο στην τελειότητα ως τελείωση. Το σύμπαν της οντολογικής αβεβαιότητας, το Μπορχεσικό σύμπαν είναι ένα σύμπαν συμμετριών, πολλές φορές πολύπλοκων και φίνων σαν arabesques. Είναι όμως επίσης ένα σύμπαν μοναξιάς —συχνά, θανατηφόρας μοναξιάς— διότι εντός του, εντός των λαβυρίνθων του, ο άλλος δεν είναι ποτέ με βεβαιότητα πραγματικά άλλος. Οι συνέπειες είναι συγκεκριμένες: Αν δεν μπορείς να σκοτώσεις χωρίς να ρισκάρεις να σκοτώσεις τον εαυτό σου, δεν μπορείς επίσης να ερωτευτείς χωρίς να ρισκάρεις να ερωτευτείς τον εαυτό σου. Το σύμπαν όπου ο άλλος είναι εγώ στον ίδιο βαθμό που εγώ είμαι ο άλλος είναι ένα σύμπαν όπου κάθε φόνος είναι αυτοχειρία και κάθε έρωτας ναρκισσιστικός. Ο Όμικρον, δημιουργός και ολετήρας, αρχή και τέλος, είναι μόνος γιατί στον εντελή σαν κρύσταλλο κόσμο του «δεν υπάρχει», για να θυμηθούμε τον Ντεριντά, «παρά κείμενο», ή «δεν υπάρχει τίποτε εκτός του κειμένου»· ο λαβύρινθος του εγκλωβισμού του αποτελείται από καθρέφτες. Εκεί δημιουργεί ό,τι εμφανίζεται και εκεί εξαφανίζεται στο κείμενο. Εκεί τελειώνει και αρχίζει.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΟΦΟΡΟΣ

“Δρόμος της Αριστεράς” 7/1/2023

– Ποιες λέξεις προτιμάτε;
– Τις καλά ψημένες. Αλλιώς στέλνω πίσω το πιάτο.
– Είναι απειλή η κοινοτοπία στην ποίηση;
– Όχι μεγαλύτερη απ’ ό,τι η ποίηση για την κοινοτοπία.
– Τι φοβάστε περισσότερο απ’ όλα;
– Το ερωτηματικό.
– Πώς γράφετε;
– Τυφλά. Όπως πετώ τις νύχτες.
– Ετοιμάζετε κάποια καινούργια δουλειά;
– Θα μ’ ενδιέφερε πολύ αυτή του τσαγκάρη ή του θηριοδαμαστή.

Αυτή δεν είναι η συνέντευξη με τη Χλόη Κουτσουμπέλη, αλλά μια φανταστική συνέντευξη με τον ποιητή Όμικρον που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Υπάρχει και μια σειρά άλλων τέτοιων ποιητικών συνεντεύξεων από έναν ζωγράφο, μια ηθοποιό, μια γλύπτρια και με έναν δημοσιογράφο.

Σε αυτό το σημείο του βιβλίου ο ποιητικός λόγος συναντά τη σάτιρα και το χιούμορ. Χαρακτηριστική η απάντηση του δημοσιογράφου που υποτίθεται πως πήρε αυτές τις συνεντεύξεις:

-Μερικοί σας κατηγόρησαν ότι τα πρόσωπα από τα οποία πήρατε συνέντευξη ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα.
-Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου, ότι είμαι μόνον εγώ.

Πάντως αυτός που σε τραβά από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι ο διάλογος της ποιήτριας με πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα της λογοτεχνίας μέσα από τα ποιήματά της.

Μερικά τέτοια παραδείγματα είναι «Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ» –ένα πολύ ξεχωριστό ποίημα–, «Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολωμού», «Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», το εκπληκτικό «Μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία», «Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη» κ.ά.

Δεν λείπει και η διαφορετική ανάγνωση παραμυθιών όπως «Ο Τζακ και η φασολιά» και ο «Πήτερ Παν».

Είναι μια συλλογή που αξίζει να διαβαστεί ολοκληρωμένα. Δεν είναι μια απλή παράθεση ποιημάτων. Είναι ένα μαγικό μονοπάτι που αποδεικνύει γιατί αξίζει να διαβάζεται η ποίηση. Με λίγες λέξεις, με τρεις τέσσερις στίχους λέει αυτά που εμείς παλεύουμε να γράψουμε σε σελίδες επί σελίδων για να γίνουν κατανοητά.

«Όχι, δεν φαίνεται στην τρικυμία ο καλός ο καπετάνιος.
Η νηνεμία είναι η δοκιμασία»

«Μη διστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε.
Παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική σας ένδεια,
τη σύφιλη: ποτέ όμως ότι είστε ποιητής.
Θα υποφέρετε αιώνια»

«Όχι, δεν είναι ο χρόνος ο καλύτερος γιατρός.
Το χώμα είναι.
Γιατί δεν καταβροχθίζει, απορροφά»

Ποιήματα λεπτοδουλεμένα, με ρέουσα γλώσσα, με εικόνες και σκέψεις που ζωντανεύουν και χωρίς επιτήδευση μας οδηγούν σε ποικίλες σκέψεις πάνω στην τέχνη, στη ζωή, στην ποίηση. Όπως γράφει η ίδια: «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση. Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν.» Κι όπως νομίζω είναι φανερό ο καλύτερος τρόπος να μιλάς για ένα τέτοιο βιβλίο είναι μέσα από τους στίχους του, αν και πάντοτε έχει αξία να ακούμε και αυτά που έχει να μοιραστεί ο ίδιος ο δημιουργός.

«Το σίγουρο είναι ότι έχουμε πάρα πολλούς αξιόλογους ποιητές και ποιήτριες και το παρήγορο είναι ότι υπάρχουν πολλοί νέοι ποιητές και πολλές νέες ποιήτριες που παραλαμβάνουν από τους παλιούς τη σκυτάλη»

Επιλέξατε ως πρωταγωνιστές των ποιημάτων σας ποιητές, ήρωες της λογοτεχνίας, φανταστικά πρόσωπα. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Όπως όλες οι ποιητικές ιδέες. Αιφνιδιαστικά, αναπάντεχα, εντελώς τυχαία. Έχω την αμυδρή υποψία ότι οι ποιητικές μας συλλογές επιλέγουν αυτές τη θεματολογία τους και έρχονται έτοιμες και συγκροτημένες στο μυαλό μας. Γενικά δεν γράφουμε εμείς τα βιβλία, αυτά πάντα μας γράφουν.

Στέκομαι λίγο παραπάνω στον Κώστα Κρυστάλλη, μάλλον αγνοημένο σήμερα. Θα μπορούσαν, και πώς, να ξαναδιαβαστούν τέτοιοι ποιητές που ίσως θεωρούνται «παρωχημένοι» στις μέρες μας;
Το ποίημα για τον Κώστα Κρυστάλλη συμπεριλήφθηκε στη συλλογή τυχαία, μου είχε ζητηθεί ένα ποίημα που να τον αφορά για ένα αφιέρωμα που έγινε γι’ αυτόν σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό, οπότε το είχα έτοιμο και επειδή συμφωνούσε θεματικά με τα υπόλοιπα το συμπεριέλαβα. Νομίζω ότι ναι κάποιοι ποιητές είναι πια παρωχημένοι και ως γλώσσα και ως ύφος γραφής. Πιστεύω επίσης ότι στα επόμενα χρόνια πολύ γρήγορα θα γίνουμε και εμείς παρωχημένοι για τις επόμενες γενιές.

Για ποια πρόσωπα θα θέλατε ακόμη να γράψετε κάποια ποιήματα και γιατί;
Για τη Φρίντα Κάλο, για τον Τσε Γκεβάρα, για τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, για τις αδελφές Μπροντέ, για τη Σαπφώ. Για προσωπικότητες που εγώ βρίσκω γοητευτικές και ενδιαφέρουσες.

Ενίοτε υπάρχει σατιρικό ύφος/χιούμορ στα ποιήματά σας. Είναι ρίσκο για ένα ποιητικό έργο;
Αν είναι ρίσκο, τότε φοβάμαι ότι είμαι πολύ ριψοκίνδυνη, γιατί το θεωρώ ένα απαραίτητο συστατικό και στα πιο πολλά μου ποιήματα έρπει σκοτεινό και υποδόριο. Για μένα το χιούμορ βοηθάει πολύ στην ανατροπή, στο να αποφύγει κανείς το μελό και τους δακρύβρεχτους στίχους, στο να σπάσει τα κοινότοπα καλούπια που μας εγκλωβίζουν.

Γιατί δεν διαβάζεται όσο θα έπρεπε η ποίηση; Πιστεύω πως έχουμε έξοχους σύγχρονους ποιητές. Οπότε…
Πιστεύω ότι δεν θεωρείται καταναλώσιμη και εμπορική. Οι περισσότεροι ποιητές και οι περισσότερες ποιήτριες αναγκάζονται να πληρώσουν για να εκδώσουν τις ποιητικές τους συλλογές. Ποτέ όμως και σε καμία εποχή δεν διαβαζόταν περισσότερο η ποίηση από σήμερα που κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο με όσα αρνητικά και αν συνεπάγεται αυτό. Το σίγουρο είναι ότι έχουμε πάρα πολλούς αξιόλογους ποιητές και ποιήτριες και το παρήγορο είναι ότι υπάρχουν πολλοί νέοι ποιητές και πολλές νέες ποιήτριες που παραλαμβάνουν από τους παλιούς τη σκυτάλη.

ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

culturebook.gr 1/2/2022

Η μοναξιά της δημιουργίας στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη

Η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη («η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», Πόλις, 2021) συνεχίζει τη διαδρομή του ποιητικού πειραματισμού, συνδυάζοντας τον σκηνικό ποιητικό μονόλογο με τον μεταμοντέρνο υπερρεαλισμό πάνω σε μια αναζήτηση για τη δημιουργία και τον άνθρωπο, το φύλο και τη λογοτεχνική παράδοση.
Η Κουτσουμπέλη καταθέτει μία νέα δημιουργική πρόταση συνδέοντας τον πλασματικό πρωτο ενικό αφηγητή, τη βιογραφία και τον διακειμενικό διάλογο. Οι συνθέσεις της συλλογής μοιάζουν με μικρά μονολογικά μονόπρακτα. Ο ποιητικός αφηγητής ως υποκριτής, με την αμεσότητα του α’ ενικού γραμματικού προσώπου, απευθύνεται σε ένα αόρατο κοινό ή άλλοτε σε κάποιο βουβό υποκριτή. Η θεατρικότητα ενισχύεται από τον διάλογο (Κάπτεν Χουκ, Πήτερ Παν, Γουέντι, Τίνγκερμπελ, Οι τρεις αδελφές, Αποσπάσματα συνεντεύξεων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Αμπύσους) και τις ρητορικές ερωτήσεις (Το ελάφι και ο κυνηγός, Οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ).
Οι συνθέσεις όμως της συλλογής δεν αποτελούν απλώς ένα –κατά Barthes– υφαντό. Η ποιητική παράδοση και επιλεγμένα βιογραφικά στοιχεία δημιουργών αποτελούν την αφορμή, προκειμένου η ποιήτρια να στοχαστεί για τη ζωή (Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία), τον ρόλο του φύλου (Καταρράκτης, Ηλέκτρα, Μαρία Μαγδαληνή), τον έρωτα (Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη). Καταθέτει τη δική της οπτική για τη δημιουργία και τη γέννηση του έργου (Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη, Μαθήματα δημιουργικής μοναξιάς, Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ., Ο θάνατος του συγγραφέα, οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ, γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον), την κατασκευή του μυθοπλαστικού χαρακτήρα (Το ροδάκινο του Βαν Γκονγκ) και το ίδιο το ποίημα (Η Λήδα και ο κύκνος, Η μόνη γη).
Η αισθητική πρόταση της Κουτσουμπέλη ξεπερνά τη στενή έννοια του ποιητικού διαλόγου, καθώς δεν συνομιλεί με τους ποιητές ή με έργα τους, αλλά μόνο τούς αξιοποιεί για να καταθέσει τις δικές της αγωνίες. Η θεωρία της διακειμενικότητας θεμελιώνεται στη σύνθεση πολλών φωνών σε ένα κείμενο ως άθροισμα των αναγνώσεων του δημιουργού, αυτό που Morley αποκάλεσε υποθαλάσσιο τμήμα του παγόβουνου. Σε αυτό το πλαίσιο και η Κουτσουμπέλη αξιοποιεί τη λογοτεχνική παράδοση για να οικοδομήσει ένα μεταμοντέρνο υπερρεαλιστικό παράλογο, το οποίο συγκρούεται, αποσταθεροποιεί και ανατρέπει τις βεβαιότητες του αναγνώστη για το καλλιτεχνικό παρελθόν (Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ). Τα διακείμενα προκαλούν νέες αντιδράσεις στον αναγνώστη, καθώς λογοτέχνες και έργα δεν αντιμετωπίζονται σαν κλειστές δομές αλλά ως ένα ανοιχτό δίκτυο παραπομπών με χαρακτηριστικά παρωδίας (Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη, Το ελάφι και ο κυνηγός, Ο Τζακ και η φασολιά). Συχνά μοιάζει με μία ποιητική κριτική, κατά το πεζογραφικό πρότυπο της fictocriticism, για αγαπημένους λογοτέχνες, προτείνοντας μία ερμηνεία που ανατρέπει προηγούμενες αφηγήσεις (Η Λήδα και ο κύκνος, Ηλέκτρα, Μαρία Μαγδαληνή, Ο λόγος του Ιούδα, Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα). Έτσι, τα διακείμενά της αποκτούν μια συμβολική διάσταση, μετατοπίζοντας το σχήμα της μεταφοράς από τον χώρο της αισθητικής φόρμας στο πεδίο του αλληγορικού και του φιλοσοφικού λόγου.
Η ταυτότητα και η ποίηση περί ποιητικής συγχωνεύονται στο υπερρεαλιστικό καλειδοσκόπιο. Η δημιουργός ωθεί τα όρια της γλώσσας και ενσωματώνει στοιχεία του σουρεαλισμού μέσα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο ποιητικής. Άλλωστε η Κουτσουμπέλη παραμένει μία σημαντική εκπρόσωπος του μεταμοντέρνου υπερρεαλισμού, τον οποίο άλλοτε ευθυγραμμίζει με την έμφυλη ταυτότητα και άλλες φορές με το κοινωνικό παράλογο. Υπηρετεί σταθερά τον σουρεαλισμό μέσα στα υπαρξιακά προτάγματα της εποχής, συνδέοντας τη στοχαστική αναζήτηση του παρόντος με τα υλικά του παρελθόντος κατά το πρότυπο του μεταμοντέρνου. Δεν συνδέεται τόσο με το μπρετονικό όνειρο και την αυτόματη γραφή, όσο με την ανάγκη δημιουργίας παράλληλων μηνυμάτων σε ένα ανοιχτό ποίημα πολλαπλών νοηματικών κατευθύνσεων. Δημιουργεί ένα μείγμα ιδεών με ιδιαίτερες αντιθέσεις και με βάση το σουρεαλιστικό στοιχείο συμπλέκει το λογικό και το παράλογο, το ασυνείδητο και το ρεαλιστικό. Αν το μεταμοντέρνο συνδυάζει στοιχεία από το παρελθόν για να τα ανακυκλώσει, τότε γίνεται φανερή και η ανάγκη δανεισμού διαφόρων συστατικών από τον σουρεαλισμό και η επανατοποθέτησή τους στον σύγχρονο ποιητικό χώρο. Και η αισθητική πρόταση της Κουτσουμπέλη συνδυάζει τη σουρεαλιστική και τη μεταμοντέρνα δυσπιστία στην επιστήμη και τον ορθολογισμό. Ο Breton αρνούνταν την ιδέα ότι η επιστήμη θα μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα λογικά. Ο μεταμοντερνισμός αμφισβητεί επίσης τη βεβαιότητα στο τι λέγεται, πώς λέγεται και ποιος το λέει, ακυρώνει τη σταθερότητα τόσο του νοήματος όσο και των άσειστων αξιών, ταυτοτήτων και των μεγάλων αφηγήσεων. Όπως υποστηρίζει ο πολιτιστικός κριτικός Hal Foster, «ο μεταμοντερνισμός δεν είναι απλώς ένα καλλιτεχνικό ύφος αλλά ένας όρος ζωής», που αμφισβητεί τις παγιωμένες ερμηνείες για τον κόσμο και τις αντιλήψεις που κατάγονται από τις θεωρίες του διαφωτισμού για τον ορθό λόγο και την πρόοδο.
Το υπερρεαλιστικό στοιχείο σε συνδυασμό με την διερεύνηση της έμφυλης ταυτότητας προσφέρει μία άλλη οπτική στο έργο. Η θέση της γυναίκας κατέχει κεντρική θέση στην ποιητική της Κουτσουμπέλη (Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ, Πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον, Μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού, Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον). Η γυναίκα παρουσιάζεται ως ένα πρόσωπο που προσπαθεί να βρει τη δική του θέση σε έναν παράλογο από την καταπίεση κόσμο, ο οποίος την φυλακίζει στο σπίτι και τις οικιακές εργασίες ή την καθιστά σκεύος ηδονής (θέματα που με διάφορους τρόπους θέτει διαχρονικά η δημιουργός). Η υπερρεαλιστική παρωδία οπλίζει τη δημιουργό με εκφραστικά μέσα και της επιτρέπει να πειραματιστεί πάνω σε μια αντιπατριαρχική ποιητική, ανατρέποντας παραδοσιακές ιεραρχήσεις και κειμενικές προσεγγίσεις. Ο σουρεαλισμός, άλλωστε, μέσα από την ανατρεπτική ιδεολογική και αισθητική του πρόταση, ήταν δυνητικά ανοιχτός στην ανατροπή της έμφυλης “ομαλότητας” και της διάλυσης των διακρίσεων, προάγοντας μία νέα ανάγνωση των κοινωνικών και έμφυλων σχέσεων.
Επιλογικά, η τελευταία συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη μάς θυμίζει ότι η ποίηση ξεπερνά την επικοινωνία της «μορφής βιωμένης εμπειρίας», καθώς αποτελεί μία υψηλή τέχνη που συνδέει το βίωμα με την κοινωνική εμπειρία και τις ιδέες μέσα σε ένα δομημένο πολιτισμικό περιβάλλον. Η ποίηση είναι σκέψεις και ιδέες που συγκροτεί ο/η καλλιτέχνης σε λόγο. Παρακολουθεί τους μετασχηματισμούς του υλικού κόσμου και καταθέτει τις δικές του/της αγωνίες και αμφιβολίες προτείνοντας ένα διαφορετικό σύστημα ιδεών. Το ανοιχτό κείμενο της Κουτσουμπέλη ανανεώνεται διαρκώς μέσα από τις διαφορετικές αναγνώσεις, αφήνοντας περιθώριο για μια πληθώρα ερμηνειών και διδακτικών σχέσεων που συνυπάρχουν στην ίδια την πράξη της ανάγνωσης, καθώς εμπλέκονται ο υπερρεαλιστικός γλωσσικός κώδικας με το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο της παρωδιακής προσέγγισης. Έτσι, δημιουργεί χώρο για μία πιο παραγωγική σχέση με τον αναγνώστη και επιτρέπει στη δημιουργό να τον παρασύρει σε νέες στοχαστικές ατραπούς. Η ποίηση αναδεικνύεται σε μία μοναχική τέχνη, όπου ο δημιουργός ανατρέπει πρώτα τις δικές του ιδέες και αναζητά μέσα από ένα συνεχή πειραματισμό νέες εκφραστικές διεξόδους και ταυτόχρονα προκαλεί τον αναγνώστη να εγκαταλείψει τις δικές του βεβαιότητες για τη γλώσσα και τη λογοτεχνική παράδοση, το φύλο και τη δημιουργία.

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΖΙΜΑ

FRACTAL 22/12/2021

Για να υποδηλώσει τη «γυμνή μοναξιά» τους

Το καινούριο βιβλίο ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη « Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» θεωρώ ότι αποτελεί πραγματική ποίηση που εκπορεύεται από ελεύθερη και πολυδαίδαλη φαντασία και από ευρεία παιδεία. Χαρακτηριστικά γνωστά άλλωστε και από προηγούμενα ποιητικά και όχι μόνον έργα της.

Με πολλά εξωλογικά και εξωπραγματικά στοιχεία και εικόνες αφορμάται από δημιουργούς γενικά και όχι μόνο ποιητές, όλων των εποχών, για να υποδηλώσει τη «γυμνή μοναξιά» τους και να την αιτιολογήσει με έναν ξεχωριστά ποιητικό τρόπο.

Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής είναι συγκινητικά και συγκλονιστικά. Ενδεικτικά αναφέρω «Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ», «Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», «Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ», «Μαρία Μαγδαληνή», «Απειλή» «Η μόνη γη» και πολλά άλλα, με έξοχες εικόνες: (Έναν στίχο που)σαν λιβελούλα ή μέλισσα με χρυσές πούλιες κεντημένος ανεβαίνει στον ουρανό.

Κρατώντας μολύβι για να σημειώσω κατά την ανάγνωση εκείνα τα ποιήματα που θα με άγγιζαν περισσότερο, είδα στο τέλος της προσεκτικής ανάγνωσης ότι είχα σημειώσει σχεδόν όλες τις σελίδες.

Αισθάνομαι ότι πολλοί στίχοι θα μπορούσαν να σταθούν και να αναπτυχθούν ως αυτοτελή ποιήματα, γιατί μέσα από αυτούς αναδύεται προς τον αναγνώστη και κυρίως προς τον ποιητή αναγνώστη μια μαγική αίσθηση ανάτασης, μέθεξης και κάθαρσης.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Περιοδικό “Μανδραγόρας” 23/11/2021

Γράφω, γραφή, γράμματα και ιστορίες ποίησης

Τι απομένει τελικά από το απειροελάχιστο πέρασμά μας εν ζωή στην κοσμική τάξη πραγμάτων; Ποιητικά-υπαρξιακά ερωτήματα αλλά και εναύσματα που αντλεί η Χλόη Κουτσουμπέλη από συμβάντα, συγγραφείς, ποιητές, βιβλία για να μεταπλάσει σε στίχους. Άραγε είναι παράτολμη η τέχνη; Θέλει η ποιήτρια να μας δείξει πόσο συγγενικά με το παράλογο η ποίηση βαδίζει; Αυτόχειρες και μελλοθάνατοι οι συγγραφείς ή απλώς βρισκόμαστε σε αέναη επανάληψη και συνεχή διάλογο εν εξελίξει με εποχές, γεγονότα, ιδέες; Συμβολικά ξεκινά μ’ ένα άγνωστο γλυπτό της κλασσικής αρχαιότητας, αυτό της Κόρης Φρασίκλειας που φιλοτέχνησε ο Αριστίων ο Πάριος και βρέθηκε μόλις το 1972 στον δήμο Μυρρινούντος που έχει ταυτίζεται αρχαιολογικά στην σημερινή τοποθεσία Μερέντα στα Μεσόγεια κοντά στο Μαρκόπουλο. Αυτήν τη συνέχεια αποζητά κι εξελίσσει ποιητικά η Χλόη δίνοντας σύγχρονη υπόσταση σε όσα υπήρξαν. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο σκεπτικό στις επιλογές των συγγραφέων που παραθέτει ή είναι απλώς κομμάτι ο καθένας προσωπικών της προτιμήσεων. Πολλοί έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους την αυτοχειρία: η Σύλβια Πλαθ στα 31 της, η Ανν Σέξτον [που δεν κατονομάζεται αλλά αισθάνομαι πως προκύπτει εμμέσως απ’ τα γραφτά της Χ.Κ.] στα 46 της, νεότατος ο Λόρδος Βύρων σχεδόν εξεβίασε το τέλος του, 26 ετών βαριά φυματικός αναχώρησε ο Κρυστάλλης, στα 37 του ο Βαν Γκογκ, 32 ετών ο Κώστας Καρυωτάκης… Ακόμη και η δασκάλα Άννι Έντσον Τέιλορ που στις 24 Οκτωβρίου 1901, στα 63α γενέθλιά της, διάλεξε να πέσει από τους καταρράκτες του Νιαγάρα μέσα σε ένα βαρέλι προκειμένου να εξοικονομήσει κάποια λίγα χρήματα απ’ το παράτολμο εγχείρημά της, θα μπορούσε να προσμετρηθεί στους εν δυνάμει αυτόχειρες. Έστω κι αν τελικά επέζησε με μικροτραύματα: «Στον τάφο μου ας γράψουν:/ Άννι Έντσον Τέιλορ/ Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.»

«Καρπός σκεβρωμένου δέντρου χωρίς φύλλα» υπήρξε ο Διονύσιος Σολωμός που μοιάζει ν’ απολογείται για τη λατρεία του σε μια μητέρα-σάβανο: χαράζω με σουγιά/ το βράδυ τους καρπούς μου/ και αίμα συλλέγω σε δοχείο/ για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω/ εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,/ παιδί άπιστης μάνας/ αδελφός ξένων παιδιών/ εραστής άυλων γυναικών./ Ποιητής.

Στην περίπτωση του Βαν Γκογκ η Κ. στέκεται στο συμβάν του αυτοτραυματισμού του ζωγράφου, που αισθάνθηκε εγκαταλειμμένος απ’ τον προστάτη αδελφό του, μόλις πληροφορήθηκε στο Κίτρινο Σπίτι της Αρλ ότι ο Theo ετοιμαζόταν για γάμο. Από τα ποιήματα της Χλόης παρελαύνουν επίσης ο Καββαδίας, η Έμιλι Ντίκινσον, το γνωστό παραμύθι του 1734 Ο Τζακ και η φασολιά, Οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ, η Όλγα, η Μάσσα και η Ιρίνα Πραζόρωφ από το θεατρικό δράμα του Τσέχωφ Τρεις αδελφές, η Ηλέκτρα από την καταραμένη γενιά των Ατρειδών, η Λήδα και ο κύκνος Ζευς: «Μόνο μετά την ωοτοκία κατάλαβα:/ Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό», γράφει εύστοχα η ποιήτρια. Ένα είδος ομφαλού της γης. Είθε.

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

literature.gr 17/10/2021

Στην ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη συγκλονίζει η αιρετική, πικρή αλλά και υφέρπουσα λυρική ματιά

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Ο.», ξεκινά με μια σημαίνουσα αναφορά στο φημισμένο αρχαϊκό γλυπτό της Κόρης Φρασίκλειας. Η ιστορία της ανεύρεσης του αγάλματος κάτι περισσότερο από μυθιστορηματική. Το 1968, στον τοίχο μιας εκκλησίας κοντά στο Πόρτο Ράφτη, βρέθηκε το επίγραμμα που υπήρχε στο βάθρο του αγάλματος, και τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1972, χάρη στην επιμονή του νεαρού τότε αρχαιολόγου Ευάγγελου Κακαβογιάννη, ανακαλύφτηκε σχεδόν ακέραιο και το ίδιο το άγαλμα, θαμμένο σε κάποιο οικόπεδο, σε βάθος 200 μέτρων.

«Μνήμα της Φρασίκλειας, θα καλούμαι κόρη για πάντα, αφού αντί για γάμο οι θεοί αυτό το όνομα μου όρισαν. Με έφτιαξε ο Αριστίων ο Πάριος», έγραφε η επιγραφή, ενώ τo ίδιο το άγαλμα έδειχνε μια νέα και όμορφη κοπέλα, με εντυπωσιακά κοσμήματα και ενδύματα. Κατά ευτυχή συγκυρία, και σε αντίστιξη της μελαγχολίας που απέπνεε η ομολογία του επιγράμματος, κοντά στο άγαλμα της Κόρης βρέθηκε ακέραιος και ένας εύρωστος Κούρος.

Αν και τα δύο αγάλματα έγιναν διάσημα και εκτίθενται μαζί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η ευαίσθητη ποιητική ματιά της Κουτσουμπέλη πάει πέρα από την «ευκλεά» τύχη τους, ερμηνεύοντας «αλλιώς», και αποκαλύπτοντας την αντίφαση εκείνης της κατάθεσης με την πραγματική μοίρα της Κόρης, σε συνδυασμό και με το όνομα που της «χάρισε» ο γλύπτης (σύζευξη του ρημ. «φράζω» και του ονόματος «κλέος»). «Δεν ήθελα να με φτιάξει», γράφει η ποιήτρια στο εμφαντικό, εναρκτήριο της συλλογής της, πεζόμορφο κείμενο. «Δεν με λένε Φρασίκλεια. Το δικό μου όνομα είναι Απαραβίαστη».

Στο ίδιο κλίμα διαμορφώνεται και το τρίτο κατά σειρά ποίημα (Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ), με εστίαση στην τελευταία «δημιουργική» πράξη της Πλαθ, λίγο πριν την αυτοκτονία της. Από τον κοινότοπο στίχο «Τι κάνει για ένα παιδικό χαμόγελο μια μάνα» μέχρι το ανατρεπτικό: «Τα παιδιά μου δεν χαμογέλασαν./Και το ψευδώνυμό μου δεν ξεγέλασε κανέναν.», κι από την εκθαμβωτική εμφάνιση της Φρασίκλειας μέχρι την ουσιαστική της φίμωση ─ τόσο οι αντιθέσεις όσο και οι υφολογικές και νοηματικές συνομιλίες των δύο ποιητικών κειμένων αναδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις κρυφές διασυνδέσεις των αφηγημάτων τους. Σ’ αυτές, έρχεται να προστεθεί και η παράλληλη μνεία στα ονόματα των δύο γυναικών ─ επιλογές αντρών, που θέλησαν να προβάλουν πάνω τους τη δική τους φωνή.

«Επιπλέον κάποιοι προσπάθησαν να αφαιρέσουν/το επίθετο Χιουγκς από την ταφόπλακα./Καλύτερα όμως να έσβηναν το Σίλβια./Αφού κάθε ερωτευμένη γυναίκα αφανίζεται/όταν την προδίδει ο αγαπημένος άντρας.», λέει η Κουτσουμπέλη, ζωντανεύοντας μέσ’ από το ποίημα της, τη δύσβατη ποιητική και ερωτική πορεία της Πλαθ.

Ανάμεσα στη Φρασίκλεα και την Πλαθ, φαίνεται να κινείται και το δεύτερο κατά σειρά ποίημα, με τον τίτλο «Καταρράκτης», αναφορά σε μια τρίτη γυναίκα, την Άννι Έντσον Τέιλορ, τον πρώτο άνθρωπο που έπεσε με βαρέλι στον Νιαγάρα το 1901 σε ηλικία 63 ετών. «Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Και όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.», γράφει η ποιήτρια, παρά το γεγονός ότι η πραγματική Τέιλορ, πρώην δασκάλα και χήρα, λέγεται ότι προέβη στο εγχείρημα για λόγους επιβίωσης. Αλλά η Κουτσουμπέλη, έχοντας μάθει να διαβάζει πέρα και κάτω από τις γραμμές και τους τίτλους των εφημερίδων, έχει τον δικό της τρόπο να αναδείξει την προσωπικότητα της Τέιλορ, με όλες τις πιθανές προεκτάσεις και παραμέτρους της, πραγματικές ή επινοημένες.

Στον αντίποδα του κραυγαλέου, το ίδιο εμβριθείς και με την ειρωνεία και το λοξό χιούμορ να τις διατρέχει και να τις υπογραμμίζει, εμφανίζονται και οι επόμενες ποιητικές «εξιστορήσεις» της. Ποιήματα για την ουσία και την αξία της ποίησης και της συγγραφής: «Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση./ Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο/ θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα/ θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου/ και μετά/ χωρίς αίμα/ χωρίς μελάνι/ χωρίς χαρτί και μολύβι/ θα ισορροπήσω.» («Απειλή»), αλλά και για τον ρόλο του δημιουργού («Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς», «Η Λήδα και ο κύκνος», «Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα», «Με τη γλύπτρια Αντιγόνη Ταυ», «Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ.», «Ο θάνατος του συγγραφέα», κ.α.) σε σχέση και με το έργο και τους ήρωές του ─ ποιήματα που δεν αφήνουν ασυγκίνητο τον αναγνώστη, ακόμη και αν αυτός δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τέτοια θέματα ή γραφές.

«Ο Τζον αναστέναξε βαθιά./Η όλη σύλληψη ήταν λάθος./ Ο κεντρικός χαρακτήρας έπρεπε να ’ναι γυναίκα.»(«Η υπαρξιακή αγωνία του Κ.»).

Στίχοι σωματικοί: «Άραγε, πατέρα, πώς είναι/να ράβεις τα βλέφαρα/να σιδερώνεις το στόμα/να σφίγγεις σ’ έναν κορσέ έναν στίχο»(«Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον»)

─ κι άλλοι, που μοιάζουν με αλλόκοτα αποφθέγματα: «Το πάθος είναι η άλλη όψη του ασκητή» ή «Στα Ελευσίνιά σου κλήθηκα ακάθαρτος» («Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»)

─στίχοι με έντονη και ιδιόμορφη διακειμενικότητα και εκρηκτικές, απροσδόκητες αναφορές στον Λόρδο Μπάιρον («Οι πτηνόμορφες αδερφές του Λόρδου Μπάιρον»), στον Διονύσιο Σολωμό («Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολομού»), στον Κώστα Κρυστάλλη («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη»), στον Βαν Γκογκ («Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ), στον Νίκο Καββαδία (Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία»), στον Κώστα Καρυωτάκη («Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη»), στον Τσέχοφ («Οι τρεις αδερφές»), αλλά και σε ήρωες αρχαίων μύθων ή πρόσωπα της Καινής Διαθήκης («Η Λήδα και ο Κύκνος», «Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα», «Μαρία Μαγδαληνή», «Ο λόγος του Ιούδα»), και χαρακτήρες κλασσικών μυθιστορημάτων και παραμυθιών («Κάπτεν Χουκ», «Πήτερ Παν», «Γουέντυ», «Τίνκερμπελ», «Ο Τζακ και η Φασολιά», «Οι μικρές Κυρίες της Λουίζας Μέι Αλκοτ»)

─στίχοι που θυμίζουν αντίστοιχους στίχους για τον Κάφκα από το προηγούμενο έργο της Κουτσουμπέλη, «Το σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ»: «Ηταν συνέχεια υπόδικος, / διάδικος και δικαστής ταυτόχρονα / σε μια δίκη με κατηγορούμενο / πάντα τον εαυτό του», «οι ένορκοι τον καταδίκαζαν / σε κατ’ οίκον περιορισμό, / σ’ έναν πύργο χωρίς ασανσέρ», και «Κάποτε σε μια επιστολή εσώκλεισε σκαθάρι. / Αγάπησέ το. Είναι η ζωή μου, μου έγραψε»

─στίχοι που εδώ, στη «Γυμνή μοναξιά του ποιητή Ο.», αναπτύσσονται περαιτέρω και ακόμη πιο επιδραστικά, με αποκορύφωμα τη δάνεια φωνή του ποιητή Καρυωτάκη: «Μη διστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε./ Παραδεχτείτε τη φτώχεια, την πνευματική σας ένδεια,/ τη σύφιλη. ποτέ όμως ότι είστε ποιητής./ Θα υποφέρετε αιώνια. («Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη»).

Mε λόγο θεατρογενή [«Αποσπάσματα συνεντεύξεων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Άμπυσους» Με τον ζωγράφο Μόντους, Με τη ηθοποιό Μάγια Πιν, κλπ»], ή περισσότερο αφηγηματικό αλλά το ίδιο καίριο και λακωνικό ( «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» κ.α.), τα ποιήματα της Κουτσουμπέλη, εκτός από τη χαρακτηριστική τους τόλμη και ιδιοτυπία αποπνέουν έναν σουρεαλισμό καλά αφομοιωμένο και επί δεκαετίες καλλιεργημένο.

Στο «Ο Κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι» (υποδόριος υπαινιγμός στο έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, και με αφιέρωση στον ποιητή Ευρυπίδη Ευρυπίδου), ο χώρος μιας πολυκατοικίας ή καλύτερα, ενός συγκροτήματος από διαμερίσματα που φαινομενικά ισορροπούν το ένα πάνω στο άλλο, ρεαλιστικός μαζί και φαντασιακός, αποδίδει με τον δικό του αιχμηρό και ρηξικέλευθο τρόπο το οικογενειακό και κοινωνικό σφαγείο των ενοίκων του, θυμίζοντας το διήγημα «Όπου κατοικώ», της Ίλζε Άιχινγκερ, γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τη συλλογή διηγημάτων «Οι λύκοι επιστρέφουν» (εκδ. Gutenberg, 2014).

Σχετικό είναι και το ποίημα που ακολουθεί, «Μαθήματα χειροτεχνίας», με τους στίχους: «Σε πάνινη σακούλα με φακή/στερεώνω έναν γλόμπο/με το πρόσωπο του αδερφού/», να προετοιμάζουν το έδαφος για το επόμενο («Ηλέκτρα»), αποκαλύπτοντας μιαν άλλη πλευρά της αρχαίας ηρωίδας, πιο σύγχρονη αλλά και το ίδιο σύνθετη: «Φόρεσα το κόκκινο καραγιόν/ και τις ψηλές της γόβες./ Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη./Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα/μπορούσα πια να τη σκοτώσω//».

Συγκλονίζει το προσωπικό ύφος, η αιρετική, πικρή αλλά και υφέρπουσα λυρική ματιά, η ειλικρίνεια και η αμεσότητα. Το ίδιο και η δύναμη ενός τρυφερού, οικουμενικού και διαχρονικού στοχασμού: «Πώς ένα ελάφι, ενώ πίνει αμέριμνα νερό/ αντικρίζει στο ποτάμι/την αντανάκλαση του κυνηγού/ και παραλύει;» («Το ελάφι και ο κυνηγός» ή: «Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει.» («Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Ο.»).

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

literature.gr 3/10/2021

Η μοναξιά του ποιητικού δημιουργού

Η ποίηση είναι ένα πείσμον μυστικό. Το ποίημα που γράφεται είναι μία πείσμων πονηρία που, πες πες πες, καταφέρνει πότε πότε να αποσπάσει ελάχιστο τμήμα αυτού του μυστικού και που σπεύδει να το διαδώσει. Με την ίδια όμως ασάφεια και υπαινικτικότητα που το παρέλαβε. Έτσι το ποίημα γίνεται αυτόματα συνένοχος και συντηρητής της μυστικότητας που θέλει να διατρήσει. Με τα λόγια αυτή η Κική Δημουλά απευθυνόταν στις μαθήτριες της Α’ τάξης Λυκείου του Αρσακείου, ονομάζοντας την τέχνη λαθραίο θεό που ξαναπλάθει τον κόσμο.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη στη συλλογή της Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον (ΠΟΛΙΣ 2021) εμβαθύνει στο διαρκές αίνιγμα της ποίησης. Ο ποιητής Όμικρον (ο μηδέν, ο κανένας), με τις περσόνες του, χαρακτήρες πραγματικούς ή φανταστικούς, που παρελαύνουν σε έναν μαγικό χορό από λέξεις, αφηγείται τον αιμάσσοντα και μοναχικό αγώνα του ποιητή. Οι σκηνοθετικά δομημένες ιστορίες συνιστούν ποιητικά πορτρέτα ανθρώπων που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην πάροδο του χρόνου με το τραγικό τέλος, την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα, τη θλίψη τους. Δίνοντας ζωή στις ποικίλες αυτές προσωπικότητες, αγάλματα, μυθικά πρόσωπα, εγκύπτει στην ουσία της ποιητικής δημιουργίας.

Ο ποιητής Όμικρον, κουβαλώντας αρχαία σκόνη, ξεκινά την περιπέτειά του απαραβίαστος, σαν την πανέμορφη Κόρη Φρασίκλεια, το αρχαϊκό γλυπτό του Αριστίωνα του Πάριου που ενταφιάστηκε στα χρόνια του για να σωθεί από τους Πέρσες εισβολείς. Χάνοντας το ένα της σανδάλι, η Φρασίκλεια θυμίζει την ποίηση στο βάθος του χρόνου. Σαν παλίμψηστο, αφημένη στις θωπείες του γλύπτη-ποιητή, προσφέρει την καταπραϋντική της παρηγοριά, κάνοντας την Άννι Έντσον Τέιλορ να ριγεί μόνον όταν θυμάται ότι έγραψε το πρώτο της ποίημα.

«Η μόνη πραγματική συγκίνηση/ που ένιωσε ποτέ/ ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./ Και όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.» ( ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ, σελ. 11)

Συναντά την αμερικανίδα ποιήτρια Σύλβια Πλαθ, διαλέγεται με την Αυγούστα, ετεροθαλή αδελφή και ερωμένη του Λόρδου Βύρωνα, με την τραγική μητέρα του Διονύσιου Σολωμού, τον πρόωρα χαμένο Κώστα Κρυστάλλη, τον Βαν Γκογκ, την Έμιλι Ντίκινσον, τη Λουίζα Μέι Άλκοτ, τον Νίκο Καββαδία, τον Κώστα Καρυωτάκη.

Μέσα από τα πορτρέτα των προσωπικοτήτων αυτών η Χλόη Κουτσουμπέλη παρουσιάζει τη δική της ποιητική θεώρηση για όσα επηρεάζουν τον καλλιτέχνη. Χειρίζεται με δεξιοτεχνία τη σχέση βίου του καλλιτέχνη με το έργο, τη σύλληψη και αναθεώρηση των λογοτεχνικών ηρώων, την κοινοτοπία, την αλλαγή της πλοκής, τον θάνατο του συγγραφέα. Η ποιητική πράξη καταλήγει Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς. Ο ποιητής στέκεται με δέος πάνω από τη λευκή σελίδα. Επινοεί λογοτεχνικούς χαρακτήρες και η σελίδα γεμίζει. Η ποίηση γράφεται στον υπολογιστή σε γραμματοσειρά Tahoma 12.[i] Όταν όμως όλα τελειώσουν, ο ποιητής Όμικρον αισθάνεται μόνος μέσα στο κοσμογονικό χάος. Μοιράζεται την απόγνωση με κάποιον άλλο ποιητή που γράφει.

Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Ομικρον

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί,
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα.
Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων.
Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής,
Αδάμ που η Φωνή διώχνει από τον Κήπο,
όρθιος στο απέραντο σύμπαν που συνέχεια διαστέλλεται
έκλεισε τον πάπυρο, την περγαμηνή, τον υπολογιστή
τάισε το οικόσιτο κοράκι στο μπαλκόνι
και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Την ώρα που αυτός κλείνει στα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (σελ. 48)

Η Κουτσουμπέλη αναφέρεται στη διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου για ποίηση, αυτό το τίναγμα του μέσα βίου έξω, της Κικής Δημουλά. Τη θεματική της απασχολεί παράλληλα ο χρόνος, η διάψευση των ελπίδων, η μνήμη, ο θάνατος, η μητέρα. Τα συναισθήματα υποβάλλονται με τρόπο ιδιότυπο, μέσα από έμμεσες παραλληλίες. Γνωρίζοντας σε βάθος τη λογοτεχνία και τη μυθολογία, η ποιήτρια παίζει με πρόσωπα και μύθους.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Κάτι πήγε θανάσιμα στραβά.
Ο πατέρας ιδιαίτερα χλομός στον νεκρικό του θάλαμο
δεν φορούσε παπιγιόν.
Η μητέρα κυκλοφορούσε πάνω κάτω με κοθόρνους
και μάλωνε τις υπηρέτριες.
Αντί για κόλλυβα σε μεγάλους δίσκους σέρβιραν φουά γκρα.
Ο Ορέστης έψαχνε να βρει την Ιφιγένεια
σε κάθε ελάφι που έτρεχε στο δάσος.
Μόνη λοιπόν θα διεκπεραίωνα την πράξη.
Φόρεσα το κόκκινο κραγιόν
και τις ψηλές της γόβες.
Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη.
Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα
μπορούσα πια να τη σκοτώσω. (σελ. 37)

Το άλγος του ποιητή Όμικρον είναι ωστόσο πανανθρώπινο. Συγγραφείς, αναγνώστες και άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικούς χωροχρόνους, τους χωρίζουν αιώνες και τεράστιες χωρικές αποστάσεις, βρίσκονται αξεδιάλυτα δεμένοι μεταξύ τους στον κόσμο της ποίησης, σε συνεχή αλληλεπίδραση και χώρο ενιαίο, σε αδιάκοπη ανταλλαγή. Η Χλόη Κουτσουμπέλη αναδεικνύει τη διαλεκτική και συσχετική σχέση της λογοτεχνίας. Σκύβει στις εκφάνσεις της διαδικασίας της.

Η παραστατική εικονοποιία και η σκηνοθετική δομή των ποιημάτων της δημιουργούν κλίμα θεάτρου. Στις σκηνές παίζονται δράματα. Η εφιαλτική πραγματικότητα εισχωρεί στα πάθη, τις βιολογικές ορμές, τα διαχρονικά προβλήματα. Συνύπαρξη βιαιότητας και λυρισμού, σαγηνευτικοί χαρακτήρες που βουλιάζουν στην ενδοσκοπική και αυτοκαταστροφική αναζήτηση. Η Ποίηση βρίσκεται μέσα στη φρίκη, έγραφε ο Μπρεχτ.

Κάπτεν Χουκ
Το ένα μου χέρι είναι γάντζος.
Μ’ αυτό το χέρι γράφω. (σελ. 27)

Ποίηση είναι η αφηρημένη σύλληψη μιας ιδιωτικής εμπειρίας που στην οριακή της ένταση γίνεται παγκόσμια, πίστευε ο Έλιοτ.

Η μυθοπλαστική διάσταση της ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη οδηγεί σε υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Ο αφαιρετικός και ακαριαίος λόγος της συναρπάζει. Λογοτεχνία με συμφραζόμενα, χρήση επιθέτου, συνειρμική σύνδεση νοημάτων. Εξπρεσιονισμός και έντονα ιδιοσυγκρασιακοί χαρακτήρες. Η μέθεξη του αναγνώστη προέρχεται από τον τόνο, το πάθος της ποιητικής φωνής, την έκφραση του αιώνιου.

.

Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

ΤΟ ΒΗΜΑ 21.10.2018

Ευρηματικότητα, εξαιρετική τεχνική και ξεκάθαρος τόνος φωνής χαρακτηρίζουν το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, τη νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη. Ας προσθέσω και τη λοξή ματιά, το αυτοαναφορικό παιχνίδι, που συχνά καταλήγει στην έκπληξη διά της αντιστροφής, όπως και τη χρήση της συναισθησίας που θυμίζει την Κική Δημουλά. Πρόκειται ωστόσο για αφομοιωμένη επίδραση, αφού το ύφος της Δημουλά είναι τόσο προσωπικό που κανείς δεν μπορεί να το μιμηθεί. Κι αυτό, όπως ξέρουμε, στη λογοτεχνία είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Οι θεματολογικές αναφορές στον Δαρβίνο και στην Καταγωγή των ειδών, στον Ιούλιο Βερν, πλαγίως στη Σύλβια Πλαθ και στο ποίημά της Λαίδη Λάζαρος (που στη σελίδα 20 τις κάνει τρεις) και κατ’ εξοχήν στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων του Λιούις Κάρολ δεν είναι, όπως θα υπέθετε κανείς, εγκεφαλικά σχόλια σε στιχουργημένη μορφή, αλλά δημιουργικές αναγνώσεις και βιωματικές μεταφορές: η λογοτεχνία μεταβάλλεται σε κοίτασμα ζωής.

Διακειμενικότητα και ποίηση

Η Κουτσουμπέλη προϋποθέτει αναγνώστες εξοικειωμένους με σημαντικά έργα της λογοτεχνίας, ώστε να αντιληφθούν πώς η διακειμενικότητα διά της ανατροπής μεταβάλλεται σε ποίηση. Στο ποίημα Λογοτεχνικές συγκρούσεις της σελίδας 25 λ.χ. (ο τίτλος είναι ειρωνικός και πικρός ταυτοχρόνως) έχουμε μεταφορά και αντιστροφή του θέματος της Αννας Καρένινα, όπου το τρένο που μεταφέρει την ηρωίδα του Τολστόι από τη Μόσχα στην Πετρούπολη η Κουτσουμπέλη το βάζει να αναπτύσσει ταχύτητα λίγο πριν από τον σταθμό Λαρίσης, ενώ ένας από τους επιβάτες του, που τον ονομάζει Μέλβιλ, είναι βέβαια ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο συγγραφέας του Μόμπι Ντικ (της λευκής φάλαινας). Γι’ αυτό και πιο πριν το τρένο «Ξαφνικά σκόνταψε σε μια πελώρια φάλαινα-σκοτάδι». Ή στο ποίημα Φραντς Κάφκα της σελίδας 24, όπου αφηγήτρια είναι η Μίλενα, μια από τις σημαντικές γυναίκες στη ζωή του Κάφκα. «Ηταν συνέχεια υπόδικος, / διάδικος και δικαστής ταυτόχρονα / σε μια δίκη με κατηγορούμενο / πάντα τον εαυτό του» γράφει (αναφερόμενη στη Δίκη), ενώ «οι ένορκοι τον καταδίκαζαν / σε κατ’ οίκον περιορισμό, / σ’ έναν πύργο χωρίς ασανσέρ» όπου ο πύργος είναι φυσικά ο Πύργος, το μυθιστόρημα του Κάφκα. Για να καταλήξει σε δύο θαυμάσιους στίχους: «Κάποτε σε μια επιστολή εσώκλεισε σκαθάρι. / Αγάπησέ το. Είναι η ζωή μου, μου έγραψε». (Το σκαθάρι είναι φυσικά ο πρωταγωνιστής Γκρέγκορ Σάμσα στη νουβέλα Μεταμόρφωση του κορυφαίου τσέχου συγγραφέα). Υπάρχουν και αρκετά ακόμη, συναφή παραδείγματα.

Η τοπογραφία της Θεσσαλονίκης

Η τοπογραφία της Θεσσαλονίκης είναι εμφανέστατη σε άλλα ποιήματα, όπως στο Ραντεβού στην Καμάρα (σελ. 54), που καταλήγει με τους στίχους: «Στο ραντεβού που δώσαμε Καμάρα, / εσύ ποτέ δεν ήρθες, / κι εγώ ποτέ δεν έφθασα ολόκληρη».
Η παραβολική χρήση του καθημερινού ιδιώματος εδώ μας δίνει την ποιητική διάσταση, το «άλλο» όπως έλεγαν οι ρομαντικοί – μολονότι η Κουτσουμπέλη μόνο ρομαντική ποιήτρια δεν είναι. Ή αυτοί επίσης οι στίχοι από το πικρό Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ (σελ. 28 ): «Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς / που αφήνουν σημειώματα. / Εννιά στις δέκα φορές επινοούν».
Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει μακρά θητεία στην ποίηση, στην πεζογραφία και στο θέατρο. Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ είναι βιβλίο μιας αξιόλογης ποιήτριας.

.

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

Η Αυγή 30/10/2018

Η ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη μπορεί να πει κανείς ότι εμπνέεται από το τραύμα. Υφαίνει έναν θεραπευτικό δημιουργικό ιστό όπως το μαργαριτάρι βλασταίνει γύρω από την πληγή του κόκκου άμμου στη σάρκα του στρειδιού.

Συνέχεται από το πένθος. Καταδύσεις και διαδρομές σε βάθος, προσωπικές Οδύσσειες στο σκοτάδι για να συγκολληθεί η ίδια μετά την απώλεια. Διαπραγματεύεται με την άλλη πλευρά (την «άλλη Γη») για να καταστήσει «ομοτράπεζους» τους οριστικά απόντες. Βιώνει πάθη σε μια ποιητική διαδρομή με παράξενα άνθη, ελάφια, λαγούς, κλεψύδρες, έναν αρχαίο κόσμο που σαν πίνακας του Νταλί φιλοξενεί τις λογοτεχνικές υπάρξεις και τα θαυμαστά γεγονότα που τη στοιχειώνουν.

Το κοριτσάκι και η εγκατάλειψη, η Αλίκη και η Κάμπια, η Αλεπού, ο λαγός που τον συναντά στο Πήλιο στην Εθνική οδό τη νύχτα (γιατί αυτό δεν είναι το Πήλιο), η Πηνελόπη από χρόνο σε χρόνο αποκτά ρυτίδες αλλά μεγαλύτερη αυτονομία, γυναίκες της Βίβλου της κρατούν κάτοπτρα για να καθρεφτιστεί. Μια δοκιμασία ζωής η ποίηση, μέσα και έξω από το Αλλού για τη Χλόη Κουτσουμπέλη, μια διαδρομή προς την αυτοσυνειδησία και την ωριμότητα.

Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», επιχειρεί, θαρρώ, μια αριστουργηματική έξοδο από το Αλλού -τον αρχαίο της κόσμο- και περπατά στη Θεσσαλονίκη, ή μήπως όλη η Θεσσαλονίκη αρμενίζει μαγικά μέσα στην ομίχλη για το Αλλού; Βρίσκει το πέρασμα ανάμεσα στους δύο κόσμους. Υπάρχει στη Θεσσαλονίκη ένας δρόμος φοιτητικός, πασίγνωστος στις αναμνήσεις των ανθρώπων που την αγάπησαν, εμβληματικός για τη μνήμη της Χλόης, την προσωπική της μυθολογία.

Κάτι συνέβη εκεί και η Χλόη τον σημειώνει στον χάρτη -η γεωγραφία γίνεται καταγραφή συναισθημάτων, θυμηθείτε τον «Χάρτη της τρυφερότητας» της Μαντάμ Ντε Σκιντερί (1660). Ο Γάλλος στρατηγός Ντ’ Εσπερέ (τα ονόματα των δρόμων) υποκλίνεται στην ποιήτρια ιπποτικά και της δίνει την πέννα του για να γράψει το απελπισμένο της σημείωμα σηματοδοτώντας το θαύμα: μια πύλη ανάμεσα στους δύο κόσμους. Το πέρασμα: Ντ’ Εσπερέ – Ντεσπερέ – Ντεζεσπερέ ή Ντέσπερετ -και η Θεσσαλονίκη, η ομίχλη, η Καμάρα, ο Βαρδάρης, η Τσιμισκή, η Αριστοτέλους γεμίζουν ελάφια, φιλοξενούν την Άννα Καρένινα ινκόγνιτο και μια κάμπια καπνίζει την πίπα της στο Χαμάμ Μπέη…

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Χλόης μιλάει για το ίδιο αλλιώς. Για μια πορεία του πένθους όπου τα πρόσωπα γίνονται ίχνη, γίνονται κεντήματα σε τραπεζομάντηλο. Ένα πένθος πιο μόνιμο, ανεξιλέωτο. Η οικογένεια ως τραύμα, η μητέρα ως εγκατάλειψη, ο πατέρας ως θάνατος και ως μυστήριο, ο σκοτεινός εραστής μόνιμος κάτοικος του Αλλού, αυτή τη φορά παρών / απών σε ραντεβού στην Καμάρα, όπου εκείνη ποτέ δεν έρχεται (ολόκληρη).

Η αίσθηση είναι αυτή της ωριμότητας, της συνοχής -παρά το ότι μιλάει για τις τρύπες του τυριού-, φεγγάρι, μια φοβερή μεταφορά για τις πληγές, τα τραύματα, το κενό, η συλλογή είναι πυκνή ώστε να είναι αόρατες, τα κενά είναι ποιητική συνθήκη και έκπληξη. Μια από τις καλύτερες ποιητικές δουλειές της Χλόης, με μαστοριά και αίσθημα, μα κυρίως με αυθεντικό ψυχικό υλικό από την ποιητική δωρεά που διαθέτει.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΜΕΡΑΣ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ

Τα πρωινά / νησιά Αιγαίου, / νιφάδες καλαμποκιού σε γάλα. / Τα μεσημέρια / Αφρική, / μπάρμπεκιου με μπιφτέκια από καμήλα. / Φορώ το φόρεμα με τις πιτσιλιές, / επάνω του τα ίχνη των χεριών / που υπήρξες. Τα απογεύματα / αραιοκατοικημένη Αυστραλία, / ώρες που διαμένουν σε μεγάλη απόσταση / η μια από την άλλη, / εκτάσεις που δεν διανύονται / όσο και να καλπάζει μια μνήμη που ασθμαίνει. / Τα βράδια όμως / Θεσσαλονίκη πάλι, / ομίχλη – ατμός απ’ τα παράθυρα, / ένας Βαρδάρης ανακατεύει τα μαλλιά μου, / κόκκοι καφέ ξεχύνονται από πελώρια τσουβάλια / στο Καπάνι, / κι εκεί κάπου στην Ασία / ένα κοριτσάκι / αφήνει το ρύζι να γλιστρήσει / ανάμεσα στα δάχτυλά του.

.

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΟΥΦΗΣ

Φρεαρ – frear.gr 19/11/2018

Με αφορμή την κυκλοφορία της τελευταίας συλλογής της Το Σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2018. Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων της Χλόης Κουτσουμπέλη, βρέθηκα μπροστά σε μία αποκάλυψη που δεν είχα νιώσει μέχρι τότε από την ποίηση. Κανένας ποιητής ή ποιήτρια μέχρι τότε δεν μου είχε προκαλέσει τέτοιο συναίσθημα… Σας μιλώ για ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να σας περιγράψω με δόκιμους ή φιλολογικούς όρους και σας μιλώ για ένα συναίσθημα που με έφερε σε μια θέση δύσκολη και με ανάγκασε να ερευνήσω για ακόμα μία φορά τον εαυτό μου και να παραδεχτώ την ανθρώπινη μικρότητά μου. Θα προσπαθήσω με μια παρομοίωση να σας περιγράψω το πώς ένιωσα όταν για πρώτη φορά μέσα στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη αντίκρισα μια γυναικεία ψυχή εντελώς γυμνή. Τρόμαξα! Και την λέξη «τρόμος» δεν την απευθύνω στις κυρίες, αλλά στους κυρίους, γιατί η ποίηση της Χλόης, δείχνει καθαρά το ψυχικό χάσμα των δυο φύλων. Όμως και η παρομοίωση που σας υποσχέθηκα, πάλι στους κυρίους απευθύνεται. Θυμάστε τα ημερολόγια και τις διαφημιστικές αφίσες με τα ημίγυμνα φωτομοντέλα στα ξυλουργεία και τα σιδηρουργεία των παιδικών μας χρόνων; Θυμάστε όταν ήσασταν 5-7 χρονών, που ερχόσασταν σε επαφή με αυτήν την soft πορνογραφία, το έντονο και πρωτόγνωρο συναίσθημα που σας κυρίευε στην θέα του γυμνού γυναικείου σώματος; Θυμάστε την πρόγευση της ηδονής και πολλές φορές την λανθάνουσα αντίληψη που σας δημιουργούσε για τις πλέον οικίες προς εσάς γυναίκες, όπως η μητέρα ή η αδελφή; Ακριβώς αυτά τα συναισθήματα ένιωσα όταν πρωτοδιάβασα την ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη (μα και τώρα που την ξαναδιαβάζω τα ίδια συναισθήματα νιώθω). Τρέμω σχεδόν στη θέα της ολόγυμνης γυναικείας ψυχής και δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ, η ποίηση της Χλόης με βοήθησε να αντιλαμβάνομαι αρκετά συχνά τις γυναίκες και πιο σπάνια να τις κατανοώ. Είναι λοιπόν αναγκαία στην καθημερινότητά μας η γυναικεία αντίληψη και αισθητική, απέναντι σε έναν μονόχνοτο αντρικό κόσμο. Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι απλά η αλήθεια γυμνή, από την ποιήτρια που ζωγράφισε τη γύμνια με μοντέλο την ίδια της τη ψυχή. Μονάχα ο πόνος γυμνός που όμως δεν είναι άσκημος ούτε επικίνδυνος, απλά γίνεται το δέρμα του ήρωα που σαν ποιητής που είναι, δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι τραγικός ήρωας ο ίδιος παρά μόνο μέσα στα ποιήματά του. Λέω πως δεν μπορεί να είναι τραγικός ήρωας ο ποιητής επειδή έχει συνείδηση της κατάστασης την οποία βιώνει, ενώ ο τραγικός ήρωας – τουλάχιστον όπως τον όρισαν οι αρχαίοι τραγικοί συγγραφείς- δεν μπορεί να έχει επίγνωση της ίδιας του της τραγικότητας. Η διευκρίνιση αυτή γίνεται επειδή θα επικεντρωθώ στο τραγικό στοιχείο της ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη και μάλιστα δεν θα εστιάσω πάνω στην συνθετική της ικανότητα την οποία θεωρώ άψογη, αλλά θα προσπαθήσω να αναδείξω τα κλειδιά του τραγικού στοιχείου της ποίησής της όπου κατά την γνώμη μου είναι τα κλειδιά όλου του ποιητικού της έργου. Τρία είναι τα σταθερά αντικείμενα που χρησιμοποιεί η ποιήτριά μας ως σταθερό συστατικό της ποιητικής ζωής της: ένα κραγιόν, ένα φουστάνι κι ένα μπαλκόνι. Αυτά τα τρία αντικείμενα τελικά μόνο αντικείμενα δεν είναι, πρόκειται για τα πιο δυνατά σύμβολα που μπορούν να εκπροσωπήσουν τη σύγχρονη γυναίκα. Καταρχήν ας δούμε πως τα χρησιμοποιεί. Τα στοιχεία σύμβολα που έχουν αναδειχτεί σε στοιχειά, πρωτοκάνουν την εμφάνισή τους στη συλλογή «Η λίμνη, ο κήπος και η απώλεια» το 2006. Έκτοτε πληθαίνουν οι αναφορές των σταθερών πλέον συμβόλων μέχρι την και την τελευταία της συλλογή. Με ασφάλεια μπορεί ο κάθε κριτικός να της τα χρεώσει… Κάποιος προσεκτικός αναγνώστης της Χλόης θα μπορούσε να παρατηρήσει πως δεν συμπεριλαμβάνω στα σταθερά σύμβολα της ποίησής της το αντικείμενο «καθρέπτη», που παρουσιάζεται σε ίδιες δόσεις και εξυπηρετεί τους ίδιους σκοπούς. Και απαντώ: μα ο καθρέπτης είναι η συνείδηση που στην περίπτωση της ποίησης δεν είναι παρά η συνείδηση της ίδιας της συνείδησης, εξάλλου το κραγιόν, το φουστάνι και το μπαλκόνι, συνείδηση είναι και αυτά. Ας σταθούμε όμως πάνω στην βαρύτητα την οποία φέρουν. Το κραγιόν, και συγκεκριμένα το κόκκινο κραγιόν, όπως πληροφορούμαστε από την ιστορία της τέχνης, συμβολίζει το ερεθισμένο αιδοίο. Από τους πανάρχαιους πολιτισμούς, οι γυναίκες χρησιμοποιούν κόκκινες μπογιές για τα χείλη και τις χρησιμοποιούν για να συμβολίσουν την ετοιμότητα τους και τη διαθεσιμότητα τους για αναπαραγωγή. Βέβαια σήμερα οι αποχρώσεις των κραγιόν είναι πολλές και οι επιταγές της μόδας ακόμα περισσότερες, ωστόσο η κάθε γυναίκα ξέρει πολύ καλά ποιο είναι το κραγιόν που ταιριάζει στη δική της προσωπικότητα και που θα την συνοδέψει για μια ζωή. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι ένα εξάρτημα θυσιαστηρίου του έρωτα. Τόσο εύστοχες και εκφραστικές οι αναφορές στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη, που είναι νομίζω ικανές να της χρεώσουν το κόκκινο κραγιόν ως ποιητικό της σύμβολο. Όσο για το φουστάνι, το άλλο σύμβολο που συνεργάζεται άψογα με το κραγιόν, που εκτός των άλλων δύο χρωμάτων που παρουσιάζεται στην ποίησή της, είναι και κόκκινο. Το κόκκινο του αίματος, το κόκκινο του πάθους, ένα κόκκινο σαν κραγιόν. Τα άλλα δυο χρώματα στα οποία εμφανίζεται το φουστάνι είναι το άσπρο και το μαύρο. Το άσπρο το ονομάζει ανάλογα με την περίσταση, φουστάνι, φόρεμα, νυφικό, ακόμα και νυχτικό. Καμιά φορά γεμάτο λάσπες και αίματα. Το μαύρο το ονομάζει μονάχα φουστάνι και φόρεμα. Το άσπρο συμβολίζει ξεκάθαρα την αγνότητα, την καθαρότητα, ή αν θέλετε, τη στιγμή πριν βαφτούν όλα κόκκινα, όπως το χρώμα που έχει το κραγιόν. Το μαύρο συμβολίζει το πένθος που θα ’ρθει μα και το πένθος που τελειώνει. Όταν γράφει «βάζω το μαύρο φουστάνι» πένθος επέρχεται. Ενώ στο «βγάζω το μαύρο φουστάνι» υπακούει στον αρχέγονο πόνο του σώματος. Το τρίτο στοιχείο είναι το μπαλκόνι, το μπαλκόνι στις μέρες μας είναι μια εναέρια αυλή για κάθε διαμέρισμα των σύγχρονων πολυκατοικιών, όμως για τις γυναίκες και πολύ πιο μάλλον για τις ποιήτριες, το μπαλκόνι είναι ό,τι ήταν ο φεγγίτης στους μεσαιωνικούς καστρόπυργους. Είναι, δηλαδή, το σημείο από το οποίο η γυναίκα μπορεί να παρατηρεί, οπότε, και να αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η πρώτη επαφή με τον έξω κόσμο, ή αν θέλετε η άμεση επαφή με αυτόν, σε μια εποχή που η γυναίκα είναι στον κόσμο και ως εργαζόμενη, τα κοσμικά της όρια είναι πάλι το μπαλκόνι. Η γυναίκα για να «βγει» πρέπει να ντυθεί, πρέπει να κάνει την τελετουργία της ετοιμασίας πριν τη δημόσια εμφάνιση, ακόμα και αν πρόκειται να πάει στο ψιλικατζίδικο της γωνίας, μια ματιά στον καθρέπτη είναι υποχρεωτική. (Πάντως, συναναστρεφόμενος με γυναίκες, βλέπω πλέον καθαρά ότι το κραγιόν και το φουστάνι δεν συνεργάζονται άψογα όλες τις ώρες με το γυναικείο σώμα). Η γυναίκα ακόμα και όταν είναι ποιήτρια, υπακούει στην αρχέγονη εντολή του ρόλου της που, μεταξύ άλλων, είναι και η αδιάκοπη περιφρούρηση της εστίας. Όμως το μπαλκόνι της ποιήτριάς μας έχει ακόμα έναν πιο σπουδαίο και πιο ιερό σκοπό. Γίνεται ο βατήρας της αυτοκτονίας της «φοράω το μαύρο φουστάνι και πηδάω στο κενό». Το σάλτο για μια γυναίκα από το μπαλκόνι του σπιτιού είναι ίσως ο πιο ηθικός τρόπος αυτοκτονίας, αφού κατά την μετάβασή της στον θάνατο, δεν εγκαταλείπει την εστία της, ούτε για μια στιγμή. Είναι σίγουρο ότι αυτά τα τρία στοιχεία-σύμβολα που προσέγγισα στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη θα σήκωναν και άλλη ανάλυση σε κοινωνιολογικό, ψυχολογικό και φιλολογικό επίπεδο, μιας και τα τρία έχουν μια αξιοσέβαστη σημειολογία στην παγκόσμια λογοτεχνία. Όμως θα σταματήσω εδώ την ανάλυση για να επιστρέψω κλείνοντας –μα όχι συμπερασματικά- στην αρχική κουβέντα που έχει να κάνει με την ποίηση που γράφεται από γυναίκες και την ποίηση που γράφεται από ά-ντρες. Είδαμε πώς λειτουργεί στον ψυχισμό της γυναίκας ποιήτριας το κραγιόν, το φουστάνι και το μπαλκόνι. Στους άντρες αλήθεια, πώς λειτουργούν αυτά τα τρία αντικείμενα; Οι άντρες δεν είναι «άμεσοι» χρήστες αυτών των συμβολικών αντικειμένων, είναι όμως έμμεση η χρήση που τους κάνουν. Για παράδειγμα οι άντρες δεν φοράνε κραγιόν, φυλάνε όμως τις γυναίκες και τρώνε το κραγιόν τους. Οι άντρες δεν φοράνε φουστάνια, όμως είναι αυτοί που βλέπουν τις γυναίκες ερωτικά μέσα στο φουστάνι τους (άσε δε που πρέπει να είναι και εκπαιδευμένοι να βοηθάνε στο κούμπωμά του ή και στο ξεκούμπωμά του αν χρειαστεί, χωρίς να το καταστρέφουν). Όσο για το μπαλκόνι που για τις γυναίκες είναι το παράθυρο στον κόσμο, για τους άντρες δεν είναι παρά μια μικρή προέκταση του καθιστικού κατά τους θερινούς μήνες. Με αφορμή αυτά τα τρία αντικείμενα, καλό θα ήταν να σκεφτούμε ότι σχεδόν όλα τα αντικείμενα, έχουν μια διαφορετική χρηστότητα και λειτουργία για τις γυναίκες και για αυτόν τον λόγο, οι άντρες θα πρέπει να διαβάζουν την ποίηση που γράφεται από γυναίκες με ιδιαίτερη προσοχή, γιατί μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο που για τους άντρες μπορεί να συνδέεται με τη χαρά και την απόλαυση, για τη γυναίκα μπορεί να αποτελεί βασανισμό, ακόμα και πηγή δυστυχίας. Θα ήθελα λοιπόν, να προτρέψω τους άντρες να διαβάσουν την γυναικεία ψυχογραφία έτσι όπως τη δίνουν οι ποιήτριές μας και εκεί να δουν τις μανάδες τους, τις γυναίκες τους, τις αδελφές τους και τις κόρες τους. Δεν θα ζητούσα από κανέναν να καταλάβει τη γυναικεία ψυχή, αυτό που ζητώ είναι να τη δείτε και να τη δείτε καταρχήν γυμνή και μετά αρχίζετε την όποια εξερεύνηση. Η ποίηση που γράφεται από γυναίκες δεν ξέρω αν είναι πάντα η σωστή αρχή για αυτήν τη διαδικασία, είναι όμως μια αναμφισβήτητα έξυπνη αρχή. Προσωπικά εγώ, ξεκίνησα με την ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη, γι’ αυτό και σας την συστήνω ανεπιφύλακτα.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 07/11/2018

Από το τέλος στην αρχή

Και τώρα; τον ρώτησε.

Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη

με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.

Φορούσε μαύρα γυαλιά.

Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,

είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

(Επίλογος)

Μια ποιητική συλλογή διαβάζεται από το τέλος στην αρχή ή μήπως εντελώς αδόκιμο πρέπει να θεωρείται κάτι τέτοιο; Αν, όμως, στην ποίηση (πιο πολύ από όλα τα λογοτεχνικά) μπορούμε να αυθαιρετούμε στην ανάγνωσή μας, νιώθω πως ετούτα τα ποιήματα επικοινωνούν όλα με αυτό που τελευταίο κλείνει την πόρτα της ανάγνωσης, με τον εύστοχο τίτλο Επίλογος. Με μια, έτσι αντίστροφη, ανάγνωση υπαρκτή η πιθανότητα να πάρει η έννοια του τέλους όσες ερμηνείες θα ήταν δυνατόν να σηκώσει η λέξη μέσα στο μικρό της σώμα. Κινδυνεύει, λοιπόν, η ποίηση να χαθεί μέσα στον στρόβιλο των πολλών αναγνώσεων; Καθόλου, θα έλεγα. Ίσα ίσα ο πλούτος της ίσως εκεί ακριβώς εντοπίζεται.

Το τέλος ως αρχικός σκοπός (με την αριστοτελική ερμηνεία) είναι και η πρωταρχική λέξη/έννοια που δηλώνει το ξεκίνημα της ζωής. Ωστόσο η βίωση του τέλους, είτε ως προσωπική ενατένιση είτε ως συμμετοχή σε οδυνηρή απώλεια, δίνει τη δική της εκδοχή ενός πένθους που αργά συνειδητοποιείται και με ακόμη πιο αργή πορεία αναιρείται – αν φυσικά συμβεί η αναίρεση. Στο ποίημα Επίλογος, που παρατίθεται πιο πάνω, το τέλος δηλώνεται ως μια ολοκλήρωση τα ποιητικής συλλογής, με ιδιαίτερα τονισμένη τη λέξη απλώς, δηλαδή μόνον. Κι αν η ποιήτρια που γράφει θεώρησε έστω και για λίγο πως ιαματικός ήταν ο δρόμος της γραφής της – μια οικείωση με το πένθος ή μια πρόσκαιρη μετάθεση του πόνου από την ψυχή στους στίχους που κοινοποιούνται – έρχεται αυτή η απλή λέξη για να καταρρεύσει όλο το ιαματικό φορτίο. Ας μη θεωρηθεί, ωστόσο, πως η καταγραφή του πόνου είναι μια απλή υπόθεση· καθόλου μάλιστα. Η Χλόη Κουτσουμπέλη παλεύει ποιητικά με το πένθος. Αυτό που γράφει πίσω από τις λέξεις της, μέσα από τις μεταφορικές εικόνες της, παρέα με τη διττή σημασία των ονομάτων που χρησιμοποιεί, σε αγαστή συμφωνία με τις λογοτεχνικές περσόνες που επιλέγει να συνοδεύουν τα δικά της λόγια. Γνωστό αυτό σε όποιον έχει αναμετρηθεί με τις αντοχές του και λύγισε και ύστερα άρχισε να ψάχνει τους τρόπους που ξέρουν να μιλούν με μεγαλύτερη διαύγεια από τη ρεαλιστική, μα αφόρητη στο βάρος της, κυριολεξία: κάθε που η ποίηση ανοίγεται σε εικόνες που ξεπερνούν τη ρεαλιστική αποτύπωση των γεγονότων, το άχθος της απώλειας των προσώπων έχει χτυπήσει κόκκινο· δεν αντέχεται άλλο. Έτσι, στην ποίηση της Χλόης, η Αλίκη από τη χώρα των θαυμάτων μεταπηδά στη χώρα των απόντων. Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από την πραγματικότητα διαβιούν οι αλήθειες μιας αναπάντεχης φυγής. Ο βιβλικός Λάζαρος επανέρχεται με τη μοναδικότητα του θαύματός του – όχι, μην περιμένεις άλλα θαύματα· ακόμη και αυτά έχουν το τέλος τους (πάλι το τέλος επανέρχεται σε μια ακόμη εκδοχή του). Όσο για τον Κάφκα αυτός παντού παρών είτε με τις δικές του λογοτεχνικές φιγούρες είτε με το ζοφερό τοπίο μιας παράλογης συνύπαρξης του ανθρώπου με το σύμπαν που σταδιακά τον καταργεί. Ο Οδυσσέας δεν θα επιστρέψει, η Πηνελόπη ας μάθει να τον σβήνει στη  συνείδησή της, όπως έμαθε να τον νιώθει να λιγοστεύει στην καθημερινότητά της. Αυτή η καθημερινή απουσία είναι που πονά πιο πολύ από όποια συνειδητοποίηση έρχεται με την αρωγή της λογικής. Ας μείνει μόνον η Αντιγόνη, με την αδελφική της αγάπη και την αίσθηση του χρέους για μια ταφή νοητή όσο και προσωπική, για μια απαθανάτιση όχι της μορφής του απόντος αδελφού αλλά του ιδιωτικού της πένθους – ας μην έχουμε αυταπάτες, η μνήμη φθίνει, τα πρόσωπα εξαχνώνονται στον χρόνο, μόνο η ανάμνηση του δικού μας πένθους διασώζεται. Αλλά και αυτή δεν πονά λιγότερο. Απλώς, λοιπόν, μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει;

Οι Ομοτράπεζοι της άλλης γης, η προηγούμενη ποιητική συλλογή της Χλόης, επικοινωνεί τραγικά με τη νεότερη εκδοχή του πένθους, όπως αυτό εκδηλώνεται στο Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, που μια συλλαβή μόνον λείπει από τη λέξη για να αποδώσει ως désespéré όλο  το βάρος του απελπισμένου ανθρώπου μπροστά στο αναπόφευκτα τετελεσμένο.

Αγαπημένε,
όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
τι άραγε θα έχει απομείνει από μας σ’ αυτήν τη γη;
Σκόνη στα δάχτυλα κάποιου θεού που θα φυσήξει.
Και οι αναγνώστες αποδεικνύονται ξένοι, λαθραναγνώστες και κανίβαλοι:
Ξένε, όταν διαβάσεις το σημείωμα αυτό,
θα γίνεις λαθραναγνώστης.
Κανίβαλος θα τραφείς από τη σάρκα μιας αγάπης.

Όχι. Η ποίηση ήταν πάντα μια μοναχική πορεία. Κι αν νομίζεις πως κατάλαβες, ας συμβιβαστείς με την ιδέα πως μόνο το δικό σου πένθος άγγιξες. Το αλλότριο των ποιημάτων θα παραμείνει ξένο για σένα. Ήταν μια προσωπική οδός, ιδιωτική και μοναχική όσο και μοναδική, αυτή της ποιήτριας.

Πηγαίνοντας από το τέλος στην αρχή διαβάζω την επιγραφή στην εξώπορτα των ποιημάτων: Στη μνήμη του Βασίλη.

.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

Φρεαρ – frear.gr  06/11/2018

Η Χλόη Κουτσουμπέλη αρχίζει τη νέα της ποιητική συλλογή Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ με μια πασίγνωστη ατάκα, «Με λένε Τζέιν, Τζέιν Μποντ» (ΠΡΟΛΟΓΟΣ) προετοιμάζοντας και προειδοποιώντας μας για τη συνέχεια. Τζέιν, αντί Τζέιμς. Ποια είναι η Τζέιν μας λέει έμμεσα πιο κάτω, «από τότε που τυφλώθηκε ο εργοδότης μου» και «στους άγριους βάλτους του Θόρφιλντ, αποκαΐδια». Αναφέρεται στην Τζέιν Έιρ, την κεντρική ηρωίδα του ομώνυμου δημοφιλούς μυθιστορήματος της Σάρλοτ Μπροντέ.

«Γεννήθηκα το 1846». Η Σάρλοτ Μπροντέ που γεννήθηκε το 1816. Η Τζέιν Έιρ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1847, άρα μάλλον δεν εννοεί ούτε αυτήν. Το 1846, όμως, κυκλοφόρησε μια ποιητική συλλογή των τριών αδελφών Μπροντέ, με τα ψευδώνυμα Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ. Πιστεύω ότι σε αυτό αναφέρεται η Κουτσουμπέλη. Τότε γεννήθηκε η Ποιήτρια. Το επιβεβαιώνει ο τελευταίος στίχος του ΠΡΟΛΟΓΟΥ «Γράφω ακόμα».

Ποιήτρια και κατάσκοπος ταυτόχρονα. Ποιήτρια έξω και πέρα από τον χρόνο. Αλλά και Ποίηση διαχρονική, «και, κάπως έτσι,/ κάποιος, κάπου, κάποτε,/ έγραψε τον πρώτο στίχο» (Οι φήμες και άλλα άγνωστα ιπτάμενα αντικείμενα). Κατάσκοπος που κυκλοφορεί ανάμεσά μας, υπονομεύει τις βεβαιότητές μας «Αφού η ίδια η ύπαρξή μας εμπεριέχει την παγίδα», «Η ζωή μας προετοιμάζει για πουτίγκα/ και μας σερβίρει χελωνόσουπα», «κανείς θνητός/ δεν πέθανε ποτέ/ από θνησιγενές φιλί» (Όλη η αλήθεια σχετικά με την προδοσία). Μας προσγειώνει στην πραγματικότητα, «έχουν και τα θαύματα τα όριά τους, απαντάει αυτός» και μάλιστα μέσα από ένα ποίημα που παραπέμπει ευθέως στο φανταστικό και το παράδοξο (Η Αλίκη ανακάμπτει). Μας υπενθυμίζει τον παράλογο αγώνα του ανθρώπου για την αθανασία, «Έλα κι ανάστησέ με, του φωνάζει./ Αυτός κάτω από το χώμα ακούει ήρεμα,/ με τα χέρια στο στήθος σταυρωμένα./ Τόσο εξοικειωμένοι πια οι νεκροί με το παράλογο,» (Γυναίκα Λάζαρος). Μας αφυπνίζει για την εμπιστοσύνη στις σχέσεις «Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς/ που αφήνουν σημειώματα./ Εννιά στις δέκα φορές επινοούν.» (Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ)

Κινείται απαρατήρητη, σκιά. Καταγράφει, ενσωματώνει, ενδοβάλλει. Πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις. Και λογοτεχνία. Πολλή λογοτεχνία. Ο Λιούς Κάρολ (Η Αλίκη Ανακάμπτει), η Σύλβια Πλαθ (Η Γυναίκα Λάζαρος), ο Ιούλιος Βερν – ο Φιλέας Φογκ επανέρχεται – και πάλι ο Λιούις Κάρολ και ο Φραντς Κάφκα (Οι Τρεις Εραστές), ο Λέων Τολστόι και ο Χέρμαν Μέλβιλ (Λογοτεχνικές Συγκρούσεις. Νομίζω ότι η φάλαινα και η νύχτα, δεν παραπέμπουν μόνο στον Μέλβιλ και τον Μόμπι Ντικ, αλλά και στην ποιητική συλλογή της ίδιας «Η Νύχτα είναι μια Φάλαινα»), ο Κονσταντίν Σιμόνοφ (Κονσταντίν Σιμόνοφ), Τζον Μάθιου Μπάρι (Ο Κύριος Χόθορν Παραβιάζει την Εναέρια Κυκλοφορία) υπάρχουν στη συλλογή , όχι ως απλές αναφορές, αλλά ενταγμένοι στα ποιήματα με τρόπο ευφυή και δημιουργικό.

Ο κόσμος της Κουτσουμπέλη, είναι γεμάτος καταστροφές, τραύματα, υποκρισία, εγκατάλειψη, απώλειες, πόνο, προδοσία. Που χρειάζεται κουράγιο για να πορεύεσαι στα μονοπάτια του. Να ανατρέπεις, να συγκολλάς, να λειαίνεις, να σκάβεις, να επουλώνεις, να ερωτεύεσαι και μετά την απόρριψη και την προδοσία, να συνέρχεσαι από τις απώλειες και να συνεχίζεις. Με οδηγό την Αλήθεια. Τη δική σου και των άλλων. Γνωρίζοντας ότι η μάχη που δίνεις είναι εκ των προτέρων χαμένη. Και σημασία έχει να τη δίνεις με στυλ. Το δικό σου προσωπικό στυλ.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

Είπε αυτός μπορεί να τα ρυθμίσει.

Να διασωθεί ο Άδμητος.

Μία μικρή μίζα στον βαρκάρη,

ένα ασημένιο νόμισμα στο στόμα.

Ο Κέρβερος θα αναισθητοποιηθεί με βαρβιτουρικά.

Η απόδραση θα γίνει τη νύχτα στο σκοτάδι.

Αρνήθηκα.

Οι νεκροί έρωτες δεν ανασταίνονται ποτέ.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη μεγαλώνει και ωριμάζει μαζί με την Πηνελόπη και την Αντιγόνη της. Η τεχνική της είναι άψογη και η ματιά της καθαρή και διεισδυτική, τόσο προς τα έσω, όσο και προς τα έξω. Η τελευταία της ποιητική συλλογή είναι από τις ωριμότερες, πιο άρτιες και καλύτερές της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Και τώρα; Τον ρώτησε.

Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη

με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.

Φορούσε μαύρα γυαλιά.

Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,

είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ

www.poeticanet.gr Τ.36 Ιανουάριος 2020

Το βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη (κρατικό βραβείο, 2018), κινείται προς την επιτυχημένη κατεύθυνση του έργου της «Ομοτράπεζοι μιας άλλης γης». Με πυκνό στακάτο λόγο, μικρές προτάσεις και σύντομες αφηγήσεις, όπου η ματαίωση αναβλύζει από ένα σκοτεινό κέντρο, η ποιήτρια κρατά ως βασικό καμβά το οικογενειακό μοντέλο και την ανάπτυξή του σε παράλληλες συναισθηματικές αντιστοιχίες. Η γνωστή εξομολογητική τακτική της αμερικανικής Σχολής τροφοδοτεί κι εδώ πολλά μοτίβα. Ποίηση ανθρωποκεντρική, πολυπρόσωπη, η οποία σπαρταρά και οιμώζει, σχεδιάζοντας το περίγραμμα του τραυματισμένου γυναικείου προσώπου. Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ («ντεσπερέ» σημαίνει απελπισία) μας οδηγεί σε έναν κόσμο γεμάτο παγίδες και αδιέξοδα, όπου πρωταγωνιστούν η τραγικότητά της ύπαρξης, οι προδοσίες και τα πένθη, η απειλή του θανάτου. Εντούτοις όλα αυτά δεν δίνονται με τρόπο που ταράζει τον αναγνώστη, γιατί έχουν ως ισοζύγιο μια αθώα παιδικότητα.

Το πρόσθετο χαρακτηριστικό αυτής της ποίησης είναι η αναφορά στην ίδια τη λογοτεχνία, με τη συμπερίληψη μύθων, κλασσικών έργων και τη συνομιλία με ξένους λογοτεχνικούς ήρωες και συγγραφείς (τον Κάφκα, την Πλαθ, τον Μέλβιλ, τον Τολστόι, τον Ιούλιο Βερν, τον Λιούις Κάρολ), σε ένα διακειμενικό παιχνίδι που παίζεται με ευφάνταστες αντιστροφές και νέες αφηγηματικές εκδοχές. Η ποιήτρια μεταμφιέζεται σε Αντιγόνη, σε Άλκηστη, σε Γυναίκα του Λωτ, σε Άννα Καρένινα, σε Βαλεντίνα (επιστολογράφο του ποιητή Σιμόνοφ), σε Μίλενα (του Κάφκα) για να βιώσει την απώλεια ως κοινή μοίρα των γυναικών, αλλά και τη διαδρομή που οδηγεί στην αγάπη: Το μίσος είναι κόσμος άκοσμος./ Μισός./ Η αγάπη όμως./ Δεν γερνά ποτέ… Με καθαρά εξπρεσιονιστική γλώσσα, η Χλόη Κουτσουμπέλη καταφέρνει να συγκροτήσει ένα ιδιόμορφο ποιητικό στίγμα που τη χρήζει συνεχιστή της γραμμής του Σαχτούρη και του Καρυωτάκη, χωρίς να γίνεται μιμητής τους.

.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

frear.gr 25/10/2019

Η γυναικεία γραφή της ποίησης. Μια δημιουργική αναγνωστική συνεισφορά στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη

Ο όρος γυναικεία γραφή όπως προέκυψε τη δεκαετία του ’80, οπότε και εμφανίζεται στα γράμματα η Χλόη Κουτσουμπέλη, αφορούσε την επικοινωνία της εμπειρίας ή τις ποικίλες σηματοδοτήσεις του να είσαι/γίνεσαι γυναίκα, διαδικασίες που παραπέμπουν στην υλικοποίηση του φύλου, και αναδεικνύει την αναγκαιότητα μιας συζήτησης που συνεχίζεται στη βάση της εξέτασης του γυναικείου υποκειμένου μέσα στο ασφυκτικό καθεστώς του πατριαρχικού λόγου (Τορναρίτη Ελενα, 2016).

H επίδραση της Anne Sexton και της Sylvia Plath είναι εμφανής στις ποιήτριες της γενιάς του ’70, αλλά και της γενιάς του ’80. Στο πλαίσιο της συγκρουσιακής ανάγκης και της ακύρωσης των στερεοτύπων, το πρόταγμα είναι η δημιουργία ενός διακριτού λόγου, όπου η έμφυλη ταυτότητα θα λειτουργεί ως τρόπος επαναπροσδιορισμού του φύλου και διατύπωσης του νέου φεμινιστικού αιτήματος μέσα στις νέες πολιτικές, κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες.

Όμως, όπως μας λέει η Άντεια Φραντζή, «Ποίηση γραφεί κανείς με το σώμα του — γιατί δεν υπάρχει πνεύμα, νους, ψυχή ή όπως αλλιώς να το ονομάσουμε, που να είναι αποχωρισμένο από το σώμα. Δυσκολεύομαι, όμως, πλέον να ξεχωρίσω το θηλυκό από το αρσενικό γένος, το γυναικείο από το ανδρικό γνώρισμα. Δεν γνωρίζω, δηλαδή, με ποιο τρόπο μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις λειτουργίες τους. Δε θα μάθω ποτέ πώς νιώθει ένας άντρας, ούτε ένας άντρας θα μάθει ποτέ πώς νιώθει μια γυναίκα. Είμαστε καταδικασμένες στην άγνοια των αισθημάτων και οι δυο πλευρές. Αυτό που γνωρίζουμε μόνο είναι το κυρίαρχο συναίσθημα πως διαφέρουμε από τους άντρες και αυτοί αντιστοίχως το ίδιο ακριβώς γνωρίζουν. Στο σημείο, όμως, αυτής της συνειδητοποίησης συμπίπτουμε, και ακριβώς εκεί πιστεύω πως αρχίζει μια διαδικασία σύγκλισης. Και δεν αναφέρομαι εδώ αποκλειστικά στην όλο και συστηματικότερη κοινωνική σύγκλιση ανδρών και γυναικών αλλά και στη συναισθηματική/υπαρξιακή».

Αυτή ακριβώς η σύγκληση νομίζω πως αποτελεί το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της πλούσιας ποιητικής παραγωγής της Χλόης Κουτσουμπέλη, η οποία εξ αρχής δόθηκε με πείσμα και συνέπεια στις μεγάλες της αγαπημένες. Διδάχτηκε τις εκφραστικές τεχνικές και το τιθασευμένο συναίσθημα, καταφέρνοντας να δημιουργήσει τον δικό της ποιητικό κόσμο με άξονα τις γυναίκες της. Οι γυναίκες της είναι συναυτουργοί και σύμβολα, όπως πρόσωπα και προσωπεία για τις ανάγκες της δράσης και του κύρους της έκφρασης. Στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη τίποτε δεν αφήνεται στην τύχη. Αναφερόμενη στο έργο της ποιήτριας Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, η Ζωή Σαμαρά θα επισημάνει πως στην πατριαρχική κοινωνία, η γυναίκα ποιήτρια επαναστατεί, για να αποδεχτεί τελικά τη θέση του άνδρα. Το μάταιο του αγώνα οδηγεί σε εκλεπτυσμένες μεταμορφώσεις και συνειρμούς ούτως ώστε διατηρώντας χαρακτηριστικά να γίνονται σύμβολα επιτρέποντας τη συνέχεια, έως την απάρνηση του εγώ και του προσωπικού βιώματος και αποδίδοντάς το στα πρόσωπα ώστε ευκολότερα να ενταχθεί στο κοινωνικό πλαίσιο. Άλλωστε από το 2004 στην ποιητική συλλογή, Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα το είχε σημειώσει εμφατικά:

Οι ποιητές δεν μένουν ποτέ οι ίδιοι./ Στην διάρκεια του ταξιδιού μεταμορφώνονται/ σε γυπαετούς ή κάργες/ ή σε κατακόκκινα πουλιά στο χρώμα της φωτιάς…/ Κάποιοι μεταμορφώνονται σε λύκους/ που με τα ουρλιαχτά τους αλλάζουν το σκοτάδι, / άλλοι γίνονται ορχιδέες/ ή ανεμώνες, / ή ασημένια χέλια,/ κουκούλια σκαν/ μικρές σαύρες σέρνονται στις όχθες,/ τα νερά στη λίμνη παγώνουν, η λίμνη ποτέ δεν μένει ίδια./ (σ.10) Προς επίρρωση των παραπάνω θα προσθέσω τα λόγια της Τουραντότ από το συνθετικό διαλογικό ποίημα της ίδιας συλλογής Το τραγούδι των επτά ημερών: Είμαι γήινη, γυναίκα. […]/ Πώς να σ’ αποχωριστώ,/ χωρίς καν να σε φιλήσω;/ Χωρίς μια αγκαλιά,/ ένα χάδι να θυμάμαι; (σ.48)

Η Χλόη Κουτσουμπέλη με θαυμαστή μαεστρία μας εντάσσει στο ποιητικό της σύμπαν και μας προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τις γυναίκες της δημιουργώντας στην πραγματικότητα τις κατάλληλες συνθήκες για να επικοινωνήσει ποιητικά, να συστηθεί και να επικαιροποιήσει την κεκαλυμμένη μα τόσο εμφανή παρουσία της. Γιατί είναι μόνο μια γυναίκα/ γυμνή πάνω σε ένα σαλιγκάρι/ η πιο μικρή σου κόρη/ η πιο απόμακρη οικεία/ (Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, σ. 33)

Έτσι λοιπόν έχουμε και λέμε, εκκινώντας από το σύμβολο του αγώνα, της αντίστασης ενάντια στην τάξη και τον νόμο, σ’ ό,τι έχει οριστεί ως νομιμότητα, την Αντιγόνη. Η οικεία Αντιγόνη είναι πέρα από σύμβολο, η εγγυήτρια της ποιητικής ισημερίας, αλλά και η ασύμμετρη απειλή του φαλλοκρατικού καθεστώτος. Εξασφαλίζει την εύνοια, αλλά και την επιείκεια της ποιήτριας, αφού αφήνει τα ελαφρυντικά που απορρέουν από τη γυναικεία φύση κάτι σαν υπόλοιπα μνήμης τα οποία θα επιστρέψουν για να αναστηλώσουν το μνημονικό της σε άλλους χρόνους: «Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη, όταν φεύγει./ Γι’ αυτό και πάντα φεύγει./ Μόνο κάποιες νύχτες, αρχίζει κάτι να θυμάται,/ τότε φοράει την νεκρική της μάσκα, ρίχνει στάχτη στα μαλλιά της,/ θαμμένη στη σπηλιά της,/ θρηνεί τους άταφους νεκρούς της.» (σ. 14) Η Αντιγόνη συνοδεύει την ποιήτρια στη μακρά ποιητική της διαδρομή. Η Αντιγόνη που ξεχνά σε μια αυθαίρετη ερμηνεία των γεγονότων θα μπορούσε να αποδοθεί στην δημιουργική ικανότητα της Χλόη Κουτσουμπέλη να ομογενοποιεί το ποιητικό υλικό μέσα στα προσωπικά της βιώματα και να τροφοδοτεί την αναγνωστική εμπειρία με το συγκινησιακό υπόστρωμα που αρμόζει. Την ξαναβρίσκουμε στον «Αποχαιρετισμό», στους Ομοτράπεζους της άλλης γης (σ. 34), όπου η ποιήτρια τής αποδίδει το μάταιο της ηρωικής της πράξης και την ήττα. Στον διάλογο που ακολουθεί το σκοπό της Αντιγόνης που «… ήρθε να θάψει τον αδελφό της», σχολιάζεται η βαρβαρότητα της εξουσίας: «… / – Άρχοντα είναι πολύ νέος./ -Ναι, θα ζήσουν να τον θυμούνται πολλά χρόνια» (σ. 35), η απάντηση. Η Αντιγόνη στη διαδρομή των χρόνων γερνά. Μεταμορφώνεται σε πρόσωπο γνώριμο πια, απόλυτα συμβατό με την παρακμή. Γίνεται η οικεία Αντιγόνη όλων μας, όχι όμως ως σπάραγμα της θλίψης, αλλά ως βεβαιότητα του πεπρωμένου. Εκείνο το κάτι που ξεχνούσε ως παρακαταθήκη, είναι πια η συντελεσμένη φθορά. Έτσι λοιπόν «[…] Τα πρωινά τρώει αυγά χήνας/ και περιμένει το εκτελεστικό απόσπασμα/ χωρίς να γνωρίζει ότι ο Κρέων/ πεθαίνει από άνοια σε γηροκομείο./ Το χαρακτηρίζει υγιεινή διατροφή. Τις νύχτες θάβει κτερίσματα στο χώμα,/ που δεν θυμάται πια σε ποιον ανήκουν.[…]» (σ. 43)

Η Χλόη Κουτσουμπέλη με τη γυναικεία οπτική γωνία σπουδάζει την έμφυλη ταυτότητα. Χρησιμοποιεί τα πρόσωπα όχι ως θεατής της δράσης ή αξιολογητής των ιδιοτήτων τους, αλλά συμπράττει και συμπάσχει. Η λέξη κλειδί με τα πρόσωπά της είναι η οικειότητα. Απεχθάνεται την περιήγηση και την περιγραφή γι’ αυτό μετέχει ακόμη και στα συμφραζόμενα και τους υπαινιγμούς που η ίδια, άλλοτε καθοδηγούμενη από το ποιητικό διακύβευμα, κι άλλοτε ως συνειδητή επιλογή της καλλιτεχνικής πράξης, οργανώνει. Γράφει: «Θέλω να μάθω/ Αν οι γυναίκες είναι κόρες της Χίμαιρας/ με ένα καράβι να πλέει στα μακρινά τους μάτια/ Ή της Έχιδνας που κουλουριάζεται/ για να επιτεθεί.» (Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης, σ. 23).

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, είναι ίσως η μοναδική ποιήτρια της γενιάς του 1980 η οποία με θαυμαστή συνέπεια και συγκρότηση, εμμονικά σχεδόν, επιμελείται το ιδιωτικό της παρελθόν με ποιητικές μαρτυρίες για την εμπειρία του φύλου μέσω αλληλέγγυων γυναικών. Φίλες παλιές αγαπημένες της ποιήτριας μετατρέπονται σε φορείς του δικού της βιώματος. Γίνονται απαστράπτουσες εταίρες και διαχέονται στο παρόν με ασπίδα την τριτοπρόσωπη αφήγηση εννοώντας και σημαίνοντας την ποιήτρια. Το παιχνίδι της ζωής εκφράζεται ως παρηγορητικός ποιητικός λόγος με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης και της αβεβαιότητας με την οποία κινείται ανθοφορώντας και πεθαίνοντας κατά το δοκούν: «Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει./ Άλλωστε γι’ αυτό έπαιξα μαζί του.// Γιατί έστω και μια φορά, στη ζωή/ αξίζει κανείς να παίξει για να χάσει.», γράφει (Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, σ. 9).

Έχει πολύ ενδιαφέρον ο μακρύς κατάλογος των γυναικών που συμμετέχουν στο έως τώρα ποιητικό corpus, αφού περιλαμβάνει τα πρόσωπα εκείνα που συνιστούν, όπως νωρίτερα σημείωσα, τις επιρροές και τις εκλεκτικές συγγένειες της ποιήτριας. Δεν υπάρχει νομίζω καμιά αμφιβολία ότι καλύπτει απόλυτα τις απαιτήσεις και τα χαρακτηριστικά αυτού που ορίζεται ως γυναικεία ποιητική γραφή. Αλλά ας περιηγηθούμε στο ποιητικό σύμπαν της Χλόης Κουτσουμπέλη, μη μένοντας στην αναφορά μονάχα στην Αντιγόνη που τη συναντούμε σε διάφορες φάσεις της διαδρομής της.

Η Λαίδη Κ., μας λέει, αποχωρεί θεατρικά, περήφανη, δεν παραδίδεται, όμως η Σαλώμη παραδίδεται ως σφάγιο στον Ηρώδη. Η ξακουστή για την ομορφιά της κινέζα πριγκίπισσα Τουραντότ, εκλιπαρεί τον αγαπημένο της να μείνει για να λάβει την απάντηση, «Κράτα με μέσα σου». Η εύπιστη Εύα συναντιέται στην άλλη Εδέμ με τη φιλόζωη Λαίδη Ήταν. Και στη συνέχεια η Κυρία που ύφαινε Καμέλιες, η Έμμα Μποβαρύ που κυνηγούσε τη χαμένη της ψυχή και η Μις Χάβισαμ με το μουχλιασμένο νυφικό. Η κόκκινη λυπημένη Φρίντα Κάλο και η μικρή Άννα Ο. η αδελφή, η ξαδέλφη στο χωριό, η Αδελαΐδα, η Ελισάβετ, η Μαίρη Σμιθ και η αξιοζήλευτη δεσποινίς Εντελβάις Φλέτσερ έχουν μια θλίψη για ό,τι πρόκειται να συμβεί. Οι δεσποινίδες Μπερντ, ανέγγιχτες. Η δυστυχισμένη κυρία Νίκολσον. Η Ίρις, ξαπλωμένη στο ανάκλινδρο. Η κυρία Φέργκ που έκανε το καθήκον της, αλλά και η δεσποινίδα Κόουτς εσκεμμένα δεν αντιστάθηκε, το ίδιο έκανε προκλητικά κι η δεσποινίς Φλο. Η μητέρα κυρία Άλισον γράφει στα ημερολόγια τη ζωή που δεν έζησε. Οι γυναίκες της οδού Ρόουντ αναζητούν τον έρωτα και η ποιήτρια με το κακό τέλος, συστήνεται ως Τζέιν Μποντ. Η Αλίκη, μας λέει πως τα θαύματα έχουν τα όριά τους και η γυναίκα Λάζαρος δεν αναστήθηκε ποτέ. Η γυναίκα του Λοτ, οι αδελφές Μέντοουζ, η αριστοκράτισσα κυρία Γουότερμπρίτζ και η κυρία Ύψιλον που αντάλλαξε το σώμα της μ’ ένα ζευγάρι κόκκινες γαλότσες για να γράφει ζεστά ποιήματα. Η Άλκιστις κι η Πηνελόπη του έρωτα και η γιαγιά από κοντά κι εκείνη για τον έρωτα που φτιάχνει όμως τέλεια κουλουράκια.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι όλες οι γυναίκες της. Ως αληθινή ποιήτρια επιστρέφει πάντοτε στο θαύμα ως γυναίκα, αφού στη ζωή και την ποίηση πάντοτε μέσω κάποιας γυναίκας επιστρέφουμε.

.

ΕΛΙΑ ΒΑΡΔΑΚΗ

“Fractal” Οκτώβριος 2019

Πάντα με μάγευε η ποίηση, είναι ρευστή, με πολλαπλές αναγνώσεις και προσλήψεις, έχει λέξεις συνδυασμένες ασυνήθιστα και ταιριασμένες πέρα από κάθε λογική, λέξεις που αποτυπώνουν με συμβολικό τρόπο την έμπνευση και τα συναισθήματα του ποιητή. Άρχισα να κατανοώ τον κόσμο της ποίησης ανορθόδοξα, όταν άρχισα να συγκροτώ την δική μου ανθρωπολογική ματιά αναλύοντας και ερμηνεύοντας τον συμβολικό τρόπο που επικοινωνούμε, συναισθανόμαστε και ενεργούμε.

Η Κοινωνική Ανθρωπολογία από την άλλη, είναι σπουδή πάνω στον πολλαπλό και πολυποίκιλο τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος συγκροτεί την δική του ματιά και ταυτότητα, αντλεί στοιχεία από την καθημερινότητα για να διαμορφώσει μέσα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια κι όρια την δική του πραγματικότητα, πάντα σε συνάφεια με τις ευρύτερες συνθήκες συγκρότησης της ομάδας του. Θα έλεγα ότι η Ανθρωπολογία επικεντρώνεται στη “ποιητική της καθημερινότητας”, στον τρόπο που οι άυλες σχέσεις μετατρέπονται σε υλικές συνθήκες διαβίωσης. Με τον ίδιο αντίστροφο τρόπο κατά την γνώμη μου, το υλικό της πραγματικότητας εξαϋλώνεται μέσα από την ποιητική ματιά, γίνεται σύμβολο για να εκφράσει τα συναισθήματα του ποιητή, την ρευστότητα του ποιητικού λόγου που γίνεται πανανθρώπινος.

Μέσα από την ανθρωπολογική οπτική, λοιπόν, θα επιχειρήσω να αναλύσω την ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη. Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ είναι μια σπουδή πάνω στον χρόνο, στη μνήμη και στις εμπειρίες που διαμορφώνουν τη ζωή και τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Μια σπουδή πάνω στον χρόνο που περνά, για τις ευκαιρίες που χάνονται, για το σώμα που γερνά και μόνο θυμάται πια, για το “πάσχον” σώμα που αναζητά ξανά τις ευκαιρίες που χάθηκαν. Άλλοτε πάλι είναι ο χρόνος που αλλοιώνει την αλήθεια και γίνεται η αλήθεια εύπλαστη, μαλακιά όπως το τυρί που αναφέρει χαρακτηριστικά το ποίημα Φεγγάρι.

Άλλες φορές πάλι δεν αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο που έχει περάσει, κι όπως στα όνειρα έτσι και στην ζωή χάνεται το μέτρο και η αλήθεια του χρόνου, αν υπάρχει βέβαια αλήθεια. Ο χρόνος άλλωστε δεν είναι γραμμικός, μονάχα η δική μας αντίληψη για τον χρόνο είναι γραμμική. Η αντίληψη για τον χρόνο, την ώρα, το ρολόι, είναι πολιτισμικά προσδιορισμένη, δημιουργήμα του ανθρώπου, που για χάρη της παραγωγικότητας ενοποιήθηκαν πολλές αποσπασματικές και διαφορετικές αντιλήψεις για τον χρόνο που προϋπήρχαν και όριζαν την μοίρα της κάθε πόλης και του κάθε ανθρώπου. Με την εκβιομηχάνιση η ώρα έγινε ενιαία, αδιαίρετη και παγκόσμια για να μπορεί ο άνθρωπος και τα προϊόντα να ταξιδεύουν συντονισμένα. Στο ποίημα φαίνεται πόσο σημαντικός για τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο χρόνος κι ο σωστός συντονισμός, προκειμένου μια σχέση να τελεσφορήσει, διαφορετικά “ώρα να γίνω καπνός”, υπονοώντας το κατά βούληση μέτρο εκκίνησης και τερματισμού του χρόνου, όπως επισημαίνει η ποιήτρια στο ποίημα Τρεις Εραστές. Ι. Ιούλιος Βέρν. “Οταν για να συντονίσουμε ρολόγια “τι ώρα είναι; κάποτε με ρώτησε”” (σελ.22).

Άλλωστε ο χρόνος δεν ορίζει την τύχη μας, εμείς καθορίζουμε τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσουμε τον χρόνο για να διαμορφώσουμε τη μοίρα μας. “Εσείς ορίζετε την μοίρα, για καλό και για κακό όμως μην πετάτε τις νύχτες γύρω από το φεγγάρι”, μια υπενθύμιση για το τυχαίο που τόσο αποφασιστικό ρόλο παίζει στη ζωή μας. Άλλωστε το τυχαίο δημιουργεί νέα όρια, νέες συνθήκες και διαμορφώνει νέες εμπειρίες που με την σειρά τους διαμορφώνουν και μεγεθύνουν την ένταση των συναισθημάτων του πόνου, της χαράς ή της λησμονιάς.

΄Ενα άλλο στοιχείο της ποιητικής συλλογής που τονίζεται ιδιαίτερα είναι η μνήμη. Η ποιήτρια έχει φτάσει σε ένα σημείο της ζωής της πλούσιο σε εμπειρίες κι αναστοχάζεται το ρόλο που έχουν παίξει στη ζωή της οι άνθρωποι ή τα γεγονότα που την σημάδεψαν. Ακόμα και τα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας αποτελούν πηγή έμπνευσης της συλλογής Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ. Ο τρόπος που η ποιήτρια χρησιμοποιεί την διακειμενικότητα δίνει την εντύπωση ότι γίνεται μέσα από την διαδικασία της αυτόματης γραφής ανασύροντας στην επιφάνεια από το λογοτεχνικό υποσυνείδητό της ήρωες και συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μάλιστα με έναν ενδιαφέροντα τρόπο εισάγει στοιχεία και ήρωες από λογοτεχνικά κείμενα και τους αφομοιώνει μέσα στη δική της ποιητική ματιά, δίνοντας νέα πνοή και ίσως κι ένα νέο τέλος στις κλασικές ιστορίες όπως τις γνωρίζαμε.

Ιδιαίτερη μνεία κάνει στο έργο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, που το συναντάμε δύο φορές μέσα στην συλλογή. Πρόκειται για ένα έργο όπου η αλληγορία του χρόνου και του τόπου κυριαρχούν. Ο χρόνος και ο τόπος στην ιστορία του Λιούις Κάρολ, διαπλέκονται, δεν γνωρίζουμε πότε είναι όνειρο και πότε πραγματικότητα. Με ανάλογο τρόπο η ποιήτρια υπογραμμίζει με εμφατικό τρόπο ότι η πραγματικότητα που έχουμε δημιουργήσει γύρω μας πολλές φορές μάς παγιδεύει μέσα σε ένα είδωλο του εαυτού μας κι αυτό καθορίζει την συμπεριφορά μας, χωρίς όμως να εκφράζει πια τις προσδοκίες και τα όνειρα που είχαμε για τη ζωή μας. Γι’αυτό υπογραμμίζει, “Μια μέρα κατάλαβα ότι για να ενηλικιωθώ έπρεπε να σπάσω τον καθρέφτη του” από το ποίημα Οι Τρείς Εραστές ΙΙ: Κάρολ Λίουις (σελ.23).

Η Χλόη Κουτσουμπέλη στο ποίημα το Φεγγάρι αναδεικνύει και τον τρόπο που λειτουργούν οι κανονιστικές φόρμες μιας κοινωνίας. Οι επιταγές και οι αντιλήψεις που έχουμε διαφορφώσει δημιουργούν ένα πλέγμα δομών που ορίζουν τον τρόπο που τα μέλη της ομάδας θα πρέπει να επικοινωνούν, να εκφράζουν τα συναισθήματά τους και οποιαδήποτε άλλη μορφή επικοινωνίας δηλώνεται ως παρα φύση κι ότι θα πρέπει να ελεγχθεί. ‘Ετσι, μήπως μέσα από αυτό το ποίημα η ποιήτρια εκφράζει την αμφισβήτησή της στην υπερβολική διείσδυση της ψυχαναλυτικής θεώρησης που δημιουργεί ψευδείς αναμνήσεις και μπερδεύει τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας; ΄Η μήπως υπονοεί ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι άνθρωποι πλάθουν με την φαντασία τους ιστορίες και συναισθήματα εκεί που δεν υπάρχουν;

Αλλά ποιο είναι το όριο που θέτουμε εμείς στις σχέσεις μας και ποιο είναι αυτό που μας ορίζουν οι άλλοι, ποιο είναι το επιτρεπτό όριο των συναισθημάτων και ποιος είναι ο επιτρεπτός τρόπος για να αγγίξουμε ο ένας τον άλλο. Αυτά τα ερωτήματα είναι ζητήματα που έχουν απασχολήσει την Κοινωνική Ανθρωπολογία καθώς ψηλαφεί τα όρια της σχέσης συλλογικής και ατομικής ευθύνης στην διαμόρφωση ταυτοτήτων. Με ποιο τρόπο δηλαδή καθορίζονται ή/και μετασχηματίζονται οι κοινωνικές δομές, οι ηθικές δεσμεύσεις και οι ιδεολογικές κατευθύνσεις μιας πολιτισμικής ομάδας στον χώρο και στον χρόνο. Η εξέλιξη και ο μετασχηματισμός στις κοινωνικές δομές απορρέουν από την ίδια την ανθρώπινη δράση που αλλάζει, διαμορφώνει νέες εμπειρίες και μετασχηματίζει τις παραδόσεις, άλλωστε κι οι παραδόσεις είναι το αποτύπωμα του χρόνου μέσα στον χώρο.

Η ποιητική συλλογή με την έντονη ενασχόλησή της με τον χρόνο και τον αναστοχασμό της ανθρώπινης εμπειρίας αποτελεί μια πράξη διερεύνησης αυτών των ορίων, της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας, ποιες είναι οι συνθήκες που διαμορφώνουν τις πράξεις μας, πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη που φέρουμε για την τροπή που δίνουμε στην ζωή μας για τα λάθη και τις παραλείψεις μας. Άλλωστε οι λέξεις που χρησιμοποιεί στα ποιήματα η Χλόη Κουτσουμπέλη, όπως πεταλούδες, κάμπια, σκαθάρι παραπέμπουν στην γονιμοποιείο δύναμη της αλλαγής και στην μεταμόρφωση.

Η μορφοποιητική αυτή δύναμη του χρόνου απασχολεί την ποιήτρια, όπως φαίνεται απ’ το ποίημα που ασχολείται με το γυναικείο σώμα, που γηράσκει και θυμάται αλλά και λησμονεί τις χαρές που ήθελε και δεν τόλμησε, για τα όνειρα που δεν κυνήγησε ή για την λοξή ματιά που έριξε στη ζωή. Για το σώμα που το κατάπιε ο χρόνος και που μονάχα η εμπειρία μπορεί να μας οδηγήσει να στοχαστούμε την ζωή μας διαφορετικά (σελ.38). Άλλωστε το απατηλό ορίζει και την ανθρώπινη μοίρα “σα κόκκους ρυζιού που γλυστρά από τα χέρια του κοριτσιού” (σελ.11), ενώ η μόνη σταθερά στον χρόνο είναι η γέννηση κι ο θάνατος.

Με αυτή την κυκλική θεώρηση του χρόνου, ανοίγει και κλείνει η ποιητική συλλογή με μια γέννηση κι ένα θάνατο. Η γέννηση συμβολικά παρουσιάζεται με το ποιήμα Πρόλογος με λένε Τζέιν Μπόντ με αναφορές στο έργο “Τζέιν ‘Ευρ”και της Σαρλότ Μπροντέ που γεννήθηκε λογοτεχνικά στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και της νεοτερικότητας. Εκείνη η εποχή διαμόρφωσε την αισιοδοξία της παντοδυναμίας της επιστήμης με την απαγκίστρωση από τον ανθρώπινο κόπο. Ωστόσο, η οδυνηρή ματαίωση της ευφορίας ήρθε με την διάψευση των προσδοκιών και την καθυπόταξή τους στην ολοκληρωτική ιδεολογία που συνέστησε τον θάνατο και το τέλος. Έτσι, το βιβλίο ολοκληρώνει τον κύκλο της αισιοδοξίας αλλά και της αμφισβήτησης με τον πιο δραματικό κι απρόσμενο τρόπο. Με το ποίημα και την θλιβερή ιστορία ανθρώπων και τόπων που διαπλέκονται και στιγματίζονται από την καταστροφική μανία του φασισμού: Το Ραντεβού στην Καμάρα (σελ. 54). “φορούσες ένα κίτρινο αστέρι” είναι το τέλος του κόσμου, είπες. Στον γυρισμό με φίλησες στο στόμα. Στο ραντεβού που δώσαμε στην Καμάρα, εσύ ποτέ δεν ήρθες, κι εγώ ποτέ δεν έφθασα ολόκληρη”.

.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

“Fractal” Ιούνιος 2019

Η υπονόμευση της βεβαιότητας

Δεν θα ισχυριστώ ότι η συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» είναι συνέχεια των δύο προηγούμενων συλλογών της.

Φυσικά, κουβαλάει τον προηγούμενο κόσμο της, πώς αλλιώς; Αλλά στη συλλογή αυτή η φωνή της ακούγεται καθαρά και δυνατά. Η Κουτσουμπέλη, αποστασιοποιημένη από την οδύνη, αλλά όχι λυτρωμένη, κατορθώνει να μετατρέψει την οδύνη σε χιούμορ πικρό και κάποτε υποδόριο. Και σε στοχασμό, που δίνει καθαρότητα στην έκφρασή της. Και αυτά γίνονται λόγος γεμάτος φαντασία, εικόνες, εκπλήξεις.

Μιλώντας αναλυτικότερα:

Χωρίς να έχουν ονομαστεί με σαφήνεια, υπάρχουν ενότητες διακριτές στο βιβλίο. Αρχικά μια ενότητα που μιλά για κάποια συγκεκριμένη μέρα, για κάποιο σήμερα. Ακολουθούν επώνυμα πρόσωπα ως τίτλοι ποιημάτων και αναφορές σε αυτά, λογοτεχνικοί ήρωες και συγγραφείς. Παρεμβάλλεται το μοναδικό πεζό ποίημα της συλλογής «Το φεγγάρι», αναφορά στην οικογένεια. Το ομότιτλο ποίημα της συλλογής «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», ένα ποίημα με στοιχεία επιστημονικά – επίφαση η έμφαση αυτή, αφού ο ορνιθόρυγχος χρειάζεται μια στοργική αγκαλιά – και το «Ποίημα ποιητικής». Για να ξαναγυρίσουμε σε ποιήματα επινοημένα ή πραγματικά. Με αναφορές σε ηρωίδες του αρχαίου κόσμου και των μύθων. Και γλιστρά, μέσα από το πέρασμα του χρόνου και μέσα από αντικρουόμενα συναισθήματα, στην οικειότητα, στην οικογένεια. Και ξαφνικά πετιέται το «Ραντεβού στην Καμάρα», τόσο κοντά στο «Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ». Και μετά, ο «Επίλογος». Οπότε, δεν έχουν στεγανά οι ενότητες. Η συγγραφέας επινοεί, ακόμα και αυτή τη δομή, και την υπομονεύει.

Η υπονόμευση της βεβαιότητας: Από τον Πρόλογο», το ποιητικό υποκείμενο με το όνομα Τζέιν Μποντ κλείνει το ποίημα με την πληροφορία: Γεννήθηκα το 1846./ Γράφω ακόμα. («Πρόλογος», σ. 9)

Στο «Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στον Αγαπημένο, με διαφορετικό τρόπο και ύφος σε κάθε στροφή, στην προτελευταία στροφή μεταβάλλει την απεύθυνση σε Ξένε. Κάποιος ξένος που θα διαβάσει το σημείωμα ως λαθραναγνώστης, και πιθανότατα θα θυμηθεί κάποια δική του σχέση, άσχετα αν ο συνειρμός θα είναι άστοχος.

Κανίβαλος θα τραφείς από τη σάρκα μιας αγάπης./ Θα σου θυμίσει μια δική σου. Καμία σχέση.

Και έρχεται η τελευταία στροφή, για να υπονομεύσει συνολικά το περιεχόμενο του σημειώματος, τον αποστολέα και το παραλήπτη, ενδεχομένως και τη μορφή και τη λειτουργία του ίδιου του σημειώματος:

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς/ που αφήνουν σημειώματα./ Εννιά στις δέκα φορές επινοούν. «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», σ.29)

Είναι στους τελευταίους στίχους των ποιημάτων που επιχειρείται η υπονόμευση της κάθε βεβαιότητας. Ένα κλείσιμο υπονομευτικό ως προς τους προηγούμενους στίχους, κλείσιμο και άνοιγμα ταυτόχρονα προς μια νέα οπτική – θα επανέλθω στο θέμα αυτό.

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής που έχει τον τίτλο «Επίλογος» κλείνει τη συλλογή με τον τρόπο της υπονόμευσης, καθώς το ποιητικό υποκείμενο, ο υποθετικός συνομιλητής που πιθανότατα είναι περσόνα του συγγραφέα και η ίδια η συγγραφέας μπλέκουν σε μια αξεχώριστη πραγματικότητα. Η αληθοφάνεια αναιρείται, μια αφ’ υψηλού ματιά δείχνει επίπεδο το συναίσθημα, ταυτόχρονα ωστόσο η γραφή, η ποιητική γραφή υψώνεται σαν η σημαντική λειτουργία πίσω και πάνω απ’ όλα. Εκπληκτική απόπειρα απομάγευσης του περιεχομένου, με την ταυτόχρονη επαναμάγευση της γραφής.

Και τώρα; Τον ρώτησε./ αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη/ με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια./ Φορούσε μαύρα γυαλιά. / Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,/ είσαι απλώς μια συλλογή ποιημάτων που τελειώνει. (σ. 55)

Παρόλο που κυριαρχούν υπερρεαλιστικά μοτίβα, η δομή των ποιημάτων είναι διακριτή και στιβαρή. Συχνά με τον τρόπο των συνειρμών. Άλλοτε με ένα σιντριβάνι από εικόνες που ξεπηδούν και καταλαμβάνουν έναν χώρο κι έναν χρόνο σε βάθος. Στην ποίηση της Κουτσουμπέλη υπάρχει συνοχή, όλο το ποίημα οδηγεί με σιγουριά κάπου, σε μια συγκεκριμένη απόληξη.

Στους τελευταίους ή στον τελευταίο στίχο υπάρχει η απόληξη αυτή, που είναι συχνά η ανατροπή, όπως επισημάνθηκε και πιο πάνω. Ή η ανασκευή ή η απόφανση, κάτι σαν απόφθεγμα. Με τρόπο που δίνεται κάποια λύση, με την οποία δεν έρχεται πάντα η κάθαρση. Μάλλον περιπλέκονται τα πράγματα με έναν τρόπο ποιητικά αλλόκοτο αλλά ταυτόχρονα περίεργα αληθοφανή, καθώς η διατύπωση γίνεται με τη μορφή κατηγορηματικής διατύπωσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις που διαφαίνεται η λύση-κάθαρση αυτή είναι η ποίηση, η έμπνευση, το ποίημα. Σαφής η σύνδεση του ποιητικού υποκειμένου με τη μοίρα της γραφής στη ζωή του.

Ναι, πάντα την ντροπή μας κουβαλάμε./ Ένα κλεισμένο βλέφαρο σαν όστρακο στην πλάτη./ Όμως με τα χρόνια ανοίγει./ Οι βλεφαρίδες ξεκολλούν με δυσκολία./ Και ξαφνικά ανοίγει το τεράστιο μάτι./ Που κάποιοι αποκαλούνε έμπνευση.

(«Η ντροπή», σ. 48)

Στέκομαι αναλυτικότερα στο ποίημα «Το ραντεβού στην Καμάρα», εξαιρετικά δομημένο, το οποίο θεωρώ ότι στηρίζει όσα παραπάνω ανέφερα, και επιπλέον οι αναφορές σε τόπους και χρόνους είναι συγκεκριμένες: Ο χρόνος, από την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917, σε παλιότερες εποχές και σε ιππότες, στις διώξεις των Εβραίων, στο κίτρινο άστρο και στα νεκροταφεία τους, ως τη χιλιετηρίδα και τον εορτασμό της. Ταυτόχρονα, η τοπογεωγραφία της πόλης, με τα θέματα που προαναφέρθηκαν, ο Λευκός Πύργος αλλά και η Αριστοτέλους, κέντρο των λογής εορτασμών και τόπος των περιστεριών, τα Κάστρα και η Άνω πόλη και, φυσικά, η Καμάρα, όπου δίνεται το ιδιόρρυθμο ραντεβού. Με τα γεγονότα να διατρέχουν τις εποχές και να μπλέκονται, όπως στη σύληση των εβραϊκών νεκροταφείων από ακροδεξιούς στις μέρες μας.

Εκείνη την ημέρα/ ο Λευκός Πύργος έμοιαζε καμηλοπάρδαλη,/ καπνοί έζωναν την πόλη/ κάπου μακριά μύριζε πυρκαγιά,/ στα εβραϊκά νεκροταφεία έκλεβαν τις πλάκες/ φορούσες ένα κίτρινο αστέρι/ κι εγώ μια στολή παλιού ιππότη.

(σ. 54)

Με τη σχέση να υπονομεύεται από τον δεύτερο στίχο:

Η σχέση εξαιρετικά βραχύβια./ Στα δεκαοχτώ χρόνια με ρώτησες πώς με λένε.

Μέσα από αλλεπάλληλες απροσδόκητες εικόνες, το ποιητικό υποκείμενο αποφαίνεται στο τελευταίο τρίστιχο

Στο ραντεβού που δώσαμε Καμάρα,/ εσύ ποτέ δεν ήρθες/ κι εγώ ποτέ δεν έφθασα ολόκληρη (σ.54)

Η ανατροπή του τέλους δείχνει το κενό, την απουσία του άλλου, το σπάσιμο, τη διάψευση, την απόγνωση, ίσως ακόμη και τη μερική λήθη, του ποιητικού υποκειμένου.

Η δύναμη της γλώσσας, λοιπόν, με τις εικόνες που υποβάλλουν συγκεκριμένες καταστάσεις συναισθηματικές, μολονότι σχεδόν πάντα είναι εικόνες μη ρεαλιστικές- υπερρεαλιστικές. Στην ποίηση της Κουτσουμπέλη, ακόμη και αν τα επιμέρους έχουν τα δική τους αυτόνομη λειτουργία, τον δικό τους αντίκτυπο, τα δικά τους χρώματα, ο αναγνώστης διακρίνει καθαρά το κλίμα, τον πόνο, το τραύμα, την αγωνία. Και αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα και επίτευγμα.

Θα ζητήσει ένα ποτήρι γάλα./ Λευκό στεφάνι γύρω από το στόμα./ Θα μας κοιτάξει παράξενα./ Θα μας φωτογραφίσει./ Από τη φωτογραφία θα λείπουμε κι οι τρεις/ – αφού δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ. («Οι τρεις αδερφές Μέντοουζ», σ. 35, 36)

Και

Η μεγάλη Πολική νύχτα απλώνεται στον κόσμο./ Το χιόνι λευκή αρκούδα θα καταπιεί τη γη./ Όλα γύρω μας γερνούν./ Παγόβουνα ρυτίδες στην επιφάνεια του προσώπου. («Η Αντιγόνη γερνά», ΙΧ, σ. 45)

Παναγιώτης Σ. Χατζημωυσιάδης Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ Περιοδικό “Θράκα” 30/4/2019

Η δύναμη των εκφραστικών μέσων, προσθέτω, με τις συναφείς μεταφορές-παρομοιώσεις. Εκφραστικές εκρήξεις που οδηγούν σε ένα ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα: να μπορείς να διακρίνεις το στίγμα της ποιητικής φωνής, την απόγνωση του ποιητικού υποκειμένου μέσα από τους παράξενους και ασυνήθιστους δρόμους από τους οποίους αυτό σε οδηγεί. Να κοινωνείς την οδύνη και τον σπαραγμό του μέσα από τα εκφραστικά ντύματα που σου προσφέρει.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ

Περιοδικό “Θράκα” 30/4/2019

Είναι κάποια βιβλία που σε βουβαίνουν. Όσο κι αν νιώθεις την ανάγκη να επικοινωνήσεις βαθύτερα μαζί τους, λέγοντας δυο-τρία λόγια ή γράφοντας δυο-τρεις αράδες, νιώθεις ότι δεν είσαι ακόμη έτοιμος. Η ανάγνωση της ποίησης, πολύ δε περισσότερο ο σχολιασμός της ποίησης, για να μην πω
η κριτική της ποίησης, θέλει τους χρόνους της ωρίμανσης και της συνομιλίας – πολύ δε περισσότερο όταν έχεις να κάνεις με κάτι τόσο απαιτητικό, όπως η τελευταία συλλογή της Κουτσουμπέλη. Οπότε τέσσερις ολόκληροι μήνες, όσοι ακριβώς διαρκεί η δική μου η επώαση, μπορεί και να μην είναι αρκετοί. Αλλά νομίζω ότι ήρθε επιτέλους η ώρα.

Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση πυκνή σε νοήματα αλλά κοφτή σε γλώσσα. Ερμητική στον εαυτό της αλλά ανοιχτή στον αναγνώστη. Που εκφέρεται από το περίσσεμα του νοήματος, ισορροπώντας διαρκώς μεταξύ μορφής και περιεχομένου.
Όπου το ένα υπάρχει όχι για να αντιμάχεται ή να επιβάλλεται, αλλά για να βοηθάεικαι να προάγει το άλλο.

Στέκομαι στο πρώτο ποίημα. Δεν έχω ξαναβρεί καλύτερη ομολογία προθέσεων ή δημιουργία κλίματος σε εναρκτήριο ποιητικό νεύμα: Ο εντολοδόχος έχει πεθάνει. Τα πάντα γύρω καταρρέουν. Ο χρόνος περνάει, οι αιώνες φεύγουν. Το ποιητικό υποκείμενο κρατάει μια ομπρέλα. Είναι η δική του αντίσταση μπροστά στη βιασύνη του χρόνου και στην αντιξοότητα
των συνθηκών.

Το σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ είναι λέξη τη λέξη, ποίημα το ποίημα έκφραση αυτής της αντίστασης. Η απουσία του εσύ, η υπαρξιακή αγωνία, η έλλειψη νοήματος, η απώλεια της επαφής γίνονται ποιητικά σημειώματα. Πίσω τους υπάρχει πάντα ένα ορισμένο βιωματικό φορτίο που προφυλάσσει
την επικοινωνιακή πράξη από τον κίνδυνο των εγκεφαλικών κατασκευών και των λεκτικών παιχνιδιών. Το ποιητικό υποκείμενο ξορκίζοντας δια της γραφής τις οδύνες του και επουλώνοντας δια του λόγου τις πληγές του απευθύνει στον αναγνώστη τα σημειώματά του σαν αισθητική επεξεργασία μιας κοινής εμπειρίας.

Ό,τι εμένα με έλκει πιο πολύ σε αυτή την επεξεργασία είναι το κλίμα στοχαστικής αποστασιοποίησης κάτω από το οποίο διαμείβεται η επικοινωνία. Ο φορέας του λόγου σαν να κρατά μια απόσταση απ’ ό,τι εξιστορεί ή εκφράζει, λες και δεν κινείται, σχεδόν δεν αναπνέει. Η παρουσία του γίνεται αντιληπτή μόνο διά της εκφοράς του λόγου και από τη διακριτική υπόμνηση του γραμματικού υποκειμένου του ή κάποιων μνημονικών ανακλήσεών του. Αλλά όσο ήρεμο, όσο αποστασιοποιημένο κι αν είναι αυτό το κλίμα, όσο διακριτική
κι αν είναι η παρουσία του ποιητικού υποκειμένου μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι πίσω από τις συνεκδοχές, πίσω από τις αποσιωπήσεις και πίσω από τους υπαινιγμούς υπάρχουν κάποια καζάνια που ζεσταίνονται και βράζουν, βράζουν και ζεματάνε.

Εδώ ακριβώς, εννοώ στην έκφραση και στον έλεγχο της συναισθητικής έντασης, αναγνωρίζω την αρμονία της αισθητικής κατασκευής. Αφενός μέσα από μια επινοητική γλώσσα υψηλών εντάσεων και συνεχών εκρήξεων, που ταιριάζει τα λεκτικά αταίριαστα χωρίς να χάνει την αίσθηση του φυσικού και οικείου. Αφετέρου μέσα από τη συνεχή διασπορά και προβολή του προσωπικού βιώματος έξω από τον φορέα του, έτσι που τα κοάλα, οι ασπιρίνες, τα νησιά του Αιγαίου, η Αλίκη, η βαλβίδα της χύτρας, τα ποτήρια του κονιάκ να μιλάνε εξ ονόματος της ποιήτριας για να πούνε ό,τι θα ήταν είτε δύσκολο είτε υπερβολικό να εκφράσει απευθείας η ίδια.

Σκέφτομαι ότι θα ήθελα να γράψω για τα σπασμένα ποτήρια του Ποιήματος
Ποιητικής, για το ανέγγιχτο Σώμα της γυναίκας ύψιλον, για τη γροθιά
που δέχτηκα διαβάζοντας την Άσκηση, για τον βουβό σπαραγμό του Οδηγού
Μαγειρικής, για την αποστομωτική απλότητα του Επιλόγου, αλλά δεν πρέπει να αδικώ τα υπόλοιπα. Δεν είναι άλλωστε ρόλος ενός κριτικού σημειώματος
μια τέτοια απαιτητική ανάλυση. Η συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη προσφέρεται από δω και πέρα στους φιλολόγους για τέτοιες αναλύσεις. Προηγουμένως όμως προσφέρεται για εξαιρετικές αναγνωστικές απολαύσεις.

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

PERIOU.GR 17/3/2019

Χαρακτηριστικό κι αξιοπρόσεκτο στοιχείο στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη, που επαληθεύεται και στο καινούργιο της βιβλίο «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», είναι η αίσθηση ότι η λαχτάρα για τη χαρά της ζωής πάντα ενυπάρχει κι αφήνει το καταστάλαγμά της στο πιο βαθύ στρώμα των στίχων της. Μια λαχτάρα που δεν σβήνει ακόμα κι όταν τα πιο δύσκολα κι οδυνηρά συμβαίνουν. Αυτό οφείλεται στις πλούσιες σε χρώματα και σχήματα εικόνες που εισβάλλουν στα ποιήματα, στο περιπαικτικό χιούμορ, την ειρωνεία, τον αυτοσαρκασμό. Το δραματικό περιεχόμενο ξαφνικά με την εισβολή μιας αναπάντεχης εικόνας, κατά βάση αισθησιακής, ή άλλοτε με μια ανατρεπτική φράση, χάνει κάτι από τον απελπισμένο ζόφο, τη στέγνια του αδιέξοδου. Η ποιήτρια εξομολογείται όσα βασανιστικά την κατέχουν και συγχρόνως πολλές φορές αναδύεται η άσβεστη φλόγα της ότι έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει το μερτικό της στην ψυχική ευφορία εκπληρώνοντας τις επιθυμίες της.

Η λίμπιντο στην ποίηση της Κουτσουμπέλη, φανερά ή και υπόγεια, έχει ένταση και συνεχή παρουσία. Λιγότερο σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο και περισσότερο χρησιμοποιώντας προσωπεία ηρώων και ηρωίδων, κυρίως από τη μυθολογία, τη Βίβλο και τη λογοτεχνία, ξεδιπλώνει μύχια αισθήματα που πηγή τους έχουν τον έρωτα Ως Αντιγόνη η ποιήτρια δηλώνει «ότι ήρθε στον κόσμο για να πάρει μέρος στην αγάπη», η ύλη της είναι από αέρα και φωτιά κι έχε «δυο μάτια αναμμένα». Με ερωτικό σφρίγος που δεν πτοείται, γιατί μέσα της η έννοια της αγάπης «δεν γερνάει ποτέ», δεν διστάζει να κάνει έναν απολογισμό των ερωτικών παθών της. Αναμφίβολα το ερωτικό πεδίο είναι γεμάτο εκπλήξεις, κρύβει αναπάντεχους κινδύνους και οδυνηρά απρόοπτα, παρομοιάζεται με άγνωστο σκοτάδι (44): «Ήρθαμε άραγε ταγμένοι/Ή είμαστε μονάχα/νυχτόβια τυφλά όντα/που τρυπάμε μάταια το σκοτάδι,/απέλπιδες ανθρακωρύχοι,/σκαπανείς;», (σελ. 43) «Ίσκιοι παραμένουμε ως το τέλος/Ενωνόμαστε, χωρίζουμε, για πόσο;»

Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής θυμόμαστε τον στίχο του Ντίνου Χριστιανόπουλου «εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ».
Κι όταν συμβαίνει να ερωτευθούμε σφοδρά, τότε ο πόνος από τον παιδεμό της απόρριψης και προδοσίας αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές. Είναι επίμονη η νοσταλγία της ποιήτριας για την όμορφη περίοδο που έζησε με τον αγαπημένο της, που όμως στη συνέχεια χάθηκε από ένα «όχι» εκ μέρους του άνδρα με επακόλουθο
τη διάλυση της σχέσης . Η νοσταλγία της μεταβάλλεται σε αποχρώσεις πολλών συναισθημάτων. Ανάλογα με τη στιγμή αισθάνεται αυτολύπηση, μοναξιά, θλίψη, μάταιη εγκαρτέρηση και ίσως ελπίδα για επανασύνδεση. Αν κάτι περισσότερο τη συγκλονίζει, είναι η αγωνία να καταλάβει αν μια μέρα , μια στιγμή ο εραστής την αγάπησε. Ένα τόσο προσωπικό της θέμα μεγαλώνει με τόση ανεξέλεγκτη ένταση, ώστε την παρασύρει «να το φωνάξει σε χωνί/στο μέσον της πλατείας/και, κάπως έτσι,/κάποιος, κάπου, κάποτε,/ έγραψε ένα στίχο».

Η προδοσία από τον αγαπημένο την συντρίβει και μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε στο ποίημα “Ξέρω τι κάνατε πέρσι το καλοκαίρι” να την παρομοιάζει με συγκαλυμμένο έγκλημα. Ιδίως σε αυτό το ποίημα η τέχνη της Κουτσουμπέλη στην λεπτή ειρωνεία και τον σαρκασμό λειτουργεί με θαυμάσιο τρόπο (σελ. 40): «Βλέπετε, εγώ ήμουν το πτώμα./Υποθετικά πάντα φυσικά,/Λογοτεχνία είπαμε κάνουμε,/ποτέ δεν ερωτευόμαστε στ’ αλήθεια./Που φυσικά σημαίνει/πως, όχι, δεν υπήρξε κουφάρι από σάρκα./Αν υπήρξε έγκλημα/δεν είμαι αυτός που θ’ αποφανθεί./Υπήρξε όμως συγκάλυψη».

Στη συλλογή προβάλλουν πορτρέτα εραστών που τονίζουν το ερωτικό στοιχείο της συλλογής. Υπάρχουν εραστές που έμπλεοι φλογερού πάθους εκλιπαρούν για ερωτική ανταπόκριση( σελ. 26): «Έβαζε το σαμοβάρι στη φωτιά./Η πυροστιά έκαιγε σάρκα./Είναι η σκέψη σου, της έγραφε,/που με κρατάει ακόμα στον αφρό.», (σελ. 23)
«Φάε με, πιες με, φώναζε απεγνωσμένα». Όμως, σε αντίθεση υπάρχουν και οι άτολμοι, οι περιχαρακωμένοι στην βολεμένη, μικροαστική τους ζωή που διστάζουν ή φοβούνται να αφεθούν στο καμίνι του πάθους. Τρέμουν τις ανατροπές και τους κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν, εν γνώσει τους ότι ποτέ δεν θα διαπράξουν τον φόνο της ανίας τους (σελ. 55) : «Και τώρα; τον ρώτησε,/Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη/ με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια./Φορούσε μαύρα γυαλιά./ Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,/είσαι απλώς μια συλλογή ποιημάτων
που τελειώνει».

Ως κυρία Γουότερμπριτζ, η ποιήτρια εκφράζει μέσα από τους στίχους του ομότιτλου ποιήματος την εκρηκτική ψυχοσύνθεσή της. Στον έρωτα δίνεται παράτολμα, αυθαδιάζει, συγκρούεται με καθωσπρεπισμούς και κοινωνικές συμβάσεις. Η ίδια η υπόστασή της κλονίζεται ανεπανόρθωτα, νιώθει ότι ούτε καν όνομα δεν έχει, κι ο κόσμος τελειώνει όταν ο έρωτας διαλύεται και ματαιώνεται. Σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής “Μύριαμ η θαλασσινή-γυναίκα του Λοτ”, βαθιά μας θέλγει και μας αγγίζει η αισθησιακή παρουσίαση του σώματος. Όταν η ηρωίδα αναπολεί την εμπειρία του έντονου έρωτα που έχει ήδη χαθεί, πετάει τα ρούχα της και μένει ολόγυμνη. Θρηνεί τη μοναξιά του σώματος που μένει ανέγγιχτο κι αφίλητο, το νιώθει ξένο στη μέση της ερήμου να αναβλύζει στήλη από δάκρυα. Γιατί το σώμα είμαι η καταγωγή μας ( σελ. 21) : «Όμως οι μηροί, το υπογάστριο, οι αστράγαλοι/όλα γη προγονική./Από άμμο πλασμένο το κορμί./ Πώς ν’ αρνηθεί καταγωγή». Πάντως αδιάκοπα το σώμα διεκδικεί την πραγματοποίηση των αισθησιακών επιθυμιών του, κρύβεται τις νύχτες «κάτω από τα χρυσάνθεμα», «γρυλίζει μες στα νούφαρα», κι όταν φοβάται τη φθορά από την επέλαση του χρόνου καταφεύγει στην παρηγοριά της ποίησης.

Η Κουτσουμπέλη με το δικό της ξεχωριστό, προσωπικό ύφος, μας προσκαλεί να εντρυφήσουμε και με αυτή τη συλλογή της στην περιπέτεια της αγάπης.

.

ΣΠΥΡΟΣ ΚΙΟΣΣΕΣ

www.bookpress.gr 15/3/2019

«Επίδομα ανεργίας για παραστρατημένες γκουβερνάντες»

Πώς να προσεγγίσει κανείς το έργο της Χλόης Κουτσουμπέλη; Όχι μόνο τι να γράψει που να μην έχει ήδη γραφεί, διακατεχόμενος από την αγωνία της (κριτικής) επίδρασης. Απλώς, πώς να μιλήσεις για την ποίησή της; Την ποίηση, γενικά. Την ποίηση την προφέρεις. Την ακούς. Τη βιώνεις. Το ποιητικό κείμενο επιτελεί και επιτελείται. Στην ουσία του ο ποιητικός λόγος αντιστέκεται στη σύνοψη, στην περιγραφή, στην περίληψη, στη «μεταγλώττισή» του. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, μπορεί κάποιος να μιλήσει για το περιεχόμενο, για τον πυρήνα της ποιητικής ενέργειας, αξιώνοντας μάλιστα να «παρουσιάσει» τον λόγο του στους άλλους, κι ανάμεσά τους στην ίδια την ποιήτρια, ως πειστικό – για να αποφύγω τον όρο «έγκυρο»; Ως έντιμος τρόπος προκρίνεται να παρουσιάσεις κάποιες όψεις της δικής σου ανάγνωσης (ή μιας δικής σου ανάγνωσης), χωρίς ερμηνευτικές γενικεύσεις ή φιλοδοξίες. Να διαβάσεις Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ σαν να ήσουν εσύ ο παραλήπτης. Να γίνεις συν-δημιουργός του λόγου, καθώς στην ποίηση μπορείς κατεξοχήν να συνευρεθείς με «εγγράψιμα», κατά Barthes, κείμενα. Αυτό που μπορείς να κάνεις, λοιπόν, είναι να αναστοχαστείς τη δική σου συνεύρεση με τα ποιήματα της Κουτσουμπέλη. Να καταγράψεις πώς πατάς στις λέξεις της κουβαλώντας στις πλάτες το δικό σου φορτίο, βιωματικό, συναισθηματικό και αναγνωστικό.

Ξεκινάς από το πρώτο ποίημα με τίτλο «ΠΡΟΛΟΓΟΣ». Ασυναίσθητα γυρνάς στο τελευταίο. Σχεδόν περίμενες να λέγεται «ΕΠΙΛΟΓΟΣ». Μια ιστορία ξεκινάς να διαβάζεις. Μια ταινία, ένα θεατρικό έργο να παρακολουθείς. Ή μάλλον, το στήνεις μπροστά σου, με τις κειμενικές οδηγίες της Κουτσουμπέλη. Τα ποιήματα αυτά, αρκτικό και καταληκτικό, συνιστούν μιαν αφηγηματική πλαισίωση της ανάγνωσης και, εικάζεις, της συγγραφής. «Με λένε Τζέιν. Τζέιν Μποντ», αυτοσυστήνεται η πρώτη ηρωίδα, μια ηρωίδα γράφουσα: «Κρατώ ομπρέλα. Γεννήθηκα το 1846. Γράφω ακόμα». Ήδη η πρώτη αυτή φωνή ηχεί πολυφωνική, σα να ενσαρκώνει ταυτόχρονα πολλαπλούς ρόλους: πρώτα, μια θηλυκή εκδοχή του γνωστού κατασκόπου ταινιών δράσης· έπειτα, η Jane Eyre της Charlotte Brontë (έργο δημοσιευμένο το 1847, του οποίου η συγγραφή όμως ξεκίνησε όπως γνωρίζουμε το 1846)· κι ίσως, ακόμη, η Μαίρη Πόπινς, η γνωστή γκουβερνάντα με την ομπρέλα, όπως τη διέγραψε η συγγραφέας της γνωστής σειράς παιδικών βιβλίων Pamela Lyndon Travers. Μια τρισυπόστατη μυθοπλαστική ηρωίδα-αφηγήτρια, μια ηρωίδα διακείμενο, αντικείμενο και υποκείμενο ταυτόχρονα γραφής.

Ψάχνεις να εντοπίσεις στα ποιήματα της συλλογής και άλλες τέτοιες ηρωίδες που οφείλουν τη δημιουργία τους στη γραφή. Δεν αργείς να βρεις την Αλίκη, που συστήνεται επίσης με το «Χάμπτι Ντάμπτι» ως άλλο όνομά της, σε μια ιδιαίτερη χώρα των θαυμάτων. Μια Αλίκη που συνομιλεί με τον δημιουργό της Λιούις Κάρολ, που όμως ταυτόχρονα φέρει αναγνωρίσιμα στοιχεία της πραγματικής μικρούλας Alice Liddell, που θεωρείται ότι ενέπνευσε τον συγγραφέα, αλλά και της αδερφής της, Lorina Liddell, που φαίνεται ότι φωτογράφισε με άσεμνο τρόπο ο Κάρολ. Λίγο παρακάτω σκοντάφτεις πάνω στην όμορφη πριγκίπισσα Αούντα, που είχε ερωτευτεί με τον Φιλέα Φογκ, τον γνωστό ήρωα του Ιούλιου Βερν στο έργο του Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες. Κι ακόμη, λίγα ποιήματα μετά, συναντάς τη Μίλενα, την αγαπημένη του Φραντς Κάφκα. Η Μίλενα, αν και πραγματικό πρόσωπο, ουσιαστικά ανασυντίθεται για τον σημερινό αναγνώστη μέσα από τις επιστολές του γνωστού συγγραφέα προς αυτήν, τα Γράμματα στη Μίλενα, όπως μας έχουν σωθεί. Τη γνωρίζεις, λοιπόν, κι αυτήν, όπως τις υπόλοιπες, κατασκευασμένη μέσα από/χάρη στη γραφή. Το ίδιο και τη Βαλεντίνα του Κονσταντίν Σιμόνοφ, που βρίσκεις μετά στη συλλογή, τη διάσημη ηθοποιό που ερωτεύτηκε ο ποιητής και της έγραψε το περίφημο ποίημα «Περίμενέ με». Συναντάς, επίσης, τη γυναίκα του Λοτ, ανώνυμη στη Βίβλο, που όμως στον τίτλο του ποιήματος της Κουτσουμπέλη ονοματίζεται, βαπτίζεται Μύριαμ η θαλασσινή, με το εβραϊκό όνομα, δηλαδή, της Θεοτόκου. Βρίσκεις, ακόμη, στη «Γυναίκα Λάζαρο» της Κουτσουμπέλη την περίφημη «Λαίδη Λάζαρο» της Sylvia Plath, ενώ λίγο, πιο κάτω, σε περιμένουν η Άννα Καρένινα του Τολστόι, η μικρή Γουέντυ από τον Πήτερ Παν του James Matthew Barrie, αλλά και οι κινηματογραφικές (;) «αδελφές Μέντοουζ». Δεν λείπουν από τον γυναικείο αυτό χορό και οι αρχαίες-αρχετυπικές «δικές μας»: η Άλκηστη, η Αντιγόνη, η Πηνελόπη.

Γυναίκες από λέξεις όλες τους. Ξεπηδούν από τις σελίδες τους, φορτισμένες αναγνωστικά από τα έργα από τα οποία προέρχονται, για να συνυπάρξουν στις σελίδες της συλλογής της Κουτσουμπέλη. Η ποιήτρια τις συν-λέγει διττά – τις συγκεντρώνει και ταυτόχρονα τις εκφέρει με τον λόγο της. Στο καινούργιο όμως κειμενικό περιβάλλον τους οι παραπάνω γυναικείοι χαρακτήρες δεν είναι ακριβώς οι ίδιοι. Μεταβάλλονται. Αλλάζουν χωροχρόνο και κυρίως αλλάζουν ιδιότητες. Συμφύρονται με άλλα πρόσωπα, ιδιοποιούμενες αλλότρια χαρακτηριστικά. Συνομιλούν με τους δημιουργούς τους, σχολιάζουν το έργο τους, τους εμπλέκουν στον κειμενικό τους κόσμο, κάποτε διακωμωδούν τη διαδικασία της γραφής τους. Αποκαλύπτουν, ακόμη, μιαν άλλη οπτική, διεκδικώντας κάποιου είδους ανεξάρτητη υπόσταση από τα πρώτα συμφραζόμενά τους. Επιφέρουν αλλαγές στην πλοκή τους, μεταβάλλουν την ιστορία τους, πλέκουν για τον εαυτό τους μιαν εντελώς νέα υπόσταση. Μέσα από την αποδόμηση αυτή του αρχικού λόγου άρθρωσής τους αρθρώνουν, εν τέλει, λόγο αυτόνομο.

Επιπλέον, οι παραπάνω γυναίκες μοιράζονται το νέο κειμενικό σύμπαν με χαρακτήρες ανώνυμους, με αφηρημένα ανθρώπινα καλούπια, που όμως γεμίζουν με σάρκα και οστά, κατά τρόπο πολύ συγκεκριμένο για τον κάθε αναγνώστη, και, θεωρείς εύλογο, για την ποιήτρια: «η μητέρα», «ο μπαμπάς», «η γιαγιά», «ο αδελφός», «ο αγαπημένος», «εσύ», «εγώ». Η ανάγνωσή σου, έτσι, ανασυνθέτει σταδιακά ένα ολόκληρο σύμπαν από γυναίκες ή μάλλον από γυναικείες εμπειρίες, μεγάλες ή μικρές, εξαιρετικές ή ασήμαντες, λογοτεχνικές ή πεζές, επιφανείς ή ανεπαίσθητες στην απλότητά τους. Ένα σύμπαν από τόπους κειμενικούς και τόπους πραγματικούς, από «κοινούς τόπους», αλλά και από δυστοπίες κι ουτοπίες. Αναγνωρίζεις τη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου ζει η Κουτσουμπέλη, με τοπικούς ενδείκτες όπως ο Βαρδάρης, η Καμάρα, ο Λευκός Πύργος, κ.ά. Αλλά και η «οδός Ντεσπερέ» ή «Δεσπεραί», η γνωστή οδός της Θεσσαλονίκης που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του γάλλου στρατηγού d’ Esperey. Εικάζεις περιστάσεις και βιώματα που συνδέονται με την ποιήτρια, το εμπειρικό, αναγνωστικό και φαντασιακό της απόθεμα. Κυρίως όμως αναγνωρίζεις τη «λογοτεχνική» πόλη της, που κατοικείται από όλες αυτές τις γυναικείες φιγούρες. Οι γυναίκες αυτές δεν είναι ακριβώς σύμβολα, καθώς το σημαινόμενό τους παρουσιάζεται κλονισμένο, ειρωνικά κατά κύριο λόγο, στον ποιητικό μικρόκοσμο της συλλογής. Καθίστανται σε σημαίνοντα που, μέσω της γραφής της Κουτσουμπέλη κλονίζονται, ευρισκόμενα, θαρρείς, σε μια διαχρονική αναζήτηση της σημασίας τους στο πλαίσιο της έμφυλης σχέσης τους με τον Άλλο: τον άντρα-εραστή-αγαπημένο-πατέρα-συγγραφέα. «Αυτόν» που αξιώνει να σκηνοθετεί τη ζωή τους, να την χειραγωγεί, ορίζοντάς την με αφορισμούς του τύπου: «Είσαι σκέτη λογοτεχνία».

Συνειδητοποιώ, πλησιάζοντας προς το τέλος της ανάγνωσης, ότι όλα τα παραπάνω γυναικεία προσωπεία που αναγνώρισα δεν είναι παρά πρωτεϊκές εκφάνσεις κάποιας δυσπρόσιτης στη ρευστότητά της γυναικείας ουσίας, ίδιας και αλλότριας, αληθινής και λογοτεχνικά κατασκευασμένης, ενικής και πληθυντικής, η οποία βιώνει ξανά και ξανά τον έρωτα, τον φόβο, την απώλεια, το τραύμα, τον θάνατο. Κι η Κουτσουμπέλη, γράφοντας ή ξαναγράφοντάς τες, συνομιλεί με τις κατασκευασμένες αυτές ηρωίδες, και γενικά με την προσπάθεια της λογοτεχνίας να μορφοποιήσει την ουσία τους· καταχωρίζει ανάμεσά τους τις δικές της εμπειρίες στον χάρτη των συγγραφικών και αναγνωστικών πλεύσεων, εγγράφοντας τελικά τον εαυτό της ως ηρωίδα του έργου της, «αληθινή» και αυτή όσο και κατασκευασμένη από την ίδια τη γραφή της.

Και το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ του τίτλου; Σημείωμα αυτοκτονίας, εξάλειψης, δηλαδή, του εαυτού στον ρόλο της «γυναίκας» πάνω σε μια αθέατη σκηνή, όπου παίζεται, χιλιάδες χρόνια τώρα, το δράμα της αγάπης; Σημείωμα, αντικείμενο, δηλαδή, μιας σημειωτικής διαδικασίας, ανοιχτό σε κάθε είδους ανάγνωση ή «λαθρανάγνωση», προς κανιβαλισμό στα μάτια των ξένων; Μήπως σημείωμα απελπισίας, μέσα σ’ ένα μπουκάλι στη θάλασσα του Λόγου, χωρίς να γνωρίζει η συντάκτριά του αν θα βρεθεί ποτέ τελικά παραλήπτης;

Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, με τον τίτλο «ΕΠΙΛΟΓΟΣ», διαβάζεις:

Και τώρα; τον ρώτησε.
Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη
με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.
Φορούσε μαύρα γυαλιά.
Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,
είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.
«Εσύ», ως αναγνώστης, σε αντίθεση με «αυτόν», νιώθεις βαθιά μέσα σου ότι η γυναίκα που ρωτά είναι κάτι πολύ περισσότερο από το σύνολο των στοιχείων/ρόλων/προσωπείων που την απαρτίζουν. Κι ότι μια «συλλογή ποιημάτων» δεν τελειώνει ποτέ, όσο τουλάχιστον ξαναρχίζει κάποιος να τη διαβάζει. Αλλά, αυτή δεν είναι παρά μια δική σου ανάγνωση.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL 13/3/2019

«Το Σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ» και οι συγκλίσεις με το έργο του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη

Η Χλόη Κουτσουμπέλη μάς είναι γνωστή για την συμβολή της στην σύγχρονη ελληνική ποίηση και πεζογραφία με τον χαρακτηριστικό ανατρεπτικό της λόγο και την ανεξάντλητη ευρηματικότητά της στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», από τις εκδόσεις «Πόλις», καταδύεται στα βάθη του ανθρώπινου ψυχισμού. Τολμά να «κοιτάξει το πρόσωπο της Μέδουσας μέσα στον καθρέφτη» και πλάθει ένα έργο μεστό, καθηλωτικό και σαχτουρικό. Μια απόπειρα να αναγνωρίσουμε και να στοιχειοθετήσουμε τις συγκλίσεις της ποίησής της με την ποίηση του Σαχτούρη αποτελεί το παρόν κείμενο.

Ο Μίλτος Σαχτούρης (1919 – 2005) εκπροσωπεί την πιο εξπρεσιονιστική ποιητική συνείδηση στη λογοτεχνία μας. Καλλιτέχνης cult στα γεράματά του, αγαπήθηκε από νεαρούς κυρίως αναγνώστες που δεν βίωσαν τους εφιάλτες και τις αγωνίες του, ωστόσο λάτρεψαν το ζόφο και το παράλογο στα έργα του. Οι κριτικοί μίλησαν για «μυθολογία του άγχους». Στην ποίησή του το παρελθόν αναδύεται διαρκώς στο παρόν. Η παιδική φαντασία συμπλέκεται με τις ανεξίτηλες μνήμες του πολέμου. Οι εικόνες είναι εφιαλτικές, ενώ παρεμβάλλονται στοιχεία από τα παραμύθια (το θηρίο, ο δράκος, ο άρχοντας, κλπ.).

Το ίδιο αγωνιώδες κλίμα παρατηρούμε και στο «Σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ», της Χλόης Κουτσουμπέλη. Το τερατώδες είδωλο του παρελθόντος διαθλάται ακατάπαυστα στο παρόν, η παιδική μνήμη είναι διαρκώς παρούσα, ενώ η θύμηση λειτουργεί αφυπνιστικά και η οδύνη ιχνογραφείται με ποιητικές, αλληγορικές εικόνες. Οι κριτικοί μίλησαν για «λογοτεχνία του τραύματος». Ο τίτλος της συλλογής ενδεικτικός («Ντεσπερέ», «απελπισία»). Στην περίπτωση βέβαια του Σαχτούρη τα εφιαλτικά σχήματα συνδέονται με τραυματικά βιώματα της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Στην ποίηση της Κουτσουμπέλη συνδέονται με βιωμένα γεγονότα, με στοιχεία δηλαδή της πραγματικότητας, τα οποία φορτισμένα με στάση στοχαστική επιλέγονται ώστε να επαληθευτεί ένα συμπέρασμα για τη ζωή.

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Το ήξερα πως ήταν από τυρί. Μαλακό τυρί με τρύπες.
Βέβαια εγώ δεν ήμουν ποντίκι, αλλά όπως έλεγε η μητέρα,
φανατική τυροφάγος, έτσι σιγά σιγά θα ροκάνιζα όλο το
παρελθόν μου. Το πείραμα ήταν το εξής. Έπαιρναν μία
παιδική φωτογραφία για παράδειγμα μ΄ εμένα στην
αγκαλιά του μπαμπά μου και την τοποθετούσαν με
photoshop πάνω στο φεγγάρι, στη συνέχεια σου την
έδειχναν κι εσύ υπέθετες πρώτον ότι είχες έναν μπαμπά
που δεν φοβόταν τη σωματική επαφή, δεύτερον ότι είχες
έναν μπαμπά και τρίτον ότι εσύ με τον μπαμπά σου
αγκαλιά είχατε βρεθεί κάποτε στο φεγγάρι. Εγώ όπως
πάντα ανταποκρίθηκα θετικά στο πείραμα των ψυχολόγων,
ίσως γιατί είμαι ένα μαλακό τυρί με τρύπες από τότε που
μας εγκατέλειψε η μητέρα. Η μνήμη, όπως και το τυρί,
αλλοιώνεται εύκολα, λένε οι ψυχολόγοι. Μπορείς να
παραποιήσεις τις αναμνήσεις, να ξαναγράψεις από την
αρχή τον ουρανό. Έτσι θυμήθηκα με κάθε λεπτομέρεια.
Εμένα και τον μπαμπά μου στο φεγγάρι. Αγκαλιά.
Ο μπαμπάς μου μύριζε στρατιωτική στολή. Βουλιάζαμε
συνέχεια και το σεληνιακό έδαφος μας απορροφούσε.
Τα δυο μας σώματά μας αγκαλιά σχημάτιζαν ένα ολοστρόγγυλο
φεγγάρι. Είπαμε να παραποιήσεις τις αναμνήσεις,
είπε ο ψυχολόγος, όχι όμως και τόσο πολύ.
Εσύ προσποιείσαι αγάπη.

Οπαδός της μετάπλασης του πραγματικού στην τέχνη (και όχι της παθητικής του αναπαράστασης) η Χλόη Κουτσουμπέλη, συνθέτει εικόνες ενός άλογου κόσμου μέσα τον οποίο δεσπόζει το αίσθημα του αλλόκοτου. Ένας κόσμος φαινομενικά παράλογος που αναδύεται και κατακλύζει τη συμβατική πραγματικότητα. Στο σημείο τούτο τέμνεται με το έργο του Σαχτούρη που συγχωνεύει το παράδοξο στην ποίησή του.

ΟΔΗΓΟΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ

Είχα κι εγώ μια μητέρα.
Όλοι δικαιούνται από μία.
Δεν ήξερε να μαγειρεύει.
Στο τραπεζομάντηλο κεντούσε φαγητά.
Ο αδελφός μου όλο πεινούσε.
Εγώ πάχαινα συνέχεια.
Όταν τελικά μας εγκατέλειψε,
αγοράσαμε μια χύτρα ταχύτητας
Η βαλβίδα σφύριζε.
Το σπίτι κυλούσε ανεξέλεγκτο στις ράγες.
Ένας σταθμάρχης με πινέλο έβαψε μαύρο
πρώτα τον πατέρα κι ύστερα τον αδελφό.
Αυτό δημιούργησε μουντζούρες στο χαρτί.
Στη φωτογραφία υπήρχαν τα κορμιά
με μία τρύπα μηδενικό στη θέση των προσώπων.
Μου απέμεινε η μητέρα.
Απέκτησε μάλιστα οδηγό μαγειρικής.
Μαγειρεύει πια θεσπέσια δείπνα για έναν στην κουζίνα.

Ο Σαχτούρης χαρακτηρίστηκε υπερρεαλιστής ποιητής. Το έργο του βέβαια δεν παρουσιάζει την επαναστατικότητα των υπερρεαλιστών. Εκείνοι με τη στάση τους προσπαθούσαν να αλλάξουν τον κόσμο («το ποιητικώς ζην»). Οι εικόνες του όμως, που πηγάζουν από το υποσυνείδητο, προσεγγίζουν την τεχνοτροπία του υπερρεαλισμού.
Την ίδια ανατρεπτική εικονοποιία διακρίνουμε και στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη. Κύριο γνώρισμά της η αποδέσμευση από τις συμβατικές παραστάσεις της καθημερινότητας. Οι εικόνες συναρτώνται με την αίσθηση αγωνίας, φόβου και μελαγχολίας μέσα από την οποία προσλαμβάνει τον κόσμο. Με δυναμικές και τολμηρές εικόνες που ηλεκτρίζουν το ποίημα, πλάθει έναν κόσμο ολότελα ξεχωριστό, έξω από κάθε συμβατικό κοινωνικό όριο και λογοτεχνικό κλισέ. Και με αυτό τον τρόπο προσεγγίζει τον υπερρεαλισμό.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΜΕΡΑΣ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ

Τα πρωινά
νησιά Αιγαίου,
νιφάδες καλαμποκιού σε γάλα.
Τα μεσημέρια
Αφρική,

μπάρμπεκιου με μπιφτέκια από καμήλα.
Φορώ το φόρεμα με τις πιτσιλιές,
επάνω του τα ίχνη των χεριών
που υπήρξες
Τα απογεύματα

αραιοκατοικημένη Αυστραλία,
ώρες που διαμένουν σε μεγάλη απόσταση
η μία από την άλλη,
εκτάσεις που δεν διανύονται
όσο και να καλπάζει μία μνήμη που ασθμαίνει.
Τα βράδια όμως

Θεσσαλονίκη πάλι,
ομίχλη- ατμός απ’ τα παράθυρα,
ένας Bαρδάρης ανακατεύει τα μαλλιά μου,
κόκκοι καφέ ξεχύνονται από πελώρια τσουβάλια
στο Καπάνι,
κι εκεί κάπου στην Ασία
ένα κοριτσάκι
αφήνει το ρύζι να γλιστρήσει
ανάμεσα στα δάχτυλά του.

Συγκλίσεις ωστόσο του λόγου της Κουτσουμπέλη με το λόγο του Σαχτούρη διακρίνουμε και όσον αφορά την οικονομία του λόγου, την παρουσία των ζώων, αλλά και τα αρχετυπικά σύμβολα.

Ο στίχος της Χλόης Κουτσουμπέλη διακρίνεται από ιδεατή λεκτική λιτότητα και αυστηρότητα. Στην κλειστή ποιητική της μονάδα παρατηρούμε αφαιρετικές και ευσύνοπτες διατυπώσεις. Η συνειρμική παράθεση των εκρηκτικών της εικόνων καταλήγει σε έναν ποιητικό ιστό πυκνοϋφασμένο πάνω στον οποίο συγγραφείς και λογοτεχνικοί ήρωες επικοινωνούν άλλοτε υπόγεια και άλλοτε φανερά, πάντοτε όμως γόνιμα, προς όφελος του ποιήματος. Στη διαχρονική αυτή και υπεριστορική φαντασμαγορία συγγραφέων και λογοτεχνικών ηρώων πρωτοστατεί η ξένη λογοτεχνία, αλλά και η αρχαιοελληνική μυθολογία και τέχνη.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Με λένε Τζέιν. Τζέιν Μποντ.
Από τότε που τυφλώθηκε ο εργοδότης
παίρνω επίδομα ανεργίας
για παραστρατημένες γκουβερνάντες.
Στους άγριους βάλτους του Θόρνφιλντ
αποκαΐδια,
παραμορφωμένες πεταλούδες
στα δέντρα.
Κρατώ ομπρέλα.
Γεννήθηκα το 1846.
Γράφω ακόμα.

Κοινό στοιχείο επίσης της ποίησης της Κουτσουμπέλη και του Μίλτου Σαχτούρη είναι η σκηνική διάρθρωση του λόγου.«Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» διαθέτει πρόλογο, επίλογο, καθώς και εμβόλιμες μικρές ιστορίες, δίκην ολοκληρωμένου θεατρικού έργου, με τα λογοτεχνικά αναγνώσματα και τις καλλιτεχνικές επιρροές της ποιήτριας να παίζουν βασικό ρόλο στην πλοκή. Η εκφορά του λόγου είναι σκηνική. Η ιδεοπλαστική εικόνα χτίζεται από τις αισθήσεις υπηρετώντας ένα μήνυμα εν παραστάσει.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Και τώρα; τον ρώτησε.
Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη
με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.
Φορούσε μαύρα γυαλιά.
Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,
είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

Η χρωματουργία – βασική στο έργο του Σαχτούρη – στην ποίηση της Κουτσουμπέλη εμφανίζεται ως μονοκρατορία του μαύρου και του κόκκινου. Όμως τα ζώα κατακλύζουν τους στίχους της, όπως και στον Σαχτούρη. Τα ζώα φασματοποιούν τον πραγματικό κόσμο. Αυτά ελέγχουν τη βαθύτερη σύσταση και αντινομία του. Με υλικά μυθοπλασίας τα ζώα η ποιήτρια εξωτερικεύει την ψυχοσυναισθηματική οδύνη του ποιητικού υποκειμένου.

ΟΙ ΦΗΜΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΙΠΤΑΜΕΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ

Κάποιος είπε σε κάποιον
που είπε σε κάποιον άλλο
ότι οι κάργες τρελαίνονται το βράδυ
-γι’ αυτό πρέπει
να τους δένεις τα μάτια
με τυφλό μαντίλι-,
ένα όχι τρέχει πιο αργά
από ένα σαλιγκάρι,
για ν’ αγαπήσεις πεταλούδα
πρέπει πρώτα ν’ αποδεχθείς την κάμπια.
Κάποιος είπε σε κάποιον
και αυτός συναίνεσε με ζέση
πως τα κοάλα είναι υπερτιμημένα
και το καλύτερο κατοικίδιο είναι
η αυτολύπηση,
με την προϋπόθεση
να τη γυρνάς ανάποδα
όταν βήχει.
Κάποιος είπε σε κάποιον
κι αυτός στο φίλο του
πως μια μέρα,
μια στιγμή,
κάποτε μ’ αγάπησες.

Μα ξέρεις τώρα
πόσο μοιάζει η φήμη με τη σκόνη
ή τους υδρογονάνθρακες.
Κάποιος είπε κάποτε σε κάποιον
ότι ο καλύτερος τρόπος
να ψιθυρίσεις
κάτι αυστηρά προσωπικό
είναι να φωνάξεις σε χωνί
στο μέσον της πλατείας
και, κάπως έτσι,
κάποιος, κάπου, κάποτε,
έγραψε τον πρώτο στίχο.

Κοινό χαρακτηριστικό των δύο ποιητών είναι επίσης η χρήση αρχετυπικών στοιχείων. Η εργογραφία του Σαχτούρη συνδέεται με σύμβολα, όπως ο ουρανός, το φεγγάρι, ο κήπος, ο δρόμος. Στην ποίηση της Κουτσουμπέλη διακρίνουμε το σύμβολο του καθρέφτη, (λακανική επίσης επιρροή),το φεγγάρι, τη νύχτα, τον ουρανό, αλλά και συμβολισμούς από τη Βίβλο, τους αρχαιοελληνικούς μύθους ή τους λογοτεχνικούς ήρωες συγγραφέων που την καθόρισαν (για παράδειγμα, η Τζέιν Έιρ, η Αλίκη – η ηρωίδα του Κάρολ Λιούις, η Αντιγόνη του Σοφοκλή, η Άλκηστις, η γυναίκα του Λωτ, ο Ούτις). Οι δανεισμένοι ήρωες λειτουργούν αλληγορικά, επικαιροποιώντας τους μύθους.

ΜΥΡΙΑΜ Η ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ – Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΤ

Όταν ο Άγγελος μήνυσε του Λοτ να φύγουν,
αυτή φόρεσε το ΄να πάνω στ΄ άλλο τα φορέματα,
δεν ήξερε τι να πρωτοσώσει,
άφησε ανοιχτή την πόρτα,
ο μεσημεριανός χυλός άχνιζε στο τραπέζι.
Έναν μπρούτζινο καθρέφτη άρπαξε μόνο,
χάρτη στις ίδιες τις ρυτίδες της.
Όμως οι μηροί, το υπογάστριο, οι αστράγαλοι
όλα γη προγονική.
Από άμμο πλασμένο το κορμί.
Πώς ν΄ αρνηθεί καταγωγή;
Πέταξε τα φορέματα.
Ολόγυμνη στη μέση της ερήμου.
Τ΄ όνομά της ανάβλυσε νερό,
στήλη από δάκρυα,
μόνη, πιο μόνη κι από ξένο,
νοστάλγησε.
Αργότερα οι μελετητές θα διαλέξουν πτώση γενική.
Ή μήπως κτητική.
Γυναίκα του Λοτ.
Νεκρή Θάλασσα οι αναμνήσεις.

Η ποίηση όμως της Χλόης Κουτσουμπέλη συγκλίνει με την ποίηση του Σαχτούρη και όσον αφορά το κλίμα της υπαρξιακής αγωνίας και της διάψευσης. Αναμφίβολα, η ποιητική της ταυτότητα διαμορφώνεται μέσα από το τραύμα και τη ματαίωση. Η αίσθηση της μοναξιάς, του θανάτου και ο συγκρατημένα ελεγειακός τόνος που διαπερνά το ποιητικό της έργο αποτελεί έναυσμα προς τον αναγνώστη για συνεχή και ανατροφοδοτούμενο στοχασμό όσον αφορά τη φθορά, την ποίηση, τον έρωτα, την ακατάβλητη βεβαιότητα του θανάτου.

Ωστόσο η απέκδυση του ποιητικού υποκειμένου στο «Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» δεν είναι θλιβερή. Μια τάση αποστασιοποίησης και ελάφρυνσης, μια τάση αποδόμησης της φθοράς κυριαρχεί. Με θεματική την απώλεια τραγουδά στο τελευταίο της έργο μια ελεγεία ελαφρά ειρωνική και αυτοσαρκαστική.

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΥΨΙΛΟΝ

Το σώμα της είχε πολλά μάτια
ένα μισόκλειστο κάτω απ΄ τη μασχάλη
και δυο ορθάνοικτα χωρίς βλεφαρίδες στις πατούσες-
κι ελάχιστα χείλη,
που σημαίνει ότι κατασκόπευε συνέχεια
και φιλούσε με το σταγονόμετρο.
Παρ΄ όλα αυτά, θα ήταν φυσιολογικό,
αν δεν είχε μνήμη προβοσκίδα.
[Ως γνωστόν κάθε σώμα έχει μνήμη.]
Το δικό της θυμόταν το ανέγγιχτο.
Τις ημερομηνίες θανάτου, ενώ ξεχνούσε τα γενέθλια.
Τους φίλους που έχασε,
και όχι τους εραστές που κέρδισε.
Αναμφίβολα είχε ύπουλο σώμα.
Κρυβόταν τις νύχτες
κάτω από τα χρυσάνθεμα,
κυνηγούσε βατράχους με κορώνα στη λιμνούλα,
γρύλιζε μες στα νούφαρα.
Το κλείδωνε συνέχεια στην ντουλάπα
τόσο που ξεθώριασε απελπιστικά.
Στο τέλος το φορούσε μόνο τις Κυριακές.
Μια μέρα το είδε να γεμίζει στόματα.
Έτρωγαν με βουλιμία τον χρόνο.
Ασύμφορο, γιατί θα τον κατάπιναν ολόκληρο.
Όταν έγινε πενήντα εφτά το αντάλλαξε.
Μ΄ ένα ζευγάρι κόκκινες γαλότσες.
Για να γράφει ζεστά ποιήματα.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη αγαπά τον Κάφκα και τον Σαγκάλ, όπως και ο Σαχτούρης, πλάθει τον ίδιο εσωστρεφή και ελλειπτικό κόσμο με τον Σαχτούρη και ρέπει, όπως και εκείνος, προς τα αρχετυπικά σύμβολα της ουσίας της ψυχής και του πολιτισμού.

Όταν κάποτε ρώτησαν το Μίλτο Σαχτούρη «τι είναι ένα ποίημα», εκείνος απάντησε πως «το ποίημα είναι ένα όνειρο κακό που όμως ντύθηκε τα καλά του».

Σε συνέντευξή της η Χλόη Κουτσουμπέλη είπε πως η ποίηση, «είναι μία απόδραση από τα περιοριστικά καθημερινά δεσμά της ανθρώπινης ύπαρξης». «Η ποίηση είναι μία επαναστατική διαδικασία. Σπάει τον φλοιό, την τάξη, την ευνομία των πραγμάτων και επανασυστήνει τον κόσμο και εμάς τους ίδιους».
.

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΙΑΚΩΒΟΥ

VAKXIKON.GR Τ.45 Φεβρουάριος 2019

Η ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη “Το σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ” (Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Οκτώβριος 2018) είναι ένας ατελείωτος μαγευτικός κόσμος, γεμάτος σουρεαλιστικές εικόνες, λογοτεχνικούς ήρωες και συγγραφείς, που στέκονται σαν βιτρίνα μπροστά από το συναίσθημα της απώλειας και της εγκατάλειψης για το οποίο προσπαθεί να μιλήσει η ποιήτρια.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι ιδιαίτερα τολμηρή στη γραφή της, καθώς βουτάει στον κόσμο του υπερβατικού και του φανταστικού και δίνει φωνή σε δεκάδες λογοτεχνικά και μη πρόσωπα με έναν ευφάνταστο τρόπο. Από τους στίχους της παρελαύνουν συγγραφείς, βιβλικά και μυθολογικά πρόσωπα, ήρωες μυθιστορημάτων, που καταθέτουν την ιστορία τους, όπως αυτή διασταυρώνεται με την αλήθεια της ποιήτριας.

Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΓΕΡΝΑ

Ι
Κάθε μέρα η Αντιγόνη ποτίζει λάχανα
μήπως κι από μέσα ξεπηδήσουν
τα έμβρυα που δεν κυοφόρησε ποτέ.
Το αποκαλεί γραφή.
Στήνει παγίδες σε ασβούς
που μένουν πάντα άδειες.
Το ονομάζει μνήμη.
Τα πρωινά τρώει αυγά χήνας
και περιμένει το εκτελεστικό απόσπασμα
χωρίς να γνωρίζει ότι ο Κρέων
πεθαίνει από άνοια σε γηροκομείο.
Το χαρακτηρίζει υγιεινή διατροφή.
Τις νύχτες θάβει κτερίσματα στο χώμα,
που δεν θυμάται πια σε ποιον ανήκουν.
Το λέει ενοχή.

Οι ήρωες της ποιητικής συλλογής -που ζωντανεύουν τόσο έντονα, με τρόπο σχεδόν κινηματογραφικό- λειτουργούν ως σύμβολα για να μπορέσει η Χλόη Κουτσουμπέλη να πραγματευτεί τα ζητήματα της εγκατάλειψης, της έλλειψης, του πένθους, της ματαίωσης, του θανάτου. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι επιλέγει μια σουρεαλιστική και χιουμοριστική πολλές φορές γραφή για να αποκαλύψει, σε δεύτερο επίπεδο, έναν κόσμο κατακερματισμένο, στιγματισμένο από την διάψευση και την απώλεια.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΧΟΘΟΡΝ ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ

Ο κύριος Χόθορν
μια μέρα που έψαλλε στην εκκλησία,
άρχισε ξαφνικά να αιωρείται
και πέταξε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο.
Μπαμπά, μη φεύγεις!
φώναξε η μικρή Γουέντυ,
αυτός όμως μετεωριζόταν
ψάρι με πτερύγια στο ποτάμι.
Μικρή Γουέντυ, φάε την μπουκιά,
αλλιώς θα’ σαι τόσο ελαφριά,
μια μέρα θ’ αγοράσεις μπαλόνι
θα σε παρασύρει μακριά
απ’ αυτούς π’ αγαπάς.
Μπαμπά, γιατί δεν μου μιλάς;
Ο κύριος Χόθορν λικνιζόταν επικίνδυνα
και συγκρουόταν με πουλιά.
Υπάρχει ζωή μετά θάνατο;
ρώτησε η κυρία Στίβενς τον Τροχονόμο.
Υπάρχει σίγουρα μεγάλη κίνηση
στην εναέρια κυκλοφορία,
απάντησε αυτός
κι έβγαλε το κεφάλι με το κράνος του.
Στο μεταξύ η μικρή Γουέντυ
έτρωγε, έτρωγε ασταμάτητα.
Για να μην μπορεί
να την παρασύρει κάποιο μπαλόνι.
Μακριά απ’ αυτούς που αγαπάει.

Η ποιητική συλλογή αποτελεί παράλληλα και έναν διάλογο με την ίδια την ποίηση, καθώς η Χλόη Κουτσουμπέλη αρέσκεται στο να παρουσιάζει μέσω των ποιημάτων της τους τρόπους με τους οποίους έρχεται η έμπνευση, να εξετάζει την έννοια της ίδιας της γραφής και να κλείνει τελικά τη συλλογή με τους στίχους “Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή, /
είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει”.

Στο “Σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ” η Χλόη Κουτσουμπέλη μοιάζει να προσπαθεί να χτίσει έναν ολόκληρο κόσμο, με την επίγνωση πως είναι εύθραυστος και διαλυμένος εξαρχής, και βρίσκεται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση με τους ήρωες της, καθώς άλλοτε φαίνεται σαν να προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από αυτούς και άλλοτε σαν να μιλάει μέσω αυτών. Το σίγουρο είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας δε φοβάται ούτε στιγμή.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ ΜΕΝΤΟΟΥΖ

Κοιτάμε και οι τρεις μας τον φακό.
Ο ανεμοστρόβιλος αργεί.
Τα κόκκινα γοβάκια γυαλισμένα.
Η μαμά με μία ρόμπα
και σταγόνες ιδρώτα
στο πανωχείλι της,
έφυγε μ’ έναν πλασιέ,
μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού
που αναστέναζαν βαριά τα στάχυα.
Δεν αγόρασε ποτέ ηλεκτρική σκούπα
γι’ αυτό σφουγγαρίζουμε το πάτωμα.
Σε λίγο το σκοτάδι θα πέσει,
τα ρακούν θα μας περικυκλώσουν,
τα σκυλιά θ’ αρχίσουν να αλυχτούν,
μαύρη σκιά θα βάψει
τα σφραγισμένα βλέφαρα της νύχτας.
Κάπου κοντά στο βενζινάδικο
ένα ξανθό αγόρι χωρίς μάτια
σ’ ένα φτηνό μοτέλ.
θα γυαλίζει ένα πιστόλι.
Αύριο το πρωί ο δρόμος θα τον φέρει
απ’ το σπίτι μας.
Θα ζητήσει ένα ποτήρι γάλα.
Λευκό στεφάνι γύρω από το στόμα.
Θα μας κοιτάξει παράξενα.
Θα μας φωτογραφίσει.
Από τη φωτογραφία θα λείπουμε κι οι τρεις
-αφού δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ.

.

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

PERIOU.GR 19/1/2019

Καλησπέρα. Επιτρέψτε μου να αρχίσω κάπως ανορθόδοξα. Πριν σας παρουσιάσω την Χλόη και το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, θα ήθελα να σας διαβάσω ένα από τα ποιήματα της συλλογής. Κι αυτό, γιατί – το δηλώνω – δεν έχω συναντήσει πιο επιτυχή περιγραφή, πιο ακριβή ορισμό του ποιητή, της ποιητικής διεργασίας – και του καρπού της:

Ακούστε το «Μάθημα Ζωολογίας»:

Ο ορνιθόρυγχος, αυτό το εξελικτικό ατύχημα. / Μυθιστόρημα με πλατυποδία / που κατεβαίνει σκάλες που ανεβαίνουν / με τα στενά λουστρίνια / μιας πλοκής που δεν προχώρησε ποτέ. / Ένα ποίημα / που απερίσκεπτα γεννά αυγά / με σταχτιά χηνόπουλα / χωρίς την ελπίδα κύκνου που θα γίνει. / Αδέξιο δοκίμιο / που θηλάζει τα μικρά του / άλλο με ράμφος πάπιας / άλλο με σώμα κάστορα / έχιδνας ή σκαντζόχοιρου / που θα ενωθούν σε ένα τελικά / με ευδιάκριτες όμως τις ραφές / στη γούνα κάτω από τις τρίχες. / Θα σας το τοποθετήσω αλλιώς :/ οι νηκτικές μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα / δεν τον βοηθούνε καθόλου να πετάει. /

Γι αυτό, αν κάποιο βράδυ/ εμπρός στη συνηθισμένη άβυσσο πολτού / από κομμένα δέντρα / συναντήσετε τον ορνιθόρυγχο / αγκαλιάστε τον, όσο πιο στοργικά μπορείτε. / Όπως θα διαβεβαίωνε ο Δαρβίνος / εκατοντάδες ορνιθόρυγχοι πρέπει να παρεμβληθούν / πριν η ιδέα επιτέλους γίνει πράξη.

Πρόκειται για μια ασύλληπτη σύλληψη… Η Χλόη απευθύνεται σε όλους εμάς τους εκτροφείς ορνιθόρυγχων – έχει συνειδητοποιήσει πλήρως τι συμβαίνει και το περιγράφει με ενάργεια.

Κι αυτό γιατί κι εκείνη είναι ένα παράδοξο της φύσης, μια δημιουργός: μισή σάρκινη, μισή χάρτινη. Ευάλωτη και ευαίσθητη αλλά και μαχητική, πεισματάρα και αδάμαστη. Βρίσκεται με το κεφάλι στα σύννεφα αλλά και πατάει γερά στην γη. Είναι ένα υβρίδιο βικτωριανής παραστρατημένης κόρης, με γονίδια πασιονάριας. Και, φυσικά, αρχαία ψυχή.

Γεννήθηκα το 1846, λέει, /Γράφω ακόμα.

Ορίστε, άρχισα επιτέλους την παρουσίαση της!

Λοιπόν, την Χλόη Κουτσουμπέλη την είχα καταλάβει από τότε που διάβασα το (πρώτο για μένα, πέμπτο για εκείνη) βιβλίο της, το Η αλεπού και ο κόκκινος χορός.

Και είχα πει τότε, Ναι, είναι μια Αλεπού. Όμορφη, άγρια, πανέξυπνη: ελίσσεται με γρηγοράδα στο σκοτεινό δάσος της Ποίησης, φωτίζοντάς το τόπους-τόπους με τον κόκκινο χορό της, ξεφεύγει από τις παγίδες, καταφέρνει να βρει τροφή σε πιθανά και απίθανα συμβάντα και μη συμβάντα.

Λοιπόν, αυτή η αλεπού είχε σπουδάσει νομικά. Κάτι που την έκανε να στρεψοδικεί με ευκολία, να υπερασπίζεται τα αθώα και τους έρωτες, να αντικρούει αλλότρια επιχειρήματα, να μεταστρέφει την ετυμηγορία των ενόρκων ενοχών της.

Γιατί, ως ποιήτρια, είναι συνέχεια υπόδικος, διάδικος και δικαστής ταυτόχρονα, σε μια ισόβια δίκη με κατηγορούμενο τον άλλο της εαυτό που τον έχει υπό επιτήρηση.

Αν υπήρξε έγκλημα, λέει, / δεν είμαι εγώ αυτός που θα αποφανθεί / Υπήρξε όμως συγκάλυψη, λέει, /σαν να μην έγινε. / Σαν να μην –

Και φυσικά, μιλάει για την Ποίηση…

Η Ποίηση όμως δεν συγκαλύπτει, απλώς καλύπτει με ένα θαυματουργό ιαματικό υμένιο τα τραύματα του βίου.

Επίσης, αυτή η αλεπού είχε και μια μακρά θητεία στον τραπεζικό τομέα. Εκεί, πιθανόν έμαθε να αποταμιεύει αισθήματα και να επενδύει με ρίσκο τα κεφάλαιά τους σε σταθερές αξίες – τις ιδιωτικές, τις δημόσιες αλλά και τις ενδοκειμενικές της σχέσεις:

Τώρα, στην πλοκή της χάρτινης ζωής της παίζει ρόλους κόρης, αδελφής, ορφανού, ερωμένης, συζύγου, μητέρας (πολλές φορές όλους μαζί, αξεδιάλυτα).

Παίζει κι εδώ, στο τελευταίο της βιβλίο, στο Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, κι όπως το συνηθίζει φορά συχνά συγγενείς της περσόνες: μπορεί να είναι ταυτόχρονα η γυναίκα του Λωτ, η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, η λαίδη Λάζαρος της Πλαθ, η Μίλενα, η Βαλεντίνα, η Αδελαίδα, η Εριφύλη, η Περσεφόνη, η μικρή Γουέντυ, η κ. Στήβενς, οι τρεις δεσποινίδες Μέντοουζ, η κ. Γουότερμπριτζ, η γυναίκα ύψιλον, η Άλκηστις, η Πηνελόπη, η Αντιγόνη (όλες, ύλη αραιή από αέρα και φωτιά). Όλες διαφορετικές εκδοχές του πένθους ή της διεκδίκησης.

Αυτό το κάνει απολύτως νόμιμα – γιατί ο μαύρος μίτος της γραφής οφείλει να περνά μέσα από τα κενά όλων των θηλυκών κηδεμονικών της φαντασμάτων, κομπάρσων ή πρωταγωνιστριών, στις παράλληλες ζωές της.

Ναι, η Χλόη, έχοντας και την αγάπη του θεάτρου, σκηνοθετεί πολλές παράλληλες και επάλληλες ζωές, που τα κενά της μιας ακυρώνουν τα κενά της άλλης.

Οι άξονες στο στήσιμο των σκηνών τους, όλοι λοξοί και έκκεντροι, είναι η απώλεια, το πένθος, η αγάπη, η προδοσία –

Στα διαλείμματα αυτών των οιονεί παραστάσεων, η Χλόη κυκλοφορεί αμερόληπτη σε ασύμβατους χρόνους ταξιδεύει ως λαθρεπιβάτης, κάνει πλαστοπροσωπίες, μπαινοβγαίνει σε σελίδες ξένες, σε ένδοξους οίκους, σε ανύπαρκτα δωμάτια, αναστατώνει την κουζίνα, βρίσκεται ταυτόχρονα και στο εδώ και στο αλλού.

Και, βεβαίως, συνομιλεί ισότιμα με συγγραφείς και με ήρωες.

Τους κάνει δικούς της, χτίζει ολόγυρα τα ποιήματα της, και τους κατοικεί. Για όσο τους χρειάζεται χρησιμοποιεί με άνεση σύμβολα και συμβολισμούς ως καθημερινά σκεύη, εργαλεία και όπλα. Η ποίηση της διαποτίζεται από έναν σουρεαλισμό, ήμερο, κατοικίδιο, κολυμπά μέσα του νωχελικά, σαν σε αμνιακό υγρό.

Εκ παραλλήλου, καθώς γράφει η Χλόη, χαρτογραφεί μια έρημο πυκνοκατοικημένη (από τους ανθρώπους της, ζωντανούς και νεκρούς), έρημο που εκτείνεται από τα γήινα πόδια της ως τους φανταστικούς Αντίποδες, καλύπτοντας γνώριμους αλλά και μυθικούς, ονειρικούς ή μυθιστορηματικούς τόπους. Και δεν σταματά να την εξερευνά. Στις νοερές διαδρομές της σαρώνει τα πάντα.

Η γη επίπεδη, η Άνοιξη σφαιρική, λέει. Ο χρόνος λαγός, Νεκρή θάλασσα οι αναμνήσεις. Το φεγγάρι είναι από τυρί, αλλοιώνεται εύκολα. Τα πιατάκια του γλυκού χαμογελάνε ραγισμένα. Τέλος, τα λουλούδια μπλα μπλα – λέει. Δηλαδή παντού, η ελαφρότητα των λέξεων αποφορτίζει τα νοήματα από το βάρος τους και τα κάνει προσιτά, όπως τα λουλούδια την χαράδρα.

Ανάμεσα σε όλα αυτά τα παρακείμενα καλπάζει μια μνήμη που ασθμαίνει σ’ όλο τον κόσμο αναζητώντας μιαν αλήθεια – την αλήθεια για την προδοσία, που «σπάνια έχει αντικείμενο και σχεδόν ποτέ της υποκείμενο». Προδοσία από τη ζωή ή από εραστή; Το ίδιο μετράνε.

Οι τρεις εραστές που αναφέρει στο βιβλίο ήταν ο Ιούλιος Βερν, ο Λιούις Κάρολλ και ο Φραντς Κάφκα. Αυτοί την γονιμοποίησαν

Από τότε γράφτηκαν πολλά ποιήματα, λέει.

Η Χλόη είναι εύκρατη και γόνιμη. Τα ποιήματά της είναι γεμάτα σποράκια με φύτρο, τα σπέρνει με χάρη, λίγο απρόσεχτα: κάποια θα κατορθώσουν αυτό που ποθούν. Λαχταρούν τα μισά να πεθάνουν, να γίνουν κόκκοι αλατιού, τ’ άλλα μισά να πολλαπλασιαστούν ανεξέλεγκτα και να κατακυριεύσουν τη λογική της. Δεν θέλει να μεγαλώσει , την πονά πάντως συχνά το ράγισμα ανάμεσα στα δυο ημισφαίρια του κρανίου, δεν μπορεί να τα συναρμολογήσει εύκολα, αγωνίζεται, αυξομειώνει το μέγεθός της. Ο κόσμος είναι ένα φαρμακωμένο γλυκό, φάε με, πιες με, την προκαλεί συνέχεια. Εκείνη όμως, που βλέπει κι από την άλλη μεριά του γυαλιού την πραγματικότητα να διαθλάται σε μια σειρά παραμορφωτικών καθρεφτών, ξέρει πως πρέπει να σπάσει για να βγει.

Χαρακτηριστικό όλων των βιβλίων της Χλόης και ιδιαίτερα αυτού του τελευταίου, είναι η τεχνική της για την πρόσληψη και οικείωση του παράδοξου και του αλλόκοτου: άρρυθμες αλλά τακτικές ορθολογικές, στέρεες παρεμβολές, ως συνεκτική ύλη των φλούο, ρευστών εικόνων της.

Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ (σημείωμα αυτοχειρίας; Σημείωμα εγκατάλειψης;), το σε χαρτί ήδη κιτρινισμένο, πού το απευθύνει; Σε έναν αγαπημένο; Σε ένα ξένο; Σε έναν αγαπημένο και σε έναν ξένο. Σε έναν αγαπημένο ξένο. Στον αναγνώστη.

Τι μήνυμα μεταφέρει; Γιατί απολογείται; Τι εξηγεί;

Απλώς, το ανεξήγητο. Επειδή δεν είναι σημείωμα, είναι ποίημα…

Και το υπονομεύει η ίδια γράφοντας:

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς που αφήνουν ποιήματα, εννιά φορές στις δέκα τα επινοούν. (Εντάξει, παραφράζω λίγο τον στίχο της.)

Κλείνοντας, δηλώνω πως η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι ολόκληρη μια συλλογή ποιημάτων που συνεχίζει να γράφεται…

(ομιλία στο «Επί λέξει», 16/1/19)

.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

FREAR.GR 3/12/2018

Η Χλόη Κουτσουμπέλη στην οδό Διδασκαλίας

Με τη Χλόη Κουτσουμπέλη φέρουμε εις πέρας κάθε καλοκαίρι, τα τρία τελευταία χρόνια, το Εργαστήρι Βιωματικής Γραφής στο Πήλιο. Η γνωριμία μας ωστόσο χρονολογείται μια δεκαετία πίσω, μοιραστήκαμε πολλά μυστικά, περισσότερα ποιήματα, κι απ’ το 2016 μας ενώνει και η πίστη πως η ποίηση, η γραφή στηρίζεται πάνω στο βίωμα. Στην κοινή θεωρητική μας άποψη, οφείλεται ως ένα βαθμό και η μαγεία που περιβάλει όλους όσους συμμετέχουν στο θερινό μας Εργαστήρι. Είναι κάτι μαγικό που κανένας από τους συμμετέχοντες δεν μπορεί να μεταδώσει στους «τρίτους», παρότι δεν υπάρχει κάποια απαγορευτική δέσμευση εκ μέρους μας, χάρη στη δύναμη του βιώματος. Όταν το βίωμα είναι αληθινό μεταβάλλεται σε μαγεία.

Η μαγεία της γραφής. Η μαγεία που αποπνέει η τελευταία ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη. Σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία της, και μετά την κορύφωση του δραματικού βιώματος στους Ομοτράπεζους της άλλης γης του 2016, η νέα της συλλογή φαίνεται να βάζει σε κίνηση και να αποθησαυρίζει με τον καλύτερο τρόπο, ακριβώς τα μαθήματα στο Πήλιο: το παιγνίδι, τη διακειμενικότητα, την αντικειμενότροπη στοίχιση των εννοιών, την έκπληξη και την ανατροπή. Είναι πολύ νωρίς ακόμη να διαπιστώσουμε σε όλη της την έκταση, την επιρροή που δεχτήκαμε εμείς ως δάσκαλοι από τους μαθητές μας, πως διαχειριστήκαμε τα συναισθήματα που τα παιδιά μας προκαλούσαν. Μην ξεχνάμε πως για μια υγιή ψυχοθεραπευτική σχέση δεν χρειάζεται μόνο την μεταβίβαση (τα αισθήματα που αισθάνεται ο θεραπευόμενος προς τον θεραπευτή), αλλά και την αντι-μεταβίβαση (όλα όσα αισθάνεται ο θεραπευτής ως προς αυτόν που θέλει να θεραπεύσει).

«H ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι βιωματική (επομένως και εν πολλοίς αυτοβιογραφική)», γράφει ο Μιχάλης Πιερής. « Όχι μόνο το κάθε ποίημα ως σύνολο, αλλά και κάθε μεμονωμένη ποιητική φράση ή και κάθε λέξη μέσα στο ποίημα, οφείλει να προϋποθέτει μιαν ισχυρή συγκίνηση (διαφορετικά θα είναι, ως υλικό στοιχείο του κειμένου, ανενεργή). Συγκίνηση σωματική, εμπειρική, αναγνωστική, διανοητική, αισθησιακή, πνευματική, ατομική, συλλογική. Είναι αυτονόητο, βέβαια, ότι όλα αυτά τα βιώματα δεν μπορούν να μεταφέρονται αυτούσια και μηχανικά στο έργο τέχνης…Εννοώ, ότι το ποίημα πρέπει να έχει, ως κείμενο, την αυτάρκειά του, όσο καταλυτικό και αν ήταν το βίωμα που το προκάλεσε. Όσο έντονα βιωματικός και αν είναι ένας ποιητής, αν είναι συνειδητός τεχνίτης του λόγου, τότε θεωρεί απαραίτητη συνθήκη την κατοχύρωση της κειμενικής αυτονομίας των ποιημάτων του». Θα ήταν λοιπόν, πολύ σημαντικό για μας μια εργασία που θα έψαχνε τις επιρροές των μαθητών στο προσωπικό μας έργο, τους κραδασμούς και τα ψήγματα μιας αέναης ανατροφοδότησης (feed back). Μέχρι εκείνη την ώρα ας επιλέξουμε ένα ποίημα από το Σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ, που υποστηρίζει απόλυτα, τα θεωρητικά στοιχεία που αναπτύξαμε. Το βράδυ γιορτάζαμε την αποφοίτηση, το πρωί μας έφτασε η δυσάρεστη είδηση για το θάνατο της Γιώτας Αργυροπούλου:

Εκ των υστέρων σκέφτομαι
το τελευταίο βράδυ στην ταράτσα
που μια παρέα αγγέλων
πλαταγίζαμε δαιμονικά φτερά
και ξεπλέναμε τις πληγές με ουίσκι
τα ντραμς των αστεριών
ηχούσαν ασταμάτητα
και γυμνό σαλιγκάρι
άφηνε κλωστές στον ουρανό,
ενώ την ίδια ώρα σ’ άλλη πόλη
σε κρεβάτι νοσοκομείου
μια ποιήτρια ετοίμαζε την τελευταία της πτήση.
Και θυμήθηκα πως ξαφνικά
το ποτήρι έσπασε μισοφέγγαρο
χωρίς να χυθεί το αλκοόλ.
Και νιώσαμε όλοι την γεύση του αίματος στα χείλη.
Και κάποιος είπε
έναν μόνο στίχο να προλάβουμε ν’ αρθρώσουμε
πριν μας καταπιεί σκοτάδι.
Και σιδερώσαμε κολλαριστή όλοι μαζί την νύχτα.
Έτσι φίλοι μου γράφονται τα ποιήματα
τις σκοτεινές νύχτες του καλοκαιριού στο Πήλιο.

.

Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΛΑΙΝ

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

“Η Αυγή”, 11.7.2017

Στέφαν όπως Τσβάιχ, η Μαγική Πολυκατοικία στον Αρχαίο Κόσμο της Χλόης Κουτσουμπέλη

Γίνεται λόγος πολλές φορές για τον αρχικό «πόνο» ή το «τραύμα» στη λογοτεχνία, αυτό που δίνει το ερέθισμα στον λογοτέχνη να αναπτύξει γύρω του, όπως η μαλακή πληγωμένη σάρκα του στρειδιού αντιδρά σε έναν παρείσακτο κόκκο άμμου, για παράδειγμα, και δημιουργεί το πολύτιμο μαργαριτάρι. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάποτε και την καλλιτεχνική δημιουργία, ως αντίδραση στο τραύμα: ο πάσχων λογοτέχνης επιστρατεύει αποθέματα, ψυχικές και πνευματικές εφεδρείες για να μπορέσει να πετύχει για τον ίδιο ίσως την επούλωση και την αυτογνωσία, με αποτέλεσμα το έργο του, τη δημιουργία του.
Η δικαίωση ωστόσο αυτής της διαδικασίας πάντα διακυβεύεται. Δεν δικαιώνεται ο λογοτέχνης όταν έχει θεραπευτεί ο ίδιος, παρά μόνο όταν έχει δώσει ένα άξιο λογοτεχνικό έργο. Η δικαίωση δηλαδή συμβαίνει, αν συμβαίνει αλλού, και όχι στο επίπεδο της θεραπείας του τραύματος, όσο τραγικό και επώδυνο να είναι αυτό. Να θυμίσουμε περιπτώσεις όπως το τραύμα του πολέμου στην «Κυρία Νταλογουέη» της Βιρτζίνια Γουλφ, ή το Ολοκαύτωμα και την εξορία στον «Άουστερλιτς» του Ζέμπαλντ. Η δικαίωση συμβαίνει με λογοτεχνικά και αναγνωστικά κριτήρια και όχι με αυτά της θεραπείας.
Θεωρώ απαραίτητη αυτή την εισαγωγή για το πρόσφατο μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη «Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν». Η συγγραφέας έχει ξαναασχοληθεί με την πεζογραφία – μυθιστόρημα και θεατρικό έργο. Είναι γνωστή όμως για την ποιητική της παρουσία -οκτώ ποιητικές συλλογές- όπου μεταφέρει την εμπειρία της από τα ταξίδια στο Αλλού.
Είχα την ευκαιρία στο παρελθόν να αναφερθώ στους «Χάρτες του Αλλού στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη» στην παρουσίαση της ποιητικής της συλλογής «Στον Αρχαίο Κόσμο βραδιάζει νωρίς» (το κείμενο αναρτημένο στις Πινακίδες από κερί, το ιστολόγιό μου), χαρτογραφώντας και ορίζοντας ανθρωπολογικές παραμέτρους ενός κόσμου όπου πηγαινοέρχεται η ποιήτρια. Ένας κόσμος αλλιώς, σαν τους πίνακες του Νταλί, σαν την ταινία «Μάτριξ». Αργότερα, με αφορμή τη συλλογή «Κλινικά απών», μίλησα για την Οδύσσεια του πένθους, τη συγκρότηση της θεραπείας της ποιήτριας. Στην ίδια κατεύθυνση ένιωσα πως θα μιλούσα και για την επόμενη συλλογή, «Οι ομοτράπεζοι της άλλης Γης» -αφιερωμένο σε τρεις προσφιλείς νεκρούς της, όπου ποιητικά είχαν μετοικήσει στον Αρχαίο Κόσμο της- αυτή ήταν η Άλλη Γη, με τους άλλους ρυθμούς του χρόνου, τα αλλόκοτα ποτάμια και τις άγριες μορφές του πένθους, προσωποποιημένο ως τέρας.
Ένας τέτοιος πόνος όμως, εξευγενισμένος ή άγριος, εξημερώνεται αλλά δεν εξαντλείται και έπρεπε να το υποψιαστώ αρχίζοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος «Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν». Μια ιστορία δομημένη στο στυλ ταινίας τους Γουές Άντερσον, όπως το «Grand Budapest Hotel» ή η «Οικογένεια Τένεμπάουμ», με χαρακτήρες σε χωριστά κουτιά, ορατά και χαρτογραφημένα σε τρεις διαστάσεις. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια πολυκατοικία όπου ο παράξενος βοηθός του κυρίου Κλάιν, όπως ο θυρωρός στο Γκραν Μπούνταπεστ, που βασίζεται σε μια νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, εξυπηρετεί και σχετίζεται συναισθηματικά με τους ενοίκους. Στέφαν και το όνομα του ήρωα – πνευματική οφειλή στον Τσβάιχ, υποθέτω. Όλα τα ονόματα παραπέμπουν κάπου: στο πένθος – Οικογένεια Μουρν, στη θεραπεία – κύριος και κυρία Χιλ και δεν λείπει η αναφορά διά του συμβολικού ονόματος στο σύμπλεγμα το μυθικό, κύριος και κυρία Ίντιπους. Ο Μπίλλυ που λείπει – τρυφερή αναφορά στον «Βασίλη μας», τον αδελφό της που στη μνήμη του είναι αφιερωμένο το βιβλίο.
Ένα μυθιστόρημα καλογραμμένο, συναρπαστικό, χωρίς αντιφάσεις, ένα μυθιστόρημα που ο πόνος έχει εξαφανιστεί στη δομή, τόσο σοφά μελετημένο, «άτρωτο από οποιασδήποτε κλίμακας σεισμικές δονήσεις του λογικού και των αιτημάτων του ρεαλισμού» όπως σημειώνει εύστοχα για τη λογοτεχνική συνθήκη του μυθιστορήματος ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Ο ρεαλισμός παρών σε έναν κόσμο μαγικό, με το περιθώριο, τους μετανάστες, τους άστεγους, την ανεργία, τη δυστυχία, την έλλειψη επικοινωνίας του. Διαβάζεται απνευστί. Επιμένω στις λεπτομέρειες της δομής και της αφήγησης γιατί όσον αφορά την ευαισθησία και το βάθος της γραφής, η Χλόη Κουτσουμπέλη δεν εγκαταλείπει ούτε λεπτό την ποίηση και τα στοιχειά του κόσμου του Αλλού όταν γράφει.

Κάτι να χάσκει
κάτι να λείπει
κάτι να διαβρώνει την τελειότητα.

Η χώρα της ποίησης είναι μια άλλη χώρα. Ο ποιητής ένα αμφίβιο που ζει και στους δύο κόσμους. Ο κόσμος της τέχνης είναι κόσμος σκιών, δεν δίνει απαντήσεις. Σ’ αυτόν πηγαίνουν οι προορισμένοι, όσοι σφραγίστηκαν μικροί με κείνο το μισό πέταλο στον ώμο που σημαίνει πως τίποτε ποτέ δεν θα ’ναι ολόκληρο. Εκτός από ένα μελανοδοχείο που αδειάζει.
Στο ποίημα ΤΟ ΚΕΝΟ υπάρχει η εξής ενδεικτική περιγραφή:

Τυλίγεις το ανδρικό κορμί
Σε μία κόλλα από χαρτί
Αφού το φιμώσεις με μελάνι
Κοιμάσαι μαζί του μία δύο τρεις φορές
σε ένα φτηνό ξενοδοχείο
το κρεβάτι τρίζει αφόρητα
η βρύση στάζει
η μούχλα τρώει τους τοίχους.
Κι εκεί γύρω στις πέντε το πρωί
Μες στο αμνιακό υγρό της ποίησης
Όλα θα ζωντανέψουν ξαφνικά
….
Τότε και μόνο τότε, καταλήγει το ποίημα,
Μπορείς να γράψεις για το τίποτα.
Το τέλος του ποιήματος, δεν ξέρω γιατί, μου φέρνει στο νου μια φράση από το ποίημα ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ, Κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι.
Ο κόσμος της ποιητικής συλλογής ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ είναι θλιμμένος, μοιάζει αδιέξοδος. Υπάρχουν όμως και σημεία φυγής. Στο ποίημα ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΤΕ φαίνεται ξεκάθαρα ότι η ελπίδα βρίσκεται πάλι στην αγάπη, γιατί συνέχεια χ«ο χωρισμός είναι απόφαση, η αγάπη χωρίς διακοπή». Και στο ποίημα Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΗΣ ΗΤΤΑΣ, και κλείνω με αυτό το απόσπασμα, διαβάζουμε:

Κι όμως υπήρξαν άνθρωποι μέσα στους αιώνες
Παράλογα και ανόητα γενναίοι
Που αψήφησαν την βέβαιη ήττα
Άγγιξαν ξένο κορμί, δικό τους
Άλλη ψυχή, οικεία
Και με ένα φιλί
Σταγόνα βουλοκέρι
Σφράγισαν τον Χρόνο

 .

ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ

FREAR 13/7/2017

ΕΝΩ ΕΣΥ ΚΟΙΜΟΣΟΥΝ
Μια ανάγνωση του βιβλίου της Χλόης Κουτσουμπέλη

Σε μια στέρεη δομή, ο ήρωας της αφήγησης, ο Στέφαν, έχει αναλάβει εργασίες βοηθού συντηρητή στην πολυκατοικία του παρόντος, υπογράφοντας ένα συμβόλαιο με έναν μυστηριώδη εργοδότη. Επιδιορθώνει, βοηθεί και βοηθιέται, ξεκλειδώνει πόρτες και μυστικά, που τον εμπλέκουν και με πρόσωπα από το μακρινό του παρελθόν και την παλιά πόλη, και αποτελούν μια σπαρακτική αναψηλάφηση των σημαντικών περιόδων της στοιχειωμένης του ζωής. Πού, πότε; Ανοικείωση κατ’ αρχάς του αναγνώστη από την αμφισημία του χωρόχρονου. Ένας βιωματικός χορός μεταμφιεσμένων προσώπων, που θα μπορούσαν να ζοyν οπουδήποτε στον κόσμο αλλά οπωσδήποτε εν μέσω κρίσης και παραλυτικής ανεργίας. Και ο Στέφαν, σε κάποιον δαντικό κύκλο της κολάσεως, σε ένα μεσοδιάστημα ή σε μια Νέκυια οφείλει να ξαναζήσει με τη μνήμη του τα πάθη του, «τα συμπιεσμένα συναισθήματα», όλα εκείνα που θέλει να ξεχάσει ‒δύσκολα παιδικά χρόνια και απώλειες‒, να καταλάβει τη ζωή του, τον εαυτό του, με υπομονή και ταπεινοφροσύνη, την αυτοκαταστροφικότητα και τη δειλία του ακόμα και μπροστά στο δώρο του έρωτα, που του χαρίστηκε. Οφείλει να συμφιλιωθεί με τους δαίμονές του, να πονέσει και να λυπηθεί, αγκαλιάζοντας τον άλλο άνθρωπο και τώρα, έγκαιρα να κάνει την υπέρβασή του, βοηθώντας τους άλλους να σωθούν, αγαπώντας με την ψυχή του τους άλλους, μια και ήμαστε όλοι «μια ψυχή σε ένα περίβλημα». Από Μίδας, το χρυσό αγόρι με τη σημαδεμένη τράπουλα, ο νάρκισσος και κακομαθημένος, να φτάσει στην αγάπη, γιατί «μόνον η αγάπη είναι η συγκολλητική ουσία… αυτό που μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στο χάος της ζωής μας». Να μη νιώθει μόνος, να βγει στο φως.
Ο παντογνώστης αφηγητής με μια εξαιρετικά ποιητική γραφή, εγκαθιστά τον Στέφαν στον άλλο κόσμο της πολυκατοικίας. «Τότε είδε μπροστά του μια τεράστια φάλαινα, ένα κήτος που ανέπνεε, με το εσωτερικό να πάλλεται, τα μπαλκόνια να σείονται, τα τούβλα, τα μπετόν, τους αρμούς να σαλεύουν. Ύστερα ένα σύννεφο κατάπιε πάλι τον ήλιο και η αίσθηση χάθηκε». Ή «Ο Στέφαν άκουσε νοερά τα κάγκελα του κελιού του να κατεβαίνουν και την κλειδαριά να κλειδώνει αυτόματα. Ο πάνθηρας μέσα του άρχισε να βηματίζει ανυπόμονα». Ή «Ο Στέφαν χαμογέλασε μόνος του, καθώς σκέφτηκε τον κύριο Κλάιν να φοράει ένα λευκό νυχτικό, να τον κυνηγάει στο διάδρομο με ένα κερί στο χέρι και να διεκδικεί μερίδιο της σάρκας του». Επιδιορθώνει εξαρτήματα και σχέσεις και ξεκλειδώνει μυστικά, διατρέχοντας την παιδική του ηλικία και την εφηβεία του, ως την κάθαρση.
Αναγνωστική απόλαυση από ένα μοντέρνο, πληθωρικό, πρωτότυπο και ζωντανό φιλοσοφικό, μη ρεαλιστικό μυθιστόρημα που εξελίσσεται ως αστυνομικό.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

Στον παράξενο κόσμο του κυρίου Κλάιν
BOOKPRESS 21/6/ 2017

Το γρήγορα και το αργά είναι έννοιες σχετικές, αγαπητέ μου.
Ανάλογες με τη σφοδρότητα της επιθυμίας.
Με το πάθος ή το πένθος. Με την ενοχή και τη μετάνοια.
Με τον αποχαιρετισμό. Με το τέλος του τέλους.

Τα παραπάνω λόγια του μυστηριώδους κυρίου Κλάιν συμπυκνώνουν το νόημα της παράξενης αυτής ιστορίας. Ο χρόνος είναι μια υποκειμενική υπόθεση, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε με τη συμβατική ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου. Βιώνεται από τη συνείδησή μας (αποκτώντας έτσι την απαραίτητη υλική υπόσταση) η οποία όμως αγνοεί την πραγματική του διάσταση, καθώς αυτή βρίσκεται πέρα πολύ από τα όρια της λογικής μας ικανότητας, και έτσι ζώντας μέσα του αδυνατούμε να συλλάβουμε την ουσία του. Ο χρόνος μετριέται με τα σημάδια του πάνω μας, με τις απώλειες και τη φθορά που γράφει στο σώμα και στη μνήμη. Παραμένει ασύλληπτος όμως. Και αυτή τη σχετικότητα της έννοιας του χρόνου φαίνεται να τη γνωρίζει ο κύριος Κλάιν, όπως και τα όρια της ανθρώπινης εκδοχής του: το τέλος του τέλους.
Αυτό το τέλος για τον ήρωα της ιστορίας, τον Στέφαν, θα έρχεται αργά, σε μια απροσδιοριστία του αληθινού και του φανταστικού. Η ιστορία ξεκινά με ένα ατύχημα, καθώς ο Στέφαν παρασύρεται από ένα μαύρο αυτοκίνητο στην προσπάθειά του να διασχίσει τον δρόμο για να προφτάσει το ραντεβού του με τον κύριο Κλάιν, ο οποίος του έχει υποσχεθεί θέση εργασίας. Σώζεται (αλήθεια σώζεται;) όμως και αναλαμβάνει τη δουλειά που του προσφέρει ο ιδιόρρυθμος εργοδότης του παραδίδοντας ταυτόχρονα την υπόστασή του στην ανυπαρξία, τουλάχιστον για τα ανθρώπινα μέτρα. Η συμφωνία προβλέπει την εγκατάστασή του στην πολυκατοικία του κυρίου Κλάιν για σαράντα μέρες έναντι υψηλής αμοιβής, που παρουσιάζεται σωτήρια για τον Στέφαν, με την υποχρέωση να επιδιορθώνει τα προβλήματα που θα προκύπτουν στα διαμερίσματα. Ό,τι θα ακολουθήσει θα ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και στο αιφνίδια ανατρεπτικό τοπίο, ίδιον της γραφής της Χλόης Κουτσουμπέλη ακόμα και στον ποιητικό της λόγο και όχι μόνον στα πεζά της. Χωρίζει την αφήγησή της σε κεφάλαια των οποίων οι προμετωπίδες, που εισαγωγικά προετοιμάζουν τον αναγνώστη, θα μπορούσαν να αποτελούν και μια τρόπον τινά περίληψη όλης της ιστορίας, φυσικά με την ανάλογη μεταφορικότητα και με υπόρρητες συνδέσεις. Έτσι, η άποψη του Μπέρναρντ Σω, που μας εισάγει στο πρώτο κεφάλαιο, προϊδεάζει για το ξετύλιγμα της ζωής του Στέφαν που θα παρακολουθήσουμε και μας προβληματίζει για τη σημασία μιας ζωής που αναλώθηκε σε λάθη παραμένοντας όμως αξιέπαινη. Και παρακάτω το ζύγισμα της ψυχής από τον θεό Άνουβι, στο απόσπασμα από την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών, θα μας υποψιάσει για το τι πραγματικά συμβαίνει στη ζωή του Στέφαν, που νιώθει να τον ξεπερνά ο χρόνος και βλέπει το σώμα του να μεταμορφώνεται, να φθίνει, να φθείρεται. Η αναφορά σε άλλη προμετωπίδα κεφαλαίου (και όταν η πλοκή πλέον έχει αφήσει να διαφανεί η αλήθεια των πραγμάτων) στην εμβληματική Έβδομη σφραγίδα του Μπέργκμαν, αποτελεί μια από τις ισχυρότερες συνδέσεις/οδηγούς της ανάγνωσης.
Δίπλα στον κεντρικό ήρωα, οι υπόλοιποι χαρακτήρες, όλοι με κάποια σχέση μαζί του που αναδύεται από τα βάθη της μνήμης συνδέοντάς τον με ένα παρελθόν που θα προτιμούσε να μη θυμάται. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το λογοτεχνικό τοπίο που δημιουργεί η Χλόη Κουτσουμπέλη. Σαν ο ήρωας να βυθίζεται σε μια δίνη, η οποία συμπαρασύρει με τους κύκλους της τα υπόλοιπα πρόσωπα, ώσπου να εξαφανιστούν τα ορατά σημάδια της παρουσίας τους. Η πέτρα που πέφτει σε μια ήρεμη λίμνη και δημιουργεί ομόκεντρους κύκλους που όσο απομακρύνονται από το κέντρο τόσο φθίνουν, μέχρι να εξαφανιστούν. Ο Στέφαν θα επηρεαστεί από την παρουσία τους, ταυτόχρονα θα αποβεί καταλύτης στα δικά τους αδιέξοδα. Και όλα αυτά μέσα σε μια πόλη σύγχρονη, να βιώνει την κατάντια της κοινωνικής και οικονομική κρίσης και να «κρύβει κάτω από το χαλί» την ύπαρξη της Παλιάς πόλης των αποσυνάγωγων και περιθωριακών, των απορριμμάτων της ζωής. Από τη μια η ηθική και από την άλλη η ανηθικότητα, λες και η μία δεν είναι απότοκο της άλλης, σε μια συμβατικά δομημένη θεώρηση του σωστού και του λαθεμένου.
Η Κουτσουμπέλη παράλληλα με την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία της, που οδηγεί τον αναγνώστη να αποκωδικοποιεί τις ευρηματικές εικόνες, παράλληλα και με μια φιλοσοφικών προεκτάσεων συμβολιστική, κατορθώνει να μιλήσει με γλώσσα απολύτως σημερινή δίνοντας το αντικαθρέφτισμα μιας κοινωνίας που μοιάζει απελπιστικά με τη δική μας. Η επιλογή μιας απροσδιόριστης πόλης ως προς την ταυτότητά της, καθώς και τα ξένα ονόματα των ηρώων της, αποθαρρύνουν την απόλυτη ταύτιση με το ελληνικό τοπίο και καθιστούν το μυθιστόρημα οικουμενικό ως προς τις αναφορές του, σε απόλυτη αρμονία με τα θέματα που θίγει. Ο άνθρωπος και η κοινωνία, τα αναπάντητα ερωτήματα γύρω από τη ζωή και τον θάνατο, την καταξίωση και την απαξίωση, τη συμπόρευση με τους άλλους, τη συμφιλίωση με τη διαφορετικότητά τους, τη διάθεση της προσφοράς με το μοίρασμα του εαυτού. Όλα σε μία δυναμική σύμπλευση, αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλοαναιρούμενα. Ένα μυθιστόρημα που κινείται στο μεταίχμιο, στο ενδιάμεσο μεταβατικό στάδιο, όπου όλα πιθανολογούνται για αληθινά και όλα απειλούνται με μια διάψευση. Σημαντική η αναφορά στον θιβετιανό Βουδισμό και στην κατάσταση μπάρντο, με το σώμα να είναι νεκρό και τη συνείδηση να εξακολουθεί να ζει βιώνοντας νέες εμπειρίες. Άλλωστε ζης και είσαι νεκρός θα δούμε και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, που ως προμετωπίδα θα μας οδηγήσει σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου.
Η ιστορία αυτή θυμίζει το περιβάλλον που επιλέγει ο Κάφκα στις δικές του απεικονίσεις του κόσμου μέσα στον οποίο ζουν οι ήρωες. Την κατάλληλη στιγμή που έχεις νιώσει να πλανάται η εφιαλτική αυτή ομοιότητα πάνω από τα πρόσωπα της ιστορίας, θα έρθει και η κατευθείαν αναφορά: Ο Κάφκα λέει σε ένα από τα γράμματά του στη Μίλενα ότι η τιμωρία της κόλασης συνίσταται στο να αναγκάζεται κάποιος να διεξέλθει μια φορά τη ζωή του με τη ματιά της γνώσης και το χειρότερο δεν είναι να αναθεωρεί τις προφανώς κακές του πράξεις, αλλά τις πράξεις που νόμιζε άλλοτε καλές.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη μάς οδηγεί με το βιβλίο αυτό σε μια καταβύθιση εσώτερη και οδυνηρή, στον βαθμό που η λογοτεχνία ξεπερνά τα στενά όρια των σελίδων και εγκαθίσταται στο μυαλό του αναγνώστη για να δημιουργήσει εκεί τις δικές της συνδέσεις. Ωστόσο έχει και μια πρόταση/θέση, που αφήνει μια κάποια αισιοδοξία μέσα σ’ αυτό το χάος και την περιδίνηση: […] ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στους άπειρους κόσμους, κάποιος μας φυσά κι εμείς ξεκολλάμε και ταξιδεύουμε στα Σύμπαντα. Του εδώ και του Αλλού. Και μόνον η αγάπη είναι η συγκολλητική ουσία, η επιλογή μας, αυτό που μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στην παράξενη περιπέτεια, στο Χάος της ζωής μας.
Αν λοιπόν οι υπάρξεις μας είναι εκλάμψεις του τυχαίου, τότε η επιλογή η δική μας έγκειται στη διαχείριση αυτής της συνθήκης που ονομάζουμε ζωή, χωρίς φυσικά να γνωρίζουμε τα όριά της αλλά και την αληθινή φύση της. Στη βάση της αγάπης, της αλληλοϋποστήριξης και της συνδρομής στις ανάγκες του άλλου, ωστόσο, θα μπορούσε αυτή η ζωή να γίνει ανεκτή.
Διαφαίνεται πίσω από το εγχείρημα της συγγραφής αυτής της ξεχωριστής ιστορίας η προσπάθεια της Κουτσουμπέλη να κατανοήσει τη διάκριση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Γιατί όλο αυτό το πολύπλευρο και πολυσήμαντο θέμα προσεγγίστηκε με την αγωνία μιας επαλήθευσης του βαθύτερου πόθου για μια επαρκή ερμηνεία του ταξιδιού της ζωής και της σύνδεσής του με το πέρασμα σε μια άλλη κατάσταση. Ποιος μπορεί να συμφιλιωθεί με το τελεσίδικο κενό μετά το τέλος του τέλους;
Και επειδή οι συνειρμοί που κάνει ο αναγνώστης είναι αποδεκτοί στη λογοτεχνική περιπέτεια, διαβάζοντας τον Βοηθό του κυρίου Κλάιν σκέφτομαι από τη μία εκείνη την ταινία του Joseph Losey, το Monsieur Klein, σκοτεινή και εφιαλτική, με την ομοιότητα να εντοπίζεται όχι μόνον στο όνομα αλλά και στον παράδοξο κόσμο (καφκικό επίσης) της ιστορίας (βλ. κεντρική εικόνα). Από την άλλη το όνομα έχει και την ερμηνεία του, Klein, δηλαδή μικρός, με όποια σύνδεση μπορεί να γίνει ανάμεσα στον άνθρωπο/Στέφαν και στον θάνατο/μοίρα/κύριο Κλάιν. Πολύ περισσότερο, αν πρόκειται για έναν απλό μεσάζοντα, που τώρα φαίνεται τόσο μικρός μπροστά στον πάσχοντα και αγωνιούντα κατακρημνισμένο άνθρωπο. Ένα μυθιστόρημα με πολλές αναγνώσεις/ερμηνείες, γι’ αυτό και άξιο προσοχής.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL 24/05/2017,

Ο ατυχής βίος της ανθρωπότητας

Καφκικό περιβάλλον, ανατριχίλα αστυνομικού μυθιστορήματος, διαρκές σασπένς και φιλοσοφική διάθεση. Το μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη «Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν» αποδεικνύεται μυθιστόρημα υψηλών προδιαγραφών και αξιώσεων. Ο αναγνώστης βυθίζεται απόλυτα στο έργο, έργο που πλέκεται με δεξιοτεχνία, σα λεπτή δαντέλα, και συνεπαίρνεται από αυτό. Η ζωή και ο θάνατος, η τάξη και το χάος. Ο κ. Γκούντμαν, φορέας της ηθικής και ο Στέφαν. Οι άνθρωποι της Παλιάς πόλης, που κινούνται στο περιθώριο της ζωής, ο κόσμος των απόκληρων, των κολασμένων. Κι ανάμεσά τους η Λούσυ, η προσωποποίηση της καλοσύνης και της αγνότητας.
Σε μορφή θεατρική, με ιστορίες που εναλλάσσονται σαν θεατρικές σκηνές και πρόσωπα τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας, ξεδιπλώνεται το κουβάρι του κόσμου του εικοστού πρώτου αιώνα, ενός κόσμου αποτυχημένου, «που γονατίζει αφήνοντας όλο και περισσότερο το χιμπατζή να κυριαρχεί στον εγκέφαλό του». Πόλεμοι μαίνονται, μια τεράστια οικονομική κρίση. Άνθρωποι που κουβαλούν το σπίτι τους στην πλάτη, παιδιά που πνίγονται στη θάλασσα. Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής του Στέφαν, του πρωταγωνιστή, περιγράφεται ο ατυχής βίος ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Με συνεχείς μεταβάσεις στο παρελθόν και το παρόν της ζωής του ήρωα, καταγράφεται η ανήκεστος βλάβη της κοινωνίας μας και του ανθρώπου που συνεχώς βρίσκει δικαιολογίες για την κακότητα που τον χαρακτηρίζει. Εθισμένος στο τζόγο και την ηδονή, ξεχνά πως δεν είναι παρά «μια ψυχή σε ένα περίβλημα», ένα ρολόι που κάποτε θα σταματήσει. Ο καθρέφτης θα θολώσει κι αυτός τότε θα εισέλθει σ’ ένα σκοτεινό υπογάστριο, σ΄ ένα κήτος που θα τον κατεβάσει επίπεδα κάτω από την επιφάνεια της γης. Ένας κόσμος μούχλας και λαθών η ζωή, κι ο άνθρωπος με μια Αποστολή, που είναι το δώρο του. Με αυτό έρχεται στη ζωή, δέσμιος μιας μοίρας που δεν ελέγχει.
Το Σώμα Σύμπαν, η Μητέρα Γη, η Θεότητα, η γνώση, η παράδοση, οι εντολές του Ευαγγελίου. «Ιστός αράχνης είμαστε, ανάμεσα στους άπειρους κόσμους. Κάποιος μας φυσά και ξεκολλάμε και ταξιδεύουμε στα σύμπαντα του εδώ και του Αλλού. Και μόνον η αγάπη είναι η συγκολλητική ουσία, αυτό που μπορεί να δώσει νόημα στην παράξενη περιπέτεια, στο χάος της ζωής μας». Με εικονοπλασία εκπληκτικής δεινότητας, με παρομοιώσεις μοναδικής εφευρετικότητας και κάλλους, καταγράφεται στο βιβλίο η ιστορία της εφηβείας και της ενηλικίωσης του ανθρώπου, ο οποίος μόνον όταν έρχεται κ. Κλάιν, ευθυτενής και αγέρωχος, με τη γκρίζα καμπαρντίνα και το καπέλο του, φορώντας τα μαύρα του γάντια, κάνει τον απολογισμό της ζωής του. Τότε όμως οι αναμνήσεις γίνονται κοφτερά δόντια που τον ξεσκίζουν.
Το παραμύθι και η πραγματικότητα, το καλό και το κακό, τα ανθρώπινα πάθη. Κάποια στιγμή πιάνεις κι εσύ στα χέρια σου το μαύρο βότσαλο. Ο Στέφαν, μια μέρα σκοτεινή και συννεφιασμένη, κατεβαίνοντας από το λεωφορείο και προσπαθώντας να περάσει το δρόμο, παρασύρεται από μια μαύρη λιμουζίνα. Θα σωθεί την τελευταία στιγμή. Το ρολόι του θα σταματήσει και θα εισέλθει στη ζωή του ο αινιγματικός κ. Κλάιν που θα του τάξει χρήματα -που τα έχει μεγάλη ανάγκη- για την εργασία του επιδιορθωτή των προβλημάτων της ιδιόκτητης πολυκατοικίας του. Στην προσπάθειά του να καθαρίσει την πολυκατοικία, να σφουγγαρίσει τη ζωή τη δική του και των άλλων, θα πέσει σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα. Θα εγκλωβιστεί σ’ έναν κύκλο ατέλειωτων αναμνήσεων και καταγραφής λαθών που θα τον εξουθενώσει, καθώς πεθαίνει σιγά σιγά. Μεταβαίνει στην κατάσταση Μπάρντο, σύμφωνα με τη Θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών. Σε μια ενδιάμεση ζωή, ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή, σε μια καινούργια γέννηση.
Με τριτοπρόσωπη γραφή, με τη ματιά ενός παντογνώστη αφηγητή, χωρίς ούτε μια λέξη περιττή, με τη μορφή ανάμνησης, ακόμη και αναμνηστικής επιστολής, σαν ανάλυση ενός φροϋδικού ονείρου, με αλλεπάλληλες συνειρμικές μεταβάσεις, περνάει μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη το παρελθόν του ήρωα. Η Βίβλος, η Αποκάλυψη, το ζήτημα του τυχαίου, η ρευστότητα της ζωής, το προσφυγικό ως η ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας, όλα εξετάζονται και συγκλονίζουν με τη διεισδυτική ματιά μιας ποιητικής γραφής υψηλού επιπέδου. Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν τα φιλοσοφημένα παραθέματα που τοποθετούνται ως μότο πριν από κάθε κεφάλαιο, καθώς και οι υπέροχες λογοτεχνικές αναφορές που κοσμούν την αφήγηση, μια αφήγηση ρέουσα και φυσική. Δεσπόζοντα ρόλο στο κείμενο αποκτούν η θεωρία των συμπτώσεων και της συγχρονικότητας του Γιούγκ, μέσα από τα λόγια του συγγραφέα Σεμπάστιαν Χήλ, προσωποποίηση της γνώσης και της σοφίας στο βιβλίο.
«Ο ιππότης προσκαλεί το Θάνατο σε μια παρτίδα σκάκι. Αν ο ιππότης κερδίσει, ο Θάνατος θα του επιτρέψει να ζήσει». Ο Στέφαν θα παίξει τη ζωή του στα ζάρια. Θα ζήσει κινούμενος στο χείλος του γκρεμού. Τελικά θα χάσει την παρτίδα από το Θάνατο. Στο μεταξύ θα καταφέρει να μας προβληματίσει για τα καλά με τη ζωή του.
Το έργο είναι συγκλονιστικό. Η Χλόη Κουτσουμπέλη δημιουργεί μια ατμόσφαιρα ποιητικής πρόζας ιδιαίτερα καλαίσθητη και θα λέγαμε διδακτική. Αν αποστολή της λογοτεχνίας είναι να διδάξει ευχαριστώντας (docere delictedo), όπως πίστευε ο Οβίδιος, η Χλόη Κουτσουμπέλη το πετυχαίνει στο ακέραιο με το νέο της βιβλίο «Ο βοηθός του κ.Κλάιν», αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφού της. Κι αν ο σκοπός της λογοτεχνίας είναι η κάθαρση μέσα από τη διέγερση συναισθημάτων και την ταύτιση του αναγνώστη με τον πρωταγωνιστή («ο έλεος και ο φόβος», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη), το μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη βρίσκεται εκεί. Ένα μυθιστόρημα που συναρπάζει με τη δύναμη της γραφής και του περιεχομένου του.

.

ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ

ΦΡΕΑΡ 15/11/2017

Στην πολυκατοικία-καθαρτήριο ψυχών του κυρίου Γκάμπριελ Κλάιν, που ως ζωντανή τεράστια φάλαινα αναπνέει, πάλλεται, σείεται και σαλεύει (σελ. 12), κυριαρχεί o υπαινιγμός, η ασάφεια και η αμφισημία του χωροχρόνου, όπως επίσης και ένα είδος συναισθηματικής διαστρωμάτωσης των ενοίκων-ψυχών της κατά το Δαντικό πρότυπο της Θείας Κωμωδίας. Ο χώρος, η πολυκατοικία, ο χρόνος και ο μικρόκοσμός της λειτουργούν με τρόπο ιδιάζοντα ανορθόδοξο, γεγονός που μας παραπέμπει σ΄ αυτό που θα αποκαλούσαμε μεταφυσική ετεροτοπία, μια και στο μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη κυριαρχεί το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού. Παράλληλα, ένα ευρύτερο σύγχρονο, εξαιρετικά οικείο δυστοπικό περικείμενο, η Παλιά Πόλη, συνυπάρχει, αλλά αυτή ανακαλείται ως τραυματική μνήμη και περικλείει τα συμβάντα, τα πρόσωπα και τις πρότερες εμπειρίες τους στην πολυκατοικία του κυρίου Κλάιν. Στο μικρόκοσμο της πολυκατοικίας το στοιχείο της δραματικής και καταστασιακής ειρωνείας είναι διάχυτο και ο χρόνος είτε σταματά, είτε κινείται ανάστροφα, ενώ διάφορα ασύγχρονα γεγονότα φαίνεται να συμβαίνουν ταυτόχρονα, αλλά σαν σε μία άλλη υπόγεια διάσταση, αφού σύμφωνα με τον ήρωα μας Στέφαν, ο χώρος του επιβλητικού αυτού κτιρίου μοιάζει να βρίσκεται τοποθετημένος «επίπεδα κάτω από την επιφάνεια της γης» (σελ. 13). Οι αφηγηματικές και μυθοπλαστικές συμβάσεις του μαγικού ρεαλισμού, όπως στην περίπτωση του μυθιστορήματος της Κουτσουμπέλη, κοινωνούν στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια έναν κόσμο ρευστότητας στον οποίο τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο, ενώ τα πάντα μπορούν να συμβούν, ή και μη συμβούν, γεγονός που σύντομα αντιλαμβανόμαστε καθώς ξεδιπλώνεται η πλοκή.

Θα ξεκινήσω την ανάγνωσή μου του μυθιστορήματος in mediα res, παραθέτοντας το έντυπο με τον τίτλο «Υποχρεώσεις Θυρωρού» (σελ. 48) που ο βοηθός του κυρίου Κλάιν και κεντρικός ήρωας μας, Στέφαν Χήροου, ανακαλύπτει καρφιτσωμένο στον πίνακα ανακοινώσεων του μικροσκοπικού, αλλά άριστα εξοπλισμένου διαμερίσματος του. Το εν λόγω διαμέρισμα, διόλου τυχαία, βρίσκεται στον ημιόροφο της πολυκατοικίας, όπου για 40 μέρες ο Στέφαν, σε ένα υπαρξιακά μεταβατικό περιβάλλον χωροχρονικής ρευστότητας, έχει αναλάβει χρέη συντηρητή και θυρωρού, κάτω από την επίβλεψη του αινιγματικά βλοσυρού, αλλά και γενναιόδωρου εργοδότη του, του κυρίου Γκάμπριελ Κλάιν. Στην απροσδιόριστα αβέβαιη πραγματικότητα της πολυκατοικίας οι καθρέφτες παραμένουν θολοί και αρνούνται να γυαλίσουν παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Στέφαν και όλα τα φαγητά, εκτός από τη μυρωδάτη μηλόπιτα της Ηβ Ερθ και τα ζυμωτά τυρόψωμα-πρόσφορα της Μπόνυ Μεντράνο είναι άνοστα, τα ρολόγια λειτουργούν σε εντελώς δικό τους, ιδιόμορφο χρόνο, ενώ η επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι προβληματική και γεμάτη παράσιτα. Η λίστα καθηκόντων του Στέφαν Χήροου έχει ως εξής.

1. Οι 40 μέρες που καλύπτονται από τη συμφωνία είναι ένα μεταβατικό διάστημα. Η συμπεριφορά σου αυτήν τη χρονική περίοδο θα είναι καθοριστική για το μέλλον.

2. Θέτεις τον εαυτό σου στη διάθεση των ενοίκων. Μπορούν να έρθουν σε επαφή μαζί σου είτε στο θυρωρείο κατά τις ώρες 10 με 12 το πρωί, είτε οποιαδήποτε άλλη ώρα της μέρας και της νύχτας μέσω της συσκευής ενδοεπικοινωνίας.

3. Φροντίζεις για την καθαριότητα του διαμερίσματος όπου διαμένεις προσωρινά και όλων των κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής…οποιαδήποτε βλάβη πρέπει να επιδιορθώνεται άμεσα.

4. Τα κλειδιά της αποθήκης [συστατικά μετάνοιας] είναι μέσα στο συρτάρι. Μέσα στην αποθήκη υπάρχουν όλα τα απαραίτητα για την καθαριότητα και τις επιδιορθώσεις.

5. Σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης και μόνον, επικοινωνείς με τον ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας στο εξής τηλέφωνο. Στο σημείο αυτό ο αριθμός ήταν μουτζουρωμένος και δυσδιάκριτος… (σελ. 48)

Επιχειρώντας μια δομική εν μέρει προσέγγιση, θα ισχυριζόμουνα ότι στο σημείο αυτό του κειμένου και μέσα από τούτη τη λίστα καθηκόντων αναδύεται αυτό που στη ζωγραφική ορολογία/σημειολογία ονομάζουμε σημείο φυγής, δηλαδή οι νοητές συγκλίνουσες γραμμές (της αφήγησης στην προκειμένη περίπτωση) που δημιουργούν το βάθος ή την τρίτη διάσταση στο αφηγηματικό τελάρο των δύο διαστάσεων (κάθετο και οριζόντιο), έτσι ώστε να αποδοθεί πιο ρεαλιστικά η ζωγραφική μας, η αφήγηση εν προκειμένω. Ωστόσο, στην περίπτωση του θεατρικά, τρόπον τινά, δομημένου μυθιστορήματος της Κουτσουμπέλη, η όποια οικεία ρεαλιστική πραγματικότητα τίθεται υπό αίρεση συστηματικά και κατ’ επανάληψη, αφού από πολύ νωρίς προ-οικονομείται τούτη η ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ πραγματικής και μεταφυσικής εμπειρίας και είναι κάπου στο ενδιάμεσο όπου ξεδιπλώνεται η πλοκή. Σε εντελώς οικείο τόνο γραμμένη η λίστα καθηκόντων του επικείμενου συντηρητού θυρωρού της πολυκατοικίας, του Στέφαν, εκτός από μία εκκωφαντικά υπαινικτική λεπτομέρεια που κάνει όλη τη διαφορά, εκείνη των σαράντα ημερών «που καλύπτονται από τη συμφωνία». Το κρίσιμο για το όποιο μέλλον του ήρωα μας 40 ήμερο φανερά μας παραπέμπει σε μια αλληγορία, στην μεταβατική περίοδο εκείνη των 40 ημερών που ακολουθεί τον βιολογικό θάνατο του σώματος, περίοδο κατά την οποία σύμφωνα με τα διάφορα Χριστιανικά δόγματα η ψυχή, η οποία βιαίως αποχωρίζεται από το σώμα, περιπλανάται, πειράζεται, δοκιμάζεται, αναστοχάζεται και λογοδοτεί σε σχέση με τα πεπραγμένα της, μετανοεί ή όχι για κάποια εξ’ αυτών, πριν λάβει την τελική της θέση και κατάταξη σε κάποια άλλη τάξη πραγμάτων, αν κάτι τέτοιο τελικά υφίσταται. Ο για 40 ημέρες συντηρητής-θυρωρός της τελευταίας του (πολυ)κατοικίας, Στέφαν, οφείλει να θέσει – και θέτει – εαυτόν στη διάθεση των ενοίκων του πολυκατοικοιμένoυ από φιγούρες του πρόσφατου (εν ζωή) παρελθόντος του, οι οποίοι πράγματι έρχονται συστηματικά σε επαφή μαζί του σε ένα παιχνίδι διαπροσωπικών σχέσεων, μετά-τραυματικών εμπειριών και επιδιορθωτικών επεμβάσεων. Οποιαδήποτε βλάβη πρέπει να επιδιορθώνεται άμεσα και για το σκοπό αυτό η πολυκατοικία του κυρίου Κλάιν παρέχει όλες τα απαραίτητες διευκολύνσεις, αρκεί να γίνουν αντιληπτές και αποδεκτές, έτσι ώστε ο εκάστοτε, υπό θεραπεία διατελών συντηρητής, να αφεθεί στην επιδιορθωτικές-θεραπευτικές τους ιδιότητες. Έχουμε την οικογένεια πένθους με το όνομα Μουρν, στον 1ο όροφο (1ο στάδιο το πένθος και ο θρήνος), την γήινη φιγούρα-απάγκιο Ηβ Ερθ στο 2ο όροφο, με τον απόντα κι άφαντο κύριο Χου. Όμως κάνουμε το συνειρμό: «Χους ει και εις χουν απελεύσει»…). Στον 3ο όροφο ένα Οιδιπόδειο τραύμα προς θεραπεία που ακούει στα ονόματα κύριος και κυρία Ίντιπους, μαζί τους και η γεμάτη απώλειες μετανάστρια οικιακή βοηθός Λαρίσα, και τέλος, στον 5ο όροφο, ο ακτιβιστής-θεραπευτής κύριος Χηλ που είναι εκεί για να κλείσει κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς με το Στέφαν και όχι μόνο. Στο 2ο όροφο η Μπόνυ Μεντράνο, (συν)ιδιοκτήτρια και όχι απλή ένοικος της πολυκατοικίας συνεπικουρεί τον κύριο Γκάμπριελ Κλάιν στο έργο της θεραπείας /διάσωσης του τωρινού βοηθού-συντηρητή.

Μέσα από ένα πλέγμα αισθήσεων (η απόλαυση του φαγητού και του έρωτα διατηρούν κάτι από τη σαγήνη τους έστω και ψευδαισθητικά) παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων, αλλά και εν μέσω στιγμών πλήρους πνευματικής διαύγειας ο Στέφαν Χήροου, αν και αντιλαμβάνεται το σώμα του να φθίνει μέρα με τη μέρα, αναβιώνει, αναπλάθει και εν μέρει κατανοεί τα πεπραγμένα του, δείχνει σημάδια μετάνοιας, αποκολλάται από το σύνδρομο του Εγώ, δίνει και δίνεται, όπως δεν δόθηκε όταν έπρεπε, επιλέγει να βοηθήσει και εντέλει βοηθιέται. Κι ύστερα όλα γίνονται φως. Οι 100 χρυσές λίρες, η αμοιβή των 40 ημερών εργασίας του, πιστώνονται στο λογαριασμό του, οι όποιες οφειλές του διαγράφονται και η θέση του αδειάζει για να καταληφθεί από το νέο συντηρητή θυρωρό, που δείχνει να μοιράζεται πολλά κοινά με τον προκάτοχό του. Η 40/ήμερη θητεία του στο καθαρτήριο ψυχών, τραυμάτων και (Ιερών πληγών λήγει αισίως, αφού τελικά ακούει τη μητρική φωνή, με τη μορφή της Μπόνυ να του ψιθυρίζει ότι επειδή ακριβώς είμαστε φτιαγμένοι από την ύλη που είναι πλασμένα τα όνειρα κι ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στους άπειρους κόσμους όπου κάποιος μας φυσά κι εμείς ξεκολλάμε και ταξιδεύουμε στα σύμπαντα του εδώ και του αλλού, η μόνη συγκολλητική ουσία στο Χάος της ζωής μας είναι η αγάπη.

Τέλος, το μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη, θα μπορούσε να διαβαστεί ταυτόχρονα και ως δείγμα αυτού που στις μέρες μας είναι γνωστό με τον όρο λογοτεχνία της κρίσης, αφού εκτός από την μεταφυσική ετεροτοπία της πολυκατοικίας, στο αφηγηματικό περικείμενο του μυθιστορήματος ενυπάρχει έντονο και το δυστοπικό στοιχείο των οικείων μας, σύγχρονων καιρών της κρίσης που διάγουμε, με την ανάμνηση (και τις συνέπειες) του οποίου κινούνται οι χαρακτήρες της πραγματικά πολυφωνικής αφήγησης: Ήταν σίγουρα παράξενοι καιροί, αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα κι ο άνθρωπος στην αλυσίδα της εξέλιξης, αντί να ορθώνεται, γονάτιζε και άφηνε όλο και περισσότερο τον χιμπατζή να κυριαρχεί στον εγκέφαλό του. Πόλεμοι μαίνονταν, μια τεράστια οικονομική κρίση μάστιζε τον κόσμο, όλο και περισσότεροι άνθρωποι κουβαλούσαν το σπίτι τους στην πλάτη, παιδιά πνίγονταν στη θάλασσα.» (σελ. 11)

Με τον όρο δυστοπία αναφερόμαστε στην κοινότητα εκείνη ή την κοινωνία που είναι ανεπιθύμητη ή τρομακτική και που είναι το αντίθετο της ουτοπίας, η οποία αποτελεί το υπόδειγμα για μία ιδανική κοινωνία χωρίς πόνο, εγκληματικότητα ή φτώχεια. Οι δυστοπικές κοινωνίες, όπως αυτή της Παλιάς πόλης που κυριαρχεί στο Βοηθό του Κυρίου Κλάιν, χαρακτηρίζονται από τον απάνθρωπο χαρακτήρα τους, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, την περιβαλλοντική καταστροφή και άλλα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την κατακόρυφη πτώση του κοινωνικού ιστού των ανθρώπινων κοινοτήτων, σε καιρούς όπου το περιβάλλον, η πολιτική, η οικονομία, η ηθική, η επιστήμη και η τεχνολογία, χειραγωγούμενα από το οικονομικό κατεστημένο και την ακόρεστη δίψα των ανθρώπων για εξουσία, χάνουν την κατεύθυνσή τους, οδηγώντας, ενδεχομένως, σε ακραία δυσάρεστες καταστάσεις. Οι δυστοπίες, που συχνά εμφανίζονται με τη μορφή ολοκληρωτικών καθεστώτων που τα χαρακτηρίζει το χάος, η αναρχία, και η έλλειψη ηθικών, οικονομικών και κοινωνικών φραγμών βρίσκονται στον αντίποδα των ουτοπιών. Κι αν οι ου-τοπίες συνδέονται με έννοιες όπως η εξιδανίκευση, η απουσία συγκρούσεων, η πληρότητα και η έλλειψη οδύνης, τα ζοφερά, δυσοίωνα τοπία των δυστοποιών προκαλούν αβεβαιότητα, ανασφάλεια, τρόμο και πανικό. Όπως κι αν έχει, οι ουτοπίες και οι δυστοπίες συχνά επικοινωνούν μέσω σημείων φυγής και η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους παραμένει οριακή, αφού μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη, όπου η μεταβατική ετεροτοπία της πολυκατοικίας του πραγματικού πορτιέρη-φύλακα Γκάμπριελ Κλάιν λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ενός δυστοπικού παρόντος και ενός ουτοπικού επέκεινα. Με την ανάμνηση, και κυρίως με τις συνέπειες μιας τέτοιου είδους δυστοπικής αστικής τοιχογραφίας, κινούνται, σκέφτονται, πράττουν αναστοχάζονται, θρηνούν και αγωνίζονται να διαχειριστούν τα τραύματά και τις απώλειές τους τους οι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου που φανερά βρίσκονται σε απόλυτη ρήξη με το περιβάλλον τους σε περιόδους κρίσης και όχι μόνο. Η μεταφυσική ετεροτοπία του Κυρίου Κλάιν με τους κλειστοφοβικούς παροξυσμούς των ενοίκων της λειτουργεί ως ένα σύστημα ανοίγματος και κλεισίματος («Πόρτες που ξεκλειδώνουν» μας λέει η αφηγηματική φωνή) και απαιτείται για την είσοδο σε αυτό είτε εξαναγκασμός (βίαιος θάνατος στην περίπτωση του εκάστοτε Στέφαν ή Πωλ κλπ.) είτε ειδική άδεια, είτε ιεροτελεστία εισδοχής ή τελετή μύησης, που στο εν λόγω μυθιστόρημα αναδύονται με τρόπο ευφάνταστο και γλαφυρό, αποτελώντας, παράλληλα με το κύριο αφηγηματικό σύμπαν της πολυκατοικίας, κομβικά σημεία αναφοράς, αλλά πολύ περισσότερο, αφορμές διερώτησης και αναστοχασμού.

.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

DIASTIXO 13/11/2017

Ότι ο χρόνος δεν ήταν συμβατικός το αντιλήφθηκα στη σ. 44 του βιβλίου. Ο Στέφαν, ο βοηθός του κυρίου Κλάιν, ο θυρωρός, ας πούμε, της πολυκατοικίας, εντοπίζει κάποιες περίεργες λεπτομέρειες στην πρώτη επικοινωνία που προσπαθεί να έχει με τη γυναίκα του. Απουσιάζει, ασυνήθιστο για την ώρα εκείνη, του απαντούν πρόσωπα που δεν γνωρίζει καν την ύπαρξή τους και, το κυριότερο, δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το πόσες ώρες έχει να μιλήσει με την Κρίστυ ούτε και τι ώρα είναι ακριβώς. Σύντομα ο αναγνώστης βεβαιώνεται ότι είναι συμβολικό μυθιστόρημα μέσα από στοιχεία που θα αναλύσουμε στη συνέχεια. Οπότε, μπορεί να απολαύσει όλες τις παρεκκλίσεις από το λογικό, το κανονικό/συμβατικό. Μια Αλληγορία. Αλλά και σαν αλληγορικό παραμύθι.
Θα ήθελα να σταθώ σε κάποια σύμβολα.
Τα πρόσωπα, πρώτα πρώτα, πρέπει να υπηρετήσουν κάποιους ρόλους στο συγκεκριμένο πλαίσιο της αφήγησης, ώστε να οδηγηθεί η πλοκή στη λύση και στην κάθαρση. Δεν είναι όμως μονοδιάστατα, ούτε απόλυτα καλά ούτε απόλυτα διεφθαρμένα, και προπαντός πολλά από αυτά μεταβάλλονται.

Τα ονόματα: Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει παράδοση στα ονόματα των ηρώων που σημαίνουν κάτι. Να αναφέρω ενδεικτικά από τους Ομοτράπεζους της άλλης γης τα ποιήματα «Οι καθαρές δεσποινίδες Μπερντ», που βγάζουν φτερά γύρω στα δέκα τους χρόνια και πετούν κάποιες φορές. οι «Οι γυναίκες της οδού Ρόουντ», που ανεβαίνουν στον λόφο ή περιπλανώνται στα καλντερίμια, ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζουν το δείπνο ή γίνονται κομματάκι ζυμάρι στο τραπέζι. «Η απιστία της δεσποινίδος Κόουτς» που προσπαθεί, μάλλον μάταια, να παρέμβει στην έμπνευση του συγγραφέα και να τη στρέψει ευνοϊκότερα προς αυτήν.

Στο μυθιστόρημα ο Στέφαν Χήροου είναι ο ήρωας. Ο συγγραφέας Χήλυ σχετίζεται με το θεραπεύω. Ο κύριος και η κυρία Ίντιπους εύκολα παραπέμπουν στον Οιδίποδα. Και είναι η Ηβ Έρθ, η γήινη Εύα που του γλυκαίνει κάποιες στιγμές. Θέλω να περάσω γρήγορα τον συσχετισμό της αφιέρωσης, «στη μνήμη του Βασίλη μας», με τον Μπίλυ που χάνεται στην Παλιά πόλη. Να αναφέρω εδώ ότι η κάρτα που δίνει ο Κλάιν στον Πωλ, πρόσωπο που συναντούμε στο τελευταίο κεφάλαιο γράφει «Γκάμπριελ Κλάιν». Γκάμπριελ, Γαβριήλ. Θα επανέλθουμε.

Ο χρόνος: Ο χρόνος γίνεται ελαστικός ερήμην της επίγνωσης του Στέφαν Χήροου, δηλαδή εκείνος μπορεί να αισθάνεται πως πέρασαν ώρες και να έχουν περάσει μέρες ή εβδομάδες. Παραδείγματα: Τι εννοείς πέντε μέρες; Ένα εικοσιτετράωρο λείπω, απορεί ο Στέφαν στον διάλογό του με τον Κάσπαρ, καθώς αναζητά την Κρίστυ (σ. 59). Ο ίδιος συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει πόσες μέρες έχουν περάσει και πόσες έχουν απομείνει από τις σαράντα μέρες που όρισε ο κύριος Κλάιν. Ότι ο χρόνος του εδώ μέσα είτε κοντεύει να τελειώσει είτε αρχίζει μόλις τώρα (σ. 147) και Βάζει το παντελόνι του, αλλά αυτό πια του πέφτει τόσο πολύ, παρά τη σφιχτή ζώνη που προσπαθεί να το συγκρατήσει. Αναγκάζεται να το βγάλει και να φορέσει φόρμα. Συνειδητοποιεί ότι παρά τους πόνους, κινείται στο χώρο πιο ανάλαφρα, σχεδόν σαν να κυλάει, ότι καταλαμβάνει όλο και λιγότερο όγκο. (σ. 143)

Να προσεχθεί, ωστόσο, ότι ο χρόνος της σύμβασης με τον Κλάιν ορίζεται σε σαράντα μέρες, ένας χρόνος συμβολικός, όπως γνωρίζουμε, μετά τον θάνατο.
Ο τόπος: Το σκηνικό της πλοκής είναι μια πολυκατοικία με τους ενοίκους της. Τώρα ή ίσως και κάποια χρόνια μετά. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι πως στοιχεί σε μια περίοδο οξείας οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που ζούμε σήμερα. Ο τόπος δεν ορίζεται με ακρίβεια, κάπου, σε μια χώρα στον πλανήτη. Τα ονόματα, ξένα κυρίως αλλά και κάποια ελληνικά, στηρίζουν αυτή την ασάφεια. Από εκεί και πέρα, για την πολυκατοικία αποκτά μια σαφή εικόνα ο αναγνώστης, με τα διαμερίσματα και τις λεπτομέρειές τους, για τους ενοίκους και τον χαρακτήρα τους. Αλλά και έξω από το «κουκούλι» της δράσης, η εικόνα για την ψαραγορά όπου δουλεύει η Ηβ, το μπαρ όπου σύχναζε ο Στέφαν και γενικά για την Παλιά πόλη είναι πολύ σαφής – η σκοτεινή αυτή γειτονιά λειτουργεί σαν απειλητικό soundtrack στην αφήγηση, ενώ ταυτόχρονα φωτίζει το παρόν με γενναίες φέτες από το παρελθόν. Μια δυστοπία που, σε περιορισμένη κλίμακα, τείνει στην ουτοπία, με τη συμπεριφορά του Στέφαν και την τελική του απόφαση.

Στο σημείο αυτό ας αντιπαραβληθεί η χρήση της πολυκατοικίας ως σκηνικού στο αστικό τοπίο της μεταπολεμικής Ελλάδας, μέσα από ταινίες του κινηματογράφου αλλά και από τηλεοπτικές σειρές, όπου συχνότατα τονίζεται ο ρόλος του θυρωρού και οι σχέσεις με τους ενοίκους. Η οπτική στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ρεαλιστική και χιουμοριστική, όμως διακρίνονται και οι νύξεις για τα προβλήματα μιας τέτοιας συμβίωσης αλλά και για τη μοναξιά.

Στοιχεία του παραμυθιού: Μέσα στο πλαίσιο της αλληγορίας και με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία με τον κόσμο του παραμυθιού, θέλω να υπογραμμίσω τη μοναξιά του Στέφαν Χήροου. Συνήθως σε ένα τέτοιο πλαίσιο υπάρχει ο φίλος-βοηθός του κεντρικού ήρωα – αναφέρομαι στις λειτουργίες για τη μορφολογική ανάλυση των μαγικών παραμυθιών του Vladimir Propp. Εδώ δεν υπάρχει ούτε φίλος να του συμπαρασταθεί ούτε το μαγικό στοιχείο που θα τον βοηθήσει στη λύση. Ο πιο κοντινός στον ρόλο αυτό είναι ο συγγραφέας Χηλ, που τον επηρεάζει σε μια πορεία αυτογνωσίας. Επίσης, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την καλλιτέχνιδα Μπόνυ Μεντράνο, πότε μητρικά τρυφερή αλλά προς το τέλος αυστηρή κριτής, που του μιλά για την ευλογία και την κατάρα μαζί, για το τραύμα που μπορεί, και πρέπει να γίνει ευαισθητοποίηση. Και τέλος τέλος, τραγικό και οξύμωρο, ο κύριος Κλάιν, αφού αυτός είναι το «όχημα» για να μετατρέψει ο Στέφαν την πραγμάτωση της εσωτερικής του αλλαγής σε πράξη.

Οι συμπτώσεις: Όπως εξελίσσεται η πλοκή, ο αναγνώστης ανακαλύπτει πως ο Στέφαν σχετίζεται με κάποιο από τα πρόσωπα του κάθε ορόφου, από το παρελθόν. Καθώς επισκευάζει διάφορες ζημιές σε κάθε όροφο, ταυτόχρονα επηρεάζει τις αποφάσεις των ενοίκων, προσπαθεί να τους παρηγορήσει για τις απώλειες αγαπημένων, στρέφει τη σκέψη τους σε διαφορετικούς δρόμους μαθαίνοντάς τους την αλληλεγγύη και την αγάπη – στοιχεία που δεν υπήρχαν παλιότερα στον χαρακτήρα του. Γιατί την ίδια στιγμή έχει αρχίσει η δική του επώδυνη πορεία προς την αυτογνωσία.
Παράλληλα με την αλληγορική γραφή, στο κείμενο υπάρχει πλήθος από ρεαλιστικές καθημερινές λεπτομέρειες, όπως εκείνες των ρούχων, των επίπλων, των χώρων, αλλά και της προετοιμασίας ενός γεύματος, της γεύσης. Έκοψε σκόρδο και κρεμμύδι για τη σάλτσα και όταν τα έριξε στη μικρή κατσαρόλα με ντομάτα, βάλθηκε να στρώνει το τραπέζι με δύο σερβίτσια. Στο βάθος ενός συρταριού βρήκε δυο κεριά που άναψε και στερέωσε σε ένα γυάλινο ποτήρι. (σ. 99)

Επίσης: Το σπίτι μύριζε πίτα που μόλις είχε βγει από τον φούρνο και συνόδευε το κρασί τους. Όμως ο Στέφαν δεν πεινούσε πια καθόλου. Γεύτηκε λίγο το κρασί, αλλά η γεύση του θύμιζε μούχλα. (σ. 132)

Έχοντας προχωρήσει αρκετά στο βιβλίο, εντοπίζει ο αναγνώστης τη Θιβετιανή Βίβλο των νεκρών, σ.151-152, και το μεσοδιάστημα θανάτου και νέας ζωής, το Μπάρντο: […] για να βρει η ψυχή τον δρόμο της προς το φως και να γλιτώσει τον κύκλο των αιώνιων μετενσαρκώσεων. Η ενδιάμεση ζωή ανάμεσα στον θάνατο και στην καινούρια γέννηση λέγεται Μπάρντο.

Και, ξαφνικά, παίρνει στροφές το μυαλό, εκείνη η ξαφνική αναλαμπή, και επιστρέφει ο αναγνώστης στην αρχή του δεύτερου κεφαλαίου, με το όνομα «Στέφαν». Διαβάζει στο μότο: Ότι το όνομα έχεις ότι ζης και είσαι νεκρός, Αποκάλυψη του Ιωάννου, 3-1
Οπότε, συνειδητοποιεί ότι η λύση βρίσκεται στη δεύτερη σελίδα της αφήγησης, τουλάχιστον ένας σημαντικός υπαινιγμός για την πλοκή, ότι ο Στέφαν θα μπορούσε παρά τρίχα να είναι νεκρός, σώθηκε χάρη σε μια διαβολική σύμπτωση – ή μήπως όχι;

Συνεχίζει αρκετά υποψιασμένος για την κατάσταση του Στέφαν, αλλά με πολλή αγωνία για την τελική λύση. Ποιος είναι ο Κλάιν; Πώς θα κλείσει όλη αυτή η σχέση με τους ενοίκους; Ναι, ίσως ο κύριος Κλάιν ξέρει καλύτερα. Ο παντογνώστης, σοφός κύριος Κλάιν. Ο άνθρωπος με τα πολλά μάτια. (σ. 147)

Θέλω να επισημάνω τη σκηνοθεσία στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο κύριος Κλάιν» (σ. 188 κ.ε.). Παραπέμπει στην ταινία Η έβδομη σφραγίδα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν – η παρτίδα σκακιού ανάμεσα στον ιππότη και στον Θάνατο. Το παιχνίδι με τα ζάρια ανάμεσα στον Κλάιν και τον Στέφαν, και ταυτόχρονα, σε δεύτερο επίπεδο, η αναδρομή του Στέφαν στην πιο τρομερή ίσως, στην πιο ανήθικη σίγουρα, πράξη της ζωής του. Τότε που έπαιξε, και έχασε, την αγαπημένη του Λούσυ στα ζάρια. Η πράξη του σχολιάζεται από τον Κλάιν με έναν περίεργο οργισμένο τρόπο, σαν καταδίκη και σαν τιμωρία. Είναι σαν να παρακολουθούμε σκηνή θεατρικού έργου ή κινηματογραφικής ταινίας (αλλά και όλο το μυθιστόρημα σου δίνει συχνά την αίσθηση θεατρικής ή κινηματογραφικής γραφής).

Το καθοριστικό και συγκλονιστικό κεφάλαιο «Σβεν», με τον μονόλογο του νεκρού ήδη μικρού μετανάστη, γιου της Λαρίσα, οδηγεί στο κεφάλαιο «Καρδιά», με την απόφαση του Στέφαν και την τελική λύση. Είναι η στιγμή που κορυφώνεται η αλληγορία αλλά και η στιγμή που το γήινο και ανθρώπινο περνά στο πανανθρώπινο και συμπαντικό.

Το τελευταίο κεφάλαιο απλώς λειτουργεί σαν ένα ύφασμα που παίρνει τη θαμπάδα από το τζάμι: ένα ατύχημα-αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ανάλογο με του Στέφαν και τον άντρα ρητά νεκρό, φωτίζει την αλήθεια της ιστορίας. Και ο κύριος Κλάιν είναι παρών, για να ορίσει τον νέο βοηθό του. Είναι το σημείο που του δίνει την κάρτα του, με το όνομα «Γκάμπριελ Κλάιν». Ξαναγυρνώντας στα ονόματα-σύμβολα, θεωρώ τον κύριο Κλάιν άγγελο του θανάτου. Εκείνη η υποψία για τη μεταιχμιακή κατάσταση του Στέφαν, από τις πρώτες σελίδες της αφήγησης, μοιάζει να επιβεβαιώνεται.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις βοηθούν να ξεδιπλωθεί η δομή του μυθιστορήματος. Πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, με πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες, προχωράει συχνά με αναδρομές στο παρελθόν-flash back, με συνειρμούς, με έμφαση στα παιδικά χρόνια. Είναι απαιτητική αυτή η δομή, θέλει πολύ προσεκτικό χειρισμό, καθώς το παρόν μπλέκεται με το παρελθόν και κάποτε προεξαγγέλλεται το μέλλον. Η Χλόη Κουτσουμπέλη καταφέρνει να αντεπεξέλθει με μαεστρία αφηγηματική στον χειρισμό. Να αποκαλύψει κάθε φορά τόσο όσο η ίδια επιθυμεί στον αναγνώστη για τις σχέσεις των προσώπων και την πλοκή. Ο αναγνώστης ενδιαφέρεται ή/και αγωνιά, αλλά δεν χάνεται ούτε στιγμή στους δρόμους και στα μονοπάτια, στο πηγαινέλα της πλοκής και της αφήγησης.

Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει μια κατάσταση με τα πρόσωπα, τον όροφο που μένουν και, κάποτε, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις σχέσεις τους με τον Στέφαν – η κατάσταση που υποτίθεται πως έδωσε ο Κλάιν στον Στέφαν με την ανάληψη των καθηκόντων του. Η κατάσταση αυτή μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη σε οποιοδήποτε σημείο της ανάγνωσής του, αν και δεν τη χρειάζεται, νομίζω, με το προσεχτικό χτίσιμο της πλοκής. Σίγουρα πάντως θυμίζει εισαγωγή σε θεατρικό έργο, με τα πρόσωπα της παράστασης.

Η εσωτερική πορεία ενός ανθρώπου –δεν έχει σημασία ακριβώς σε ποια διαχωριστική γραμμή συντελείται– συνεπάγεται ένα βαθύ κοίταγμα στις απώλειες κάθε είδους. Μέσα από το πένθος μπορεί να προκύψει, ως η άλλη όψη του νομίσματος, η επανάκτηση της ανθρωπιάς.

Το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί παράλληλα –εννοώ ότι συνδέονται στον πυρήνα τους τα δύο βιβλία– με την ποιητική συλλογή Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης. Αρκετά ποιήματα της συλλογής θα μπορούσαν να αποτελούν κεφάλαια του βιβλίου, με άλλα λόγια τα πρόσωπα των ποιημάτων να αποτελούν μυθιστορηματικούς ήρωες.
Παραδείγματα: «Ο συγγραφέας κύριος Μπάρυ», «Η μητέρα κυρία Άλισον», «Ο αξιοσέβαστος κύριος Όουεν», «Η αξιοζήλευτη δεσποινίς Εντελβάις Φλέτσερ», «Ο αξιότιμος κύριος Πόμπους».

Τα κείμενα καλό είναι να κρίνονται ως κείμενα. Για την ποιητική συλλογή υπάρχει βέβαια η κατατεθειμένη ομολογία της συγγραφέως για το πένθος στην αφετηρία της έμπνευσης. Ενδεχομένως, μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει τη σκιά της ίδιας αφετηρίας και στο μυθιστόρημα, αλλά θα ήθελα να δούμε μια άλλη οπτική: Σε δύσκολες στιγμές της ζωής, ιδιαίτερα όταν ο συγγραφέας έρχεται σε επαφή με το τέλος, με οποιονδήποτε τρόπο, επιθυμεί μέσα από το κείμενο που γράφει να δώσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, το απόσταγμα της εμπειρίας του ως στάση ζωής. Τι είναι δηλαδή αυτό το πιο σημαντικό στη ζωή, πέρα από χρήματα, δόξα, ακόμη και βιβλία.

Και η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι απόλυτα σαφής με αυτό το μυθιστόρημά της. Το σημαντικότερο πράγμα είναι η δικαιοσύνη, η κατανόηση, η αγάπη, η αλληλεγγύη. Μέσα από την πιθανότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας, για να γίνει πράξη η συνειδητοποίηση αυτή, λίγο πριν είναι αργά.

Πέρα από τις συγγραφικές αρετές του μυθιστορήματος, στις οποίες προαναφέρθηκα, θεωρώ πολύ σημαντικό το μυθιστόρημα αυτό για τούτη την παρακαταθήκη.

Να τονιστεί ότι οι συγγραφείς, στις περιπτώσεις αυτές, απευθύνουν το απόσταγμα όχι μόνο στους αναγνώστες αλλά και στον ίδιο τους τον εαυτό, ίσως κυρίως σε αυτόν.

.

ΧΑΡΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

FRACTAL 01/11/2017

Η κατάβαση και η υπέρβαση στον παράξενο κόσμο του κ. Κλάιν

Στην ομηρική Νέκυια, (ραψωδία λ της Οδύσσειας) ο Οδυσσέας αρμενίζοντας με βόρειο άνεμο φτάνει στη χώρα τη σκεπασμένη από τα νέφη και την καταχνιά, πέρα από τον Ωκεανό. Νύχτα παγερή κρέμεται πάνω από τους δύστυχους ανθρώπους και δεν τους αγγίζει το φως του ήλιου. Κατεβαίνει ζωντανός στο βασίλειο του Άδη. Από τα βάθη του ερέβους συνάζονται γύρω του οι ψυχές των πεθαμένων σηκώνοντας ανήκουστη βοή. Ο Οδυσσέας δεν πήγε εκεί για να κουβεντιάσει απλώς με τους νεκρούς ούτε μόνον για να μάθει το μέλλον. Ουσιαστικά πήγε για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Βίωσε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις και συνειδητοποίησε ότι σημασία έχει η ζωή στο τώρα όχι στο μετά. Κατανόησε ότι μετά δεν μπορεί ν’ αλλάξει κάτι, πολλά όμως μπορούν ν’ αλλάξουν τώρα.

Διερχόμενος την προσωπική του Νέκυια, ο πρωταγωνιστής Στέφαν θα βαδίσει σε μονοπάτια εφιαλτικά, θα έχει οδυνηρές συναντήσεις με αγαπημένα πρόσωπα χαμένα από καιρό, θα κληθεί να αντικρίσει κατάματα φόβους και τρομακτικές ενοχές και τέλος θα αντιμετωπίσει την πρόκληση της καθολικής υπέρβασης, προκειμένου να επιτύχει τη λύτρωση και την κάθαρση.

Είναι δύσκολο να κατατάξει κανείς το πολυδιάστατο βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. Ψυχολογικό θρίλερ; Αλληγορία πάνω στη ζωή και στον θάνατο; Ένα εφιαλτικό παραμύθι κάτω από τη σκιά της έβδομης σφραγίδας, όπως τη γνωρίσαμε από τον Μπέργκμαν; Μια μεταφυσική ιστορία φαντασίας;

Η ιστορία μας ξεκινάει μια παράξενη μέρα με σημάδια δυσοίωνα στον ουρανό ‘κάπου σε μια πόλη, σε μια χώρα, σε μια ήπειρο, στον πλανήτη Γη’, μια μέρα που ‘ τα σύννεφα θεριεύουν και γιγαντώνονται’. Το εύρημα της απροσδιοριστίας τοπικών και χρονικών προσδιορισμών χαρίζει στην ιστορία οικουμενική διάσταση. Ο Στέφαν προσλαμβάνεται από τον αινιγματικό κ. Κλάιν ως θυρωρός/επιστάτης μιας πολυκατοικίας. Θα πρέπει να παραμείνει για σαράντα ημέρες έγκλειστος στον πολυκατοικία ώστε να φροντίζει τον χώρο και τους ενοίκους, είναι επίσης υποχρεωμένος να αναλαμβάνει κάθε είδους μερεμέτια και επισκευές που χρειάζονται τα διαμερίσματα.

Ο Στέφαν είναι πρώην δικηγόρος και νυν άνεργος, έχει απεγνωσμένα ανάγκη αυτή τη δουλειά που είναι η σανίδα σωτηρίας του, καθώς είναι χρεωκοπημένος, ο δε εργοδότης του, κ. Κλάιν, είναι αρκετά γενναιόδωρος.

Ο Στέφαν αντικρίζει με δέος και φόβο την τεράστια πολυκατοικία η οποία του θυμίζει κήτος που τον ρουφάει στα ενδότερά της. Η επαφή του και η γνωριμία του με τους ενοίκους επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις γι’ αυτόν. Συναντά εκεί παλιούς του γνώριμους, όπως τον διάσημο συγγραφέα Σεμπάστιαν Χηλ, οι οποίοι ανασύρουν νήματα μνήμης που τον οδηγούν πίσω σε ένα οδυνηρό παρελθόν.

Ποια είναι η μυστηριώδης, γλυκύτατη αλλά και αυτοκαταστροφική Λούσυ που στοιχειώνει τα όνειρά του και έχει σημαδέψει την ζωή του; Η σταδιακή γνωριμία του και με τους υπόλοιπους ενοίκους θα φέρει στο φως κι άλλες πτυχές της ζωής του που τον πονάνε.

Και ποια σχέση έχουν οι ‘επιδιορθώσεις’, που καλείται να αναλάβει ο Στέφαν στα διαμερίσματα των ενοίκων, με τα τραύματα μιας ζωής που κυριαρχείται από την εγωπάθεια, τη δειλία και την αδυναμία του να συνάψει ουσιαστικές σχέσεις και να αγαπήσει; Μήπως ολόκληρη η ζωή, η δική του ζωή, παρουσιάζει ‘διαρροές’ και χρήζει επειγόντως επισκευής; Κι ακόμα: υπάρχει χρόνος γι’ αυτό ή είναι ήδη πολύ αργά;

Ο Στέφαν ανακαλύπτει με τρόμο πως ο χρόνος έχει χάσει τις γνωστές του διαστάσεις και είναι απολύτως σχετικός μέσα στην πολυκατοικία. Οι μέρες και οι ώρες κυλάνε σε χρόνο ονειρικό και αδιευκρίνιστο. Μεγάλη ταραχή τού προκαλεί επίσης το γεγονός πως οι δαίμονες από το παρελθόν ξυπνάνε από τον παρήγορο λήθαργό τους και αναδύονται ζωντανοί και απειλητικοί.

«Από την ώρα που μπήκα στην πολυκατοικία, διαπιστώνει ο Στέφαν, μου συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Το πρόσφατο παρελθόν, η Κρίστυ, ο Κάσπαρ, το σπίτι στα περίχωρα, ξεθωριάζουν, σαν κάποιος με επιμέλεια να ρουφάει το μελάνι τους, ενώ, αντίθετα, οι εικόνες της Λούσυ και της ζωής μου πριν από δέκα χρόνια στην Παλιά Πόλη μοιάζουν με φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης τυπωμένες σε ιλουστρασιόν χαρτί΄ αποκτούν όλο και περισσότερη λάμψη και ζωντάνια. Ακόμα και η διαύγεια αυτής της διαπίστωσης τον τρόμαξε.»

Οι ενοχές του για αγαπημένα πρόσωπα που εγκατέλειψε, παραμέλησε, αδίκησε, ορθώνονται αμείλικτες. Η μόνη του επιλογή πια είναι να τις αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο και να αφήσει οριστικά στην άκρη τις υπεκφυγές και τις αναβολές.

Κι όσο ανασκαλεύει τις πρίζες, τα καζανάκια και τα φλοτέρ, τόσο ξεπετάγονται από παντού φαντάσματα και σκιές μιας ζωής γεμάτης εγωισμό και αδιαφορία: της δικής του ζωής.

Ποιος είναι τελικά ο μυστηριώδης κ. Κλάιν και γιατί τον επέλεξε γι΄ αυτή τη δουλειά;

Με υποδειγματική δομή, γραφή υψηλών προδιαγραφών και άρτια δομημένους χαρακτήρες η Χλόη Κουτσουμπέλη μάς παραδίδει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που κινείται στο κλίμα του ψυχολογικού θρίλερ.

Ο φόβος εδώ δεν προκύπτει από τη δράση ενός ψυχωτικού δολοφόνου αλλά αναδύεται από τα κατάβαθα του εαυτού , γι’ αυτό και είναι πιο οδυνηρός. Αδύνατον να του διαφύγει ο Στέφαν.

Παραθέματα από συγγραφείς όπως ο Μπέρναρντ Σω, ο Σαίξπηρ (Τρικυμία και ΄Αμλετ), η ΄Εμιλυ Ντίκινσον, ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού και από βιβλία όπως η αποκάλυψη του Ιωάννη, η αιγυπτιακή βίβλος των νεκρών αλλά και από την εμβληματική ταινία Η έβδομη σφραγίδα του Μπέργκμαν, λειτουργούν σαν προβολείς που φωτίζουν ένα κομματάκι αυτής της σκοτεινής υπόθεσης, την εσώτερη μοναξιά και την απόγνωση του κεντρικού ήρωα, και μας προϊδεάζουν για το τι επίκειται στη ζωή των προσώπων.

Η συγγραφέας μάς παραδίδει ένα μυθιστόρημα συγγραφικής ωριμότητας ακροβατώντας με επιδεξιότητα ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασία, ανάμεσα σε ρεαλιστική απεικόνιση και ποιητικές αναφορές. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον λογοτεχνικό κράμα το οποίο έχει αφομοιώσει και μεταπλάσει δημιουργικά αναφορές από την ομηρική Νέκυια, την καφκική πνιγηρή ατμόσφαιρα, την δαντική κόλαση, τη βίβλο των νεκρών, και φροϋδικές νύξεις.

Εξαιρετική δύναμη στην εικονοπλασία, σχήματα λόγου εντυπωσιακά στην πρωτοτυπία τους: ΄κατά διαστήματα όλα σκοτείνιαζαν ξαφνικά, θαρρείς και μια τεράστια σουπιά εκσφενδόνιζε το μελάνι της.’ η πολυκατοικία παρομοιάζεται με ‘μια τεράστια φάλαινα, ένα κήτος που ανέπνεε’ , ΄και από μέσα ξεπρόβαλε το σκοτεινό της υπογάστριο.’ ‘ αρχοντικά με ξεχυμένα τα έντερά τους στα πεζοδρόμια΄ , ΄μαλακό χνούδι και σπασμένες φτερούγες πουλιού, η Λούσυ του’ ΄ η φράση που ξεπήδησε από το στόμα του Στέφαν, ένα πλήρως διαμορφωμένο έμβρυο από λέξεις’ , ‘ η ταριχευμένη λύπη’, ‘όταν ξυπνά ο Στέφαν είναι η ώρα που έχει σπάσει το αυγό της αυγής και ο κρόκος του έχει χυθεί παντού στον κόσμο.’

Και λίγα λόγια για τη σημειολογία των ονομάτων όπως τα αποκρυπτογράφησε η Πόλυ Χατζημανωλάκη: «Μια ιστορία δομημένη στο στυλ ταινίας τους Γουές Άντερσον, όπως το «Grand Budapest Hotel» ή η «Οικογένεια Τένεμπάουμ», με χαρακτήρες σε χωριστά κουτιά, ορατά και χαρτογραφημένα σε τρεις διαστάσεις. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια πολυκατοικία όπου ο παράξενος βοηθός του κυρίου Κλάιν, όπως ο θυρωρός στο Γκραν Μπούνταπεστ, που βασίζεται σε μια νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, εξυπηρετεί και σχετίζεται συναισθηματικά με τους ενοίκους. Στέφαν και το όνομα του ήρωα – πνευματική οφειλή στον Τσβάιχ, υποθέτω. Όλα τα ονόματα παραπέμπουν κάπου: στο πένθος – Οικογένεια Μουρν, στη θεραπεία – κύριος και κυρία Χιλ και δεν λείπει η αναφορά διά του συμβολικού ονόματος στο σύμπλεγμα το μυθικό, κύριος και κυρία Ίντιπους. Ο Μπίλλυ που λείπει – τρυφερή αναφορά στον «Βασίλη μας», τον αδελφό της που στη μνήμη του είναι αφιερωμένο το βιβλίο.» (Στέφαν όπως Τσβάιχ, η Μαγική Πολυκατοικία στον Αρχαίο Κόσμο της Χλόης Κουτσουμπέλη , Εφ. Αυγή 11 Ιουλίου 2017)

Μυστήριο και σκοτεινή ατμόσφαιρα σε μια πρώτη ανάγνωση, αλλά η προσέγγιση της ιστορίας ξεδιπλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα. Συγκλονιστική η ψυχογράφηση όλων των ηρώων, η ζωή και ο θάνατος σε μόνιμη αντιπαραβολή, το ταξίδι στα κατάβαθα του εαυτού, ο κόσμος του περιθωρίου, οι απόκληροι της ζωής, το τραύμα της απώλειας, η ορφάνια των ανθρώπων σε έναν κόσμο κατακερματισμένο, γεμάτο πολέμους, κρίση και προσφυγιά, όλα τα στοιχεία υφαίνουν επιδέξια τον καμβά της ανθρώπινης περιπέτειας, τον πόνο του ανθρώπου επί γης. Σε μια γη όπου το κακό βασιλεύει καθώς ο άνθρωπος αφήνει όλο και περισσότερο τον ‘χιμπατζή να κυριαρχεί στον εγκέφαλο του.’

Ένα εφιαλτικό παραμύθι όπου δεσπόζει η αγέρωχη φιγούρα του κ. Κλάιν ο οποίος έχει αναλάβει να βάλει τάξη στο χάος και κάτω από τις εντολές του οποίου όλοι κινούνται σπασμωδικά σαν υπάκουες μαριονέτες. Αν κυριαρχεί μία αίσθηση σε όλο το βιβλίο, είναι εκείνη του εγκλωβισμού. Ο Στέφαν είναι υποχρεωμένος να παραμείνει στην πολυκατοικία για 40 ημέρες, αλλά και σε ένα άλλο επίπεδο οι ήρωες βρίσκονται εγκλωβισμένοι στα πάθη και στα τραύματα , σε ένα παρελθόν οδυνηρό, στον δίχως όνειρα ύπνο, σε μια μεταβατική κατάσταση ανάμεσα σε ζωή και θάνατο.

Αποτύχαμε ως ανθρωπότητα, μοιάζει να διαπιστώνει η συγγραφέας, αλλά μήπως υπάρχει ακόμα μία αχτίδα φωτός;

Κι ακόμα αναρωτιέται: «Ποια μπορεί να είναι η λύτρωση για ένα εγωκεντρικό άτομο που δεν ενδιαφέρεται και δεν σχετίζεται ουσιαστικά με τους άλλους ανθρώπους;» Η ερώτηση από το οπισθόφυλλο αποτελεί και τον κεντρικό πυρήνα του βιβλίου.

Πώς λοιπόν θα επέλθει η κάθαρση; Με ποιον τρόπο θα μυηθεί ο κεντρικός ήρωας, στη δαντική παραίνεση «Εδώ πρέπει ν ‘αφήσεις κάθε φόβο, εδώ κάθε ατολμιά πρέπει να σβήσει!» Δάντης, Θεία κωμωδία (Γ 14-24)

Γράφει η Αρχοντούλα Διαβάτη: «Οφείλει να συμφιλιωθεί με τους δαίμονές του, να πονέσει και να λυπηθεί, αγκαλιάζοντας τον άλλο άνθρωπο και τώρα, έγκαιρα να κάνει την υπέρβασή του, βοηθώντας τους άλλους να σωθούν, αγαπώντας με την ψυχή του τους άλλους, μια και είμαστε όλοι «μια ψυχή σε ένα περίβλημα». Από Μίδας, το χρυσό αγόρι με τη σημαδεμένη τράπουλα, ο νάρκισσος και κακομαθημένος, να φτάσει στην αγάπη, γιατί «μόνον η αγάπη είναι η συγκολλητική ουσία… αυτό που μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στο χάος της ζωής μας.» (ΕΝΩ ΕΣΥ ΚΟΙΜΟΣΟΥΝ Μια ανάγνωση του βιβλίου της Χλόης Κουτσουμπέλη Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΛΑΙΝ, ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ, 13 Ιουλίου 2017)

.

ΑΤΑΛΑΝΤΗ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

Εξαιρετικό μυθιστόρημα που ακροβατεί ανάμεσα στον μαγικό ρεαλισμό και στο fantasy (για να αποκαλυφθεί ξεκάθαρα fantasy στο τέλος), με βαθείς, περίπλοκους και έξυπνους συμβολισμούς, με το κάθε τι υπολογισμένο και να έχει σημασία – από τα άσπρα και τα μαύρα βότσαλα, μέχρι τα ονόματα των χαρακτήρων, τις αναφορές σε άλλα έργα κτλ. Υπάρχει μια θεατρικότητα στο μυθιστόρημα που μου φάνηκε ιδιαίτερα ταιριαστή. Ομολογουμένως, μπορούσα να φανταστώ τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας σε μια σκηνή θεάτρου και το δράμα να ξεδιπλώνεται μπροστά μου. Οι χαρακτήρες μου άρεσαν, η πλοκή μου άρεσε, δεν τη μάντεψα εξαρχής, αλλά την καταλάβαινα ολοένα και περισσότερο σταδιακά, μαζί με τον πρωταγωνιστή. Γενικά, ένα βιβλίο που απόλαυσα πολύ και που θα πρότεινα ανεπιφύλακτα.

.

ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ

FRACTAL  14/02/2018

Ο γοητευτικά παράδοξος κόσμος του κ. Κλάιν

«Την ημέρα του ελέγχου ένα ασθενικό φως γάζωνε τον ποδόγυρο του ουρανού. Κάπου σε μια πόλη, σε μια χώρα, σε μια ήπειρο, στον πλανήτη Γη, ο Στέφαν κοίταξε ανήσυχος από το τζάμι του λεωφορείου τα μαύρα σύννεφα να θεριεύουν και να γιγαντώνονται. Κατά διαστήματα όλα σκοτείνιαζαν ξαφνικά, θαρρείς και μια τεράστια σουπιά εκσφενδόνιζε το μελάνι της. Ήρθε άραγε το τέλος του τέλους; αναρωτήθηκε.

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καταλληλότερη αρχή απ’ αυτήν τη δυσοίωνη εικόνα που σκοτεινιάζει βαθμιαία αλλά όχι εντελώς (αφού ένα ασθενικό φως γαζώνει το σκούρο φόρεμα τ’ ουρανού, χαρίζοντας φως -έστω αμυδρό- κίνηση και αρμονία στην εικόνα) με την οποία η συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη στον ονειρικό και συνάμα γοητευτικά παράδοξο κόσμο του μυθιστορήματός της, που απ’ ότι φαίνεται τον έλεγχο έχει ο κ. Κλάιν. Πώς ορίζεται όμως αυτός ο κόσμος; Είναι σταθερός ή μεταβαλλόμενος; Δεν γίνεται αντιληπτό από την αρχή της αφήγησης, με αποτέλεσμα αυτό που αυθαίρετα θα ονόμαζα «άδολη άγνοια του αναγνώστη» – που γεννά ερωτηματικά και εικασίες, υποθέσεις και προφητείες – να αποτελεί ένα από τα πιο σαγηνευτικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος.

Η πρώτη παράγραφος όμως συνεχίζεται: Ήταν σίγουρα παράξενοι καιροί, αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα κι ο άνθρωπος στην αλυσίδα της εξέλιξης, αντί να ορθώνεται, γονάτιζε και άφηνε όλο και περισσότερο τον χιμπατζή να κυριαρχεί στον εγκέφαλό του. Πόλεμοι μαίνονταν, μια τεράστια οικονομική κρίση μάστιζε τον κόσμο, όλο και περισσότεροι άνθρωποι κουβαλούσαν το σπίτι τους στην πλάτη, παιδιά πνίγονταν στη θάλασσα.» για να τοποθετηθεί χρονικά η πλοκή και η αλληλεπίδραση των ηρώων στη σύγχρονη εποχή. Μα, αν το καλοσκεφτούμε, η σημερινή εποχή δεν διαφέρει και πολύ από παλαιότερες, τουλάχιστον όσον αφορά την αδυναμία των ανθρώπινου είδους να εδραιώσει την ειρήνη, να σεβαστεί την ομορφιά στον πλανήτη που του δόθηκε. Επομένως, ο κόσμος του κ. Κλάιν αντιπροσωπεύει την ιστορία της ανθρωπότητας, ή μάλλον της φάρσας της ανθρωπότητας που επαναλαμβάνεται αιώνες τώρα. Παρά την εξέλιξη της επιστήμης, τη θεαματική άνοδο της τεχνολογίας και την προβολή της τέχνης, σε παρά πολλά μέρη της γης επικρατεί η βαρβαρότητα και η βία.

Η συγγραφέας τοποθετεί τον κεντρικό ήρωά της, τον Στέφαν, με τρόπο εντελώς φυσικό στο πολυσχιδές μυθοπλαστικό σύμπαν που συντίθενται από ψευδαισθησιακό καθεστώς, καφκικό άρωμα, επιρροές από τη Νέκυια της Οδύσσειας, τη δραματουργία του Σαίξπηρ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Εκεί βυθίζεται ολοκληρωτικά ο Στέφαν, καθώς ένα παράλληλο σύμπαν εξυφαίνεται χάρη στην ανάδρομη και εγκιβωτισμένη αφήγηση, τους παραστατικούς διαλόγους και το εύρημα των επιστολών. Με την ίδια φυσικότητα, ο αναγνώστης καλείται να βηματίσει στα υψίπεδα των ονείρων, να διασχίσει χαράδρες συναισθημάτων, να εξερευνήσει σκοτεινά δάση ενοχών, να ανοίξει μονοπάτια και στοές συνομιλώντας με τους ήρωες και τη δημιουργό τους. Ο Στέφαν μεταβαίνει σ’ έναν κόσμο ρευστό και τρεμάμενο όπου ο χρόνος διαχέεται, άλλοτε ρευστοποιείται, καυτή λάβα που αφανίζει ό,τι αγγίξει κι άλλοτε παγώνει, αναπλάθοντας σαν θεόσταλτη χάρη τη γλυκύτητα της στιγμής, μα αλλοίμονο γρήγορα μετατρέπεται σε κατάψυξη που συντηρεί αναλλοίωτη την άφατη οδύνη.

Η Κουτσουμπέλη χτίζει το συγγραφικό της οικοδόμημα – κυριολεκτικά στη συγκεκριμένη περίπτωση- πάνω στα σχέδια μιας πολυκατοικίας – φάλαινας που έχει καταπιεί τα παιδιά της. Ο αναγνώστης από την άλλη εξερευνά ψηλαφώντας λέξεις και διαδρομές, εικόνες και διαλόγους, την οριζόντια και κάθετη διάσταση της πολυκατοικίας που εκτός των άλλων εμπεριέχει και την ταξική στρωματοποίηση. (Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι στα πάνω πατώματα κατοικεί ο αστός γιατρός ντυμένος με ακριβά ρούχα κάτω από τον σφιχτό μανδύα του καθωσπρεπισμού με την αυταρχική μητέρα και την αφανισμένη από τον πόνο οικιακή βοηθό- μετανάστρια ενώ πιο κάτω κατοικεί η μοναχική εμμονική γυναίκα που δουλεύει στην ψαραγορά). Παράλληλα όμως αντικρίζει και τα μέσα δωμάτια των ηρώων, τους διαδρόμους και τα πλακάκια που βηματίζουν τα προσωπικά τους φαντάσματα, προσκρούει στις μάντρες των φόβων τους που υψώνονται χωρίς προειδοποίηση κι άλλοτε κρυφοκοιτάζει μέσα από τα συρματοπλέγματα του φράχτη της αλήθειας που έφτιαξαν μόνοι τους.

Χωρίς καμιά επιφύλαξη, θα χαρακτήριζα υποδειγματική την αρτιότητα της σκιαγράφησης των ηρώων. Ο αναγνώστης αφήνεται στο βάθος και την ένταση του ψυχισμού τους καθώς η συγγραφέας με άκρατη ευαισθησία προσεγγίζει τη μύχια ζωή τους, αναδεικνύει τα κρίματά τους (λέξη που έλκει την καταγωγή της από αρχαίες τραγωδίες και λησμονημένα μοιρολόγια), σπάει σε λέξεις τις ενοχές τους, αποδομεί την εξουσία που τους παρείχαν οι απώλειες και οι ανεπάρκειές τους.

Στον χωροχρόνο του μυθιστορήματος οι ισορροπίες διαταράσσονται, τα συναισθηματικά και ενοχικά φορτία αναδύονται με σταθερή συχνότητα όπως οι μικροβλάβες στα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Οι σκέψεις, οι αντιδράσεις, οι πράξεις, τα νεύματα και οι χειρονομίες των ηρώων αποσυνδέονται από την πραγματικότητα και ακολουθούν τις σκάλες, τους διαδρόμους, το ασανσέρ, τα παράθυρα και τις ερμητικές πόρτες, αποκτούν είδωλα σε παραμορφωτικούς καθρέφτες, γεννούν πιθανότητες και μικρόκοσμους καθώς η συγγραφέας οδηγεί τους αναγνώστες στον πυρήνα των πραγμάτων. Οι όροφοι δομούνται σαν ένα οικοσύστημα που, μετά από διαταράξεις, αλληλεπιδράσεις, εσωτερικό ταξίδι και γόνιμες ανασκαφές στη μνήμη, οδηγείται στην ισορροπία. Η πάλη δεν γίνεται πια μεταξύ του καλού και του κακού αλλά μεταξύ των νέων δυνατοτήτων και ευκαιριών που δεν δίνονται στην πραγματική ζωή ή μήπως στον πραγματικό θάνατο; Η δεξιοτεχνία με την οποία η Κουτσουμπέλη προσδίδει τα χαρακτηριστικά μιας δυνατής εξίσωσης στη δομή του μυθιστορήματος, αφού τόσο ο κεντρικός όσο και οι υπόλοιποι ήρωες αγκομαχούν να βρουν τις μεταβλητές, τις άγνωστες παρταμέτρους προς την τελική λύση-λύτρωση, είναι μοναδική.

Επίσης καθηλωτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο μετέχει ο θάνατος στο μυθιστόρημα, ως αφανής ήρωας στην αρχή, που εδραιώνει σταδιακά την κυριαρχία του οδηγώντας στο ανεξάντλητο φως. Ο θάνατος σ’ αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι αποκρουστικός και τρομαχτικός. Μέσω της γραφής μετουσιώνεται σε κάτι που μοιάζει με φροντίδα, πιάνει τους ήρωες από το χέρι- σαν παραμάνα που δεν αφήνει στιγμή τα παιδιά της να ξεφύγουν από την ενδελεχή κι αδιάλειπτη φροντίδα της- τους σκεπάζει όταν κρυώνουν, παρηγορεί τη σκέψη τους, καθοδηγεί τη μνήμη τους για να φωτίσει την πιο άβατη γωνιά της πολυκατοικίας που δεν είναι άλλη από τον ακάλυπτο του εσώτερου εαυτού τους. Την ίδια στιγμή ο αναγνώστης βιώνει την παλλόμενη αγωνία τις συγκρούσεις, την ελικοειδή θλίψη των ανθρώπων που μεγάλωσαν με βία, τραύματα κι απώλειες. Ο ίδιος όμως αξιώνεται να αγγίξει μέσω της ανάγνωσης το ασύγκριτο θαύμα της άδολης αγάπης. Σ’ αυτή την παράξενη πολυκατοικία οι ήρωες θα αγγίξουν και θα αγαπήσουν το ανομολόγητο τραύμα τους. Κι ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί ξανά: τι γίνεται άραγε μετά την παύση των σφυγμών; Έπειτα από τον ύστερο χτύπο της καρδιάς; Την έσχατη κοπιώδη ανάσα; Υπάρχει άραγε ένα μεσοδιάστημα – καθώς κυριαρχεί η ακαμψία, και σταματά για πάντα η ροή του αίματος, καθώς κρυώνει το φθαρτό σώμα – που δεν μετριέται με τον ρεαλιστικό χρόνο, μια άχρονη περίοδος που χρειάζεται η ψυχή να βγει στο φως ενώ το φθαρτό σώμα οδεύει στο χωμάτινο σκοτάδι; Κανείς δεν ξέρει την απάντηση, κι είναι αυτή η μεγαλειώδης άγνοια που δίνει τη δυνατότητα στις λέξεις και την τέχνη να την περιγράψουν. Δεν υπάρχει πρόβα στη ζωή ούτε περιθώρια για να διορθώσουμε τα λάθη μας. Μα αν σε επιλέξει ο κ. Κλάιν για βοηθό του, ίσως μπορέσεις να λυτρωθείς κάνοντας δώρο την καρδιά σου σ’ ένα παιδί που κινδυνεύει.
Η συγγραφέας διαχειρίζεται με ταλέντο και επιδεξιότητα την ανάδρομη αφήγηση, εγκιβωτίζει όνειρα και αναμνήσεις των ηρώων καθώς οδηγεί τον αναγνώστη και τους ήρωες προς το φως. Γλυκαίνει με λυρικές μπουκιές τη σκληρή ρεαλιστική γραφή. Μέσα από τον απαλό -σαν παρηγορητικό λίκνισμα – κυματισμό της γραφής της αναδύονται και εδραιώνονται φιλοσοφικές και θρησκευτικές ανησυχίες, βρίσκουν έρεισμα οι λογοτεχνικές επιρροές και αγάπες της ποιήτριας και φυσικά εκλύεται σαν αγωνιώδες φως ενός ξεχασμένου φάρου ο έντονος κοινωνικός προβληματισμός, η προσωπική υπαρξιακή αγωνία, οι μεταφυσικές και μυστικιστικές αναζητήσεις. Συναντάμε ένα γοητευτικό μίγμα υλικών από τα οποία είναι εξυφασμένος ο ρευστός θαυμαστός κόσμος του μυθιστορήματος. Οι εικόνες είναι πλαστικές και ανάγλυφες. Ο αναγνώστης κάποιες στιγμές έχει την (ψευδ)αίσθηση ότι αγγίζει την τραχιά επιφάνεια της θλίψης του Στέφαν, τα πνευμόνια του φράζουν από τα μαύρα λιθάρια της οδύνης της μητέρας του Σβεν.

«Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν» είναι ένα μυθιστόρημα που εξυψώνει τις πληγές. Οι πληγές, εν προκειμένω όπως οι βολβοί μέσα σε αφράτο χώμα, πετάνε βλαστάρια κι ανθίζουν εκεί που δεν το περιμένεις, μαραίνονται όποτε θέλουν, για να ξανανθίσουν πάλι ανάμεσα σε λέξεις και μελωδίες.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη μάς χαρίζει ένα ρηξικέλευθο μυθιστόρημα που μιλά για τη ζωή και τον θάνατο – μερικές φορές δεν διαφέρουν και πολύ αυτές οι δυο καταστάσεις, επικαλύπτονται, όταν κυριαρχεί η βαρβαρότητα, η βία, η εξοργιστική κοινωνική αδικία- για την εσωτερική επεξεργασία του θανάτου που οδηγεί στην αναζήτηση του νοήματος, για τις σχέσεις με τον εαυτό μας και τον κόσμο. Με γοητευτικά για τον αναγνώστη εκφραστικά μέσα, με ευαισθησία και χειρουργική ακρίβεια αγγίζει τις αρχέγονες πληγές της ύπαρξης, αυτές που κληροδοτούνται στα ανθρώπινα πλάσματα μαζί με το προπατορικό αμάρτημα, μα και τις άλλες, τις επίκτητες πληγές, τα τραύματα που προκαλούν οι (δήθεν) πολιτισμένες κοινωνίες της ταχύτητας και της αποξένωσης.
Μετά την εξαιρετική ποιητική συλλογή της «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης» η Κουτσουμπέλη προσθέτει στο τραπέζι των ηρώων της κι άλλους καλεσμένους να μοιραστούν τη λάμψη των πληγών τους, μα κυρίως να επιδείξουν την επουλωτική γάζα της αγάπης.

.

ΔΩΡΑ ΜΠΑΓΑΝΑ

FRACTAL 22/10/2019

Ένας άλλος Παράδεισος μέσα στην Κόλαση για τον Καθένα

«Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν» της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι ένα μυθιστόρημα 200 σελίδων μικρού μεγέθους, σε έκδοση του 2017 από τις εκδόσεις Μελάνι. Πρόκειται για το δεύτερο μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη, με πρώτο το «Ψιθυριστά» του 2002.

Το καλαίσθητο και υποβλητικό εξώφυλλο, σε επιμέλεια της Πόπης Γκανά, με τα δύο μήλα, άσπρο και μαύρο, μισοφωτισμένα, που στιγμιαία ισορροπούν σε κενό χώρου, ταιριάζει απόλυτα με το σκοτάδι του ημιυπόγειου διαμερίσματος, όπου ζει ο ήρωας, και το ημίφως της εισόδου της πολυκατοικίας, όπου ξεκινά να δουλεύει ο ίδιος ως θυρωρός. Τα μήλα μας παραπέμπουν στο βιβλικό δέντρο της γνώσης, το άσπρο και το μαύρο εμφανίζονται και μέσα στο κείμενο ως σύμβολα συμφωνίας, το σκοτεινό πλαίσιο μπορεί να συμβολίζει και την καταβύθιση στα σκοτεινά σημεία της συνείδησής μας.

Το όνομα του πρωταγωνιστή δεν αναφέρεται στον τίτλο παρά μόνο η ιδιότητά του, ως βοηθού, που όμως καθορίζεται από το αφεντικό του, τον κύριο Κλάιν. Το όνομα Κλάιν παραπέμπει στην ξενόγλωσση, την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, είναι γερμανικής προέλευσης και σημαίνει «μικρός». Ωστόσο ο κύριος Κλάιν μόνο μικρός ή αδύναμος δεν είναι, αφού καθορίζει ακόμα και τον χρόνο και τη ροή του. Η επίδραση δε αυτής της κίνησης φαίνεται πάνω στο σώμα και στην πνευματική υπόσταση του ήρωα.

Ταυτόχρονα, ο τίτλος είναι από μόνος του ένα αίνιγμα: ποιος είναι ο βοηθός; Ποιος ο κύριος Κλάιν; Παραπέμπει σε μυθιστορήματα αστυνομικά, μυστηρίου, και αυτή η αρχική εντύπωση δεν διαψεύδεται, αφού ένα φονικό σταδιακά αποκαλύπτεται με όλες τις σκοτεινές πτυχές του και εκθέτει στο φως τα κρυμμένα μυστικά των ενοίκων και του πρωταγωνιστή.

Αυτοί, οι ένοικοι, παρουσιάζονται ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου. Θυμίζει ξεκάθαρα σενάριο δράματος η αναφορά του ξενικού, ας σημειωθεί, ονόματος και της βασικής ιδιότητάς τους καθώς και η τοποθέτησή τους σε καθορισμένο σκηνικό χώρο, που στην περίπτωσή μας είναι τα διαμερίσματα. Η θεατρικότητα αυτή υποστηρίζει τη δεύτερη γραμμή σύνθεσης του έργου πέρα από τον χρόνο, που είναι ο χώρος. Κάθε διαμέρισμα συνιστά ένα πεδίο όπου λαμβάνει χώρα το επιμέρους δράμα. Όλες οι εξελίξεις συντελούνται μέσα στον περιορισμένο χώρο της πολυκατοικίας, όπου συναντώνται και συγκρούονται οι ένοικοι. Ένας χώρος τόσο κοινός για τις αστικές μας εμπειρίες, που τώρα όμως μοιάζει με κύκλους, με βαθμίδες τιμωρίας σε μια δαντικού τύπου χωρική εκδοχή της κόλασης.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ

Από την κατάσταση που έδωσε ο Κύριος Κλάιν στον Στέφαν:
Πρώτος όροφος: Οικογένεια Μουρν (Κύριος και Κυρία Μουρν, Ελίζαμπεθ και Μπίλλυ) διαμερ.102.

Και ο κατάλογος συνεχίζει με τα πρόσωπα από το μακρινό παρελθόν του πρωταγωνιστή, κλπ. Το σύνολο των χώρων αυτών συνθέτει ένα δυστοπικό περιβάλλον: η απουσία φωτός, ο ανεξίτηλα θολός καθρέφτης, ο στενός διάδρομος, το υπόγειο διαμέρισμα, όλα σε συνδυασμό με έναν χρόνο που απροσδιόριστα αυξομειώνεται, δίνουν από την αρχή την εντύπωση του παράξενα οικείου και αναγκάζουν τον αναγνώστη να είναι ιδιαίτερα προσεχτικός με τις λεπτομέρειες για να συμπληρώσει τα ερωτήματα που άμεσα γεννιούνται, ξεκινώντας από την περιγραφή του κυρίου Κλάιν μέσα από την οπτική του φαντασιόπληκτου και καταθλιπτικού πρωταγωνιστή, του Στέφαν.

Ο Στέφαν τον ακολούθησε κι ένοιωσε σαν να κατέβαιναν επίπεδα κάτω από την επιφάνεια της γης.
[….] Ήταν άραγε πάλι η φαντασία του Στέφαν ή ο κύριος Κλάιν εμφανίστηκε ξαφνικά θεόρατος στη μισοσκότεινη είσοδο; Ίσως όμως να τον κάνει τόσο επιβλητικό ό τρόπος που ρουφάει τον αέρα γύρω του… (σελ.13)

Πίσω από αυτήν την εντυπωσιακή φιγούρα ακολουθεί άνισα ο νεαρός θυρωρός, που αναλαμβάνει να υπηρετήσει τους ενοίκους για 40 εικοσιτετράωρα με μια εκπληκτικά γενναία αμοιβή, που θα λυτρώσει από τα χρέη και την ανυποληψία αυτόν τον μανιακό χαρτοπαίχτη.

Η υποψία ότι πρόκειται για μια μεταφορική εικόνα ενισχύεται από την περιγραφή της παλιάς πόλης, ενός κόσμου παρακμασμένου, σαν μια νεκρωμένη συνείδηση της νέας πόλης, που μας θυμίζει έντονα κινηματογραφικές εκδοχές μελλοντικών κοινωνιών, στο περιθώριο των οποίων επιβιώνουν παρασιτώντας υπολείμματα των παρελθόντων ανθρώπων. Απόλυτα ταιριαστή η μυρωδιά των ψαριών που την χαρακτηρίζει. Όλοι οι ένοικοι και ο κύριος Κλάιν σχετίζονται με αυτόν τον κόσμο και κουβαλούν τη νοσηρότητά του, με κάποιο τρόπο, μέσα στη ζωή τους.

…θυμήθηκε τα κατεστραμμένα αρχοντικά με ξεχυμένα τα έντερά τους στα πεζοδρόμια, τις ξεκοιλιασμένες πολυθρόνες και τα μουχλιασμένα έπιπλα που σάπιζαν μέσα σε ακαθαρσίες […] τα γεμάτα σταχτοδοχεία και τις τρύπες από τσιγάρα στην πράσινη τσόχα, το νερωμένο ουίσκι στα καταγώγια, τα διάφορα αποβράσματα που οπλοφορούσαν… (σελ.18)

Το απόσπασμα δείχνει πόσα ανεπαίσθητα, και γι αυτό περίτεχνα, η συγγραφέας περνά από το πραγματικό στο φανταστικό, διαστέλλοντας τα όρια του εδώ-και-τώρα. Έτσι ενώ η αφήγηση εντοπίζεται στο σύγχρονο παρόν, των κινητών, των ουσιών, των κυρίαρχων ΜΜΕ, η εισβολή του φανταστικού οξύνει την αναγνωστική ματιά, χωρίς μάλιστα καθόλου να ενοχλεί.

Ταυτόχρονα με τις επιδιορθώσεις των υλικών βλαβών από τον καινούριο θυρωρό, ξετυλίγεται η αποκάλυψη των ψυχικών βλαβών, πολλές φορές ανήκεστων. Οι άνθρωποι ωστόσο αναζητούν διέξοδο, ανοίγουν τις πόρτες μαζί με τις ψυχές τους σ αυτόν τον θυρωρό, που έχοντας νεκρωμένη από τύψεις και πόνο συνείδηση, αναλαμβάνει να ξαναζήσει μέσα από τις ζωές του 102, του 202, του 302, κλπ. Ποικιλία ανθρώπινων ζωών, προσώπων, κορμιών, ιστοριών, ηλικιών μπαινοβγαίνουν στα διαμερίσματα αυτά, συνθέτοντας μια ρεαλιστική μικρογραφία κόσμου και αποδίδοντας ως εικόνα αυτό που η συγγραφέας προβάλλει περιγράφοντας στο κεφάλαιο «Οι πόρτες που ξεκλειδώνουν».

«Τι συμβαίνει, αγαπητέ Στέφαν, δεν είσαι καλά;»
«Πολύ πόνος σ’ αυτή την πολυκατοικία». Η φωνή του ακούγεται βραχνή και κουρασμένη.
«Πολύς πόνος παντού, αγαπητέ Τι θα ᾿λεγες να έρθεις να φάμε μαζί το βράδυ για να τον ξορκίσουμε;» (σελ.126)

Η αφηγηματική φωνή είναι τριτοπρόσωπη. Ο αφηγητής ωστόσο επιλέγει να κρύβεται πίσω από την αντίληψη και τη μνήμη του Στέφαν. Έτσι παρακολουθούμε εκ των έσω τον αγώνα του ήρωα να κάνει μια νέα αρχή, να φανεί πρόθυμος και εργατικός αλλά και τη σταδιακή ενεργοποίηση της μνήμης του, την πάλη και τη συντριβή του μπροστά στη γνώση του εαυτού του.

Κάθε κεφάλαιο μάλιστα ξεκινά με τον πρωταγωνιστή να ξυπνά. Εφτά ξυπνήματα, εφτά μέρες: άλλη μια φορά ένα βιβλικός αριθμός με σημασία. Μόνο ένα κεφάλαιο διαφοροποιείται: είναι η αφιέρωση της συγγραφέως στο νεκρό προσφυγόπουλο, στο νεκρό παιδί όλου του κόσμου, το οποίο και μιλά. Πώς γίνεται αυτό; Για τη Λογοτεχνία δεν έχει σημασία.

Πρώτα, κομμάτι από το μότο, στη γλώσσα της ιατρικής:

ΠΩΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΑΙ Ο ΠΝΙΓΜΟΣ:
… Ο λαρυγγοσπασμός διαρκεί δύο με τρία λεπτά και μετά προκύπτει χαλάρωση μυών σώματος, άνοιγμα της επιγλωττίδας […] με επακόλουθο την είσοδο του νερού…(σελ.159)

Θυμάμαι να χτυπώ απεγνωσμένα τα χέρια και τα πόδια και να παλεύω για να πάρω αέρα […] και ύστερα εκείνο το διαυγές φως που σκέπασε τα πάντα. (σελ.168)

Ο χρόνος φαίνεται να κυλά γραμμικά, ξεκινώντας από την πρώτη από τις σαράντα μέρες για τις οποίες προσλαμβάνεται ο βοηθός. Ωστόσο η ροή του μοιάζει να μην ανταποκρίνεται στη συμβατικότητα του ανθρώπινου χρόνου, σαν να αλλοιώνεται μέσα στο χωροχρόνο του κλειστού σύμπαντος, που ορίζει η πολυκατοικία. Επίσης, οι αναδρομές στο τραυματικό παρελθόν τόσο της παιδικής όσο και της ενήλικης ζωής του πρωταγωνιστή, διαστέλλουν όχι μόνο τον χρόνο αλλά και το ψυχικό εύρος των προσώπων, καθιστώντας τα ήρωες – πρωταγωνιστές ατομικών δραμάτων.

Ακόμα και τώρα δεν μετανιώνει γι’ αυτό που έκανε. Όσο κι αν θυμάται τη Λούσυ να σπαράζει μετά για την απώλεια. Ευτυχώς είχε πιστέψει με την πρώτη το παραμύθι που της σέρβιρε, ότι δηλαδή η εξώπορτα τάχα δεν είχε κλείσει καλά κι η Εσμεράλδα γλίστρησε έξω χωρίς να την καταλάβουν [….] μέσα στο σακούλι που την έκλεισε για να την μεταφέρει στη συνέχεια με το αυτοκίνητο στο τέλος της Παλιάς Πόλης, όπου την απελευθέρωσε και την άφησε στη μέση του δρόμου να γλείφεται απορημένη, σαν να μην περίμενε ότι θα ήταν δυνατό κάποιος να της φερθεί τόσο άνανδρα. (σελ.137)

Δίπλα ωστόσο στο δράμα και στον κρυφό ή ομολογημένο πόνο, υπάρχει μια φωτεινή γραμμή που ο αναγνώστης αναγνωρίζει από τα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος. Ενδεικτικός είναι ο διάλογος μιας ιδιαίτερης ενοίκου με τον Στέφαν:

«Ο καημένος ο Στέφαν… “Δεν είμαι σαν τα άλλα τα παιδιά. Μπουχουχού. Η μητριά μου κλειδώνει το ψυγείο. Μας δέρνει.” Ω τον καημενούλη τον μικρό Στέφαν. Αυτό το αγοράκι … που υποφέρει. Όλα θα του τα συγχωρήσουμε, όλα. Αφού έχει υποφέρει τόσο».…

«Ποιος διάολος είσαι; Φύγε αποδώ μέσα. Διεστραμμένη»….

«Η ορφάνια. Η ιερή πληγή. Η δικαιολογία. Η πρόφαση για όλα. Η αφετηρία. Η επιστροφή.

Η κοίτη. Σκέφτηκες ποτέ, Στέφαν, ότι ήταν το δώρο σου;»…

«Τι εννοείς; Να πάρει ο διάολος, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς!».

«Ναι, καταλαβαίνεις. Εδώ μέσα τώρα πια καταλαβαίνεις».

Ο Στέφαν σιώπησε. Γιατί πραγματικά καταλάβαινε.

«Εδώ μέσα όμως βοήθησα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου βοήθησα».

«Αυτό είναι αλήθεια. Βοήθησες και, βοηθώντας, βοηθήθηκες». (σελ.177)

Υπάρχει τελικά μια διέξοδος στη γνώση που λυτρώνει; Η απάντηση είναι θετική, αρκεί ο άνθρωπος να υποστεί τη δοκιμασία. Ποια είναι αυτή; Διαφέρει για τον καθένα. Για τον πρωταγωνιστή, αυτόν τον άνεργο δικηγόρο, τον παθιασμένο χαρτοπαίκτη, τον βεβαρυμμένο με ανομολόγητα λάθη, η δοκιμασία είναι απουσία του «εγώ» και η προσφορά της μέρας του, του χρόνου του, των σκέψεών του, της προσπάθειάς του στους άλλους. Οδηγείται στο τελευταίο σκαλί του υπογείου ή της κοινωνικής θέσης: υπάρχει μόνο για τους άλλους, για να υπηρετεί ως θυρωρός τους άλλους. Μέσα από την ταπείνωση αυτή του «εγώ» ξεπροβάλλει ο δρόμος της μεταμέλειας για αυτόν, τον γιο του ιερέα.

Για τους αναγνώστες αναδύεται σιγά-σιγά το συγκρατημένα αισιόδοξο μήνυμα της Κουτσουμπέλη: η σωτηρία βρίσκεται στην κοινωνική προσφορά, στην ανάληψη της κοινωνικής μας ευθύνης απέναντι όχι απλά στον άγνωστο, ανώνυμο συνάνθρωπο αλλά στον οικείο, στον διπλανό, στον γείτονα. Ή όπως κλείνει, με ποίημα της Emily Dickinson, το τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Η καρδιά» (σελ.204):

Αν σταματήσω μια Καρδιά που πάει να σπάσει Δεν ήρθα μάταια στη ζωή

Ή αν βοηθήσω τον μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη
Να μπει ξανά μες στη Φωλιά
Δεν ήρθα μάταια στη ζωή

.

ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ

PERIOU.GR 26/5/2019

O άνθρωπος έρχεται στη γη με την τελεολογία ενός τοκετού και φεύγει με την αναπότρεπτη έλευση του θανάτου, σαν κάποιος να τον φυσάει και να ξεκολλάει από την ύλη, έκπτωτος θεός, για να ταξιδέψει στα θλιβερά και απέλπιδα Σύμπαντα. Το βιβλίο «Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν» της Χλόης Κουτσουμπέλη, διακεκριμένης ποιήτριας και πεζογράφου διαπραγματεύεται αυτό τούτο το μυστήριο του θανάτου με την ανάσα της κόλασης, σε συνδυασμό με τις σχέσεις των ανθρώπων. Είναι μια διατμητική ματιά στη ζωή και στην πένθιμη περιπέτεια της ψυχής στους λειμώνες του επέκεινα. Η δυστοπία, το παράλογο, ο συμβολισμός και η αλληγορία δίνουν το στίγμα τους από τις πρώτες σελίδες του συναρπαστικού και ιδιαίτερου αυτού μυθιστορήματος, που το διατρέχει η Ποίηση.

Ο κεντρικός ήρωας της Χ.Κ, Στέφαν Χήροου, αποτυχημένος δικηγόρος, μετά από ένα παρ’ ολίγο θανατηφόρο ατύχημα, που σταματά τον προσωπικό του χρόνο, συναντά τον κ. Κλάιν, που τον προσλαμβάνει να εργασθεί ως θυρωρός και επιστάτης για 40 μέρες, στην ιδιόκτητη πολυκατοικία του. Αμοιβή 100 χρυσές λίρες, ένα ποσό σεβαστό. O Πύργος του Στέφαν είναι μια παράξενη πενταόροφη οικοδομή, με τους ενοίκους της, που στιγμιαία στην αρχή εμφανίζεται οραματικά σαν φάλαινα, με τρεμάμενα μπαλκόνια, μια πρόδρομη απειλή. Ο εργοδότης κ. Γκάμπριελ Κλάιν του γνωρίζει τους ενοίκους της πολυκατοικίας, σε αλλεπάλληλες κοινές επισκέψεις τους στα διαμερίσματα των πέντε ορόφων και ο Στέφαν τους βρίσκει όλους παράξενους και αφύσικους. Από την αρχική συνάφεια μαζί τους, όμως, αρχίζουν να ξετυλίγονται ανάκατα κουβάρια ιστοριών που αφορούν και τον ίδιο. Οι ένοικοι ζουν βυθισμένοι σε αφανείς αναγκαιότητες, υποταγμένοι σε ένα δύστηνο βίο και κινούνται σαν υπνωτισμένοι. Ο Στέφαν δρα δαιμονισμένος, λες, άγγελος του θανάτου (που ίσως εκπροσωπεί ο κύριος Κλάιν), όταν ανακαλύπτει πως υπηρετεί παράξενους ενοίκους, που μόνο άγνωστοι δεν του είναι. Είναι αρχετυπικές Personas κατά C.G. Jung, πολύπλευρες και απρόβλεπτες, σφιχτά δεμένες μαζί του με δυσμενή γεγονότα.

Ο εργοδότης κ. Κλάιν εντέλει τον επιστάτη Στέφαν να μεριμνά για κάθε βλάβη στην ιδιοκτησία του, πριν γίνει ανεπανόρθωτη, δηλαδή ανήκεστη. Μα ενώ φαίνεται να αναφέρεται στα υδραυλικά και συναφείς εγκαταστάσεις η ρήση αφορά τη ζωή των ανθρώπων και τις οριστικές παρεκτροπές της. Και δω επανατίθενται τα άλυτα προβλήματα της ζήσης, η ελευθερία και τα όρια του ατόμου, το έννομο και το παράνομο, οι κοινωνικές εντολές, η ασυδοσία και ποιος την ορίζει, οι θρησκείες,οι κοινωνίες ή τα άτομα;

«Όπου συναντώ στράτες χαραγμένες, χάνω το δρόμο μου. Μόνο τη θάλασσα και το γαλανό ουρανό δεν έχουν ακόμα χαράξει», ψάλει ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ για τους περιορισμούς της ζωής[1]. Έτσι η ζωή του Στέφαν, κάποιων ενοίκων της πολυκατοικίας, αλλά και πλήθους ανθρώπων, δεν ακολουθεί τους συνήθεις δρόμους. Η καθημερινή ζωή, μα και η λογοτεχνία συχνά, είναι γεμάτες από κοινωνικά εξεγερμένους ανθρώπους ενάντια στις συμβάσεις, καταραμένους ποιητές, ηδονοθήρες και διαφορετικούς κάθε είδους. Οι κόσμοι τους είναι έγχρωμοι και γοητευτικοί, γεμάτοι εθιστικές ουσίες, μοιραίες έξεις, δύστροπους έρωτες, βίαιες συμπεριφορές, κίνδυνο, παραβατικότητα και έγκλημα ενίοτε, σαν της κακόφημης Παλιάς Πόλης στο βιβλίο, όπου διέτριψαν σχεδόν όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας και ο ίδιος ο Στέφαν. Πρόκειται για μια ζώνη ηδονών χωρίς κανόνες και ηθικές αρχές. Η ζωή εδώμοιάζει μεθυστική, ένας ψεύτικος Παράδεισος φρενίτιδας και διονυσιασμού για γλεντοκόπους, που ψάλλουν ρίμες άγλωττες, χώρος όπου όλα επιτρέπονται,χωρίς όρια και συναίσθηση. Μια νησίδα αχαλίνωτης ατομικής ευδαιμονίας, ατόμων που θα προτιμούσαν ακόμα και το θάνατό τους, παρά τη ζήση σε κοινωνίες σύμβασης. Παράλληλα η μοίρα και η συγκυρία παίζουν τα δικά τους παιγνίδια και το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. Ποιος οδηγεί τελικά όλο αυτό το αδυσώπητο χάος;

Το πιο συνταρακτικό στοιχείο στο βιβλίο, όπως και στην πραγματικότητα, είναι η απώλεια, ο ίδιος ο Θάνατος. Σε οάσεις και ερήμους, σε παγωμένα βουνά, σε στοές και σε βράχια οι άνθρωποι καλούν από καταβολής κόσμου τους προσφάτως μεταστάντες, με μαγγανείες, θυσίες και οιμωγές, να μη φύγουν από κοντά τους ή να επιστρέψουν στο άχρονο κάποτε. Κάθε θρησκεία έχει τη δική της προσέγγιση για το επέκεινα, που συνδιαμορφώνεται με άλλες δοξασίες, εγχάρακτες πια στο συλλογικό ασυνείδητο, όπως οι πρόσκαιροι τόποι για την πρόσφατη απώλεια, τα μυθικά περάσματα για τη συνάντηση με τους νεκρούς από τη Νέκυια των αρχαίων προγόνων μας, ως την Καμαλόκο[2] των σοφών Μαχάτμα και τελετουργικά όπως το Βουντού για το σεβασμό των νεκρών της Καραϊβικής, το Χριστιανικό σαρανταήμερο και η Θιβετιανή Βίβλος των νεκρών. Παντού η οδύνη οδηγεί στη δοξασία-ευχή πως οι νεκροί δεν εγκαταλείπουν αμέσως τον κόσμο, αλλά ζουν κάπου κοντά μας και ο καθένας επιχειρεί την παγίωση αυτής της κατάστασης.

Τη συγγραφέα Χλόη Κουτσουμπέλη διακρίνει έντονη φιλοσοφική διάθεση, πώς αλλιώς να διαχειριστείκανείς τα αναπάντητα της ζωής;Το πνεύμα, άλλωστε, είναι η μόνη πραγματικότητα, λέει ο Χιουμ. Η ΧΚ διεισδύει στη σφαίρα της οδύνης με καλλιτεχνική ευαισθησία, συναισθηματική φόρτιση αλλά και μαεστρία σκαπανέα.Προσπαθώντας να εξερευνήσει τα τεράστια ζητήματα της ύπαρξης ανάγεται στα αρχέγονα ερωτήματα, με τις ελλείπουσες εξηγήσεις. Κάθε τέτοιο εγχείρημα είναι μια μανιασμένη προσπάθεια του ανθρώπου, να καταλάβει τα μυστήρια της φύσης και της ζήσης,θωρώντας μόνο από τον φεγγίτη τηςπεπερασμένης ζωής, που κοιτάζει τον άπειρο χωρόχρονο. Η πλοκή του βιβλίου είναι εντυπωσιακή και συνεκτική. Η γραφή της είναι καθαρά υπερρεαλιστική ή ποιητική πρόζα, χωρίς καμιά διάθεση να λογοδοτήσει στο σαφές και στο συγκεκριμένο. Ωστόσο υποστασιώνονται καθαρά οι απόψεις της για τη ζωή και το θάνατο, όταν προτείνει την αυτογνωσία, την Αγάπη και το δέσιμο των ανθρώπων σε έναν ενεργό κοινωνικό ιστό, σαν απάντηση στον όλεθρο και το χάος.

Ο Στέφαν στέλνει 50 χρυσές λίρες στη σύζυγό του Κρίστυ, μα εκείνη αναστατώνεται για την έλλειψη επικοινωνίας τους. Η εμπλοκή του τελικά με την πολυκατοικία και τον κύριο Κλάιν, είναι κάτι απ’ το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, αιχμάλωτος λαθρεπιβάτης στο Καράβι των Κολασμένων.O Στέφαν, όταν αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει γύρω του και την αδυναμία πλήρους αναστροφής των λαθών του, αποφασίζει να διαλευκάνει όλα τα μελανά σημεία της σχέσης με τους ενοίκους, ακόμα και να τους βοηθήσει στα ψυχικά τους προβλήματα, ενώ μέσα απ’ αυτή τη συνάφεια τελικά φαίνεται να εξιλεώνεται μερικά και ο ίδιος από τα άνομα πάθη του, που τον έκαναν ένα χαρακτήρα κακό, άδικο και διεφθαρμένο. Σημαντικό ρόλο για την κάθαρση και την προσδοκία ἵλεω παίζουν η ανάμνηση και οι ενοχές του για τη γλυκιά μα αδικοχαμένη αγάπη του τη Λούσυ, κάτοικο της Παλιάς Πόλης, προσωποποίηση της καλοσύνης και της αγνότητας. Κι ας είναι αργά. Μα πώς επιστρέφει κανείς στο βασίλειο της αγάπης και της χαράς ύστερα από μια επίμονη περιδιάβαση στο ανοίκειο και στο σκοτεινό;

Ακόμα και ο αναγνώστης αδημονεί να γλιτώσει από τη μέγγενη του παράλογουκόσμου στην ανάγνωση, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει πριν εκπνεύσουν αφηγηματικά οι 40 μέρες του αλλόκοτου συμβολαίου με την παράκρουση, δηλαδή ως το τέλος περίπου του βιβλίου. Εκεί η συγγραφέας δεξιοτεχνικά αναστρέφει το κλίμα, με μερική επαναφορά. Σε μια αναφορά στο επάγγελμα του Στέφαν να εισπράξει τοκογλυφικές οφειλές με μαφιόζικους εκβιασμούς, το βιβλίο θα μπορούσε να «συνομιλεί» ίσως με ταινίες σαν την εμβληματική «Πιετά» του Νοτιοκορεάτη Κιμ Κι Ντουκ ή ανάλογες, με αναφορές και στο Οιδιπόδειο. Παραπέρα η γραφή στο συγκεκριμένο βιβλίο, κατά τη γνώμη μου, διεισδύει και στο χώρο του Ελληνικού Φανταστικού, που υπηρετήθηκε μερικά ή ολικά, από συγγραφείς σαν τον Α. Παπαδιαμάντη, τον Γ. Τερτσέτη,τον Φ. Κόντογλου, τον Μάκη Πανώριο και τόσους άλλους.

Η γραφή απέριττη και τριτοπρόσωπη συνδέει το φανταστικό της μυθοπλασίας με αληθινά γεγονότα στην Ιστορία των ανθρώπων, από το παρελθόν έως το σημερινό προσφυγικό ζήτημα. Τα εισαγωγικά ρητά των κεφαλαίων αποκαλύπτουν τη φιλομαθή στάση της συγγραφέως και τη μακρά διαδρομή της στη γνώση.

Όσο για το θάνατο, μου φαίνεται κοιτώντας τους φευγάτους, πως δεν υπάρχουμε πραγματικά παρά σαν κομισάριοι αστρικών μηνυμάτων (σκέψεων), που τα επιδίδουμε σε κάποια θέση του κόσμου, μέχρι να ‘ρθει η ώρα ν’ αποχωρήσουμε και μεις .Ίσως μια τελευταία ελπίδα νίκης κατά του θανάτου, είναι να τον θεωρήσουμε μια βιολογική ατέλεια, ένα πρόσκαιρο «λάθος θεού» που θα διορθωθεί στους αιώνες από την επιστήμη. Θα είναι αυτό και το τέλος της Ποίησης, όπως ισχυρίζονται κάποιοι;

ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TVXS.GR 24/4/2019

Το αχρονικό σύμπαν της συνείδησης στο καθαρτήριο της Κουτσουμπέλη

λογοτεχνία του φανταστικού είναι μία ιδιαίτερη τάση των γραμμάτων, που συχνά ψέγεται ως παραλογοτεχνία∙ περιλαμβάνει μία σειρά υποομάδων, όπως τη δυστοπική λογοτεχνία, την επιστημονική φαντασία κλπ. Μολονότι συνδέεται ιστορικά με τον ρομαντισμό, η γοητεία της απλώνεται μέχρι τις μέρες μας.

Μπροστά στον παραλογισμό της ζωής ως ρεαλιστική αντίληψη, το παράλογο του φανταστικού κόσμου λειτουργεί ως σύμβολο της κριτικής του συγγραφέα, ως διέξοδος που αναδημιουργεί τον δικό του κόσμου. Χαρακτηριστικά είναι τα έργα με ήρωες-τέρατα (Δράκουλας, Φρανκεστάιν, ο κόσμος της τολκικής Μέσα Γης κ.ά.τ) που βασίζονται σε ένα μείγμα λαϊκών θρύλων και μύθων. Πολλοί, άλλωστε, είναι ιστορικά οι διάσημοι λογοτέχνες που δοκιμάστηκαν στη λογοτεχνία του φανταστικού (Μπάιρον, Πόε, Σέλεϊ κ.ά).

Στη ζώνη αυτή εισήλθε και η Χλόη Κουτσουμπέλη με το νέο της μυθιστόρημα «ο βοηθός του κυρίου Κλάιν» (μελάνι, 2017) ξεχωρίζει με την παρωδία του καθολικού καθαρτηρίου και του ορθόδοξου τελωνισμού μέσα σε σαράντα μέρες πάνω σε μία μυθιστορία του φανταστικού, αφήνοντας μέχρι το τέλος, γεμάτο αμφιβολίες και τον ήρωα και τον αναγνώστη. Η συγγραφέας μάς παραδίδει ένα πολυεπίπεδο έργο με επίκεντρο τον θάνατο και τις δοκιμασίες της ψυχής μέχρι την αυτοολοκλήρωση και την αποδοχή όσων τη βασανίζουν. Η ρεαλιστική ροή της πλοκής με τις πολλές κορυφώσεις, ως ημιανεξάρτητες υποπλοκές, και οι αυτοαναγνωρίσεις του ήρωα περιπλέκουν τη δράση.

Οι συμβολισμοί και η κίνηση των χαρακτήρων προκαλούν το κριτικό ενδιαφέρον. Η παρωδία σε συνδυασμό με την κοινωνική κριτική σε ευαίσθητα ζητήματα (παιδεραστία, τζόγος, αλκοολισμός, μοιχεία, προσφυγιά και θάνατος) διαμορφώνουν την πρισματική πλοκή του δέρματος, ώστε εύκολα να χαρακτηριστεί εξπρεσιονιστικό. Μέσα από την απόκρυψη πληροφοριών και τη σταδιακή αποκάλυψη στοιχείων, αναγκαία στη λογοτεχνία του φανταστικού, ο αφηγητής αφήνει τον αναγνώστη με να οδηγηθεί μόνος του στο συμπέρασμα και την αμφιβολία, επίσης αναγκαίο στοιχείο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Τίποτα δε δίνεται ως σχετική πληροφορία με το καθαρτήριο/τελωνισμό του νεκρού. Μόνο μικρές πληροφορίες και προιασμοί οδηγούν διαρκώς προς αυτό το συμπέρασμα. Και τέτοια στοιχεία εντοπίζονται πολλά: η χρονική ρευστότητα, η διαρκής εμφάνιση της μνήμης με μία δαιμονική ανάσα, τα μότο σε κάθε κεφάλαιο με επίκεντρο τον θάνατο, η Νέκυια κ.ά.τ. Τούτο, βέβαια, καθιστά δυσχερή την κατανόηση της πλοκής από τον μη μυημένο αναγνώστη. Στο αστυνομικό μυθιστόρημα, άλλωστε, κάθε ιστορία ξεκινά με έναν φόνο και έτσι έχει έναν εμφανή για τον αναγνώστη στόχο η δράση.

Αξιοσημείωτος είναι και ο τρόπος με τον οποίο χτίζονται οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ο κεντρικός χαρακτήρας, που δε γνωρίζει ότι κρίνεται επί σαράντα μέρες από τον αρχάγγελο Γαβριήλ στο καθαριστήριο, σταδιακά αποκαλύπτει πτυχές της ζωής του, των “αμαρτιών” και των βασάνων που ακόμα τον ταλαιπωρούν. Μέσα στις σαράντα μέρες που εργάζεται εικονικά ως θυρωρός-συντηρητής ψυχών, ανακαλύπτει τον εαυτό του βοηθώντας άλλες ψυχές ή αρνούμενους τους πειρασμούς των “τελωνίων”. Μα δεν ξέρει ότι πέθανε, όπως δεν το γνωρίζει και ο αναγνώστης.

Δευτερεύοντες χαρακτήρες άλλοτε λειτουργούν ως ανταγωνιστές, κατά την προππική ταξινόμηση, σαν τα ορθόδοξα τελώνια που βάζουν πειρασμούς στις ψυχές των νεκρών, κι άλλοτε ως συμπαραστάτες ήρωες ή καταλύτες που οδηγούν τον πρωταγωνιστή στην αυτοαποκάλυψη. Εξίσου όμως ενδιαφέρουσα είναι και η εφαρμογή των αρχετυπικών χαρακτήρων του μοντέλου του Jung, με την υποσημείωση του Vogler «ως ευέλικτες λειτουργίες» και «σαν μάσκες που φοριούνται από τους χαρακτήρες για να εξελίξουν την ιστορία, δίχως να είναι αμετάβλητα χαρακτηρολογικά στοιχεία, καθώς ένας χαρακτήρας μπορεί να χρησιμοποιήσει συμπεριφορές περισσότερων του ενός αρχετύπων». Έτσι, απαντώνται δίπλα στον ήρωα ο μέντορας (Νηλ), ο φύλακας της εισόδου (Κλάιν), ο αγγελιοφόρος (Ελίζαμπεθ, Λαρίσα), ο διπρόσωπος (Μποννυ, δόκτωρ Ιντιπους), η σκιά (πολυκατοικία), ο φαρσέρ/απατεώνας (Σβεν), ο σύμμαχος (κα Ερθ, Φίλιπ, Λούσυ).

Μολονότι η Κουτσουμπέλη έχει μία σταθερότητα σε αγγλοσαξονικά ονόματα με συμβολισμούς, είτε στα αγγλικά είτε ως μετάφραση, η επιλογή τούτη αφήνει ερωτηματικά, μια και το έργο γράφεται στα ελληνικά, αλλά και επειδή δεν ανοίγεται πλήρως στο αναγνωστικό κοινό που δεν αντιλαμβάνεται τον συμβολισμό. Βέβαια –και έχει σημασία να ειπωθεί– η ονοματοδοσία δεν οδηγεί σε κάποιο ερμητισμό. Αν οι συμβολισμοί δε γίνουν αντιληπτοί, ο αναγνώστης δε θα χάσει την εξέλιξη της πλοκής. Αν όμως τους αντιληφθεί, τότε θα νιώσει το βάθος του έργου. Και αυτό είναι ένα στοιχείο της ευρηματικότητας της γλώσσας της και της σοβαρότητας με την οποία βλέπει η Κουτσουμπέλη τη λογοτεχνία.

Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι λειτουργίες δράσης του Greimas με τα αντιθετικά του σχήματα. Η ανάλυση του Greimas στις έννοιες της ελευθερίας, της επικοινωνίας και της βοήθειας στην ανθρώπινη πράξη, στηριζόμενος στο μοντέλο του Propp, με τη δυαδική οργάνωση των λειτουργιών, αποτελεί μία ιδιαίτερη ευκαιρία ανάλυσης του εν λόγω βιβλίου. Με έμφαση στην επιθυμία και επίκεντρο την διερεύνηση/εκμαίευση πληροφορίας (vs) εκχώρηση πληροφορίας, η Κουτσουμπέλη οικοδομεί μία μεταφυσική δράση με όρους εξαπατητικού –για τον πρωταγωνιστή και αναγνώστη– ρεαλισμού. Τα διπολικά ζεύγη εξαπάτηση (vs) (ασυνείδητη) συνενοχή, αδίκημα (vs) στέρηση, πληροφόρηση (vs) ανάληψη δράσης από τον ήρωα και η διαρκής υποβολή σε δοκιμασία (vs) επιτυχής αντιμετώπιση δοκιμασίας μέχρι τον τελικό γάμο και το ξεμασκάρεμα του σφετεριστή (vs) αποκάλυψη ήρωα, αποτυπώνονται σε όλη την πλοκή.

Ο μικροπερίοδος λόγος σε συνδυασμό με την ψυχρή αφήγηση εντείνουν την αγωνία και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη στον ήρωα και τα “ρεαλιστικά” πάθη του, αποπροσανατολίζοντας από το “φανταστικό” και το “μεταφυσικό”. Αφήνουν την αίσθηση ενός κοινωνικού μυθιστορήματος ως την καταληκτική ανατροπή κι έμμεση αποκάλυψη. Οι συνεχείς αναδρομές και οι εγκιβωτισμοί επιβραδύνουν τη δράση και δημιουργούν υποπλοκές με τις δικές τους κορυφώσεις για να επανέλθει ο πανόπτης αφηγητής στη ροή της δράσης των σαρανταήμερων δοκιμασιών του κεντρικού ήρωα. Έτσι όμως διατηρούν αμείωτη την αγωνία του αναγνώστη για την επιτυχή δοκιμασία του Στεφάν.
Η ξαφνική αλλαγή σκηνών διαταράσσει τον αφηγηματικό χρόνο∙ τον διαστέλλει και τον συστέλλει –ανάλογα με την πορεία της πλοκής. Μα το ίδιο αισθάνεται και ο ήρωας μέσα σε έναν μη-τόπο και έναν μη-χρόνο που διαρκώς του το θυμίζει το ρολόι του –ως σύμβολο– που σταματά. Ας σημειώσουμε ότι σε όλο το βιβλίο ο αφηγητής είναι παντογνώστης ενδοδιηγητικός. Πουθενά δεν αφήνει κάποιο στίγμα για το μέλλον της δράσης και των ηρώων. Με τη μηδενική του εστίαση επικεντρώνεται στον κεντρικό χαρακτήρα δίχως να αδιαφορεί για τους άλλους. Εκτός από το κεφάλαιο του “Σβεν”∙ εκεί εμφανίζεται ένας άλλος πρωτοπρόσωπος αφηγητής με εσωτερική εστίαση.

Καθώς όμως ο Σβεν είναι ένα προσφυγόπουλο που πνίγηκε στο ταξίδι, η επιλογή του πρωταγωνιστή αφηγητή δείχνει την ευαισθησία με την οποία η Κουτσουμπέλη αγγίζει τους προσφυγικούς θανάτους και τον παραλογισμό της ζωής με την αποκτήνωση του πολέμου. Και την ίδια στιγμή δείχνει την εκφραστική ωριμότητα της συγγραφέως, καθώς μεταχειρίζεται με μαεστρία μία γλώσσα παιδική, με όλη την νεανική αφέλεια, πάνω σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, με ήδη γνωστό στον αναγνώστη το μακάβριο τέλος του αφηγητή.

Τούτο όμως το κεφάλαιο λειτουργεί και ως ένα πρώτο πλατύσκαλο, ώστε ο αναγνώστης μέσα από την πρωτοενική διήγηση ενός νεκρού παιδιού να αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η δράση εξελίσσεται σε μία μετά θάνατον ιστορία., πλάι στα άλλα στοιχεία που αφήνει ο αφηγητής (μότο, υποονούμενα κλπ). Ο λυρικός δε λόγος με τις πλούσιες μεταφορές και προσωποποιήσεις, από τη θητεία της Κουτσουμπέλη στην ποίηση, μαγεύει τον αναγνώστη. Πρωτότυπες εκφράσεις που θυμίζουν την ποιητική γραφή της Κουτσουμπέλη γοητεύουν κι ενισχύουν το μεταφυσικό κλίμα.

Και σε μία χωροκεντρική αφήγηση η περιγραφή κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σκηνογραφία είναι λιτή και υπακούει στις ανάγκες της δράσης με μία σεναριογραφική αφαιρετικότητα και αναγκαιότητα τοποθέτησης των χαρακτήρων σε τρισδιάστατη κάτοψη γύρω από το μάτι του αναγνώστη. Όλα τα αντικείμενα των σκηνών δράσης κατέχουν λειτουργικό ρόλο τηρώντας τη διδαχή του Τσέχωφ πως όταν εμφανίζεται ένα όπλο πρέπει να έχει εκπυρσοκροτήσει ως το τέλος του έργου.

Και ας μη λησμονούμε πως η συγγραφέας αφήνει ένα έργο με φιλοσοφικές προεκτάσεις και κοινωνική αγωνία. Μα τούτη δεν αφορά τη μεταφυσική αγωνία του θανάτου, αλλά την εσωτερική διαδρομή του ανθρώπου με μία εξπρεσιονιστική διάθεση –στη συμβολική υπερρεαλιστική πνοή που είδαμε κι άλλοτε– προς την αυτοανακάλυψη και αυτοαναγνώριση. Είναι η οδύσσεια των ανθρώπινων παθών πριν ο ήρωας αναγνωρίσει το αληθινό εγώ του. Ο άνθρωπος οφείλει να αντιμετωπίζει τους δαίμονές του, τις ερινύες για κάθε αδικία που έκανε ή αδιαφορία που επέδειξε. Η απροσδιοριστία του χρόνου και του χώρου, σε μία ανώνυμη πόλη, σε μία ανώνυμη χώρα, σε συνδυασμό με τα ξενικά ονόματα και τη θολή τοποθέτηση της επικαιρότητας, αφήνουν ένα έργο βαθιά ανθρωποκεντρικό.

Το πολυδιάστατο σύμπαν της Κουτσουμπέλη με τη χωροχρονική ρευστότητά του και το δίπολο συνείδηση-μνήμη/ασυνείδητη σκέψη δε γνωρίζει το σχηματικό δυαδικό σχήμα καλό-κακό. Οι ερμηνείες υπάγονται σε μία κβαντικότητα. Μόνο με όλα τα στοιχεία και την αντιμετώπιση των δαιμόνων, πλησιάζουμε στην αλήθεια και την αυτοαναγνώριση. Και για τούτο πρέπει να άνθρωπος να παλέψει και να έρθει κοντά σε φίλους και εχθρούς.

(αναδημοσίευση από το περιοδικό Φευθ- Οι δύο όψεις της γραφής, τχ. 8, Δεκέμβριος 2018)

.

ΤΖΕΝΗ ΜΑΝΑΚΗ

FRACTAL Μάρτιος 2019

Ταξιδεύοντας στα Σύμπαντα

«… ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στους άπειρους κόσμους, κάποιος μας φυσά κι εμείς ξεκολλάμε και ταξιδεύουμε στα Σύμπαντα. Του εδώ και του Αλλού. Και μόνον η αγάπη είναι η συγκολλητική ουσία, η επιλογή μας, αυτό που μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στην παράξενη περιπέτεια, στο Χάος της ζωής μας»

Η δυστοπία, ο συμβολισμός και το αλληγορικό στοιχείο δίνουν το στίγμα τους από τις δύο πρώτες σελίδες του συναρπαστικού αυτού μυθιστορήματος της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Ο κεντρικός ήρωας της, ο Στέφαν Χήροου (σημειώστε τη μεταφορική έννοια του επιθέτου, herow ) μετά από ένα παρά λίγο θανατηφόρο ( ; ) ατύχημα βλέπει μπροστά του τον κ. Κλάιν (ειρωνική ονοματοδοσία: Κλάιν = μικρός) με τον οποίο είχε ραντεβού για να εργασθεί ως επιστάτης κατά κάποιο τρόπο, στην ιδιόκτητη πολυκατοικία του. Καθώς προσπαθεί να προλάβει τον εργοδότη, που προπορεύεται, η πολυκατοικία προβάλλει μπροστά του λουσμένη από ένα εκτυφλωτικό φως που φόβισε τον Στέφαν. «Τότε είδε μπροστά του μια τεράστια φάλαινα, ένα κήτος που ανέπνεε, με το εσωτερικό να πάλλεται, τα μπαλκόνια να σείονται, τα τούβλα, τα μπετόν, τους αρμούς να σαλεύουν. Ύστερα ένα σύννεφο κατάπιε πάλι τον ήλιο και η αίσθηση χάθηκε».

Ο Στέφαν είχε την αίσθηση μπαίνοντας στην πολυκατοικία ότι κατέβαινε επίπεδα κάτω από την επιφάνεια της γης.

Η ”ιστορία” εκτυλίσσεται τον 21ο αιώνα, σε χρόνο μετά το σήμερα. Το μη συμβατικό στοιχείο είναι προφανές. Ο Στέφαν είναι υπόρρητα νεκρός και ο κ. Κλάιν είναι ο ίδιος ο θάνατος ή ο Άγγελος Θανάτου (Γκάμπριελ Κλάιν), όπως συστήνεται προς το τέλος της αφήγησης. Ο κ. Κλάιν του δίνει τα κλειδιά και του γνωρίζει τους ενοίκους της πολυκατοικίας με αλλεπάλληλες κοινές επισκέψεις τους στα διαμερίσματά (για έλεγχο χρήσης). Οι επισκέψεις παραπέμπουν σε θεατρικές σκηνές – καπιαμέντο. Ο κ. Κλάιν συνιστά την αυστηρή τήρηση προγράμματος και κανόνων θυρωρού, που θα πρέπει ο Στέφαν να ακολουθήσει πιστά για Σαράντα ημέρες (ο γνωστός χρόνος πένθους κατά τη χριστιανική θρησκεία, όπου υποτίθεται, σύμφωνα και με παραδόσεις, η ψυχή πλανάται). Η όλη εργασία του Στέφαν θα αμειφθεί με 100 χρυσές λίρες, ποσό σημαντικό- συμβολικό της ”επώδυνης πάλης” με τον παλιό εαυτό.

Η επίσκεψη στον πρώτο όροφο, στην οικογένεια Μουρν, (mourn = θλίψη μετά την απώλεια – πενθώ) σε ώρα γεύματος, με τέσσερα σερβίτσια στο τραπέζι, ενώ είναι παρόντες μόνο το ζεύγος και η κόρη τους Ελίζαμπεθ. Ο γιος τους Μπίλλυ, απουσιάζει από μακρού. Το όνομα, όπως εξομολογείται η συγγραφέας, παραπέμπει στον αδελφό της Βασίλη, στον οποίο έχει αφιερώσει το βιβλίο.

Το πένθος της για εκείνον αποτέλεσε την έμπνευση για το μυθιστόρημά της.

Στον δεύτερο όροφο μένει η αινιγματική Μπόνυ Μεντράνο, αρτίστα, η πιο ρευστή και ίσως πιο συναρπαστική ύπαρξη της ιστορίας, που ενδιαφέρεται για τον Στέφαν και την ”απώλειά” του, που ίσως υπήρξε ”…μια ρωγμή στην τελειότητα του σύμπαντος …μια μαύρη τρύπα”.

Ο Στέφαν έχασε στην παιδική ηλικία τη μητέρα του και στη συνέχεια τη μοναδική του αγάπη την Λούσυ, δικηγόρο που υπερασπιζόταν τους αδικημένους – κάτοικο της ‘‘Παλιάς Πόλης”.
…………………………………………..

Και τώρα; τον ρώτησε.
Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη
με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.
Φορούσε μαύρα γυαλιά.
Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,
είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

Από την ποιητική συλλογή της ”Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ -2018)

Ο κ. Κλάιν ζητά να επιδιορθωθούν τα ”υδραυλικά” πριν η βλάβη γίνει ανεπανόρθωτη. Η Μπόνυ αρνείται να ανοίξει ένα κλειστό δωμάτιο όπου κοιμάται η ”Μπέμπα”, το υποτιθέμενο εξώγαμο παιδί που απέκτησε ( ; ). Στον τρίτο όροφο κατοικεί η κ.Ήβ΄Ερθ (γήινη Εύα) μαζί, υποτίθεται, με τον Χου (Who), που έχει να φανεί από καιρό στην πολυκατοικία.

Στον τέταρτο ο κ. Ίντιπους (παραπομπή στον Οιδίποδα) μαζί με την παράξενη μητέρα του και τη βοηθό τους Λαρίσα, μία μετανάστρια που έχασε το παιδί της (Σβεν) στη θάλασσα.

Στον πέμπτο όροφο κατοικεί ο κ. Χηλ (Heal – θεραπεύω) συγγραφέας, που συνδεόταν με τον Στέφαν με μία ιδιαίτερη σχέση. Ο κ. Χηλ συγκατοικεί με τη νεαρή Τζέην.

Ο Στέφαν θα μείνει στον ειδικά προετοιμασμένο γι’ αυτόν, ημιώροφο, έναν τακτοποιημένο χώρο με όλα όσα χρειάζεται. Σκέφτεται τη γυναίκα του Κρίστυ, χωρίς να έρθει σε επαφή μαζί της, της στέλνει μόνο την αμοιβή του, ως μια πράξη επανόρθωσης. Η Κρίστυ ανησυχεί, τον έχει χάσει.

………………………………………………………

«Ύστερα κάποιος μετατόπισε τους δείκτες
στο κουρδιστό ρολόι τοίχου στο σαλόνι
κι άργησα είκοσι χρόνια.
Θα σε ειδοποιούσα σίγουρα
αλλά τα ταχυδρομικά περιστέρια
καθηλώθηκαν υπέρβαρα στα σύρματα.»

(από την ποιητική της συλλογή «Κλινικά απών» (2014)

Με την πάροδο του χρόνου, που διαφαίνεται ρευστός καθώς προχωρεί η αφήγηση, ο Στέφαν, άνθρωπος με ανεξέλεγκτα πάθη, έρχεται σε επαφή με τους ενοίκους, που αποδεικνύονται όλοι πρόσωπα που σχετίζονται με το παρελθόν του. Γίνεται κοινωνός των μυστικών και των βαθύτερων αισθημάτων τους, τους παρηγορεί για τις απώλειες αγαπημένων τους, καθώς σταθερά επαναπροσδιορίζεται και ο ίδιος, ανακαλύπτει τη χαμένη ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, τη συμπόνια, την ενσυναίσθηση, την αγάπη που είναι η συγκολλητική ουσία που δίνει νόημα στο χάος της ζωής. Σταδιακά απαλλάσσεται από τα πάθη, τις εξαρτήσεις του, όπως τη χαρτοπαιξία, τον αλκοολισμό, τη συνάφεια – συναλλαγή με ύποπτα πρόσωπα της

”Παλιάς Πόλης” (κακόφημη συνοικία). Στο μεταξύ νιώθει ότι χάνει διαρκώς από τη φυσική του υπόσταση, τα ρούχα του πέφτουν από το σώμα του, ένα άλλο ακόμη στοιχείο που παραπέμπει στη μεταθανάτια φθορά.

Μέσα στο κείμενο το υπερβατικό αναμειγνύεται με πολλά ρεαλιστικά στοιχεία, όπως οι καθημερινές εργασίες τις οποίες πρέπει να κάνει ο Στέφαν και οι λοιποί ήρωες, η διάταξη- διακόσμηση χώρων, η προετοιμασία ενός γεύματος, το άναμμα κεριών. Ωστόσο ενώ η μυρωδιά ενός φαγητού εγείρει την όρεξη, ο Στέφαν δεν πεινάει πια και η γεύση του κρασιού μυρίζει μούχλα. Η συγγραφέας παίζει με τον ρεαλισμό και την αλληγορία συγχρόνως, με έμφαση στη δεύτερη, ενώ ”συνομιλεί” με το ποιητικό της έργο.

Σταδιακά, οι επιμέρους σκηνές παύουν να φωτίζονται, ορισμένοι ένοικοι της πολυκατοικίας αποχωρούν ενώ ο Στέφαν ”αισθάνεται πολύ ανάλαφρος, σαν να αιωρείται κάποια εκατοστά πάνω από τον καναπέ” όταν συναντά και πάλι, τρεμάμενος, τον πανεπόπτη κ. Γκάμπριελ Κλάιν.

Ενώ το θέμα του βιβλίου προοιωνίζεται θλιβερό, η συγγραφέας με μαεστρία εντάσσει στο λόγο της ειρωνεία, υποδόριο χιούμορ, σκηνές που παρασύρουν τον αναγνώστη έξω από το δυστοπικό περιβάλλον, και άλλες που αναδεικνύουν την ψυχική ανάταση από τη συνύπαρξη με τον άλλο, τον διαφορετικό, τον ξένο, τον μετανάστη. Εξαίρει μέσα από την πορεία της αφήγησης τη δοτικότητα, το μοίρασμα, με συνέπεια την απάλυνση της θλίψης από την απώλεια. Χαρίζει τη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας για αναγνώριση των καλών στοιχείων του εαυτού, για την αυτογνωσία. Θέτει ερωτήματα, όπως τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή εκτός από τη δόξα, το χρήμα, ακόμη και τα βιβλία. Η αφηγηματική ροή ανακόπτεται με συχνά flash back, στις ζωές των ηρώων με έμφαση στα παιδικά χρόνια, ιδίως όταν αυτά είναι τραυματικά. ”Η ορφάνια. Η Ιερή Πληγή. Η δικαιολογία. Η πρόφαση για όλα. Η αφετηρία. Η επιστροφή. Η κοίτη. Σκέφτηκες ποτέ Στέφαν ότι ήταν το δώρο σου; ‘‘. Ωστόσο, η Κουτσουμπέλη ελέγχει πλήρως τη δομή του κειμένου της, παρά ακόμη και τα πετάγματα στο μέλλον. Το βιβλίο είναι σημαντικό πέρα από την πολύ καλή γραφή του (συχνά ποιητική), γιατί δίνει διεξόδους σκέψης, για τη ζωή και τον θάνατο, για τη θλίψη του πένθους, θίγει τρέχοντα ζητήματα, πέραν των προαναφερθέντων, όπως το μεταναστευτικό. Συγκινητική η πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο κεφάλαιο ”Σβεν” – μονόλογο του μικρού μετανάστη που πνίγηκε (γιος της Λαρίσα),

Το χέρι της όμως έμεινε μαζί του.
Κοιμάται με αυτό τις νύχτες.
Τον χαϊδεύει στοργικά.
Μ’ αυτό το χέρι γράφει.

(από την ποιητική συλλογή της «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης» 2016 )

Στο κεφάλαιο ”Η καρδιά”, με προμετωπίδα ένα ποίημα της Έμιλυ Ντίκινσον, θίγει το ζήτημα της δωρεάς οργάνων σώματος. Είναι το κεφάλαιο εκείνο, όπου συντελείται το θαύμα της αγάπης, μέσα από την ενσυναίσθηση και τη συναίσθηση του τέλους του τέλους.

Αν σταματήσω μια Καρδιά που πάει να σπάσει

δεν ήρθα μάταια στη ζωή

…………………………………… EMILY DICKINSON

.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ

FRACTAL Φεβρουάριος 2019

Γνωρίζοντας τον εαυτό μας και τον κόσμο

«Μια ζωή που αναλώθηκε σε λάθη είναι πολύ πιο αξιέπαινη και πολύ πιο χρήσιμη από μια ζωή που αναλώθηκε μην κάνοντας τίποτε». Η ρήση αυτή του Μπέρναρντ Σω μας εισάγει στο μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη, με ήρωα τον Στέφαν, ορφανό σε νεαρή ηλικία από μητέρα, γιο ιερέα, πρώην δικηγόρο, νυν άνεργο, εθισμένο στον τζόγο, το σεξ, το αλκοόλ. Ο κος Κλάιν προσφέρει στον Στέφαν δουλειά θυρωρού στην ιδιόκτητη πολυκατοικία του. Υποτίθεται πως ο Στέφαν λίγο πριν ξεκινήσει να εργάζεται για τον κ. Κλάιν διασώζεται ως εκ θαύματος από ένα δυστύχημα. Η είσοδος στην πολυκατοικία του κ. Κλάιν μοιάζει με χάος που οδηγεί σταδιακά στα έγκατα της γης. Ο θολός της καθρέφτης καθιστά δυσδιάκριτα τα πράγματα. Η γνωριμία του Στέφαν με τους ενοίκους των ορόφων γίνεται άμεσα, κατά τη διάρκεια ελέγχου των διαμερισμάτων για τυχόν ζημιές από τον κ. Κλάιν. Ο Στέφαν πληροφορείται πως η δουλειά που του προσφέρθηκε είναι για διάστημα σαράντα ημερών και η αμοιβή γενναία. Αντιμετωπίζει ωστόσο γρήγορα πρόβλημα με το χρόνο, καθώς αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να υπολογίσει το διάστημα που έχει περάσει αφότου δρασκέλισε το κατώφλι της πολυκατοικίας μιας και το ρολόι του παύει να λειτουργεί. Ωστόσο ο Στέφαν είναι πολύ απασχολημένος με τις δουλειές που του έχουν ανατεθεί, αλλά και με τους ενοίκους που ανακαλύπτει ότι τους είχε συναντήσει και είχε συνδεθεί μαζί τους σε διάφορες φάσεις της ζωής του, όπως με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Σεμπάστιαν Χηλ, τον γιατρό Ίντιπους, την Ερθ, την Μπόνυ Μεντράνο. Οι ένοικοι τού αποκαλύπτουν μυστικά της ζωή τους, τον κάνουν κοινωνό των προβλημάτων τους, ζητούν τη βοήθειά του κι εκείνος προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους συνδράμει, ν’ απαλύνει τον πόνο τους, να τους συμβουλέψει. Η πορεία αυτή όμως προς τους άλλους εξελίσσεται αμφίδρομα, καθώς ο Στέφαν στο χρόνο που βρίσκεται μόνος στο κατάλυμά του καταδύεται στον εσώτερο εαυτό του. Μέσω συνειρμών πυροδοτούνται μνήμες από την παιδική του ηλικία ακόμη, περιστατικά, πράξεις, παραλείψεις που τον πονάνε, τον πληγώνουν, τον βαραίνουν, όπως η σχέση του με την αδελφή του, με τον πατέρα του, με την Λούσυ. Ο Στέφαν γίνεται καταλύτης για τις ζωές των άλλων, αλλά και κριτής της δικής του ζωής. Μετανοεί, συγχωρεί και συγχωρείται βιώνοντας τη διαδικασία μιας οδυνηρής κάθαρσης ενώ καθημερινά χάνει ένα μέρος της υλικής του υπόστασης. Ώσπου το διάστημα των σαράντα ημερών ολοκληρώνεται, όπως τον ενημερώνει ο κ. Κλάιν, κι ο Στέφαν είναι πλέον έτοιμος από το μπάρντο, το καθαρτήριο της ψυχής του, να μεταβεί στον κόσμο των νεκρών τη στιγμή που ο κ. Κλάιν βρίσκει τον νέο του θυρωρό .

Το μυθιστόρημα τοποθετείται στον 21ο αιώνα, ο τόπος όμως είναι σκόπιμα αδιευκρίνιστος, ‘’κάπου στον πλανήτη γη’’, προφανώς για ν’ αποκτήσει καθολικότητα εφόσον πραγματεύεται οικουμενικά θέματα. Πρόκειται για ένα κείμενο δυστοπικό, ρεαλιστικό αλλά και αλληγορικό, μεταφυσικό. Η δυστοπία γίνεται αντιληπτή ήδη από την πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος, όταν περιγράφεται η πτώση του ανθρώπου και των κοινωνιών του καθώς ’’ο χιμπατζής κυριαρχεί όλο και περισσότερο στον ανθρώπινο εγκέφαλο’’, αλλά και παρακάτω στις σελίδες που διαγράφουν τη φρίκη που κυριαρχεί στην παλιά πόλη με την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την εγκληματικότητα, τη βία, τις εξαρτήσεις, την εμπορία ανθρώπων, τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, το θάνατο. Η αλληγορία αποτυπώνεται κυρίως στο πρόσωπο του κ. Κλάιν, Γκάμπριελ Κλάιν, όπως διευκρινίζεται στο τέλος, όπου Γκάμπριελ, εβραϊστί, ο δυνατός άνθρωπος του Θεού, ένας σύγχρονος ψυχοπομπός, ένας μεσολαβητής για το πέρασμα του νεκρού στην άλλη όχθη. Είναι ο αυστηρός, καλοντυμένος, επιβλητικός κύριος που γνωρίζει και ελέγχει τα πάντα. Ο μεταφυσικός χαρακτήρας του βιβλίου προκύπτει τόσο από τη λειτουργία της πολυκατοικίας ως καθαρτήριο, όσο και από τον παγωμένο χρόνο, την εξαϋλωση μέρα τη μέρα του Στέφαν και τελικά την κρίση που τον περιμένει. Επίσης η αναφορά στην αιγυπτιακή και τη θιβετιανή βίβλο των νεκρών ενισχύει τη μεταφυσική χροιά του κειμένου.

Το θεατρικό στοιχείο κάνει αισθητή την παρουσία του εξαρχής με την παρουσίαση των προσώπων, εν είδει θεατρικού προγράμματος, πριν την αφήγηση. Εμφανής είναι όμως η θεατρική σκηνοθεσία και στα επί μέρους κεφάλαια που δίνουν την εντύπωση θεατρικών πράξεων.
Η ονοματοδοσία των ηρώων είναι προσεκτικά επιλεγμένη. Πρόκειται για ξενικά ονόματα, αγγλικής προέλευσης τα περισσότερα, με συγκεκριμένη σημασία. Ο Στέφαν για παράδειγμα ονομάζεται Χήροου, δηλαδή ήρωας, ο δημοσιογράφος-συγγραφέας ονομάζεται Χηλ, που σημαίνει θεραπεία, η Ηβ ονομάζεται Ερθ, δηλαδή γήινη κλπ.

Τα θέματα που θίγει η συγγραφέας είναι πολλά. Η αναγκαιότητα ενσυναίσθησης, η οικοδόμηση ουσιαστικών σχέσεων και η προσφορά στο σύνολο είναι, κατά την άποψή μου, τα αξιολογότερα. Ο Στέφαν αγαπήθηκε στη ζωή του και νόμιζε πως αγάπησε κι ο ίδιος, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρει να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια της ατομικότητας και των αναγκών του. Χρησιμοποίησε τους ανθρώπους γύρω του, τους ξεπούλησε κάποτε ανενδοίαστα και του δόθηκε η ευκαιρία να το συνειδητοποιήσει αυτό κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πολυκατοικία-καθαρτήριο του κ. Κλάιν. Εκεί του αποκαλύφθηκε ο εαυτός του κι εκεί έκανε την υπέρβαση και εγκαινίασε την πορεία προς τους άλλους. Εκεί αντιλήφθηκε την έννοια και τη σημασία της αγάπης. Στο προτελευταίο κεφάλαιο με τίτλο Καρδιά, ο Στέφαν έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τη φρικτή μοναξιά της κόλασης προσφέροντας την καρδιά του σ ένα παιδί, θύμα της θηριωδίας του πολέμου, που την έχει ανάγκη. Είναι το αισιόδοξο τέλος του βιβλίου, λίγο πριν την κυκλική ολοκλήρωσή του με την πρόσληψη ενός νέου θυρωρού στη δούλεψη του κ. Κλάιν!

Το μήνυμα αυτό αποτυπώνεται στους στίχους της Έμιλι Ντίκινσον που η συγγραφέας προτάσσει ως μότο στο κεφάλαιο Καρδιά:

Αν σταματήσω μια Καρδιά που πάει να σπάσει

Δεν ήρθα μάταια στη ζωή

Αν απαλύνω κάποιου την Οδύνη

Ή ηρεμήσω άλλου τον Πόνο

Ή βοηθήσω τον μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη

Να μπει ξανά μες στη Φωλιά

Δεν ήρθα μάταια στη ζωή.

Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν είναι ένα γοητευτικό, ποιητικό μυθιστόρημα, σκληρό και ευαίσθητο μαζί που προσφέρει στον αναγνώστη την απόλαυση ενός γνωστού άγνωστου ταξιδιού στον εαυτό μας και τον κόσμο.

.

ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

Τα Ποιητικά Τεύχος28 12/2017

Η συλλογή Κλινικά απών της Χλόης Κουτσουμπέλη (2014) αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό στην ποιητική της πορεία. Δύο χρόνια μετά, οι Ομοτράπεζοι της άλλης γης δίνουν ένα ιδιαίτερο δείγμα έκφρασης.
Ο τίτλος Κλινικά απών παραπέμπει έμμεσα στην απώλεια – κάθε είδους – και στην απουσία. Ο τίτλος Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης δηλώνει άμεσα ότι η κυρίαρχη απώλεια είναι ο θάνατος.
Κοινός παρονομαστής στις δύο συλλογές: έρωτας, τραύμα, απώλεια, θάνατος, πένθος γίνονται ποιητικός λόγος.
Ειδοποιός διαφορά: Η ένταση. Στους Ομοτράπεζους ανεβαίνει στη διαπασών, για συναισθήματα, περιγραφές, εικόνες.
[…]
Στους Ομοτράπεζους της άλλη γης ο αναγνώστης-θεατής διαβάζει-παρακολουθεί σκηνές σαν από ένα ιδιότυπο θέατρο ή κινηματογράφο. Εννοώ τις εικόνες που υποβάλλουν τα ποιήματα.
Χωρισμένη σε δύο μέρη η συλλογή. Τίτλοι των ενοτήτων Γυάλινα σπίτια και Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς. Το ύφος των τίτλων δημιουργεί στον αναγνώστη την αίσθηση της συνάφειας. Συγκοινωνούντα δοχεία οι ενότητες. […]
Η συλλογή, με τα δεδομένα αυτά και με τη διάκριση στις δύο ενότητες, καλόν είναι να ιδωθεί ως όλον χωρίς να διχοτομηθεί, με κορύφωση τη συγκεκριμένη ομάδα των ποιημάτων του πένθους, στο συνεχές των απωλειών.
Και στην αντιμετώπιση του πόνου. Γιατί αυτό που αγωνιωδώς ψάχνει το ποιητικό υποκείμενο στα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι κάποιος τρόπος να αντιμετωπιστεί ο πόνος, η οδύνη, η αίσθηση της ματαιότητας. Στην άποψη αυτή συνηγορεί το ότι κάποια ποιήματα της πρώτης ενότητας θα μπορούσαν να ενταχθούν στη δεύτερη, όπως το ποίημα «Τα κοριτσάκια», καθώς και τμήματα από το συνθετικό ποίημα «Οι ομοτράπεζοι της άλλη γης», συγκεκριμένα το IV και το V. Από την άλλη μεριά, αρκετά ποιήματα της δεύτερης ενότητας κατάγονται από εκείνα της πρώτης. Σαν να μεταμφιέζονται. Σαν να διευρύνεται η λειτουργία τους έξω από τον κύκλο της οικογένειας, μολονότι από εκεί αναφύονται. Παράδειγμα «Ο συγγραφέας κύριος Μπάρυ» ή «Η μητέρα κυρία Άλισον».
Απ’ όλη την μητέρα του, /κράτησε μόνο το χέρι./ […] Μία από τις πολλές γκουβερνάντες/ που θα τον μεγαλώσουν/ μίλησε ψιθυριστά για ένα άντρα,/ είχε μάντρα με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα,/ η μητέρα έφυγε μαζί του σε άλλη πόλη./ Το χέρι της όμως έμεινε μαζί του./ Κοιμάται με αυτό τις νύχτες./ Τον χαϊδεύει στοργικά./ Μ’ αυτό το χέρι γράφει.
(«Ο συγγραφέας κύριος Μπάρυ», σ. 51)

.

ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ

ΦΡΕΑΡ/3/11/2017 Στης έμπνευσης τον στροβιλισμό

ΤΟΠΟΙ ΚΑΙ ΝΟΡΜΕΣ ΜΙΑΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗ

Το πένθος, τόπος σκοτεινός και άδηλος, ακαθόριστος ως προς τα σύνορα ή την τοπιογραφία του, συχνά γίνεται της ποίησης τόπος καθώς η απόπειρα περιγραφής του δεν υπακούει σε γλωσσικές νόρμες. Το πένθος δεν περιστέλλεται με τη γραφή, μα θρυμματίζεται σε λέξεις για να αναδομηθεί με την ποίηση. Εκεί, θα διατηρηθεί αν όχι ανέπαφο, τουλάχιστον επισκέψιμο.
Η συλλογή χωρίζεται σε δυο μέρη. Κοσμείται από τις λιτές εκφραστικές φωτογραφίες της Μαρίας Κοσσυφίδου, όπου το άλγος του θανάτου και της ζωής αποτυπώνεται σε ασπρόμαυρα στιγμιότυπα και φτάνει στον αναγνώστη με ευγένεια και τρυφερότητα.
Στο πρώτο μέρος της συλλογής με τίτλο «Τα γυάλινα σπίτια» η ποιήτρια ενορχηστρώνει το πένθος και τις ποικίλες εκφάνσεις του σε δημιουργία. «Οι ομοτράπεζοι» νεκροί της, ξαποσταίνοντας στο ποίημα απολαμβάνουν το αγαθό της μη-λήθης. Μα το πένθος δεν αφορά μόνον τους δικούς της νεκρούς και το καταθέτει ξεκάθαρα η ποιήτρια στο ομότιτλο της συλλογής σπονδυλωτό ποίημα που απαρτίζει μιαν από τις ενότητες του πρώτου μέρους. Παιδιά -πρόσφυγες πνιγμένα στην παγωμένη κόλαση του βυθού, θύματα παλιά και νέα της ωμής βίας των βομβαρδισμών, απέθαντες σκιές των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αλλά και της σύγχρονης κοινωνικής βίας περνούν συχνά απ’ τα παράθυρα του ποιήματος: «Μερικές φορές έξω από το παράθυρο / περνάει ένας νεαρός / με μία ζώνη δεμένη σφιχτά γύρω απ’ τον λαιμό. / Στο οικοτροφείο περνούσα καλά, της γνέφει / αν εξαιρέσεις τους αλλεπάλληλους βιασμούς, / ένας άλλος σωριάζεται στην τριανταφυλλιά, / την βάφει κόκκινη / στην πλάτη σφηνωμένο ένα μαχαίρι / τραγουδάει για λύκους και μαύρες κουκούλες / και μια σβάστικα που απλώνεται παντού».
Η διαχείριση του πένθους ακολουθεί θαρρείς ένα τελετουργικό που απαιτεί οπωσδήποτε τη θυσία της σιωπής. Εδώ πρέπει να σαλπάρει ο σπαραγμός, η οδύνη οφείλει να σπάσει το νήμα της ιδιωτικότητας και οι λέξεις να βαφτούν με όλες τις αποχρώσεις του μαύρου, για ν’ αποκτήσει υπόσταση η πρόθεση του ποιήματος. Ο λόγος της σπαραχτικός, αποκαλυπτικός, καταγγελτικός. Τα ποιήματα γίνονται σπίτια γυάλινα, διάφανα, διαπερατά στο βλέμμα του αναγνώστη. Συχνά καταρρέουν κι όλα τα θραύσματα καρφώνονται στο ποίημα: «Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια / δεν είχαν ποτέ καλοστρωμένο κυριακάτικο τραπέζι /κανείς δεν τους πέρασε ποτέ το αλάτι / όσο για το βούτυρο απλώς έλιωνε επάνω στις πληγές / αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια / διακριτικά ας αδειάζουν τα σταχτοδοχεία / και ας προσφέρουν πηχτό καφέ παρηγοριάς /σε σεμνά φλιτζανάκια ενός δακρύου».
Σ’ αυτή τη συλλογή δεν λειτουργεί ο υπαινιγμός. Το υπόστρωμα της θλίψης, οι ψυχολογικές διακυμάνσεις, η ενσάρκωση και η επέκταση των τραγικών μύθων στο σήμερα (Θέλω να μάθω/ πώς ο αγαπημένος / μπορεί να είναι γιός και εραστής / πατέρας, βασιλιάς / τυφλός χρησμός / πρησμένη θηλιά/ βήματα με μπαστούνι / ξένος που ξέχασε το αίνιγμα), η οργή και η διαμαρτυρία για τις σύγχρονες και τις παλαιές σφαγές , δεσπόζουν τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο μέρος της συλλογής. Το ύφος της διακρίνεται για την πυκνότητά του, ωστόσο διατηρεί πάντα το ουσιώδες. Υποθάλπτοντας τον λυρισμό και μια ιδιάζουσα μουσικότητα, το ύφος γίνεται έρεισμα για το περιεχόμενο που άλλοτε ξεσπά συναισθηματική καταιγίδα κι άλλοτε εκλεπτυσμένος σαρκασμός: «Βγαίνοντας, κλείσε το καλοκαίρι / πίσω σου ανώδυνα. / Έτσι και αλλιώς ο πόνος / θα σε περιμένει στην αποθήκη / μαζί με τα βατραχοπέδιλα / για να τον φουσκώσεις πάλι / το άλλο καλοκαίρι».
Η δεινότητα με την οποία η ποιήτρια χειρίζεται το ισοζύγιο των λέξεων, του ρυθμού και του συγκινησιακού φορτίου, οδηγεί σε ποιήματα όπου η υπέρβαση του αισθητού κόσμου εξωτερικεύει περίτεχνα τις διεργασίες του υποσυνείδητου, πράγμα που συναντάμε και σε προηγούμενες συλλογές της. Άλλοτε ξορκίζει την οδύνη αφήνοντας τις καθημαγμένες λέξεις της στις έρημες εκτάσεις του πόνου κι άλλοτε σηκώνει ανάστημα, σαρκάζει με τόλμη και παρρησία την σήψη και την απάθεια της εφησυχασμένης κοινωνίας. Μερικές φορές, ένα ποίημα μάς βοηθά να κατανοήσουμε κάτι που μέχρι πριν ήταν μακρινό κι ακατανόητο, κάτι που κρύβαμε ακόμη (κυρίως) από τον εαυτό, μα η ποιήτρια το αποκαλύπτει, το εξομολογείται στους αναγνώστες: «Μην έρχεστε σε μένα τους φωνάζω / Διαβάστε την πινακίδα, / είμαι από τη γενιά του ιδιωτικού οράματος / που ομφαλοσκοπεί. / Μα συνέχεια έρχονται κι άλλοι / χώνονται στους στίχους / μπλέκονται στο αμπάρι / πλημμυρίζουν το κατάστρωμα.»
Το πρώτο μέρος κλείνει με το συγκλονιστικό ποίημα –που παραπέμπει σε διάλογο αρχαίας τραγωδίας– με τον τίτλο «Αποχαιρετισμός», μία από χέρι χαμένη αναμέτρηση με τον θάνατο που οδηγεί όμως στον θρίαμβο του ποιήματος.
Ωστόσο, δεν εξαντλείται στο πένθος. Ο έρωτας, σημαντικό θεματικό κέντρο στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη κάνει την εμφάνισή του με τα εξαιρετικά ποιήματα «Μαραθώνιος» και «Κινηματογράφος», ακατάλυτος και εμμένων. Δείχνει κατάκοπος, με σπασμούς και τρεμάμενα χέρια κουλουριασμένος λουφάζει μέσα στην κοιλιά της μαύρης φάλαινας. Όμως, χάρη στην ιδιαίτερη ποίηση της Χ. Κουτσουμπέλη, ακόμη κι ο ματαιωμένος έρωτας αντιπροσωπεύει πάντα τις αντιφάσεις και την πολυμορφία των χειρονομιών της αγάπης, τον πλούτο των ενστίκτων και των αισθημάτων που αντιπαλεύουν την άβυσσο του θανάτου.
Το δεύτερο μέρος της συλλογής με τίτλο «Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς;» εμφανίζει πολύ ιδιαίτερη δομή. Η ποιήτρια σμιλεύει με στίχους έναν μικρόκοσμο, μια συνοικία θα τολμούσα να πω με ποιήματα-κτίσματα πάνω στα σαθρά θεμέλια του δήθεν καλύτερου κόσμου. Ο αναγνώστης προετοιμάζεται κιόλας από το πρώτο ποίημα της δεύτερης ενότητας γι αυτή τη μετάβαση σ’ ένα άλλου είδους πένθος που έχει απωλέσει την αθωότητα και την ενάργεια του, αφού δεν πρόκειται για το πένθος του θανάτου, αλλά για το άνευρο, αργόσυρτο και βλοσυρό πένθος της ζωής. Δημιουργεί με τους στίχους της ένα αντιπαραμύθι όπου οι ήρωες, το περιβάλλον και τα αντικείμενα που τους περιστοιχίζουν, όλα, εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: διαφυλάττουν τον καθωσπρεπισμό (το πιο «χαϊδεμένο» απ’ όλα τα παιδιά της πολιτισμένης κοινωνίας). Με γνήσια και πρωτότυπη δημιουργική πνοή δίνει ανάσα σε πρόσωπα και προσωπεία που κατοικούν στο ποίημα. Προσδίδει σε αυτά, όχι τυχαία, ονόματα αγγλοσαξονικής προέλευσης και επίθετα-οικόσημα του αδιάβρωτου, εδώ και αιώνες, συντηρητισμού: αξιοσέβαστος, αξιοζήλευτη, αξιότιμος, μοναχοκόρη, καθαρές, εύθυμη. Με τα ουσιαστικά-αντικείμενα φετίχ της αριστοκρατικής κληρονομιάς, όπως οικογενειακά πορτρέτα, κομοδίνα, κορνίζες, πιάνο, μελανοδοχεία και πένες, μπαστούνια και μπουτουνιέρες, νυφικά με ουρά, φραμαπλάδες, δαντέλες, πορσελάνες, κουνιστές πολυθρόνες, γκουβερνάντες και σφιχτές γραβάτες, η ποιήτρια στήνει το σκηνικό για να ερμηνεύσει ο θίασός της την «πολιτισμένη πολιτεία». Οι κάτοικοι αυτής της πολιτείας κοιμούνται και ξυπνούν, συνδιαλέγονται, διαπλέκονται, προσποιούνται (κυρίως προσποιούνται), καιροφυλακτούν, βασανίζουν τους αδύναμους, κομπάζουν, θάβουν τις επιθυμίες τους, ταΐζουν την αλαζονεία, υποκύπτοντας έως θανάτου στα στεγανά της κοινωνικής ευπρέπειας. Οι σχέσεις τους ποικίλουν: οικογενειακές –αδέρφια, σύζυγοι (με οχτώ γάμους και βάλε), εραστές αληθινοί και φαντασιακοί– ταυτοπροσωπίες, μα κυρίως είναι σχέσεις εξουσίας, οι κατ’ εξοχήν σχέσεις του σύγχρονου κόσμου. Όλοι, ομοτράπεζοι στα γεύματα της σιωπής και της υποκρισίας. Οι περσόνες που δημιουργεί η Χλόη Κουτσουμπέλη με τολμηρή εικονοποιία και πρωτοποριακή μορφή, βυθίζονται εκούσια στο ποίημα και αναδύονται ξανά για ν’ αντιμετωπίσουν επιτέλους τον εαυτό τους, να μιλήσουν στον αναγνώστη για τους μύχιους πόθους, την οδύνη και το τραύμα, την ανάγκη για αγάπη, το πάθος της γραφής, μα κυρίως λαχταρούν να μιλήσουν για το ανέκφραστο καθημερινό τους πένθος, για τη φενάκη της ζωής τους, σ’ ένα περιβάλλον στεγνό και στυγνό, όπου σχεδόν ολόκληρος ο κόσμος επινοείται. Ειδικά ο αξιοσέβαστος αστός κ. ΄Οουεν όλα τα επινοεί: «Στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό. / Ένα τέλειο όμικρον με διαβήτη. / Εμπρός λοιπόν κύριε ΄Οουεν,/ εισχωρήστε στο ταπεινό μας σώμα / πλημμυρίστε με χώμα /τα μάτια μας, τα χείλη, την καρδιά / ώσπου να γίνουμε κι εμείς /ένα ακόμη χρυσό δόντι /στην οδοντοστοιχία που αστράφτει.», ενώ η μοναχοκόρη Κόνστανς επινοεί τις αδερφές της για την επιτακτική ανάγκη της επιβίωσης, της δικής της και του ποιήματος. «Οι αδερφές μου είναι στοργικές. / Κάθονται πάντα δεξιά και αριστερά μου./ Έχουν τα μαλλιά του σε κότσο σφιχτό / απαγορεύουν την αιμομιξία. // Μα μια στιγμή, / δεν είχα ποτέ αδερφές. / Αφού από πάντα μου υπήρξα / μοναχοκόρη των δακρύων.» Σάμπως η αξιοζήλευτη δεσποινίς Εντελβάϊς Φλέτσερ έκανε διαφορετικά; «μ’ ένα πινέλο ζωγράφιζε τα δάκρυα. / Ω πόσο λυπημένη ήταν η Εντελβάις. /Ύστερα πάλι τα έσβηνε / και χρωμάτιζε χαμόγελα./ Ω πόσο χαρούμενη ήταν η Εντελβάις.» για ν’ αντέξει την κακοποίηση για την οποία η ίδια σιωπά, μα η ποιήτρια δεν διστάζει να γράψει γι’ αυτήν και τους σκοτεινούς βυθούς όπου καταποντίζει τα θύματά της.
Επίσης, ο φασισμός που δεν έχει εξαλειφθεί, οι επώδυνες παιδικές μνήμες, ο τρόμος των ενοχών, ο πανικός της μητρότητας, η αδηφάγα της θηλυκής υπόστασης μητρική φύση, η βία στην οικογένεια, ο φόβος που εκφράζεται ακόμη και με διατροφικές διαταραχές, αποτελούν τους κυριότερους θεματικούς άξονες. Ο χωροχρόνος των ποιημάτων αυτών είναι απροσδιόριστος και ρευστός. Οι καθαρές δεσποινίδες θα μπορούσαν να κοιμούνται αγκαλιά με τη μεταξένια καθαριότητα των φραμπαλάδων τους στις αρχές του 19ου αιώνα και να ξυπνούν σ’ ένα μοναχικό τριάρι της σημερινής Αθήνας. Γυναίκες που αδυνατούν να ξεπεράσουν τον καταδικασμένο εαυτό τους, μα οι σκιές τους το καταφέρνουν, αφού όλα στροβιλίζονται γύρω απ’ το ποίημα που όπως αναφέρθηκε νωρίτερα αποτελεί την κατοικία τους. Δημιουργεί ποιήματα που δεν επιδέχονται ανάλυση γιατί από μόνα τους υπερθεματίζουν την ανάγκη της έκφρασης και αποτελούν μανιφέστο. Τέτοιο είναι το ποίημα «Ο αξιότιμος κύριος Πόμπους» που μόνο με τα αντιφασιστικά ποιήματα του Μπρεχτ μπορώ να το παραλληλίσω. Τέλος, με μαεστρία και χάρη φέρνει τον Σέρλοκ Χολμς στη συνοικία του μικρού Χανς για να μας θυμίσει ότι συνήθως μπερδεύουμε τον Έρωτα με τον Θάνατο. Αυτή η σύγχυση δεν είναι άλλωστε από πάντα χαραγμένη στα σπλάχνα της ποίησης;
Καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα τη συλλογή, αναρωτήθηκα πολλές φορές για τις επιρροές της. Τελικά δεν κατέληξα σε ασφαλές συμπέρασμα γιατί ενώ ορισμένα ποιήματα μου θύμισαν τους λυγμικούς στίχους της Ανν Σέξτον, άλλα οδήγησαν συνειρμικά στη φεμινιστική, διαπεραστική ποίηση της Αντριάν Ρίτς και κάποια, σα να συνομιλούσαν με την συγκινησιακή ποίηση της Ντενίς Λέβερτοφ, τελικά συνειδητοποίησα ότι δεν μοιάζει με καμιά ποίηση που έχω διαβάσει. Η Χλόη Κουτσουμπέλη κομίζει κάτι νέο σ’ αυτή την συλλογή που ίσως δεν είμαι αρμόδια να περιγράψω, ωστόσο μπορώ να το αισθανθώ και να το θαυμάσω. Η καινοτομία που εκφράζεται με όλη της τη δύναμη, επικυρώνει την παραπάνω από ερωτική σχέση της με την ποίηση. Η ρίζα της και το σπίτι της, η ποίηση.
Αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια εμπλέκει τα πρόσωπα και τα σπίτια-ποιήματά τους, όπως στο ποίημα με τον τίτλο: Ο μικρός Φρανκ με το ξύλινο πόδι «Πού να είναι άραγε το τυφλό πόδι /του μικρού Φρανκ; / Μήπως το έφαγε ο λυσσασμένος σκύλος / του κυρίου Πόμπους; // Μήπως το καταβρόχθισε η κερένια κούκλα / της κυρίας Σμιθ;». Ο αναγνώστης οδηγείται στην πεποίθηση ότι ο ένας χαρακτήρας γέννησε τον άλλον στης έμπνευσης τον στροβιλισμό.
Με πάθος, θεατρικότητα, εσωτερικό μονόλογο που ενίοτε εκφράζεται και με διάλογο μέσα στο ποίημα, λογοτεχνικές αναφορές και φεμινιστικές προσεγγίσεις, χωρίς ποτέ να καταλήγουν σε κήρυγμα, η Χλόη Κουτσουμπέλη επιχειρεί και καταφέρνει μια νεκροψία των επί χρόνια ψυχορραγούντων κοινωνικών θεσμών, ρόλων και κανόνων. Το πόρισμά της, ποιήματα καταπέλτες ενάντια σε κάθε φανερή ή κρυμμένη εκδοχή φασισμού και βίας, καταγγέλλοντας συγχρόνως την απάθεια και τον συμβιβασμό που κυριαρχεί στα καθαρά λευκά κελιά της δήθεν ευπρέπειας: «“Αυτοί ήταν τότε γάμοι” ξεφυσάς/ και χτυπάς κάτω το μπαστούνι σου. /Διαρκείας από ξύλο ανθεκτικό, /οι άνθρωποι σαπίζουν μαζί με το κρεβάτι / και τα κομοδίνα με σκαλίσματα /δεξιά κι αριστερά. //Γίνομαι κολλαριστή για να με αγαπήσεις ./ Ένας αιώνας πέρασε / και ακόμα δεν με κοιτάς / όταν γδύνομαι μπροστά σου.»

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
http://frear.gr/?p=19793

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 21/09/2016

Ο αλλόκοτος αλλά παραδόξως προσιτός κόσμος της Χλόης Κουτσουμπέλη

[…] είχα ήδη μεγαλώσει και εγκατασταθεί στο τωρινό μου σπίτι, το πιο αλλόκοτο, το πιο αφύσικο, το πιο απρόβλεπτο από όλα, την ποίηση.

Είναι η ποίηση απρόβλεπτη, αλλόκοτη, αφύσικη; Αν αυτές οι λέξεις ακούγονται προκλητικές, ας σκεφθούμε αν θα συμβιβαζόμαστε με τις αντίθετές τους: προβλέψιμη, κοινότοπη και φυσιολογική. Μα, σ’ αυτήν την περίπτωση μάλλον το ποιητικό αποτέλεσμα δεν θα μας αφορούσε.

Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη ξέρει να αιφνιδιάζει. Ξέρει να προκαλεί με την εικονοπλασία της. Πάνω απ’ όλα ξέρει να προσεγγίζει τον εσώτερο κόσμο του αναγνώστη της και να τον παίρνει μαζί της στη δική της αισθητική και ηθική της ποιητικής της άποψης.

Το βιβλίο της Χλόης, αν και ποιητικό, διαβάζεται σαν ένα αφήγημα με την απόλυτη συνέχεια που απαιτεί ο πεζός λόγος. Με την απαίτηση της μέθεξης όμως προς τον αναγνώστη της. Η ποίηση αυτή δεν είναι για εύκολες αναγνώσεις. Και για όποιον θελήσει να εισχωρήσει στα δικά της μονοπάτια, η επιστροφή σε ανώδυνες γραφές δεν υπάρχει.

[…]
Αυτό είναι το νυχτερινό τρένο.
Κανείς δεν είδε ποτέ τον οδηγό του.
Όμως εδώ και χρόνια μάτια μου
Δεν υπάρχει άλλο όχημα για μας.

Ανάμεσα στις δύο συλλογές που συναποτελούν τους «ομοτράπεζους της άλλης γης», τα «Γυάλινα σπίτια» και το «Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς;», υπάρχει μυστική δίοδος, για όποιον πατήσει σωστά πάνω στα σημάδια τους. Η απώλεια με το βάρος της χαράσσει βαθιά τους στίχους της πρώτης συλλογής και δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το βιωματικό τους περιεχόμενο. Έχει τον τρόπο να πει τα πράγματα ακριβώς όπως είναι, με μια πιστότητα εικόνων και αισθήσεων, κι όμως τη βλέπουμε καθαρά τη μεταμφίεσή τους, απαραίτητη στον ποιητικό λόγο, που έτσι λειτουργεί η κατάθεσή του διαχρονικά.

Την λένε Αντιγόνη και ήρθε να θάψει τον αδελφό της.
Και από πού και ως πού ακούει σ’ αυτό το όνομα;
Έβαλε το σώμα της ασπίδα απέναντι στα βέλη και στα ακόντια του εχθρού;
Έγινε η μάνα και ο πατέρας του, όταν αυτοί τον εγκατέλειψαν;
Ή έφυγε από το σπίτι στα δεκαοκτώ και τον άφησε κι αυτή;
Καλύτερα να την ονομάσετε Άννα ή Μαρία.
Και ετοιμάστε τις πρέπουσες τιμές για τον νεκρό.

Ντύνει τον κόσμο με τη δική της αισθητική αλλά και ηθική κατορθώνοντας έτσι να μας προσκαλεί μέσα στο φαινομενικά παράδοξο τοπίο. Να μπούμε και να το θεωρήσουμε οικείο. Σαν να μπήκαμε στο σπίτι μας. Τα λόγια της είναι αυτά που (κι αν ποτέ δεν τα αρθρώσαμε) θα θέλαμε να τα έχουμε πει. Τα πρόσωπα που φέρνει μπροστά μας είναι τα δικά μας πρόσωπα, οι δικές μας απώλειες.
Η φωνή της, αναγνωρίσιμη, μοιάζει να συναντά άλλους ποιητές, σαν να αποτελεί τον κρίκο σ’ αυτή την αλυσίδα που επιμένει να μιλά για όλα τα δυσερμήνευτα του κόσμου τούτου, κι ας μην μπορεί να δώσει τελικές απαντήσεις.
[…]
Τι σφίγγεις λοιπόν;
Τι είναι αυτό που μόνον εσύ κατέχεις;
Ποιο αρχαίο μυστικό εκτυλίσσεται
μέσα στο κορμί;
Σε ποιο μυστήριο οδηγούμαι
χωρίς μάτια;
Σφίγγα το ξέρω τώρα.
Αυτό που εσύ ζητάς
είναι το μόνο που έχω.

θα δούμε στην ποίηση της Χλόης, κι εδώ, κοντά δέκα χρόνια πριν, μια τελευταία στροφή από το ποίημα του Τάσου Γαλάτη «Τα γερατειά» (Συλλογή «Ο σημειωμένος», εκδόσεις «τυπωθήτω») σαν να ανοίγει διάλογο μαζί της:

[…]
Δεν είναι λίγο να συναντήσεις το μυστικό της φύτρας σου
κι εγώ το άγγιξα το μυστικό
το άκουσα να πάλλεται στο αίμα μου
κι ίσως μόνο γι’ αυτό
αξίζει να με συντροφέψουν στο στερνό ταξίδι μου
του Κολωνού τ’ αηδόνια.

Τα μυστικά περάσματα από την άγνοια στη γνώση, η σοφία συντροφευμένη πια με την οδύνη, αλλά και η συναίσθηση ότι αυτή η απόλυτη πλέον προσέγγιση, του ασαφούς μέχρι πρότινος, αξίζει περισσότερο από όλη την ήρεμη και βολεμένη απόσταση από την αλήθεια. Κυρίως αν έχει όλη αυτή η πορεία αγγίξει τα όρια της αισθητικής απόλαυσης. Σκληρό; Οπωσδήποτε. Αλλά πώς αλλιώς να μιλήσεις για μεγέθη που υπερβαίνουν το ανθρώπινο ύψος;

Εμένα ούτε οι νεκροί μου δεν είναι όπως των άλλων.
Δεν αφήνουν κενές μποτίλιες έξω από την πόρτα
ούτε εφημερίδες με αγγελία θανάτου
δεν δίνουν παραγγελιά σε ξενυχτάδικα
δεν φορούν μυτερά λουστρίνια
ούτε λευκά πουκάμισα ανοιχτά στο στήθος
δεν εμφανίζονται ξαφνικά στην πολυθρόνα στο σαλόνι μου
ούτε σε όνειρα με ταχυδακτυλουργούς και χαρτορίχτρες.

Οι δικοί μου νεκροί κάθονται
μπροστά σ’ ένα τεράστιο πληκτρολόγιο
και στέλνουν μηνύματα στο σύμπαν.
Κάποια στιγμή μια μαύρη γάτα
βουτάει τα πέλματα της στο σκοτάδι.
Ανασηκώνονται τότε τα γυαλιά στην μύτη.
Θροΐζει ο αέρας στις βελανιδιές.
Φύλλα πέφτουν επάνω μου καθώς
τρέχω μόνη μες στο πάρκο.

Όχι, ούτε οι νεκροί μου εμένα δεν είναι όπως των άλλων.
Στρόβιλος είναι,
φύλλα ξερά
κάτω από το άδειο παπούτσι της νύχτας.

Και σκέφτομαι αν ήταν χρώμα αυτό το ποίημα τι θα ήταν; Θα είχε κάτι από το σκούρο πράσινο των φύλλων, εκεί κοντά στο μούχρωμα, να σκιάζει πάνω στο χώμα τον βαθύ του ήχο, να αντιφέγγει πάνω του όλο το μαύρο και το γκρίζο που σέρνουνε τα σύννεφα λίγο προτού να αποσυρθούν. Έτσι θα το ζωγραφίζαμε αφήνοντας στην άκρη τις λέξεις και τον πόνο τους. Γιατί τα χρώματα τη βάφουνε καλύτερα τη βιωμένη θλίψη. Κι έπειτα θα αφουγκραζόμασταν τα ηχοσήματα που στέλνουν εκείνοι που σχολαστικά πληκτρολογούν μηνύματα από έναν κόσμο σιωπηλό, μήπως πιο πολύ (κι από τις λέξεις και τα χρώματα ακόμη) φανεί μια αλήθεια ασήμαντη, μα απόλυτη, λυτρωτική: καθένας μας με τους δικούς του που αναχώρησαν κάνει παιχνίδι, γιατί με τη φυγή τους άλλαξαν μορφή, και πια μας μοιάζουν τόσο.
Στη δεύτερη συλλογή, «Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς», έχουμε ανοίξει την αυλαία κι έχουμε εισχωρήσει στον ιδιαίτερο κόσμο της Χλόης Κουτσουμπέλη. Νιώθεις να συμμετέχεις σ’ αυτό το σκηνικό που φτιάχτηκε θαρρείς από ταινίες του Φελλίνι ή από σελίδες μυθιστορημάτων ή και τα δύο απολύτως συνταιριασμένα μεταξύ τους. Κι εσύ; Έχεις ήδη μπει μαζί με τα πρόσωπα στον μέσα χώρο αυτής της ποίησης και δεν παρακολουθείς μόνο αλλά και συμμετέχεις. Κι όμως, τα ίχνη δείχνουν πως ομαλά πέρασες από τα πρώτα ποιήματα των «Γυάλινων σπιτιών» σ’ αυτά τα θεατρικά στημένα με περισσή τέχνη.
Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείνο το παλιό καράβι, που όλο έπλεε προς τα πίσω κι όταν τελικά φθάσαμε στην καινούργια γη, ανάλαφρος αέρας ανασήκωσε τα κολλαριστά μας φορέματα, τι είναι εδώ ρώτησε η Αδελαΐδα, χωρίς μνήμη φουρφούρισε η Ελισάβετ, μήπως χρειάζεστε μία ομπρέλα, ψιθύρισε η Μαίρη Σμιθ και ύστερα όλα τελείωσαν, γιατί κάποιος έκλεψε τον μικρό Χανς, ξέρετε αυτόν που ο φούρναρης έπλασε από ζυμάρι κι όλοι ξέρουμε πως ήταν η αθωότητά μας, όπως τα φτερά πεταλούδας ή ένα αλογάκι της θάλασσας και ένας ναύτης είπε είναι η αγάπη κι ένας άλλος είπε όχι, μπαίνουμε απλώς σε άλλο αιώνα.
Διαβάζω και σταματώ εδώ αδυνατώντας να πάω παραπέρα. Γιατί εδώ δεν είναι η αθωότητα του ζυμαρένιου Χανς αλλά η αυθεντική και ανομολόγητη αθωότητα του ποιήματος, ικανή να ξεχρεώσει αναρίθμητες εικόνες σφάλματος προσωπικού μα και συλλογικού. Και λέω πως, αν αυτό μπορεί να το κάνει η ποίηση, έστω με αυτό το ελάχιστο εδώ, δεν είμαστε εντελώς χαμένοι.

Στην οικογένεια μου είμαστε όλοι πορτρέτα.
Ζούμε γαντζωμένοι από καρφιά.
Με πρόσωπα χλωμά και μάτια μαύρα
μαλλιά σε κότσο και παλαιομοδίτικα φουστάνια
σακάκια που μυρίζουν πράσινο σαπούνι.
Καθώς είμαστε κρεμασμένοι σε τοίχους
που χρειάζονται σοβάτισμα,
έξαφνα κάποιος ερωτεύεται
η κορνίζα του ραγίζει
και κυλάει στο πάτωμα.
Στον τοίχο εμφανίζεται τετράγωνος
ο λεκές της απουσίας.
Ύστερα από λίγο κάποιοι τον ανασύρουν
τον αποκαθιστούν στην αρχική του θέση.
Μόνο τα μάτια του για λίγο αλλάζουν χρώμα.
Μπορεί όμως να ’ναι κι απ’ την υγρασία

Ίσως για τη βίωση της απώλειας τα σκηνικά να είναι απαραίτητα, όπως στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, που ξέρεις ότι όλο αυτό είναι στημένο και ψεύτικο, και όμως κλαις. Τη θλίψη την υποδυόμαστε, κατάσαρκα ντυνόμαστε το ρούχο της και με την αμφίεση αυτή πορευόμαστε. Κι εδώ, στην ποίηση, όλα τα βλέπεις, αρκεί να ανασηκώσεις λίγο την κουρτίνα που επιμελώς τα σκεπάζει.
Γι’ αυτό πιστεύω πως η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι απολύτως προσιτή παρά τις μεταμφιέσεις της. Κάτω από κάθε μάσκα που βάζει στα πρόσωπα και στα πράγματα ανακαλύπτεις τον εαυτό σου. Όχι τις ιδέες σου, όπως σε άλλους ποιητές, μα το ίδιο σου το πρόσωπο. Και αυτό δεν είναι σύνηθες στον κόσμο της ποίησης. Τελικά αυτή η ποιήτρια είναι δική μας.
Μια μνεία να γίνει και για την εικονογράφηση του βιβλίου. Το εξώφυλλο και δύο φωτογραφίες στην είσοδο της κάθε μιας από τις συλλογές (όλες της Μαρίας Κοσσυφίδου), με το ασπρόμαυρο λιτό τους σώμα. Υπέροχη υπογράμμιση του ποιητικού κόσμου των σκιών, των απόντων, του κενού χώρου που αφήνουν οι αναχωρήσεις. Του κόσμου δηλαδή της εκλεκτής ποιήτριας, που μοιάζει η εναλλαγή του άσπρου με το μαύρο να τον χρωματίζει ιδανικά.

.

ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

bookpress 24/1/2017

«Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείνο το παλιό καράβι που όλο έπλεε προς τα πίσω»

Όσοι τυχαίνει να παρακολουθούν την πορεία της Χλόης Κουτσουμπέλη εύκολα αναγνωρίζουν ότι η ποιήτρια βρίσκεται ήδη στο μεταίχμιο μιας επίμοχθης και πεισματικής προσπάθειας που άρχισε πολύ νωρίς να αφήνει ολοκάθαρες αποτυπώσεις ποιητικής σοβαρότητας και ευθύνης. Το πρόσφατο ποιητικό έργο της Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης επιβεβαιώνει την ορατή πλέον σε πολλούς ανοδική πορεία που ακολουθεί. Πρόκειται για ώριμους και ολοκληρωμένους ποιητικούς καρπούς.
Το έργο Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης διεκδικεί πολλά εύσημα. Και τα δύο μέρη που το συνιστούν -Τα γυάλινα σπίτια και το Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς;- συνθέτουν δύο ευδιάκριτες, εν μέρει και εν συνόλω, ποιητικές αφηγήσεις που μεταξύ τους συνδέονται οργανικά. Στην πρώτη, κεντρικός άξονας είναι η μνήμη. Η πικρή και αδυσώπητη μνήμη που δεν ησυχάζει, καθώς ανακαλεί διαρκώς την παρουσία-απουσία προσφιλών κυρίως ατόμων που πέρασαν στην αντίπερα όχθη, αλλά και ατόμων που επέλεξαν να αλλαξοδρομήσουν και να υπερβούν τα όρια του κοινού, μεταξύ αυτών και της φθεγγόμενης φωνής, συναισθηματικού χώρου. Κάποτε, το βασανιστικό κενό των παρόντων-απόντων προσλαμβάνει τη μορφή μιας βασάνου που τροφοδοτείται από το βάρος ενός διαρκώς διογκούμενου πένθους. Όμως, ο ποιητικός λόγος δεν αφήνεται να εκπέσει. Αυτοελέγχεται με τη συνέργεια μιας μεστής γλώσσας, με συνέπεια να παραμένει στις παρυφές του μαύρου και της καταχνιάς, χωρίς όμως ποτέ να αφήνεται σε σπαρακτικές επικλήσεις και άλλα μέσα που υπονομεύουν και συνθλίβουν ακόμη και τις πιο αγνές ποιητικές προθέσεις. Αντίθετα, κι αυτό πιστώνεται στις αρετές της ποιήτριας, μεταβάλλεται σε μια χαμηλόφωνη πένθιμη ποιητική που εκφέρεται με ένα σύνολο υπέροχων εικόνων: Πού και πού χτυπάει την πόρτα ένα κοριτσάκι./Έχει ένα καλαθάκι φράουλες/δεν είναι η Κοκκινοσκουφίτσα./Φάε, μου λέει, είναι ματωμένες/και πασαλείβεται με αίμα. (ΙV, σ. 14). Μην έρχεστε σε μένα φωνάζω./Διαβάστε την πινακίδα,/είμαι από τη γενιά του ιδιωτικού οράματος/που ομφαλοσκοπεί./Μα συνέχεια έρχονται κι άλλοι/χώνονται στους στίχους/μπλέκονται στο αμπάρι/πλημμυρίζουν το κατάστρωμα. (ΙV, σ. 14/15)
Εκείνο όμως που κυριαρχεί στις παρουσίες-απουσίες είναι η απώλεια των οικείων και κυρίως του πατέρα. Ένα βίωμα που αναπόφευκτα στιγματίζει τη ζωή ευαίσθητων ατόμων. Οι δεσμοί αίματος, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, ισοδυναμούν με σωσίβια γι’ αυτούς που μένουν και που «απρόσμενα» καλούνται να υπομένουν. Γιατί, ποιος είναι εκείνος που, ενώ ξέρει την αλήθεια για τη μοίρα που δυναστεύει τα ανθρώπινα, δεν αποδιώχνει την ιδέα του θανάτου ακόμη και την ώρα που αυτός κουρταλεί την εξώθυρα του δικού του σπιτιού; Τότε είναι που η ποίηση, σαν αντίστιξη του έσω κόσμου, ντύνεται κατάσαρκα το χρώμα του πένθους. Τότε είναι, που με τη χάρη της ποίησης, το ιδιωτικό μεταβάλλεται σε κοινό δώρημα, καθώς η ομιλούσα φωνή δεν ανασύρει μόνο το δικό της πένθος, αλλά, ανασκαλεύοντας την ψυχή αυτών που γεύονται το δικό της πάθος, ενεργοποιεί, με την τεχνική του ποιητικού αυτοματισμού, τη δική τους ανενεργό ή και υπνώττουσα μνήμη. Και μοιάζει σαν ενορχηστρωτής που στέκεται απέναντί τους και τους καλεί στο όνομα της μνημοσύνης: τους νεκρούς… αυτούς μην τους ξεχνάτε… Θα με προστατεύεις τώρα που πέθανε ο μπαμπάς;/(…)και η σιωπή είναι βάραθρο/με κροκόδειλους λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ/και μας κατασπαράζουν/(…) Μετά το τρισάγιο φεύγουν όλοι μαζί/με ένα μαύρο τρένο που χάνεται στην ομίχλη./Από πίσω τους ακούω ψαλμωδίες από μελλοντικές κηδείες./Τελικά/θάβει κανείς πολλά περισσότερα από έναν πατέρα. (Οι συγγενείς, σ. 26-27)
Από αυτή την αίσθηση του πένθους και της πληγωμένης μνήμης, δεν απουσιάζει ο προδομένος έρωτας, μια μορφή «απώλειας» που συνδαυλίζεται με τη «χάρη» ενός ηδονικού αναστοχασμού και που αιώνες τώρα μεταποιεί τον πόνο σε ευφάνταστο άκουσμα. Θα τρέχω επτά μέρες και επτά νύχτες/ώσπου κάθε μικρή θάλασσα/να νεκρώσει απ’ τ’ αλάτι της/απ’ την Σαχάρα ως την Ιορδανία,/απ’ την Κόκκινη Έρημο ως την Τακλαμακάν/(…) θα τρέχω (…) μέχρι αύριο/που γέροι/σε ριγέ πολυθρόνες/θα βουλιάζουμε/σε κάποια Βενετία/(…) μέχρι που να μην πονάω πια για σένα. (Μαραθώνιος, σ. 16)
Μετά τα Γυάλινα σπίτια, ακολουθεί το δεύτερο μέρος του ποιητικού βιβλίου της Χλόης Κουτσουμπέλη με τον τίτλο Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς; Όπως στο πρώτο μέρος η ζωή αποδείχτηκε πολύ εύθραυστη, γεγονός που έλαβε την έκτυπη μορφή ενός πόνου απερίγραπτου, έτσι και εδώ τα πάντα τρεκλίζουν, υπονομεύονται και καταρρέουν. Η Χλόη Κουτσουμπέλη ακολουθεί την ίδια τεχνική, αυτήν της πρωτότυπης ποιητικής αφήγησης. Μόνο που εδώ μετατοπίζει το λεκτικό και αφηγηματικό βάρος σε μια ιδιότυπη σύνθεση ονομάτων και ελλειπτικών μύθων που μεταξύ τους ανταγωνίζονται σε θεατρική επινοητικότητα. Κοινός τόπος όλων αυτών η απώλεια που συνέχει και προωθεί τα επιμέρους.
Εξαρχής δηλώνεται, μέσω της ακουόμενης φωνής, ότι η απόπειρα επιστροφής στην παιδική ηλικία της αθωότητας δεν μπορεί να γίνει ανέξοδα. Πίσω από τις προθέσεις που ωραιοποιούν το χθες, καιροφυλακτεί η γόνιμη αμφιβολία: Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείνο το παλιό καράβι που όλο έπλεε προς τα πίσω και όταν τελικά φθάσαμε στην καινούργια γη, (…) τι είναι εδώ ρώτησε η Αδελαΐδα, χωρίς μνήμη φουρφούρισε η Ελισάβετ, μήπως χρειάζεστε μία ομπρέλα, ψιθύρισε η Μαίρη Σμιθ και ύστερα όλα τελείωσαν, γιατί κάποιος έκλεψε τον μικρό Χανς, ξέρετε αυτόν που ο φούρναρης έπλασε από ζυμάρι κι όλοι ξέρουμε πως ήταν η αθωότητά μας,(…) κι ένας άλλος είπε όχι, μπαίνουμε σε άλλο αιώνα. (Το παλιό καράβι του καινούργιου κόσμου, σ. 39)
Η αμφιβολία δεν αργεί να μεταβληθεί σε παράφορο σαρκασμό μπροστά στην απάτη και την προσποίηση που κάνει αισθητή την παρουσία της με τα φτιασίδια της ταξικής υπεροχής: Κυκλοφορεί πάντοτε με φράκο/κι ένα παράσημο στο πέτο/μ’ έναν σκαντζόχοιρο που σκούζει./Εναντιώνεται στο κυνήγι της φώκιας/ και είναι υπέρ των δικαιωμάτων/ που έχουν οι ποντικοί στις φάκες(…) (Ο αξιοσέβαστος κύριος Όουεν, σ. 40)
Είναι ολοφάνερη η πρόθεση της Χλόης Κουτσουμπέλη να προκαλέσει τον αναγνώστη να σκεφτεί μήπως η περίοδος της αθωότητας είναι μύθος και αυταπάτη, αφού πολύ νωρίς διεμβόλιζεται από το τραγικό που καραδοκεί και λεηλατεί τη ζωή πολλών ανθρώπων. Ο μύθος αυτός συρρικνώνεται και ξεφτίζει από τις κινήσεις της αξιοζήλευτης δεσποινίδος Εντελβάις Φλέτσερ στο ομώνυμο ποίημα, (σ. 41): Μέσα στο δωμάτιο έβραζε καρούλια/και τύλιγε τις μπούκλες η Εντελβάις,/ έβαφε το πρόσωπο με ασβέστη/χάραζε τα χείλη που δεν είχε,/μ’ ένα πινέλο ζωγράφιζε τα δάκρυα. Ω πόσο χαρούμενη ήταν η Εντελβάις.(…) Όπως οι πεταλούδες που καίγονταν γύρω απ’ το κερί/και με τις στάχτες τους πασάλειβε το πρόσωπό της.
Οι σκηνοθετικές επινοήσεις του δεύτερου μέρους μεταβάλλουν τα ποιήματα σε ένα ξεχωριστό σύνολο νουάρ μικροαφηγήσεων, όπου το δραματικό στοιχείο συνυπάρχει με έκδηλη τη διάθεση σαρκασμού και ειρωνείας: Τακ τικ τακ/ ο μικρός Φρανκ με το ξύλινο πόδι/διασχίζει έναν χωματόδρομο/ το ξυλοπόδαρο μπήγεται στον βούρκο/ η κινητή άμμος τον καταπίνει ολόκληρο./(…) (Ο μικρός Φρανκ με το ξύλινο ποδάρι, σ.43). Ο κύριος Πόμπιους κυκλοφορεί ανάμεσα σε κρέατα/λουκάνικα κρέμονται από τον χοντρό λαιμό του(…)Τα βράδια αγοράζει με το κιλό γυναίκες/παρθένες γάλακτος κατά προτίμηση./(…)Στον πόλεμο στραγγάλιζε ανθρώπους./(…)Μετά έπνιγε στο λάδι/τους αυτόπτες μάρτυρες/απόδειξη ότι κάποια μέρα εξελέγη Δήμαρχος./(…) (Ο αξιότιμος κύριος Πόμπους, σ.45).
Κοινός εκθέτης όλων των ποιημάτων της συλλογής είναι το μοτίβο της απώλειας που, όπως εξαρχής ειπώθηκε, συνδέει οργανικά τα δύο μέρη. Εκείνο που ξαφνιάζει ευχάριστα, εκτός όλων των άλλων, είναι ο ποιητικός λόγος της Χλόης Κουτσουμπέλη. Τα ζεύγματα, κυρίως, των αναφορικών και των προσδιοριστικών λέξεων, τα σημαινόμενα και τα σημαίνοντα, χαρακτηρίζονται από ευφυέστατες και όλως απροσδόκητες συλλήψεις, που καθόλου δεν εμποδίζουν αλλά ευκολύνουν την πρόσληψη. Σ’ αυτό συνεισφέρουν το εξαίρετο μίγμα ποίησης και αφήγησης, τα πρόσωπα, τα σκηνικά και οι «ανατροπές» που προκαλούν την αίσθηση εσωτερικών λειτουργικών αναδιπλώσεων.

.

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

FRACTAL 01/02/2017

«Στην ραφή μιας δαντέλας»

Όταν ήρθε στα χέρια μου η ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη με ξάφνιασε ο εντυπωσιακός τίτλος. Παραπέμπει σε μεταφυσικό χώρο, σε «άλλη γη», παραπέμπει στην άλλη διάσταση, στον χώρο του «αμίλητου», στους προσφιλείς νεκρούς της, όπου όλοι είναι ομοτράπεζοι, συνδαιτυμόνες! Στην πραγματικότητα, και οι ζωντανοί «ομοτράπεζοι σε άλλη γη», στα κοιμητήρια είμαστε, στα «μνημόσυνα» και τις χοές, με τα κόλλυβα, το λάδι, το κρασί και τα κεριά…
Με τη Χλόη Κουτσουμπέλη συναντηθήκαμε πρώτη φορά στο «Ιερό δοχείο» της, ένα βιβλίο διαφορετικό, όμορφο, χαριτωμένο εξωτερικά, καλογραμμένο, ευφυέστατο, ευανάγνωστο, απολαυστικό, ένα ποιητικό εν πολλοίς κείμενο, που η ποιήτρια το κατατάσσει στα θεατρικά. Προσφέρεται.
Στο πρόσφατα εκδομένο ποιητικό βιβλίο της με τον χαρακτηριστικό τίτλο: Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης», αφιερωμένο σε τρεις απόντες πολύ αγαπημένους της, σε γενικές γραμμές ακολουθεί την ίδια περίπου οδό προκειμένου να φτάσει στο σημείο από όπου μπορεί να μιλήσει για το πρόβλημα που την απασχολεί. Χρησιμοποιεί πρόσωπα και ονόματα είτε γνωστά είτα άγνωστα και με πρόσχημα τη συμπεριφορά τους, εκθέτει τις απόψεις της και δημιουργεί κάθε φορά και σε κάθε περίπτωση το κλίμα και την ένταση που χρειάζεται για να λειτουργήσει ποιητικά και να γίνει πειστική.
Ο λόγος της είναι απλός, καθαρός, χωρίς εξάρσεις, ρέει ποιητικά με απαλούς ρυθμούς και εσωτερικούς διαλόγους ακολουθώντας την εξέλιξη της δράσης. Είναι χαρακτηριστικό το πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο: «Αν κάποτε βρεθείς», που μιλάει σε κάποιον απόντα και με εύσχημο τρόπο τον διαβεβαιώνει ότι δεν τον ξέχασε:

«Αν κάποτε βρεθείς σε ξένη γη
χειμώνα με ομίχλη
(…)και δεν υπάρχει δρόμος
ούτε κορμί
ούτε ένα γερό κονιάκ παρηγοριάς
να τονώσει τα κόκαλα που τρίζουν
θυμήσου πως σε θυμάμαι
πως πλέκω τις ίνες μεταξύ τους
τα νήματα δένω του χρόνου
υφαίνω το κόκκινο χαλί
(…) το ξύλινο τραπέζι
τη σούπα, το τυρί και το ψωμί
και κάθισε ξανά απέναντι
αφού το μόνο σπίτι
που μοιράζονται δυο άνθρωποι
είναι η μνήμη.

Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιεί το «ξύλινο τραπέζι, το τυρί και το ψωμί», στοιχεία λαϊκά, ολοκάθαρα ελληνικά με φόρτιση αιώνων, που αντιπροσωπεύουν βασικά υλικά καθημερινής χρήσης και υπαινικτικά παραπέμπουν σε ό, τι παίρνει μαζί του ο εκλιπών στην «ξένη γη», στην άλλη ζωή. Με πολλούς τρόπους εικονογραφεί την απώλεια, τη μοναξιά, την ερημιά, την εγκατάλειψη που ακολουθεί όταν φεύγουν από τη ζωή αναντικατάστατοι προσφιλείς, ενώ οι συγγενείς είναι τυπικά παρόντες:

«και η σιωπή είναι βάραθρο
με κροκόδειλους λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ
και μας κατασπαράζουν.
Μετά το τρισάγιο φεύγουν όλοι μαζί
με ένα μαύρο τρένο και χάνονται μες στην ομίχλη.
(…) Τελικά
θάβει κανείς πολλά περισσότερα από έναν πατέρα».

Η ποιήτρια ζει το παρόν της κάθε μέρας, παρατηρεί τα δρώμενα στο φυσικό και στο ανθρώπινο κυρίως τοπίο, σε κάθε ήρωα καρφιτσώνει στο πέτο του το παράσημο που αποκομίζει από την εκμετάλλευση. Ο «Αξιοσέβαστος κύριος Όουεν» π. χ., ο μη ων, ο ανύπαρκτος, στην πραγματικότητα, ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό για να πάρει μαζί του στην άλλη ζωή αποκτά:

Ένα τέλειο όμικρον με διαβήτη.
(…)ένα ακόμα χρυσό δόντι
στην οδοντοστοιχία που αστράφτει»

για να μασάει καλύτερα τις σάρκες των άλλων. Αλλού μια άλλη μοναξιά, «Η μοναχοκόρη των δακρύων Κονστάνς» θα προστεθεί ψηφίδα στο μωσαϊκό της μοναξιάς. «Ο συγγραφέας κύριος Μπάρυ», από τη μητέρα του που αυτοκτόνησε:

«κράτησε μόνο το χέρι.
(…)Κοιμάται με αυτό τις νύχτες.
Τον χαϊδεύει στοργικά.
Μ’ αυτό το χέρι γράφει».

Όλα σ’ αυτή τη γη τα βλέπει πάντα από την ίδια σκοπιά η ποιήτρια. Όχι πως δεν υπήρξε, πως δεν υπάρχει και πως δεν θα υπάρχει διαχρονικά αυτή η πραγματικότητα, που η στέρηση δημιουργεί προσδοκίες από εκεί που δεν πρόκειται να έρθουν, πως για τα μικρά πεινασμένα παιδιά!

«…η πιο όμορφη στιγμή είναι
όταν περιμένουμε τον άγγελο να έρθει».
Αλλά κι αυτός με άδεια χέρια. Νηστικός θα έρθει. Γι’ αυτό:
«Του φυλάμε πάντα λίγο γάλα και ψωμί
γιατί σ’’ αυτή τη γη
οι άγγελοι των μικρών παιδιών
πάντα είναι κουρασμένοι».

Πολύς πόνος και ερημιά υποβόσκει στη σάρκα της ποιήτριας πίσω από τον ήρεμο, απαλό, εκφραστικό, απλό ίσαμε την ειλικρίνεια που αγγίζει τη γυμνότητα που αφήνει πίσω του μια τελεσίδικη απώλεια ποιητικό της τρόπο και τον σιγανό, διακριτικό θρήνο που διαρρέει τους καλοστημένους στίχους της και διαβρώνει την ύπαρξή της περνώντας μέσα από τις σάρκες όλων των ηρώων που τους φορτώνει τα αμαρτήματα όλου του ανθρώπινου γένους.

Στην «Ταυτοπροσωπία της Άννας Ο και της Άννας Κ….»,

«…Η Άννα ζει στην ραφή μιας δαντέλας.
(…)Σχεδόν ποτέ της δεν υπήρξε.
Αφού ποτέ δεν αγαπήθηκε».

«Οι καλεσμένοι της Ελεονόρ Ρόμπιν», βρήκαν πολύ διασκεδαστική την ιστορία που μιλούσε για τον «παππού με την καπνιστή ρέγγα στο χέρι… τη γιαγιά με το δαντελένιο μαντηλάκι στη μύτη… με τη γκουβερνάντα που τρέκλιζε με μια άδεια μπουκάλα στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο έσερνε ένα καρότσι με δυο αδιαμόρφωτα έμβρυα πάνω σε μια ροζ κουβερτούλα… Οι καλεσμένοι έπιναν το τσάι τους» αμέτοχοι, αδιάφοροι, ως μη παρόντες και «διασκέδασαν πολύ», χωρίς καν να νιώσουν την απουσία της Ελεονόρ, απλούστατα γιατί «λατρεύουν τις ιστορίες με φαντάσματα.
Κλείνω τους όποιους λογαριασμούς μου με την ποίηση της Χλόης, ύστερα από μια σύντομη, αδρομερή συνομιλία μαζί της. Επισήμανα επιλεκτικά ελάχιστα σημεία στο πλούσιο και πολυεπίπεδο ετούτο έργο που πλουτίζεται και διευρύνεται με αναφορές σε πολλαπλά γεγονότα, σε εμβληματικά πρόσωπα, συνεκτικό, πολύπλοκο, πολυπρόσωπο, ανατριχιαστικά συγκλονιστικό εν πολλοίς στη φαινομενική αφέλεια, την ειλικρίνεια και στιλπνότητα με μια αναφορά στο τελευταίο ποιητικό κείμενο:

«Ο μπαμπάς μου είχε κακό γούστο στα σπίτια, στα αυτοκίνητα και στις γυναίκες…» Όλες οι επιλογές του στραβά κι ανάποδα του έβγαιναν, σπίτια κι αυτοκίνητα και οι γυναίκες του «έτρωγαν μόνο ένα παξιμάδι βουτηγμένο στο νερό», αλλά χειρότερη ήταν η τελευταία που έζησαν ευτυχισμένοι χωρίς παιδιά «ως τη στιγμή που κάποιος έκοψε με ένα ψαλίδι το νυφικό και όλα της τα φορέματα στην ντουλάπα…Δεν ξέρω λεπτομέρειες γιατί είχα ήδη μεγαλώσει και εγκατασταθεί στο τωρινό μου σπίτι, το πιο αλλόκοτο, το πιο αφύσικο, το πιο απρόβλεπτο από όλα, την ποίηση».
Η άποψή μου είναι πως μένει αδιευκρίνιστο ποιος κατοικεί ποιον! Έχω διαβάσει κι έχω ασχοληθεί με αρκετά και ενδιαφέροντα, ποιοτικά ποιητικά βιβλία Ελληνίδων ποιητριών τον τελευταίο καιρό. Στο σύνολό τους αναφέρονται σε σύγχρονα κοινωνικά θέματα, σε προβλήματα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Η Χλόη Κουτσουμπέλη, αποτελεί εξαίρεση. Τα θέματα που την απασχολούν και ο τρόπος που τα διαχειρίζεται είναι εντελώς προσωπικός, έχει έντονη φόρτιση. Έχει κάτι από «Αρσενικό και παλιά δαντέλα», από ταινίες τρόμου, από Αγκάθα Κρίστι και Έντγκαρ Άλαν Πόε.

.

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

“Εφημερίδα των Συντακτών”, 24.3.2017

Αν η Σέξτον, περνώντας στη ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη (Θεσσαλονίκη, 1962), διεκδικεί το δικαίωμα στο ουρλιαχτό, αποκαλύπτει «οικογενειακά μυστικά», κάνει χρήση «αντιποιητικών» λεπτομερειών του γυναικείου σώματος, παραμένοντας ώς τέλους ένα κορίτσι πληγωμένο που ζητά την προσοχή και την αγάπη όσων την περιτριγυρίζουν, η Θεσσαλονικιά ποιήτρια, στο νέο της ποιητικό βιβλίο «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης», κινείται ακριβώς αντίστροφα, δίνοντας αγάπη και χώρο στον άλλον, στην πραγματική και στην παραμυθητική του έκφανση.
Ως είσοδο στο παραμυθο-ποιητικό σύμπαν παραθέτουμε δύο σύντομα ποιήματά της. Τις «Αδειες Μέρες»: «Οι άδειες μέρες / Πάνω σε τσιγκέλια / κρεμασμένες / ωμές και ψόφιες / οι μέρες της ζωής μας / ενώ ο κρεοπώλης χρόνος / τρίβει χαρούμενα τα χέρια» («Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς», Γαβριηλίδης, 2012) και το «Οταν μπαίνεις μέσα μου»: «Οταν μπαίνεις μέσα μου, / το πάπλωμα γεμίζει ρύζι και γαλάζια αυγά. / Μα την ίδια στιγμή, / μια πόρτα με θόρυβο ανοίγει, / σε κρύο διάδρομο, / σε άδειο σπίτι. / Στην οδό Αγίου Δημητρίου, / ένα κοριτσάκι μού γνέφει λυπημένα» («Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια», εκδ. Νέα Πορεία, 2006).
Ποιήματα που μας ανοίγουν σε μια θηλυκή εκδοχή, ας μας επιτραπεί, του Σαχτούρη. Που πέρα από μια σκοτεινή, ασαφή θα λέγαμε ανατριχίλα, που παραπέμπει σε αμερικανικά κινηματογραφικά θρίλερ που πραγματεύονται αμβλώσεις, έρωτες χωρίς ανταπόκριση και μεταφυσικές εν γένει παρεμβάσεις, μας ανοίγουν σε μια εικονοποιία που εικαστικά θα την τοποθετούσαμε μεταξύ του Francis Bacon και του Marc Chagall με «πινελιές» του Edward Hopper και μια πατίνα ρετρό επίσης παρούσα.
Η Κουτσουμπέλη στο νέο της βιβλίο, επαναπροσδιορίζοντας εκ νέου τις προτεραιότητές της και τη σχέση της με το υπαρκτό και με την απώλεια, τοποθετεί στη θέση της απουσίας του «άλλου» το ίδιο το ποίημα και κυρίως την αφήγηση-εκφώνησή του. Ενα ποίημα που όχι μόνο φέρει το παράπονο και ίσως τη γλύκα του βλέμματος ενός ζωντανού ανθρώπου, αλλά κινούμενο πέρα από τη νοσταλγία, με τρόπο αιχμηρό και ευθύβολο, στοχεύει στο δόξα πατρί του κόσμου.
Συμπληρώνοντας επαναληπτικά το κενό με την ανάδυση της φωνής, με τα ηχοχρώματα, τη θέρμη της και την αμεσότητα της συγκεκριμένης απεύθυνσής της. Χωρίς να πετυχαίνει πάντοτε τον στόχο στο κέντρο, θα λέγαμε πως τον πλευρίζει με τρόπο γνήσιο και απέριττο, συμπυκνώνοντας και ξετυλίγοντας τα αλλόκοτα και απρόβλεπτα παραμυθο-ποιήματά της σαν ένα κουβάρι πλάι στο τζάκι.
Ποιήματα που καρφώνονται μέσα μας και μεταφέρουν ατόφιο τον σπαραγμό, αφήνοντας τα ερωτήματα της παρουσίας-απουσίας να λειτουργούν και ως μουσικές παύσεις.

ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ 23/5/2014

Η τελευταία συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη αποτελείται από 35 ποιήματα, όπου η ποιήτρια δείχνει ότι εξελίσσει και ελέγχει τα εκφραστικά της μέσα, ώστε σήμερα, μετά από έξι ποιητικές συλλογές, είναι φανερό ότι έχει πλέον διαμορφώσει το δικό της ύφος. Θα έλεγα ότι είναι η πλέον εικαστική ποιητική συλλογή της, μια και τα ποιήματα αυτά διαβάζονται, κατά τη γνώμη μου, και ως αυτόνομοι νέο- υπερρεαλιστικοί ζωγραφικοί πίνακες. Είτε σε πρώτο είτε σε τρίτο πρόσωπο, αλλά και όταν σκηνοθετούν ένα διάλογο με λέξεις καθημερινές αλλά ωστόσο απρόβλεπτες, τα ποιήματα αυτά δημιουργούν εικόνες παράδοξες, που ενέχουν το στοιχείο της έκπληξης, προκαλούν την περιέργεια, ξεβολεύουν, άλλοτε τρομάζουν, άλλοτε γοητεύουν, με τα σύμβολά τους στέλνουν σήματα στο ασυνείδητο, μιλούν τη γλώσσα του, σε κυκλώνουν, σε παγιδεύουν και δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα, ένα κλίμα το οποίο έχει τη δύναμη να αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις. Γενικότερα η ποίηση της Κουτσουμπέλη επιθυμεί να είναι λόγος μαγικός και η δημιουργός του μοιάζει να ποθεί για τον εαυτό της το αρχέτυπο της γυναίκας –μάγισσας, που με την ενέργεια της θηλυκότητάς της μπορεί να μεταμορφώνεται, να θέλγει, αλλά και να δημιουργεί. Η θηλυκή ενέργεια τρόμαζε και τρομάζει. Υφίσταται επομένως βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς και κάθε λογής απάνθρωπες τιμωρίες, ρίψη στην πυρά, απόρριψη, άρνηση της αγάπης, εξορία από τον παράδεισο του έρωτα, αμφισβήτηση και ευνουχισμό της δημιουργικότητας. Ο ορθός λόγος εξορίζει τα πλάσματα αυτά ως μάγισσες, νεράιδες, σειρήνες, ξωτικά στο χώρο του παραμυθιού, νομίζοντας πως έτσι τα αποδυναμώνει. Η συμβολική δύναμη όμως που έχουν αποκτήσει στο πέρασμα του χρόνου κινεί τη σκέψη και τη φαντασία των απογόνων τους, μέσω της γλώσσας. Η Κουτσουμπέλη γνωρίζει καλά τη γλώσσα του παραμυθιού και του μύθου, κινείται άνετα στα πεδία αυτά, δεν την τρομάζουν τα τέρατα που συναντά εκεί μέσα, ξέρει πια να τα αντιμετωπίζει και να τα χρησιμοποιεί επ’ ωφελεία της ποιητικής της γραφής.
Διαβάζοντας την ποίησή της, βρίσκουμε να υπάρχει στη φωνή του ποιητικού υποκειμένου ένα παιδί που υπαγορεύει διαθέσεις, ανάγκες και συμπεριφορές και αυτό το παιδί είναι εξοικειωμένο με τη γλώσσα των παραμυθιών και με τα παιδικά παιχνίδια. Αυτά αναπαριστούν τον κόσμο, σ’ αυτά το παιδί εκτονώνει τα βίαια συναισθήματά του, σ’ αυτά γυρεύει την παρηγοριά και την ελπίδα του. Αυτά του δίνουν τα γλωσσικά και συμβολικά εργαλεία, μέσω προσωποποιήσεων, αλληγοριών και μεταφορών να μεταφράσει τους φόβους του, να αποφορτιστεί από τη βία που έχει υποστεί, να αγγίξει με προσοχή τα τραύματά του, με το αίσθημα ότι μέσα στο ποίημα, μέσα στη γραφή είναι ασφαλές.
Υπάρχει ακόμη στη φωνή του ποιητικού υποκειμένου και ένας αναγνώστης των μύθων του πολιτισμένου κόσμου που αιώνες τώρα επιχειρεί να λύσει τον ανερμήνευτο γρίφο της δημιουργίας των δύο φύλων, το πώς και το γιατί, ποιο ήταν το μήλο, ποια η γνώση, ποιος ο παράδεισος, ποιος ο κλήρος της Εύας αλλά και η θέση και ο ρόλος της Λίλιθ σ’ αυτό το κατασκευασμένο σύμπαν, θέματα που εμφανίζονται και σε προηγούμενα βιβλία της Κουτσουμπέλη. Μόνο που εδώ η δική της Λίλιθ είναι ποιήτρια κι αυτό φοβούνται οι άρρενες ένοικοι του παραδείσου. Περισσότερο από τις πράξεις της, τη φυγή της από την Εδέμ φοβούνται τη δαιμονική δύναμη της γραφής της. Οι πρώτες γυναίκες του Παραδείσου κατάλαβαν πια πώς παίζεται το παιχνίδι και πήραν τη ζωή στα χέρια τους. Η γυναίκα κι η μοίρα της, οι ρόλοι της, η δημιουργικότητά της έχουν απασχολήσει την Κουτσουμπέλη από τα πρώτα της ποιήματα. Τα κείμενά της συνομιλούν με τη σύγχρονη φεμινιστική γραφή και η ποιήτρια έχει πειραματιστεί επαρκώς στο να αξιοποιεί και να μεταπλάθει τη μυθολογία του φεμινιστικού λόγου. Έχει υποδυθεί τους ρόλους μυθικών γυναικείων μορφών, έδωσε στα πλάσματα αυτά του μύθου το δικό της σύγχρονο λόγο, παίρνοντας για τις ανάγκες του εκάστοτε ποιήματος τη δική τους μορφή, το δικό τους σχήμα. Στο βιβλίο αυτό καλά πλέον αφομοιωμένες αυτές οι αναζητήσεις υποστηρίζουνε με σιγουριά και αυτονομία το λόγο της Κουτσουμπέλη, χωρίς πλέον να διεκδικούν επιτακτικά από τον αναγνώστη να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί το αυτονόητο: τη γυναικεία οπτική της ποιήτριας.
Στην ποίηση της Κουτσουμπέλη υπάρχουν δύο κυρίαρχα θέματα που επανέρχονται με διάφορες παραλλαγές και μετεξελίξεις από συλλογή σε συλλογή. Ο έρωτας και η ποίηση. Τα θέματα αυτά συχνά συμπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Ο έρωτας ως παρουσία και κυρίως ως απουσία και απώλεια τροφοδοτεί και γεννά το ποίημα και το ποίημα αναζητά τον έρωτα, τον παθιασμένο χορό, τη μονομαχία, τη θανάσιμη πάλη δύο σωμάτων για να τραφεί. Άλλοτε πάλι το ποίημα γεννά τον έρωτα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, εκλεκτικές συγγένειες μέσα από ασύμπτωτες ιστορίες, άνθρωποι αγαπήθηκαν πιο αναπαυτικά, πιο παρηγορητικά μέσα από τις λέξεις, συμβολικές εκεί οι ανθρωποθυσίες του έρωτα. Τα δύο αυτά θέματα αναδεικνύονται ξεκάθαρα στην παρούσα συλλογή, γεμίζουν τον καμβά του κάθε ποιήματος με τα φαινομενικά ετερόκλητα μοτίβα τους, που ωστόσο συνέχονται με ένα αόρατο νήμα.
Ξεκινάμε με τον τίτλο «κλινικά απών», ο οποίος συνειρμικά μας παραπέμπει στη δυσοίωνη ιατρική γνωμάτευση κλινικά νεκρός. Ποιος είναι ιατρικά ο κλινικά νεκρός; Είναι αυτός που η αναπνευστική και καρδιακή λειτουργία του υποστηρίζονται μηχανικά, ενώ ο μεταβολισμός ακόμη αντιστέκεται. Ο τίτλος του βιβλίου είναι ο τελευταίος στίχος του ποιήματος Εκ των υστέρων .

Αν ήμουν πιο προσεκτική
Θα είχα από τότε αποσυνθέσει την ελπίδα
Επίσημα θα ήσουν τώρα
Κλινικά απών.

Το ποιητικό υποκείμενο, κάνοντας τον απολογισμό του, μετά το τέλος ενός έρωτα, καταφεύγει σε ένα υποθετικό λόγο του μη πραγματικού ( αν ήμουν…τότε θα…) και συνειδητοποιεί ότι τόσον καιρό ο έρωτας αυτός ζούσε και ανέπνεε από τη δική του ελπίδα. Αυτή ήταν η μηχανική υποστήριξη ενός κλινικά νεκρού έρωτα. Αξίζει να επισημάνουμε ότι η ποιήτρια χρησιμοποιεί στο βιβλίο αυτό συχνά λέξεις που παραπέμπουν στο ιατρικό λεξιλόγιο και στη δομή του ιατρικού λόγου ( οδηγίες, συστάσεις, συμβουλές), στοιχεία ενισχυτικά της άποψης ότι ο τίτλος πέρα από το συγκεκριμένο ποίημα ανταποκρίνεται στο γενικότερο κλίμα και την ατμόσφαιρα αυτής της συλλογής. Ο έρωτας, λοιπόν, είναι ο κλινικά απών.
Η απουσία που διατρέχει όλο το βιβλίο εξετάζεται ως μία ανίατη ασθένεια, η οποία μας επιτρέπει μόνο μία επιλογή: να την αποδεχτούμε. Η Κουτσουμπέλη με ωριμότητα επιχειρεί, την κατανόηση και αποδοχή αυτού του επικείμενου αλλά αναπόφευκτου θανάτου. Αποδέχεται πως ο θάνατος του έρωτα ξεκινά από τη γέννησή του, αφού θνησιγενή είναι τα ασυνείδητα κριτήρια με τα οποία επιλέγουμε το συμπρωταγωνιστή μας σ’ αυτή την επανάληψη της αρχέγονης ένωσης. Το σενάριο ζωής που έχουμε προαποφασίσει, αυτό εντέλει θα παιχτεί και με μικρές παραλλαγές θα φτάσουμε στο οικείο αποτέλεσμα. Αυτό το σενάριο θα επιμείνει να επιβεβαιώσει τις πεποιθήσεις μας, όποιες κι αν είναι αυτές και οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στα τρυφερά παιδικά μας χρόνια. Χωρίς να το γνωρίζουμε έχουν χαραχτεί μέσα μας στα σκοτεινά και έχουν κρυφτεί τώρα στη σκιά μας, με την οποία πάντα έτσι κι αλλιώς πλαγιάζουμε τη νύχτα. Αν, λοιπόν, στο παιδικό μας σύμπαν η ένωση του αρσενικού και του θηλυκού είναι μια ανελέητη μονομαχία που τελειώνει με θανάσιμους τραυματισμούς, τότε θα μπαίνουμε σε μονομαχίες και θα επιλέγουμε πάντα τον ίδιο ιππότη για παρτενέρ. Αυτή η συνειδητοποίηση και η αποδοχή της είναι μια πράξη ενηλικίωσης και ωριμότητας η οποία καθρεφτίζεται στους στίχους της Κουτσουμπέλη, που διακρίνονται για την οικονομία και την ισορροπία στη χρήση του λόγου.
Το τέλος του έρωτα ωστόσο δε γίνεται εύκολα αποδεκτό. Επιστρατεύεται η άμυνα της απώθησης. Η όποια υποψία του τέλους μεταφράζεται ως επιστροφή στην απώλεια των βασικών προσώπων υποστήριξης, στη μνήμη της παιδικής εγκατάλειψης. Γι’ αυτό το τέλος, έστω και με αυταπάτες, είναι ανάγκη να αμφισβητηθεί. Η άρνηση της αποφυγής του πόνου, η άρνηση της λύσης και της συνεπαγόμενης μοναξιάς που θα επιφέρει συναινούν στη διατήρηση του κλινικά απόντος έρωτος. Για αυτούς τους λόγους κάποιοι έρωτες στοιχειώνουν και συντηρούνται με κάθε υπερσύγχρονο μέσο συντήρησης.
Ο θάνατος του έρωτα επιφέρει αναπότρεπτα μία περίοδο πένθους, επώδυνη αλλά αναγκαία για να συνεχιστεί η ζωή. Η Κουτσουμπέλη διαχειρίζεται με ψυχραιμία τη φάση αυτή του πένθους, έχοντας ένα σταθερό και πιστό σύμμαχο: τις λέξεις, την πράξη της γραφής. Όλα τα στάδια του πένθους, ο θυμός, η άρνηση, η επεξεργασία, η αποδοχή περνούν μέσα από την ποίηση. Τα ποιήματα δε μας απαλλάσσουν από το πένθος, αντιθέτως το ενισχύουν. Μας συντρέχουν ωστόσο να το ημερώσουμε. Το πένθος είναι ο ομφάλιος λώρος που μας δένει με τη μνήμη. Η τέχνη τροφοδοτείται από την απώλεια και το πένθος, αλλά λειτουργεί και ως ο ασφαλέστερος οδηγός για την έξοδο. Άλλωστε, κατά την Κουτσουμπέλη, οι ποιητές ορίζονται κι από μια μοίρα, μια σφραγίδα δωρεάς στον ώμο, που ορίζει πως τίποτα στη ζωή τους δε θα’ ναι ακέραιο κι ολοκληρωμένο, θα αναλώνουν τη ζωή τους, κυνηγώντας την πληρότητα και την ολοκλήρωση, θ’ αδειάζουν τα μελανοδοχεία, θα γεμίζουν τα λευκά χαρτιά, μια και η τέχνη στην έλλειψη ελλοχεύει, στο ερειπωμένο και το ατελές.
Οι τολμηρές μεταφορές και οι αντιθέσεις συνθέτουν τις εικόνες του ποιητικού κόσμου της Κουτσουμπέλη, ζωγραφίζουν τον πόθο αλλά και τη ματαίωσή του. Η ροή του λόγου, οι αναπνοές και οι παύσεις σκηνοθετούν τις κινήσεις των προσώπων σε ένα ελεύθερο αφαιρετικό σκηνικό. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το κόκκινο και το μαύρο με τους συμβολισμούς του πόθου, του πάθους του πένθους και του μυστηρίου που τα περιβάλλει. Η γλώσσα κάποιες στιγμές τρυφερή, άλλοτε ειρωνική και σαρκαστική, εκφράζει την εσωτερική αντίσταση του ατόμου στην αποδοχή του τετελεσμένου. Το ποίημα γίνεται το κορμί του απόντος αγαπημένου, πράξη εγχείρησης, επέμβασης με οδύνη και χωρίς αναισθητικό. Κόβω για να διασώσω, κόβω για να δημιουργήσω, η γραφή μια χειρουργική επέμβαση στη μνήμη, μια ανατομική επέμβαση στην παιδική ηλικία, τη σκέψη και τα αισθήματα.

.

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

“Η Αυγή”, 13.5.2014

Η ποιητική οδύσσεια μιας ερωτικής ματαίωσης

Είχε γράψει κάποτε ο Ρενέ Ζιράρ, ο σπουδαίος ανθρωπολόγος και θεωρητικός της λογοτεχνίας, επαναλαμβάνοντας ίσως απόψεις άλλων πριν από αυτόν, ότι ένας συγγραφέας αυτοδημιουργείται μέσω της δημιουργίας του έργου του… Ο Ζιράρ αναφερόταν στο έργο του Ντοστογιέφσκι και στον νέο εαυτό που δημιούργησε, τον νέο άνθρωπο με τους άλλους ψυχολογικούς και αισθητικούς ορίζοντες που αναδύθηκε μέσα από τα μυθιστορήματά του. Ένα ανάλογο σχήμα, η δημιουργία δηλαδή ενός νέου εαυτού στο πλαίσιο μιας -ερωτικής- απώλειας, η αποδοχή και αποδέσμευση από το πένθος, εκφράζει και νοηματοδοτεί την ανάγνωσή μου της πρόσφατης ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη “Κλινικά Απών” που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Η ποιητική αυτή συλλογή είναι ή έβδομη κατά σειρά που εκδίδει η Χλόη Κουτσουμπέλη μετά την εμφάνισή της στα γράμματα το 1984 με την ποιητική συλλογή Σχέσεις Σιωπής από τις εκδόσεις Εγνατία.
Είχα αναφερθεί και παλαιότερα σε κείμενό μου στην «Αυγή» στο γοητευτικό ποιητικό σύμπαν της Χλόης Κουτσουμπέλη, που κατοικείται από όντα της λογοτεχνίας, της αρχαίας τραγωδίας, των μύθων που ζουν ανάμεσα στο Αλλού και την πραγματικότητα. Η ποιητική της περιλαμβάνει σκηνές από όνειρα, αρχετυπικές εικόνες, αλληγορίες. Η θεματική της περιστρέφεται γύρω από το εφήμερο των ανθρώπινων σχέσεων, την απώλεια, τις πολύπλοκες και εύθραυστες ισορροπίες του έρωτα, την ανατρεπτική δύναμη της θηλυκής αρχής.
Στο ίδιο πλαίσιο, λοιπόν, αλλά με την ωριμότητα και τη γενναιότητα που προκύπτει από μια χωρίς συμβιβασμούς προσωπική ποιητική Οδύσσεια, στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και της ψευδαίσθησης, η Χλόη εστιάζει στο θέμα του πένθους, του ματαιωμένου έρωτα, της απουσίας του Άλλου, όπως αναγγέλεται προγραμματικά στον τίτλο. Με αυτή τη διαδικασία, στην οποία η ποιήτρια εισέρχεται με θάρρος και απροειδοποίητα, πραγματοποιεί μια κατάδυση στη σκοτεινή πλευρά του πένθους, μια συνάντηση με μια φαντασμαγορία εικόνων από τον κόσμο της σκιάς, λυτρωτική για την ίδια και για τον αναγνώστη που παρακολουθεί το ταξίδι, κατόπιν μια ανάδυση, έναν μετασχηματισμό, μια δημιουργία εαυτού.
Ο ματαιωμένος έρωτας ο χωρισμός, η απουσία και πώς ο ποιητής επιχειρεί με τους στίχους του την ψηλάφηση του κενού, της θλίψης. «Χρήσιμες οδηγίες για το πένθος – να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή […] θα το ακούτε να αλυχτάει/δεν θα το αλυσοδέσετε ποτέ». Επιχειρεί να εμπεδώσει τη μορφή του πόνου και της απουσίας. Κατά την αναμέτρηση με τον κόσμο των σκιών, το ταξίδι στην επανάληψη ενός ερωτικού εφιάλτη, στην παιδική ηλικία, στα τραύματα από τους γονείς, τους εραστές, τα ζευγαρώματα, τη ματαίωση, την αναζήτηση του καθρέφτη, καταφέρνει στο τέλος να αποκολληθεί από το πένθος και να κατασκευάσει ένα δικό της ομοιότυπο πάνω σε άλλα πρότυπα. «Δεν χώρεσα στο καλούπι», αναφωνεί και αναγνωρίζει ότι ο απών είναι πλευρό του εαυτού της και όχι εκείνη δικό του πλευρό. Το επόμενο στάδιο είναι και η εσωτερική αποδοχή «δεν πειράζει/ έτσι κι αλλιώς/ πάντα με τη σκιά μας/ πλαγιάζουμε τις νύχτες» και εν κατακλείδι η αναζήτηση και η απελευθέρωση του δικού της εσωτερικού διπλού, του καθρεφτίσματος. «Κόβω με ψαλίδι την παιδική μου ηλικία/ δυο μαυρόασπρα κοριτσάκια […] είχα ποτέ δίδυμη αδελφή/ ή ήμουν αυτή που δεν γεννήθηκε ποτέ».
Ο έρωτας είναι καθρέφτης, προβολές, έχει ειπωθεί και ξαναειπωθεί. Η κατάδυση στον Άδη είναι αφηγημένη πρώτα από τον Όμηρο. Η κατάδυση της Χλόης όμως είναι από την πλευρά του δικού της φύλου, την αρνητική. Όχι την Εύα, αλλά το αρνητικό της τη Λιλίθ – πάλι μια εικόνα διπλού – που αντιμετωπίζει το ανεξημέρωτο ζώο – το τέρας της θλίψης – σπάει το καλούπι που δεν την δημιουργεί και δημιουργεί – ψαλιδίζει – εν κατακλείδι έναν εαυτό απελευθερωμένο… «Κόβω με ψαλίδι αυτό το ποίημα».

.

Βασίλης Δασκαλάκης

“Παρέμβαση”, τχ. 172, Καλοκαίρι 2014

Έχοντας την ωριμότητα και την εμπειρία τριάντα ετών, στην έβδομη ποιητική συλλογή της, η Χλόη Κουτσουμπέλη ξεδιπλώνει αρετές, αποστάγματα σοφίας και μια ποιητική στόφα που οδηγεί σε βαθιά νερά και αναζητήσεις που κατατρώγουν τις ψυχές και τις σάρκες των ίδιων των λέξεων. Λέξεις που σωματοποιούνται και εξαϋλώνονται, χαράζουν το δέρμα και το επουλώνουν. (ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ), (ΤΕΛΟΣ), (ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ)
Θα μπορούσαμε να δούμε τριανταπέντε σπαραχτικά κείμενα δομημένα στη λογική της απώλειας, του διαρκούς πένθους, του ανικανοποίητου έρωτα, της σκηνοθεσία του φόβου της μοναξιάς, του φόβου εν γένει. (ΤΟ ΚΕΝΟ), (ΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟΙ ΕΡΩΤΕΣ)
Μας παραπέμπει στον Ingmar Bergman και το αριστούργημά του “Έβδομη Σφραγίδα” καθώς το κάθε ποίημα μετατρέπεται σε ιππότη που δίνει την μάχη με το θάνατο, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μυρίζει θειάφι. Κάθε τελείωμα κειμένου μια εξόδιος ακολουθία, αλλά επιμένει να στέκεται όρθια , να πορεύεται μοναχικά το δύσβατο μονοπάτι στην υψηλή τέχνη της ποίησης. (ΤΟ ΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑΣ), (ΣΤΕΠΑ), (ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΠΑΡΚΑΡΙΣΜΑ), (ΛΙΛΙΘ), (ΤΕΧΝΗ), (Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΗΣ ΗΤΤΑΣ), (ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΤΑΓΚΟ)
Η Χλόη Κουτσουμπέλη χαράζει ένα προσωπικό όραμα, σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο που μοιάζει σε πρώτη ανάγνωση να αποδυναμώνει τα κείμενα, όμως σε δεύτερη και τρίτη προσέγγιση ως δια μαγείας αποκαλύπτεται ως νέα Σαλώμη με πέπλα που πέφτουν μαζί με τις αμφιβολίες για την αγάπη στην ποίηση και τον λόγο που κάποιος γράφει επειδή είναι προσηλωμένος και με περισσή πίστη. (Η ΚΟΝΣΕΡΒΑ), (ΑΓΑΠΩ ΝΕΚΡΑ ΓΙΑΤΡΕ), (ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ)
Αν υπήρχε ένα «Σχολείο Ποίησης» με τη Χλόη θα ήμουν συμμαθητής, ο άχαρος ρόλος της απουσιολόγου θα έπαιρνε μια άλλη διάσταση στο μικρό μεθοδικό κορίτσι που παλεύει με την μνήμη, μας κλείνει το μάτι, σβήνει τις απουσίες εξωραΐζει τα κακώς κείμενα και μας επαναφέρει στην τάξη. (Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ), (ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ), (ΜΑΤΑΙΩΣΗ), (ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟ), (ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΕΥΣΗ), (ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ), (ΤΟ ΨΑΛΙΔΙ)
Ο τίτλος της συλλογής (ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ) εσκεμμένως μας παραπλανεί, γιατί όπως όφειλε να είναι ΝΕΚΡΟΣ, ουσιαστικά είναι Παρών ή μάλλον ΠΑΡΟΥΣΑ στην πρώτη γραμμή, άλλωστε ο χρόνος και ο πόνος είναι η κοινή συνισταμένη της λήθης, ενός φαρμάκου που όλες τις εποχές λειτουργούσε στην πραγματική τέχνη.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ

bookpress 10/9/2014

Στοιχειωμένοι έρωτες ξυπνούν

Συνεπής στον δρόμο που έχει χαράξει με τα προηγούμενα ποιητικά της βιβλία και με ευκρινέστερο πλέον τον ποιητικό της στόχο, η Χλόη Κουτσουμπέλη καταθέτει την έβδομη κατά σειρά συλλογή της με τον χαρακτηριστικό και απόλυτα συμβατό με τη θεματολογία των ποιημάτων της τίτλο Κλινικά απών. Κλινικά απών, όχι μόνο ένα ευφυές λογοπαίγνιο, μια λεκτική παραδοξότητα, αλλά μια φράση με ποικίλες αναγνώσεις. Εν μέρει παραπέμπει στον ιατρικό όρο Κλινικά νεκρός, ίσως όμως να είναι δραστικότερος και πιο επώδυνος από αυτόν, αφού υποδηλώνει τους μικρούς καθημερινούς θανάτους στους οποίους ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να οδηγηθεί, στο ανελέητο αγώνισμα μιας μονομαχίας, σώμα με σώμα, στον ερωτικό στίβο.
«Το σώμα στη μάχη» είναι ένας στίχος-τίτλος ποιήματος του Πιερ Πάολο Παζολίνι, με νοηματική αμφισημία και πολλαπλές αναγνώσεις, που λατρεύει, κατά δήλωσή του, ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς. «Τα σώματα πριν από τη μάχη» θα τον παράλλαζα, κάπως αυθαίρετα, για να εκφράσω ή να αποτυπώσω την ουσία των περισσότερων ερωτικών ποιημάτων της παρουσιαζόμενης ποιήτριας. Φανερό λοιπόν πως ο έρωτας σκέπει ξανά τους στίχους της Κουτσουμπέλη, ένας έρωτας όμως όχι ηδονιστικός ή αντικείμενο αναπόλησης για να θυμηθούμε την ποίηση του Μεγάλου Αλεξανδρινού που προσφάτως γιορτάσαμε τα εκατό πενήντα χρόνια από τη γέννησή του, ούτε ένας έρωτας που συνοψίζεται στη στέρηση, την αγωνία ή την εξιδανίκευση του αγαπημένου προσώπου, όπως αυτός εκφράζεται στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου ή του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου αντίστοιχα, αλλά ένας έρωτας ακυρωμένος εξ αρχής λόγω προκαθορισμένων διαφορών, αρχέγονων και σκοτεινών μυστικών και ενοχών, και εντέλει λόγω της ασυμβατότητας της ουσίας του αρσενικού με το θηλυκό, που στους στίχους της ποιήτριας μάχονται απεγνωσμένα να συναντηθούν, δίχως, όμως, ουσιαστικό αποτέλεσμα. Απόρροια αυτής της κατάστασης που διαιωνίζεται, η ερωτική ματαίωση, η ερωτική απόγνωση, η προσωπική φθορά, η στυφή εκείνη γεύση που μένει στο στόμα των πρόσκαιρων εραστών και υποψήφιων αιώνιων αγαπημένων, όταν ανακαλύψουν ξαφνικά το χάσμα που τους χωρίζει. Έτσι, το θηλυκό, συχνά στην απόληξη του ερωτικού παιχνιδιού διαπιστώνει πως το έτερο ήμισυ είναι κλινικά απών, απών από την κλίνη του ζευγαρώματος, από την ψυχή του, τη ζωή του, τις ανάγκες του, τις προσδοκίες του και τις προβλέψεις του, δεχόμενο αυτήν την κατάσταση ως αναπόφευκτη μοίρα, που απαλύνεται κάπως με την ιαματική δράση του ποιητικού παιχνιδιού στο οποίο καταφεύγει, και της τέχνης γενικότερα. Αναφέρω χαρακτηριστικούς στίχους της Κουτσουμπέλη που φανερώνουν αυτήν τη ματαίωση, πολλοί από τους οποίους αποτελούν επιμύθια των ποιημάτων της:

Και όταν ερχόμουν θα σ’ αγκάλιαζα / αν δεν υπήρχε το σιδερένιο τραπεζάκι ανάμεσα, Το πένθος υπάρχει για να καλύπτει το απόλυτο κενό, (Οι στοιχειωμένοι έρωτες) την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν / και μπήγουν τα λευκά τους δόντια / στην καινούρια τους ζωή, Από τον θάνατο του έρωτα προτιμώ τη μοναξιά, Το τέλος γράφεται από μόνο του / και είναι πάντα σαρκοβόρο, Διαλέγω πάντα άντρες που το νούμερό τους τελειώνει σε μηδέν κ.ά.

Οι λέξεις που επανέρχονται

Λέξεις όπως: κενό, τέλος, σιωπή, λάθος, νύχτα, απών, ματαίωση, πένθος, ήττα, επαναλαμβάνονται συνεχώς στο βιβλίο, αποκαλύπτοντάς μας την ψυχική διάθεση της ποιήτριας αλλά και την απόληξη του ερωτικού παιχνιδιού που διαδραματίζεται μέσα της, πάντα σε ακαθόριστο, μη προσδιορισμένο τόπο και χρόνο, όπως μας έχει συνηθίσει και από τις προηγούμενες συλλογές της. Ωστόσο, στην παρούσα συλλογή, υπάρχει πια μια πιο κατασταλαγμένη γνώση, μια βαθύτερη συνείδηση των κανόνων του ερωτικού παιχνιδιού, που θωρακίζει την ποιήτρια, βοηθώντας την να ξεπερνά τη μελαγχολία της ή τουλάχιστον να μην παραδίνεται σ’ αυτήν αμαχητί. Αυτό, αν μη τι άλλο, φανερώνει, πέρα από συναισθηματική, και ποιητική ωριμότητα.
Η Κουτσουμπέλη συνθέτει ποιήματα με σκηνοθετικό τρόπο γραφής. Σε προηγούμενες συλλογές της αυτό συνέβαινε με το ονειρικό στοιχείο που πρόσθετε ή καλύτερα με το οποίο έντυνε τους στίχους της – ένα μονίμως παραμυθένιο, υπερβατικό, σουρεάλ σκηνικό, με το οποίο αφ’ ενός υπονομευόταν ο ρεαλισμός των ποιημάτων της, αφ’ ετέρου πετύχαινε να μας μεταφέρει σκληρά προσωπικά της βιώματα με λιγότερο επώδυνο, κυρίως για την ίδια, τρόπο. Στο Κλινικά απών το στοιχείο αυτό έχει κάπως αμβλυνθεί, έχει περιοριστεί, δίχως πάντως να εκλείπει. Η στόχευση του μηνύματος γίνεται πιο συγκεκριμένη και ευθύβολη, η σκηνοθεσία είναι λιγότερο ομιχλώδης και παραπλανητική, ο αλληγορικός λόγος όμως πάλι κυριαρχεί, ενώ συχνά η εικονοποιία παραμένει τολμηρή και ασυνήθιστη. Γράφει στο ποίημά της Αδυναμία: Αν δεν μπορείς να έρθεις με ένα τρένο / ούτε να ξεφλουδίσεις το πορτοκάλι του ουρανού / σούρουπο με ένα αεροπλάνο, / αφού το πλοίο εντείνει την αστάθεια / και σου δημιουργεί όπως λες ναυτία / δέσε ένα ποδήλατο / πίσω από ένα σμάρι πουλιά / και πέταξε να ρθεις κοντά μου. / Εσύ που ισχυρίζεσαι ανίσχυρος.
Σε δύο της ποιήματα ο έρωτας προσδιορίζεται με διαφορετικό τρόπο, ως προκαθορισμένο αγώνισμα μονομαχίας, με αναμενόμενη, πάντα, συνέπεια τη δική μας εξολόθρευση (ποίημα Το αγώνισμα της μονομαχίας) ή ως συντηρημένη, κατεψυγμένη κονσέρβα (ποίημα Η κονσέρβα) το ανέφικτο και το ανεκπλήρωτο των ερωτικών σχέσεων (αυτά τα αφήνει στην τέχνη της ποιήσεως). Στο ποίημα Παρά λίγο, ο στίχος της Κουτσουμπέλη Κάθε ένας περίμενε άλλον αλλού / και κανείς δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού, συμπυκνώνει όλο το αδιέξοδο των προσωπικών σχέσεων, ενώ όλο το ποίημα Το δείπνο, πέρα από τη χρωματική και μεταφορική αντίθεση του κόκκινου των προσπαθειών της γυναικός, με το χλωμό που διέκρινε εν τέλει ο άνδρας στο πρόσωπό της, το εξέλαβα ως αποθέωση της ερωτικής ασυνεννοησίας, ασυμβατότητας κι εντέλει μιας έντονης προσωπικής ματαίωσης. Παρεμφερές και το Άκρως ερωτικό και απόρρητο, όπου η ποιήτρια κατέχει πλέον τη γνώση για το άλλο φύλο, που την εξουθενώνει, ακυρώνοντας τη μυθολογία και τις συμβάσεις των καιρών μέσα από τους στίχους: Ότι δεν είμαι το πλευρό ή / η δεξιά σου άτρωτη φτέρνα / αλλά γυμνή κι εγώ / καταδικασμένη να σε ψάχνω στους αιώνες / μέρος κι αυτό της γνώσης που δεν έπρεπε. Στο ποίημα Τέχνη, η ποιήτρια αυτοπροσδιορίζεται αναφορικά με την τέχνη, ενώ μας κλείνει με τρόπο το μάτι αποκαλύπτοντάς μας πως θα μπορούσε να γράψει περισσότερο γυμνά, ξεκάθαρα και με μεγαλύτερη σαφήνεια, αλλά δεν είναι αυτή η πρόθεσή της γιατί άλλες είναι οι ποιητικές της βλέψεις. Εντούτοις θεωρώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον το εν λόγω ποίημα, και παρότι διαφέρει από την πλειονότητα των υπόλοιπων ποιημάτων της τόσο υφολογικά όσο και θεματολογικά, το καταθέτω. Τέχνη: Ποτέ δεν συμπάθησα / τα άψογα χαμόγελα / τις τέλειες οδοντοστοιχίες / τους σιδερωμένους άντρες / την τσάκιση στο παντελόνι / τα ανατομικά στρώματα / τα αναπαυτικά όνειρα / τα πούπουλα χήνας στην ομίχλη. / Γι’ αυτό και ζω σε ερειπωμένα σπίτια / Κάτι να χάσκει / κάτι να λείπει / κάτι να διαβρώνει την τελειότητα. / Γιατί τέχνη είναι πάντα η οροφή που λείπει.
Ο χρόνος στην ποίηση της Κουτσουμπέλη

Επανέρχομαι και ολοκληρώνω με κάποιες σκέψεις για την έννοια του χρόνου στα ποιήματα της Κουτσουμπέλη. Είπαμε, και το έχω γράψει και στο παρελθόν για άλλα της βιβλία, πως ο χρόνος στην ποίηση της Κουτσουμπέλη είναι απροσδιόριστος και αόριστος, αφού πολλά της ποιήματα ακολουθούν τις χρονικές συμβάσεις μύθων ή παραμυθιών, όπου κι εκεί ο χρόνος είναι ασαφής και απροσδιόριστος. Στην τελευταία συλλογή της γίνεται φανερό πως αυτό έχει και μια άλλη εξήγηση, αλλά και μια άλλη διάσταση. Η ποιήτρια συναιρεί ένα τραυματικό παρελθόν που αφορά την παιδική ηλικία, όπου πνίγεται το όνειρο, ο έρωτας, το κάθε σκίρτημα για ζωή από τις δράσεις και τις ενέργειες των μεγάλων, με ένα εξίσου οδυνηρό παρών, εξ αιτίας της σκληρής συνειδητοποίησης του αδιεξόδου των ερωτικών σχέσεων. Η ποίηση, έτσι, έρχεται ομαλά, απόλυτα φυσιολογικά και αβίαστα να λειτουργήσει εξισορροπητικά, κάνοντας την ποιήτρια να ακυρώσει μέσα της τις δύο προηγούμενες επώδυνες χρονικές συμβάσεις, βιώνοντας έτσι το καθαρτήριο, ιαματικό, άχρονο ποιητικό σύμπαν, με τη σύνθεση ποιημάτων. Όλα αυτά συνοψίζονται θαυμάσια στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής, που έχει τίτλο Το ψαλίδι. Η ποιητική συλλογή της Κουτσουμπέλη έχει ως εξώφυλλο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου, που εκφράζει περίτεχνα το αίσθημα της μοναξιάς, αποτυπώνοντας με απλά και λιτά μέσα τον ίλιγγο της απουσίας. Κάποια πανωφόρια, κενά περιεχομένου, κρεμασμένα σε ξύλινες παλιομοδίτικες κρεμάστρες, μια λάμπα θαρρείς φυλακισμένη σε ένα διχτυωτό πλαίσιο και η αίσθηση μιας απλωμένης, έρημης, ωστόσο, εξ αντανακλάσεως, φωτιζόμενης πίστας ως ακαθόριστο φόντο. Η Κουτσουμπέλη συνομίλησε καλλιτεχνικά με τον Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλο και παλιότερα. Την Πρωτοχρονιά του 2013 δημιούργησαν μαζί ένα ηλεκτρονικό βιβλίο με δικές του φωτογραφίες και δικά της ποιήματα-σχόλια πάνω σ’ αυτές, με τίτλο Απαγόρεση κυκλοφορίας, αφιερωμένο στους μοναχικούς ανθρώπους των πόλεων. Επίσης, έναν χρόνο ακριβώς μετά, ο Παναγιώτης Παπαθεοδωρόπουλος σχολίασε με τις φωτογραφίες του ένα σπονδυλωτό δικό της ποίημα που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Θράκα. Είχε ως τίτλο Η μυστική ζωή των ποιημάτων και ήταν αφιερωμένο στην μνήμη του Παύλου Φύσσα.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη , αρχής γενομένης από την ποιητική της συλλογή Σχέσεις σιωπής που τυπώθηκε το 1984, διανύει μια γόνιμη τριακονταετία στα γράμματα με εφτά ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και ένα θεατρικό έργο. Έχει μια σταθερά ανοδική πορεία, βρίσκοντας από την τρίτη ήδη συλλογή της έναν σταθερό βηματισμό και κατακτώντας ένα απόλυτα προσωπικό και ευδιάκριτο ποιητικό ύφος. Νομίζω πως αξίζει να παρακολουθήσουμε, βήμα προς βήμα, όλη την έως τώρα πορεία της, και να εστιάσουμε ιδιαιτέρως στο πρόσφατο βιβλίο της, το Κλινικά απών, στο οποίο η ίδια είναι έντονα παρούσα με την τέχνη της γραφής της, ιδίως αναφορικά με το ερωτικό παιχνίδι και τις διαστάσεις που αυτό παίρνει μέσα από τις πανάρχαιες αντιφάσεις του.

*Το κείμενο εκφωνήθηκε τον Μάιο του 2014, στη ΔΕΒ Θεσσαλονίκης, σε παρουσίαση του βιβλίου.

.

Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη

diastixo 30/9/2014

Κλινικά απών είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Πρόκειται για την έβδομη κατά σειράν συλλογή ποιημάτων που εκδίδει η Θεσσαλονικιά ποιήτρια μετά την πρώτη εμφάνισή της στα Γράμματα το 1984, με το ποιητικό έργο Σχέσεις σιωπής (Εκδόσεις Εγνατία).

Με βαθιά, γήινη φωνή –ανοίγοντας έτσι μια μικρή χαραμάδα στην εγγύτητα της επικοινωνίας με τον αναγνώστη–, η ποιήτρια καταδύεται στις διαστάσεις του αδόκητου, της αλληγορίας, του συμβολισμού, στο γήινο των πραγμάτων ταξίδι και στο άλλο ταξίδι το ονειρικό, παρεμβαίνοντας καθοριστικά στη λογική τους. Όλοι οι στίχοι της υπαινίσσονται την ύπαρξη ενός υπερφυσικού, σκοτεινού κόσμου, που δεν τον βλέπουν τα μάτια, αλλά που φανερώνεται ακέραιος μέσα από τη φαντασιακή ανασυγκρότησή του και παρουσιάζεται στο ποίημα σαν οργανικό σύνολο. Η ποίησή της αναπτύσσει:
Τη θεματική της ερωτικής απώλειας και ματαίωσης:
Φορώ ένα σκονισμένο νυφικό/ με μακριά ουρά που σέρνεται στο δρόμο/
η αρρώστια καλπάζει/ κόκκινο άλογο μέσα στην καρδιά./ –αγαπώ νεκρά γιατρέ/
ή
το να συντηρεί κανείς κατεψυγμένους έρωτες/ είναι κι αυτό μια τέχνη.

Της απουσίας που επίκειται και εντέλει συντελείται:
Αν ήμουν πιο προσεκτική
θα είχα από τότε αποσυνθέσει την ελπίδα
επίσημα θα ήσουν τώρα
κλινικά απών.

Της λήθης που αναπαράγει μνήμες και ταυτόχρονα αναπαράγεται:
Η Μνήμη μπορεί να εκτιναχτεί/ με ένα μόνο τηλεφώνημα/ και όλη η λήθη να καταποντιστεί/ στον ζεστό κόλπο της αλήθειας.

Της αποδοχής του πένθους, όπου οι συλλήψεις του παράδοξου και του αλλόκοτου συνιστούν μιαν ενόραση κατεξοχήν ποιητική.

Να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή./ Κάποιες νύχτες να αφήνετε την πόρτα ανοιχτή./ Θα ανεβαίνει στο κρεβάτι/ πηχτές κηλίδες στα σεντόνια/ δαγκωματιές στο στήθος, στο λαιμό./
Θα το ακούτε ν’ αλυχτάει./ Δεν θα το αλυσοδέσετε ποτέ./
ή
Να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη/ με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια/ για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.

Η ποιήτρια αμφιδρομεί ανάμεσα στις πληγές της παιδικής ηλικίας:
Βρισκόμουν σε ορφανοτροφείο/
φορούσα γκρι φουστάνι κι άσπρες κάλτσες/ έψαχνα μια κούκλα δίχως χέρια
ή
Δεν έβρισκα το σωστό νούμερο ανθρώπου/ η πλέξη ήταν χαλαρή/ ή οι τεράστιες βελόνες μπήγονταν στο στέρνο.

Της μεταφυσικής αγωνίας που μεταμορφώνεται σε αδημονία:
Το πρόβλημα είναι
πως δεν άκουσα τις κούκλες.
Ανοιγόκλειναν
τα γυάλινά τους μάτια
λέρωναν τα λευκά φορέματα
έχαναν τα νάιλον μαλλιά.
Πρόσεχε τα Σάββατα
μου έγνεφαν,
είναι πάντα ξεκούρδιστα
ο μηχανισμός κλάματος δεν λειτουργεί
το κεφάλι δεν είναι κολλημένο
κυλάει σε μία μόνη Κυριακή.

Της άφατης τρυφερότητας που προστατεύει και ξαγρυπνά:
Κι ανησυχώ
αν είναι μαλακά τα όνειρά σου
νεογέννητα πουλιά
μες στη φωλιά τους
και τρέμω μήπως κάποιο θελήσει να πετάξει
και πέσει κάτω και χτυπήσει.

Και της σκοτεινής Περσεφόνης, που βασιλεύει μέσα στον προσωπικό μας Άδη:
Η γλώσσα σάλεψε μέσα στην κόκκινη σπηλιά
και τεντώθηκε να αγγίξει
τους σταλακτίτες δόντια
ποια διαδρομή είναι πιο σύντομη
το δάγκωμα του σκορπιού
ή ένα αιλουροειδές φιλί;

Τα στοιχεία που εντοπίζονται είναι αναγνωρίσιμα στους αναγνώστες της Κουτσουμπέλη. Ατμόσφαιρα του υάκινθου της θλίψης, γκόθικ ή γκροτέσκ, μοβ της spleen μελαγχολίας, άνθρωποι –γυναίκες, κυρίως– που μετρούν οδύνες, απώλειες, ελλείψεις, απουσίες, στέρηση, πίκρα, μοναξιά. Αφετηρία βιωματική η παιδική ηλικία. Σίγουρα τραυματική…

Κόβω με ψαλίδι την παιδική μου ηλικία/ δυο μαυρόασπρα κοριτσάκια που επιπλέουν θολά/ θρυμματίζονται στο πάτωμα./ Είχα ποτέ δίδυμη αδελφή/ ή ήμουν αυτή που δεν γεννήθηκε ποτέ.

Με λιτά εκφραστικά μέσα, η χαρισματική ποιήτρια σχηματίζει υπερρεαλιστικές εικόνες, με τον χρωστήρα των εξπρεσιονιστών με θέματα τη φθορά, τον θάνατο, την εχθρότητα και την οργή, τη θλίψη, τη ματαίωση, ενώ με τη φαντασία ως πηγή έλκεται από τον έρωτά της και μονομαχεί με ένα άλλο σώμα. Σάρκα με σάρκα, ανάμεικτη με αίμα, ο ένας πάνω στον άλλο/ πεινούσαν και χόρταιναν σάρκα, οι παθιασμένοι εραστές κατασπαράσσουν βουλιμικά αλλήλους εις το όνομα της αρχαίας γνώσης που κατοικεί στα κύτταρα.
Την παρακολουθούμε καθώς καταδύεται σ’ ένα δάσος αντιθέσεων και αντιφατικών οραμάτων: καθρέφτες που ραγίζουν, στοιχειωμένοι έρωτες που κοιμούνται σε σεντούκια, μικρές αλεπούδες που γερνούν στο σαλόνι, το μαλακό κουνουπίδι του εγκεφάλου που γεμίζει συνέχεια θάλασσα, μια μουχλιασμένη άνοιξη, που απλώνω για ν’ αεριστεί, υποδηλώνοντας έναν ψυχισμό ευάλωτο και ανασφαλή, με ανεκπλήρωτες επιθυμίες κι εμμονές, με μια φρενίτιδα να καταλαμβάνει το ποίημα.

Ακούω τα σκυλιά που αλυχτούν δεμένα/ καθώς άγρια τραντάζουν τις αλυσίδες/ ξαναγυρνώ στο σπίτι./ Κλείνομαι στο δωμάτιο/ και με μια ψαλιδιά/ κόβω σύρριζα πέρα ως πέρα τα μαλλιά.

Ενοράσεις πρισματικών εικόνων μιας σπουδαίας φωνής έντονα θηλυκής μετουσιωμένες σε στίχους, που ασθμαίνουν κάτω από το βάρος των λέξεων των γυναικείων αρχετυπικών συμβόλων:
Εκάτη, Κάλι, Λίλιθ, Αντιγόνη το όνομά μου./ Λίλλακε, Μπελίλι, Μπααλάτ./ Κάποιοι με αποκαλούν Αρχόντισσα του Σκότους/ ή ηγέτιδα των Θηλυκών Βαμπίρ/

ενώ μια άλλη τάξη ονείρων επιβάλλεται σκιαγραφώντας το πορτρέτο μιας βαθιά πληγωμένης γυναίκας, που ανακαλεί ένα παρελθόν συντηρημένο σε κονσέρβα:
Και όταν ερχόμουν
θα σ’ αγκάλιαζα
αν δεν υπήρχε το σιδερένιο τραπεζάκι ανάμεσα.
Γι’ αυτό σου λέω. Μην λυπάσαι.
Και στείλε αυτήν την τενεκεδένια απουσία
για ανακύκλωση.

Η έμπνευση της δημιουργού κινείται μέσα σε ένα αβυσσαλέο υποσυνείδητο. Ένας κόσμος παραίσθησης βουτηγμένος στην ένταση, την ψευδαίσθηση και τη φαντασίωση, μια καταβύθιση και συγχρόνως εξύψωση, ένα οδυνηρό παιχνίδι ανάμεσα στην απόκρυψη και την εμφάνιση, με ποιητικά μέσα το ασύλληπτο και το άρρητο. Τα όνειρά της έχουν δόντια κίτρινα.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη μεταβάλλει τη ρευστότητα του χρόνου σε πορεία ποιητικής ακμής:
Ύστερα κάποιος μετατόπισε τους δείκτες
στο κουρδιστό ρολόι τοίχου στο σαλόνι
κι άργησα είκοσι χρόνια.
Θα σε ειδοποιούσα σίγουρα
αλλά τα ταχυδρομικά περιστέρια
καθηλώθηκαν υπέρβαρα στα σύρματα.

Διακρίνονται επιρροές από Ρεμπό, Μποντλέρ, Λόρκα, Πόε, Σολωμό, Καβάφη, Σαχτούρη, Χιόνη, Δημουλά, Σίλβια Πλαθ και Ανν Κάρσον, των οποίων οι καταβολές έχουν ζυμωθεί και ενσωματωθεί στο ποιητικό σύμπαν της ποιήτριας, δημιουργώντας ένα γοητευτικό συνονθύλευμα, όπου τα χρώματα και τα σχήματα των λέξεων διαλύονται και αναμειγνύονται για να ανασυνταχθούν στη συνέχεια σε πλήρη αρμονία και τάξη, διαμορφώνοντας τοιουτοτρόπως ένα εντελώς προσωπικό ύφος, χαρακτηριστικό πλέον της Χλόης Κουτσουμπέλη.
Η Θεσσαλονικιά ποιήτρια της νέας γενιάς, και με τις προηγούμενες συλλογές της αλλά και με το παρόν έργο, αποτελεί πλέον μια αναγνωρίσιμη, σπουδαία και πρωτότυπη ποιητική φωνή, αφήνοντας ήδη από τώρα σημαντική παρακαταθήκη στη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Η γλώσσα της διασπά και καταργεί τη ρομαντική παράδοση, είναι λιτή, με τη σωστή δόση –στη μύτη του κουταλιού ίσα ίσα– γλυκασμού, ουσιαστική, ευθύβολη, αποφορτισμένη από λυρικές τονικότητες, παράγοντας δομική ύλη που μεταβάλλεται σε αισθητικό φαινόμενο –«ολόσωμα» ποιήματα– ενώ το απόρρητο-βέβηλο ομολογείται, με τη φύση δαιμονιακά ελεύθερη να ακκίζεται στην υπερβολή της, ορίζοντας άλλο δρόμο στην ανάσα.

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΝΑΡΓΙΩΤΗΣ

Κρατώντας κανείς στο χέρι και ξεφυλλίζοντας μια ποιητική συλλογή, κάνει το ίδιο με το να κοιτά απ’ έξω ένα σπίτι. Στο κουδούνι το όνομα του ιδιοκτήτη. Κλεφτές ματιές από τα παράθυρα αφήνουν να φανεί ένα μικρό μέρος του εσωτερικού. Μια πλευρά του σαλονιού και μια θέα της κουζίνας ίσως. Πρέπει να μπει κανείς μέσα στο σπίτι, για να το αισθανθεί, να περπατήσει στους χώρους, να ψάξει. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η ποίηση από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας είναι τα ίδια πάνω κάτω· αγάπη έρωτας, θάνατος, τέχνη, μοναξιά κ.α. Σε κάθε βιβλίο όμως που κρατάμε στα χέρια μας είναι απόφαση του καλλιτέχνη πού θα επιμείνει και με ποιο τρόπο θα σκύψει στα θέματά του. Το ζήτημα και το μεγαλείο της τέχνης συνήθως κρύβονται στα πατάρια και στα υπόγεια. Κάτω από μαξιλάρια με πούπουλα χήνας, στα πιο αθώα μέρη που κανείς δεν υποψιάζεται εύκολα. Γι’ αυτό η ποίηση είναι τέχνη απαιτητική.
Kλινικά απών είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη την οποία θα παρουσιάσουμε σήμερα. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Πρόκειται για την έβδομη κατά σειράν συλλογή ποιημάτων που εκδίδει η ποιήτρια μετά την πρώτη εμφάνισή της στα Γράμματα το 1984, με το ποιητικό έργο Σχέσεις σιωπής (Εκδόσεις Εγνατία).
Κλινικά απών. Μας παραπέμπει στο κλινικά νεκρός αλλά σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κλινικός θάνατος είναι η παύση της καρδιακής, της αναπνευστικής και της εγκεφαλικής λειτουργίας. Κλινικά απών είναι ο άνθρωπος που εξακολουθεί να υφίσταται σωματικά, απουσιάζει όμως πνευματικά. Με τον τίτλο υποδηλώνεται η απουσία, το κενό, που αφήνει πίσω ο θάνατος της αγάπης, η ερωτική ματαίωση, ο θανατηφόρος λαβύρινθος των επιλογών που κουβαλά ο καθένας είτε ως παιδικό τραύμα είτε ως προσχεδιασμένη ατυχία, γιατί

Στο αγώνισμα της μονομαχίας
το παν είναι η δική μας εξολόθρευση.
Αφού αυτήν έχουμε μεθοδεύσει
απ’ την αρχή με τόσο πάθος

γράφει στο ποίημα ΤΟ ΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑΣ η ποιήτρια.
Ο μελετητής της ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη έχει την αίσθηση εξαρχής ότι η ποιήτρια ως έμπειρος ναυτικός, αφού διέπλευσε ωκεανούς και πέλαγα, καταθέτει τη συσσωρευμένη εμπειρία της σε άπειρους ναυτιλλομένους. Στο ποίημα ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ βλέπουμε και τις ερωτήσεις που μπορεί να θέτουν.-Πώς το ξέρεις; -Τι θα πει η λέξη; -Και κανείς ποτέ δεν αισθανόταν; Σε άλλα ποιήματα όπως το ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ, τίτλος που έρχεται σε αντίθεση με το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο του ποιήματος ή αλλιώς όπως λέμε: τα λέω σε σας για να τ’ ακούω κι εγώ, διαβάζουμε: Προπάντων να φοράτε κόκκινο κραγιόν. Ιδίως την ώρα της εγκατάλειψης. Στο ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ προτρέπει: Να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή. Στο ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΕΥΣΗ διαβάζουμε: Προπάντων να αποφεύγετε τις σκάλες σε σπίτια που κατοικήσατε παλιά.
Στα περισσότερα ωστόσο ποιήματα κυριαρχεί ένας αφηγηματικός μονόλογος, σε πρώτο πρόσωπο, και σε κάποια μια αποστροφή σε δεύτερο πρόσωπο, ένας διάλογος με τον εαυτό της, θα μπορούσαμε να πούμε. Η ποιήτρια βυθίζεται σε σκέψεις και συνειρμούς, γιατί εν τέλει τα πολύ σπουδαία πράγματα κανείς αληθινά μπορεί να τα κουβεντιάσει μόνο με τον εαυτό του.
Η συλλογή ανοίγει με το ποίημα ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ
Συστήνει την αξιοπρέπεια την ώρα της εγκατάλειψης. Προτείνει κόκκινο κραγιόν όταν το στόμα δεν λέει πια σ’ αγαπώ για να καταβροχθίσει τις λεπτομέρειες, αφού έχει χαθεί πια η ουσία.
Αμέσως, από την αρχή, η Χλόη Κουτσουμπέλη πετάει στα βαθιά τον αναγνώστη σε μια ποίηση, συμβολική, πολυεπίπεδη, που τη χαρακτηρίζει η μετωνυμία και η μεταφορά. Εικόνες της πραγματικότητας, της εμπειρίας μας, οικείες σε μας χρησιμοποιούνται ως αμφίεση της ποίησης και ανατρέπονται διαρκώς. Μας αιφνιδιάζει ο απροσδόκητος τρόπος χρήσης της λέξης και η πρωτότυπη νοηματοδότησή της. Κλινικά νεκρός θα περιμέναμε στον τίτλο, κλινικά απών μας προκύπτει. Ένα αυτοκίνητο που το απομακρύνει ο γερανός επειδή πάρκαρε παράνομα είναι αυτό που η εμπειρία μας κάνει να αναμένουμε. Στην ποίηση της Χλόης παράνομα πάρκαρε το όνειρο και αυτό απομακρύνεται από το γερανό. Μαθαίνουμε ακόμα ότι είναι δυνατόν να σε κλειδώσουν στο υπόγειο μιας ψυχρής ματιάς, ότι ένα ποδήλατο μπορεί να ταξιδέψει δεμένο πίσω από ένα σμάρι πουλιά, ή ότι μια εναλλακτική χρήση της κατάψυξης είναι να συντηρούμε εκτός των άλλων και έρωτες.
Επιπλέον τα νοήματα δίνονται με έναν έντονα θεατρικό και παραστατικό τρόπο. Για κάθε ποίημα στήνεται ένα μικρό υπερρεαλιστικό σκηνικό. Τα διαβάζει με ενδιαφέρον και αδημονία ο αναγνώστης σαν να παρακολουθεί ένα συμπυκνωμένο θεατρικό έργο. Το σκηνικό αλλάζει από ποίημα σε ποίημα, στα περισσότερα όμως είναι εφιαλτικό, κλειστοφοβικό και πλησιάζει τα θρίλερ. Περιλαμβάνει έρωτες βρυκόλακες που κοιμούνται σε σεντούκια με το ένα μάτι μισόκλειστο. Το πένθος, παραφυλάει

Ανεβαίνει στο κρεβάτι
Δαγκώνει το στήθος και τον λαιμό
κόβει κομμάτια τις σάρκες της κούκλας
όταν μαλώνουν οι γονείς
ξεσκίζει τα μαξιλάρια
όταν αποχωρούν οι αγαπημένοι

Στο ποίημα ΜΙΑ ΣΧΕΔΟΝ ΠΕΙΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ οι πλατείες, οι δρόμοι, τα στενά συστέλλονται και διαστέλλονται

οι διευθύνσεις άλλαζαν
και μέναμε με αγνώστους
σε σπίτια με λαίμαργες ντουλάπες
που έτρωγαν τσάντες και παπούτσια
Στο ποίημα ΣΤΕΠΑ

Όλη η αγέλη οσμίζεται το αίμα
το φεγγάρι ματώνει ως το κόκαλο
αστέρια οστά γεμίζουν τον ουρανό

Η ποίηση της Χλόης απαιτεί προσοχή, χωρίς όμως να γίνεται κουραστική. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο του καλού τεχνίτη, όταν σου προσφέρει τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις το μαγικό βυθό της ποίησής του χωρίς να πνιγείς στους περιδινισμούς της σκέψης και του προβληματισμού του.
Στην ποιητική συλλογή κλινικά απών, υπερισχύει το θέμα του έρωτα. Όχι όμως όπως συνήθως τον εννοούμε. Ο έρωτας συνδέεται με την προδοσία ή την αδυναμία να πραγματωθεί. Είναι ατελέσφορος, είναι η εναγώνια αναζήτηση της αγάπης και ο τρομακτικός μηχανισμός διαπίστωσης της απουσίας της. Κεντρική φράση, που αποτελεί και τον τραγικό πυρήνα της συλλογής, είναι η φράση «ΑΓΑΠΩ ΝΕΚΡΑ ΓΙΑΤΡΕ». Λίγο πιο κάτω στο ποίημα ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ αποκαλύπτεται ολόγυμνη η τραγική ανθρώπινη ύπαρξη στους τέσσερις τελευταίους στίχους:

Όλοι εμείς οι συγγενείς
που στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος
το συνώνυμο

Την απουσία αγάπης ακολουθεί η μοναξιά και το κενό. Η ζωή βρίσκεται σε μια κατάσταση αφασίας, αναισθησίας όπου την οδήγησε ο πόνος, από την ανθρώπινη αδυναμία να συνάψει σχέσεις. Άλλα θέματα στην ποίησή της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι η τέχνη, η μνήμη και η λήθη, το πένθος και η γυναίκα.
Ας προσεγγίσουμε όμως μέσα από τα ποιήματα κάποια από τα θέματα αυτά για να έχετε κι εσείς μια πιο σαφή εικόνα του υλικού που σας περιγράφω. Να πούμε ότι τα ποιήματα όλα συνδέονται μαζί σε ένα σώμα σαν να είναι τα κεφάλαια ενός βιβλίου.
Αναφερθήκαμε πιο πάνω στο ποίημα ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ και είπαμε ότι συστήνει αξιοπρέπεια όταν πεθαίνει η αγάπη. Οι ανθρώπινες σχέσεις τελειώνουν. Συνήθως δεν αρχίζουν σωστά. Θα βρούμε στην ποίηση της Χλόης βαθιά ανθρωπολογική μελέτη. Στο ποίημα ΤΕΛΟΣ βλέπουμε ότι «Οι ευδιάκριτοι τίτλοι τέλους εμφανίζονται πάντα στην αρχή». Δεν διαβάζουμε όμως σωστά την πινακίδα. Παγιδευόμαστε στο έλος. Μια αίσθηση ορφάνιας μας ωθεί. Τρύπιες αυταπάτες μας οδηγούν. Δεν βλέπουμε το λάθος νούμερο ανθρώπου, τη χαλαρή σχέση- πλέξη. Τις βελόνες- πόνους που μπήγονται στο στέρνο.
«Το θέμα είναι η προσεκτική επιλογή. Αυτή είναι ο καθρέφτης που ραγίζει… Εμείς είμαστε αυτοί που ρίχνουμε το γάντι στο πρόσωπο του άλλου, εμείς που σφραγίζουμε με βουλοκέρι τον πάπυρο που καταφθάνει με μαύρη άμαξα την νύχτα. Έρωτας, γράφει επάνω…» διαβάζουμε στο ΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
Ο κόσμος στην ποίηση της Χλόης είναι γεμάτος παγίδες.

Ο Κήπος ήταν ναρκοθετημένος με μήλα που εύκολα αναφλέγονταν
Η κιβωτός είχε ρωγμές και βούλιαζε
Η ποσότητα ελπίδας που διοχετεύτηκε στην αγορά ήταν ελαττωματική.

Ματαιώσεις και ματαιότητα διακρίνουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Προορισμένες λες να ηττηθούν. Οι άνθρωποι συνάπτουν σχέσεις σε κάτι που μοιάζει κρεβάτι, σε κτίρια που «γέρνουν αποστάσεις» και όλα γίνονται γρήγορα «θαρρείς μακριά και κάπου ξένα θαρρείς και ήσουν άλλος κι όχι εσύ». Τα όνειρα σβήνουν, η συνάντηση διαρκώς ματαιώνεται. «Ένα κοράκι καταβρόχθισε το μονοπάτι, κάποιος μετατόπισε τους δείκτες στο κουρδιστό ρολόι στο σαλόνι κι άργησα είκοσι χρόνια. Τα ταχυδρομικά περιστέρια καθηλώθηκαν υπέρβαρα στα σύρματα. …Θα σ’ αγκάλιαζα αν δεν υπήρχε το σιδερένιο τραπεζάκι ανάμεσα». Άλλοτε πάλι

Κάθε ένας περίμενε άλλον αλλού
Και κανείς δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού.
Φύσηξε δυνατός αέρας
και σκόρπισε τα κορμιά τους μακριά.
Τουλάχιστον απ’ αυτούς
έμειναν τα παπούτσια.
Παρά λίγο εραστές

Πεθαίνουν οι έρωτες. Κάποιοι όμως τείνουν να συντηρούν κατεψυγμένους έρωτες, λέει στο ποίημα Η ΚΟΝΣΕΡΒΑ. Είναι μια τέχνη κι αυτό, δηλαδή παραμυθία, παρηγοριά ή μια διαδικασία-ανάγκη της ζωής να δραπετεύει. Άλλοι πάλι αμνήμονες συνεχίζουν να συνάπτουν σχέσεις, να ζευγαρώνουν με άλλους του είδους τους και να ξεχνούν. Ό,τι και να γίνει έρχεται και το σβήνει το αιώνιο κενό. Όλα χάνονται στο τίποτα.
Υπάρχουν και έρωτες που στοιχειώνουν όμως. «Κοιμούνται σε σεντούκια με το ένα μάτι μισόκλειστο σε αργή αναμονή… Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν και μπήγουν τα λευκά τους δόντια στην καινούργια σου ζωή».
Τραγική είναι η δήλωση με την οποία κλείνει το ποίημα ΑΚΡΩΣ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟ

Από το θάνατο του έρωτα
Προτιμώ την μοναξιά

Στο μέσον περίπου της συλλογής βρίσκουμε το ποίημα ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
Το πένθος (από το ρήμα πάσχω, από όπου προέρχεται βέβαια και το πάθος συνοδεύει τη ζωή μας. Μας ακολουθεί από τη γέννησή. Είναι ο ομφάλιος λώρος που μας δένει με την μνήμη. Το ενδυναμώνει η απουσία της αγάπης. Μας συνιστά η ποιήτρια να συμφιλιωθούμε μαζί του, να είμαστε ψύχραιμοι κι ευγνώμονες γιατί υπάρχει για να καλύπτει το απόλυτο κενό.
Ας έλθουμε τώρα στο θέμα της ποίησης και της τέχνης γενικότερα.
Η ζωή και η ποίηση είναι οι δύο άκρες μιας κλεψύδρας. Η ζωή βρίσκεται σε ένα πατητήρι σταφυλιών. Η σύνθλιψή της τροφοδοτεί την ποίηση. Η ποίηση από την άλλη πλευρά είναι η σκιά της ζωής. Υποδεικνύει την ύπαρξή της, αλλά δεν είναι η ζωή. Αγάπη μπορεί να υπάρξει μόνο στην αληθινή ζωή. Στην απεικόνιση αγάπη δεν υπάρχει.
Στο ποίημα ΤΕΧΝΗ η ποιήτρια δηλώνει ότι η τέχνη είναι η οροφή που λείπει γι’ αυτό ζει πάντα σε ερειπωμένα σπίτια

Κάτι να χάσκει
κάτι να λείπει
κάτι να διαβρώνει την τελειότητα.

Η χώρα της ποίησης είναι μια άλλη χώρα. Ο ποιητής ένα αμφίβιο που ζει και στους δύο κόσμους. Ο κόσμος της τέχνης είναι κόσμος σκιών, δεν δίνει απαντήσεις. Σ’ αυτόν πηγαίνουν οι προορισμένοι, όσοι σφραγίστηκαν μικροί με κείνο το μισό πέταλο στον ώμο που σημαίνει πως τίποτε ποτέ δεν θα ’ναι ολόκληρο. Εκτός από ένα μελανοδοχείο που αδειάζει.
Στο ποίημα ΤΟ ΚΕΝΟ υπάρχει η εξής ενδεικτική περιγραφή:

Τυλίγεις το ανδρικό κορμί
Σε μία κόλλα από χαρτί
Αφού το φιμώσεις με μελάνι
Κοιμάσαι μαζί του μία δύο τρεις φορές
σε ένα φτηνό ξενοδοχείο
το κρεβάτι τρίζει αφόρητα
η βρύση στάζει
η μούχλα τρώει τους τοίχους.
Κι εκεί γύρω στις πέντε το πρωί
Μες στο αμνιακό υγρό της ποίησης
Όλα θα ζωντανέψουν ξαφνικά
….
Τότε και μόνο τότε, καταλήγει το ποίημα,
Μπορείς να γράψεις για το τίποτα.
Το τέλος του ποιήματος, δεν ξέρω γιατί, μου φέρνει στο νου μια φράση από το ποίημα ΕΚΛΕΚΤΙΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ, Κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι.
Ο κόσμος της ποιητικής συλλογής ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ είναι θλιμμένος, μοιάζει αδιέξοδος. Υπάρχουν όμως και σημεία φυγής. Στο ποίημα ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΤΕ φαίνεται ξεκάθαρα ότι η ελπίδα βρίσκεται πάλι στην αγάπη, γιατί συνέχεια χ«ο χωρισμός είναι απόφαση, η αγάπη χωρίς διακοπή». Και στο ποίημα Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΗΣ ΗΤΤΑΣ, και κλείνω με αυτό το απόσπασμα, διαβάζουμε:

Κι όμως υπήρξαν άνθρωποι μέσα στους αιώνες
Παράλογα και ανόητα γενναίοι
Που αψήφησαν την βέβαιη ήττα
Άγγιξαν ξένο κορμί, δικό τους
Άλλη ψυχή, οικεία
Και με ένα φιλί
Σταγόνα βουλοκέρι
Σφράγισαν τον Χρόνο

Το κείμενο είναι η ομιλία του Αλέξανδρου Βαναργιώτη στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Κλινικά Απών, της Χλόης Κουτσουμπέλη, στο βιβλιοπωλείο Κηρήθρες(12 Δεκεμβρίου 2014)

.

ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ

ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΑΚΟΥ

vakxikon τχ 20

Στον ποιητικό κόσμο της Χλόης Κουτσουμπέλη

«Στον Αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς» η έκτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη. Τίτλος – δάνειο από δίστιχο ποιήματος που συμπεριλαμβάνεται στο σώμα του βιβλίου και ο οποίος αν αποσυντεθεί στις επιμέρους λέξεις, μας δίνει όλες εκείνες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να συνοψίσουμε την ποιητική υπόστασή της, ως μια βαθιά τομή στο χρόνο και το χώρο.
Θέα μέσα από παραθυρόφυλλο θα τολμούσα να χαρακτηρίσω την ποίησή της και αυτό γιατί, τα παράθυρα αποτελούν το σημείο που το τεχνητό μας περιβάλλον μηδενίζεται και ταυτόχρονα, ανοίγει το κανάλι επικοινωνίας με το εξωτερικό περιβάλλον.
Το «μέσα» και το «έξω» , αποτελούν τους δύο μεγάλους κόσμους μας, που τους θέλουμε και τους δύο και χωρίς αυτούς δεν μπορούμε να υπάρχουμε με βάσιμες δυνατότητες επιβίωσης και ανέλιξης.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι απαλλαγμένη από την έκφραση μιας φίλαυτης προσωπικότητας, από τη μίζερη επιθυμία, του να δειχτεί. Απέχει από τα όνειρα της άνεργης περιπλανώμενης φαντασίας, από τα κατά παραγγελία αισθήματα και την επιδεικτική θλίψη. Δε γράφει για να ξεφορτωθεί στιγμιαία, ή χρόνια υποκειμενικά βάρη, μετακυλώντας τους εφιάλτες της στην πλάτη του αναγνώστη. Αφήνει να μεγαλώσουν μέσα της οι σκιές και μετά παίρνει το φως και το τοποθετεί με φροντίδα περισσή στα εκτός παραθυρόφυλλων.
Ήρωες που αλλάζουν μορφή και φύλο, αλληγορίες που εξάπτουν τη φαντασία και το συναίσθημα, ονειρικές περιπλανήσεις σε κόσμους παράλληλους και γριφώδεις, που δίνουν μία διαρκή εναλλαγή από το μικρό στο μεγάλο, από το δυνατό στο αδύνατο, από την εξομολόγηση στην αποστασιοποίηση.
Οι κώδικές της, τα στοιχεία- σύμβολα, αλλά και οι σταθερές της, σχηματοποιούν το μύθο της, που όσο και αν περιχαρακώνεται, ή εκτείνεται στην απεραντοσύνη των οριζόντων του φανταστικού και του υποκειμενικού ονείρου, δεν παύει να κατάγεται από την πραγματικότητα.
Τόσο το πραγματικό, όσο και το φανταστικό βρίσκονται σε μία διαρκή σύγκρουση, αλλά και συνύπαρξη, η οποία οδηγεί σε μια σπάνια συμμετρία και αρμονία.
Είναι σαφές, ότι με όποιο τρόπο και αν επιχειρήσει κανείς την ανάγνωση αυτής της ποίησης, θα οδηγηθεί στη γνωριμία με ένα πληρέστατο κοσμοείδωλο, το οποίο βρίσκει την τέλεια έκφρασή του στον κόσμο των λέξεων. Και αυτό γιατί, η Χλόη Κουτσουμπέλη εισέρχεται στο ποιητικό τοπίο με μια φαντασία δημιουργική και για το λόγο αυτό, ικανή να οικοδομήσει ελεύθερα, με τους «παραμορφωτικούς» καθρέφτες την πραγματικότητα και κατόπιν να τη διαλύσει, ταξιδεύοντας έτσι τον αναγνώστη της, στο αέναο και ασύνορο σύμπαν, δίνοντάς του τη δυνατότητα να επιστρέψει από εκεί, ακόμα πιο πλούσιος.
Στην ποίηση αυτή, ανακαλύπτεις το βαθύ ερωτικό λόγο -που αρχή του, μα και τέλος του έχει το να αντικρίζει την ωραιότητα των ανθρώπων και των πραγμάτων- να ελίσσεται και να μορφοποιείται μέσα στον κόσμο. Έναν κόσμο ανθεκτικό, φορές περίτεχνο, φορές λιτό, αφού η ποιήτρια γνωρίζει καλά το πώς, το πότε και το πού θα χρησιμοποιήσει τις λέξεις εκείνες που θα δομήσουν, ή θα αποδομήσουν το σύνολο του ποιήματος.

Χαρακτηριστικά παραθέτω το ποίημα:

Η ΚΙΒΩΤΟΣ

«Θέλω» της είπε «να φτιάξω μία κιβωτό
Θα κλείσω μέσα σε ζευγάρια όλα τα είδη της αγάπης μου
τα παχύδερμα απογεύματα
που περπατούν αργόσυρτα
τινάζοντας τις προβοσκίδες στον αέρα
τις αγριόχηνες των φιλιών
τις λαίμαργες ύαινες του πόθου
τους σκορπιούς της απουσίας»
Αυτή χαμογελούσε τρυφερά
όπως νανουρίζουμε τον πόνο
«Αχ, εσείς οι ποιητές» αναστέναξε βαθιά
«με τα μαυσωλεία ποιήματα κοροϊδεύετε τον χρόνο»
Έβγαλε το μαύρο της φουστάνι
κι όλο το τώρα κύλησε μεταξωτό στο πάτωμα
Κι ύστερα τον οδήγησε στην πιο αρχαία κιβωτό
Το ολόγυμνό της σώμα

Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει την ικανότητα να μας οδηγεί στο ψηφιδωτό των ανθρώπινων σχέσεων. Κάτω από κάθε ψηφίδα, είναι ικανή να αντικρίσει τον άνθρωπο τον ερχόμενο από τα βάθη των αιώνων, που κάνει στάση στο παρόν, ή και στο μέλλον ίσως. Μοιάζει να περιμένει αυτόν τον άνθρωπο η ποιήτρια, έτοιμη πάντα να σταθεί δίπλα του, με την κατασταλαγμένη γνώση ότι ποτέ δε θα μπορέσει να αποδράσει από τη διαρκή πολιορκία του μυστηρίου της ζωής, κάνοντας την τομή, στον κύκλο της ύπαρξης.

Παραθέτω το ποίημα:

ΟΔΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Θα μπορούσε να είναι
μία φλέβα στον καρπό μου
ή ένα αιλουροειδές
Μία πινακίδα οδοσήμανσης
Ή σήματα μορς για τυφλές κουκουβάγιες
Στην πλατεία με πήγαινε παλιά ο παππούς
Του ζητούσα να με συστήσει στα παιδάκια
Τα περιστέρια ήταν όλα ύπουλα και παχουλά
Ράμφιζαν τα χέρια και το πρόσωπο
Η οδός Αριστοτέλους θα μπορούσε να είναι
Χθες ή αύριο
Σήμερα δεν είναι παρά ένας δρόμος ταχείας αδιαφορίας
ανθρώπων την ώρα της αιχμής

Η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη, μέσα στα 44 ποιήματα της συλλογής της, μας προσφέρει αφειδώς μιαν απόλαυση. Αυτή της σταδιακής αποκάλυψης του ποιητικού της Είναι.

Ας χαμηλώσουμε την έσω φωνή μας, να γίνουμε ένα με τους στίχους της:

ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΜΕΡΕΣ

Πάνω σε τσιγκέλια
κρεμασμένες
ωμές και ψόφιες
οι μέρες της ζωής μας
Ο κρεοπώλης χρόνος
τρίβει τα χέρια με χαρά

.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

diastixo 11/3/2013

Ποίηση του ανικανοποίητου έρωτα, υπό τη σκιά της ιδεαλιστικής τελειότητας, που στιγμιαία μόνο αγγίζεται από το υποκείμενο. Τα πρόσωπά της «αυτοκτονούν» συναισθηματικά γιατί δεν μπορούν να γευτούν το απόλυτο, σε μια ασυμβίβαστη λογική (π.χ. «Ιερή πέτρα»).
Ο έρωτας είναι δισυπόστατος, κρύβει μια αγγελική και μια σκοτεινή μύχια πλευρά, που καραδοκεί έτοιμη να ξεχυθεί («Λευκό γάντι», «Κρύα ψάρια»). Ζει μέσα στο όνειρο ιδανικός («Η τέλεια μέρα»), φλερτάρει, αλλά κατά βάση αποχωρεί ανεκπλήρωτος ή ανολοκλήρωτος και αυτό είναι το κλειδί της κινητήριας δύναμης των ποιημάτων της. Η πραγματικότητα ωχριά, μοιάζει ψεύτικη, οι εραστές γυρνούν με μάσκες («Η παράσταση») και δεν ικανοποιούν τη βαθύτερη επιθυμία για το απόλυτο, το οποίο είναι διαρκώς ζητούμενο. Ο έρωτας είναι συνυφασμένος με το τέλος, τον θάνατό του, την απώλεια και η θετική του όψη μένει στη σφαίρα της φαντασίας. Η επιθυμία παραμένει καθοριστική, η θλίψη και η προδοσία επικρατούν (σσ. 31, 32).
Συχνά μέσα από μια σειρά μυθικών συμβόλων, Αριάδνη, Θησέας (σελ. 32), Αδάμ, Εύα, Λίλιθ (σελ. 51), Πηνελόπη (σελ. 47, 57) ή ακόμα και την Αλίκη του παραμυθιού (σελ. 43), αντλεί σύμβολα και συναισθηματική φόρτιση, χρησιμοποιώντας τα ως πηγές μυθικής αντικειμενικής συστοιχίας. Τα σύμβολα αυτά διαχέονται και στις προηγούμενες συλλογές της και τείνουν να γίνουν συναισθηματικά μοτίβα, με διαφορετικό κάθε φορά περιεχόμενο. Χρησιμοποιεί μάλιστα και τον αύξοντα λατινικό αριθμό για να ξεχωρίσει το ποίημα από τα άλλα με τον ίδιο τίτλο, εντός της ίδιας ή άλλων συλλογών («Πηνελόπη III» «Αντιγόνη IV», «Πηνελόπη IV»). Οι χαρακτήρες πιστοποιούν και επαναφέρουν συμπεριφορές σύγχρονες, αλλά και διαχρονικές. Χειρίζεται όμως πολύ ελεύθερα τις ιστορίες, ποιητική αδεία, πολλές φορές συστρέφοντας ή ακόμα και ανατρέποντάς τες (π.χ. «Η Αλίκη κερδίζει»). Βέβαια, συγκρινόμενη η μέθοδός της με αυτή του μεγάλου Γιώργου Σεφέρη –που πρώτος τεκμηρίωσε τον όρο μαζί με τον Έλιοτ–, διακρίνουμε εδώ ότι κατευθύνεται προς τον ψυχολογικό και ερωτικό τομέα και όχι προς τον ιστορικό ή κοινωνικό και τα «προσωπεία» συχνά ανταποκρίνονται σε διαχρονικές καταστάσεις, με αρκετά αυτοαναφορικά στοιχεία («Ιερή πέτρα», «Η συγνώμη», «Στο βυζαντινό μουσείο»).
Η ποιήτρια είναι το ποίημα («Τα ποιήματα γερνούν»), πληγώνεται και τεμαχίζεται λυρικά μπροστά μας, χωρίς εκκωφαντικές εξάρσεις, με μια περιγραφή λιτή, απλή, άμεση, μέσα από εικόνες και επενέργειες συναισθηματικής αλληλουχίας, νοηματικής συνάφειας, με συγκεκριμένη δομή και κατεύθυνση, γι’ αυτό δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε σουρεαλιστική, ακόμα και αν μερικές στιγμές, υπό το κράτος της συναισθηματικής καταβολής, σπάει ο λογικός μίτος. Νόημα, συνέχεια και αίσθηση υπάρχουν, συνήθως με εσκεμμένη ελλειμματικότητα, που αυξάνει την ποιητικότητα και απομακρύνεται από την απλή αποτύπωση. Παρουσιάζονται, βέβαια, και εξαιρέσεις: «Η θυσία» και «Στη στάση», όπου τα υπερρεαλιστικά στοιχεία είναι εμφανή και επικρατούν.
Συνολικά μπορώ να παρατηρήσω ότι το υπαρξιακό, κυρίως ερωτικό –γιατί αυτή η ανικανοποίητη έλλειψη υπαινίσσεται ένα αδιαμφισβήτητο κενό–, αλλά όχι μόνο («Το είδωλο»), είναι αυτό που κυριαρχεί στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη.

.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΔΟΧΕΙΟ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΡΑΠΤΗ

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ 9.3.2016

Ο Νώε και η Σιγκάλ

Σε ένα λεπτό βιβλιαράκι από τις εκδόσεις «Θίνες» (2015), η Χλόη Κουτσουμπέλη στο Ιερό Δοχείο μας συστρατεύει στο πλευρό της τραγικά «τυχερής» 18χρονης Σιγκάλ εντός μίας «απόκρυφης» Κιβωτού του Νώε, η οποία χρήζει ενός κατακλυσμού εκ των έσω, αφού όσα σημεία και τέρατα γίνονται μέσα στην Κιβωτό, ανθρώπου νους δεν μπορεί να τα συλλάβει.
Η γνωστή γραφίδα-λεπίδα της Χλόης Κουτσουμπέλη ανατέμνει μία φρικιαστική πατριαρχική κοινωνία που «καλά κρατεί» από κατακλυσμιαίων χρόνων με την ευλογία του Θεού και τη δικαιολογία του επινοήματος της Αναγκαιότητας σύμφωνα με το οποίο η Γυναίκα είναι «το ιερό δοχείο» για τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους με οποιοδήποτε κόστος. Μετονομαζόμενη ως «ιερό δοχείο» λοιπόν η δεκαοχτάχρονη Σιγκάλ έχει επιλεγεί από τον μαθουσάλα (και ενίοτε μεθύστακα) Νώε (ο οποίος επικοινωνεί απευθείας με τον Θεό) να αντικαταστήσει την νόμιμη ηλικιωμένη γυναίκα του την Εμζάρα, η οποία αφού έχει ήδη φέρει στον κόσμο τους τρεις γιους του Νώε, έχει πλέον καταστεί άχρηστη ως ιερό δοχείο. Πρέπει λοιπόν να θυσιαστεί η Εμζάρα την ώρα του μεγάλου Κατακλυσμού, αφού δεν υπάρχει χώρος πλέον γι’ αυτή μέσα στην Κιβωτό που έφτιαξε ο Νώε, η οποία μεταφέρει εκτός από τον ίδιο και τη νεαρή παλλακίδα του την Σιγκάλ, και τους τρεις γιούς του με τις γυναίκες τους μαζί με 50.000 ζώα και 1.000.000 είδη εντόμων. Μέσα στην ασφυκτική μπόχα λοιπόν της Κιβωτού, η δυσωδία των εγκλημάτων του βιασμού και της συγκεκαλυμμένης πατρικής στοργής- σεξουαλικής εκμετάλλευσης της ορφανής Σιγκάλ κάνει τη μπόχα των ζώων να ωχριά.
Κουβαλώντας τα τραύματα του «πασπατεύματος» μέσα στο οικείο της περιβάλλον από τη στιγμή που η μητέρα της πέθανε, η Σιγκάλ βρέθηκε έγκλειστη στην «σωτήρια» Κιβωτό, αλλά και όμηρος στις «νόμιμες» ορέξεις ενός αρνητικά σκιαγραφούμενου Νώε, οι οποίες όμως δημιουργούν περαιτέρω εντάσεις καθώς διεγείρουν και τον έναν γιο του Νώε, και οι σχέσεις μεταξύ όλων αλλοιώνονται φέρνοντας στο προσκήνιο κάθε αρνητικό συναίσθημα που μετατρέπει την καθημερινότητα της Σιγκάλ σε κόλαση. Η μόνη της διέξοδος λοιπόν είναι η γραφή με τη μορφή επιστολών στην Εμζάρα (την οποία φανταζόμαστε να ζει το δικό της δράμα της εγκατάλειψης και της εγκαρτέρησης μπροστά στον επικείμενο θάνατο).
Μέσα από εννέα επιστολές γραμμένες σε πάπυρο, από τις οποίες οι πρώτες επτά είναι τοποθετημένες στο χρόνο και οι δύο τελευταίες σε απροσδιόριστο χρόνο, η Σιγκάλ σαν ένα άλλο τζιτζίκι (όπως υποδηλώνει το όνομά της στα γαλλικά) τραγουδά τον πόνο της και τον κοινοποιεί στη μεγάλη αδερφή, μητέρα, φίλη Εμζάρα μέσω ενός γαλάζιου γαλόπουλου, ακόμα κι αν δεν είναι βέβαιο αν ποτέ θα φτάσουν στον προορισμό τους. Σημασία όμως έχει ότι μέσω της γραφής επιτελείται μία διαδικασία αφύπνισης και αυτοσυνειδησίας της Σιγκάλ, ενώ ταυτόχρονα υφαίνεται μία ηχηρή καταγγελία εναντίον της ανδρικής εξουσίας που έχει περιορίσει την αξία της γυναίκας μόνο στη σάρκα της. Αυτές οι εννέα επιστολές της Σιγκάλ είναι αρκετές για να συμπυκνώσουν το μεγάλο «ΚΑΤΗΓΟΡΩ» που επιδέξια έπλεξε η φεμινίστρια Χλόη Κουτσουμπέλη ως παρακαταθήκη στον αγώνα για τα δικαιώματα της γυναίκας που ακόμη και σήμερα σε διάφορες γωνιές του πλανήτη υποβαθμίζεται και γίνεται αντικείμενο αισχρής εκμετάλλευσης.

.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

FRACTAL 06/04/2016

Γιατί δεν υπάρχουν γαλάζια γαλόπουλα;

«Θέλω» της είπε να φτιάξουμε μια κιβωτό/ Θα κλείσω μέσα σε ζευγάρια όλα τα είδη της αγάπης μου/ Τα παχύδερμα απογεύματα/ που περπατούν αργόσυρτα/ τινάζοντας τις προβοσκίδες στον αέρα/ τις αγριόχηνες των φιλιών/ τις λαίμαργες ύαινες του πόθου/ τους σκορπιούς της απουσίας»/ Αυτή χαμογελούσε τρυφερά/ όπως νανουρίζουμε τον πόνο/ «Αχ, εσείς οι ποιητές» αναστέναξε βαθιά/ «με τα μαυσωλεία ποιήματα κοροϊδεύετε τον χρόνο»/ Έβγαλε το μαύρο της φουστάνι/ κι όλο το τώρα κύλησε μεταξωτό στο πάτωμα/ Κι ύστερα τον οδήγησε στην πιο αρχαία κιβωτό/ Το ολόγυμνό της σώμα
Η αναφορά αυτή στην Κιβωτό είναι από προηγούμενη ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη, Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012. Δύο πολύ ενδιαφέρουσες αναλογίες: η πρόταση του άντρα για μια κιβωτό με όλα τα είδη της αγάπης του σε ζευγάρια. Η πρόταση της γυναίκας, για το γυμνό γυναικείο σώμα ως κιβωτό. Μια πολύ θετική παρουσία του ερωτικού σώματος. Στο Ιερό Δοχείο το κλίμα αλλάζει, και το γυναικείο σώμα μετατρέπεται από κιβωτό σε (ιερό) δοχείο. Είναι φανερό, πάντως, ότι το θέμα κιβωτός απασχολεί από καιρό τη Χλόη Κουτσουμπέλη.

Στο Ιερό δοχείο έχουμε τη συνάντηση του ποιητικού με τον θεατρικό λόγο. Σε μια εξαιρετική ισορροπία. Με τρόπο αντισυμβατικό και ανατρεπτικό. Γυναικείοι χαρακτήρες αλλά και αντρικοί σμιλεμένοι μέσα από τους επιστολικούς μονολόγους της Σιγκάλ στην Εμζάρα– ομολογώ ότι η τραγικότητα της Εμζάρα με συγκινεί ιδιαίτερα. Πολύ ενδιαφέρον θέμα που αναδεικνύεται από μια ώριμη γραφή.
Δύο είναι οι άξονες που ορίζουν το κείμενο:
1. Ο πρώτος αφορά τη συνειδητοποίηση της Σιγκάλ. Η ανυποψίαστη κοπέλα αντιλαμβάνεται σταδιακά ότι η αναγκαιότητα του ιερού δοχείου, της μήτρας δηλαδή που θα κυοφορήσει παιδιά του Νώε, όπως της είπε ο ίδιος, είναι σε μεγάλο βαθμό πρόφαση για τις ερωτικές ορέξεις του. Το ιερό δοχείο είναι στην πραγματικότητα ένα απλό δοχείο ερωτικών συνευρέσεων, βιασμού και κακοποίησης.
Η ανυποψίαστη κοπέλα βέβαια κινείται και από μια άλλη ανάγκη, να φύγει μακριά από το σπίτι της και την αρρωστημένη ερωτική συμπεριφορά του πατέρα και των αδερφών της.
Η συνειδητοποίηση της Σιγκάλ καταγράφεται στις επιστολές που προσπαθεί να στείλει στην Εμζάρα, τη γυναίκα του Νώε, που περιμένει τη μοίρα της σε ένα «καταφύγιο» από ιερό ξύλο αλειμμένο με πίσσα πάνω σε ψηλό δέντρο, όπου υποτίθεται θα γλιτώσει από τον κατακλυσμό. Οι επιστολές είναι οι τύψεις της, οι ενοχές, οι αμφιβολίες της, η αλληλεγγύη που νιώθει προς την ηλικιωμένη γυναίκα. Η μεγαλύτερη αναγκαιότητα, εντέλει, μέσα σ’ αυτό το ταξίδι του κατακλυσμού, είναι αυτή της γραφής για τη Σιγκάλ, που αν δεν γράψει θα σταματήσει να ζει.
2. Ο δεύτερος άξονας αφορά τη ματιά της συγγραφέως στην ιστορία της Κιβωτού, και τη στάση των προσώπων της οικογένειας του Νώε. Η Κουτσουμπέλη κρατά το πλαίσιο όπως παραδίδεται από τη Γένεσι: Ο Νώε και οι τρεις γιοι του, οι γυναίκες τους, οχτώ δηλαδή άτομα που θα σωθούν από τον κατακλυσμό. Ο κατακλυσμός και η κιβωτός, και το ένα ζευγάρι από το κάθε είδος ζώου που θα μπει στην κιβωτό. Από εκεί και πέρα υπάρχουν μεταβολές, καθώς κριτικά η γραφή διαμορφώνει το δικό της πλαίσιο. Η Σιγκάλ, η νεαρή καινούρια σύζυγος και ο ρόλος της, είναι απόλυτα δικό της εύρημα. Για τα ονόματα της νόμιμης συζύγου του Νώε, καθώς και των συζύγων των γιων του, η Κουτσουμπέλη επιλέγει από διάφορες σωζόμενες εκδοχές, γιατί η επίσημη εκδοχή δεν δίνει ονόματά στις γυναίκες! Η επίσης δική της προσθήκη για τον ρόλο των γαλάζιων γαλόπουλων είναι ευρηματική. Το χρώμα τους έχει κάτι ονειρικό και δίνει μια πιθανή αίσθηση αισιοδοξίας στο μαύρο σκηνικό του θανάτου. Ως αναγνώστρια, τα αγάπησα πολύ.
Είναι τελικά ενάρετος ο Νώε; Αναλύεται η στάση του αλλά και των γιων και των γυναικών τους, μέσα από τον λόγο της Σιγκάλ. Οι τύψεις σημαδεύουν περισσότερο απ’ όλους τον Ιάφεθ, τον γιο που δεν αντέχει να ηχούν στα αυτιά του οι κραυγές της μάνας του, όταν την εγκατέλειπαν στο δεντρόσπιτο. Αυτός επιταχύνει την επίγνωση της Σιγκάλ και, ως ένα βαθμό, οξύνει τις ενοχές της αλλά και την αρνητική στάση της προς τον Νώε.
Η Κουτσουμπέλη ρίχνει το βάρος στη συμπεριφορά και στα συναισθήματα των ανθρώπων. Εφόσον όμως η γέννηση παιδιού με γενάρχη τον Νώε για τον Καινούριο Κόσμο παρουσιάζεται ως εντολή Θεού, η οπτική της πηγαίνει τον αναγνώστη ένα βήμα πιο πέρα, γιατί η αναγκαιότητα μιας νέας γυναίκας-δοχείου και ενός θανάτου μιας άλλης, ηλικιωμένης, τίθενται από πολύ ψηλά, πιο ψηλά από τον Νώε.
Η Σιγκάλ κινείται από την υποταγή ως την αμφισβήτηση. Αλλά θέλει να ζήσει, και δείχνει έναν βαθμό προσαρμοστικότητας. Στέλνει δύο επιστολές στην Εμζάρα, με τα δύο γαλάζια γαλόπουλα. Βάζει σε κίνδυνο τη ζωή της με την πράξη της αυτή, που παραλίγο να αποκαλυφθεί. Έτσι, εξαφανίζεται το ζεύγος από τα γαλόπουλα, άρα το είδος δεν υφίσταται στον Καινούριο Κόσμο. Από μια στιγμή και μετά, το περιστέρι αναλαμβάνει να διερευνήσει τις συνθήκες έξω από την κιβωτό, με πρωτοβουλία της Νέλε, που καλύπτει έτσι την «αυθαιρεσία» της Σιγκάλ.
Τις υπόλοιπες επιστολές τις γράφει η Σιγκάλ γιατί νιώθει ότι πρέπει να εκφράσει τα συναισθήματα και τις παρατηρήσεις της, έστω και αν γνωρίζει πως θα μείνουν ανανταπόδοτα. Ίσως πιστεύει ότι μπορεί να χρησιμεύσουν, όταν σταματήσει το κακό. Και οπωσδήποτε η γραφή είναι η αντίδραση και η αντίστασή της στην εξουσία που της επιβάλλεται.
Αυτά ήθελα να σου γράψω και από τον φεγγίτη τώρα θα απελευθερώσω το γαλάζιο γαλόπουλο, για να έρθει σε σένα. Από χθες, δεν του έβαλα βοτάνια στο νερό και στην τροφή του, για να μπορέσει να πετάξει. Ελπίζω να σε βρει καλά. Ο Θεός μαζί σου.
Η καινούρια μικρή αδελφή σου, Σιγκάλ. (Ημέρα έβδομη)
Επιστολικοί μονόλογοι, λοιπόν. Εννιά επιστολές. Από την 7η μέρα ως Κάπου στο Αραράτ. Για να χτιστούν οι χαρακτήρες και των ανδρών και των γυναικών. Καθόλου μανιχαϊστικά. Καλοί και κακοί είναι και οι άντρες και οι γυναίκες. Η συνεσταλμένη Αντατανέσε που μεταβάλλεται σε κυνική διεκδικήτρια της εύνοιας του Νώε, δηλαδή της εξουσίας. Η περίεργη Νέλε, που «διοικεί» την Κιβωτό, σκληρή, ιδιαίτερα με τη Σιγκάλ, τη σώζει όμως στην πιο κρίσιμη στιγμή. Κάποιος περίεργος ερωτισμός υπάρχει μεταξύ τους. Ο υπερευαίσθητος Ιάφεθ, ο ευέξαπτος Χαμ. Ο Νώε, με το βάρος μιας αποστολής από τη μια, με πολλά ανθρώπινα πάθη από την άλλη.
Η ατμόσφαιρα στην Κιβωτό αποδίδεται με παραστατικότητα, με έμφαση σε ορισμένα στοιχεία και συμπεριφορές. Οι οσμές, οι δυσκολίες στη φροντίδα των ζώων – ρίχνουν φάρμακο στο νερό και στην τροφή τους, για να είναι ήσυχα και να κοιμούνται. Η κούραση που αφήνει έντονα τα σημάδια στο πρόσωπο και στο κορμί των γυναικών, σαν να πολλαπλασιάζεται ο χρόνος. Και περισσότερο οι υπαινιγμοί, όσα με μια νύξη αφήνεται ο αναγνώστης να καταλάβει και να φανταστεί. Οι φόβοι της Σιγκάλ, το πνιχτό κλάμα της, οι σιωπές της που λένε πολλά. Υπάρχει εύγλωττη σιωπή σ’ αυτό το κείμενο, με σταθερή υπόκρουση τον ήχο της βροχής.
Εμζάρα, είναι αργά το βράδυ. Γλιστρώ κρυφά με έναν πάπυρο, ένα φτερό κοιμισμένου περιστεριού και ένα δοχείο με πορφυρή βαφή από λουλούδια, για να σου γράψω. Κάθομαι κοντά στη φωτιά, γράφω με το αμυδρό της φως, στο κέντρο της Κιβωτού. (Ημέρα δέκατη τέταρτη)
Κείμενο αφηγηματικό, εφόσον έχουμε την αφήγηση μιας ιστορίας. Ο ποιητικός τόνος προστίθεται με την επιλογή των λέξεων, την ατμόσφαιρα που δημιουργείται, την πυκνότητα του λόγου, τις σιωπές. Και είναι οι επιστολές-μονόλογοι που δίνουν τη θεατρικότητα. Απαιτούν κάποιον αποδέκτη-ακροατή. Που μπορεί να είναι η Εμζάρα αλλά είναι και ο καθένας που θα έχει τη δυνατότητα να ακούσει. Τους μονολόγους τους διαβάζεις, αλλά πάντα «ακούς» τη φωνή του αφηγητή, θέλεις να διακρίνεις όλο το εύρος των συναισθημάτων στην έκφρασή του. Έτσι κι εδώ. Θέλεις να ακούς τη φωνή της αφηγήτριας, να ακούς την ανάσα της, την αγωνία, τη σιωπή της. Γι’ αυτό θεωρώ ότι το κείμενο είναι θεατρικοί ποιητικοί μονόλογοι.
Μέσα από τους επιστολικούς μονολόγους ο αναγνώστης εισπράττει έμμεσα, με τις περιγραφές, τις αμφιβολίες και τα σχόλια της αφηγήτριας, τη δυσπιστία για τον καινούριο κόσμο: βασισμένος πάνω σε ψέμα, απάτη, ανταγωνισμούς, αυταρχικότητα, μηχανορραφίες και, κυρίως, υποκείμενος στην εξουσία ενός προσώπου, μοιάζει να μην υπόσχεται ευοίωνο μέλλον. Και είναι για τον λόγο αυτό που, μαζί με την ώριμη γραφή, τις ενδιαφέρουσες ανατροπές και την υποβλητική ατμόσφαιρα, το έργο της Κουτσουμπέλη γίνεται εξαιρετικά επίκαιρο.
Οι θεατρικοί μονόλογοι της Σιγκάλ συνιστούν ένα ιδιαίτερο είδος γραφής, ένα θεατρικό ποιητικό είδος, που αξίζει να προσεχθεί, καθώς πατάει καλά και στα δύο συστατικά του μέρη, με τη διαγραφή των χαρακτήρων και την πλοκή από τη μία, και με την ποιότητα και την ατμόσφαιρα της γραφής από την άλλη.

.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

FREAR 5/4/2016

Διαβάζοντας το «Ιερό δοχείο» της Χλόης Κουτσουμπέλη

Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται στην οργή του Θεού και τον Κατακλυσμό που επέφερε για να τιμωρήσει το ανθρώπινο γένος, για την ηθική του κατάπτωση. Για να μην καταστραφεί ολοκληρωτικά και να εξαφανιστεί κάθε μορφή ζωής από τη γη, ο Θεός προειδοποίησε τον Νώε, ως τον μοναδικό δίκαιο και ευσεβή άνθρωπο της εποχής του, για τον επερχόμενο Κατακλυσμό και τον καθοδήγησε για την κατασκευή της Κιβωτού, στην οποία θα κλείνονταν ο ίδιος, η γυναίκα του και οι τρεις τους γιοι μαζί με τις γυναίκες τους. Μαζί τους θα έκλειναν και ένα ζευγάρι ζώων από κάθε είδος που υπήρχε στη γη. Έτσι, μετά το τέλος του Κατακλυσμού και τον αφανισμό που θα επέφερε, μέσα από αυτούς θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας καινούργιος κόσμος, απαλλαγμένος από το βάρος της αμαρτίας και της ηθικής κατάπτωσης.
Αν, όμως, ο Νώε ήταν ο μοναδικός δίκαιος και ευσεβής άνθρωπος της εποχής του, συνέβαινε το ίδιο και με τη σύζυγό του, τους γιους του και τις νύφες του; Και τι συνέβη άραγε ανάμεσά τους, όταν επί 40 ημέρες και νύχτες ήταν έγκλειστοι στην Κιβωτό, την ίδια στιγμή που όλος ο κόσμος αφανιζόταν;
Η Χλόη Κουτσουμπέλη, στο έργο της Ιερό Δοχείο, μας αφηγείται ακριβώς αυτό: τη ζωή των εγκλείστων στην Κιβωτό και τις δυναμικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Κάνει, όμως, μια καθοριστικής σημασίας αλλαγή στα πρόσωπα της Κιβωτού, που επιδρά καταλυτικά σε όλους και επιταχύνει τις εξελίξεις. Αντί για την Εμζάρα, τη σύζυγο του Νώε, στην Κιβωτό βρίσκεται η Σιγκάλ. Ο Νώε, λέγοντας ότι ακολουθεί το Θεϊκό Σχέδιο, αφήνει πίσω την Εμζάρα, που δεν μπορεί πια να τεκνοποιήσει, και παίρνει μαζί του τη Σιγκάλ, που είναι νέα και αισθησιακή, για να του κάνει ένα παιδί στον Καινούργιο Κόσμο. Αυτό είναι το Θέλημα του Θεού, λέει, αυτή είναι η Αναγκαιότητα.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο Νώε, δεν έχει πάρει μια τέτοια εντολή από τον Θεό. Επιλέγει να πάρει μαζί του τη νεαρή Σιγκάλ για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του επιθυμίες και επικαλείται το Θέλημα για να κάμψει τις όποιες αντιδράσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν τόσο από την Εμζάρα όσο, και κυρίως, από τους γιους του. Έτσι, όμως, διαπράτει Ύβριν απέναντι στον Θεό. Γιατί εγκληματεί, επικαλούμενος ότι το κάνει στο Όνομά του. Η εγκατάλειψη της Εμζάρα ισοδυναμεί με βέβαιο θάνατο, ο Νώε το γνωρίζει πολύ καλά, όπως το γνωρίζουν, παρότι το αρνούνται αρχικά, και οι υπόλοιποι. Και ο θάνατος αυτός, δεν είναι επιλογή του Θεού, αλλά του Νώε και δεν αντισταθμίζεται από τη σωτηρία της Σιγκάλ. Πρόκειται για μια ανθρωποκτονία από πρόθεση. Με συνενόχους τα παιδιά και τις νύφες τους. Η Ύβρις είναι τόσο μεγάλη, ώστε να συνιστά ουσιαστικά, ένα Δεύτερο Προπατορικό Αμάρτημα και η Ενοχή ρίχνει βαριά τη σκιά της στα πρόσωπα της Κιβωτού και τη συμπεριφορά τους.

Η Σιγκάλ έχει χάσει τη μητέρα της, μένει με τον μέθυσο πατέρα και τα αδέλφια της, οι οποίοι βασάνιζαν τη μητέρα της και βασανίζουν και την ίδια. Τη χρησιμοποιούν σεξουαλικά, με «πασπατέματα» στην πιο αθώα εκδοχή. Εύχεται να μπορέσει να φύγει από το σπίτι και στην κατάλληλη στιγμή εμφανίζεται, ως από μηχανής θεός, ο Νώε, για να την πάρει μαζί του, προβάλλοντας το «Θεϊκό Σχέδιο», αλλά στην πραγματικότητα την αγοράζει από τον πατέρα της. Η Σιγκάλ εντυπωσιάζεται από την απόλυτα Αρχετυπική Πατρική φιγούρα του Νώε, νιώθει δέος και θαυμασμό για τον άνθρωπο που ο Θεός του ανάθεσε να εκτελέσει το Σχέδιό του και με χαρά και ευγνωμοσύνη τον ακολουθεί.
Αυτήν την αρχική ρόδινη ατμόσφαιρα φροντίζει η συγγραφέας να την υπονομεύει με μικρές φράσεις ενταγμένες στη ροή του κειμένου, που μας προειδοποιούν ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι όπως φαίνονται και ότι αρχικά δεν αντικρύζουμε πρόσωπα, αλλά προσωπεία. Σταδιακά, αυτά τα προσωπεία πέφτουν και αποκαλύπτονται τα πραγματικά πρόσωπα που κρύβονται πίσω από αυτά.
Η Σιγκάλ αφηγείται την ιστορία, μέσα από πέντε επιστολές που στέλλει στην Εμζάρα, επιστολές που γράφει την έβδομη ημέρα, τη δέκατη τέταρτη, την τριακοστή, την τριακοστή ένατη και ένα χρόνο μετά το τέλος του Κατακλυσμού, από το όρος Αραράτ. Όπως στον Νώε η Σιγκάλ βλέπει μια Πατρική φιγούρα, έτσι επινοεί και μια Μητρική, μην έχοντας τη μητέρα της, αλλά ούτε κάποιον άλλο για να ακουμπήσει πάνω του συναισθηματικά και ψυχικά. Γνωρίζει, παρότι προσπαθεί αρχικά να το απωθήσει, ότι η Εμζάρα είναι αδύνατο να επιβιώσει. Προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό της και να πιστέψει ότι η Εμζάρα θυσιάστηκε για την «Αναγκαιότητα» και έμεινε πίσω με τη θέλησή της, αλλά σύντομα αναγκάζεται να δει την πραγματικότητα. Η Εμζάρα αφέθηκε πίσω να πνιγεί, παρά τη θέληση και τις εκκλήσεις της για το αντίθετο. Η Σιγκάλ αισθάνεται συνένοχη σε αυτό και αυτή η ενοχή τη βαραίνει και την εμποδίζει να αντιδράσει στη συμπεριφορά του Νώε, όταν συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ο άγιος άνθρωπος, ο Εκτελεστής του Θελήματος, αλλά ένας γέρος με σεξουαλικές ορέξεις που για την ικανοποίησή τους της προκαλεί πόνο και φόβο, αδιαφορώντας εντελώς για τα δικά της συναισθήματα.
Ο Νώε, επίσης αισθάνεται ένοχος για τις πράξεις του. Έχει διαπράξει Ύβριν προς τον Θεό, άφησε τη γυναίκα του να πνιγεί, αγόρασε τη Σιγκάλ για να ικανοποιεί τις ορέξεις του. Στην αρχή, προσπαθεί να απαλύνει την ενοχή του, εξυμνώντας την Εμζάρα και τις ικανότητές της και μειώνοντας εκείνες της Σιγκάλ και των άλλων τριών γυναικών. Όμως αυτό δεν έχει αποτέλεσμα και σύντομα αρχίζει να πίνει κρασί, ολοένα και περισσότερο, να μεθά και να γίνεται πιο απαιτητικός και βίαιος απέναντι στη Σιγκάλ. Η Σιγκάλ, αναγκάζεται να κρύβεται για να αποφύγει τη σεξουαλική κακοποίηση. Και όταν η Σιγκάλ μένει έγκυος, μεθυσμένος γυμνώνεται και κάνει ανήθικες προτάσεις στην Αντατανάσσε, τη γυναίκα του Ιάφεθ, με την οποία τελικά, συνευρίσκεται σεξουαλικά.
Ο Χαμ αντιδρά έντονα όταν ο Νώε παρουσιάζει τη Σιγκάλ ως εκείνη που θα τον ακολουθήσει στην Κιβωτό αντί της Εμζάρα, αλλά ο Νώε επικαλείται το «Θέλημα» και ο Χαμ υποχωρεί. Όταν ο Νώε γυμνώνεται και κάνει ανήθικες προτάσεις στην Αντατανάσε, ο Χαμ φεύγει και δεν επιστρέφει ποτέ κοντά στους άλλους. Ο Σημ, ένα βράδυ που η γυναίκα του, η Σάντε, του λέει ότι σκέφτεται συνέχεια την Εμζάρα και πως την άφησαν πίσω να πνιγεί, της λέει να σκάσει και τη χαστουκίζει. Στο τέλος ο Σημ συζεί με τη γυναίκα του και τη γυναίκα του Χαμ που εξαφανίστηκε και οι δύο γυναίκες περιμένουν παιδί από αυτόν. Ο Ιάφεθ, όταν η Σιγκάλ τολμά να ξεστομίσει τις «λέξεις που κανείς δεν τολμάει να πει» και να τον ρωτήσει αν η Εμζάρα είναι «ασφαλής», απαντά «ας μας συγχωρήσει ο Θεός, ποτέ δεν θα ξεχάσω τις φωνές της…Πάρτε με μαζί σας. Τρέχαμε μέσα στο δάσος και οι φωνές της μας ακολουθούσαν. Μας καταριόταν, μας έβριζε και μετά μας παρακαλούσε», κλαίει και εξαφανίζεται για ώρες. Στο τέλος, μετά το γεγονός του ξεγυμνώματος του Νώε, σταματά να μιλά, ζει πέρα από τον καταυλισμό που μένουν οι υπόλοιποι και εκπαιδεύει άγρια ζώα για να γίνουν οικόσιτα.
Η Σιγκάλ, στο Αραράτ, έχει τον γιο της και προσπαθεί να εκλογικεύσει, να δει τη θετική πλευρά της ζωής. Ο Νώε, λέει, είναι τρυφερός με τον γιο του, είναι όμορφα και γαλήνια στον καταυλισμό, έχουν την ευλογία του Θεού και χτίζουν, όλοι μαζί έναν «όμορφο καινούργιο κόσμο». Αλλά, αμέσως μετά, καταρρίπτει την ψευδαίσθηση, αφηγούμενη το ξεγύμνωμα του Νώε, το κλείσιμό του στη σκηνή με την Αντατανάσσε, που «νομίζω ότι θέλει κι αυτή λίγη από την εξουσία του», το τρίγωνο του Σημ με τη γυναίκα του και τη γυναίκα του Χαμ που εξαφανίστηκε και την απόσυρση του Ιάφεθ στον δικό του κόσμο και τον κόσμο των ζώων. Και τελειώνει προσπαθώντας και πάλι να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας. «Κατά τα άλλα η ζωή είναι όμορφη.» Αλλά, η προσπάθειά της και πάλι υπονομεύεται από τα λόγια της, όσο και να προσπαθεί, η Απώθηση δεν λειτουργεί και το Ασυνείδητο κάνει την εμφάνισή του. «Ο γιος μου θηλάζει, δαγκώνει τις μικρές μου ρώγες και μου τις κομματιάζει. Και ο Νώε γελάει, ενώ το αίμα κυλάει στην κοιλιά μου. Γιατί είμαι το σκεύος του. Και έκανα τον γιο του. Καθ’ ομοίωση του πατέρα του.»
Το αίμα κυλάει στην κοιλιά της Σιγκάλ και τότε και πάντα. Ο γιος της τη σημαδεύει και μαζί της σημαδεύει και την ανθρωπότητα. Το έγκλημα, η Ύβρις, είναι πάντα εδώ, το Δεύτερο Προπατορικό Αμάρτημα έχει διαπραχθεί και δεν υπάρχει τρόπος να συγχωρεθεί, όπως δια της Βάφτισης, συγχωρείται το Πρώτο. Η ανθρωπότητα θα ζει με το έγκλημα, το αίμα, τη βία, τη σωματική και σεξουαλική κακοποίηση της γυναίκας,

Και ο Νώε γελά. Μόνο, που το γέλιο του δεν ακούγεται. Το σκεπάζει ένα άλλο γέλιο, ένα γέλιο σαρκαστικό, κοροϊδευτικό και συνάμα τρομακτικό, το Γέλιο του Θεού.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ

bookpress 18/4/2016

Τα έμφυλα άχθη της πρώτης γυναίκας

Γεννηθήκαμε όλοι από την Εύα, αλλά μάλλον καταγόμαστε πλέον από τον Νώε και την οικογένειά του. Είμαστε μεταπτωτικοί αλλά κυρίως μετακατακλυσμιαίοι. Και πώς να σκεφτόταν άραγε η πρώτη γυναίκα, η σύζυγος του Νώε, που σώθηκε από τον πνιγμό και αποτέλεσε τη μήτρα όλων των άλλων ανθρώπων; Σ’ αυτό το μικρό βιβλιαράκι, σε μικρούς μονολόγους λίγων σελίδων, αναδεικνύεται όλη η γυναικεία φύση, όπως την όρισε ο Δημιουργός, κι όπως την προσδιόρισε η μοίρα, η φύση και η Ιστορία. Η Χλόη Κουτσουμπέλη γράφει μια αλληγορική ιστορία για την πρώτη γυναίκα στη μετά τον Κατακλυσμό εποχή.
Μια άγνωστη συγγραφέας, ένα μικρό τευχίδιο 30 σελίδων, αποτέλεσε ένα δυνατό ερέθισμα να ξανασκεφτούμε την ανθρώπινη φύση αλλά κυρίως τη γυναικεία ταυτότητα, όπως την βλέπει η ίδια αλλά και όπως την όρισε εν πολλοίς ο άνδρας. Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι κατά βάση ποιήτρια, που έχει γράψει κι ένα μυθιστόρημα, ενώ τώρα μ’ αυτό το διήγημα συνδυάζει τη μικρή φόρμα με το ευρύ βλέμμα.
Το κείμενο αποτελείται από μια σειρά επιστολών, τις οποίες στέλνει η Σιγκάλ, η νεαρή γυναίκα του Νώε, προς την Εμζάρα, τη γηραιά γυναίκα του, την οποία αυτός άφησε πίσω όταν μπήκε στην Κιβωτό. Επειδή στο ξύλινο καράβι του έπρεπε να βρίσκονται μόνο οκτώ άνθρωποι κι επειδή χρειαζόταν ο ίδιος μια νέα γυναίκα, για να τεκνοποιήσει τις επόμενες γενιές των ανθρώπων, ο εννιακοσιάχρονος ευνοούμενος του Θεού επέλεξε την εικοσάχρονη Σιγκάλ και μαζί με τους τρεις γιους του και τις ισάριθμες νύφες του κλείστηκαν στην Κιβωτό μέχρι να τελειώσει ο κατακλυσμός. Η νεαρή λοιπόν γυναίκα γράφει στην προκάτοχό της για τη θέση της μέσα στο πλοιάριο ως γυναίκας, και μάλιστα παρείσακτης. Εκφράζει την ενοχή της που αυτή επιζεί, ευχόμενη να ζει και η Εμζάρα, εκφράζει όμως και την αίσθηση που έχει ότι όλοι την εκλαμβάνουν μόνο ως μήτρα απογόνων και όχι ως ανθρώπινη προσωπικότητα
Το βιβλιαράκι έχει βάθος, καθώς στηρίζεται διακειμενικά στην Αγία Γραφή και προβάλλει στη Σιγκάλ το αρχέτυπο της γυναίκας με μια φεμινιστική ματιά. Μετά την Εύα, είναι λογικό να θεωρηθούν πρώτες γυναίκες, η γυναίκα του Νώε και οι νύφες του, όπως η Πύρρα στον ελληνικό μύθο του Δευκαλίωνα. Επομένως, η Σιγκάλ είναι η γυναίκα την οποία η Ιστορία έχει φορτώσει / επιφορτίσει με τον ρόλο της τεκνοποιού, της μήτρας που θα διαιωνίσει το είδος, της υποδοχής που θα κυοφορήσει την ανθρωπότητα. Κι αυτός ο ρόλος της την περιόρισε, την έκανε υποχείριο του άνδρα, την πρόσδεσε στο γρανάζι της αναπαραγωγής, υποβαθμίζοντας όλες τις άλλες πλευρές.
Η νεαρή αφηγήτρια είναι το θύμα μιας προαιώνιας ιστορίας, αφού σώθηκε από τον όλεθρο του κατακλυσμού για να ενδυθεί τον χιτώνα της ερωμένης, που την εκμεταλλεύεται όσο κι αν την αγαπά ο σύντροφός της, της μητέρας που δεσμεύεται από τον ρόλο της, της γυναίκας που κουβαλά έμφυλα άχθη. Η γυναίκα είναι ταυτόχρονα θύμα, σαν την Εμζάρα, που θυσιάστηκε για να σωθεί ο Νώε και ο άνθρωπος, αλλά και μοιραία, σαν τη Σιγκάλ, που σώθηκε για να επωμιστεί τη λαγνεία και την ανάγκη των αρσενικών να διαιωνίσουν το είδος.
Ο νέος κόσμος χτίστηκε πάνω στην πρώτη γυναίκα, όπως το Γεφύρι της Άρτας πάνω στη γυναίκα του Πρωτομάστορα.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 7/12/2016

Ο ιερός μανδύας μιας στερεότυπης αντίληψης

Τα πιο δυνατά λογοτεχνικά έργα είναι αυτά που «αυθαδιάζουν», αυτά που με τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που τους δίνεται λογοτεχνικῇ ἀδείᾳ εισβάλλουν ορμητικά σε χώρους άβατους, ιερούς ακόμη, και ευθαρσώς διατυπώνουν τη δική τους θέση. Έτσι, μπορούν να εκλαμβάνονται και ως καινοφανείς ιδεολογικοί χώροι. Αυτή είναι και η λογοτεχνία που συνήθως ενοχλεί όσους δεν είναι αρκετά δοκιμασμένοι στα παράδοξα αλλά γοητευτικά παιχνίδια της με τις στερεότυπες αντιλήψεις. Το «Ιερό δοχείο» της Χλόης Κουτσουμπέλη ανήκει σ’ αυτό το είδος της λογοτεχνίας. Όποιος γνωρίζει το ποιητικό της έργο, που ανατέμνει την ουσία των αισθημάτων, των ιδεών και των συμπεριφορών, δεν θα ξαφνιαστεί με το συγκεκριμένο αφήγημα.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει προχωρήσει εδώ πολύ βαθιά στον πυρήνα των καθιερωμένων στερεοτύπων που δομούν τη ζωή μας και συγκρατούν το κοινωνικό σώμα για να μην καταρρεύσει κάτω από το βάρος των αντιφάσεών του. Είναι άραγε η φυσική τάξη των πραγμάτων που διατηρεί την ανισότητα των ανθρώπων, που διαχωρίζει ως προς το φύλο ανώτερους και κατώτερους; Ή μήπως το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων βρίσκει τα απαραίτητα δεκανίκια του σε άλλους χώρους, που πρόθυμα υπηρετούν την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, θα οδηγηθούμε στις ρίζες της στερεότυπης αντίληψης για τον ρόλο της γυναίκας, για να ανακαλύψουμε πως κάτω από την επιφανειακή ισότητα δικαιωμάτων υποκρύπτεται ένα παχύ στρώμα καθιερωμένων αντιλήψεων που χτίζει νοοτροπίες και καθυστερεί την ουσιαστική συμπόρευση των δύο φύλων στις κοινωνικές δομές. Θα ξαναδιαβάσουμε τα κείμενα εκείνα που με τον ιερό μανδύα της άνωθεν αλήθειας έχτισαν σταθερά μέσα στους αιώνες τα θεμέλια των ανισοτήτων. Σ’ ένα τέτοιο κείμενο ρίχνει το βλέμμα της η Χλόη Κουτσουμπέλη και ξαναδιαβάζει την ιστορία του κατακλυσμού, του Νώε και της Κιβωτού με μια διαφορετική οπτική, με ένα παιχνίδι ανατροπής των δεδομένων της πανάρχαιας αυτής ιστορίας, την οποία συναντάμε με τις παραλλαγές της σε διάφορους πολιτισμούς και θρησκευτικές παραδόσεις, ως απότοκο της ανάμνησης μιας παγκόσμιας περιβαλλοντικής καταστροφής. Κοινός τόπος, λοιπόν, για να στηθεί η βάση μιας κοινής αντίληψης, η οποία με τη σειρά της κατασκευάζει το κατάλληλο ιδεολόγημα, υποστηρικτικό της αδικίας και της ανισότητας. Με ιερά θεμέλια, άρα δύσκολα αμφισβητήσιμα. Όπως, όμως είπαμε, η λογοτεχνία πατάει ελεύθερα ακόμη και σε τέτοιους τόπους και προτείνει με θάρρος αλλά και με θράσος μια άλλη οπτική.
Με την παρέμβαση της λογοτεχνικής γραφής, με την άδεια που παίρνει κάθε φορά ο συγγραφέας, όταν θελήσει να αλλοιώσει τα παραδεδομένα, παρακολουθούμε την ιστορία της Κιβωτού που πλέει στον πλημμυρισμένο παλαιό κόσμο για να διασώσει τα όντα του πλανήτη και να οριοθετήσει την απαρχή ενός νέου κόσμου, αθώου των ανομιών του παλαιού. Έτσι εδώ έχουμε μια μικρή (καθόσον αφορά μόνο ένα πρόσωπο) διαφοροποίηση των ατόμων που επιβαίνουν στην κιβωτό μετά από τη θεϊκή απόφαση. Η γυναίκα του Νώε, η Εμζάρα, εγκαταλείφθηκε πίσω ως ανίκανη πλέον (λόγω ηλικίας) να τεκνοποιήσει, και στη θέση της ο Νώε επιβίβασε στη σωστική Κιβωτό του τη νεαρή Σιγκάλ, γεγονός που προξενεί τα εχθρικά συναισθήματα των υπολοίπων ανδρών και γυναικών. Πώς να συμβιβαστούν με την ιδέα αυτή οι γιοι της νόμιμης συζύγου του Νώε; Από τη μια φθονούν τη θελκτική επιλογή του πατέρα, που αποκλείει φυσικά τους ίδιους, και από την άλλη ο νους τους είναι στη μητέρα τους, που εγκαταλείφθηκε πάνω στο πιο ψηλό δέντρο με την απατηλή ελπίδα ότι θα διασωθεί. Αλλά και πώς να δεχθούν οι νύφες του Νώε την παρουσία αυτής της νεαρής, προκλητικής, χυμώδους συντρόφου του πατριάρχη τους, τόσο διαφορετικής από τη δική τους μαραμένη ομορφιά; Το κλίμα είναι πολύ αποθαρρυντικό για τη νέα σύντροφο του γηραιού Νώε.
Η Σιγκάλ θα αποφασίσει να εκμυστηρευτεί το πώς νιώθει σ’ αυτήν που αισθάνεται να είναι πιο κοντά της, την προκάτοχό της, σύζυγο του Νώε, την Εμζάρα. Το γεγονός ότι αυτή ποτέ δεν θα διαβάσει αυτά τα γράμματα την αφήνει αδιάφορη. Θέλει να ελπίζει ότι με κάποιο μαγικό τρόπο τα δύο γαλάζια γαλόπουλα, που επέλεξε ως κομιστές, θα βρουν τον δρόμο πάνω από τον πλημμυρισμένο κόσμο. Παρενθετικά εδώ να πούμε ότι η Χλόη Κουτσουμπέλη ξεκαθαρίζει μια και καλή το φλέγον ερώτημα γιατί στον σύγχρονο κόσμο δεν διασώζεται ούτε για δείγμα αυτό το υπέροχο είδος. Απλούστατα, τα δύο μοναδικά γαλάζια γαλόπουλα μεταμφιέστηκαν για τις ανάγκες της επικοινωνίας σε ταχυδρομικά περιστέρια κι έτσι χάθηκαν ως είδος δια παντός! Η λογοτεχνία είναι ευφυής στις ερμηνείες της, το γνωρίζουμε αυτό καλά.
Το εύρημα της συγγραφέως να γράφει η νεαρή Σιγκάλ γράμματα στη γυναίκα του Νώε, μας επιτρέπει να διαβάζουμε μέσα σ’ αυτά την ψυχή της και τη σκέψη της, έτσι όπως μεταπηδά από την έκπληξη στην αμηχανία και έπειτα στην απόγνωση, ανακαλύπτοντας ότι η σωτηρία της είναι συνυφασμένη με την υποδούλωσή της στις ορέξεις του αρσενικού κυρίαρχου. Πώς, αλήθεια, αντιλαμβάνεται τη θέση της; Θα γράψει στην Εμζάρα:
Απόφαση του Θεού και του Νώε, αυτοί οι δύο άντρες παίρνουν τις αποφάσεις.
Στη συνείδηση της νεαρής γυναίκας η ταύτιση των δύο προσώπων είναι αυτονόητη, σ’ έναν κόσμο που δέχεται τη φυσική (όπως διακηρύττει) τάξη του ανώτερου αρσενικού και του κατώτερου θηλυκού, και όπως είναι αναμενόμενο κατασκευάζει αρσενικό και το πρόσωπο του Θεού που διαφυλάσσει αυτή την τάξη. Ήδη έχει ειπωθεί το μέγιστο. Η ιστορία θα μπορούσε να σταματήσει εδώ, έχοντας δείξει πού πρέπει να εστιάσει ο αναγνώστης, προκειμένου να κατανοήσει τη ρίζα του κακού. Ευτυχώς η Χλόη Κουτσουμπέλη δεν σταμάτησε εδώ, αλλά συνέχισε την ιστορία βοηθώντας μας να εμβαθύνουμε στην ψυχολογία της γυναίκας γενικότερα αλλά και ειδικότερα. Στην ψυχολογία της Σιγκάλ, αυτής της εκλεκτής, της επιλεγμένης με τα κριτήρια της νεαρής ηλικίας και της συνακόλουθης γονιμότητας – χρησιμότητας, αλλά και στην ψυχολογία των άλλων γυναικών που επιβαίνουν στη σωτήρια Κιβωτό. Αυτές ως δείγματα θα οδηγήσουν στη γενίκευση των διαπιστώσεων. Ο ρόλος της γυναίκας που ακολουθεί ως νέα σύντροφος τον Νώε είναι προδιαγεγραμμένος. Θα τεκνοποιήσει, θα είναι το ιερό δοχείο που θα φέρει στον νέο κόσμο την ελπίδα της ανανέωσης, της νέας ηθικής πάνω στα συντρίμμια όλων των παλαιών, που πια κρίθηκαν ανάξια διαιώνισης. Έρχεται, έτσι, αναπόφευκτα στο μυαλό μας η ωφελιμιστική έννοια της χρησιμότητας, η οποία με την αλάνθαστη τάχα λογική της επιλέγει και διακρίνει τους χρήσιμους από τους άχρηστους. Υπό αυτή την έννοια ακριβώς η υπερήλικη γυναίκα του Νώε ήταν καταδικασμένη να πνιγεί, όταν τα νερά θα κατέκλυζαν τον κόσμο, και στη θέση της φυσικῷ τῷ τρόπῳ θα σωζόταν η νέα και σφριγηλή δεκαοχτάχρονη Σιγκάλ. Ο παλαιός κόσμος έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τις ενοχές. Το χρήσιμο καθίσταται και ιερό. Μια αντίληψη που σαρώνει τις όποιες αμφιβολίες τρέφει, ωστόσο, και η γυναίκα του κόσμου αυτού: Άλλωστε αυτό συνάδει απολύτως με την κοινή αντίληψη, την οποία εκφράζει εδώ η νεαρή Σιγκάλ.
Σκέφτομαι και φαντάζομαι πολλά, αλλά δεν τα λέω στον Νώε, τα θεωρεί χαζά και με αποπαίρνει. Δεν του αρέσει η φαντασία στη γυναίκα. Ο Θεός δεν την προόρισε ούτε να φαντάζεται, ούτε να σκέφτεται πολύ, λέει. Αυτό είναι δουλειά του άντρα. Η γυναίκα είναι πλασμένη για να κυοφορήσει την νέα ζωή, αυτό είναι το αξιοθαύμαστο έργο, που έχει να επιτελέσει σ’ αυτή την γη.
Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι αυτά τα λόγια τα εκφέρει η εκπρόσωπος της νέας γενιάς, αυτή που θα κυοφορήσει τη νέα ζωή μέσα στον νέο κόσμο. Όταν μετά το υδάτινο ταξίδι των σαράντα ημερών η Κιβωτός θα βρει στέρεο έδαφος και θα αρχίσει η ζωή να κυλάει πάλι φυσιολογικά, τι αλήθεια περιμένουμε να δούμε; Υπάρχει περίπτωση με τα παλαιά υλικά να χτιστεί το καινούργιο; Πόσο σταθερές έμειναν οι αντιλήψεις των ανθρώπων; Ο νέος κόσμος χτίζεται στα ασφαλή χνάρια του παλαιού; Δικαιολογημένα θα αναρωτηθούμε πόσο νέος θα είναι αλήθεια αυτός ο κόσμος, έτσι όπως θεμελιώνεται πάνω στις πιο παλιές και αναχρονιστικές αντιλήψεις:
Για πρώτη φορά δίπλα σ’ αυτόν τον άντρα νιώθω χρήσιμη και σημαντική.
Όσες φορές αναρωτηθήκαμε για τη διαιώνιση της ανισότητας των δύο φύλων, στραφήκαμε στον κυρίαρχο ρόλο της αντρικής υπεροχής, στην εγγενή αντίληψη περί αντρικής ανωτερότητας που καθορίζει το χτίσιμο των κοινωνιών από την επιβολή της Πατριαρχίας και εξής. Κι όμως, ο ρόλος των γυναικών ως προς τη μακροημέρευση αυτής της αντίληψης είναι κυρίαρχος. Η Χλόη Κουτσουμπέλη με το αφήγημά της μας πήγε πολύ παλιά, μας έδειξε τον αρχέγονο χαρακτήρα των στερεοτύπων, κυρίως εντόπισε τον ρόλο της ίδιας της γυναίκας στη διαιώνισή τους. Γατί, πώς μπορεί να αλλάξει αυτός ο κόσμος, αν αυτή δεν συνειδητοποιήσει πως η τάξη της ανισότητας συνιστά ακριβώς το αντίθετό της, δηλαδή την αταξία; Όσο με την αποδοχή των καθιερωμένων αντιλήψεων συντηρεί το ιδεολόγημα της αντρικής ανωτερότητας, ακόμα και η νεαρότερη εκπρόσωπος του φύλου της, μπορεί στην πραγματικότητα κάτι να αλλάξει; Δεν είναι περίεργο που προκύπτουν αυτά τα ερωτήματα μετά την ανάγνωση. Όταν η λογοτεχνία καταπιάνεται με τόσο στερεοτυπικές αντιλήψεις, ίσως δεν αρκεί η μυθοπλασία της για να φωτίσει τις σκοτεινές γωνίες. Πόσο περισσότερο, όταν αναμετριέται με έναν παμπάλαιο μύθο. Ο ρόλος εδώ του ενεργού και σκεπτόμενου αναγνώστη καθίσταται σημαντικός. Πήρε τη σκυτάλη της σκέψης για να προχωρήσει.
Μήπως, όμως, μια αμυδρή ελπίδα διαφοροποίησης των δεδομένων αυτών συνιστά η απρόσμενη σιωπηλή “συνωμοσία” των γυναικών της Κιβωτού, σε μια καθοριστική στιγμή που όλα κρίνονται; Όταν ο Νώε θα επιθυμήσει ξαφνικά να γευτεί γαλάζιο γαλόπουλο, και φυσικά αυτά θα είναι άφαντα, μια που ταξιδεύουν ως γραμματοκομιστές, τότε οι γυναίκες της Κιβωτού θα επιβεβαιώσουν τις υποψίες τους για μια κρυφή επικοινωνία της Σιγκάλ με τον έξω κόσμο. Ωστόσο, θα την καλύψουν με τη σιωπή τους. Θα μπορούσε κάτω από αυτό το πρίσμα να θεωρηθεί ελπιδοφόρο το μήνυμα που προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου; Ας μη μας διαφεύγει ακόμη ότι η νεαρή Σιγκάλ καταφεύγει στη γηραιά προκάτοχό της σε μια πηγαία ανάγκη της να μιλήσει σε σύμμαχο-γυναίκα που μπορεί να την καταλάβει, πολύ σοφότερη και πιο έμπειρη όπως είναι τόσα χρόνια μέσα στην υποδούλωση. Κι ας μην την ακούει, κι ας μη διαβάσει ποτέ τις σκέψεις της. Η ουσία εντοπίζεται στην ανάγκη της να μιλήσει και να δείξει το σημείο συνειδητοποίησης στο οποίο η ίδια βρίσκεται. Άλλωστε, το πρώτο βήμα για την οποιαδήποτε αλλαγή στα παραδεδομένα κακώς κείμενα παραμένει σταθερά ακριβώς σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση της κατάστασης. Κατόπιν θα δούμε τα επόμενα βήματα στην εύρεση των φυσικών συμμάχων και στον καθορισμό των ορίων που πρέπει να υπερκερασθούν.
Δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστος και ο τίτλος του αφηγήματος. Αυτό το ιερό δοχείο φτιάχνει ίσως συνειρμό με το ιερό δισκοπότηρο της χριστιανικής παράδοσης, που η αναζήτησή του συνιστά μια προσπάθεια του ανθρώπου να αναπλάσει τον κόσμο του μέσα από την ερμηνεία του μυστηριακού και υπερβατού, το οποίο συχνά ταυτίζεται με τη γυναικεία υπόσταση. Μια μετάδοση ζωής μέσω καταπάτησης του παλαιού και ανασύστασης του κόσμου. Μπορεί να είναι απλώς ένας συνειρμός που κι αυτός ἀναγνωστικῇ ἀδείᾳ προκύπτει. Μπορεί και με τις συνδέσεις αυτές να πήγαν τα πράγματα λίγο πιο πέρα από αυτά που ίσως η συγγραφέας να ήθελε με τη γραφή της. Να προσμετρήσουμε κι αυτό το άνοιγμα της σκέψης στα θετικά του συγκεκριμένου έργου.
Οπωσδήποτε πρόκειται για ένα πρωτότυπο στη σύλληψή του αφήγημα που μιλάει για τη διαχρονική μοίρα των ανθρώπων μέσα από την παλαιότερη ιστορία. Που συγκινεί με την παράλληλη μοίρα των δύο γυναικών, με τη μία να σώζεται υποδουλωμένη και την άλλη να χάνεται απελευθερωμένη. Με μια καλαίσθητη έκδοση, που φροντίζει και από το εξώφυλλο ακόμη να μιλήσει για το θέμα του βιβλίου, έτσι όπως η εικόνα της Μιχαήλας Καπασκέλη συμπληρώνει το νόημά της με μια δεύτερη στο οπισθόφυλλο. Ένα πολύ σύντομο στην έκτασή του γραπτό. Ίσα για να μας πει ότι αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει. Κοινότοπο; Ίσως όχι, γιατί είπαμε πως το πρώτο βήμα για την οποιαδήποτε αλλαγή είναι η συνειδητοποίηση της κατάστασης των πραγμάτων. Η λογοτεχνία επιτελεί κάποιο σημαντικό έργο, όταν μας καθιστά αυτή την πραγματικότητα σαφή. Κάτι το οποίο εμφανίζεται με σαφήνεια, μπορείς καλύτερα να το αντιμετωπίσεις. Με την εύγλωττη και περιεκτική συντομία του το βιβλίο αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να εντοπίσεις την αλήθεια των πραγμάτων. Μια εύστοχη και ευθύβολη ματιά χρειάζεται, η οποία θα αποδοθεί στον γραπτό λόγο με μια καλή πένα, και με τον ευφυή χειρισμό του αρχαιότατου αυτού μύθου θα αποσείσει για λίγο τον θεϊκό μανδύα. Τόσο όσο χρειάζεται για να αποκαλυφθεί η ρίζα της στερεότυπης αντίληψης. Και αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί μικρό επίτευγμα για τη λογοτεχνία.

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ

bookpress 14/12/2009

Kονιορτοποιώντας βεβαιότητες

Αντέχουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με το είδωλό μας;

Μέσα από ένα πολυπρισματικό πλαίσιο επιχειρεί –και κατορθώνει πειστικά– να προβάλει η Χλόη Κουτσουμπέλη, με τη συλλογή ποιημάτων της «Η αλεπού και ο κόκκινος χορός» (Γαβριηλίδης, 2009), την αρχετυπική συνάντηση, σύγκρουση και σύζευξη των δύο φύλων, καθώς με εκλάμψεις διαττόντων κατακρημνίζονται στο μαύρο βάραθρο της ανυπαρξίας.
Η συλλογή είναι γραμμένη με τη συναισθηματική οπτική της γυναίκας που ταυτίζεται με τη βιωμένη πραγματικότητα της πατριαρχικής κυριαρχίας.
Με γραφή ελλειπτική, αντιστροφές και μεταμορφώσεις, με σχήματα υπερβατά και διαρκείς αναφορές σε γυναικεία πρόσωπα και σε έργα της λογοτεχνίας, η ποιήτρια κατεργάζεται τις πρισματικές επιφάνειες και τοποθετεί απέναντι στον αναγνώστη ποιήματα-καθρέπτες, εξωθώντας τον στο παιχνίδι των αντικατοπτρισμών, προτείνοντάς του να εντοπίσει το είδωλό του και να αντέξει στην αποκάλυψη της ασημαντότητάς του.
Ποιήματα-καθρέπτες: Για το παιχνίδι της κατάκτησης και για τη γοητεία της εθελούσιας ήττας. Για την πάντα παρούσα αθωότητα της παιδικής ηλικίας με τον τρόμο, τον φόβο, την αφέλεια και τις βεβαιότητες. Για τη δοτικότητά μας στο καινούργιο που εισβάλλει ορμητικά στη ζωή μας, κι εμείς –ζυγίζοντας την απειλή και την προσδοκία– αποφασίζουμε να το δεχτούμε προσδοκώντας. Για την «πανούκλα» της συμβατικότητας, από την οποία αδυνατούμε να ξεφύγουμε, και για τον φόβο μας να ανοιχτούμε στον Άλλον, αγαπώντας τον. Για τα ψυχικά κοιτάσματα του ανθρώπου που δεν αναβλύζουν αν δεν κατέχει την τέχνη της ανασκαφής ο σύντροφός μας. Για την ερωτική συνεύρεση που εκπίπτει σε μια τυπική διαδικασία υποχρέωσης, με τον εραστή ψυχικά απόντα και τη γυναίκα –κυριευμένη από στιλπνό σκοτάδι– να πηδά στο κενό. Για την απελπισία από την ερημωμένη ζωή της γυναίκας-υποκειμένου των ηθικών θεσμοθετήσεων, η οποία καταλήγει μια Αντιγόνη που κουβαλά μαζί της τον Κρέοντα, τον οποίο αναζητά στους άντρες που αγαπά. Για τη φθορά του σώματος και της μορφής όταν «τα κυνηγόσκυλα του χρόνου / τρέχουν πιο γρήγορα από μας». Για το μοναχικό και μαύρο τρένο της αγάπης που καίει ελπίδες για να κινηθεί. Για την αξία της απουσίας, αφού πολλές φορές «ό,τι λείπει είναι αυτό που μένει», αλλά και για την αξία της ποίησης, για τη λυτρωτική της λειτουργία, ακόμα και όταν μοιάζει τυραννική.
Ως δείγμα γραφής προτείνω το ποίημα «Εύα», διά του οποίου η Χλόη Κουτσουμπέλη μιλά για τη δική της πεποίθηση ως προς τον μύθο της πτώσης από τον Κήπο της Εδέμ: «Με παρέσυρε. / Πυκνά φυλλώματα, υγρά. / Δεν φορούσε πρόσωπο. / Άγγιξα τότε ένα φίδι, την καρδιά του. / Κι ευθύς κατρακύλησα στο χώμα. / Ούτε θεός ούτε διάβολος. / Στον Κήπο τον αποκαλούσαν “άντρα”. / Στο στόμα άφηνε γεύση μήλου σε αποσύνθεση».

ΑΠΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΑΡΟΔΟΣ τχ 47

 Μαργαρίτα Βασιλάκου

Γνωρίζω τη Χλόη από την πρώτη στιγμή της γέννησης μου. Ότι εγώ ζωγράφιζα στο Νότο, ή Χλόη το περιέγραφε με λέξεις στο Βορρά και ότι εκείνη ψιθύριζε σαν τον Βαρδάρη μέσα στο μυαλό μου, εγώ το έκανα εικόνες πού τις έκαιγε ό Λίβας μέσα στην δική της ψυχή. Αυτό συ¬νέβαινε χωρίς εγώ να γνωρίζω το πρόσωπο της και την αφειδώλευτα λυ¬ρική ποίησή της και χωρίς ή Χλόη νά γνωρίζει τη δική μου ζωή και τις ζωγραφικές εικόνες μου. Συναντηθήκαμε -με την κυριολεξία του όρου πλέον- αφού είχαμε συνεργαστεί εν άγνοια μας αλλά με απόλυτη ειλικρί¬νεια απέναντι στην αλήθεια, στην ποιητική συλλογή της «η αλεπού και ό κόκκινος χορός».

Παναγιώτης Γούτας


Ή Κουτσουμπέλη ψηλαφεί τις ανθρώπινες σχέσεις με φαντασία και τολ¬μηρή είκονοποιία, ενώ από τα ποιήματα της δεν λείπουν οι ψυχαναλυτικές προεκτάσεις (ή μικρή Γκρέις που πιπιλάει τριάντα χρόνια τώρα το δάχτυλο της, φανερώνει καθήλωση στο στοματικό, κατά Φρόιντ, στάδιο) και οι συμ¬βολισμοί (ή πανούκλα πού κουβαλούν οι μετανάστες στο πλοίο, οι τυφλοπόντικες
πού «συνεχίζουν να σκάβουν το λαγούμι/και πού και πού οσμίζονται ανήσυχα/έναν ολόκληρο αιώνα» κ.τ.λ.).
Υπό το πρίσμα της παραπάνω ανάλυσης, κρίνω πώς η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή των ποιημάτων της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι η ερωτική, παρότι στα ερωτικά της ποιήματα, κάποιες φορές, το ονειρικό στοιχείο συνειδητά υπονομεύει και αναιρεί τον ρεαλισμό τους.

Γιώργος Γεωργούσης


Στα ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη ή ερωτική προσεγγίζεται με όρους όχι ηθικούς (πάντα πρόσκαιρους και ευκαιριακούς, πού εύκολα ξε¬γλιστρούν στην ηθικολογία), άλλα με όρους ψυχολογικούς, στον πυρήνα τους δηλαδή, όπως αρμόζει στα καίρια ριζώματα, όταν αναφερόμαστε σε δυνά¬μεις δαιμονιακής αρχής, όπως είναι ή βίωση του ιερού, του τρομακτικού, του ερωτικού – αυτές είναι οι πραγματικές τιτρώσκουσες εμπειρίες της φύσης. Εξ ου και οι εικόνες είναι ενίοτε και βίαιες (π.χ. ό λύκος σ.12). Η ερωτική τείνει στην βιαιότητα, όπως κάθε τι πού τείνει προς το απόλυτο· χθόνια δύναμις, και, ως τέτοια, πέραν του καλού και του κακού και γνωσιολογικά απρόσιτη. Ο έρωτας ως “δαίμων” μεσάζων, ταυτόχρονα σαγηνευτικός, ανα¬γκαίος και απειλητικός· και ιχνηλάτης της Ετερότητας. Χωρίς την αναζήτηση του Άλλου δεν μπορεί να φτάσει κανείς στην αυτογνωσία. (Το “ορθώς επί τα ερωτικά ιέναι” τού Πλατωνικού Συμποσίου.) Ο άνθρωπος σαν Σίσυφος τού εαυτού του και τού φύλου του.

Ευαγγελία Δαμουλή

Ή γραφή της Χλόης Κουτσουμπέλη ατά διηγήματα της “Ή χοντρή κυρία θά έρθει απόψε” και “Τα κόκκινα κεράσια” είναι πολυπρισματική. Ό αφη¬γητής είναι πάντα ό ‘ίδιος, και τά ε’ίδωλά του πολλά μέσα στό πρίσμα ή κα¬θρέφτη της γραφής της. Τό είδωλο είναι ή αλήθεια καί τό είδωλο «ούρλιάζει», ύποφέρει. Τά διηγήματά της μοιάζουν σάν νά είναι βγαλμένα από τά όνειρα ή σάν νά είναι έπηρεασμένα άπό τή φροϋδική ψυχανάλυση, περίπου σάν τους πίνακες του Ίταλοϋ Matteo Masiello καί του Γερμανού Torsten Solin.

Ανθούλα Δανιήλ


Αν τα τρία κακά της ζωής είναι, κατά το γνωστό σχήμα το πυρ, ή γυνή και η θάλασσα, ή Χλόη Κουτσουμπέλη εύκολα και γρήγορα διορθώνει τα πράγματα. Η «γυνή» δίνει τη θέση της στο «ανήρ», χωρίς, ωστόσο, να μπο¬ρεί να εξορκίσει το μέγα πάθος πού τήν τσακίζει άλλα και την εμπνέει και την τροφοδοτεί. Κι αν ή «ποίηση είναι το καταφύγιο πού φθονούμε» για κείνην είναι και πηγή δημιουργίας. Ό στίχος ανατροφοδοτείται από τον πόνο και ό πόνος από το στίχο, ο ένα κύκλο από τον όποιο δεν φαίνεται πώς υπάρχει έξοδος. Αφήνεται στη δίνη των συναισθημάτων και σ’ ότι η τύχη έχει συνταιριάσει. Και δεν παίζει με τους στίχους. Ελεύθερο το ποίημα από όποια δέσμευση, ελεύθερη και η ποιήτρια από ότι την περιβάλλει, με απλή αφορμή μια εξωτερική εικόνα και μακρά πολύ στο συνειρμό, με εικόνες πού ανταποκρίνονται σε πίνακες, με πρόσωπα πού ανακαλούν πάθη, με μνήμες παιδικές και άλλες οδυνηρές, με αναπάντητα ερωτηματικά πού δεν περιμέ¬νουν πια απάντηση, απλώς εκεί υπάρχουν ως επιβεβαίωση μιας ιστορίας που με χίλια στόματα ουρλιάζει:
“Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για να ‘ρθω να σε βρω.
Σαν να μην γνώριζα ποιό είναι πάντα το ταξίδι
και ποιόν αλήθεια ψάχνουμε
στον έρημο σταθμό.

Γιώργος Χ. Θεοχάρης


Αλλά αφήνει κάτι πίσω της ή απώλεια; Κι αν αφήνει τί είναι; Ή Χλόη Κουτσουμπέλη θά γράψει: Γιατί κάποτε ή απουσία, βαθουλώνει τις σκιές / και ότι λείπει είναι αυτό που μένει.
Πάμε ξανά από την αρχή. Σ’ εκείνο πού είπαμε, ότι οι ποιητές μπορεί νά μετουσιώσουν την απώλεια σε αιχμή δημιουργίας. Να πώς αποτυπώνεται η τυραννική και ταυτόχρονα λυτρωτική λειτουργία της ποίησης, σ’ ένα ακόμη ποίημα αυτοαναφορικό, όχι μονάχα για εκείνη που το γράψε, άλλα για κάθε έναν πού γράφει, για κάθε έναν δημιουργό, σε όποια μορφή Τέχνης κι αν αγωνίζεται:

ΧΩΡΙΣ
«Θα ζήσεις χωρίς»
είπε ή μάγισσα
και μου έδωσε το φίλτρο
«τα κοχύλια σου θ γίνουν χέρια για να γράφεις».
«Μα χρειάζομαι τα χέρια για να αγγίζω
μικρές μοβ ανεμώνες να χαϊδεύω
τα μάτια του να ψηλαφώ
τις σκιές στα βλέφαρα κουπιά
τό σώμα του νά κολυμπώ».
«Δεν κατάλαβες λοιπόν»
είπε η μάγισσα
και το πρόσωπο της ράγισε
χίλιες μικρές ρυτίδες.
«Τα χέρια σου θα γράφουν
αυτά πού ποτέ σου δεν θα αγγίξεις».29 *

Ή Χλόη Κουτσουμπέλη νοηματοδοτεί την απώλεια, φωτίζοντας την
πολυπρισματικότητά της με τους προβολείς της υψηλής Τέχνης της. Το πικρότατο, διαβρωτικό, υγρό της απώλειας διηθημένο μέσα στο σώμα και στην ψυχή της ποιήτριας μας προσφέρεται ως πολύτιμο απόσταγμα Ποίησης. Ή σχέση της Χλόης Κουτσουμπέλη με την Ποίηση είναι, πρωτίστως, σωματική. Είναι ό πόνος πού στιλβώνει τις λέξεις στο ποίημα. Είναι ό πόνος της για την Ποίηση που την σμάλτωσε με τόση τρυφερότητα και αγάπη ως γυναίκα. Ως άνθρωπο.

Ευαγγελία Καλεράντε


Η ποιήτρια αναζητεί ένα σενάριο στό όποιο προβιογραφείται και η ίδια, όταν θα είναι έτοιμη για ένα ταξίδι στην ανυπαρξία ή στον ουτοπικό παρά¬δεισο, μαζεύει ψηφίδα-ψηφίδα, στιγμές-στιγμές, πλάνα μιας ζωής πού δεν έζησε και προσπαθεί βιαστικά να τα βάλει σε τάξεις, ως προτεραιότητες, υλη σε μια ποιητική εκδοχή μέ τίτλο: «απολογία ζωής», όταν τί μάτια της θα πάρουν το χρώμα «λυπημένης αυγής».
Σε μια ύστατη στιγμή, θέλει να μετανιώσει: «και μετανιώνω τώρα δα σήμερα για τα χρώματα πού δεν τραγούδησα, για την αγάπη πού δεν κρά¬τησα, για τη φιλία πού γλίστρησε από τα τρύπια πέταλα» (Μετάνοια, όπ., 17). Η σφοδρή επιθυμία να αποδείξει ότι καί η ίδια με την ποίησή της με¬ταμόρφωσε την ψυχή της- μιά επίφαση «συμβολικής ικανοποίησης», ως αυθεντική στιγμή εξομολόγησης.

Μαρία Κουγιουμτζή


Τα βήματά της απαλά βελούδινα, αφήνουν ίχνη από αίμα. Μ’ αυτό το αίμα τρέφει τον άπιαστο εραστή, προσπαθεί να του δώσει σάρκα καί οστά. Γυ¬ναίκα πέρα ως πέρα, γνήσια, δοτική, θύμα του έρωτα, με τα τρυφερά της νύχια ξεσκίζει το ίδιο της το πρόσωπο.
Όλο αυτό το πάθος πηγάζει από τα έγκατα του γυναικείου ασυνείδητου, από τον λαβύρινθο των ενστίκτων, σωματικών και νοητικών, από τον βυθό της μήτρας και της πανάρχαιας γέννας. Ή ζωή κινητοποιεί την ερωτική ορμή χωρίς να την ενδιαφέρει η ταύτιση παρά μόνο η συνέχειά της. Και τω θήλυ ζαλισμένο απ’ αυτήν παραδίδεται με όλες του τις δυνάμεις και τις αδυναμίες.
Η γυναικεία γλώσσα διαφορετική άπω τη γλώσσα του άντρα προσπαθεί να αρθρώσει τις δικές της λέξεις, να εκφραστεί μέσα από τον παλμό του απαλού, ζεστού σώματος της, γλώσσα που αμύνεται, δεν επιτίθεται, ψάχνει τον δικό της ήχο μέσα στην ερημιά της καμιάς συνάντησης.

Χρήστος Κρεμνιώτης


Μού φαίνεται κοινός τόπος, να πω ότι η αρτιότερη αρχιτεκτονική της, επιτυγχάνεται στο βιβλίο της Η αλεπού και ό κόκκινος χορός. ‘Ολοκληρώ¬νεται, εκεί, μία αισθητική μέσα στην οποία ενέχονται με μεγάλη συνέπεια οι αισθήσεις και οι θρύλοι γύρω από τις οποίες ή Χ.Κ. έπλεξε. Ως προς αυτούς δε, η ενδελέχεια τού βιβλίου είναι από τις σπάνιες πού μπορούμε νά συναντήσουμε στα σημερινά εκδοτικά γεγονότα, ανεξαρτήτως, από το εάν στο δεύτερο -το διανοητικό- και το τρίτο επίπεδο-«το πνευματικό»- ανάγνωσης, η κριτική, θα χρειαζόταν κάποτε, οξείες εκφράσεις.

Γιούλα Γ. Κωνσταντοπούλου

Πού πάνε τα ποιήματα

Πετούν διστακτικά απ το παράθυρο
μετεωρίζονται για λίγο σε καθρέφτη ούρανό
κι ύστερα γέρνουν τις μαύρες τους φτερούγες
καί ακολουθούν την κατακόρυφη πορεία προς τα κάτω.
Μόνο σπάνια
κάποιο απ’ αυτά ξεγελάει τον νόμο της βαρύτητας
και προλαβαίνει να σε αγγίξει
εκεί κοντά στο στόμα
πριν γκρεμιστεί για πάντα μές στην άβυσσο.

Γι’ αυτό το ένα ποίημα γράφω ακόμα.

Τό ποίημα δίχως σαφείς στροφικές ενότητες, δίχως μέτρο και ομοιοκαταλη¬ξία χαρακτηρίζεται από τόνο πεζολογικό, γλωσσική απλότητα και σαφήνεια. Μοτίβο του συγκεκριμένου ποιήματος, ή προσπάθεια της ποιήτριας να προ¬σεγγίσει τη βαθύτερη ουσία της ποίησης. Με τρόπο λιτό και ύφος απέριττο, ή Χλόη Κουτσουμπέλη καταθέτει τη δική της άποψη αναφορικά με τα ποι¬ήματα για την ποιητική. Επιτυγχάνει σε έντεκα στίχους να αποδώσει «ποι¬ητικά» τη διαδικασία από τη σύλληψη της ιδέας και τη γένεση ενός ποιήματος ως το σημείο που ο στίχος υπερβαίνοντας τα πρώτα στάδια της προσωπικής εξομολόγησης (Πετούν διστακτικά… την κατακόρυφη πορεία προς τα κάτω.) φαίνεται να αποκτά υπόσταση καθώς ο λόγος απολυτρώνεται και τείνει να γίνει έκφραση καθολική μέσα απ’ τη βίωση και την αποδοχή του.

Γεωργία Μάνιου


Ή αισθαντικότητα της ποιητικής γλώσσας της Χλόης Κουτσουμπέλη, με την λιτή καθαρή γραφή της, αναδεικνύει έναν κόσμο γνήσιο, που είναι το καταστάλαγμα του χορού της, ενώ η γυναικεία ευαισθησία της την οδηγεί. Συμπερασματικά καί συνθέτοντας τα αντιπροσωπευτικά της χαρακτηρι¬στικά, θα λέγαμε ότι πρόκειται για έναν ευθύ, διεισδυτικό και αποφαντικό ποιητικό λόγο, όπου διαρθρώνει το κάθε ποίημα ακολουθώντας την ιεροτε¬λεστία της διαδοχής των αισθημάτων και των βιωμάτων της. Μια ποίηση ερωτική, που αποφαίνεται για τον έρωτα, τη ζωή, τον άντρα, με κέντρο την ίδια – ως δρώσα και αποτιμητή. Κυριαρχούν τά ερωτικά σύμβολα και αισθή¬ματα, προϊόντα βιωμάτων και αποτιμήσεις αισθημάτων από την φλογερή φύση της ποιήτριας.

Τόλης Νικηφόρου

ΧΡΟΝΟΣ
Και η στιγμή ένα γοργοπόδαρο ελάφι
πού αφήνει πίσω του
μια βουρκωμένη, βελούδινη ματιά
πριν βουτήξει για πάντα στο κενό

Η μεγάλη δύναμη της Χλόης βρίσκεται στα σύντομα αυτά ποιήματα, στις αστραπές της έμπνευσης, τις γνήσιες ποιητικές στιγμές. Αν κάποιος με ρωτούσε τί είναι ποίηση, θα τού συνιστούσα να διαβάσει τα ποιήματα αυτά. Τα πολύ μεγάλα ποιήματά της, ιστορίες ή παραμύθια σε μορφή ποιήματος, και πάλι βέβαια περιέχουν ψήγματα χρυσού αλλά δεν μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να συγκριθούν με την πυκνή, πρωτότυπη, κρυστάλλινης διαύ¬γειας και εκθαμβωτικής γοητείας σύλληψη των πολύ μικρών σε έκταση ποιημάτων της. Ας δούμε ένα ακόμη ποίημα από τη συλλογή Ή Λίμνη, ό Κήπος και ή Απώλεια, 2006.

ΡΟΤΟΝΤΑ

Ροτόντα.
Μεσημέρι προς βράδυ.
Ψιχαλίζει μικρά πουλιά.
Δεν με αγγίζεις.
Είσαι ολόκληρος μέσα μου.

Και ένα από την τελευταία συλλογή της Η αλεπού και ό κόκκινος χορός, 2009.

ΕΡΩΤΑΣ

Και τότε έρχεται το τέλος
(πριν προβάλλει αχνιστή ή επόμενη αρχή)
με εκείνη τη μεγαλοπρέπεια
του αμετάκλητου

Βάσω Οικονομοπούλου

Ή Χλόη Κουτσουμπέλη καταδεικνύει μέ τον ποιητικό λόγο της αυτήν ακριβώς τη ματαιότητα και τη φθορά της βιωμένης πραγματικότητας. Το ποιητικό υποκείμενο, ωστόσο, αντιμάχεται αυτής της φθοράς με το να με¬ταπλάθει τον έρωτα σε συμπυκνωμένο και εκλεπτυσμένο ποιητικό λόγο. Η ποιήτρια προσπαθεί με τρόπο ακαταπόνητο να βρει τή λύση στο αίνιγμα της αιώνιας αγάπης και του πανδαμάτορος έρωτα με το να διυλίζει τα αισθήματα και να κρυσταλλώνει τις συγκινήσεις μέσω της υλικότητας της ποιητικής γλώσσας. Οι διαρκείς, έμμεσες ή άμεσες, αυτοαναφορές στον ποι¬ητικό λόγο αποκαλύπτουν τις εσώτερες σκέψεις και επιθυμίες του ποιητικού εγώ, το οποίο πάλλεται από αγάπη και τρυφερότητα για τό φυσικό κόσμο και ιδιαίτερα για τις ανθρώπινες υπάρξεις που διαβιούν σε αυτόν, τη γυ¬ναίκα και τον άντρα.

Σέ μία πόλη βυθισμένη στό νερό,
όπου η απουσία δέν είναι απώλεια,
όπου τά μάτια σου δέν έχουν
χρώμα ξεχασμένης βροχής
καί οί σταγόνες στό πρόσωπο σου
είναι αφρισμένα κύματα δαμάσκηνου.
Έκεϊ.
Στόν πυρήνα της σιωπής
τά εξωτικά πουλιά θά κελαϊδοϋν,
καρύδες θά πέφτουν ρυθμικά,
οί κοκοφοίνικες θά πανηγυρίζουν
τό τέλος του χειμώνα,
οί παπαγάλοι θά βρέχουν τά φτερά τους
μέ χρώματα,
καί εγώ γυμνή
θά έκτίθεμαι καί θά εκθέτω,
κρατώντας πάντα
την ουσία μου κρυφή.

Στυλιανή Παντελιά

Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη βασίζεται σε έναν άμεσο λόγο, με πολλά στοιχεία από την καθημερινή γλώσσα. Οί μεταφορές, οί προσωπο¬ποιήσεις, οι έντονες εικόνες, τα θραύσματα του προφορικού λόγου είναι με¬ρικά μόνο από τα στοιχεία αυτά. Τα ρητορικά στοιχεία – μονόλογοι, διάλογοι, ερωτήσεις ζωντανεύουν τον ποιητικό λόγο καί τού δίνουν τον χα¬ρακτήρα τρέχουσας ομιλίας.

Θεοδόσης Πυλαρινός

Το μυθιστόρημα Ψιθυριστά της Χλόης Κουτσουμπέλη -τίτλος που μας κλείνει καχύποπτα ή ένοχα το μάτι- συνιστά ιδιότυπη σύνθεση χαρακτήρων, χαρακτήρων πού αυτοπαρουσιάζονται ακούσια, και ως εκ τούτου φυσικά και απροσχημάτιστα (πράγμα πού επικυρώνει την αλήθεια τους), μέσα από τις πράξεις των ηρώων πού εκπροσωπούν· χαρακτήρων αντιφατικών, ανι¬κανοποίητων, κατακτητικών.

Πόλυ Τζωρτζοπούλου

Τά κείμενα της Χλόης Κουτσουμπέλη βαραίνουν από ουσία ποιητική, καθώς αναθρώσκουν από την ψυχική δοκιμασία της ποιήτριας, για να φθά¬σουν ως τη γέννα/λύτρωση, με τη λέξη πολύχυμη και πολύηχη να παίρνει τη θέση της στο ποιητικό σώμα απαρασάλευτα μοναδική και ακαταπαύστως ομιλούσα στην ψυχή μας.
Ψίχα από κάστανο
βουτηγμένη σε αγριόμελο
και στίγματα λιωμένου χρυσαφιού,
η άλχημεία νά κάνεις λέξεις
Η ποιήτρια, μέσα από την έντονα εικονιστική μεταφορά, φανερώνει το μυστικό της αλχημείας να φτιάχνεις λέξεις, ότι αναζωπυρώνει την ποιητική έμπνευση.

Χλόη Κουτσουμπέλη

Δεν θέλω να με ρωτούν γιατί γράφω, με την ίδια λογική που κανείς δεν ρωτάει ένα ψάρι γιατί κολυμπά ή ένα πουλί γιατί πετά ή μία πε¬ταλούδα γιατί ζει τόσο λίγο. Ο τρόπος που είναι πλασμένος ο καθένας και η καθεμία από εμάς είναι ιδιαίτερος, το υλικό μας διαφορετικό και όλοι ακολουθούμε αυτό για το όποιο είμαστε ταγμένοι, αν είμαστε βέβαια αρκετά τυχεροί ώστε νά τω ανακαλύψουμε στην διάρκεια της βραχύβιας ζωής μας.
Δεν θέλω να με ρωτούν αν τα ποιήματά μου είναι αυτοβιογραφικά. Αν πραγματικά έζησα αυτό ή το άλλο. Το ποιητικό υποκείμενο υποφέρει, ζει, ερωτεύεται, πεθαίνει μέσα στα ποιήματα. Το ίδιο κι εμείς. Αύτη είναι η ανθρώπινη μοίρα. ‘Όλοι οι συγγραφείς λοιπόν άπω καταβολής κόσμου γράφουν για το ίδιο ζήτημα, για την Εύα, για τον Αδάμ, για το μήλο, για την εκδίωξη, για τον Κήπο, για τον Θάνατο, για την απώλειας, για την επιστροφή. Αυτά είναι και τα δικά μου θέματα. Είναι αυτοβιογραφικά γιατί με περιέχουν και τα περιέχω.
Διαβάζω από το δημοτικό ακόμα. Πηνελόπη Δέλτα, Ντίκενς, Δουμά, Μπροντέ, Αούιζα Αλκοττ, Σαίντ Έξυπερύ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκυ, Τσέ- χωφ, Μπαλζάκ, Προύστ, Τόμας Μάν, Γκύ ντέ Μοπασάν, Στάινμπεκ, Χέ- μινγουαιη, Μούζιλ, Μυριβήλη, Πολίτη, Καραγάτση, Βιζυηνό, Θεοτοκά, Ροΐδη, Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη, Αουντέμη, Καβάφη, Ρίτσο, Ελύτη, Σεφέρη, Καρούζο, Σαχτούρη, Τόμας “Ελιοτ, Σαπφώ, Σύλβια Πλάθ, Ντί¬κινσον, είναι τα ονόματα πού μού έρχονται πρώτα στο μυαλό, είναι όμως και άλλοι τόσοι πολλοί, άλλοι γνωστοί άλλοι άγνωστοι, κάθε βιβλίο μου χάρισε και κάτι, κάθε βιβλίο με επηρέασε, είναι όμως η γνώση ένα ψηφι-δωτό πού σχηματίζεται σιγά σιγά. Δον έχω έναν αγαπημένο συγγραφέα, όπως δεν μπορώ να απομονώσω μόνο μια μέρα στην ζωή μου, γιατί η ζωή μου είναι ένα σύνολο ημερών και η γνώση και οι λογοτεχνικές μου επιρροές είναι ένα αδιαίρετο σύνολο, ένα ολοκληρωμένο πάζλ από κομματάκια βιβλία.
Δεν πιστεύω ότι τω γράψιμο μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Το να είναι κανείς ποιητής δεν προϋποθέτει, ούτε εξασφαλίζει την ηθική του ακεραιότητα. Αυτό ίσως όμως που μπορεί να καλλιεργήσει η ποιητική γραφή είναι η ευαισθησία με την έννοια ότι οι ποιητές είναι συνήθως ανοιχτοί στους ψίθυρους του άυλου κόσμου, στο αφανέρωτο και στο Μυστικό, στης κρυφές σιωπές του άλλου Σύμπαντος, εκεί που κατοικούν οι σκιές. Ό ποιητής συλλαμβάνει τις λεπτές αποχρώσεις πού δεν μπορεί να δει το συνηθισμένο μάτι, τις συχνότητες των ήχων πού δεν μπορεί να αιχμαλω-τίσει το μέσο αυτί, γίνεται δίαυλος, είναι το μουσικό όργανο πού δονείται από το άπειρο. Δεν ξέρω αν ή ποίηση μπορεί να θεραπεύσει τον πόνο ή τελικά τον επιτείνει. Από την μια ξύνει κανείς την πληγή, η πληγή αιμορ¬ραγεί και γράφεις με το αίμα της. Από την άλλη σπάει το απόστημα των καταπιεσμένων συναισθημάτων, αυτά ξεχύνονται ποταμός και αυτό είναι μια διαδικασία απελευθέρωσης. Σε μένα λειτουργεί διπλά, βραχυπρόθεσμα μου εντείνει τον πόνο αλλά μακροπρόθεσμα με λυτρώνει από αυτόν.
Γράφω μόνο για τον εαυτό μου; Θα μου αρκούσε να διάβαζα μόνον εγώ τα γραπτά μου; Νομίζω πώς όχι. Νομίζω πώς γράφω για να μ’ αγαπούν…

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου

vakxikon.gr 10/2018

Η Χλόη Κουτσουμπέλη μιλά για την ποιητική της γραφή, για το ρόλο της ποίησης στη σημερινή κοινωνία και για την ένατη ποιητική της συλλογή “ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΝΤΕΣΠΕΡΕ” που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις.

Πείτε μου λίγα λόγια για την καινούργια σας ποιητική συλλογή.

Περιέχει τριάντα ένα ποιήματα, τα οποία χωρίζονται ανά τρία ή τέσσερα σε μικρές θεματικές ενότητες χωρίς ευδιάκριτα όρια, που συνδέονται όμως μεταξύ τους και αφηγούνται μία ενιαία ιστορία. Έτσι, από τον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος “Με λένε Τζέιν. Τζέιν Μποντ” έως τον τελευταίο στίχο του τελευταίου ποιήματος “Είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει” διαδραματίζεται μία ολόκληρη υπόγεια μυθιστορία που έχει να κάνει με την λογοτεχνία, τον έρωτα, την ζωή, την διάψευση, τον θάνατο. Η συλλογή είναι αφιερωμένη στη μνήμη του αδελφού μου Βασίλη.

Τι καινούργιο φέρνετε με αυτήν την ποιητική σας συλλογή σε σύγκριση με το προηγούμενο συγγραφικό σας έργο;

Νομίζω ότι αυτή η συλλογή, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη, έχει έναν πιο ανάλαφρο τρόπο να μιλάει για πολύ τραγικά θέματα: για το πένθος, την απώλεια, την υπαρξιακή αγωνία, τα παιδικά τραύματα που μας στοιχειώνουν, τα γηρατειά, το τέλος που πλησιάζει. Θα την χαρακτήριζα πιο παιχνιδιάρικη, το χιούμορ και ο σαρκασμός της δίνουν έναν αμφίβιο χαρακτήρα, μπορεί να ζει στον βυθό, αλλά και να αναπνέει στην επιφάνεια. Είναι πιο αποστασιοποιημένη από τον προσωπικό πόνο και άρα πιο καθολική, έχει μάθει να διαχειρίζεται καλύτερα και με μεγαλύτερη στωικότητα το δράμα και την τραγική ειρωνεία της ανθρώπινης μοίρας. Θα έλεγα ότι την χαρακτηρίζει μία ανάλαφρη βαρύτητα.

Αν ποίηση είναι η αιώνια μάχη με τις λέξεις, τα συναισθήματα και τα ανείπωτα λόγια, πιστεύετε πως έχετε κερδίσει αυτήν τη μάχη; Έχετε καταφέρει να αποτυπώσετε στο χαρτί αυτό που θέλετε να εκφράσετε;

Όχι, είναι πάντα μία άνιση μάχη, στην οποία γνωρίζω ότι δεν θα βγω ποτέ νικήτρια. Ο αγώνας γίνεται για την τιμή των όπλων.

Πόσο δύσκολη είναι η ποίηση στην Ελλάδα; Διαβάζουν οι Έλληνες ποίηση; Και από την άλλη, πόσο εύκολο είναι για έναν ποιητή να βρει εκδοτική στέγη;

Νομίζω ότι οι Έλληνες ως λαός είναι πολύ εξοικειωμένοι με την ποίηση. Κυλάει στο αίμα τους. Τι άλλο είναι τα μοιρολόγια, οι μαντινάδες, τα πειράγματα με στίχους, οι παροιμίες, τα γνωμικά, τα αινίγματα, αλλά και η λαμπρή μας κληρονομιά με την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, την Σαπφώ, τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους- ποιητές, τις Τραγωδίες; Ο απλός λαός έχει ενσωματώσει εν αγνοία του την ποίηση μέσα στην καθημερινότητά του. Ωστόσο, η εκπαίδευσή μας από μικρά παιδιά, ο τρόπος που διδάσκεται η ποίηση στα σχολεία με έναν στείρο και κλινικό τρόπο που αφαιρεί την χαρά και την μαγεία, αλλά και το γεγονός ότι ως λαός δεν φημιζόμαστε για την φιλαναγνωσία μας θέτουν μεγάλα εμπόδια στην εξοικείωση των Ελλήνων με ένα στοιχείο που ουσιαστικά υπάρχει μέσα τους. Οι Έλληνες δεν διαβάζουν γενικά και πολύ λιγότερο ποίηση. Νομίζω όμως ότι είναι σχετικά πιο εύκολο από ό, τι ήταν παλιά για έναν ποιητή να βρει εκδοτική στέγη. Απόδειξη η πληθώρα των ποιητικών συλλογών που κυκλοφορούν αυτή την στιγμή στην Ελλάδα.

Πιστεύετε στον κοινωνικό ρόλο των ποιητών; Θεωρείτε πως είναι καθήκον των ποιητών να συμβάλουν στην αναμόρφωση της κοινωνίας;

Οι ποιητές, όπως και όλα τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, πρέπει να αλλάζουν και να αναμορφώνουν τον κόσμο με την δράση τους και την ζωή τους. Ο ποιητής οφείλει να μάχεται κι αυτός με όλες του τις δυνάμεις ενάντια στην κοινωνική αδικία, στην ξενοφοβία, στον ρατσισμό, στον φασισμό που όλο και περισσότερο απειλεί να κυριαρχήσει. Η ποίηση όμως δεν είναι ανάγκη να είναι καταγγελτική, ούτε να απεικονίζει δημοσιογραφικά την τρέχουσα πραγματικότητα. Ένας και μόνο στίχος μπορεί να αλλάξει την μέρα ή τον μήνα ενός ανθρώπου, να τον συγκινήσει και να τον κυριεύσει τόσο που να αλλάξει ολόκληρη την ζωή του. Αυτός ο στίχος όμως μπορεί να αφορά απλώς και το πόσο μόνο είναι το ένα φλιτζανάκι του καφέ παρατημένο πάνω στο τραπέζι. Μπορεί κάποιος να μιλήσει για τα σπουδαία και αιώνια θέματα της ανθρωπότητας ρίχνοντας τον προβολέα στα μικρά και ασήμαντα με έναν όμως ιδιαίτερο τρόπο. Η πιο εκκωφαντική ποίηση είναι η σιωπηλή ποίηση της καθημερινότητας.

Ποια θα λέγατε πως είναι η χρησιμότητα της ποίησης στη σημερινή κοινωνία;

Ποια είναι η χρησιμότητα ενός διάφανου φτερού πεταλούδας; Ενός πυρακτωμένου κάρβουνου στην φωτιά; Ποια η χρησιμότητα της Ομορφιάς και της Αλήθειας; Σήμερα όπως και χθες όπως και πάντα η ποίηση όπως και κάθε μορφή τέχνης μας εξανθρωπίζει, μας απομακρύνει από τον συριγμό του ερπετού, από την κτηνωδία του ζώου. Μεταμορφώνει τον κόσμο, τον κάνει από ασπρόμαυρο πολύχρωμο, βλέπουμε με την κόρη διασταλμένη το θαύμα γύρω και μέσα μας. Αποκτάμε καινούργια μέλη στην πλάτη που μας επιτρέπουν να πετάμε. Δεν νοείται κοινωνία χωρίς ποίηση, δεν νοείται ανθρώπινη ζωή χωρίς τέχνη. Η ποίηση είναι αρχαία, ήταν η πρώτη ομιλία, οι πρώτοι φθόγγοι, η πρώτη γραφή. Είναι παλιά και πάντοτε καινούργια.

Τι είναι αυτό για το οποίο μετανιώνετε και τι είναι αυτό που δεν έχετε κάνει ακόμα -σε ό,τι αφορά στη συγγραφή;

Να αφοσιωθώ τόσο πολύ στο μυθιστόρημα που γράφω που να κατοικώ πραγματικά μέσα του, σε ένα μικρό δωμάτιο υπηρεσίας στις σελίδες του, να αποτελώ κομμάτι της ίδιας της πλοκής, να μην έχω κανέναν αντιπερισπασμό και κανένα ερέθισμα από το έξω περιβάλλον. Αυτή την απόλυτη αφοσίωση στην γραφή δεν την έχω αποκτήσει ακόμα.

Συγγραφικά σχέδια για το μέλλον;

Έχω ξεκινήσει ένα μυθιστόρημα, αλλά δεν έχω καθόλου εμπιστοσύνη στην ποίηση. Όλο εισβάλλει και με εκτροχιάζει από την πεζογραφία, γι’ αυτό είμαι επιφυλακτική. Θα πορευτώ όπως προκύψει.

.

ΒΑΣΩ ΚΑΡΑΝΤΖΑΒΕΛΟΥ

tetragwno.gr  11/2018

Η Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1962. Σπούδασε νομική στο Α.Π.Θ. και εργάστηκε για δεκαοκτώ χρόνια στον τραπεζικό τομέα. Η ποιητική συλλογή «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» είναι το 10ο βιβλίο της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τις διαφορές της νέας σας ποιητική συλλογή συγκριτικά με τα προηγούμενα έργα σας;

Δεν ξέρω αν πραγματικά μπορούμε να μιλήσουμε για διαφορές, ίσως κάθε φορά σε κάθε ποιητική συλλογή να υπάρχει κάποια εξέλιξη, οι ποιητικές συλλογές ενηλικιώνονται και γερνούν όπως και οι ίδιοι οι ποιητές. Θα έλεγα ότι αυτή η ποιητική συλλογή λοιπόν μπήκε σε μία ώριμη ηλικία, είναι έτοιμη να πέσει από το δέντρο, μπορεί να αυτοσαρκάζεται και να περιγελά ακόμα και τον θάνατο, να κοροϊδεύει ακόμα και την απώλεια. Που σημαίνει ξεγελάμε τους πιο σκοτεινούς μας φόβους.

Καταρχάς, από πού προκύπτει ο τίτλος, «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ»;

Προκύπτει από ένα σημείωμα που άφησε κάποιος, κάπου, κάποτε σε ένα ερειπωμένο σπίτι, στην οδό Δεσπεραί στην Θεσσαλονίκη. Η οδός Δεσπεραί, η Ντεσπερέ, ή Ντεζεσπερέ βρίσκεται στα όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας, όπως ακριβώς και η ίδια η γραφή. Όλη η συλλογή αποτελεί ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη, ένα νανομυθιστόρημα με μη εμφανείς τις ραφές που συνδέουν το ένα ποίημα με το άλλο, μία συνάντηση λογοτεχνικών φαντασμάτων και μία σπουδή στο συντελεσμένο συγγραφικό γεγονός.

Ποιες είναι οι βασικές σας επιρροές από το χώρο της λογοτεχνίας;

Κλασσικοί, αρχαίες τραγωδίες, θέατρο του παραλόγου, ποίηση ελληνική και ξένη, δημοτικό τραγούδι, Σολωμός, Καβάφης, Σαχτούρης, Εμπειρίκος, Έμιλυ Ντίκινσον, Έλιοτ, Αν Σέξτον, Πλαθ, Μανσουρ και τόσα πολλά αναγνώσματα και ερεθίσματα μέσα σ’ όλα τα χρόνια, που είναι πάρα πολύ δύσκολο να απομονώσει και να διακρίνει κανείς τις επιρροές τους στο έργο μου.

Προτιμάτε την ποίηση έναντι της πεζογραφίας ή το αντίστροφο;

Νομίζω πως με προτιμάει η ποίηση.

Αναφορικά με τα ποιήματα, συχνά μεταπηδάμε από τη φύση στο περιβάλλον της πόλης κι από εκεί στους τέσσερις τοίχους ενός μικροαστικού σπιτιού. Ο διαφορετικός χώρος επηρεάζει και το ύφος;

Νομίζω πως όχι. Κάθε ποιητής διαμορφώνει με τον καιρό το δικό του ύφος και αρθρώνει την δική του αναγνωρίσιμη και χαρακτηριστική ποιητική φωνή ανεξάρτητα από το σκηνικό που εκτυλίσσονται τα ποιήματά του.

Όλα σχεδόν τα ποιήματα σας διακατέχονται από μία απαισιόδοξη οπτική. Θα λέγατε πως αυτός είναι ο κυρίαρχος νοηματικός άξονας ολόκληρης της συλλογής;

Θα χαρακτήριζα αυτή την συλλογή από τις πιο αισιόδοξες συλλογές μου. Νομίζω ότι αυτό που προτάσσει η συλλογή είναι μία αποστασιοποιημένη και συχνά χιουμοριστική ματιά σε όλες τις υπαρξιακές αγωνίες που μας διακατέχουν. Επιπλέον δίνει έμφαση στην αγάπη, αφού όπως αναφέρεται στο ποίημα Αντιγόνη, «το μίσος είναι κόσμος άκομψος/ μισός/ η αγάπη όμως δεν γερνά ποτέ.»

Κάποιοι λένε πως είναι ο φόβος του θανάτου, άλλοι η μοναξιά ή ο έρωτας. Εσείς ποιο θεωρείτε πως είναι ότι είναι το κινητήριο συναίσθημα της λογοτεχνικής παραγωγής;

Το δίπτυχο έρωτας-θάνατος

Αρκετά ποιήματα πραγματεύονται τη διαδικασία του γήρατος. Καταφέρνουμε άραγε να συμφιλιωθούμε με την ιδέα της φθοράς;

Μιλώντας προσωπικά, ναι με την γραφή.

Έχει η τέχνη θέση στα πολιτικά ζητήματα;

Η τέχνη έχει παντού θέση, είναι απόλυτα συνυφασμένη με κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, αρκεί να μην εμπλέκεται σε μικροπολιτικά συμφέροντα.

Σχεδιάζετε το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;

Θα είναι και πάλι ποίηση ή κάποιο έργο πεζογραφίας; Δεν σχεδιάζω ποτέ. Με σχεδιάζουν. Άλλοτε η ποίηση, άλλοτε η πεζογραφία. Έχω ξεκινήσει ένα μυθιστόρημα, όμως υποψιάζομαι ότι η ποίηση έχει άλλα πιο καταχθόνια σχέδια για μένα.

.

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

surrealistsalonik.wordpress.com  15/11/2018

τη συνέντευξη συντόνισαν οι Αργύρης Φυτάκης και Αντώνης Χαριστός

Τί είναι για εσάς η ποίηση; Περιγράψετε το με μια ποιητική φράση.

Από τα δέκα άνθη πορτοκαλιάς μόνο το ένα δένει πορτοκάλι. Ποίηση είναι οι εννέα αυτοί μικροί θάνατοι. Πάντα το αν, ποτέ η εκπλήρωσή του.

Πολλά ποιητικά σας κείμενα είναι γραμμένα στο β’ πληθυντικό. Είναι συνειδητή αυτή σας η επιλογή; Κι αν ναι, γιατί β’ και όχι α’ πληθυντικό; Εσείς και όχι εμείς;

Γιατί η ποίηση δεν πρέπει να είναι αυτοαναφορική, πρέπει να απευθύνεται. Γιατί υπάρχει πάντα ένας μυστικός διάλογος με τους αναγνώστες, γιατί ο ποιητής είναι ο πομπός και η βαρύτητα και η ευθύνη του ποιήματος μετατίθεται στους δέκτες του. Στην ουσία ο αναγνώστης το εσύ, εσείς ξαναγράφει το ποίημα.

Είναι για εσάς η γραφή της ποίησης ένα είδος καλλιτεχνικής έκφρασης, άσχετα με το περιεχόμενο των ποιημάτων per se;  Γράφετε, δηλαδή, ποιήματα for art’s sake ή έχουν πάντα κάποιο μήνυμα;

Για μένα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο το περιεχόμενο, μήνυμα, νόημα των ποιημάτων. Ακόμα ή κυρίως όταν αυτό υπονοείται ή συνάγεται από τις ίδιες τις παύσεις ή τα διάκενα του ποιήματος.

Θεωρείτε ότι η γραφή μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε τον χαμένο μας εαυτό;

Η γραφή είναι ο χαμένος μας εαυτός.

Η ποιητική τέχνη πιστεύετε πως έχει επιβιώσει και, εν τέλει, προσαρμοστεί στις τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών με τίμημα την αθωότητα του περιεχομένου της; Έχει υπερβεί δίπολα και ιδεολογίες ή αναζητά νέα πεδία αναφοράς τα οποία είναι σε θέση να νοηματοδοτήσουν την ουσία της;

Έχει προσαρμοστεί στις τεχνολογικές εξελίξεις, διαδίδεται πια μέσω του διαδικτύου,  όμως η αληθινή ποίηση και όχι η κακή της απομίμηση παραμένει άσπιλη όπως το πρώτο ποίημα που γράφτηκε ποτέ στον κόσμο. Η ανάγκη της διαρκούς της ανανέωσης, (οτιδήποτε στάσιμο νεκρώνεται), κάνει την ποίηση να πειραματίζεται, να προσπαθεί να σπάσει τα στενά καλούπια των συμβατικών στίχων,να ξεπεράσει τις μελοδραματικές κοινοτοπίες, τις πολυχρησιμοποιημένες φθαρμένες λέξεις, εκτείνεται, επεκτείνεται, τεντώνεται, εξελίσσεται και συντίθεται, όμως με έναν περίεργο και μαγικό τρόπο παραμένει πάντα η ίδια, είναι ταυτόχρονα η συνέχεια και η διακοπή, η παράδοση και η πρωτοπορία, γιατί η ποίηση είναι ενιαία, ατόφια και μπορεί να υπάρξει σε τρεις μόνο λέξεις που μπορεί να σε κάνουν να κλάψεις.

Ποιος είναι ο σκοπός της κριτικής; Επιτελεί ρόλο εποικοδομητικό στην εξέλιξη της λογοτεχνίας και της ποίησης ή αυτονομείται σε ένα ασφαλές επίπεδο μονοδιάστατης οπτικής επικεντρωμένη στην εκπροσώπηση συγκεκριμένων κατευθύνσεων στην κοινωνική πρόσληψη;

Ο σκοπός της κριτικής είναι να φωτίσει, να επεξηγήσει, να διαλευκάνει, να μεταφράσει τις κρυφές προθέσεις του συγγραφέα. Μπορεί να παίξει πολύ εποικοδομητικό ρόλο, μπορεί να συμπληρώσει ή να φέρει στην επιφάνεια στοιχεία που και ο ίδιος ο συγγραφέας αγνοεί, μπορεί να εντάξει ένα λογοτεχνικό κείμενο σε ένα συγκεκριμένο ρεύμα και να εξετάσει σφαιρικά όλες τις παραμέτρους του, αλλά μπορεί και να είναι τόσο αναλυτική και περιοριστική που να απομαγεύσει ένα λογοτεχνικό κείμενο ή ένα ποίημα. Ένας κριτικός λογοτεχνίας πρέπει να έχει ένα ανοιχτό και δημιουργικό νου, να εμβαθύνει ψυχαναλυτικά, να γνωρίζει την θεωρία της λογοτεχνίας και να έχει μία πολυδιάστατη οπτική.

Στην εποχή της ταχύτητας, της δυναμικής εναλλαγής των εικόνων και της επιφάνειας των πραγμάτων ποιόν ρόλο καλείται να υπηρετήσει η ποίηση;

Τον ίδιο ρόλο που έπαιζε πάντα. Η ποίηση είναι μία κοσμογονία. Δημιουργούνται εκατοντάδες εναλλακτικές πραγματικότητες, είναι η συγκολλητική ουσία ανάμεσα στο Χάος και στην Αρμονία. Οι εικόνες μπορεί απλώς να χρησιμοποιηθούν για να την αναδείξουν περισσότερο.

Ποια τα πνευματικά όπλα τα οποία επιστρατεύετε προκειμένου η ποίηση σας να εκπροσωπεί τον εαυτό σας και τις ιδέες τις οποίες επιθυμείτε κάθε φορά να προωθήσετε;

Εκτίθεμαι άοπλη και χωρίς ασπίδα, γιατί όταν γράφουμε είμαστε γυμνοί και ανυπεράσπιστοι απέναντι στην βαθύτερη αλήθεια μας.

Σε μία γλώσσα η οποία γράφεται και ομιλείται επί χιλιάδες χρόνια, με παραλλαγές και διαφοροποιήσεις αλλά στην ουσία της ίδια, ποιο το φορτίο το οποίο αναλαμβάνει ο ποιητής στην προσπάθεια του να μεταδώσει τις βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες του;

Η γλώσσα αυτή κουβαλάει μέσα της όλη την μνήμη και την συνέχεια. Το φορτίο του ποιητή είναι αφού μυηθεί και αυτός με την σειρά του στην παράδοση της γλώσσας αυτής , να σπάσει την λογική συνοχή και να αυτοσχεδιάσει, να αναπλάσει, να χρησιμοποιήσει τις ίδιες λέξεις με έναν εκκωφαντικά καινούργιο τρόπο.

Ποια είναι η γνώμη σας για τις πρωτοπορίες στα γράμματα και τις τέχνες; Έχουν εκλείψει οριστικά από τον κοινωνικό χάρτη του 21ου αιώνα ή έχουμε περιέλθει στη διαδικασία ανασύνταξης/ανασύνθεσης προκειμένου να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες νέου τύπου έκφρασης και κοινωνικής παρέμβασης;

Πιστεύω ότι διανύουμε μία περίοδο ζυμώσεων και ανακατατάξεων, οι αλλαγές συντελούνται υποβρύχια, μικρά ηφαίστεια πυρήνες σιγοβράζουν και ο φλοιός της γης θα αλλάξει και πάλι, η ιστορία της τέχνης είναι ένα ποτάμι που ρέει διαρκώς και αλλάζει συνέχεια την κοίτη του.

Αν θα είχατε την δυνατότητα να συναντήσετε κάποιον από τους μεγάλους ποιητές, ασχέτως εθνικότητας και χρονολογίας, ποιος/α θα ήταν και γιατί;

Θα ήθελα να συναντήσω την Σαπφώ γιατί εκείνο το φεγγάρι στο μέσον του ουρανού, ενώ κοιμάται μόνη, είναι το πρώτο δείγμα υπαινικτικής γραφής στην ποίηση. Και γιατί για μένα η ποίηση είναι Γυναίκα.

.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΟΝΗΣ

exostispress.gr

Πώς προέκυψε η ιδέα του τίτλου;

Υπάρχει ένα ομώνυμο ποίημα στη συλλογή που θεωρώ καθοριστικό για το ύφος αυτής της συλλογής. Επίσης, πάντα εύρισκα πολύ γοητευτικά όλα τα σημειώματα που μπορεί να βρει κάποιος σε έρημα σπίτια, ειδικά αν πρόκειται για σημειώματα αυτοκτονίας ή σφοδρού έρωτα, γιατί αποτελούν οριακά και γνήσια σπαράγματα ψυχής. Από την άλλη, όμως, στο τέλος του ποιήματος με τίτλο «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» υπάρχει η συμβουλή προς τον αναγνώστη να μην εμπιστεύεται αυτούς που γράφουν σημειώματα, γιατί εννέα στις δέκα φορές επινοούν. Και εδώ ακριβώς σ’ αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στον συγγραφέα και στον αναγνώστη, δηλαδή στην μυθοπλαστική ιδιότητα της τέχνης, βρίσκεται η μαγεία της ποίησης. Όσο για την οδό Ντεσπερέ ή Δεσπεραί όπως, επίσης, λέγεται και είναι υπαρκτή οδός στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, είναι στο μυαλό μου συνυφασμένη με δικά μου παιδικά και εφηβικά βιώματα. Επιπλέον παίζω με τη λατινική ρίζα της απελπισίας. Η οδός Ντεσπερέ λοιπόν είναι ένας δρόμος τραύμα όπου η φαντασία εμπλέκεται με την πραγματικότητα, όπου όλα είναι δυνατά και ταυτόχρονα αδύνατα και κυρίως απέλπιδα. Είναι επίσης η οδός της επινόησης αλλά και της αλχημείας όπου ο πόνος και η απώλεια μετατρέπονται σε τέχνη.

Επιλέξατε ένα προλογικό και ένα επιλογικό ποίημα στη συλλογή σας ενώ αρκετά από τα ποιήματά σας διέπονται από εσωτερική συνοχή. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα;

Έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν η πεποίθησή μου ότι η σειρά των ποιημάτων σε μία συλλογή πρέπει να είναι τέτοια που να υπάρχει και συνοχή και αλληλουχία αλλά και ένα είδος πλοκής. Κάθε ποιητική συλλογή στην πραγματικότητα διηγείται μία ιστορία, απλώς συνήθως υπάρχουν κενά, σιωπές και παύσεις ανάμεσα στις σκηνές και στα επεισόδια που ο αναγνώστης συχνά αγνοεί. Σ’ αυτή τη συλλογή, περισσότερο παρά ποτέ υπάρχει μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, υπάρχουν, επίσης, πάρα πολλές αναφορές στη λογοτεχνία και αυτό σημαίνει ότι παρεμβάλλονται ψηφίδες από κλασικά μυθιστορήματα, γκουβερνάντες με το όνομα Τζέιν Μποντ, φαντάσματα συγγραφέων, λογοτεχνικοί ήρωες με ρεντιγκότα και χέρια βουτηγμένα στο μελάνι, εμβόλιμες δηλαδή μικρές ιστορίες από ξένα αναγνώσματα που παίζουν και αυτές τον ρόλο τους στην πλοκή.

Το βιβλίο σας αποτελείται κατά κόρον από εκτενή ποιήματα που αποκτούν ενίοτε πεζολογικά χαρακτηριστικά. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό.

Δεν με φοβίζουν τα πεζολογικά χαρακτηριστικά στην ποίηση αρκεί να υπάρχει στο ποίημα ρυθμός, μουσικότητα και αρμονία. Επίσης, πολλές φορές ο αφηγηματικός χαρακτήρας των ποιημάτων, όταν δεν γίνονται φλύαρα, βοηθάει στην εσωτερική συνοχή και στην καλύτερη κατανόηση της όλης σύνθεσης της συλλογής.

Ποιες ήταν οι βασικές λογοτεχνικές σας επιρροές;

Από μικρή διάβαζα πάρα πολύ. Δεν μπορώ να απομονώσω και να εντοπίσω τι από όλα τα διαβάσματά μου αυτά τα πενήντα χρόνια με επηρέασε περισσότερο. Σίγουρα θεωρώ πολύ σημαντικές τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Σικελιανό, τους ποιητές της γενιάς του ’30 αλλά και τους πιο σύγχρονους Έλληνες και ξένους, τις βαθυστόχαστες ποιήτριες όπως την Ντίκινσον, τη ρομαντική Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνιγκ, την Τζόυς Μανσούρ και την Αν Σέξτον με το αιχμηρό και έμφυλο χαρακτήρα της ποίησής τους, τα κλασικά μυθιστορήματα και όλα τα αναγνώσματά μου ως τώρα. Νομίζω ότι τα έχω αφομοιώσει όλα και αποτελούν αυτό που είμαι και αυτό που γράφω, νιώθω ένας μικρός απειροελάχιστος κρίκος σε μία τεράστια αλυσίδα που ξεκίνησε μία μέρα στην Εδέμ όταν η Εύα έγραψε την πρώτη λέξη σε ένα χαρτί και αυτή η αίσθηση της συνέχειας μέσα στους αιώνες είναι νομίζω και η σύνδεσή μας με όλους τους ποιητές και τις ποιήτριες πριν και μετά από μας.

Στο βιβλίο σας κυριαρχούν συναισθήματα όπως ο πόνος, η απώλεια, η μοναξιά και η νοσταλγία. Γιατί επιλέξατε να επενδύσετε τα ποιήματά σας με χιουμοριστικό και πιο ανάλαφρο ύφος;

Γιατί ήθελα να αποφύγω τον μελοδραματισμό και τα ζαχαρωμένα δάκρυα, γιατί ήθελα να ξορκίσω τους δαίμονές μου γελώντας μαζί τους, γιατί γενικά στη ζωή μου το χιούμορ είναι για μένα άμυνα και μέσο επιβίωσης. Και γιατί ο Ίταλο Καλβίνο σε μία διάλεξη που θα έκανε στο Χάρβαρντ έγραψε ότι ο λόγος που ο Περσέας κοίταξε το πρόσωπο της Μέδουσας μέσα στον καθρέφτη της ασπίδας του και δεν πέτρωσε, είναι γιατί δεν αντέχουμε να κοιτάμε την φρίκη και τον πόνο κατάματα. Είναι ίσως λοιπόν ένας κοινός τόπος της λογοτεχνίας να προσεγγίζει αυτό που δεν μπορεί να αντέξει με έναν πιο ανάλαφρο τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ότι και στις τραγωδίες οι πιο αιματηρές και δραματικές σκηνές περιγράφονταν από κάποιον τρίτο, βοσκό ή αγγελιοφόρο και δεν παίζονταν επί σκηνής. Και ειλικρινά είναι και ο δικός μου τρόπος να αντέξω τα δικά μου τραύματα και τις δικές μου απώλειες.

Θα συμφωνούσατε με τον ορισμό του James Branch Cabell για την Ποίηση ότι είναι «η επανάσταση του ανθρώπου ενάντια σε αυτό που είναι»;

Θα συμφωνούσα με την έννοια ότι η ποίηση είναι σίγουρα μία απόδραση από τα περιοριστικά καθημερινά δεσμά της ανθρώπινης ύπαρξης. Ότι μας μεταφέρει σε μία άλλη διάσταση, όπου ξαφνικά βαθαίνουμε και πλαταίνουμε, τα όρια του χρόνου και του τόπου καταλύονται, τα αντικείμενα παύουν να είναι χρηστικά και διαστέλλονται, συστέλλονται, πετούν ή κολυμπούν, ένα παπούτσι μπορεί να μετατραπεί σε μία λευκή φάλαινα στο φεγγάρι και όλα ανατρέπονται συνεχώς. Ταυτόχρονα υπάρχει μία άμεση επικοινωνία με τον άλλο μας εαυτό, αυτόν που υπάρχει κάτω από την κορυφή του παγόβουνου, μέσα στο αρχικό τραύμα, μέσα στην πληγή του φύλου μας. Η Ποίηση είναι σίγουρα μία επαναστατική διαδικασία, σπάει τον φλοιό, την τάξη, την ευνομία των πραγμάτων και επανασυστήνει τον κόσμο και εμάς τους ίδιους.

Αναφέρεστε στο στίγμα που αφήνει πίσω του ο χρόνος κάνοντας τα πάντα γύρω μας να γερνούν. Τελικά το μόνο αναλλοίωτο είναι η αγάπη όπως γράφετε στο δέκατο μέρος της ποιητικής σύνθεσης «Η Αντιγόνη γερνά»;

Επανέρχομαι ξανά και ξανά στα βιβλία μου στην έννοια της αγάπης γιατί κι εγώ προσπαθώ να την προσδιορίσω αν και η αγάπη βιώνεται και επομένως δεν αναλύεται. Νομίζω όμως ότι μόνο μέσω αυτής δικαιώνουμε την ύπαρξή μας ως ανθρώπινα όντα και μόνο μέσω αυτής μπορούμε κάποια στιγμή να εξελιχτούμε και να περάσουμε σε μία πιο πνευματική και λιγότερο υλιστική διάσταση.

Γιατί γράφετε ότι οι «νεκροί έρωτες δεν ανασταίνονται ποτέ»;

Γιατί για μένα υπάρχουν κύκλοι που κλείνουν και ολοκληρώνονται και είναι λάθος να προσπαθούμε να γυρίσουμε πίσω σε κάτι που έχει εξαντληθεί. Επίσης πολλές φορές εγκλωβιζόμαστε σε μία νεκρή ζώνη συναισθημάτων γιατί δεν έχουμε το κουράγιο να εξερευνήσουμε κάτι καινούργιο.

Έχετε ασχοληθεί με την ποίηση, το μυθιστόρημα και τη συγγραφή θεατρικών κειμένων. Ποιο είδος γραφής είναι αυτό που σας συναρπάζει περισσότερο και ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο δύσκολο;

Ο έρωτάς μου είναι η ποίηση και αυτή με συναρπάζει περισσότερο. Κάποια περίοδο της ζωής μου έκανα μία προσπάθεια να την απαρνηθώ και για χρόνια ολόκληρα απέφευγα να γράφω ποιήματα σε μία προσπάθεια να ισορροπήσω. Η ποίηση τότε μου επιτέθηκε πιο άγρια και βάναυσα από ποτέ και με κυρίεψε ολόκληρη. Από τότε της είμαι αφοσιωμένη. Το μυθιστόρημα με γοητεύει γιατί μου προσφέρει τη δομή και τη συγκρότηση που χρειάζομαι πολλές φορές για να προσγειώνομαι και ο θεατρικός λόγος μοιάζει αρκετά στην ελλειπτικότητα του με την ποίηση αλλά είναι πιο καθημερινός. Νομίζω ότι το μυθιστόρημα είναι το πιο δύσκολο από όλα γιατί χρειάζεται οργάνωση, πλοκή, χρόνο, σκέψη, ζωντανούς και πρωτότυπους χαρακτήρες και είναι πιο εύκολο να πέσει κάποιος στην παγίδα της κοινοτοπίας.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.